Από το βιβλίο τού αγίου Ιωάννη τού Δαμασκηνού: "Έκδοσις ακριβής τής Ορθοδόξου πίστεως"
Μέρος 11ο
Θείες Υποστάσεις και ονόματα τής Θεότητας
Αγαπητοί ακροατές χαίρετε. Στη σημερινή εκπομπή θα μιλήσουμε και πάλι για τον έναν αληθινό Θεό, που εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε ως Δημιουργό των πάντων, των ορατών και των αοράτων, και σωτήρα του κόσμου.
Ο ένας τέλειος κατά τη φύση Θεός, μας έχει αποκαλυφθεί, ότι υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, και αυτές οι Υποστάσεις είναι τέλειες. Δεν είναι τέλεια η σύνθεσή τους, αλλά είναι τέλεια η κάθε μία. Έχουν ακριβώς την ίδια φύση, και κατά συνέπειαν τις ίδιες ενέργειες, ενώ ο Πατέρας ξεχωρίζει από τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, ο Υιός ξεχωρίζει από τον Πατέρα και το Πνεύμα, και το Πνεύμα δεν είναι ούτε Πατέρας, ούτε Υιός. Διαφέρουν λοιπόν οι τρεις αυτές υποστάσεις μεταξύ τους, μόνο κατά το υποστατικό ιδίωμα, ότι ο ένας είναι Πατέρας, ο άλλο Υιός, και η τρίτη Υπόσταση είναι του Αγίου Πνεύματος.
Οι Υποστάσεις αυτές, είναι ασύγχυτες μεταξύ τους, αλλά και η Θεία φύσις, είναι αμέριστη και αδιαίρετη. Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε κατά το δυνατόν, αυτό το μυστήριο που μας έχει αποκαλυφθεί, θεωρούμε την φύση κατά τα πράγματα, ενώ θεωρούμε την διαίρεση των υποστάσεων, με την σκέψη ή τον λόγο, κάτι που όπως και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει, δεν συμβαίνει, αλλά συμβαίνει το αντίστροφο στην περίπτωση των κτιστών φύσεων και των κτιστών υποστάσεων.
Στην περίπτωση της ανθρώπινης φύσης, θεωρούμε την ανθρώπινη φύση κατά την σκέψη, διότι πρέπει να αναλύσουμε και να διακρίνουμε τα κοινά γνωρίσματα, τα κοινά χαρακτηριστικά που υπάρχουν στις ξεχωριστές ανθρώπινες υποστάσεις και από αυτό να οδηγηθούμε με την σκέψη στην ενιαία, την ανθρώπινη φύση, κάτι που συμβαίνει ακριβώς αντίστροφα στην περίπτωση της Θείας φύσεως, διότι έναν Θεό γνωρίζουμε, τις ενέργειες ενός Θεού και την Χάρη του ενός Θεού αντιλαμβανόμαστε, ενώ στην περίπτωση της ανθρώπινης φύσης, δεν αντιλαμβανόμαστε τη μία ανθρώπινη φύση, αλλά την πολλαπλότητα των διαφορετικών υποστάσεων.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους, που έχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας κοινής φύσεως. Αντιλαμβανόμαστε όμως πραγματικά αυτή την πολλαπλότητα των διαφορετικών ανθρώπων.
Στην περίπτωση της Θεότητος, στην περίπτωση του Θεού, δεν αντιλαμβανόμαστε τα διαφορετικά υποστατικά χαρακτηριστικά, αλλά αναγόμαστε σε αυτά με τη σκέψη και τον λόγο. Και γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε, να αναφέρουμε καλύτερα, αυτό που λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε σχέση με την Θεία φύση, και τις τρεις υποστάσεις.
«Παραδεχόμαστε τέλειες τις υποστάσεις, για να μη νοήσουμε σύνθεση στη Θεία φύση, διότι η σύνθεση είναι αρχή της διαστάσεως. Και πάλι λέμε τις τρεις υποστάσεις ότι είναι η μία μέσα στην άλλη, για να μην εισάγουμε πλήθος και συνέλευση θεών. Έτσι, με τις τρεις υποστάσεις, το σύνθετο αλλά και το ασύγχυτο παραδεχόμαστε, ενώ το ομοούσιο και με την σχέση των υποστάσεων, (καθώς η μία είναι εντός της άλλης), και με την ταυτότητα του θελήματος, και της ενέργειας και της δυνάμεως, και της εξουσίας, και της κινήσεως, το αδιαίρετο και την ύπαρξη ενός Θεού αναγνωρίζουμε. Γιατί ένας πραγματικά Θεός υπάρχει, ο Θεός (ο Πατέρας), και ο Λόγος, και το Πνεύμα Αυτού».
Ας έρθουμε τώρα να εξετάσουμε τα λεγόμενα για τον Θεό. Αυτά δηλαδή που έχουν λεχθεί κυρίως στην Αγία Γραφή, αλλά και γενικότερα για τον Θεό:
Και πάλι χρησιμοποιούμε στην μελέτη μας αυτή σαν οδηγό, το βιβλίο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως»:
«Το Θείον, είναι απλό και ασύνθετο, όπως αρκετές φορές έχουμε μέχρι τώρα αναφέρει. Και αυτό που αποτελείται από πολλά και διάφορα, είναι σύνθετο. Αν λοιπόν αποκαλέσουμε το άκτιστο και το άναρχο, και το ασώματο, και το αθάνατο, και το αιώνιο, και το αγαθό, και το δημιουργικό, και το απαράμιλλο, ουσιαστικές διαφορές στον Θεό, δηλαδή «διακρίσεις», οι οποίες αναφέρονται στην ουσία Του, στη Θεία φύση δηλαδή απ’ ευθείας, αν λοιπόν όλα αυτά, και τα παρόμοια τα αποκαλέσουμε «ουσιαστικές διαφορές» στον Θεό, ώστε από τόσα πολλά να αποτελείται το θείον, δεν θα είναι απλό, αλλά σύνθετο, πράγμα που είναι βεβαίως έσχατη ασέβεια.
Είναι λοιπόν ανάγκη να αντιληφθούμε ότι κάθε τι από τα λεγόμενα για τον Θεό, δεν σημαίνει «τι είναι» κατά την ουσία και κατά την φύση, αλλά φανερώνει «τι δεν είναι», ή κάποια σχέση προς κάτι άλλο από τα αντιδιαστελλόμενα, ή κάτι από αυτά που είναι «ακολουθίες», παρεπόμενα της φύσεως, ή ενέργεια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, και πολύ βασικό σημείο της Θεολογίας της Εκκλησίας μας. Ότι δηλαδή, η Θεία φύσις, η Θεία ουσία, είναι απροσδιόριστη, απερίγραπτη, ακατάληπτη και απρόσιτη, όχι μόνο στην ανθρώπινη διάνοια, αλλά σε οποιαδήποτε κτιστή φύση. Ακόμα και για τους αγγέλους.
Εκείνα τώρα που λέγονται, ή γνωρίζονται για τον Θεό, είναι: Ή τι δεν είναι ο Θεός, όπως για παράδειγμα, η έννοια: «άκτιστος», μας δηλώνει ότι ο Θεός δεν έχει κτιστεί από κανέναν άλλον. Η έννοια «αόρατος», σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να οραθεί, εννοώντας πάντοτε την θεία ουσία, κ.ο.κ.
Μας φανερώνει λοιπόν ή «τι δεν είναι», ο Θεός κατά την φύση Του, ή μας φανερώνει κάποια σχέση προς κάτι άλλο από τα αντιδιαστελλόμενα, ή κάτι από αυτά που είναι παρεπόμενα της φύσεως, ή ενέργεια, δηλαδή δράση, η οποία προέρχεται από τη Θεία φύση. Θα δούμε όμως στη συνέχεια αναλυτικότερα όλες αυτές τις κατηγορίες.
Πριν όμως προχωρήσουμε σε αυτό, ας αναφέρουμε λίγα από τα ονόματα με τα οποία γνωρίζεται ο Θεός, κυρίως στην Π.Δ.:
Αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τα εξής: «Φαίνεται ότι το κυριότερο από τα ονόματα που λέγονται για τον Θεό, είναι «Ο ΩΝ», καθώς ο Ίδιος διαπραγματευόμενος με τον Μωυσή στο Όρος, αναφέρει: «Ειπέ τοις υιοίς Ισραήλ ο Ων απέσταλκέ με» Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, 3/γ: 14.
Η λέξη: «ο Ων» προέρχεται από το ρήμα «ειμί», που σημαίνει «είμαι». Και αιτιολογεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γιατί θεωρεί ότι το κυριότερο από τα ονόματα που λέγονται για τον Θεό είναι αυτό το όνομα: «ο Ων», κάτι που χρησιμοποιείται εκτενώς και στην Ορθόδοξη αγιογραφία. Εξηγεί:
«Θεωρούμε αυτό το όνομα, δηλαδή το όνομα: «ο Ων», ως το κυριότερο από τα ονόματα που λέγονται για τον Θεό, διότι έχει το «είναι». Περιγράφει ότι ο Θεός έχει στην φύση Του το «είναι». Αφού το περιέλαβε ολόκληρο στον εαυτό του, σαν κάποιο πέλαγος ουσίας, άπειρο και χωρίς όρια. Όλοι ο υπόλοιποι, όλες οι κτιστές φύσεις, έχουν το «είναι» έξω από αυτές, διότι το έλαβαν, δημιουργήθηκαν από τον Θεό. Η μόνη φύσις η οποία περικλείει στον εαυτό της το «είναι», είναι η Θεία φύσις, διότι αυτή είναι αδημιούργητη.
Σαν δεύτερο όνομα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφέρει το όνομα Θεός. Προέρχεται, ή από το ρήμα «θέειν», που σημαίνει ότι ο Θεός διατρέχει και συντηρεί τα σύμπαντα, και αυτή την άποψη, (ότι δηλαδή η λέξη «Θεός» προέρχεται από το ρήμα «θέειν»), την αναφέρει και την υποστηρίζει ο Πλάτωνας, ή από το ρήμα «αίθω» (καίω), που σημαίνει ότι ο Θεός «καίει», διότι ο Θεός είναι φωτιά που κατακαίει κάθε κακία, ο Θεός «πυρ καταναλίσκον», όπως αναφέρεται στο Δευτερονόμιο 4/δ: 24, ή από το ρήμα: «θεάσθαι», που σημαίνει ότι ο Θεός βλέπει τα πάντα, διότι είναι αλάθητος και επόπτης όλων. «Είδε τα πάντα πριν γενέσεως αυτών», όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Δανιήλ, στο «Παράρτημα Σωσσάνα».
Είδε λοιπόν τα πάντα, πριν γίνουν αυτά, αφού τα σκέφτηκε με άχρονο τρόπο, και το καθένα γίνεται στον προορισμένο καιρό κατά την θελητική άχρονη βούληση Αυτού, η οποία είναι προορισμός και εικόνα και παράδειγμα».
Εδώ ας σημειώσουμε ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, χρησιμοποιεί τις λέξεις τις έννοιες του προορισμού, όχι κατά την Δυτική Θεολογία, αλλά κατά την Ορθόδοξη Θεολογία, όπως άλλωστε χρησιμοποιούνται και στα κείμενα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Δεν έχει λοιπόν ο προορισμός αυτός, καμία σχέση προς τον απόλυτο προορισμό της θεολογίας της Δύσεως. Και το κυριότερο στοιχείο, που ανατρέπει μια τέτοια διδασκαλία, την δυτική δηλαδή διδασκαλία, είναι η άποψη για το αυτεξούσιο και την ελευθερία του ανθρώπου. Εδώ πρόκειται για την δημιουργία και τη σχέση της, προς την ελεύθερη Θεία βούληση.
Επίσης η εικόνα, και το παράδειγμα που αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις αυθύπαρκτες και αυτόνομες Πλατωνικές ιδέες. Στην προκειμένη περίπτωση, η ελεύθερη βουλητική ενέργεια του Θεού, συλλαμβάνει προαιώνια την δημιουργία, διότι ο Θεός δεν υπόκειται στην κίνηση του κτιστού χρόνου, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ο χρόνος είναι δημιούργημα, όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενες εκπομπές. Ο Θεός είναι έξω από αυτόν, και δεν περιορίζεται από αυτόν.
Παρόμοια θα θέλαμε να σημειώσουμε και μία άλλη άποψη, η οποία ίσως επικρατεί, είναι επικρατέστερη στις ημέρες μας, για την προέλευση, για την ετοιμολογία της λέξεως «Θεός». Η άποψη αυτή, υποστηρίζει ότι η λέξη «Θεός» έχει Σανσκριτική ρίζα, και παράγεται από τη λέξη: «ντεβά», (αρχαία ινδική) και λατινικά «ντέους», που σημαίνει «φως και ημέρα». Η λέξη «Ζευς», (ο Ζευς του Διός), έχει σχέση με αυτή τη ρίζα που αναφέραμε.
Αυτές λοιπόν είναι οι απόψεις, οι προσεγγίσεις, για τη λέξη: «Θεός», με την οποία ονομάζεται ο Θεός στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Αυτό που προηγείται στον Θεό, είναι παρασταστικό του «είναι» και όχι του «τι είναι». Ενώ αυτό που ακολουθεί, είναι της ενέργειας.
Από την άλλη πλευρά, το άναρχο, και το άφθαρτο και το αγέννητο, δηλαδή το άκτιστο και το ασώματο, και το αόρατο και τα παρόμοια, φανερώνουν τι «δεν είναι». Με άλλα λόγια ότι ο Θεός δεν άρχισε ποτέ να υπάρχει, ούτε φθείρεται, ούτε έχει κτισθεί, ούτε είναι σώμα, ούτε είναι ορατός. Επίσης, το αγαθό, και το δίκαιο, και το όσιο, και τα παρόμοια, είναι ακολουθίες της φύσεως. Δεν φανερώνουν την ίδια την Θεία ουσία, την ίδια την θεία φύση.
Επίσης οι προσωνυμίες Κύριος, και Βασιλεύς, και τα παρόμοια, φανερώνουν σχέση προς τα αντιδιαστελλόμενα. Γιατί λέγεται Κύριος αυτών που κυριαρχούνται, και Βασιλεύς αυτών που βρίσκονται υπό την βασιλική εξουσία. Δημιουργός αυτών που δημιουργούνται, και Ποιμένας, αυτών που ποιμαίνονται.
Έτσι λοιπόν, είναι φανερό τώρα αυτό που είπαμε και στην αρχή, ότι είναι ανάγκη να αντιληφθούμε, ότι κάθε τι που λέγεται για τον Θεό, δεν σημαίνει τι είναι κατά την ουσία, αλλά φανερώνει ή «τι δεν είναι», ή κάποια σχέση προς κάτι άλλο από τα αντιδιαστελλόμενα, ή κάτι από αυτά που έπονται, που είναι «παρεπόμενα», που είναι ακολουθίες της φύσεως, ή κάποια Θεία ενέργεια.
Το όνομα λοιπόν «ο Ων», είναι παραστατικό του «είναι». Αναφέρεται στην ύπαρξη του Θεού, και ότι έχει την ύπαρξη εντός Του. Έχει το «είναι» μέσα στη φύση του. Σε αντιδιαστολή, όπως είπαμε και προηγουμένως, με όλες τις υπόλοιπες κτιστές φύσεις.
Είναι λοιπόν αυτό, το όνομα «ο Ων», παραστατικό του «είναι», και όχι του «τι είναι», δηλαδή «σε τι ακριβώς συνίσταται η Θεία φύσις». Ενώ, το δεύτερο όνομα, το όνομα «Θεός», είναι παραστατικό της ενέργειας, δηλαδή του: «μέσω ποιων ενεργειών γνωρίζεται ο Θεός».
Όλα αυτά που είπαμε, πρέπει να θεωρηθούν κοινά ολόκληρης της θεότητας, και ως τα ίδια και απλά, και αχώρητα και ενωμένα. Ξεχωριστά, πρέπει να θεωρηθούν το «Πατέρας» και το «Υιός» και το «Πνεύμα». Και το αναίτιο, και το αιτιατό, και το αγέννητο, και το γεννητό, και το εκπορευτό, που δεν φανερώνουν την ουσία, αλλά την μεταξύ τους σχέση, και τον τρόπο της υπάρξεως, δηλαδή τα «Υποστατικά Ιδιώματα». Αυτά είναι τα μόνα που μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά. Αυτά είναι τα μόνα στα οποία η κάθε υπόσταση και με τα οποία η κάθε υπόσταση διακρίνεται από την άλλη. Όλα τα υπόλοιπα που αναφέρονται δηλαδή στην Θεία φύση, είναι ενιαία, κοινά, αχώρητα ολόκληρης της Θεότητας, δηλαδή τα ίδια και για τις τρεις υποστάσεις.
Έτσι, ενώ γνωρίζουμε αυτά, και με την βοήθειά τους, χειραγωγούμαστε, οδηγούμαστε στην Θεία ουσία, στην Θεία φύση, δεν καταλαβαίνουμε την ίδια την ουσία, την ίδια δηλαδή την Θεία φύση, αλλά τα σχετικά προς την ουσία. Όπως ακριβώς, ούτε αν γνωρίσουμε ότι η ψυχή είναι ασώματη και άποση και ασχημάτιστη, έχουμε ήδη καταλάβει και την ουσία της, την φύση της, αλλά τα σχετικά προς την ουσία.
Ακόμα, ο αληθινός λόγος διδάσκει ότι το Θείον είναι απλό και έχει μια απλή ενέργεια, αγαθή, που ενεργεί το κάθε τι σε όλα, όπως η αχτίδα του Ήλιου, που όλα τα ζωογονεί, και στο καθένα ενεργεί κατά την φυσική του ικανότητα και κατά την δεκτική του δύναμη, αφού έχει πάρει μια τέτοια ενέργεια από τον Δημιουργό Θεό.
Επίσης, είναι ξεχωριστά και όσα σχετίζονται προς την ουσία και φιλάνθρωπη σάρκωση του Θεού Λόγου. Με κανέναν τρόπο, ούτε ο Πατέρας, ούτε το Πνεύμα έχει κοινωνήσει με αυτά, παρά μόνο κατά την ευδοκία, και την ανέκφραστη θαυματουργική δύναμη, την οποία και ο Θεός Λόγος, αφού έγινε άνθρωπος κατά την φύση μας, ασκούσε ως αναλλοίωτος Θεός και Υιός του Θεού. Και το τονίζουμε αυτό, διότι δυστυχώς υπάρχουν και κακοδοξίες, σύμφωνα με τις οποίες ο Θεός Πατήρ έπαθε. Κάτι τέτοιο είναι βλασφημία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώθηκε, με την Ευδοκία του Θεού Πατρός, και την συνεργεία του Αγίου Πνεύματος. Και έπαθε κατά την ανθρώπινη φύση. Δεν σαρκώθηκε ούτε ο Πατέρας, ούτε το Άγιο Πνεύμα, παρά μόνο «ο Λόγος σαρξ εγένετο, και εσκήνωσε εν ημίν».
Ας εξετάσουμε τέλος, για σήμερα, τα λεγόμενα για τον Θεό με σωματικές παραστάσεις.
Επειδή στη Θεία Γραφή βρίσκουμε πάρα πολλά για τον Θεό, να είναι διατυπωμένα συμβολικά, περισσότερο με σωματικές παραστάσεις, είναι ανάγκη να ξέρουμε ότι είναι αδύνατο εμείς, ως άνθρωποι και περιβεβλημμένοι με αυτό το παχύ σαρκίο, να αναλύσουμε ή να εκφράσουμε τις θείες και υψηλές και άγιες ενέργειες της Θεότητος, παρά μόνο αν χρησιμοποιήσουμε από τον δικό μας κόσμο εικόνες, και τύπους και σύμβολα.
Έτσι λοιπόν, όσα για τον Θεό είναι διατυπωμένα περισσότερο με σωματικές παραστάσεις, έχουν λεχθεί συμβολικά, και έχουν κάποιο υψηλότερο νόημα. Διότι το Θείον, είναι απλό και ασχημάτιστο. Ας αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι οι «οφθαλμοί» του Θεού, και τα «βλέφρα», και η «όραση», είναι η εποπτική του δύναμη πάνω σε όλα. Και το αλάθητο τη γνώσεώς Του, επειδή σ’ εμάς με την αίσθηση αυτή δημιουργείται τελειότερη γνώση και πληροφορία.
Τα «ώτα», (τα αφτιά) και η «ακοή», σημαίνουν την ευμενή στάση του Θεού, και τη φιλάνθρωπη διάθεση να ακούει τις παρατηρήσεις μας. Γιατί κι εμείς με την αίσθηση αυτή, γινόμαστε ευμενείς σε αυτούς που ικετεύουν, στρέφοντας το αφτί με περισσότερο ενδιαφέρον προς αυτούς.
Το στόμα και η λαλιά δείχνουν την κίνηση του Θεού, όπως σ’ εμάς με το στόμα και τη λαλιά σημαίνονται εγκάρδια νοήματα.
Η βρώση και η πόση, σημαίνουν την δική μας συνδρομή για την επιτέλεση του Θείου θελήματος. Γιατί κι εμείς με την αίσθηση της γεύσεως, προκαλούμε την αναγκαία κίνηση της φύσεως.
Η όσφρηση δείχνει ότι ο Θεός αποδέχεται τις σκέψεις και τις διαθέσεις μας που απευθύνονται προς Αυτόν, όμως σ’ εμάς με την αίσθηση αυτή συντελείται η αποδοχή της ευωδίας.
Το πρόσωπο σημαίνει τη φανέρωση και την παρουσία του Θεού με έργα, όπως η δική μας παρουσία γίνεται με το πρόσωπο.
Τα χέρια σημαίνουν την αποτελεσματικότητα της ενέργειάς Του. Διότι κι εμείς τα απαραίτητα έργα, και μάλιστα τα πιο σπουδαία, τα επιτελούμε με τα δικά μας χέρια.
Το δεξί χέρι, σημαίνει τη βοήθειά του σε όσα μας έρχονται ευνοϊκά, όπως κι εμείς χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι, γι’ αυτά που είναι πιο ωραία και ακριβά, και χρειάζονται περισσότερη δύναμη.
Η ψηλάφηση, δείχνει την ακριβέστερη διάγνωση και αντίληψη των πιο κρυφών και λεπτών πραγμάτων. Όπως σ’ εμάς δεν μπορούν να κρύψουν τίποτα, όσοι έχουν εξετασθεί με ψηλάφηση.
Τα πόδια και το βάδισμα, σημαίνουν τον ερχομό και την παρουσία του Θεού για την ενίσχυση όσων έχουν ανάγκη και για την άμυνα εναντίον εχθρών, ή για κάποια άλλη πράξη, όπως εμάς η άφιξη κάποιου γίνεται με τα πόδια.
Ο όρκος πάλι, σημαίνει το αμετάθετο της θελήσεώς Του, όπως σ’ εμάς με τον όρκο γίνονται πειστικές οι συμφωνίες μεταξύ των ανθρώπων.
Η οργή και ο θυμός, δείχνουν την απέχθεια και την αποστροφή προς την κακία. Διότι κι εμείς οργιζόμαστε, όταν μισούμε τα αντίθετα με τη γνώμη μας.
Η λήθη, (η λησμονιά), και ο ύπνος και η νύστα, σημαίνουν την παραμέληση της άμυνας κατά των εχθρών, και την αναβολή της συνηθισμένης βοήθειας προς τους δικούς του.
Έτσι λοιπόν, για να μιλήσουμε απλά, όλα όσα είναι διατυπωμένα για τον Θεό με σωματικές παραστάσεις, έχουν κάποιο κρυφό περιεχόμενο που μας διδάσκει με εικόνες του δικού μας κόσμου, για όσα βρίσκονται πάνω από εμάς, εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί για τη σωματική παρουσία του Θεού Λόγου. Διότι ο Ίδιος, δηλαδή ο Υιός και Λόγος του Θεού, δέχθηκε και πήρε ολόκληρο τον άνθρωπο για τη σωτηρία μας. Ψυχή νοερή, και σώμα, και τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεως, και τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη.
Αυτά λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε, όπως αναλυτικά τα περιγράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «για τα λεγόμενα για τον Θεό με σωματικές παραστάσεις».
Απομαγνητοφώνηση Ν. Μ.
http://oodegr.com/oode/theos/genika/ea_11_enwsi_diakrisi_ypost.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου