Αν θέλουμε λύση; Προφανώς και θέλουμε. Όχι όμως με έναν λαό που κανείς στην Ευρώπη δεν θέλει να τον έχει παρά μόνον ως υπηρέτη. Για εμάς τους Ελληνοκύπριους, οι Τούρκοι είναι ανεπιθύμητοι. Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου αντίθετα (αυτούς που με απαίτηση του Ντεκτάς αποκαλούνται Τουρκοκύπριοι) είναι φίλοι μας, είναι αδέλφια μας. Η Κύπρος είναι και δική τους πατρίδα.
Για όποιον έχει την παραμικρή αμφιβολία, ας διαβάσει τα αποσπάσματα που παραθέτω από το βιβλίο του Πιερή Πιερή ο οποίος το 1974 ήταν ένας απλός οικογενειάρχης, αστυνομικός. Παραδόθηκε από τους άνδρες των Ηνωμένων Εθνών στους Τούρκους. Αιχμαλωτίστηκε και μέσα σε άθλιες συνθήκες και κακοποιήσεις μεταφέρθηκε στην Τουρκία όπου εκεί έζησε για τρεις μήνες την κόλαση της ζωής του!
Ακολουθούν τα αποσπάσματα:
Δευτέρα, 22 Ιουλίου 1974.
Επιστρέψαμε στην Κερύνεια από την περιοχή του Μπέλλα Πάϊς όπου είχαμε καταφύγει για περισσότερη ασφάλεια μαζί με άλλους Κερυνειώτες, με την ελπίδα ότι θα καταφέρναμε να διαφύγουμε σε άλλα, πιο ασφαλισμένα μέρη.
(...)
Αρκετοί Τουρκοκύπριοι της περιοχής έτρεξαν κοντά μας αμέσως μόλις μας είδαν. Η αγωνία και η αβεβαιότητα ήταν ζωγραφισμένη και στα δικά τους πρόσωπα. Μας καλοδέχτηκαν όμως και μας καλωσόρισαν στη γειτονιά. Μας ρωτούσαν πού είμαστε και πως περάσαμε… και μας υποσχέθηκαν κάθε δυνατή βοήθεια που θα περνούσε από το χέρι τους. Όταν κάποιος από τη παρέα με ρώτησε σε ποιο σπίτι θα προτιμούσα να μείνω, εγώ απάντησα ότι «δεν με πειράζει όπου και να μείνω, το ίδιο μου κάνει». Αμέσως τότε επενέβη ο Μουσταφάς.
- Εσύ γιέ μου σπίτιν μας να μείνεις! Τούτοι πολλοί είναι σε κάθε σπίτι. Έμεναν σπίτι έχει τόπον!
Ο Μουσταφάς ήταν από τους καλύτερους γεωργοκτηνοτρόφους της περιοχής και το όνομα του ήταν σε όλους γνωστό για τις άριστες και φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με όλους τους Έλληνες. Η πρότασή του με βρήκε απροετοίμαστο. Με ξάφνιασε και με συγκίνησε πολύ. (...)
Στις 25 του Ιούλη, τουρκικά στρατεύματα περικύκλωσαν το σπίτι όπου μέναμε και μας διέταξαν να σταθούμε όλοι στον τοίχο με τα χέρια ψηλά. Μια ομάδα στρατιωτών πήρε θέση απέναντι μας σε απόσταση αναπνοής και μας σημάδευαν, περιμένοντας τη διαταγή του ομαδάρχη τους για να μας πυροβολήσουν και να μας σκοτώσου.
Αν έχεις τύχη διάβαινε, που λέει κι η παροιμία. Δυο Τουρκάλες η Φατμά κόρη του Μουσταφά και η γειτόνισσα η Τζεμαλιές που τόση ώρα παρακολουθούσαν από την αυλή του σπιτιού της δεύτερης, μόλις αναλήφθηκαν τον κίνδυνο που μας απειλούσε, έτρεξαν σαν σίφουνας και στάθηκαν μπροστά μας, πριν οι στρατιώτες προλάβουν να πατήσουν τη σκανδάλη. Μπήκαν ανάμεσα σ’ εμάς και τους στρατιώτες και άρχισαν ένα έντονο διάλογο μεταξύ τους. Οι στρατιώτες επέμεναν να μας σκοτώσουν γιατί είμαστε γκιαούρηδες όπως έλεγαν. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι είμαστε καλοί άνθρωποι και ότι όλες αυτές τις μέρες εδώ μαζί τους είμαστε και δεν κάναμε κακό σε κανέναν.
Το μικρό κοριτσάκι του Ανδρέα, ίσως γιατί διαισθάνθηκε τον κίνδυνο είτε γιατί τρόμαξε βλέποντας τις μαύρες και άγριες μουτσούνες των Τούρκων, έβαλε τα κλάματα και τυλίχτηκε στο λαιμό της μάνας του που το κρατούσε στην αγκαλιά της. Το κλάμα του μωρού συγκίνησε φαίνεται τον Τούρκο λοχία, που χαμήλωσε αμέσως το όπλο του και έγνεψε και στους στρατιώτες να κάμουν το΄ίδιο. Έβγαλε τότε από την τσέπη του μια φωτογραφία που έδειχνε μια νεαρή γυναίκα να κρατά στην αγκαλιά της ένα κοριτσάκι, μας την έδειξε και κάτί μίλησε με τη Φατμά που μας εξήγησε: Έχει κι αυτός ένα κοριτσάκι σαν εσένα που το αγαπά πολύ. Νάτο, αυτό είναι το κοριτσάκι στην αγκαλιά της μάνας του…
Το πώς γλυτώσαμε τον θάνατο, μόνον ο Θεός ξέρει. Μόλις απομακρύνθηκαν οι Τούρκοι, ένας πόνος, κάτι σαν τσίμπημα στο στήθος ένιωσα και με έκανε να φέρω το χέρι στο μέρος εκείνο για να δω τι με πονούσε. Και τότε κατάλαβα! Το χέρι μου άγγιξε το φυλακτό που είχα κρυμμένο και καρφιτσωμένο κάτω από τα εσώρουχά μου, στο μέρος ακριβώς που ένιωσα το τσίμπημα. Η Θεία Χάρη και η δύναμη του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, λύγισε τις καρδιές και τα όπλα των Τούρκων και μας έσωσε όλους από βέβαιο Θάνατο!
Ας είναι ευλογημένο το όνομά Σου Θεέ μου!
Παρασκευή 26 Ιουλίου, 1974
Το αυτοκίνητο προχωρούσε αγκομαχώντας στον ανηφορικό δρόμο που μας οδηγούσε σε μέρη γνωστά αλλά με άγνωστο προορισμό. Το φορτίο του δεν ήταν βέβαια υπερβολικό, αλλά λόγω της ηλικίας του φαίνεται ή της κακής συντήρησης, δυσκολευόταν να προχωρήσει στον ανήφορο, παρά τις αγριοφωνάρες και τις βρισιές του Τουρκοκύπριου οδηγού του.
Ήταν ένα μικρό λεωφορείο των δώδεκα θέσεων που η ηλικία του θα ήταν τουλάχιστον όσο και ο αριθμός των θέσεών του. Κι εμείς οι επιβάτες το φορτίο του ας πούμε. Έντεκα Ελληνοκύπριοι «αιχμάλωτοι». Τρείς οπλισμένοι Τούρκοι αστυνομικοί, και ο επίσης Τούρκος οδηγός, δεκαπέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι. Προχωρούσε με δυσκολία και το αγκομαχητό του μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο όσο προχωρούσε προς την ανηφόρα, γινόταν βρυχηθμός, άγριος και βαρύς. Ο οδηγός του άλλαζε συνεχώς τις ταχύτητες, βλαστημούσε και φώναζε μη τύχει και του μείνει στο δρόμο.
Άφωνοι και σκεφτικοί εμείς, πληγωμένοι στα βάθη της ψυχής μας κι απογοητευμένοι από το μεγάλο κακό που μας βρήκε, κι από το βέβαιο ξεριζωμό μας, γιατί αυτό προσπαθούσαν να κάμουν τώρα οι βάρβαροι κατακτητές, παρακαλούσαμε από τα βάθη της ψυχής μας το Θεό: «Θεέ μου, να σταματήσει το σαράβαλο έστω και για μια στιγμή μονάχα, ν’ απολαύσουμε για λίγο ακόμα την όμορφη Κερύνεια μας που δεν χόρτανε το μάτι μας να την βλέπει. Τη μικρή αυτή πόλη στην οποία εγκαταλείπαμε όλοι, με το βέβαιο ξεριζωμό μας, τις παιδικές και εφηβικές μας αναμνήσεις, τις γυναίκες και τα παιδιά μας, τα σπίτια και το βιός μας κι ότι άλλο είχαμε δημιουργήσει κι αγαπήσει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Και οι έντεκα είχαμε γεννηθεί στην όμορφη τούτη πόλη και τα περίχωρα της. Και δημιουργήσαμε τις δικές μας οικογένειες, χτίζοντας το μέλλον μας με όνειρα κι ελπίδες πολλές. Με όλη τη δύναμη της ψυχής μας ριχτήκαμε στον αγώνα της ζωής, τον σκληρό και δύσκολο, με μοναδική μας επιδίωξη να κάνουμε τα όνειρα εκείνα πραγματικότητα. Πονέσαμε πολύ στο έργο μας και κλάψαμε στις ατυχίες και τα κτυπήματα της μοίρας και στις δυσκολίες που μας βρήκαν, μα δεν λυγίσαμε. Προχωρήσαμε με θάρρος κι αγωνιστήκαμε όσο μπορούσαμε για να φτιάξουμε αυτό που θέλαμε, όπως το θέλαμε γιατί έτσι το θέλαμε…
Αχ καλύτερα να μην τα σκέφτεται κανείς. Γιατί όλα τα όνειρα και οι ελπίδες που με τόσους κόπους και μόχθους υλοποιήθηκαν κι έγιναν έργα πολιτισμένα, παίρνοντας σάρκα και οστά, ποτισμένα με το αίμα, το μόχθο και τον ιδρώτα μας, να τώρα όλα μαζί κλεισμένα σ’ ένα παλιό αυτοκίνητων των δώδεκα θέσεων να γκρεμίζονται με πάταγο μπροστά στα μάτια μας και να χάνονται...
(...)
Με το κούρσεμα της πόλης, άρχισε μια ανελέητη εκστρατεία για επισήμανση των ανθρώπων που είχαν το «θράσος» να μείνουν στα σπίτια τους ή να κρυφτούν όπου ξέκοψαν ή που έκριναν πιο ασφαλισμένα. Άρχισε ένα άγριο και οδυνηρό ανθρωπομάζωμα και το σκληρό ξεκλήρισμά των κατοίκων της περιοχής που οδηγούνται σε πρόχειρα στρατόπεδα αιχμαλώτων, με τελικό προορισμό τις φυλακές της Τουρκίας.
Κι εμείς, εμείς οι έντεκα που για τον έναν ή τον άλλο λόγο ξεκόψαμε και μείναμε κρυμμένοι στην Κερύνεια, περιμέναμε τώρα με δέος κι αμηχανία τη μοίρα μας…
(...)
Ω του θαύματος! Σ’ ευχαριστούμε Θεέ μου που θέλησε να μας σώσεις. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Σου. Ο από μηχανής Θεός, που με τόση αγωνία και λαχτάρα περιμέναμε και παρακαλούσαμε να φανεί, βρισκόταν ήδη εκεί μπροστά μας, έτοιμους να μας πάρει μακριά , να μας λυτρώσει. Τρία αυτοκίνητα της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών είχαν σταματήσει στο δρόμο μπροστά από το σπίτι όπου μέναμε. Τα δύο ήταν στρατιωτικά, γεμάτα πάνοπλους άνδρες της Δύναμης και το άλλο ήταν ένα λεωφορείο με τρεις μόνον πάνοπλους επίσης άνδρες, τους ΟΗΕδες όπως τους λέγαμε. Τρέξαμε όλοι με ανυπομονησία κοντά τους και τεντώσαμε τα’ αυτιά ν’ ακούσουμε ένα καλό λόγο από τα στόματά τους. Η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη, έτσι άφησαν να νοηθεί. Τους ζητήσαμε να μας πάρουν να φύγουμε μακριά από την κόλαση στην οποία βρισκόμαστε.
Ο υπεύθυνος αξιωματικός των ΟΗΕδων, μας είπε ότι όποιος ήθελε να φύγει, μπορούσε να μπει στο λεωφορείο...
Στεναγμοί ανακουφίσεως βγήκαν από τα βάθη της ψυχής μας κι αρχίσαμε όλοι τα σταυροκοπήματα, ενώ ψίθυροι ευχαριστιών προς τον Ύψιστον, αναπέμποντας από όλα τα στόματα για τη σωτηρία μας. Ευγνωμονούσαμε το Θεό που εισάκουσε τις προσευχές μας κι έστειλε τους Ειρηνευτές να μας πάρουν υπό την προστασία τους...
Δεν πρόλαβαν όμως τα τρία αυτοκίνητα να φθάσουν στον προορισμό τους. Στα μισά του δρόμου, ένοπλοι Τούρκοι αστυνομικοί έφραξαν το δρόμο και υπό την απειλή των όπλων, ανάγκασαν τα αυτοκίνητα να σταματήσουν. Μπήκαν κι αυτοί μέσα και υποχρέωσαν τους ΟΗΕδες να μας οδηγήσουν στην αστυνομία τους...
Ύστερα, ένας Τούρκος σκαρφάλωσε στο αυτοκίνητο μας και μίλησε με σπασμένα ελληνικά:
- Να μεν φοάστε. Εν εν να κάμουμεν τίποτε. Να πάρουμε μόνον στοιχεία τους, να ξέρουμε ποίοι είναι και κανένας να μεν πάθει τίποτε. Για καλόν τους να κάμουμεν τούτο.
- Θα μας τους φέρετε πίσω, ρώτησαν με αγωνία οι γυναίκες.
- Βέβαια να φέρουμεν, τες καθησύχασε ο Τούρκος και πρόσθεσε: Αυτοκίνητο να μείνει να περιμένει.
Μη έχοντας άλλην εκλογή, κατεβήκαμε οι άνδρες από το λεωφορείο. Είμαστε εφτά κι οδηγηθήκαμε στον Σταθμό, ακολουθούμενοι από δύο ΟΗΕδες. Μας έμπηξαν σ’ έναν γραφείο στο οποίο βρίσκουνταν άλλοι τέσσερεις νέοι από την Κερύνεια κι αυτοί και που είχαν συλληφθεί με τον ίδιο τρόπο όπως κι εμείς.
Φονικές μαρτυρίες
Ένα γκριζόμαυρο σύννεφο πλανιόταν πένθιμα πάνω από την Κερύνεια κι έσμιγε με τους καπνούς που αναδίδονταν σαν θυμίαμα στον ουρανό από τα καμένα πτώματα και τα ερείπια της χαμένης – νεκρής πολιτείας. Οι καπνοί έβγαιναν από κάθε σημείο της πόλης που την είχαν κτυπήσει ανελέητα οι δολοφονικές βόμβες των κατακτητών κι από τα όμορφα χιλιοτραγουδημένα και κοσμαγάπητα δάση της που καίγονταν απ άκρους σ’ άκρη από τις εμπρηστικές βόμβες κι έκαναν τον Πενταδάκτυλο να φαντάζει σαν μια πελώρια αναμμένη λαμπάδα. Ανέβαιναν κατάμαυροι στον ουρανό σμίγονταν πάνω από την πόλη κι ενώνουνταν μαζί με το σύννεφο που βάραινε όλο και περισσότερο, πιέζοντας ασφυκτικά την ατμόσφαιρα.
Φωνή δεν ακουγόταν. Οι νεκροί που ήταν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί δεν μιλούσαν. Βρίσκουνταν ξαπλωμένοι στο έδαφος φουσκωμένοι απαίσια, με τα χαρακτηριστικά τους αλλοιωμένα και παραμορφωμένα. Ολόγυρα τους σκορπούσαν την αηδιαστική εκείνη μυρουδιά που έρχεται μαζί με την αποσύνθεση και σου θυμίζει νεκροταφείο, με κορμιά άταφα, διάτρητα από σφαίρες και κομματιασμένα από τα κτυπήματα της λόγχης. Άλλα ήταν πεσμένα μπρούμυτα και το πρόσωπό τους φιλούσε το χώμα, λες και ικέτευαν τη μάνα γη, ν’ ανοίξει και να τους καταπιεί, να τους χώσει βαθιά μέσα στην αγκαλιά της, στα σπλάχνα της, όπου κανείς πια δεν θα μπορούσε να τους ενοχλήσει, να διαταράξει τη γαλήνη του και να τους πικράνει άλλο. Άλλα, ξαπλωμένα ανάσκελα με τα χέρια διάπλατα ανοικτά, μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο και με την απογοήτευση και τον πόνο τυπωμένα ανεξίτηλα στα χλωμά πρόσωπά τους, παρακαλούσαν το Θεό να βάλει το χέρι Του και να σταματήσει το κακό που βρήκε τον τόπο μας, να μην επιτρέψει άλλους σκοτωμούς και να τους δεχθεί στην γαλήνια και ανέμελη βασιλεία Του.
Μόλις οι Τούρκοι πάτησαν το πόδι τους στη ξηρά, απέκοψαν τον δρόμο που ενώνει την Κερύνεια με τις κωμοπόλεις Καραβά και Λαπήθου. Πριν ξημερώσει είχαν μπλοκάρει όλους τους δρόμους και τα μονοπάτια… Ενέδρευαν παντού, χωμένοι μέσα στα χαντάκια και πίσω από τους θάμνους κι αλλοίμονο στα τρομαγμένα κι ανίδεα πλήθη που έτρεχαν κυνηγημένα για να σωθούν. Έπεφταν όλοι σαν ποντικοί στη φάκα που είχαν στήσει οι αιμοδιψείς κατακτητές.
Τους σκότωναν πυροβολώντας τους αδιάκριτα ενώ έφευγαν μέσα στα αυτοκίνητά τους ή περπατητοί. Τους περισσότερους τους μάζευαν και τους έστηναν γραμμή τον έναν δίπλα στον άλλον όπως σε εκτελεστικό απόσπασμα. Νέους, γέρους, γυναίκες και μικρά παιδιά και χωρίς οίκτο, χωρίς έλεος κι ανθρώπινα αισθήματα, πυροβολούσαν από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο διασκεδάζοντας με τον ανθρώπινο σπαραγμό και τον θάνατο.
Σπαρταρούσαν τα θύματα στο έδαφος ώσπου να ξεψυχήσουν πληγμένα από τις σφαίρες κι οι δολοφόνοι γελούσαν και πανηγύριζαν με τον πόνο των ανθρώπων και τον αγώνα της ψυχής ώσπου να αποχωριστεί από το σώμα. Αν κανείς αργούσε να ξεψυχήσουν και τους άφηνε και την παραμικρή αμφιβολία ότι υπήρχε πιθανότητα να ζήσει, ορμούσαν πάνω του κα με τις λόγχες τους κομμάτιαζαν το κορμί.
Τις έμπηγαν με μαία και λύσσα πρωτοφανή στο μέρος της καρδιάς ή έκοβαν τον λαιμό, τα άκρα, ακόμα και τα γεννητικά όργανα του θύματος, του άνοιγαν χίλιες τρύπες στο κορμί, μέχρι να πάψει να κινείται. Αρκετούς τους λόγχιζαν πρώτα, και ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί, τους έβγαζαν τα μάτια και τους έκοβα τα άκρα και τα όργανα διασκεδάζοντας με τον πόνο τους πριν τους αποτελειώσουν με τις σφαίρες.
(...)
...οι μπουλντόζες δούλευαν συνέχεια. Έσκαβαν πρώτα τους λάκκους κι ύστερα με όλη την ασυναισθησία που διακρίνει τη μεταλλική τους ψυχρότητα, έμπηγαν τα ατσάλινα νύχια τους στις μαλακές σάρκες των νεκρών, γέμιζαν τις χούφτες τους με πτώματα και τις άδειαζαν μέσα στους λάκκους. Διαμελισμένα κορμιά από τις τουρκικές λόγχες κι άλλα λειωμένα από το βάρος και τα νύχια των μηχανών, κομμάτια από σάρκες και κόκαλα όλα μαζί ανακατεμένα ρίχνονταν μέσα στους λάκκους μέχρις απάνω… (...)
Όταν οι Τούρκοι έφθασαν έξω από την Κερύνεια, η δουλειά έγινε πιο εύκολη και έπαψαν πια να χρησιμοποιούν τις μπουλντόζες. Η περιοχή βρισκόταν σε οικοδομικό οργασμό και σ’ όλα τα οικόπεδα, από την άκρη της θάλασσας μέχρι τον κύριο δρόμο και πέρα απ αυτόν, υπήρχαν λάκκοι πολλοί μικροί και μεγάλοι που είχαν ανοιχθεί για να στηρίξουν τα θεμέλια μεγάλων ξενοδοχείων και άλλων τουριστικών οικισμών και εγκαταστάσεων.
Αντί λοιπόν να σκοτώνουν πρώτα τα θύματά τους και ύστερα να μπαίνουν στον κόπο να ανοίγουν λάκκους σοφίστηκαν κάτι καλύτερο, ποιο εύκολο και ποιο φρικτό και συγκλονιστικό. Συλλάμβαναν όσους συνάντησαν στο πέρασμα τους και αφού τους κτυπούσαν και τους βασάνιζαν σκληρά κι ανελέητα τους οδηγούσαν σε ομάδες μπροστά στρ ανοιχτά θεμέλια. Τους έστηναν στο χείλος του λάκκου, τους περισσότερους δεμένους με τα χέρια πίσω και τα μάτια κλειστά και εκεί τους πυροβολούσαν έναν - έναν με την άνεσή τους διασκεδάζοντας μ’ αυτό και διαγωνιζόμενοι ποιος θα παραβγεί στην σκοποβολή και θα νικήσει στο σαδισμό.
Τα πληγωμένα κορμιά έπεφταν τώρα από μόνα τους στο λάκκο. Άλλα κτυπημένα καίρια, και άλλα ζωντανά, σφάδαζαν από τους πόνους ώσπου να ξεψυχήσουν από την ακατάσχετη αιμορραγία ή την ασφυξία από την πίεση των άλλων πτωμάτων που έπεφταν πάνω τους. Πραγματική σφαγή, γενοκτονία, προμελετημένη και προγραμματισμένη γινόταν όπου πατούσαν το πόδι τους οι αττίλες και έπαιρνε γι αυτούς μορφή πανηγυρική με καντιβαλλιστικές εκδηλώσεις. (...)
Σάββατο 27.7.1974
(μέσα στη μάντρα με άλλους αιχμαλώτους)
Ύστερα από αρκετές ταλαντεύσεις μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και μετά από την αγωνία της πρώτης νύχτας και τους πόνους, έφτασε επιτέλους το πρωί. Αρκετοί ξύπνησαν νωρίς και κάθισαν αμίλητοι στις θέσεις τους, τέντωσαν χέρια και πόδια, έτριψαν βαριεστημένα τα μάτια και έξυσαν το κεφάλι να ξεμουδιάσουν. Μερικοί προχώρησαν σκυφτοί μέχρι το καγκέλλι και κάθισαν στη γραμμή, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ένας Τούρκος αστυνομικός σηκώθηκε τότε από τη θέση του μέσα στην αυλή και πλησίασε με το αυτόματο οπλισμένο και προτεταμένο.
- Να πάμεν στο μέρος; Ρώτησε ο πρώτος της γραμμής πριν ο Τούρκος ρωτήσει τι θέλουν.
- Ένας – ένας, απάντησε ξερά εκείνος.
Ήταν φαίνεται καθημερινό και συνηθισμένο φαινόμενο. Άνοιξε το κάγκελο ενώ έριχνε μια βλοσυρή ματιά σ όλους μας και το ύφος του έδειχνε πως κάτι ήθελε να ξεστομίσει, αλλά μετάνιωσε την τελευταία στιγμή. Στράφηκε και πήρε τη καρέκλα του, την έβαλε στη σκιά του τοίχου και κάθισε εκεί να μας προσέχει με το όπλο στραμμένο προς το μέρος μας.
Το «μέρος», το αποχωρητήριο δηλαδή του στρατοπέδου, γιατί η μάντρα δε ήταν τίποτε άλλο από στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων, ήταν μια τρύπα, ένας μικρός λάκκος πρόχειρα βγαλμένος στη νοτιοανατολική γωνιά της αυλής. Το βάθος ήταν ίδιο με το πλάτος και δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο.
Τα χώματα από το σκάψιμο ήταν ριγμένα όπως-όπως στο γύρο του λάκκου κι από πάνω για κάλυμμα ήταν πεταμένο ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα κάποιου παλιού παραθύρου, τοποθετημένο αδέξια και που οι άκρες του μόλις πατούσαν στα σκαμμένα χώματα. Δυο –τρία μέτρα στα βόρεια του λάκκου, είχαν τοποθετήσει ένα ξύλινο κιβώτιο όρθιο για να προστατεύει δήθεν από τα μάτια των άλλων αυτούς που πήγαιναν για τη φυσική τους ανάγκη. Στην πραγματικότητα όμως τίποτε δεν έκρυβε.
Όποιος πήγαινε στο μέρος, αποτελούσε κοινό θέμα για όλους: φρουρούς, κρατούμενους, περιέργους στρατιώτες και πολίτες που τριγύριζαν ολημερίς στον χώρο γύρω από τη μάντρα. Για τον ίδιο όμως ήταν μια ενοχλητική και δύσκολη αναγκαιότητα. Όσοι πήγαιναν μόνον για «ψιλό» πάει καλά, στέκονταν εκεί γυρισμένοι προς τον τοίχο, ή κάθουνταν στα δυο τους πόδια σφίγγουνταν λίγο και η δουλειά τους τέλειωνε γρήγορα. Όσοι όμως πήγαιναν για «χοντρό» κι ήταν πολύ λίγοι αυτοί, ε λοιπόν αυτοί μαρτυρούσαν όπου να τα... βγάλουν. Ήταν υποχρεωμένοι να τα κατεβάσουν μπροστά στα μάτια των άλλων και να καθίσουν εκεί εκθέτοντας μπροστινούς και πισινούς σε κοινή θέα. Ήξεραν πως όλοι τους παρατηρούσαν και τους σχολίαζαν και η ανάγκη τους αυτή γινόταν σωστό μαρτύριο.
Είναι δύσκολο μπροστά σε τόσους άλλους, να κάνει κάτι τέτοιο. Νομίζει πως το έντερό σου δένεται κόμπο και τα σκ… δεν βγαίνουν εύκολα, παρόλο το σφίξιμο και την προσπάθεια που καταβάλλει. Εκτός αυτού, ότι κι αν έκανες , ουρούσε ή έχεζες, οι ακαθαρσίες με τις οποίες είχε γεμίσει ο λάκκος, ούρα τα πιο πολλά, πετάγονταν σε χοντρές σταγόνες και σε πιτσίλιζαν παντού. Οι περισσότεροι πού σφίγγουνταν εκεί καμπόση ώρα χωρίς να τα καταφέρουν να ξαλαφρώσουν, σηκώνουνταν με δυσφορία αναβάλλοντας για άλλη ώρα, γιατί τους φώναζαν και οι φρουροί να κάνουν γρήγορα για να προφτάσουν όλοι.
(...)
Μόνο μια λύση υπάρχει, σκέφτηκα για να ησυχάσω και σηκώθηκα αποφασισμένος να βγάλω μια –μια όλες τις πέτρες που μου τρυπούσαν το κορμί και το κεφάλι και δεν με άφηναν να ξεκουραστώ και να ησυχάσω. Γρήγορα όμως διαπίστωσα ότι κάθε προσπάθειά μου ήταν μάταιη και το αποτέλεσμα της χειροτέρευε την κατάσταση. Κάθε πέτρα που έβγαζα, άνοιγε κι ένα μικρό λάκκο που έκανε το έδαφος πιο ανώμαλο ενώ πολλές άλλες εμφανίζονταν κάτω απ αυτή που έβγαινε. Απογοητευμένος λοιπόν παράτησα την προσπάθεια μου αυτή και γύρισα πάλι να ξαπλώσω ανάσκελα όταν το μάτι μου πήρε μια παλιά κάλτσα πεταμένη στη γωνιά του τοίχου. Άπλωσα το χέρι μου και την πήρα, τη δίπλωσα προσεκτικά μην τη δει ο κάτοχός της και μου την πάρει και την έβαλα κάτω από το κεφάλι μου για μαξιλάρι. Μπόρες τώρα επιτέλους να ξαπλώσω με το κεφάλι κάπως ήσυχο, κι έκλεισα τα μάτια να μ βλέπω τίποτε, αναλογιζόμενος χίλια δυο πράγματα, κλεισμένος στον εαυτό μου.
(...)
Οι Τούρκοι δεν σκότωναν μόνον στρατιώτες μάχιμους άντρες αλλά και γυναίκες και παιδιά. Και οι γυναίκες μας, τα παιδιά μας και οι συγγενείς μας, οι περισσότεροι βρίσκονταν στα σπίτια τους, στα διάφορα χωριά της Κερύνειας που είχαν ήδη κουρσευτεί από τους εισβολείς, αδύνατοι κι ανυποψίαστοι, στο έλεος του βάρβαρου κατακτητή.
Αγωνία θανάτου
Νέα προσταγή ακούστηκε πάλι στα τουρκικά που απευθύνονται τώρα σε μας. Ένα Τουρκοκύπριος μετάφρασε μεταδίδοντας μας τις στον ίδιο τόνο και ύφος όπως την πήρε από το αφεντικό.
- Ούλοι πάνω να σηκωθείτε.
Δεν περιμέναμε να το επαναλάβει. Χρειαστήκαμε όμως πολλές προσπάθειες ώσπου να σταθούμε στα πόδια μας. Πασκίσαμε να τα καταφέρουμε κι είναι αλήθεια πως σαστίσαμε να εκτελέσουμε τη διαταγή. Βιαζόμαστε να ξεμουδιάσουμε και το παράξενο όσο απίστευτο φαίνεται, βιαζόμαστε να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα στο τέλος! (...)
Μόλις τέλειωσε η επιβίβαση, οι οδηγοί έβαλαν σε λειτουργία τις μηχανές και τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν. Νεκρική σιγή απλώθηκε στην αρχή αλλά σιγά – σιγά τη διαδέχθηκαν ψιθυρίσματα από προσευχές και ικεσίες που ο καθένας ανέπεμπε στο Θεό και στους Αγίους. (...)
Τα λίγα λεπτά, μας φάνηκαν χρόνος ατελείωτος κι έδωσαν την ευκαιρία σε μερικούς να αρχίσουν τα μουρμουρητά και τα κλαψουρίσματα.
- Εν να μας σκοτώσουν όλους! Φώναξε ο διπλανός μου κι άρχισε τα κλάματα.
- Σιώπα του ψιθύρισα, δεν θα μας σκοτώσουν.
- Θα μας σκοτώσουν, επανέλαβε εκείνος. Δεν ακούεις τις μπουλντόζες που δουλεύουν. Ανοίγουν τους τάφους που θα μας ρίξουν μέσα. Να εκεί πάνω στο βουνό που φαίνουνται τα τρία κόκκινα φώτα. (...)
Στην Τουρκία… Παναγιά μου!
Έκλεισα τα μάτια κι ακούμπησα με το μέτωπο στο σίδερο του μπροστινού μου καθίσματος. Στ’ αυτιά μας έφταναν ήδη τα υπόκωφα βογγητά των συναδέλφων μας, των μπροστινών λεωφορείων, που είχαν στο μεταξύ αποβιβαστεί και υπέφεραν στα χέρια των κανιβάλων. Στο δικό μας λεωφορείο άρχισαν πάλι τα αγωνιώδη μουρμουρητά και δεν εννοούσαν να σταματήσουν παρά τις φωνές των φρουρών.
- Θα μας σκοτώσουν όλους, μουρμούρισε κάποιος.
- Τους πνίγουν και τους ρίχνουν στη θάλασσα, πετάχτηκε κάποιος άλλος, επηρεασμένος από τα υπόκωφα βογγητά.
Σκουντούσε ο Τουρκοκύπριος φρουρός τον καθένα από μας ή τον τραβούσε από το δεμένο μπράτσο του για να σηκωθεί και πριν καλά – καλά προλάβει να κουνηθεί από τη θέση του, τον άρπαζαν στα νύχια τους σαν γεράκια οι ανατολίτες που κατάκλυσαν ήδη το αυτοκίνητο. Μόνον ο Θεός ξέρει πόσο υπέφερε ο καθένας μας ώσπου να …προσγειωθεί.
Ο διπλανός μου τραβήχτηκε βίαια από τη θέση του. Αμέσως μετά αντιλήφθηκα με την άκρη του ματιού μου έναν Τουρκοκύπριο να στέκεται δίπλα μου και να φωνάζει χωρίς να με αγγίξει καθόλου.
- Σειρά σου τωρά. Σήκου πάνω.
Με τα λίγα τούρκικα που γνώριζα, κατάλαβα τι είπε. Και να μην καταλάβαιναν πάλι θα σηκωνόμουν αφού ο διπλανός μου είχε φύγει. Τι το ‘θελα όμως Θεέ μου να σηκωθώ έτσι απότομα με την πρώτη λέξη χωρίς να περιμένω να με σκουντήσουν κι εμένα ή να με τραβήξουν όπως τους άλλους;
- Αααα, τούτος θωρεί, φώναξε χαιρέκακα ο Τούρκος και μ’ έσπρωξε στα χέρια των στρατιωτών.
- Θωρεί; Φώναξαν άγρια εκείνοι αρπάζοντάς με, με λύσσα στα δυνατά τους μπράτσα.
Κάτω από καταιγιστική βροχή από γρονθοκοπήματα, κλωτσιές και βρισιές ακατονόμαστες και άγριες, βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω και δίχως να πατήσουν τα πόδια μου στη γη, καθισμένος σταυροπόδι ανάμεσα στους άλλους, πάνω σε μια μαούνα που βρισκόταν κοντά στην ακτή. Ένοιωθα όλο μου το κορμί μουδιασμένο από τα κτυπήματα. Περισσότερα απ όλα πονούσε το κεφάλι μου, η πλάτη και η κοιλιά . το στόμα και το πρόσωπο είχαν σχιστεί από τα δυνατά και άγρια κτυπήματα και γέμισαν αίματα που έτρεχαν ασταμάτητα και έσταζαν πάνω στη μαούνα. Γύρω πλήθος τα βογγητά από τους πόνους και τα τραύματα που όλοι λίγο ή πολύ υπέστησαν από την ανώμαλη προσγείωση.
Όταν πληρώθηκε το φόρτωμα ξεκίνησε η βάρκα, προχώρησε αργά και πήγε και κόλλησε σ ένα από τα τρία πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα κοντά στο «Χρυσό Βράχο». Δυο Τούρκοι στρατιώτες που μιλούσαν κάτι σπασμένα ελληνικά φώναζαν διαρκώς, χωρίς να πολυκαταλαβαίνω, όμως καλά – καλά τι έλεγαν. Το μόνο που κατάλαβα αφού το είχαν επαναλάβει πολλές φορές ήταν ότι έπρεπε να πλησιάσουμε ένας – ένας μπροστά στο χοντρό σανίδι που χρησίμευε για σκάλα. Στη μια του άκρη το σανίδι αυτό ακουμπούσε στο κατάστρωμα της μαούνας και με την άλλη ήταν στερεωμένο στην κορυφή του πλοίου. (...)
Ένας βαρύς αναστεναγμός βγήκε από τα ματωμένα μου χείλη κι ένας πόνος , ένα αίσθημα παράξενο έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί και το κορμί μου να ριγήσει μόλις πάτησα το πόδι μου στο κατάστρωμα του πλοίου. Το εσωτερικό του, από το άνοιγμα της καταπακτής, φάνταζε μαύρο και σκοτεινό κι ανατρίχιασα στη σκέψη πως σε λίγο θα βρισκόμουν εκεί μέσα, κλειδαμπαρωμένος στο μέρος αυτό της κόλασης. Μου φάνηκε προ στιγμή πως ήταν σαν λαβύρινθος που σε λίγος θα μας κατασπάραζε το τέρας του Μινώταυρου.
Με πόνο στη ψυχή και με μάτια βουρκωμένα, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά. Ήθελα να δω και ν’ αποχαιρετήσω για τελευταία φορά έστω και νοερά, τους κάμπους, τα βουνά, τα ζεστά φιλόξενα σπίτια και χωριά, της όμορφη και αγαπημένης μου πατρίδας. Τίποτε όμως δεν πρόλαβα να δω. Ούτε πρόφτασα να κάνω μια τελευταία ευχή. Ένα δυνατό σπρώξιμο από πίσω, μ’ έκανε να κατρακυλήσω στην καταπακτή και να βρεθώ στην καρδιά του σιδερένιου κήτους.
Μόνο… ναι… μόνον έναν στεγνό, στερνό, «αντίο» βγήκε από τα χείλη μου ενώ κατρακυλούσα…!
- Αντίο…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου