Μόνον Θεωρητικὴ ἢ καὶ Πρακτικὴ πρέπει νὰ εἶναι
ἡ Ἀντιμετώπιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;
Σεβασμιώτατε, εὐλογεῖτε.
Δι’ εὐχῶν σας, ἐπιθυμοῦμε νὰ θέσουμε ὑπόψιν σας ὡς Ἱεράρχου καὶ Ποιμενάρχου τοὺς κατωτέρω προβληματισμούς μας. Σᾶς ἀπευθύνουμε δὲ τὴν ἐπιστολή μας αὐτὴ δημοσίως καὶ δημοσίως ἀναμένουμε τὴν ἀπάντησή σας, διότι ἡ συζήτηση γιὰ τὰ θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκτιμοῦμε –καθὼς μάλιστα τὰ πράγματα ἔχουν φτάσει σὲ ὁριακὸ σημεῖο– ὅτι πρέπει νὰ διεξάγεται δημοσίως.
Σήμερα βιώνουμε τὸ ἑξῆς περίεργο φαινόμενο στὴν Ἐκκλησία μας: ἐνῶ ἡ Ἱ. Σύνοδος, οἱ Μητροπόλεις, οἱ πνευματικοὶ Πατέρες ἐνημερώνουν τοὺς πιστοὺς γιὰ πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα μέσω τῶν Μ.Μ.Ε, ὅμως, μερικὰ κρίσιμα καὶ θεμελιακὰ ζητήματα Πίστεως, τὰ ὁποῖα στὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ ἀποτελοῦσαν τὸ πρῶτο καὶ κύριο θέμα συζητήσεως, οἱ σύγχρονοι Πατέρες τὰ θεωροῦν «ταμπού», τηροῦν σιωπὴ καὶ τὰ ἀποφεύγουν, παρόλο ποὺ παρακαλοῦνται καὶ προκαλοῦνται νὰ πάρουν θέση οὐσιαστική.
Ἕνα τέτοιο ζήτημα, εἶναι τὸ θέμα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως χαρακτηρίζεται ἀπὸ πολλοὺς ἐγκρίτους θεολόγους καὶ πνευματικοὺς Πατέρες. Εἶναι γνωστὸ δέ, ὅτι ὁ νεοανακηρυχθεὶς Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς χαρακτήρισε τὸν Οἰκουμενισμό, ὄχι ἁπλῶς αἵρεση, ἀλλὰ παναίρεση.
Βέβαια, θεωρητικά, πολλοὶ Ἐπίσκοποι μιλοῦν γιὰ Οἰκουμενισμό, γιὰ οἰκουμενιστὲς καὶ ἀντι-οἰκουμενιστές. Ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ θεσμικοὶ φορεῖς τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας ἀποφεύγουν νὰ βάλουν «τὸν δάχτυλον ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων» καὶ νὰ ἐξετάσουν Συνοδικὰ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διάφορες ὁμάδες πιστῶν διατυπώνουν τὴν ἀγωνία τους σύμφωνα μὲ τὶς προϋποθέσεις τους, ἐπιτυγχάνοντας ἢ ἀποτυγχάνοντας νὰ ἐκφράσουν τὶς πατερικὲς θέσεις στὸ θέμα. Ὡς ἐκ τούτου, ὑπάρχουν ἀνησυχητικὰ σημάδια ὅτι βαδίζουμε σὲ μία ἀντιπαράθεση καὶ ἀναμέτρηση τοῦ τύπου «εἰκονολάτρες» καὶ «εἰκονομάχοι», «ἡσυχαστὲς» καὶ «ἀντι-ἡσυχαστές», «κολλυβάδες»/νέο-ἡσυχαστὲς καὶ ἀντι-κολλυβάδες.
Ἔχοντας διαπιστώσει τὰ ἀνωτέρω, ἀποφασίσαμε νὰ σᾶς ἀπευθύνουμε τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ μὲ ἀφορμὴ μία ὁμιλία σας, ποὺ ξαναδιαβάσαμε πρόσφατα καὶ εἶχε πραγματοποιηθεῖ τὸ 2004 στὴ Θεσσαλονίκη, σὲ Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο μὲ θέμα: «Οἰκουμενισμός. Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις»
. Στὴν ὁμιλία ἐκείνη, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα ἔργα σας, ἐκτίθενται καὶ ἀναλύονται θεολογικὰ κάποιες πτυχὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποφεύγετε ὅμως νὰ δώσετε ἔμφαση καὶ νὰ τονίσετε ὅτι πρόκειται γιὰ μολυσματικὴ αἵρεση, ὅπως ἐπίσης, ἀποφεύγετε ἐπιμελῶς νὰ κατονομάσετε τοὺς ὀπαδούς του καὶ τοὺς ἐκφραστές του, νὰ προτείνετε τὰ ποιμαντικὰ μέτρα ἀντιμετωπίσεώς του καὶ καταδίκης του, ὅπερ καὶ εἶναι τὸ ζητούμενο. Διαβάζουμε στὴν ὁμιλία σας ἐκείνη:
«Γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχουν μερικὲς θεωρίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ τί εἶναι Οἰκουμενισμός, ὅπως εἶναι … ἡ “θεωρία τῶν κλάδων”, ἡ “βαπτισματικὴ θεολογία”, ἡ θεωρία τῆς “περιεκτικότητας”, ὁ …“διαχριστιανικὸς δογματικὸς συγκρητισμὸς” καὶ ἐπίσης εἶναι καὶ ὁ λεγόμενος “διαθρησκευτικὸς συγκρητισμός". »Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τέτοιες θεωρίες ἐπιδιώκεται ἡ δημιουργία μιᾶς Οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ πραγματικότητα ἐκφράζεται ἕνας δογματικὸς μινιμαλισμὸς καὶ μία σχετικοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ βέβαια ἀναιρεῖται ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παραμένει στὴν Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία καὶ ποὺ εἶναι τὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Κοινωνία Θεώσεως. »Στὴ συνέχεια… θὰ ἤθελα νὰ παρουσιάσω ἕνα σοβαρὸ σημεῖο, ἤτοι, πῶς βιώνεται χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς στὴν πράξη ὁ Οἰκουμενισμός, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ μία ἑνιαία θεολογία, κατ’ ἀρχάς, καὶ μὲ μία ἑνιαία ἀσκητική, ἔπειτα, ποὺ στὴ βάση της δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἡσυχαστική, πατερικὴ ἀλλὰ σχολαστική, νοησιαρχικὴ καὶ ἠθικιστική… »Ὅταν κάνω λόγο γιὰ Οἰκουμενισμὸ στὴ θεολογία ἐννοῶ ὅτι συγχέονται οἱ δύο αὐτὲς θεολογίες, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἡ ἑτερόδοξη θεολογία, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι προϋποθέτουν τὴν ἴδια μεθοδολογία, ἔχουν τὴν ἴδια προοπτικὴ καὶ τὶς ἴδιες ἀρχὲς καὶ διαφέρουν μόνο ὡς πρὸς τὶς παραπομπὲς ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὰ θεολογικὰ ἔργα. (…) ἑρμηνεύονται τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων μέσα ἀπὸ τὶς ἀναλύσεις τῶν …παπικῶν καὶ προτεσταντῶν καὶ ἀγνοοῦνται τὰ ἑρμηνευτικὰ κριτήρια ποὺ ἔχει ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας».
Εἶναι φανερό, Σεβασμιώτατε, ὅτι στὴν ὁμιλία αὐτὴ δίνετε στοιχεῖα γιὰ τὶς αἱρετικὲς θεωρίες ποὺ οἱ Οἰκουμενιστὲς προβάλλουν καὶ προπαγανδίζουν, ζωγραφίζετε μὲ ἐνάργεια τὸ κακὸ ποὺ κάνουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ δὲν τοὺς κατονομάζετε, ὥστε νὰ τοὺς γνωρίσουν οἱ πιστοί. Χρησιμοποιεῖτε ἀορίστως γιὰ τοὺς διακινοῦντας τὶς αἱρετικὲς αὐτὲς θεωρίες τὶς φράσεις «Μερικοὶ θεολόγοι ἑρμηνεύουν…, Ἄλλοι θεολόγοι μεταφέρουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία…».
Ἐρωτήματα: α) Αὐτοὶ οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι-ἱερωμένοι εἶναι φορεῖς αἱρέσεως ἢ ἐλεύθεροι διανοητὲς ποὺ ἐκφράζουν τὶς ἰδέες τους; Κι ἂν ἰσχύει τὸ πρῶτο, ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ «ὀρθόδοξοι» θεολόγοι, δὲν ἔχουν ὄνομα; Εἶναι λαϊκοὶ θεολόγοι ἢ καὶ Ἐπίσκοποι ἢ καὶ Πατριάρχες; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι δὲν ἔχουμε ὑπαρκτὰ πρόσωπα αἱρετικῶν ποὺ διακινοῦν τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μήπως, δηλαδή, συμβαίνει τὸ πρωτοφανὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία: νὰ ὑπάρχει αἵρεση χωρὶς αἱρετικοὺς ποὺ τὴν προπαγανδίζουν ἢ τὴν διδάσκουν δολίως καὶ ἱεροκρυφίως ἤ, τελευταῖα, καὶ ἐμφανῶς;
β) Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν κάποιοι εἰσήγαγαν καινοτομίες στὴν Ἐκκλησία, ἐφοβοῦντο νὰ τοὺς κατονομάσουν; Πρόσεχαν νὰ μὴ χαλάσουν τὶς καλὲς κοινωνικὲς σχέσεις μαζί τους; Σύμφωνα μὲ δικές σας διαπιστώσεις, χρόνια τώρα ὁ Οἰκουμενισμὸς «βιώνεται» (ἀπὸ τοὺς πιστοὺς) «μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» «χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς στὴν πράξη». Ὡς ἐκ τούτου προκαλεῖ σύγχυση καὶ μεγάλη φθορά. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες τί ἔκαναν; Ἄφηναν στὴν «ἀνωνυμία» καὶ στὸ ἀπυρόβλητο τοὺς αἱρετικούς; Δὲν τοὺς κατονόμαζαν; Δὲν προέτρεπαν νὰ γίνονται γνωστὰ τὰ ὀνόματά τους, ὥστε νὰ τοὺς γνωρίζουν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ προφυλάσσονται;
Ἐπίσης, ἔχετε διαπιστώσει, Σεβασμιώτατε, καὶ τὸ καταθέτετε στὴν ὁμιλία σας, ὅτι σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς «βιώνεται χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς στὴν πράξη»
. Τοῦτο, ἐμεῖς, τὸ ἑρμηνεύουμε ὡς ἑξῆς: ἐπειδὴ ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν ἔχει ἐλεγχθεῖ, καταγγελθεῖ καὶ καταδικαστεῖ ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὴν Ἱ. Σύνοδο, ἀλλὰ ἁπλῶς γίνονται μόνον κάποιες ἀναφορὲς γι’ αὐτὸν στὸ θεολογικὸ-θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ἔχει διεισδύσει στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ζωή, σχεδὸν ἀνενόχλητος, ὁ οἰκουμενιστικὸς ἰός, «βιώνεται…ἀπὸ πολλούς» ὀρθοδόξους, ἔχει προκαλέσει σύγχυση ἀκόμα καὶ στοὺς θεσμικοὺς φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, ἂν καὶ ὁμολογοῦν ὅτι ὑπάρχει αἵρεση, δὲν τὴν προσδιορίζουν ἐπακριβῶς, οὔτε τὴν καταδικάζουν, ἂν μή τι ἄλλο, φοβούμενοι τοὺς ὑψηλὰ ἱσταμένους προστάτες της. Ἡ διείσδυση καὶ βίωση μιᾶς αἱρέσεως, τί ἄλλο δημιουργεῖ, ὅμως, ἀπὸ αἱρετικούς;
Στὴ συνέχεια μᾶς ὁμιλεῖτε καὶ γιὰ τὸν ἐπηρεασμὸ ποὺ ἔχει ἐπιφέρει ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ ἕνα ἄλλο πεδίο, αὐτὸ τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης, στὴν πρακτικὴ μορφή της. Παρατηροῦμε, λέτε, ὅτι «μεταφέρεται στὴν παράδοσή μας ἕνας …ἠθικιστικὸς καὶ ἀκτιβιστικὸς μοναχισμὸς μὲ τὴν παραθεώρηση καὶ περιφρόνηση τοῦ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὸ συνιστᾶ ἕναν Οἰκουμενισμὸ στὴν ἄσκηση, μία ἐκκοσμίκευση τῆς …Ἐκκλησίας».
Παρὰ αὐτές τὶς διαπιστώσεις, ὅμως, καμιὰ πρακτικὴ Πατερικὴ ἀντίρροπη μέριμνα δὲν ἔχει ληφθεῖ.
Ἂς δοῦμε, ὅμως, καὶ τὴν κατάληξη τῆς ὁμιλίας σας: «...Σὲ μερικοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους παρατηρεῖται ἕνας ἐπηρεασμὸς ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις τόσο στὴν θεολογία ὅσο καὶ στὴν ἄσκηση. Καθὼς ἐπίσης καὶ μερικοὶ ὀρθόδοξοι, στὴν πράξη σκέφτονται, θεολογοῦν καὶ πολιτεύονται ὅπως οἱ παπικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑποστηρίζω ὅτι πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ …νὰ ἐρευνήσουμε τὸ θέμα, μήπως διακρινόμαστε ἀπὸ μία “ὀρθόδοξη Οὐνία” καὶ ἕνα “ὀρθόδοξο Προτεσταντισμό”, ὅταν συγχρόνως, εἴμαστε ὀρθόδοξοι …ἀλλ’ ὅμως ἔχουμε ἐγκολπωθεῖ σὲ μερικὰ σημεῖα, τὰ δόγματα καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἢ …τὴ μεθοδολογία θεολογήσεως καὶ τὴ μεθοδολογία τῆς ἀσκήσεως ποὺ κυριαρχοῦν σ’ αὐτὲς τὶς ὁμολογίες. Πρέπει, δηλαδή, νὰ προσέξουμε νὰ μὴν ἀποδειχθοῦμε, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, οὐνίτες στὴ πράξη ἢ νὰ μὴν ἐκφράζουμε κάποια ἰδιότυπη Προτεσταντικὴ Οὐνία μὲ τὸ νὰ διαφυλάττουμε τὰ ὀρθόδοξα μυστήρια καὶ νὰ συμμετέχουμε ἀλλὰ νὰ ἔχουμε μία Προτεστάντικη θεολογία καὶ ἀσκητική, δηλαδὴ νὰ βιώνουμε τὸν Οἰκουμενισμὸ στὴν πράξη, τόσο στὴ θεολογία ὅσο καὶ στὴν ἄσκηση».
Μὲ αὐτὲς τὶς ἐκτιμήσεις σας, Σεβασμιώτατε, συμφωνοῦμε κι ἐμεῖς καί, ἐπικαλούμενοι τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ καὶ θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔχουμε καταγγείλει τὶς παραχαράξεις τῆς πίστεως στὸ συγκεκριμένο θέμα (ἀφοῦ αὐτὸ δὲν τὸ κάνουν, χρόνια τώρα, οἱ κατ’ ἐξοχὴν ἁρμόδιοι, οἱ Ποιμένες μας).
Ἔχουμε καταγγείλει συγκεκριμένες, ἀναμφισβήτητα λανθασμένες-αἱρετικὲς θέσεις «Ὀρθοδόξων» Ἀρχιερέων, ποὺ καθίστανται αἱρετικὲς ἐκ τοῦ ὅτι ποτὲ δὲν τὶς ἀνακάλεσαν, παρὰ τὸ ὅτι τοὺς ὑπεδείχθη ἡ κακοδοξία. Κι αὐτοὶ τυχαίνει νὰ ἀποτελοῦν τοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού, μὲ τὴν ἐξουσία, τὸ κῦρος καὶ τὴν σφραγῖδα τοῦ ὀρθοδόξου, διεξάγουν τὸν «ἀγῶνα» γιὰ μεγαλύτερη διείσδυση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὶς ὀρθόδοξες χῶρες, βίωσή του ἀπὸ περισσότερους πιστοὺς καὶ ἄρα βαθύτερη ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ «σωστότερη» ἐμπέδωση τῆς αἱρέσεως.
Ἐσεῖς, ὅμως, λόγω σεβασμοῦ ἢ ἄλλων προσωπικῶν ἐκτιμήσεών σας, ὑποστηρίζετε τὴν ὀρθοδοξία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Δὲν μποροῦμε, Σεβασμιώτατε, νὰ γνωρίζουμε τὶς προθέσεις σας, παρὰ μόνο νὰ συμπεραίνουμε ἐκ τῶν πράξεών σας καὶ τῶν γραπτῶν σας. Σὲ ἕνα, λοιπόν, τελευταῖο βιβλίο σας, συμπεριλάβατε μία ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καὶ ἀποσπάσματα ἄλλων ὁμιλιῶν του, καὶ παρουσιάζετε τὸν κ. Βαρθολομαῖο ὀρθόδοξο ὁμολογητὴ καὶ ἐγγυητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, κι αὐτό, τὴ στιγμὴ ποὺ καταγγέλλεται ἀπὸ θεολόγους καὶ ἱερωμένους «διὰ πολλῶν τεκμηρίων» ἀκριβῶς γιὰ τὸ ἀντίθετο.
Γιὰ τὴν ὁμιλία του μάλιστα αὐτὴ ποὺ ἐξεφωνήθη «ἐνώπιον τοῦ Καρδιναλίου τῶν Παρισίων Jean Marie Lustiger» (ΝΟΕ 1995), γράφετε πὼς εἶναι «σημαντικότατη», ὅτι «εἶναι ὁμολογία πίστεως μὲ εὐπρεπῆ θεολογικὸ λόγο» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου, «Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη», 2009, σελ. 458). Γιὰ νὰ μὴ μείνει δὲ καμία ἀμφιβολία στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ βιβλίου σας γιὰ τὴν ὀρθοδοξία τοῦ Πατριάρχη, παραθέτετε καὶ ἄλλα ἀποσπάσματα ἀπὸ ὁμιλίες του στὸ Ἅγιο Ὄρος (σελ. 462-469), διὰ τῶν ὁποίων κατευθύνετε τὸν ἀναγνώστη νὰ φθάσει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος εἶναι ὁ φρυκτωρὸς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως!
Ποιά σκοπιμότητα, ὅμως, ἐξυπηρετεῖ ἡ ἀποσπασματικὴ παρουσίαση μόνο ὀρθοδόξων τμημάτων τῶν πατριαρχικῶν λόγων, τὴν στιγμὴ ποὺ πολλοὶ ἄλλοι λόγοι καὶ ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐναντιώνονται στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικὰ μάλιστα κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια; Πράξεις, ποὺ τὸν ἔχουν ἀναδείξει ἡγέτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ προστάτη τῶν οἰκουμενιζόντων Ἐπισκόπων καὶ θεολόγων; Μήπως, στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουμε παραδείγματα μεγάλων αἱρετικῶν, ποὺ ἀνεμείγνυαν τὸν ὀρθόδοξο λόγο καὶ τὴν ὀρθόδοξη συμπεριφορὰ μὲ αἱρετικὲς τοποθετήσεις καὶ οἱ ὁποῖοι στὴ συνέχεια ἀναδείχτηκαν σὲ αἱρεσιάρχες; Ὁ ἔπαινος αὐτός, μήπως συντελεῖ στὴ σύγχυση τῶν πιστῶν περὶ τῆς ὁμολογιακῆς ταυτότητος τοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἰ. Κορναράκη (ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους πνευματικούς μας πατέρες), παρουσιάζει «τρία ὁμολογιακὰ πρόσωπα»; Διαφορετικά, δηλαδή, ὁμιλεῖ σὲ Παπικούς, διαφορετικὰ σὲ Προτεστάντες καὶ διαφορετικὰ σὲ Ὀρθοδόξους. Καὶ ἡ διαπίστωση αὐτὴ δὲν καταδεικνύει τὸ προβατόσχημο πρόσωπο καὶ τὴν ἀντίχριστη μέθοδο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἐκφραστῶν του;
Ἔχουμε καταγγείλει συγκεκριμένα πρόσωπα
, ποὺ δροῦν μὲ συγκεκριμένο σχέδιο καὶ τὸ ὑλοποιοῦν μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετίζοντες ἱερωμένους καὶ θεολόγους, τοὺς ὁποίους μάλιστα ἔχουν θέσει ὑπὸ τὴν προστασία τους. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν προαποφασίσει ἢ ἀποδεχθεῖ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ὑπὸ τὸν Πάπα, ἔχουν διαπράξει πληθώρα παραβάσεων Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἀσεβοῦν πρὸς αὐτούς, ἀμνηστεύουν αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πρακτικὲς (ὅπως αὐτὲς ποὺ καὶ ἐσεῖς καταγγέλλετε) καὶ ἀρνοῦνται τὸ καθῆκον τους: δὲν ὑπερασπίζονται τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ ἐκκλησιολογικὴ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας μας (π.χ. ὅταν πρόσφατα ὁ Πάπας χαρακτήρισε τὴν Ἐκκλησία μας ὡς ἐλλειμματική!) καὶ ἐπιτρέπουν ἔτσι νὰ ἐξοικειώνεται καὶ νὰ μολύνεται ὁ πιστὸς ἀπὸ τὴν αἵρεση.
Ὅμως, Σεβασμιώτατε, διαπιστώσαμε –σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα– ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ καταδεικνύει κανεὶς τὸ λάθος καὶ τὴν αἵρεση· γιὰ νὰ λάβουν οἱ ἄλλοι σοβαρὰ ὑπόψιν τὶς ἐπισημάνσεις του καὶ νὰ γίνει πιστευτός, πρέπει νὰ ἔχει ἁγιότητα ζωῆς ἢ τίτλους ἀκαδημαϊκοὺς ἢ νὰ ἀνήκει στὸ ὅποιο σύστημα. Κι ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τίποτα ἀπ’ αὐτά. Ἐσεῖς, ποὺ ἀντικειμενικὰ τὰ ἔχετε (ὁ Θεὸς ξέρει σὲ ποιόν βαθμό), μήπως εἶναι καιρὸς νὰ χρησιμοποιήσετε τὶς δυνατότητες ποὺ θείᾳ χάριτι σᾶς δίνει ἡ θέση σας, ὥστε νὰ ἀκολουθηθεῖ ἡ Πατερικὴ πρακτική, δηλαδὴ ὄχι μόνο ἡ θεωρητικὴ διαπίστωση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα γιὰ τὴν γνωστοποίηση τῶν αἱρετικῶν, τὴν ἐν ἀγάπῃ προσπάθεια νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς καινοτόμες θέσεις τους ἢ τὴν καθαίρεση-ἀποπομπή τους ἂν δὲν τὶς ἀποπτύσουν, καὶ ἐν τέλει, τὴν προστασία τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;
Αὐτὸ τουλάχιστον συνιστᾶ Μ. Βασίλειος: «Λοιπόν, τὸ μὲν θρασὺ τμῆμα τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν [Παπικῶν σήμερα], ὀλίγον μᾶς βλάπτει, διότι ἡ ἀσέβειά των εἶναι φανερὰ εἰς ὅλους. Ὅσοι ὅμως εἶναι ἐνδεδυμένοι μὲ δέρμα προβάτου καὶ ἐμφανίζουν» ἐξωτερικά πραότητα, κυρίως δέ, ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, αὐτοὶ «εὐκόλως προξενοῦν βλάβην εἰς τοὺς ἁπλουστέρους», καὶ αὐτοί (κατ’ εξοχήν) εἶναι ἐπικίνδυνοι καὶ (ἀφοῦ παραμένουν ἄγνωστοι) εἶναι δύσκολο νὰ «προφυλαχθῆ κανεὶς ἀπὸ αὐτούς. Αὐτοὺς (ἀκριβῶς), ζητοῦμεν ἀπὸ τὴν τελειότητά σας», νὰ γνωστοποιήσετε «δημοσίως εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, ὥστε ἂν ὀρθοποδήσουν (εἰς τὴν ἀλήθειαν), νὰ ἀνήκουν εἰλικρινῶς μαζί μας, ἤ, ἐὰν παραμείνουν διεστραμμένοι, νὰ διατηροῦν μεταξύ των μόνον τὴν βλάβην, χωρὶς νὰ δύνανται ἐξ αἰτίας τῆς ἀπροφυλάκτου ἐπικοινωνίας (μαζί των) νὰ μεταδίδουν τὴν ἀσθένειάν των εἰς ὅσους τοὺς πλησιάζουν». Εἶναι λοιπόν, «ἀνάγκη νὰ μνημονεύσετε αὐτοὺς ὀνομαστικῶς... Διότι ὁ ἰδικός μας βεβαίως λόγος φαίνεται εἰς τοὺς πολλοὺς ὕποπτος, ὅτι δῆθεν ἕνεκα μερικῶν προσωπικῶν διαφορῶν προτιμῶμεν νὰ δεικνύωμεν ἀπέναντί των στάσιν μικρόψυχον (καὶ φιλόνικον)» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς Δυτικοῖς, ἐπιστ. σξγ΄, Ἅπαντα τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, Ἐκδ. «Ὠφελίμου Βιβλίου», μτφρ. π. Μπιλάλη Νικόδημου, σελ. 124-125)
.
Θεσσαλονίκη, 30 Ιουνίου 2010, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων,
ἧς ὁ Οἶκος τῆς ς' Ὠδὴς τοῦ Ὄρθρου ἔχει οὕτως:
«Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια».
Ὁ Πρόεδρος Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Ὁ Γραµµατέας Παναγιώτης Σηµάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου