.

.

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

χωρίς λόγια..

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyBm1B_yUWWdJQYnBx6F52W_mhbJ8ZdM0ArrT13ZugzxP2xuEHsLE4Ia_hgjygaCvmyRnFhnoyBlaI_40YY0lH-UFa6c0fyX0jLhF0h1L3xsm_w9a9FyGJTC2IO-xfoGngNemov_5H3kaM/s1600/PONTIKI.jpg

Η τραγικότητα των Αιρετικών




ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ


«αιρετικόν άνθρωπον... παραιτού»

Πολλές ερμηνείες έχει λάβει ο όρος «αιρετικός» από τους ερμηνευτές, και μάλιστα τους νεωτέρους, στο χώρο της Κ. Διαθήκης. Υπάρχει όμως και η συγκεκριμένη σημασία, που έλαβε ο όρος στη γλώσσα των Αγίων Πατέρων, στη γλώσσα της Ορθοδοξίας. Για τους αγίους Πατέρας μας «αιρετικός» σημαίνει: διαστρεβλωτής της πίστεως, της αποκεκαλυμμένης Αληθείας, του θεόθεν δεδομένου τρόπου σωτηρίας. Αίρεση δε, είναι αλλοτριωμένη εκδοχή του Προσώπου του Σωτήρος Χριστού, που δεν μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία, στη θέωση, τον άνθρωπο και να λυτρώσει από το κακό τον κόσμο....



Οι άγιοι Πατέρες, γνήσιοι θεολόγοι


Για να κατανοήσουμε την τραγικότητα, μέσα στην οποία ζουν και κινούνται οι αιρετικοί, πρέπει να δούμε το διαμετρικά αντίθετό τους μέγεθος, δηλαδή τους αγίους Πατέρες, στο κύριο έργο τους, την θεολογία. Βέβαια ο εγκλωβισμένος στα κοινωνιολογικά σχήματα των καιρών μας θα σπεύσει εδώ να διαμαρτυρηθεί, μη μπορώντας να εννοήσει, ότι όλο το έργο των Πατέρων, σε κάθε εποχή, είναι θεολογία. Γιατί ενωμένοι με το Θεό αντιμετωπίζουν οι Πατέρες όχι μόνο τα προβλήματα της πίστεως, αλλά και όλης της ζωής. Θεό - Αλήθεια προσφέρουν, αντιμετωπίζοντας κρίσεις δογματικές, αλλά Θεό - Αλήθεια προσφέρουν ποιμαίνοντας τα πνευματικά τους τέκνα και οδηγώντας τα στα πλαίσια της εν Χριστώ ζωής, που είναι η αγιοπνευματική κοινωνία. Οι Άγιοι Πατέρες θεολογούν πάντα με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Γίνονται πρώτα δοχεία και Ναοί του Πνεύματος, με την άσκησή τους και τον πνευματικό τους αγώνα, και καταξιώνονται να γίνουν Πνευματοκίνητοι, Θεοκίνητα στόματα του Λόγου και χείρες του Πνεύματος. Η θεολογία τους είναι, έτσι, έκφραση των μυστικών εμπειριών τους. Εκφράζουν αυτό, που το Πνεύμα αποκαλύπτει μέσα τους, σκορπίζουν γύρω το φως Του. Λέγουν αυτό, που βλέπουν, στη φωτισμένη και θεοφόρο καρδιά τους. Δεν είναι, λοιπόν, οι στοχαστές και φιλόσοφοι του κόσμου, οι διανοητές - όπως λέμε. Ο στοχασμός μας δεν μπορεί ποτέ να γίνει Θεολογία. Μένει φιλοσοφία, μεταφυσική, αναζήτηση ανθρώπινη.

Η Θεολογία των Πατέρων είναι το αποτέλεσμα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα τους. Αυτό ομολογεί ένας από τους λίγους, που δίκαια πήραν το όνομα του Θεολόγου της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δεν είναι του καθενός, να φιλοσοφεί γύρω από το Θεό. Δεν είναι του καθενός. Αυτό το πράγμα δεν είναι τόσο φθηνό και ταπεινό... Δεν είναι του καθενός, παρά μόνο των δοκιμασμένων και όσων έχουν προχωρήσει στη θεωρία (δηλαδή στη θέα του Θεού) και που προηγουμένως έχουν καθαρισθεί και στην ψυχή και το σώμα, ή τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα». Οι άγιοι Πατέρες έχουν κάθε δικαίωμα να λέγουν: «έδοξε τω Πνεύματι τω Αγίω και ημίν» χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο να κατηγορηθούν για έπαρση.

Όπως εντελώς φυσικά και απροσποίητα διεκήρυξαν οι Αγιορείτες Ησυχαστές στον Τόμο του 1341: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν, ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν, ταύτα δια της μικράς εγνώκαμεν πείρας...». Η ταπεινοφροσύνη τους φαίνεται στο «μικράς». είναι όμως αναγκασμένοι να μιλήσουν και για την δική τους θεοπτική εμπειρία.



Οι Αιρετικοί, οι αθεράπευτοι «θεραπευτές»


Η αίρεση δεν είναι απλά λογικό λάθος, ούτε οι αιρετικοί απλώς αστοχούν στην εύρεση της αλήθειας. Στην περίπτωσή τους συμβαίνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Κατά το γράμμα γνωρίζουν την Γραφή, κατά τρόπο -πολλές φορές- εκπληκτικό. Τους λείπει όμως κάτι ουσιαστικό και η έλλειψή του τους διαφοροποιεί ριζικά από τους Πατέρες. Τους λείπει η αγιοπνευματική εμπειρία των Πατέρων. Ο εσωτερικός φωτισμός του Πνεύματος. Γιατί δεν έχουν περάσει την θεραπεία της Εκκλησίας. Μπορεί ηθικά να είναι (εξωτερικά) ανεπίληπτοι. Δεν έχουν όμως μέσα τους το Πνεύμα. Δεν βλέπουν, λοιπόν, όσα βλέπουν εν Πνεύματι οι Πατέρες. Μπορεί διανοητικά να είναι εκπληκτικά ανεπτυγμένοι. Είναι πράγματι γεγονός, ότι όλοι οι μεγάλοι αιρετικοί εντυπωσιάζουν με την πολυγνωσία και «σοφία» τους! Ακόμη και σήμερα... Δεν έχουν όμως καθαρή την καρδιά, ούτε έχουν μεταβληθεί σε ναούς του Αγίου Πνεύματος. Η αίρεση προϋποθέτει κακή ή ανύπαρκτη θεραπεία. Γι’ αυτό για τους αιρετικούς η Θεολογία είναι διανοητική - επιστημονική υπόθεση, λογικό και συλλογιστικό παιχνίδι. Η εμπειρία της θεώσεως, που καταξιώνει τους Πατέρες, είναι αυτό, που τους λείπει. Γι’ αυτό ο αιρετικός δεν μπορεί να διακρίνει στο κρίσιμο σημείο την αλήθεια από την πλάνη. Γιατί δεν βλέπει μέσα του την αλήθεια, δεν την γνωρίζει στην καρδιά του. Δεν έχει το όχημα της «νοεράς προσευχής» και γι’ αυτό δεν μπορεί να φτάσει στον «δοξασμό», που είναι η αποκάλυψη της «πάσης αληθείας» από το Άγιον Πνεύμα. Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται και η τραγικότητα όλων των αιρετικών, και προ πάντων των αιρεσιαρχών. Αφώτιστοι οι ίδιοι, ζητούν να φωτίσουν. Αθεράπευτοι οι ίδιοι, ζητούν να θεραπεύσουν. Άθεοι οι ίδιοι, ζητούν να θεολογήσουν. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τους αιρετικούς με ψευτογιατρούς και τσαρλατάνους, που απατούν. Αλλ’ είναι κάτι χειρότερο: είναι γιατροί, που προσφέρουν δολοφονική θεραπεία, που σκοτώνει τον άνθρωπο αιώνια. Είναι φαρμακοποιοί, που κυκλοφορούν φάρμακα δηλητηριασμένα - αλλοιωμένα, που είναι επικίνδυνα για την δημόσια υγεία, και όχι την σωματική, αλλά την πνευματική και αιώνια.



Η διαφορά στα πράγματα


Ακολουθώντας την πατερική θεώρηση της αιρέσεως, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την φθοροποιό δύναμή της στην ιερή υπόθεση της σωτηρίας μας. Μέσα στην άμβλυνση των πνευματικών μας αισθητηρίων, πολύ συχνά τοποθετούμε τη διαφορά Ορθοδοξίας και αιρέσεων σε επίπεδο λεκτικών ή τυπικών παραλλαγών. Αυτό οδηγεί στην ελαχιστοποίηση της διαφοράς και στην εντύπωση, ότι η διαφωνία είναι για ασήμαντα πράγματα, που μπορούν εύκολα με κάποια καλή διάθεση να θεραπευθούν. Και τούτο συμβαίνει, γιατί συνήθως νοούμε τους εαυτούς μας ως Ορθοδόξους και παραβάλλουμε τους ετεροδόξους προς τους εαυτούς μας. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι διακρίνουμε περισσότερες ομοιότητες από διαφορές! Αν δούμε όμως τις αιρέσεις από πλευράς πραγματικότητος πατερικής και αντιπαραθέσουμε στην ετεροδοξία της εποχής μας τους Αγίους μας Πατέρες, τότε θα διαπιστώσουμε, ότι πρόκειται για διαφορά πραγμάτων και όχι λέξεων. Πρόκειται για διαφορά πρωταρχικά θεραπευτικής μεθόδου. Η πνευματικότητα της Ορθοδοξίας γεννά Αγίους Πατέρες, ενώ η «πνευματικότητα» των αιρέσεων σπείρει τον όλεθρο. Γι’ αυτό οι Άγιοι Πατέρες θα μένουν πάντα τα «πάγχρυσα στόματα του Λόγου», που θα καλούν όχι μόνο τους αιρετικούς και ετεροδόξους, αλλά και μας τους κατ’ όνομα μόνο ορθοδόξους, στην γνήσια εν Χριστώ θεραπεία, που οδηγεί στον δοξασμό και την αληθινή Θεολογία.


“ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ” (Απάνθισμα κηρυγμάτων από την «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» των ετών 1980 και 1983) ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»




Δείτε επίσης..
π. Γεώργιος Μεταλληνός
Αναμφίβολα και δικαίως κατέχει τον τίτλο ενός εκ των συγχρόνων σπουδαιοτέρων θεολόγων. Ο Αιδεσ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής... (6/5/2010)


Ομιλία στην Α' Οικουμενική Σύνοδος

Π. Γεώργιος Μεταλληνός. Κήρυγμα με θέμα : Το θεμέλιο της Εκκλησιαστικής Ενότητας... (16/5/2010)

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Όταν οι άγγελοι κοιμούνται.

ο μακαριστός Πατριάρχης Σερβίας Παύλος


Συνέντευξη για την εκπομπή Όταν οι άγγελοι κοιμούνται.
Η Συνέντευξη έγινε στο Πατριαρχείο το 1996.

Ο Πατριάρχης Σερβίας Παύλος ήταν ο επικεφαλής της Σερβικής Όρθόδοξης Εκκλησίας.Το πλήρες όνομα του και ο τίτλος του είναι: Παναγιότατος Αρχιέπισκοπος Ιπεκίου,Μητροπολίτης Βελιγραδίου και Καρλοβεκίου Πατριάρχης Σερβίας κ.Παύλος.
Γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1914 ως Γκόϊκο Στοϊτσεβιτς στο χωριό Κουντσάντσι (στην τότε ΑυστροΟυγγαρία) τώρα Κροατία σε οικογένεια γεωργών.Το Γυμνάσιο το τελείωσε στο Βελιγράδι και την εξατάξια Εκκλησιαστική σχολή στο Σαράγιεβο,και το Πανεπιστήμιο της Θεολογικής σχολής στο Βελιγράδι.Πολύ νωρίς έμεινε χωρίς γονείς, ο πατέρας του ανεχώρησε για να εργαστεί στις Η.Π.Α. και εκεί αρρώστησε από πνευμονία και επέστρεψε σπίτι για να πεθάνει.Το ίδιο συνέβηκε και με την μητέρα του όταν το παιδί ήταν 3 χρονών.Έτσι τον μεγάλωσε η θεία του.Αφού αντιλήφθηκε η θεία του ότι το παιδί είναι αδύναμο το προστάτευε να μην κάνει αγροτικές εργασίες.Έτσι του έδωσε την δυνατότητα να πηγαίνει στο σχολείο αν και ο μικρός Γκόϊκο είχε έφεση στα μαθήματα που δεν χρειαζόταν μνήμη,όπως ήταν τα Μαθηματικά και η Φυσική.Αν και στα Θρησκευτικά είχε βαθμό 2.Η Επίδραση των συγγενών ήταν τέτοια ώστε η τελική επιλογή να είναι η Εκκλησιαστική σχολή.Όταν τελείωσε το κατώτερο Γυμνάσιο στην Τούσλα (1925-1929) και το Εκκλησιαστικό σχολείο στο Σαράγιεβο (1930-1936) ήρθε στο Βελιγράδι και γράφτηκε στη Θεολογική σχολή.Εκεί εκτάκτως τελείωσε και τις υπόλοιπες τάξεις του Γυμνασίου για να μπορεί μετά να εγγραφεί στην Ιατρική.Στην Ιατρική έφτασε εώς το 2ο έτος σπουδών και τελειώνει την Θεολογική σχολή,την περίοδο που ξεσπά ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος.Για να κρατηθεί στη ζωή δούλευε στα χωράφια του Βελιγραδίου.Όμως δεν τον βοηθούσε η αδύναμη υγεία του.Στο κάλεσμα του φίλου του από το σχολείο Ελισσαίου Πόποβιτς πηγαίνει σε μοναστήρια στην περιοχή Όβτσαρσκο-Κάμπλαρσκε όπου πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου και εκεί αρχίζει την ζωή ως μοναχός.3 Δεκεμβρίου του 1990 εκλέχτηκε Πατριάρχης της Εκκλησίας της Σερβίας.Ο Νέος 44ος πατριάρχης είπε τα εξής όταν εκλέχτηκε : Οι δικές μου δυνάμεις είναι λίγες.Αυτό όλοι το γνωρίζετε.Εγώ σε αυτές δεν ελπίζω.Ελπίζω στην δική σας βοήθεια,λέω και στην βοήθεια του Θεού ο οποίος ως τώρα με ενίσχυε.Ας είναι προς δόξαν Θεού και το καλό της Εκκλησίας Του, και του πολύπαθου λαού μας σε αυτά τα δύσκολα χρόνια.Εμείς δεν έχουμε κανένα πρόγραμμα, το δικό μας πρόγραμμα είναι το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Ποιά λόγια άξια να βρει κανείς για να εγκωμιάσει τους Πρωτόθρονους των Αποστόλων;

Μητροπολίτου Προικοννήσου, Ιωσήφ.

Ο Ιούνιος σημαδεύεται πάντοτε από την πανέορτη μνήμη των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που τιμάται από την Εκκλησία μας στις 29 του, μετά μάλιστα από νηστεία προς τιμήν των Πρωτοκορυφαίων.

Η 29η Ιουνίου δεν είναι, βεβαίως, η ημέρα, κατά την οποία μαρτύρησαν οι δύο στύλοι της Εκκλησίας, αλλά η ημέρα, κατά την οποία, το έτος 258, ο Πάπας Σίξτος ο Β’ μετακόμισε τα πανίερα λείψανά τους στην Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού της Ρώμης. Έκτοτε η ημέρα αυτή, ως ημέρα κοινής τιμής και για τους δύο Αποστόλους, επισκίασε την ημέρα του μαρτυρίου του καθενός, κι έτσι, από χρόνους αρχαίους ήδη, η Εκκλησία τιμά τον Πέτρο και τον Παύλο μαζί. Κι όχι μόνο με κοινή ημέρα γιορτής, μα και με περίοδο νηστείας κοινή και για τους δύο.

Η νηστεία μάλιστα αυτή, ας σημειώσουμε παρενθετικά, κατά την οποία καταλύουμε και ψάρι τα Σαββατοκύριακα -κατά την αυστηρότερη παράδοση- ή όλες τις ημέρες της εβδομάδας εκτός από Τετάρτη και Παρασκευή -κατά την επιεικέστερη, αρχίζει τη Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και λήγει την 28η Ιουνίου. Έτσι, όμως, εάν το Πάσχα συμπέσει την 3η Μαΐου ή αργότερα, νηστεία των Αγίων Αποστόλων δεν γίνεται. Μάλιστα στην Κρήτη υπολογίζουν τη διάρκεια της λέγοντας: «Όσες ‘πομένουν τ’ Απριλίου [ήμερες, δηλαδή, μετά από το Πάσχα] και τρεις από το Μάη». Τους τιμά και με εικόνες που τους εικονίζουν και τους δύο μαζί, είτε αγκαλιασμένους σε αδελφικό ασπασμό Χριστού, είτε να κρατούν στα χέρια τους συμβολικά την Εκκλησία στο σχήμα ενός βυζαντινού ναΐσκου, τονίζοντας έτσι την ενότητα της Πίστεως και την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία αποτελέστηκε κυρίως από δύο διαφορετικά στοιχεία: τον παλαιό Ισραήλ (τους Εβραίους), προς τον οποίο και κατά κύριο λόγο στράφηκε το ιεραποστολικό έργο του Πέτρου, και τα Έθνη (τους ειδωλολάτρες), που υπήρξαν αντίστοιχα το κατεξοχήν αντικείμενο της ιεραποστολής του Παύλου. Επίσης, με Ναούς κοινούς και για τους δυο, και με ύμνους κοινούς, όπως αυτούς του Εσπερινού της γιορτής τους.

Ποιά λόγια άξια να βρει κανείς για να εγκωμιάσει τους Πρωτόθρονους των Αποστόλων; Τί σχέδια και τί πλουμίδια του λόγου να επιστρατεύσει; Τί είδους άνθη ποιητικά να δρέψει και να τους τ’ αφιερώσει; Τί μπορεί να σταθεί άξιο για έναν Πέτρο, που ομολογώντας ότι ο Κύριος μας είναι «ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος» φανέρωσε την πέτρα την ασάλευτη, που πάνω της είναι θεμελιωμένη και βασίζεται η Πίστη η αληθινή των σωζόμενων, κι έγινε έτσι και ο ίδιος ταυτόχρονα η πρώτη πέτρα του πνευματικού οικοδομήματος της Εκκλησίας; Τί μπορεί να σταθεί άξιο για να υμνήσει «τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις» ενός Παύλου, «τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας… τους ραβδισμούς, τους λιθασμούς, την περίοδον, τον βυθόν, τα ναυάγια» που υπέμεινε «ίνα κόσμον κερδίση εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω» του, όπως η μούσα του Αγίου Ανδρέα, Αρχιεπισκόπου Κρήτης, διερωτάται;

Πώς να υμνήσεις το «Στόμα των Αποστόλων», που «επήρε την φωνήν αυτού και απεφθέγξατο» (Πράξ. 2: 14) μπροστά στο πλήθος την ημέρα της Πεντηκοστής, και όσοι άκουσαν αυτό το πρώτο άγιο κήρυγμα του το θεόφθογγο, «κατενύγησαν τη καρδία» και βαπτίσθηκαν «και προσετέθησαν τη ήμερα εκείνη ψυχαί ώσει τρισχίλιαι» στην Εκκλησία; (Πράξ. 2: 41). Πώς να υμνήσεις τον θεόκλητο «Διδάσκαλο των Εκκλησιών», που «τοις πάσι γέγονε τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώση»; (Α’ Κορ. 9: 22).

Τί να θυμηθείς πρώτο από τον Πέτρο και να το εγκωμιάσεις; Τον ενθουσιασμό; Την ταπείνωση; Τα σωτήρια και λυτρωτικά πικρά δάκρυα της μετανοίας μετά το τρίτο εκείνο «ουκ οίδα τον άνθρωπον»; Την τέλεια μετά ταύτα αφοσίωση στον Θεάνθρωπο και την τριπλή ομολογία της αγάπης προς Αυτόν, για την οποία και άκουσε από το στόμα Του το «βόσκε τα αρνία μου» και «ποίμαινε τα πρόβατα μου»; Τη θεόσοφη διδασκαλία του τη θησαυρισμένη στις δύο Καθολικές Επιστολές του, ή το πανάγιο μαρτύριο του υπέρ του Χριστού στην «Αιωνία Πόλη», όπου πότισε με το άλικο αποστολικό αίμα του το νεόφυτο δένδρο της Εκκλησίας των Ρωμαίων;

Τί ν’ αναλογισθείς πρώτο από τον Παύλο και να το εξυμνήσεις; Τον ένθεο ζήλο με τον οποίο περιόδευσε κατ’ επανάληψη, με άπειρους κινδύνους, κακουχίες, στερήσεις και προβλήματα, όλη τη Μεσόγειο, ευαγγελιζόμενος στους λαούς της την εν Χριστώ σωτηρία; Την υπομονή του στον «σκόλοπα»(αγκάθι) που του χάρισε ο Θεός για να τον «κολαφίζει»(ταλαιπωρεί) ισοβίως; Την παρρησία του ενώπιον των αρχόντων του κόσμου τούτου; Την ευγένειά του που τον έκανε να σέβεται ακόμα και τον παρανομούντα Αρχιερέα των Ιουδαίων; Το βάθος το απύθμενο της ταπεινοφροσύνης του, εξαιτίας της οποίας, καθώς αναθυμάται τον καιρό που ήταν πολέμιος της Εκκλησίας, ονομάζει τον εαυτό του «έκτρωμα» και «ελάχιστο των Αποστόλων» και φθάνει να λέει «ουκ ειμί ικανός καλείσθαι Απόστολος, διότι εδίωξα την Έκκλησίαν του Θεού»; Την προσοχή του και το ανύσταχτο ενδιαφέρον του και την πατρική του αγωνία για τον πνευματικό καταρτισμό των πιστών και τη στήριξη των κατά τόπους Εκκλησιών, που μαρτυρούνται τόσο χαρακτηριστικά από το: «τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον» κι από το τρυφερότατο εκείνο: «τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. 4: 19) μέχρι το τόσο υπεύθυνο: «η επισύστασίς μου η καθ’ ημέραν, η μέριμνα πασών των Εκκλησιών»; (Β’ Κορ. 21: 28). Την τέλεια αγάπη του που τον έκανε να λέει το ανεπανάληπτο εκείνο: «Τίς ασθενεί και ουκ ασθενώ; τίς σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Β’ Κορ, 21: 29). Την εργατικότητά του και τη λεπτότητα της ψυχής του, που τον έκαναν, παρά τα μεγάλα βάρη του αποστολικού του έργου, να μετέρχεται και την ταπεινή τέχνη του σκηνοποιού, για να προσπορίζεται εξ ιδίων «τροφάς και σκεπάσματα», χωρίς να επιβαρύνει κανέναν και να μη δίδει βάρος σε κανέναν; Την αφιλαργυρία του, που τον έκανε να λέει με σεμνότητα: «αργυ­ρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα»; Ποιά του αρετή και ποιό του χάρισμα να φέρεις πρώτο στη θύμησή σου; Σταματάς μόνο στην τελευταία του θυσία, το επιστέγασμα όλων των ατέλειωτων, των ασταμάτητων διά βίου θυσιών του υπέρ του Χριστού, τη θυσία του αίματός του κάτω από το ξίφος του Νέρωνα, και παραιτείσαι από τα άλλα , ευλαβούμενος το ύψος του θειοτάτου ανδρός!…

Με τέτοια δεδομένα ο λόγος κατά φυσική ακολουθία πρέπει να δοθεί στον άγιο της Εκκλησίας υμνογράφο, που εκφράζει τη φωνή και τη συνείδηση του ιερού Σώματος Της, για να κατακλείσει αυτός τις φτωχές και ανάξιες τούτες γραμμές με το ιδιόμελο του Ν’ ψαλμού του Όρθρου της εορτής:

«Πέτρε κορυφαίε των ενδόξων Αποστόλων, η πέτρα της Πίστεως, και Παύλε θεσπέσιε, των αγίων Εκκλησιών ο ρήτωρ και φωστήρ, τω θείω θρόνω παριστάμενοι, υπέρ ημών πρεσβεύσατε».

(Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ, «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως)

http://vatopaidi.wordpress.com/


Ο Μοναχός Νήφων Βατοπαιδινός μιλάει για τον Άγιο Λουκά Επίσκοπο Συμφερουπόλεως της Κριμαίας τον ιατρό και θαυματουργό

Ο Μοναχός Νήφων Βατοπαιδινός, Οικονόμος στο Ιερό Βατοπαιδινό Μετόχι του Αγίου Νικολάου στο Πόρτο Λάγος της Ξάνθης μιλάει σε Σύναξη Προσκυνητών του Μετοχίου για τον Άγιο Λουκά Επίσκοπο Συμφερουπόλεως τον Ιατρό και Θαυματουργό.

Μοναχός Νήφων Βατοπαιδινός μιλάει σε Σύναξη Προσκυνητών του Μετοχίου για τον Άγιο Λουκά Επίσκοπο Συμφερουπόλεως τον Ιατρό και Θαυματουργό.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

ΡΕΣΑΛΤΟ: Τεύχος -7, Ιούνιος 2006

Γράφει ο Νικόλαος Ι. Σταυριανίδης
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Θρησκευτική Ελευθερία»




Η «νέα θρησκεία», η «επικρατούσα θρησκεία» της λεγόμενης «νέας εποχής», είναι παρούσα σήμερα. Δεν γνωρίζει σύνορα, φραγμούς, όρια. Ο άνθρωπος είναι γι’ αυτήν κάτι το αντικαταστατό, κάτι από το οποίο αντλούνται χρήματα, δύναμη, ηδονή.
Ο Θεός είναι γι’ αυτήν κάτι το αδιάφορο ή κάτι που το άτομο ή κάποια ανθρώπινη θρησκευτική ηγεσία μπορεί να το πλάθη κατά το δοκούν, να το εκφράζη αυθεντικά.

Η νέα θρησκεία, θεωρεί τους ανθρώπους ΄΄όχι ως κοινωνίες με ιστορική παράδοση και συγκεκριμένες πνευματικές και πολιτισμικές αξίες, αλλά ως απλά σύνολα ατόμων, ποσότητα καταμετρήσιμη, αριθμημένα αντικείμενα προς χειραγώγηση και εκμετάλλευση, μάζα χωρίς μπούσουλα, χωρίς σταθερές αξίες, χωρίς σημεία αναφοράς, συνοθυλεύματα ατόμων. Ατόμων, με «ειδικές ανάγκες χειραγωγήσεώς τους από τους «προφήτες» της νέας θρησκείας στα πόδια των οποίων μπορεί ή και «πρέπει» ο καθένας να εναποθέση την ευθύνη του εκ των πράξεων και των παραλείψεών του, μαζί με τις ελπίδες του και τα χρήματά του…

Ενώπιον της νέας θρησκείας,
όλες οι διαφορετικές από αυτήν θρησκευτικές πίστεις είναι ίσες και υποδεέστερές της. Και, όποιος αντιμάχεται το ισοπεδωτικό δόγμα, ότι όλες οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και λατρείες είναι όψεις, αξιολογικά ίσες, της νέας θρησκείας, είναι εχθρός του πλουραλισμού, εχθρός της δημοκρατίας, εχθρός της ειρήνης, αντίπαλος της ανθρωπότητας ανάξιος για ανθρώπινα δικαιώματα, παρωχημένη μορφή ζωής.

Αντίθετα, όποιος αποδέχεται την νέα θρησκεία, έχει «ανοιχτό μυαλό», είναι σωστός πολίτης της «ανοικτής κοινωνίας», δεν έχει «σκουριασμένα μυαλά»και κυττάζει «μπροστά».

Επομένως, η νέα θρησκεία έχει το δόγμα ότι οι άνθρωποι κρίνονται άξιοι ή ανάξιοι για ανθρώπινα δικαιώματα, άξιοι ή ανάξιοι για να υπάρχουν, ενώπιον αυτής. Και ότι όποιος δεν αποδέχεται ότι χωράει σ’ αυτήν, είναι ανάξιος για ανθρώπινα δικαιώματα, ανάξιος και για να υπάρχη…

Το δόγμα εξουσιάσεως αυτό, είναι δόγμα «στρατηγικό», δόγμα των ηγεσιών της νέας θρησκείας. Στο δόγμα αυτό όμως, αντιστοιχούν ποικίλα δόγματα υποταγής, που διαφέρουν από ομάδα σε ομάδα ή και από άτομο σε άτομο.

Πρόκειται για τα επί μέρους δόγματα της νέας θρησκείας, δόγματα που θα μπορούσαν πολλές φορές να χαρακτηρισθούν ως απλές μη-θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αλλά πρόκειται και για δόγματα προκλήσεως ψυχικού τρόμου, για δόγματα-παγίδες που όποιος τα αποδέχεται ως θρησκευτική του πίστη, χάνει την κριτική του ικανότητα και έχει πλέον ψυχολογική ανάγκη να υπακούη σε συγκεκριμένη θρησκευτική ηγεσία.
Γι’ αυτό, η νέα θρησκεία, που έχει πολλά προσωπεία, αμέτρητα ονόματα, πολλές πίστεις, δεν έχει ένα όνομα. Δεν έχει μία μόνο πίστη, και οι πίστεις της δεν είναι πάντα πίστεις με την θρησκευτική έννοια του όρου. Ωστόσο, οι περισσότεροι οπαδοί της νέας θρησκείας πιστεύουν φανατικά σε διάφορα δόγματα που ήχθησαν να πιστεύσουν μετά από «πλύση εγκεφάλου» και τα θέτουν σε εφαρμογή με θρησκευτική προσήλωση.

Με έναν λόγο, η νέα θρησκεία, η θρησκεία χωρίς όνομα αλλά με τα άπειρα παρακλάδια, με τα πολλά πρόσωπα και με τις αντίστοιχές τους ψευδωνυμίες, διαμορφώνει τα δόγματα που προτείνει στους οπαδούς της με βάση, αποκλειστικά, τις ιδιοτελείς επιδιώξεις των ηγεσιών της.

Γι’ αυτό, διαστρέφει συστηματικά την κοινωνικά παραδεδεγμένη έννοια λέξεων που έχουν αξιολογική φόρτιση, αντιστρέφει το περιεχόμενο των κοινωνικών χρηστών ηθών και διαβρώνει κάθε μορφή κοινωνικής ζωής που δεν ελέγχεται από αυτήν.

Συνιστά, όχι μόνον σήμερα αλλά και κατά βάθος, κατ’ ουσίαν, την μεγαλύτερη πρόκληση για το δίκαιο και για όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Είναι η πρόκληση της θρησκείας του πωλείν και αγοράζειν.



Σήμερα βέβαια, η νέα θρησκεία εμφανίζεται ότι δρα χωρίς κεντρικό έλεγχο. Όμως, ανεξάρτητα από το αν η νέα θρησκεία έχει κεντρικό έλεγχο ή όχι, το βέβαιο είναι ότι διαθέτει σχεδόν ανεξάντλητα οικονομικά μέσα, που προέρχονται από τα θύματα –οπαδούς της. Καθώς και ότι έχει σαφείς και συγκεκριμένους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους, δηλαδή τον έλεγχο επί των ανθρώπων και επί του δικτύου του πωλείν και αγοράζειν, ει δυνατόν, ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό, πράγματι, ότι οι διαφημίσεις βρίθουν σήμερα από αναφορές σε βιώματα των καταναλωτών, οι οποίες εκχυδαϊζουν κάθε τι ιερό, στον βωμό της δημιουργίας συγκεκριμένων καταναλωτικών έξεων, και φτάνουν να συγκροτούν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής μια εκκοσμικευμένη θρησκευτικότητα χωρίς σύνορα.

Άλλωστε, δεν αγνοούμε ότι σύμφωνα με την Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στους εσχάτους καιρούς οι άνθρωποι θα αδιαφορούν για τον Θεό ή και θα αρνούνται τον Χριστό, όχι προκειμένου να προσχωρήσουν σε μια άλλη θρησκεία, αλλά προκειμένου «να πωλούν και να αγοράζουν».

Γνωρίζουμε λοιπόν ότι υπάρχει κάτι το οποίο δεν είναι κατά βάθος θρησκεία, δεν είναι εκκλησία, που θα εμφανισθή όμως με απαιτήσεις θρησκευτικού χαρακτήρος, με την ολοκληρωτική απαίτηση να επικρατήση ως η μόνη αποδεκτή εκκλησιολογία και που θα λειτουργεί καταλυτικά για την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, με την Εκκλησία Του. Αυτό το κάτι, είναι η υπεραγορά πεποιθήσεων και βιωμάτων, είναι η «θρησκεία»του πωλείν και αγοράζειν.

Η πολιτική εξουσία, έχοντας ήδη την τάση, στις δημοκρατικές ιδίως χώρες να σκεπάζη ή και να αγκαλιάζη κάθε ρεύμα ιδεών, ηθών και τρόπων ζωής της κοινωνίας, στον βαθμό που δέχεται τις συμπεριφορές, τις ιδέες και τα ήθη των οπαδών της νέας θρησκείας στην κρατική ιδεολογία, στα κέντρα λήψεως των αποφάσεων, κινδυνεύει να δεχθή σταδιακά τις ανήθικες και ιδιοτελείς επιδιώξεις των αδίστακτων ηγεσιών της νέας θρησκείας μέρος του λόγου και τρόπου υπάρξεως του κράτους. Θα πρόκειται πλέον για παραθρησκευτικοποίηση του ίδιου του κράτους, για θρησκευτικό ολοκληρωτισμό στην πολιτική και οικονομική ζωή, με ή χωρίς δημοκρατικό μανδύα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με το ότι είναι σώμα Χριστού, είναι εκείνη που καταλύει συνθέμελα την σύναψη πολιτικής ή και οικονομικής εξουσίας αφ’ ενός, και θρησκευτικής εξουσίας αφ’ ετέρου, και έτσι εμποδίζει κάθε μορφή θεοκρατικής διακυβερνήσεως των ανθρώπων.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με την μαρτυρική αγάπη των αγίων της για την Αλήθεια, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ελέγχει διακριτικότατα αλλά και δριμύτατα κάθε απολυτοποίηση ιδεών περί αλήθειας και αποκλείει σε κάθε επίπεδο την αποδοχή του δόγματος ότι ο άνθρωπος υπάρχει μόνο ή κυρίως για να περνά καλά, για να πουλά και να αγοράζη, για να παίρνη και να δίνη-αγαθά, υπηρεσίες, δυνατότητες, ψευδοπνευματικότητες.

Η ύπαρξη και μόνο της Ορθοδοξίας, με το ορθόδοξο χριστιανικό εκκλησιαστικό φρόνημά της, νομιμοποιεί διακονήματα και όχι εξουσιάσεις και αφαιρεί την νομιμοποίηση από κάθε εξουσία ανθρώπων που επιδιώκουν να άρχουν επί άλλων για να κυριαρχήσουν επί αυτών.

Επόμενο λοιπόν είναι, η θρησκεία του πωλείν και αγοράζειν να εχθρεύεται πρωτίστως την Ορθοδοξία και να ευνοή κάθε τι που θα μπορούσε να κάνει την Εκκλησία ένα πλαίσιο ιδιωτικής θρησκευτικότητας στο οποίο να χωρούν όλες οι απόψεις, όλα τα φρονήματα, εκτός από την ορθοδοξία.

Και πράγματι, όλα σήμερα δείχνουν ότι η νέα θρησκεία, η «θρησκεία» του πωλείν και αγοράζειν, χρησιμοποιεί τα πάντα, κατά των ελευθεριών των ορθοδόξων χριστιανών, κατά της Ορθοδοξίας, κατά του Χριστού.

Η νέα θρησκεία είναι η αντιορθοδοξία, και ο χριστός της, όταν εμφανισθή, θα είναι ο αντίχριστος. Αλλά, το τέλος της ιστορίας δεν είναι η επικράτηση αυτής της νέας θρησκείας, είναι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ο αιώνιος έλεγχος των έργων μας στο φως των εντολών Του και της αγάπης Του. Το θέμα είναι ποίοι θα βρεθούν εκ δεξιών Του και ποίοι εξ ευωνύμων Του τότε. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό, που διαφεύγει όμως εντελώς της προσοχής των ηγεσιών της νέας θρησκείας στους πονηρούς σχεδιασμούς τους.

http://resaltomag.blogspot.com/2010/06/blog-post_7697.html#more

Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν προσευχή



Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov.



Ἡ προσευχὴ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ὑπάρξει ἡ σωστὴ προετοιμασία πρὶν ἀπὸ αὐτὴν - ὅπως λέει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Προετοιμάσου πρὶν προσευχηθεῖς καὶ μὴν γίνεσαι σὰν ἕνας ποὺ πειράζει τὸν Κύριο».

«Ὅταν θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν βασιλέα καὶ Θεό μας γιὰ νὰ συζητήσουμε μαζί Του», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ἂς μὴν βιαστοῦμε νὰ τὸ κάνουμε χωρὶς προετοιμασία μήπως καὶ μᾶς δεῖ ἀπὸ μακρυὰ νὰ μὴν ἔχουμε τὰ ὅπλα καὶ τὴν στολὴ ποὺ ἁρμόζουν γιὰ τὴν παρουσίαση ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως καὶ διατάξει τοὺς ὑπηρέτες καὶ δούλους Του νὰ μᾶς δέσουν καὶ νὰ μᾶς ἐξορίσουν μακρυὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του καὶ τὶς δεήσεις μας νὰ τὶς σχίσουν καὶ νὰ τὶς πετάξουν στὸ πρόσωπό μας».

Ἡ πρώτη προετοιμασία συνίσταται στὸ νὰ ἐκδιωχθεῖ ἡ πικρία καὶ ἡ κατάκριση γιὰ τὸν πλησίον. Αὐτὴ ἡ προετοιμασία διατάσσεται ἀπὸ τὸν Κύριόν μας. «Καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατὰ τινὸς ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ἀφῇ ὑμῶν τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Εἰ δε ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν».

Ἡ περαιτέρω προετοιμασία περιλαμβάνει τὴν ἐκδίωξη τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστης στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν δύναμη τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς παράδοσης στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης μὲ τὴν ἀναγνώριση τῆς προσωπικῆς ἁμαρτωλότητος ποὺ ἔχει σὰν ἐπακόλουθο τὴν συντριβὴ καὶ ταπείνωση τοῦ πνεύματος. «Ἂν ἐπιθυμοῦσες θυσίες θὰ σοῦ τὶς πρόσφερα» λέει ὁ προφήτης Δαυὶδ στὸν Θεὸ ἐκ μέρους ὁποιουδήποτε ποὺ ἔπεσε καὶ παραμένει στὴν πτώση. Ὄχι μόνο μιὰ μερικὴ θυσία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ πλήρη «...ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει».

Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἐπαναλαμβάνει τὸ ἀπόφθεγμα ἑνὸς ἄλλου ἁγίου: « Ἐὰν ἕνας δὲν ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του ὡς ἁμαρτωλὸ ἡ προσευχή του δὲν εἶναι δεκτὴ στὸν Θεό».

Θὰ πρέπει νὰ στέκεται ἕνας μπροστὰ στὸν ἀόρατο Θεὸ σὰν νὰ Τὸν βλέπει καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι τὸν βλέπει καὶ τὸν ἀκούει προσεκτικά. Θὰ πρέπει νὰ στέκεται ἕνας μπροστὰ στὸν ἀόρατο Θεό, ἀκριβῶς ὅπως ἕνας ἔνοχος ἐγκληματίας ποὺ εἶναι καταδικασμένος γιὰ ἀναρίθμητα ἐγκλήματα σὲ θάνατο στέκεται μπροστὰ σ’ ἕνα αὐστηρὸ καὶ ἀμερόληπτο δικαστή. Ἀκριβῶς! Στέκεται μπροστὰ στὸν Κυρίαρχο Δεσπότη καὶ Κριτή του, μπροστὰ στὸν Δικαστὴ στὸ βλέμμα τοῦ Ὁποίου καμμιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ δὲν θὰ δικαιωθεῖ• ὁ Ὁποῖος πάντα δικαιώνεται στὶς κρίσεις Του• ὁ Ὁποῖος, δὲν καταδικάζει παρὰ μόνον ὅταν μέσα στὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη Του συγχωρεῖ κάποιου τὶς ἁμαρτίες του καὶ δὲν εἰσέρχεται εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Του.

Νοιώθοντας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ αἰσθανόμενος ἀπ’ αὐτὸν τὸν φόβο τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἕνας προσεύχεται θὰ δεῖ -χωρὶς νὰ βλέπει - μὲ μιὰ πνευματικὴ αἴσθηση, Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀόρατος, θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ νὰ στέκεται μὲ συναίσθηση ὅτι βρίσκεται μπροστὰ στὴν φοβερὴ κρίση τοῦ Θεοῦ.

Στάσου στὴν προσευχὴ μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ καὶ τὰ πόδια ἀλύγιστα καὶ ἀκίνητα• βοήθησε τὴν προσευχή σου μὲ συντριβὴ τῆς καρδίας μὲ ἀναστεναγμοὺς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἄφθονα δάκρυα. Μία εὐλαβικὴ ἐξωτερικὴ στάση στὴν προσευχὴ εἶναι πολὺ βοηθητικὴ γιὰ ὅλους ποὺ παλεύουν στὴν κονίστρα τῆς προσευχῆς, ἰδίως στοὺς ἀρχαρίους στοὺς ὁποίους ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς συμμορφώνεται σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὴ στάση τοῦ σώματος.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει εὐχαριστίες ὅταν προσευχόμαστε: «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ.» Ὁ Ἀπόστολος λέει ἀκόμη ὅτι τὴν εὐχαριστία τὴν προστάζει ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε• ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε• τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς».

Ποιὰ εἶναι ἡ σημασία τῆς εὐχαριστίας; Εἶναι ὅτι δίνει εὐχαριστίες στὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἄπειρές Του εὐλογίες ποὺ ξεχύνονται σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ στὸν καθένα. Μὲ μία τέτοια εὐχαριστία ἡ ψυχὴ γεμίζει μὲ μιὰ θαυμάσια εἰρήνη• καὶ γεμίζει μὲ εἰρήνη παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι λύπες τὴν περιζώνουν ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές. Μὲ τὴν εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μία ζωντανὴ πίστη ἔτσι ὥστε νὰ ἀπορρίπτει κάθε ἀνησυχία γιὰ τὸν ἑαυτό του, καταπατᾶ τὸν φόβο τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Μιὰ τέτοια διάθεση τῆς ψυχῆς εἶναι μιὰ θαυμάσια προδιάθεση καὶ προετοιμασία γιὰ προσευχή. Λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Ὡς οὖν παρελάβετε τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Κύριον, ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε, ἐρριζωμένοι ἐν αὐτῷ καὶ βεβαιούμενοι ἐν τῇ πίστει καθὼς ἐδιδάχθητε, περισσεύοντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ» - δηλαδὴ μέσω τῆς εὐχαριστίας λαμβάνεται μία πληρότης πίστεως. «Χαίρετε ἐν Κυρίω πάντοτε• πάλιν ἐρῶ, χαίρετε... ὁ Κύριος ἐγγύς• μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῆ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν».

Ἡ σημασία τῆς πνευματικῆς προσπάθειας τῆς εὐχαριστίας ἐξηγεῖται μὲ ἰδιαίτερη πληρότητα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες Βαρσανούφιο καὶ Ἰωάννη στὸ ἔργο τους «Καθοδήγηση στὴν πνευματικὴ ζωή».

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Εἰς μνήμην Παπαδιαμάντη


Γιαλαμᾶς Ἀσημάκης.



Ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, ὁ ἅγιος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ, ἔγραφε τὰ διηγήματά του στὶς ἐφημερίδες, ποὺ ἐργαζόταν. Διηγήματα - συναξάρια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ νησιοῦ του, φτωχῶν βιοπαλαιστῶν τῶν περισσοτέρων τῆς ζωῆς, ὅπως τὴ θυμόταν ἀπὸ τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια.

Τὶς ἀναμνήσεις του ἔγραφε ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος. Μιὰ ἀνάμνησή μου θὰ διηγηθῶ κι ἐγὼ σχετικὴ μὲ αὐτόν. Δὲν τὸν γνώρισα. Εἶχε πεθάνει ἀρκετὰ χρόνια, πρὶν ἐγὼ ἐπιδοθῶ στὴ δημοσιογραφία. Γνώρισα ὅμως ἕναν, ποὺ τὸν εἶχε γνωρίσει. Ἕνα παλιὸ δημοσιογράφο. Τώρα δὲ ζεῖ οὔτ᾿ αὐτός. Τότε, ποὺ τὸν γνώρισα, ἦταν κιόλας γέρος.

- Ναί, τὸν θυμᾶμαι, τὸν Παπαδιαμάντη, μοῦ εἶπε μία μέρα. Τὸν θυμᾶμαι πολὺ καλά. Ἕνα διάστημα ἐργαζόμουν στὴν ἐφημερίδα ποὺ ἐργαζόταν κι αὐτός. Ἐκεῖ ἔγραφε τότε καὶ τὰ διηγήματά του, τὶς ἑορτές.

Ἐγὼ ἤμουν νεαρὸς συντάκτης κι ἔγραφα οἰκονομικὲς εἰδήσεις. Ἀγαποῦσα πολὺ τὴ λογοτεχνία καὶ τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἔβλεπα μὲ σεβασμό. Λογάριαζα μάλιστα, νὰ τοῦ δώσω, νὰ διαβάσει μερικὰ διηγήματα, ποὺ εἶχα γράψει, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.

Δίσταζα ὅμως, νὰ τὸν ἐνοχλήσω, γιατὶ τὸν ἔβλεπα, νὰ εἶναι καταβεβλημένος. Δὲν ἦταν καὶ τόσο καλὰ στὴν ὑγεία του, ἐκείνη τὴν ἐποχή. Περίμενα, νὰ τὸν δῶ, νά ῾ναι καλύτερα, γιὰ νὰ τοῦ δώσω τὴ λογοτεχνική μου ἐργασία.

Τελικά, ὅμως αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτέ, γιατὶ συνέβη κάτι, ποὺ μὲ ἔφερε στὴ θέση ἐνόχου ἀπέναντί του. Δὲν ἔφταιγα ἐγώ. Οἱ περιστάσεις δημιούργησαν αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μ᾿ ἔθλιψε κι ἐμένα.

Νά, τί ἀκριβῶς συνέβη.

Ἔρχονταν Χριστούγεννα καὶ τὴν παραμονὴ ἑτοιμαζόταν τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας. Ὁ ἀρχισυντάκτης ἦταν στὸ τυπογραφεῖο καὶ «ἔκλεινε τὶς σελίδες», ὅπως λέγαμε τότε στὴ δημοσιογραφικὴ γλῶσσα. (Παρένθεση. Τώρα ὁ τρόπος τῆς ἔκδοσης τῶν ἐντύπων ἔχει ἀλλάξει ἄρδην. Ἡ τεχνολογία ἔχει κάνει καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τομέα τεράστιες προόδους. Τότε οἱ ἀράδες τῶν κειμένων χύνονταν σὲ σελίδες πάνω σ᾿ ἕνα μεγάλο μάρμαρο. Κλείνω τὴν παρένθεση καὶ συνεχίζω τὴ διήγηση τοῦ παλιοῦ γνωστοῦ μου δημοσιογράφου).

- Ὅλο τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο ἦταν ἕτοιμο, σελιδοποιημένο. Δηλαδή, ὅλες οἱ σελίδες του ἦσαν ὁλοκληρωμένες ἐπάνω στὸ μάρμαρο, ἕτοιμες νὰ σταλοῦν στὸ πιεστήριο, ὅταν κατέφθασα ἐγὼ μὲ μιὰ οἰκονομικὴ εἴδηση σημαντική. Τώρα δὲν τὴ θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Ἦταν κάτι σχετικὸ μὲ μετοχὲς καὶ μὲ τιμὲς συναλλαγμάτων. Εἶχα γράψει ἐκτενῶς τὸ θέμα σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Μόλις τὰ εἶδε ὁ ἀρχισυντάκτης, μοῦ εἶπε:

- Ποῦ νὰ τὰ βάλω τώρα ὅλ᾿ αὐτά;

Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δέ μοῦ ῾πεφτε λόγος.

- Ἐγὼ ἔχω καθῆκον νὰ φέρω τὴν εἴδηση, τοῦ εἶπα.

- Ναί, ἀλλὰ τὴν ἔφερες ἀργά, μοῦ ἀπάντησε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Ἄργησε ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου καὶ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν, δικαιολογήθηκα ἐγώ.

Καὶ εἶχε πράγματι ἐκδοθεῖ ἀργά. Ὁ ἀρχισυντάκτης ξανακοίταξε τὰ χειρόγραφά μου, κοίταξε καὶ τὶς σελίδες ἐπάνω στὸ μαρμάρινο τραπέζι τοῦ τυπογραφείου καὶ μοῦ εἶπε:

- Δὲ βλέπεις; Ὅλη ἡ ὕλη εἶναι ἕτοιμη. Τί νὰ πετάξω γιὰ νὰ βάλω τὴ δική σου εἴδηση.

- Δὲν ξέρω, ἀπάντησα.

Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει, ὅτι ἤθελα νὰ τὸν πιέσω μὲ τὴν παρουσία μου, νὰ βάλει τὴ δική μου εἴδηση, πετώντας κάτι ἄλλο, χαιρέτησα κι ἔφυγα.

Πέρασε ἡ ἀργία τῶν Χριστουγέννων καὶ ξαναπῆγα στὴ δουλειά μου. Μόλις μπῆκα στὰ γραφεῖα στὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδας, μοῦ εἶπε ὁ κλητῆρας:

- Σᾶς θέλει ὁ κύριος διευθυντής. Σᾶς ζήτησε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τὸ πρωί.

Ἀνησύχησα. Τί νὰ μὲ ἤθελε; Πῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ. Ἐκεῖνος, μόλις μπῆκα, μὲ ρώτησε ἀπότομα, κοιτώντας με αὐστηρά:

- Γιατί δὲν ἔφερες τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση;

- Τὴν ἔφερα, ἀπάντησα ἐγὼ ἀμέσως.

- Τὴν ἔφερες; Ἔκανε ὁ διευθυντὴς συνοφρυωμένος.

- Μάλιστα, τὴν ἔφερα.

- Καὶ γιατί δὲν μπῆκε;

Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δὲν τὸν θεώρησα σωστό, νὰ τοῦ φανερώσω αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης. Γι᾿ αὐτὸ σήκωσα τοὺς ὤμους καὶ τοῦ ἀπάντησα:

- Δὲν ξέρω.

- Σὲ ποιὸν τὴν ἔδωσες τὴν εἴδηση; ρώτησε ὁ διευθυντής.

- Στὸν κύριο ἀρχισυντάκτη, ἀπάντησα μὲ κάποιο δισταγμό.

Δὲν ἤθελα πάλι νὰ ἐκθέσω τὸν ἀρχισυντάκτη, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μποροῦσα ξεφύγω. Ὁ διευθυντὴς χτύπησε τὸ κουδούνι, νά ῾ρθει ὁ κλητήρας. Ἄνοιξε τὴν πόρτα κι ἐμφανίστηκε ὁ κλητήρας.

- Ἦρθε ὁ ἀρχισυντάκτης; τὸν ρώτησε ὁ διευθυντής.

- Ὄχι ἀκόμα, κύριε διευθυντά.

- Ὅταν ἔρθει, πές του, ὅτι τὸν θέλω.

- Μάλιστα.

Ὁ κλητήρας ἔφυγε κλείνοντας τὴν πόρτα καὶ ὁ διευθυντὴς στράφηκε σὲ μένα.

- Μὴ φύγεις, μοῦ εἶπε. Κάθισε, ὥσπου νά ῾ρθει ὁ ἀρχισυντάκτης.

Καὶ μοῦ ῾δειξε ἕνα κάθισμα.

Δὲν εἶχα προφθάσει νὰ καθίσω, καλὰ - καλά, καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ γραφείου. Μπῆκε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ χαιρέτησε:

- Καλημέρα.

- Καλημέρα, τοῦ ἀπάντησε βιαστικὰ ὁ διευθυντὴς καὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ θέμα.

- Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶπε στὸν ἀρχισυντάκτη. Γιατί δὲν μπῆκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση, ποὺ ἔφερε ὁ συντάκτης;

Κι ἔδειξε ἐμένα, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχα σηκωθεῖ ὄρθιος.

- Τὴν ἔφερε ἀργά, κύριε διευθυντά, δικαιολογήθηκε ὁ ἀρχισυντάκτης.

Ὁ διευθυντὴς κοίταξε ἐμένα.

- Ἄργησε νὰ βγεῖ ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου, δικαιολογήθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου.

Ὁ διευθυντὴς ξαναστράφηκε στὸν ἀρχισυντάκτη.

- Δηλαδή, τὸν ρώτησε, εἶχαν πάει οἱ σελίδες στὸ πιεστήριο;

- Ὄχι, ἀλλ᾿ ὅλη ἡ ὕλη ἦταν ἕτοιμη, ἐξήγησε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Τότε κακῶς δὲν μπῆκε ἡ εἴδηση, ξέσπασε ὁ διευθυντής.

- Μὰ ἔπρεπε νὰ πετάξω κάποιο ἄλλο κομμάτι, ποὺ εἶχε ἤδη στοιχειοθετηθεῖ, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Ἂς πετοῦσες, φώναξε ὁ διευθυντής.

- Ποιὸ νὰ πετοῦσα;

- Ποιὸ νὰ πετοῦσες;

Ὁ διευθυντὴς ἔπιασε τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας, ποὺ εἶχε μπροστά του, κι ἔδειξε τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.

- Νά, αὐτὸ νὰ πετοῦσες, εἶπε, χτυπώντας τὸ χέρι του πάνω στὸ διήγημα.

Ὁ ἀρχισυντάκτης τὸν κοίταξε μὲ ἔκπληξη, ἀλλὰ καὶ μὲ λύπη, γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ γινόταν στὸ κείμενο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου λογίου καὶ ἀγαθότατου ἀνθρώπου.

- Τὸ διήγημα τοῦ κυρίου Παπαδιαμάντη; Ρώτησε μὲ τόνο φωνῆς, ποὺ ἐκδήλωνε τὰ αἰσθήματά του ἐκείνης τῆς στιγμῆς.

- Μάλιστα, τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐπανέλαβε ἀμείλικτος ὁ διευθυντής.

Ὁ ἀρχισυντάκτης κατέβασε τὸ κεφάλι.

- Θὰ ἦταν κρῖμα, εἶπε.

- Γιατί κρῖμα; Ρώτησε νευριασμένος ὁ διευθυντής.

- Γιατί ἔχει γίνει παράδοση πιά, νὰ δημοσιεύεται κάθε Χριστούγεννα ἕνα διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.

- Ἔ, καλά! Ἂς μὴ δημοσιευότανε καὶ μία χρονιά, δὲ χαλάει ὁ κόσμος.

- Μὰ κουράστηκε ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸ γράψει.

- Θὰ τοῦ τὸ πληρώναμε.

- Χωρὶς νὰ δημοσιευτεῖ; Δὲ θὰ δεχότανε ποτέ. Δὲν τὸν ξέρετε τὸν κύριο Παπαδιαμάντη;

- Ὄχ, ἀδελφέ! Πολὺ τὸ ρίξαμε στὶς αἰσθηματικότητες. Ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι ἦταν μεγάλη παράλειψη, ποὺ δὲ δημοσιεύτηκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Ἦταν σπουδαία εἴδηση κι ἐνδιαφέρει πολὺν κόσμο. Τὸ διήγημα ποιὸν ἐνδιαφέρει;

- Διαβάζεται καὶ τὸ διήγημα, παρατήρησε κάπως δειλὰ ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Μπορεῖ νὰ διαβάζεται, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρει ἄμεσα κανέναν βροντοφώναξε ὁ διευθυντής. Ἐγὼ βγάζουμε ἐφημερίδα, δὲν κάνουμε φιλολογία. Ἂς τὸ καταλάβουμε...

Αὐτὰ εἶπε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι του σὲ κάτι χειρόγραφα, ποὺ εἶχε μπροστά του, σημεῖο ὅτι δὲν ἤθελε πιὰ καμιὰ κουβέντα. Ὁ ἀρχισυντάκτης κι ἐγὼ χαιρετίσαμε καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο...

Ἀγαποῦσε καὶ ὁ ἀρχισυντάκτης τὴ λογοτεχνία κι ἐκτιμοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη. Κι ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ, στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε. Στὸ βλέμμα του ὑπῆρχε θλίψη καὶ ἀπογοήτευση.

- Τί λὲς ἐσὺ γι᾿ αὐτά; μὲ ρώτησε.

- Τί νὰ πῶ; ἀπάντησα.

Ἡ θέση μου ἦταν λεπτή, ἤμουν καὶ νέος καὶ δίστασα νὰ πῶ ἐλεύθερα τὴ γνώμη μου.

- Νὰ πετοῦσα τὸ διήγημα, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι του.

Τότε κι ἐγὼ ξεσπάθωσα.

- Κι ἐγὼ στὴ θέση σας τὸ ἴδιο θά ῾κανα, εἶπα ζωηρά. Δὲ θὰ πετοῦσα ποτὲ τὸ διήγημα.

Ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ ξανακοίταξε κι ἕνα πικρὸ χαμόγελο ἀχνοφάνηκε στὰ χείλη του.

- Ἄκουσες ὅμως τὸν διευθυντή; μοῦ εἶπε. Τὸ διήγημα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει, εἶναι ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Τὸ χρῆμα.

Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου.

- Καὶ τὸ πνεῦμα; ἔκανε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ φανερὸ πόνο καὶ ἀγανάκτηση. Δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν τὸ πνεῦμα;

Δὲν ἀπάντησα. Κοιτοῦσα σιωπηλὸς τὸν ἀρχισυντάκτη, ποὺ φαινόταν ταραγμένος.

- Ἄκουσε, νεαρέ, μοῦ εἶπε καὶ ἡ ἔξαψή του ὅλο καὶ μεγάλωνε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια, οὔτε σὺ δὲ θὰ θυμᾶσαι τὴ σπουδαία εἴδηση, ποὺ ἔφερες. Κανεὶς δὲ θὰ τὴ θυμᾶται. Τὸ διήγημα ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ μείνει. Σημείωσε αὐτό, ποὺ σοῦ λέω. Ποτὲ δὲ θὰ ξεχαστεῖ αὐτὸ τὸ διήγημα. Ποτέ, ὅσο ὑπάρχει ἡ φυλή μας καὶ ἡ γλῶσσα μας, γιὰ νὰ μὴν πῶ, ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι.

Εἶχε φουντώσει καὶ τὰ μάτια του ἔλαμπαν.

- Ναί, εἶπα κι ἐγὼ σιγανὰ καὶ διακριτικά. Εἶναι ὡραῖο διήγημα.

- Τὸ διάβασες; μὲ ρώτησε ὁ ἀρχισυντάκτης.

- Μάλιστα, τὸ διάβασα. Εἶναι πραγματικὰ ἔξοχο.

- Ἀριστούργημα! εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ βαθιὰ φωνὴ μισοκλείνοντας τὰ μάτια.

Ἔπειτα, ἔδειξε πρὸς τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ καὶ πρόσθεσε:

- Κι αὐτὸς ἐκεῖ μοῦ λέει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ πετάξω! Νὰ χαθεῖ ἕνα τέτοιο διήγημα! Γιατὶ θὰ χανόταν. Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν κρατάει ἀντίγραφο. Κι οὔτε θὰ καθόταν, νὰ τὸ ξαναγράψει.

- Ναί, θὰ ἦταν κρῖμα, νὰ χαθεῖ, συμφώνησα κι ἐγώ.

Ἐκεῖ σταμάτησε ἡ κουβέντα μας. Ὁ ἀρχισυντάκτης προχώρησε πρὸς τὸ γραφεῖο τῆς σύνταξης.

Δὲν ξέρω, ἂν ἔφθασε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Παπαδιαμάντη. Πάντως ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα αἰσθανόμουν σὰν ἔνοχος ἀπέναντί του καὶ ποτὲ δὲν τόλμησα νὰ τοῦ δώσω τὰ διηγήματά μου γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.

Ὅσο γιὰ τὰ λόγια, ποὺ μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀρχισυντάκτης, ἀποδείχτηκαν προφητικά. Σήμερα ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, οὔτε κι ἐγὼ θυμᾶμαι τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση, ἐνῷ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι πασίγνωστο. Ἔχει μπεῖ στὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα.

Κάποτε ἂν σοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, γράψε αὐτὸ τὸ περιστατικό, ποὺ σοῦ διηγήθηκα, μοῦ εἶπε τελειώνοντας ὁ παλιὸς δημοσιογράφος, καὶ ἀφιέρωσέ το στὴ μνήμη τοῦ Παπαδιαμάντη.

Αὐτὸ ἔκανα...

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Μητροπολίτης Καστορίας, "Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία και Mοναδική Εκκλησία"

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 25/6/2010


ΕΙΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΨΗΛΑ ΕΚΕΙ... ΜΕ ΤΗ ΦΛΕΡΥ...




Η αγία του ελληνικού τραγουδιού Φλέρυ γυμνή τη φωνή ψάλλει σε στίχους του Άγγελου Βλάχου (1838-1920) το παιδικό ασμάτιον «Η μικρά εκκλησιά» από τα «Τριάκοντα ασμάτια» (Νέα Εστία 539, Χριστούγεννα 1949)

Εις το βουνό ψηλά εκεί
ειν' εκκλησιά ερημική,
το σήμαντρό της δεν κτυπά
δεν έχει ψάλτη ούτε παπά

Ένα ξωκλήσι φτωχικό
και ένα πέτρινο σταυρό
έχει στολίδι μοναχό
το εκκλησάκι το φτωχό.

Η Φλέρυ λέει μόνο δύο στροφές από το ποίημα. Κάνει κι ένα χαριτωμένο λάθος: Η δεύτερη στροφή αρχίζει: "Ένα κανδήλι θαμπερό". Η Φλέρυ, που προφανώς λέει από μνήμης το τραγουδάκι, αληθεύει εμμένοντας στην πτωχεία...
Η ηχογράφηση είναι από το συγκλονιστικό cd Φλέρυ Νταντωνάκη Η αιώνια εφηβεία της φωνής που κυκλοφορήθηκε πριν μια δεκαετία ακριβώς από την ΕΡΤ, στη σειρά Αρχείο Ραδιοφώνου.
Η διάρκεια του τραγουδιού είναι 1:21. Μια προσευχή αιωνιότητας...

Η φωτό του βίντεο: Το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής στη Στάνο Αμφιλοχίας. Θεμελιώθηκε το 1550 και διαθέτει σημαντικές μεταβυζαντινές τοιχογραφίες [φωτ.1968]

Ο π. Γρηγόριος, πνευματικός πατέρας της Μονής Τιμίου Προδρόμου, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής και οι επιστολές του Γέροντα Παΐσιου του Αγιορείτη

Ο μακάριος Γέροντας Παίσιος ο Αγιορείτης μαζί με το Πανοσιολογιώτατο αρχιμ. γέροντα Γρηγόριο και τη Καθηγουμένη γερόντισσα Ευφημία στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικής

Ο Πανοσιολογιώτατος αρχιμ. Γρηγόριος, πνευματικός της γυναικείας Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου η οποία βρίσκεται κοντά στο χωριό Μεταμόρφωση Χαλκιδικής διαβάζει και ερμηνεύει από τις Επιστολές του Γέροντα Παΐσιου του Αγιοιρείτου.

Ακούστε τον O γέροντας Γρηγόριος διαβάζει και ερμηνεύει τις επιστολές του γέροντα Παΐσιου

http://vatopaidi.wordpress.com/

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ο Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός και η παιδεία





Ο δάσκαλος Δημήτριος Νατσιός εξετάζει την παιδεία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και αναφέρεται στο έργο του Κοσμά του Αιτωλού, με καλεσμένο τον Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Κωνσταντίνο Νιχωρίτη.

Διωγμός μοναχής




ΘΑΥΜΑΣΤΕ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


Αποδέχονται αυτό το επίπεδο δικαιοσύνης στην Εκκλησία;
Γιατί μοναστήρια και πνευματικοί πατέρες μένουν απαθείς στην συντελούμενη αδικία;


Στην εφημ. της Καλαμάτας «Φωνή» (21/6/2010) και υπό τον τίτλο «Διωγμός μοναχής» δημοσιεύεται το υπ' αριθ. 294/10,7-6-2010 Έγγραφο του μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου προς μοναχή 75 ετών της Ι. Μ. Αγ. Κων/νου και Ελένης Καλαμάτας, δίνοντας συνέχεια στον άδικο και αντικανονικό διωγμό που από πέρυσι άρχισε εναντίον της Ι. Μονής, σύμφωνα με τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων. Το περιεχόμενο του Εγγράφου είναι το εξής:

"Οσιωτάτη μοναχή, κατόπιν της απειθούς και ανυπακόου συμπεριφοράς σας, του ανεπίτρεπτου περιεχομένου των κατά συρροήν εγγράφων σας, ως και του τελευταίου υπ' αριθ. 126/10, της 4ης Ιουνίου 2010 και του αναιδούς τρόπου εκφράσεως προς το πρόσωπον ημών, εντελλόμεθα υμίν όπως μεταβήτε_επί_εξάμηνον (6μηνον) από της λήψεως του_παρόντος, δια παραμονήν και άσκησιν, εις την Ιεράν Μονήν Χρυσοκελλαριάς.
Εις περίπτωσιν μη υπακοής θα υποστήτε τα υπό των Ιερών κανόνων οριζόμενα.
Ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος».




Σχόλια στα παραπάνω:

1. Όπως σημειώνεται στην εφημερίδα: «τα έγγραφα των οποίων ποιείται μνείαν ο μητροπολίτης κ.κ. Χρυσόστομος», του τα έστελναν «κατόπιν συναποφάσεως απασών των μοναζουσών, των οποίων αύτη ετύγχανε εκπρόσωπος». Ο Μητροπολίτης, λοιπόν, τιμωρεί αντιπροσωπευτικά!

2. Κανένα παράδειγμα από τα ανεπίτρεπτα τάχα παραπτώματα της μοναχής δεν περιέχεται στο Έγγραφο, παρά μόνο χαρακτηρισμοί κατ’ αυτής κατά την προσωπική «κρίση» του Μητροπολίτη, ο οποίος τους βρίσκει «αναιδείς» χωρίς και να τους παρουσιάζει. Και αυθαίρετα προβαίνει σε εκδίκηση-τιμωρία, στέλνοντας την 75 χρονών μοναχή στην εξορία! Υπακοή κατά τον Μητροπολίτη φαίνεται ότι είναι η συμμόρφωση της μοναχής προς τις άδικες διαταγές του, η ισοπέδωση της προσωπικότητός της, η αφαίρεση της θεόσδοτης ελευθερίας της.

3. Ερωτώνται οι νομικοί κύκλοι της Εκκλησίας, οι ηγούμενοι των μοναστηριών να μας ενημερώσουν:

α) Μια μοναχή κρίνεται από τον Μητροπολίτη ή από το ηγουμενοσυμβούλιο της Ι. Μονής;

β) Η ποινή επιβάλλεται χωρίς να κληθεί σε εξέταση η μοναχή, χωρίς δίκη, απολογία, απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου, κ.λπ.;

γ) Η χριστιανική αγάπη επιτρέπει την μη συμπαράσταση στη γυναικεία αυτή Ι. Μονή, που πάνω από ένα χρόνο ταλαιπωρείται, ευρισκόμενη στο στόχαστρο του Μητροπολίτη; Ποια ενέργεια συμπαράστασης έδειξαν μέχρι σήμερα τα υπόλοιπα μοναστήρια, που βλέπουν πως η αδικία και η αυθαιρεσία από μερικούς εκκλησιαστικούς ταγούς αποβαίνει πλέον ανεξέλεγκτη;

Θεσσαλονίκη, 23 Ιουνίου 2010

Για την «Φιλορθόδοξο Ένωσι “Κοσµάς Φλαµιάτος”»
Ο Πρόεδρος Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Ο Γραµµατέας Παναγιώτης Σηµάτης


http://resaltomag.blogspot.com/2010/06/blog-post_4187.html#more

Λύνει τὴ σιωπή της ἡ «Φαναριωτικὴ Φερε-Φωνία»

«Ἀεὶ διαλέγεσθε!» Δὲν εἶναι διαφημιστικὴ παρότρυνση τῆς COSMOTE, ἀλλὰ ἕνα ἀπὸ τὰ καινοφανῆ δόγματα τῆς «νέας θεολογίας» τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ συγκεκριμένα τοῦ θεολόγου Παναγιώτη Ἀνδριόπουλου. Μὲ ὁδοδείκτη τὴ φράση αὐτὴ ὁ κ. Ἀνδριόπουλος ἔλυσε τὴ μακρὰ σιωπή του καὶ πῆρε θέση στὴ φλέγουσα διαφωνία τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Μεσσηνίας καὶ Κυθήρων.

Ἀνησυχία τῶν Οἰκουμενιστῶν γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους

Ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ἔπειτα ἀπὸ τὴ βαθιὰ σιγὴ στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει μετὰ τὴν ἀποστομωτικὴ γι᾽ αὐτὸν καὶ τὸν κ. Ν. Παπαχρήστου παρουσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου στὴν ἡμερίδα τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς κατὰ τοῦ πρωτείου, ἐπέκρινε -μολονότι λαϊκὸς- τὸν Μητρο­πολίτη Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ἐπειδὴ διατύπωσε καὶ ἀπέστειλε γραπτῶς στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὸ ἐκκλησιο­λογικὸ φρόνημα τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ἐκπρο­σώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, μὲ βάση ἐκκλησιολογικὰ ἀπαράδεκτες θέσεις τοῦ Μεσσηνίας.

Ἡ ἐπανέναρξη λειτουργίας τῶν πομπῶν τῆς «Φαναριωτικῆς Φερε-Φωνίας» στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτή, δείχνει τὴν ἀνησυχία τῶν Οἰκουμενιστῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἑλλάδας γιὰ τὴ δυναμικότητα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀντι-οἰκουμενιστικὴ δραστηριοποίηση τῶν ἁπλῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἔχει περάσει γιὰ τὰ καλὰ καὶ στὸ χῶρο τῶν Ἐπισκόπων.

Δυστυχῶς γιὰ τὸν κ. Ἀνδριόπουλο, τὸ σκιάχτρο (φόβητρο) τοῦ σχίσματος μὲ τὸ ὁποῖο προσπάθησε νὰ σκιάσει τὴν θαρραλέα ἀντίδραση τοῦ Σεβασμιωτάτου Κυθήρων, ἦταν «συντετριμμένον». Διότι τὸ κείμενο δὲν στάλθηκε ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Κυθήρων στὸν ἱστοχῶρο (ὄντως ὑπερβολικῶν θέσεων ἐνίοτε) τὸν τιτλοφορούμενο «Ἀποτείχιση», ἀλλὰ διέρρευσε σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς Μητροπολίτες – παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Κυθήρων, ὅπως διέρρευσε καὶ στὴν «Ἐλεύθερη Ὥρα», ἀντίθετα ἀπ᾽ ὅ,τι συμπεραίνει ὁ κ. Ἀνδριόπουλος.

Ἄνισα σταθμὰ καὶ «κακοὶ λογισμοὶ» στὴν κριτικὴ τοῦ κ. Πανα­γιώτη Ἀνδριόπουλου

Πρὶν περάσουμε στὰ κείμενα τῶν δύο Μητροπολιτῶν, ἂς σχολιά­σου­με λίγο τὰ μέτρα εὐθυκρισίας τῶν κ.κ. ᾽Ανδριόπουλου καὶ Παπα­χρήστου.

Ὁ κ. Ἀνδριόπουλος θεωρεῖ δεδομένο ὅτι τὸ μὲν Πατριαρχεῖο Κων­σταντινουπόλεως καλὰ καὶ δίκαια μπορεῖ νὰ «προειδοποιεῖ» τὴν Ἑλλα­δικὴ Ἐκκλησία γιὰ ὁποιαδήποτε ἀπόκλισή της ἀπὸ τὰ δόγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ («ἀδιαλείπτως συμπροσεύχεσθε» καὶ «ἀεὶ διαλέγεσθε»), ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ἀναγνωρίζει στὸν Κυθήρων τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμά του ὡς Ἐπισκόπου νὰ ἐκφέρει γνώμη ἐπὶ τῆς οὐσίας ἤ τῆς διατύπωσης τῶν ἐπὶ τῆς ἐκκλησιολογίας κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Ἔτσι οἱ Οἰκουμενιστὲς τῆς νοοτροπίας τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου ἀντικατέστησαν τὴ Συνοδικότητα καὶ διαχρονικό­τητα τῆς Ἐκκλησίας -καὶ μάλιστα ἐπίσημα διὰ στόματος τοῦ Ἀρχιγραμ­ματέως κ. Ἐλπιδοφόρου Λαμπρινιάδη1- μὲ μία «Προεδρικὴ Δημοκρατία» τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὴν ὁποία ὅποιος συμπορεύεται μὲ τὸν Οἰκου­μενιστὴ Πρόεδρο – Προκαθήμενο (π.χ. κ. Βαρθολομαῖο) εἶναι δημοκρατι­κά… «περισσότερο ἴσος» ἀπὸ ἕναν ποὺ διαφωνεῖ (ὅπως ὁ Κυθήρων) καὶ ἔτσι εἶναι δημοκρατικά «λιγότερο ἴσος».

Μετὰ τὴν ἀνακρίβεια περὶ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ κειμένου τοῦ Κυθήρων δῆθεν ἐπιλεκτικὰ στὴν «Ἀποτείχιση», ὁ κ. Ἀνδριόπουλος προχω­ρεῖ καὶ στὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων βάσει τῶν κακῶν του λογισμῶν κατὰ τῶν «φανατικῶν» τῆς Ὁμολογίας Πίστεως: (α) ὅτι εἶναι στενὴ ἡ σχέση τοῦ Κυθήρων μὲ τοὺς φανατικοὺς «ἀφοῦ τοὺς μνημονεύει καθα­ρότατα» (ἀναπόφευκτο συμπέρασμα τῆς λογικῆς!), (β) ὅτι ὁ Κυθήρων μέμφεται τοὺς ἀρχαιότερους Μητροπολίτες ἐπὶ σιωπῇ γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ ἀνάγει ἑαυτὸν εἰς θεματοφύλακα τῆς Πίστεως, διότι (γ) θεωρεῖ δῆθεν ὅτι οἱ ὑπόλοιποι ὑπνώττουν ἢ φοβοῦνται τὸ ἐκκλησιαστικὸ κόστος -κατὰ τὸν καρδιογνώστη κ. Ἀνδριόπουλο- (δ) ὅτι προωθεῖ… καθαί­ρεση τοῦ Μεσσηνίας μὲ τὴ φράση «οὐδὲ ὡς ἐπίσκοπος δύναται τοῦ λοιποῦ νὰ λογίζεται» καὶ (ε) ὅτι τὴ θέση τοῦ Μεσσηνίας στὴν ἀντι­προσωπεία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στοὺς διαλόγους κάποιοι ἐποφθαλμιοῦν.

Σὲ αὐτὰ θέλουμε νὰ σχολιάσουμε συντόμως τὰ ἑξῆς: (α) ἐὰν ἡ ἐπίκληση καὶ μνημόνευση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν καὶ τοῦ ἐκκλησια­στικοῦ τύπου συγκεκριμένης κατεύθυνσης ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Κυθήρων δηλώνει «στενή σχέση μὲ φανατικοὺς» τότε ἡ ἐπίδοση τοῦ Κορανίου ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ὡς δώρου σὲ μουφτῆδες ἢ ἡ ἀναγνώριση τῆς δράσης τοῦ Θεοῦ στὸν σύγχρονο Ἰουδαϊσμὸ ἀπὸ τὸν κ. Βαρθολομαῖο (πρόσφατο ταξείδι στὶς ΗΠΑ) τί δηλώνει; Καὶ γιατί ἡ ἐκκλησιολογικὴ εὐθιξία τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου ἐν προκειμένῳ σιωπᾶ; Ὡς πρὸς τὰ (γ) καὶ (ε) ὁ κ. Ἀνδριόπουλος προσπαθεῖ ἐμφανῶς νὰ βάλει κακοὺς λογισμοὺς κατὰ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας, ἑρμηνεύοντας τὴ συμπεριφορά συναν­θρώπου του (καὶ δὴ Ἀρχιερέως) κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ συμφέρον, ὡς ἀπότοκο ζήλειας, φθόνου καὶ ὑπερηφάνειας. Ὅμως τὸ γράμμα τοῦ ἁγίου Κυθήρων εἶναι εὐγενέστατο, διασώζοντας ὅμως καὶ τὴν αἴσθηση τῆς σοβαρότητας τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ σφάλματος τοῦ κ. Χρυσοστόμου Μεσσηνίας. Στό (β), ἂν ὁ κ. Σεραφείμ, κατὰ τὸν κ. Ἀνδριόπουλο, δὲν ἔχει δικαίωμα ἔκφρασης γνώμης ἔστω καὶ ἔσχατος ἀνάμεσα στοὺς Ἐπισκόπους, τότε τί κάνει στὴ Σύνοδο; Τὸν διάκοσμο; Καὶ ἂν ἀποτελεῖ προσβολὴ πρὸς τοὺς ἀρχαιοτέρους Ἀρχιερεῖς ἡ ἔκφραση γνώμης ἑνὸς νεωτέρου Ἐπισκόπου μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες ὑπομονῆς, καὶ ἐνῷ ἐπίκειται συνάντηση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὴ Βιέννη πολὺ σύντομα, τότε ἡ ἀνόρθωση τοῦ ἀναστήματος λαϊκῶν θεολόγων, ὡς τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου, ἐναντίον ἑνὸς Ἀρχιερέως σεμνοῦ καὶ καταρτισμένου καὶ μὲ λιπαρὴ γνώση τῆς Θεολογίας τί εἶναι ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται νὰ ἀσχοληθεῖ ἡ Σύνοδος; Ἤ δὲν γνωρίζουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ δυσβάστακτο ὄγκο κειμένων, ὁπότε εἶναι ἐνδεχόμενη ἡ παραδρομὴ τέτοιων «λεπτομερειῶν» σὲ ἐκκλησιολογι­κὰ κείμενα; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στὰ θέματα Πίστεως ὅλοι ἔχουν δικαίωμα γνώμης -καὶ οἱ λαϊκοὶ ἀκόμη, ἀλλὰ μὲ τὸν δέοντα ἡ δὲ κρίση γίνεται βάσει τῆς διαχρονικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας2. Τέλος (ε) ὁ κ. Ἀνδριόπουλος αὐθαίρετα ἑρμηνεύει τὰ λόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου Κυθήρων ὡς παρότρυνση πρὸς καθαίρεση τοῦ Μεσσηνίας. Καὶ ἐνῷ ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι τὸ λιγότερο ἀστεία, ἂς μὴ λησμονεῖ ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ὅτι οἱ ἱεροὶ Κανόνες θεωροῦν ψευδεπισκόπους ὅσους διδάσκουν ἐπίμονα παρὰ τὰ καθιερωμένα Δόγματα καὶ τοὺς Πατέρες (ΙΕ΄ Κανὼν τῆς ΑΒ΄ [Πρωτοδευτέρας] Συνόδου) ἀπομονώνουν δὲ ὅσους Ἐπισκόπους δὲν μεριμνοῦν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία (Κανών ΡΛΒ΄ [ἤ ΡΚΓ΄] τῆς ἐν Καρθαγένῃ Τοπικῆς Συνόδου)3 καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες βλέπουν οὐσιαστικῶς ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὅσους ἑτεροδιδάσκουν, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τὸν «νοῦν Χριστοῦ», οὔτε καὶ τὸ Πνεῦμα Του4. σεβασμό- ὅπως ἀπερίφραστα δηλώνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες,

Προφανῶς ἡ στάση τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου εἶναι «παντὶ σθένει» ὑπεράσπιση τοῦ κύρους τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας, διότι ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας ἀποτελεῖ τὴν προφυλακὴ τῶν φαναριωτικῶν βλέψεων στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, περιβεβλημένος μάλιστα καὶ τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἰδιότητα (ὄχι πάντως καὶ τὴν ἀνάλογη κατάρτιση).

Πάντως ὁ κ. Ἀνδριόπουλος καὶ μὴ θέλοντας, στὴν τελευταία παρά­γραφο τοῦ σχολίου του φανερώνει ἐν ἑαυτῷ τὴν «ἀδιάλειπτον ἐν τῇ καρ­δίᾳ ὀδύνην» τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νὰ προβοῦν οἱ Ὀρ­θόδοξοι σὲ ἀποτείχιση, ὥστε νὰ συκοφαντηθοῦν, ἀποδυναμωθοῦν καὶ ἀπομονωθοῦν. Ὁ κ. Ἀνδριόπουλος «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» τῆς «Φανα­ριωτικῆς Φερε-Φωνίας» φθάνει στὸ σημεῖο νὰ προτείνει τὴν προσαγωγὴ καὶ ὑποχρέωση σὲ μεταμέλεια τῶν Ἀρχιερέων ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Ὁμο­λογία Πίστεως γιὰ νὰ μὴ «δημιουργοῦν (οἱ φανατικοί) προβλήματα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ προβλήματα; Ἡ εὐθαρσής, κατοχυρωμένη καὶ δίκαιη διαφωνία τῶν Ὀρθοδόξων γιὰ τὶς οἰκου­μενιστικὲς ἀλλοιώσεις τῆς Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας. Ὁ «ὡς ἀεὶ διαλε­γόμενος» κ. Ἀνδριόπουλος δὲν ὑποφέρει τὸν ὀρθόδοξο ἀντί­λογο στὴν οἰκουμενιστικὴ προδοσία καὶ προτείνει «ἐπὶ πίνακι τὴν κεφα­λὴν» τῶν ἀντιδρώντων, πρὸς τέρψιν τοῦ Φαναρίου. «Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, νεο-εποχικὰ φτιαγμένος». Ἀλλὰ ποιά εἶναι ἡ θεολογικὴ ὑποδομὴ τοῦ κ. Π. Ἀνδριόπουλου;

Ὁ Π. Ἀνδριόπουλος δὲν ἐκκλησιολογεῖ μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια

Ὁ κ. Π. Ἀνδριόπουλος, θεολόγος, εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες πρότεινε τὴν πρωτοφανῆ ἐκκλησιολογικὴ θέση (χάριν τῆς «ἐκκλη­σιαστικοποιήσεως» παπικῶν καὶ προτεσταντῶν) ὅτι αἱρετικοὶ εἶναι μόνον ὅσοι καταδικάστηκαν ὡς τέτοιοι ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Βάσει τῆς λογικῆς αὐτῆς τῆς «νέας θεολογίας» τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου, ἡ φράση τῆς Καινῆς Διαθήκης «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθε­σίαν παραιτοῦ» (Τίτον 3, 10) θὰ ἔπρεπε νὰ συμπληρωθεῖ καὶ μὲ τὸν προσδιορισμὸ «καὶ μετὰ μίαν καὶ δευτέραν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον». Φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μεταθέτει τὴν ἰσχὺ τῆς νουθεσίας του αὐτῆς σὲ καμμιὰ τριακοσαριὰ χρονάκια ἀργότερα. Ὅμως ὁ ΙΕ΄ Κανὼν τῆς ΑΒ´ Συνόδου θεωρεῖ τὴν ὁμοφωνία τῶν Πατέρων ἰσόκυρη μὲ τὴν ἀπόφαση Συνόδου ἐναντίον κάποιας αἱρέσεως («… δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην…») ὅπως κάνει ἄλλωστε σὲ εὐρύτερο πλαίσιο καὶ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ («ἡ ἀλήθεια ἠμπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθῆ καὶ ἄνευ συνόδου»)5. Οἱ ὁρισμοὶ τῆς αἵρεσης ἀπὸ τοὺς Πατέρες πουθενὰ δὲν ἀναφέρουν τὸ ἐφεύρημα τοῦ κ. Ἀνδριόπουλου ὡς προϋπόθεση χαρακτηρισμοῦ τῆς αἵρεσης6.

Ἡ νέα καινοτομία τοῦ κ. Π. Ἀνδριόπουλου, στὸ τελευταῖο κείμενό του εἶναι ἡ κατακλείδα τοῦ κειμένου του «Ἡ Ὀρθοδοξία πορεύεται ὡς ἀεὶ διαλεγομένη», ἡ ὁποία θυμίζει μὲν στίχο ἀπὸ ποίημα τοῦ Ἐλύτη καὶ προ­έρχεται μᾶλλον ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰ δοκίμια τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη, ὅμως δὲν ἔχει οὐδεμία σχέση μὲ τὴν ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία ἡ ὁποία εὐαγγελικῶς πορεύεται «μαθητεύουσα πάντα τά ἔθνη» καὶ ὄχι διαλεγομένη (Ματθ. 28, 19), ἡ ὁποία «ἐλέγχει, ἐπιτιμᾶ, παρακαλεῖ» (Β´ Τιμ. 4, 2), ἡ ὁποία παραιτεῖται τοὺς ἐξεστραμμένους «μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νου­θεσίαν» (Τίτον 3, 10.11), καὶ ἡ ὁποία ἐπαγωνίζεται νὰ φυλάξει ἀνόθευτη τὴν «ἅπαξ παρα­δοθεῖσαν τοῖς Ἁγίοις Πίστιν» (Ἰούδα 3), τινάζουσα τοὺς πόδας της στὶς πόλεις ποὺ δὲν τὴν δέχονται (Λουκ. 9, 5) καὶ ἐπιβάλλουσα σιωπὴ στὸ «πνεῦμα πύθωνος» ποὺ ἀνακατεύει ἀλήθεια καὶ ψεῦδος, ἀλήθεια στὰ λόγια καὶ ψεῦδος στὴν πρά­ξη χωρὶς νὰ διαλέγεται μὲ αὐτό (Πράξ. 16, 17.18). Ἂς μᾶς συγχωρήσει ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ἀλλὰ ἢ δὲν πιστεύει στὴν Ἁγία Γραφή, ἢ τὴν ἀγνοεῖ ἢ… ἔχουν ἐκπέσει σελίδες ἀπὸ τὸ ἀντίγραφο ποὺ χρησιμοποιεῖ.

Στὸ πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὁ κ. Ἀνδριόπουλος, ἀφοῦ ἔχει διαγράψει 17 αἰῶνες ἐκκλησιαστικοῦ βίου, συνειδητοποιεῖ ὅτι στὴν Ἱστορία τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρώτη φορά συμ­βαίνει «Ἕνας Μητροπολίτης νὰ ἀπαιτεῖ Ὁμολογία Πίστεως ἀπὸ ἕναν ἄλλον». Οἱ ἐπιστολὲς Ἐπισκόπων μεταξύ τους πρὸ τῶν Συνόδων, πολλὲς τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν δογματικὰ μνημεῖα, τί ἄλλο εἶναι παρὰ Ὁμολογία Πίστεως, μὲ χαρακτηριστικότερες αὐτὲς μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ Νεστορίου; Μήπως οἱ Μητροπολίτες μετὰ τὴν ἑλλαδικὴ ἐκκλησιαστικὴ Αὐτοκε­φαλία κατέστησαν «ex cathedra» ἀλάθητοι καὶ δὲν ὑποχρεώνονται νὰ εἶναι ἀποστολικῶς «ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι λόγον περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος;» (Α´ Πέτρου 3, 15). Ἔλεος κ. Ἀνδριόπουλε!!!

Ἄσφαιρη ἡ ἀπάντηση τοῦ Μητροπολίτη Μεσσηνίας

Ὡς πρὸς τὸν κ. Παπαχρήστουδημοσιογραφικῆς ἀντικειμενικότη­τας τὸ ἀνάγνωσμα!»), ὁ ὁποῖος συμπορεύεται «σιγανοποταμηδόν» μὲ τὸν κ. Ἀν­δριόπουλο, τί νὰ ποῦμε; Ἡ ἐκτίμησή του ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Μεσ­σηνίας στὸν ἅγιο Κυθήρων ἀποτελεῖ «καταπέλτη»(!) ὀφείλεται μᾶλλον στὸ ὅτι τὸ διαμέτρημα τῆς θεολογικῆς – ἐκκλησιολογικῆς ἐπιχει­ρημα­τολογίας τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Χρυσοστόμου, ὁ κ. Παπαχρήστου τὸ με­τρᾶ μὲ γνώμονα τὸ θεολογικὸ βεληνεκὲς τοῦ συνεργάτη του, τοῦ κ. Ἀν­δριό­πουλου. Μὲ ἕνα κείμενο ποὺ οὐσιαστικὰ συνοψίζεται στὸ ἐπιχείρημα ὅτι «ἀφοῦ μέχρι τώρα κανεὶς δὲν ἀμφισβήτησε τὴν ὀρθοδοξία μου, πῶς τὴν ἀμφισβητεῖ τώρα ὁ Κυθήρων», ὁ Σεβασμιώτατος κ. Μεσσηνίας προσ­πά­θησε νὰ ἀντιδράσει στὴ δίκαιη ἐπίκριση τῆς ἐσφαλμένης του ἐκκλη­σιολογίας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κυθήρων. Παράλληλα, ἀδίκως ἐντόπισε ὅτι ὁ ἅγιος Κυθήρων «ἄκριτα, καθ᾽ ὑπόδειξη καὶ καθ᾽ ὑπαγόρευση» ἐπα­ναλαμβάνει ἐπιχειρηματολογία «παρεκκλησιαστικῶν» κύκλων, ἐνῶ ἐκ­τόξευσε καὶ «μπηχτή» γιὰ τὰ «ἱερωνυμικὰ – ὀργανωσιακά» ἐνδιαφέροντα τοῦ ἁγίου Κυθήρων, καταλήγοντας νὰ τὸν χαρακτηρίσει… σχεδὸν προ­τεστάντη («προτε­σταντικοῦ τύπου πρεσβυωπικὰ γυαλιά».).

Ὁ πυρήνας τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ ἁγίου Μεσσηνίας βρίσκε­ται σὲ μόλις τέσσερις σειρές κειμένου («Συστήνω λοιπόν» ἕως «ἀξιόπι­στων “μαρτύρων”»), ὅπου κατὰ πολὺ παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ μὲ βάση τῆς «νέας θεολογίας» τὴ νέα λογικὴ ὁ κ. Χρυσόστομος ἐπικαλεῖται πρὸς ἀπό­δειξη τῆς Ὀρθοδοξίας του ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὴ συμφωνία του μὲ τοὺς Καθηγητὲς Ἰωάννη Καρμίρη καὶ π. Β. Στεφανίδη, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸ οἰκουμενιστικὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς τους. Λησμονεῖ ὁ κ. Χρυ­σόστομος Μεσσηνίας ὅτι ὁ ἀείμνηστος Καρμίρης μ᾽ ὅλη του τὴν τε­ράστια ἀξία, ὑπῆρξε θαυμαστὴς τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη7 (πρὶν τὴ γνωριμία του μὲ τὴ θεολογία τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη)8; Ἐπίσης ὁ π. Β. Στεφανίδης, ἐπιφανὴς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορι­κός, εἶχε τόσο θολὴ ἀντίληψη περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ἀπόσταγμα ἤ μᾶλλον τὸ ἀποκορύφωμα τῆς περὶ θεώσεως διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, βασισμένης στὸν ἔνθεο βίο, ὥστε στὴν «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» του (ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1959, σελ. 434 ἑ.) κατανοεῖ τόν Ἡσυχασμό μόνον ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς διένεξης Ἀνατολῆς – Δύσης, μυστικι­σμοῦ καὶ κληρικαλισμοῦ κ.λπ.

Πάντως, ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας ἀποφεύγει ἐπιμελῶς νὰ στηρίξει τὰ λεγόμενά του στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Εἶναι σαφὴς ἡ θέση τῶν Ἁγίων Πατέρων, «παγχρύσων στομάτων τοῦ Λόγου», ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν διαιρεῖται ποτέ, ἐξ αἰτίας τῶν σχισμάτων, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς ἐκπίπτουν ὡς νεκρὰ μέρη ἀπὸ τὴν Ζῶσα Ἄμπελο καὶ ξηραίνονται (πρβλ. Ἰωάν. 15, 4-6). Λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χαρακτηριστικά: «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει παραμείνει ἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ διαμένῃ ἔτσι στὸν αἰῶνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά, ὅπως ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἄσειστη παράλια πέτρα, τὰ κύματα ποὺ καταπίπτουν πάνω της» (PG 99 1001D-1004A).

Πρὸς μία πλήρη ἐκκλησιαστικὴ δικτατορία

Οἱ ἀναμεταδότες τῆς οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας στὴν Πατρίδα μας, συσπειρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν «Μεγά­λην Ἐκκλησίαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ», αἰχμαλωσία στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκου­μενι­σμοῦ, σὰν γύρω ἀπὸ ἕνα ὁρατὸ σημεῖο ἑνότητας συγκρητιστικῆς στὸ ψεῦδος τοῦ θεολογικοῦ σχετικισμοῦ, παροτρύνουν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκ­κλησίας σὲ συμπόρευση μὲ μία νέα ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Ἡ κατάσταση αὐτὴ προέκυψε ἀπὸ τὴ μετοχέτευση τῆς νεο-ταξικῆς νοο­τροπίας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνιστᾷ μία ἰδιότυπη ἐκκλησιαστικὴ δικτατορία. Σὲ αὐτὴν ἡ δικαιοσύνη δὲν εἶναι τυφλή, ἀλλὰ μονόφθαλμη. Ἐπιτρέπεται νὰ ὑβρίζεις τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἀμφισβητεῖς τοὺς Οἰκουμενιστὲς Προκαθημένους. Ἐπιτρέπεται νὰ ἀμφισβητεῖς τὴν Συνο­δικότητα καὶ νὰ προτάσσεις τὸ Πρωτεῖο χάριν ἑνὸς Παπισμοῦ δυτικοῦ ἢ φαναριοκεντρικοῦ, ἀλλὰ ὅπου οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι πλειοψηφία, ὀ­φείλεις νὰ εἶσαι «μὲ τὴ Σύνοδο» καὶ ὄχι μὲ μεμονωμένους ἀντι-οικουμε­νιστὲς Ἐπισκόπους. Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι ἔχουν τὸ δικαίωμα ἐπέμ­βασης σὲ γειτονικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία (π.χ. ὁ Οἰκουμενικὸς Πατρι­άρχης στὴν Ἑλλάδα) ἀλλὰ οἱ ἀντι-οικουμενιστὲς δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συνδράμουν διακριτικὰ τοὺς ἀντι-οικουμενιστὲς τῆς γείτονος χώρας (π.χ. ὁ Πειραιῶς τοὺς τῆς Κύπρου ἢ τὸν Κοσσυφοπεδίου). Ἂν ἕνας οἰκου­μενιστὴς κληρικὸς ἔχει «κραυγαλέα κουσούρια» -λέγε «προσωπικὰ δεδο­μένα»- καλύπτεται, ἐνῷ ἕνας ἀντι-οικουμενιστὴς σεμνὸς κληρικὸς γίνεται βορᾶ τῶν λασπολόγων τῆς φαναριωτικῆς καὶ λοιπῆς οἰκουμενιστικῆς φε­ρε-φωνίας. Ἂν μιά τοπικὴ Ἐκκλησία ἀφίσταται τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (π.χ. Γεωργία, Βουλγαρία) ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς τὰ πάνδεινα· ἂν ὅμως μία ἄλλη ἔχει de facto ἑνωθεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς (ὅπως τὸ Πατριαρ­χεῖο Ἀντιοχείας) εἶναι … πλῆρες καὶ ἰσότιμο μέλος τῆς -κατὰ τοὺς Οἰκου­μενιστὲς- Ἐκκλησίας.

Ἀρχαῖοι ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ρυθμίζουν τὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παραβλέπονται καὶ καταπατοῦνται κατὰ συρροή, ἐνῷ οἱ σχετικοὶ μὲ τὶς δικαιοδοσίες τηροῦνται σὰν τὸ Εὐαγγέλιο, μολονότι «εἴωθε τὰ ἐκκλησια­στικὰ πράγματα συμμεταβάλλεσθαι τοῖς πολιτικοῖς». Στὸ ὄνομα ἑνὸς προτεσταντίζοντος λαϊκισμοῦ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπιτηδεύουν ριζικὴ ἀλ­λοίωση ὅλης τῆς Παράδοσης, ἀλλὰ ὅταν δοῦν ὀργανωμένη ἀντίδραση ἀ­πὸ τοὺς λαϊκούς, τοὺς περιθωριοποιοῦν ὡς φανατικοὺς χρησιμοποιών­τας κληρικαλιστικὰ τὴν αὐθεντία τους. Πρόθυμα χρησιμοποιοῦν μονα­χοὺς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν οἰκουμενιστικῶν μεθοδεύσεών τους, ἀλλὰ ὅταν δέχονται ἐπικρίσεις ἀπὸ Μοναχοὺς γιὰ τὴν προδοσία τῆς Ὀρθοδο­ξίας, τοὺς συνιστοῦν «νὰ τὸ βουλώσουν» καὶ νὰ κάνουν… κομποσχοίνι ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας (!).

Ἀποστρέφονται τοὺς ζηλωτὲς τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, διότι ἐνδέχεται «νὰ δημιουργηθεῖ σύγχυση» ἐφ᾽ ὅσον οἱ ζηλωτὲς εἶναι… «ἐνδεδυμένοι Ὀρθόδοξοι» (!) – παρὰ ταῦτα συγχρωτίζον­ται οἱ Οἰκουμενι­στὲς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ γελοιο­ποιοῦνται δίνοντας τὴν ἐντύπωση παγκοσμίως ὅτι εἶναι Οὐνῖτες. Ἂν βροῦν ἕνα σημεῖο τῆς πατερικῆς θεολογίας τῶν Ἁγίων ποὺ νομίζουν ὅτι εὐνοεῖ τὸν Οἰκουμενι­σμό τους, τὸ κάνουν «παντιέρα», ἐνῷ τοὺς σύγχρονους ἀντι-οἰκουμενιστὲς θεολόγους τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου τοὺς περιφρονοῦν ὡς μειοψηφία, πα­ρὰ τὴν βαρύτητα καὶ ἔκταση τῆς σχετικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον κάθε συγκρητισμοῦ, πάνω στὴν ὁποία οἱ ἀντι-οἰκουμενιστὲς βασίζονται.

Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν «ἐμπαθῆ προσκόλληση» στὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς (μαντέψτε γιατί…) καὶ παραβλέπουν ἄλλες ἀρετές, τῆς ἀνδρείας, τῆς ὁμολογίας, τῆς ἀ-φιλοδοξίας, τῆς ἀμνησικακίας, τῆς νηστείας κ.ἄ. Πιστεύουν ὅτι «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δρᾷ σέ κάθε θρησκεία καὶ θὰ σώσει κάθε ἄνθρωπο», ἀλλὰ δὲν πιστεύουν ὅτι θὰ τοὺς βοηθήσει νὰ διατηρή­σουν τὴν Ἀλήθεια ἀνόθευτη ἐνώπιον κάθε κινδύνου, μολονότι ὁ Κύριος τὸ ὑποσχέθηκε.

«Ζηλοῦντες» (;) τὴν κατάσταση τῶν Φαρισαίων, ἀφ᾽ ἑνός «οἰκοδομοῦν τοὺς τάφους τῶν Προφητῶν καὶ κοσμοῦν τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων», τῶν Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἱεραρχῶν ἐκείνων, ὅσοι ὁμολόγησαν κατὰ τοῦ παπισμοῦ ἢ καὶ μαρτύρησαν ἀπὸ τοὺς παπικούς· ταυτόχρονα, ἀνακηρύσσουν τὸν παπισμὸ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» καὶ τὸν Πάπα «Ἀδελφὸν Ἁγιώτατον Ἐπίσκοπον Ρώμης» καὶ ἔτσι, κατὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦν «ἑαυτοῖς ὅτι ἀδελφοί εἰσι τῶν φονευσάντων τοὺς Προφήτας» (Ματθ. 23, 29.31), τοὺς Ὁμολογητές, Μάρτυρες καὶ Ἱεράρχες, ὅτι εἶναι ἀδελφοὶ τῶν Καρδιναλίων, τῶν Σταυροφόρων καὶ τῶν παπικῶν, νεο-Σταυροφόρων καὶ νεο-ναζί, τῶν Οὐστάσι! Ποιοί; Ἀκόμη κι ἐκεῖνοι οἱ Οἰκουμενιστὲς (ὅπως ὁ Σεβασμιώτατος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς), οἱ ὁποῖοι ἐπόπτευαν πνευματικὰ τὰ σερβικὰ στρατεύματα στὴν ἄμυνά τους κατὰ τῶν παπικῶν καὶ μουσουλμάνων στὴ Βοσνία καὶ ἀλλοῦ καὶ τοὺς βλέπαμε νὰ ἀτενίζουν περίλυποι τὶς σοροὺς Σέρβων ἐθνομαρτύρων καὶ τὰ ἐρείπια τῶν Σερβικῶν Ναῶν, ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ Βατικανοῦ!

Τί θά κάνουμε λοιπόν; Ἡ φωνὴ τῆς ἀποστασίας «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» μᾶς καλεῖ σὲ συντονισμὸ μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ «Φερεφωνία» δυνάμει μιᾶς «νέας θεολογίας», «νέας ἐκκλησιολογίας» καὶ «νέας Ὀρθοδοξίας». Τῆς νεωτεροποιΐας οἱ ἐξωραϊστές, «décorateur», θεολόγοι διαπλεκόμενοι μὲ δημοσιογράφους εἶναι τὰ φερέφωνα τῆς ἐκκλησια­στικῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων». Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀντιστα­θοῦμε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ

1. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἐλπιδοφόρος Λαμπρινιάδης, Ἀρχιγραμματέας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, σὲ κείμενό του («Ἐπίσκεψις» 698 [31-3-2009]) ἀρνεῖται τὴν ἀνωτερότητα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ προκρίνει τὸ Πρωτεῖο: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινὸς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνὸς πρωτείου τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἐνσαρκώσει παρὰ κάποιος Πρῶτος – τουτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἶναι ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων- συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτὸ ποὺ συνήθως λέγεται, ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπὸ μιᾶς κοινῆς πίστεως καὶ λατρείας εἴτε ὑπὸ τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι [...]. Ἑπομένως, ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχὴ τῆς ἑνότητας δὲν μπορεῖ νὰ στηρίζεται ἐπὶ μιᾶς ἰδέας ἢ ἑνὸς θεσμοῦ, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ παραμείνουμε συνεπεῖς στὴ θεολογία μας».

2. Βλ. τὴν κατατοπιστικὴ μελέτη μὲ τίτλο «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀναμειγνύονται στὰ θέματα τῆς Πίστεως;», στὸ www.impantokratoros.gr/ D319EC1A.el.aspx

3. «Ἐάν Ἐπίσκοπος ἀμελὴς γένηται κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ὑπο­μνησθείη ὑπὸ τῶν γειτνιώντων Ἐπισκόπων ἐπιμελῶν». Καὶ ἐὰν δὲν διορθωθῆ, δηλαδὴ ἂν «μὴ τῶν ὀφειλόντων πρὸς τὴν καθολικὴν ἑνότητα ἐπιστραφῆναι τὴν φροντίδα ποιήσηται, τῷ τοιούτῳ μὴ συγκοινωνηθῇ, ἕως οὗ τοῦτο πληρώ­σῃ». Αγιου Νικοδημου, Πηδάλιον, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 534.

4. Βλ. τὴ σχετικὴ μελέτη «Οἱ Οἰκουμενιστὲς θέτουν ὄντως ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας», Θεοδρομία ΙΑ3 [Ἰούλιος - Σεπτέμβριος 2009] 373-392, ὅπου παρατίθενται οἱ πολὺ χαρακτηριστικὲς φράσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ «Ὅσοι δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας δὲν εἶναι οὔτε τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου 3) καὶ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου «ἐὰν κάποιος δογματίζῃ ἢ μᾶς προστάσσῃ νὰ κάνωμε κάτι ἀντιθέτως ἀπ᾽ ὅ,τι παρελάβομεν [...] οὔτε νὰ τὸν ὑπολογίζωμε μεταξὺ τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων» (PG 99, 988).

5. Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις. Μτφρ. Δ. Γ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρ­ναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 73. «Αἱ ἱστορικαὶ καὶ πρακτικαὶ μέθοδοι ἀναγνωρίσεως μιᾶς ἱερᾶς καὶ καθο­λικῆς Παραδόσεως ἠμποροῦν νὰ εἶναι πολλαί. Ἡ σύγκλησις οἰκου­μενικῶν συνόδων εἶναι μία μέθοδος, ὄχι ὅμως καὶ ἡ μόνη. [...] Καὶ τὸ σπουδαιότερον, ἡ ἀλήθεια ἠμπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθῆ καὶ ἄνευ συνό­δου. Αἱ γνῶμαι τῶν Πατέρων καὶ τῶν οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκ­κλησίας ἔχουν συχνὰ μεγαλυτέραν πνευματικὴν ἀξίαν καὶ κατηγορημα­τικότητα ἀπὸ ὅ,τι οἱ ὁρισμοὶ ὡρισμένων συνόδων. Αὐταὶ δὲ αἱ γνῶμαι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν καὶ νὰ γίνουν ἀποδεκταὶ μέ «οἰκου­μενικὴν συγκατάθεσιν». Τοὐναντίον αὐταὶ μόναι των ἀποτελοῦν τὸ κρι­τήριον καὶ αὐταὶ δύνανται νὰ τὸ ἀποδείξουν. Περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς μαρ­τυρεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ σιωπηλῆς «receptio». Ἀποφασιστικὴν ἀξίαν ἔχει ἡ ἐσωτερικὴ καθολικότης, ὄχι ἡ ἐμπειρικὴ οἰκουμενικότης».

6. Αἵρεση εἶναι καὶ ἡ παραμικρὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα δόγματα. Βλ. σχετικὴ μελέτη στὸ www.impantokratoros.gr/tieinai-airesi.el. aspx, ἰδιαίτερα ὁλόκληρη τὴν παράγραφο 4, ὑποπαράγραφο 2 καὶ τὶς ὑποσημειώσεις 31 καὶ 32.

7. Μητροπολιτησ Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου Ιεροθεοσ, «Ὁ Οἰκουμενι­σμὸς στὴν πράξη ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση», ἐν Οἰκουμενισμός. Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις (Πρακτικά), τόμ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 791-806.

8. Ἴσως γι᾽ αὐτό, καὶ μέσα στὸ εὐρύτερο κλίμα «οἰκουμενικοῦ» ἐνθου­σιασμοῦ τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽60, ὁ Καθηγητὴς Καρμίρης ἀπέφυγε νὰ χαρακτηρίσει αἱρετικοὺς τοὺς παπικούς. Βλ. ΘΗΕ 1, στ. 1088: «Ἀπόκειται δὲ μελλούσῃ τινί Πανορθοδόξῳ Συνόδῳ, ὅπως καθο­ρίσῃ αὐθεντικῶς, τίνες δέον νὰ χαρακτηρίζωνται ὡς νεώτεραι αἱρέσεις ἐκ τῶν πολυαρίθμων καὶ ποικιλωνύμων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῆς Δύ­σεως, τῶν ἀπεσχισμένων ἀπὸ τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολι­κῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ περὶ καίρια δόγματα πρὸς αὐτὴν διαφωνουσῶν».

http://egolpio.wordpress.com/2010/06/23/nemesios-2/#comments


Ἀπό τὴν Σιμωνόπετρα στὴ Γαλλία , Ὁ π. Σεραφείμ ἔκανε ἐρημητήριο του αὐτό τὸ ἐγκαταλελειμμένο φρούριο.

Είναι πολύ γνωστός στους τουρίστες που περνούν κατά χιλιάδες κάθε μέρα, αλλά αυτό δεν ενοχλεί την ησυχία ενός ορθόδοξου μοναχού. Εδώ και 15 χρόνια ζεί εκεί, έχοντας αφιερώσει τη ζωή του στην αποκατάσταση ενός παλιού στρατιωτικού φρουρίου.
Ο πάτερ Σεραφίμ έκανε ερημητήριο του αυτό το εγκαταλελειμμένο φρούριο. Ορθόδοξος μοναχός ο ίδιος, επέλεξε να απομονωθεί στο νησί Πουρκερόλ, μετά από πολλά χρόνια μοναχικής ζωής στο μοναστήρι της Σιμωνόπετρας του Αγίου Όρους στην Ελλάδα.
http://www.agiazoni.gr/videogallery.php?index=1&id=35433613311911041252

Η Παναγία και το Άγιον Όρος.

Ο Γέροντας Αιμιλανός προηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους μιλάει για την Παναγία και το Άγιον Όρος.


Gerontas Aimilianos Simonopetritis milaei gia tin Panagia kai to Agion Oros

Οι "Ινστρούχτορες" της Νέας Εποχής


ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ «ΝΕΑ» ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΜΕΡΟΣ Β'
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΟ Α' ΜΕΡΟΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

της κ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, ιστορικού-ερευνήτριας

«Βουλεύεσθαι και λογίζεσθαι ταυτόν»1
Αριστοτέλης

Επανερχόμενοι στην δράση της «νέας» τηλεόρασης, υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αυτή φαίνεται να πρωτοστατεί στον «αόρατο» πόλεμο που διεξάγει ο «Νέος Διαφωτισμός» κατά της «παλαιάς» σκέψης.

Απομένει τώρα να αναλυθεί η δράση των τηλεοπτικών διαμορφωτών γνώμης και καθοδηγητών σκέψης τους οποίους αυτή επιλέγει, ούτως ώστε να διαπιστωθεί η συμβολή τους τόσο στον «κατευνασμό» και τον «λήθαργο» στον οποίον έχουν βυθισθεί οι δυτικές κοινωνίες2, όσο και στην «δημιουργική καταστροφή», για την επικράτηση της Νέας Εποχής. Όσοι παρακολουθούν την «νέα» τηλεόραση με αναλυτικό και κριτικό πνεύμα, διαπιστώνουν ότι, οι σύγχρονοι Ινστρούχτορες εκπαιδευτές3 -είτε «στρατευμένοι», είτε χρησιμοποιούμενοι εν αγνοία τους- εφαρμόζουν, μέσω αυτής, τις ακόλουθες, κυρίως, μεθοδεύσεις:

  • Εξουδετερώνουν την λογική των τηλεθεατών, «αποδομώντας» κάθε αυτονόητο, και επαναπροσδιορίζοντάς το, επί «νέας», «πολιτικώς ορθής» βάσης, η οποία, στην ουσία, το αντιστρέφει, προς δόξαν του «Νέου Διαφωτισμού». Π.χ.: «Σε μια «σωστή» δημοκρατία, η πλειοψηφία οφείλει να υποτάσσεται στην μειοψηφία».
  • Παραλύουν την λογική, διά της «αφελούς», «αντικειμενικής» και «δημοκρατικής» τήρησης ίσων αποστάσεων μεταξύ δικαίου και αδίκου, θετικού και αρνητικού, καλού και κακού, θύματος και θύτη, ηθικού και ανήθικου, ομαλού και διεστραμμένου, νομίμου και παράνομου, επιστήμης και τσαρλατανισμού. Χριστιανισμού και σεκτών κ.ο.κ..
  • Καταστρέφουν κάθε πνευματικό, ηθικό, εθνικό, κοινωνικό, θρησκευτικό έρεισμα του δυτικού ανθρώπου, με τον δογματικό πλουραλισμό4, δηλαδή, με την σχετικοποίηση του απόλυτου και την απολυτοποίηση του σχετικού. Π.χ.: «Πρέπει να αποδεχθούμε κάθε άποψη ως εξ ίσου έγκυρη, αφού δεν υπάρχει μία και μόνη αλήθεια, και ο κάθε ένας μας είναι φορέας της δικής του αλήθειας».
  • Παραλύουν την κριτική ικανότητα των τηλεθεατών, δημιουργώντας πνευματικό χάος, αβεβαιότητα και σύγχυση με αλληλλοσυγκρουόμενα και αλληλλοαναιρούμενα μηνύματα, τα οποία προβάλλουν ως ισόκυρα. Έτσι, καλούν τον τηλεθεατή να αποδεχθεί ότι, «ο δυτικός πολιτισμός είναι καταστροφικός, αυταρχικός, εκμεταλλευτής του Τρίτου Κόσμου κ.ο.κ.», ως ισόκυρο προς το «οι Ευρωπαίοι, που είναι πολιτισμένοι...». τον καλούν να ντραπεί επειδή θεωρεί την ομοφυλοφιλία διαστροφή, ενώ, ταυτόχρονα, τον καλούν να ντραπεί επειδή «όλοι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ομοφυλόφιλοι». τον καλούν να είναι άτεγκτος έναντι των καπνιστών, αλλά να δείχνει «κατανόηση» για τα ναρκωτικά (ιδιαίτερα για τα «μαλακά»). αν πιστεύει σε Μία και Μόνη Αλήθεια, τον εγκαλούν ως «φανατικό» ή «φασίστα», και τον καλούν να αποδεχθεί μία «νέα» Μόνη Αλήθεια, ότι: «Δεν υπάρχει μία Μία και Μόνη Αλήθεια», κ.ο.κ..
  • Ενσταλάζουν ενοχές σε ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο για πράξεις ή παραλείψεις μεμονωμένων ατόμων, ή πολιτικών ή διοικητικών φορέων. Π.χ. «Ως κοινωνία οφείλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας που ο δράστης κατακρεούργησε το θύμα». «έχουμε όλοι ευθύνη...», είτε για τους θανάτους από ναρκωτικά, είτε για την πορνεία, είτε για τις πυρκαγιές, είτε για τις πλημμύρες, τις καταρρεύσεις κ.ο.κ.. Εφαρμόζουν, δηλαδή, την θεωρία της συλλογικής ευθύνης, που -συμπτωματικά;- ταυτίζεται με την επιδιωκόμενη από την Θεοσοφία εξαφάνιση της προσωπικής συνείδησης και στην «ομαδοποίηση» όλων των επιμέρους συνειδήσεων σε ΜΙΑ κοινή συνείδηση: «Ο άνθρωπος μπαίνει στην συνείδηση της Μονάδος, του ΕΝΟΣ», «... Η προσωπικότητα σβύνει και η πλάνη τελειώνει. Αυτό είναι το επιστέγασμα του Μεγάλου Έργου...»5
  • Ενσταλάζουν «συνείδηση μικρότητας» στους τηλεθεατές, εξαπολύοντας εναντίον τους καταιγισμό ενοχών και υποτιμήσεων σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο, και ειδικά τον δυτικό άνθρωπο, με κύριο όπλο την οικολογία. Π.χ.: «Ο άνθρωπος είναι καταστροφικό ον», «ο άνθρωπος είναι κατώτερος από τα ζώα, τα οποία, ενώ έχουν και αυτά ψυχή, δεν καταστρέφουν το περιβάλλον και τον πλανήτη». ή «αντίθετα με εμάς τους «πολιτισμένους» που εκμεταλλευόμαστε και καταστρέφουμε τον Πλανήτη, η τάδε φυλή Αυστραλίας (της Αφρικής, Ινδίας κ.ο.κ.) σέβεται την φύση και ζει σε αρμονία με αυτήν».
  • Ενσταλάζουν «συνείδηση μικρότητας» σε όλο το κοινωνικό και εθνικό σύνολο, εξαπολύοντας εναντίον του καταιγισμό ενοχών και υποτιμήσεων, συντρίβοντας όλα τα «παλαιά» -κυρίως τα εθνικά, πνευματικά, ιστορικά και θρησκευτικά- δεδομένα του: Π.χ. «οι Ευρωπαίοι, που είναι πολιτισμένοι...», «ο Έλληνας είναι απαίδευτος, αγράμματος, εξυπνάκιας, τεμπέλης, εκμεταλλευτής, νεόπλουτος, σκληρός με τα ζώα, κ.ά.», «ο αρχαιοελληνικός (ή ο βυζαντινός) πολιτισμός ήταν μια τυραννική αποικιοκρατική ιμπεριαλιστική δύναμη», «ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν σφαγέας των λαών», «ζούμε σε ένα ανελεύθερο θεοκρατικό καθεστώς»... κ.ο.κ..
  • Παραλύουν οποιαδήποτε νόμιμη αντίδραση, επιβάλλοντας τα «ιδανικά» του «Νέου Διαφωτισμού»6 διά της πνευματικής τρομοκρατίας και με εκβιαστικές συλλογιστικές. Π.χ. «Η Χ θέση είναι η ορθή. Όποιος διαφωνεί είναι προκατειλημμένος, αντιδραστικός, εθνικιστής, θρησκόληπτος, φασίστας, ρατσιστής, κ.ο.κ.». «Η ευθανασία αποτελεί κορυφαία κατάκτηση της πολιτισμένης Δύσης, ο σημερινός Έλληνας, όμως, δεν έχει φθάσει ακόμα στο επίπεδο να εκτιμήσει την κατάκτηση αυτή».
  • Εξουθενώνουν τις αντιστάσεις και υποκλέπτουν την συναίνεση του κοινού, εφαρμόζοντας την μέθοδο της σταδιακής φθοράς: Επαναφέρουν επί τάπητος, αόκνως και με διερευνητική «αφέλεια», τα «ιδανικά» του «Νέου Διαφωτισμού», παρ' όλον ότι αυτά έχουν επανειλημμένως καταρριφθεί -και μάλιστα ενώπιόν τους- από ειδήμονες επί τη βάσει εμπεριστατωμένων στοιχείων σε προηγούμενες συζητήσεις. Επιλέγουν, όμως, κάθε φορά διαφορετική -βαθμιαίως πιο «χαλαρή», πιο «διαλλακτική» και πιο «ενδοτική»- σύνθεση καθοδηγητών γνώμης, ώστε, τελικώς, να καταλήξουν στην κατάλληλη «καθησυχαστική» σύνθεση. δηλαδή στην σύνθεση που -είτε ενεπίγνωστα, είτε λόγω ανεδαφικότητας- θέτει ως προϋπόθεση εφαρμογής των «ιδανικών» αυτών, δήθεν αυστηρούς -στην ουσία όμως, προσχηματικούς και ανεφάρμοστους όρους- για να καταλήξει να αποφανθεί συναινετικά.
  • Ευνουχίζουν ανώδυνα κάθε βάσιμη αντίδραση, παρουσιάζοντας τον Χριστιανισμό ως μια άνευ όρων υποχώρηση έναντι κάθε αξίωσης, πρόκλησης ή προσβολής, προβάλλοντας μια ψευδο-χριστιανική εκβιαστική αγαπολογία του τύπου: «Ο Χριστός είναι αγάπη, άρα, όποιος αντιδρά στις κοινωνικές, οικονομικές, εθνικές, ηθικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές κ.λπ. μεταβολές που επιβάλλονται, δεν είναι χριστιανός». ή «Ο Χριστός δεν χρειάζεται προστάτες, συνεπώς, αποδεχθείτε «πολιτισμένα» κάθε βεβήλωσή Του».
  • Οδηγούν σε πνευματική (και βουλητική) παράλυση, όταν -έχοντας ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού υπερασπιζόμενοι ιστορικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες «παλαιές» θέσεις- οι ίδιοι τις παραλλάσσουν, τις διαστρεβλώνουν, τις διαβάλλουν ή τις αναιρούν. Ή, όταν -ηγηθέντες κινήσεων που υπεραμύνονται «παλαιών» ιδεών- τις απεμπολούν. ή όταν υιοθετούν, ως «ορθό» ή ως «λογικό», ένα από τα «νέα ιδανικά» του «Νέου Διαφωτισμού».
  • Αποσυνθέτουν την Χριστιανική πίστη στην συνείδηση του κοινού, αφού οι περισσότεροι εξ αυτών εμφορούνται -είτε ενεπίγνωστα, είτε όχι- από υλιστικές θεωρίες, πεποιθήσεις, τάσεις, αντιλήψεις, οι οποίες εξυπηρετούν τον «Νέο Διαφωτισμό». Άλλοι, πάλι, θέτουν τον πήχυ της σωτηρίας τόσο ψηλά, ώστε ο καθημερινός, ο μέσος Χριστιανός τηλεθεατής να αποκαρδιώνεται και να καταφεύγει στους αστρολόγους προς επίλυση των προβλημάτων του.
  • Παραλύουν την βούληση των τηλεθεατών, προβάλλοντας ή υιοθετώντας (ή διά της σιωπής τους) τις καταιγιστικές καταστροφολογίες, που τους τρομοκρατούν.
  • Αποσυνθέτουν την «παλαιά» σκέψη και την «παλαιά» περί ανθρώπου και περί κόσμου αντίληψη, όταν -σε αντιπαραθέσεις της με τα «ιδανικά» του «Νέου Διαφωτισμού»- την «υπερασπίζονται» με αδύναμα και σαθρά επιχειρήματα, ή καλούν ως υπερασπιστές της άτομα «ανυποψίαστα», ή με ανεπαρκείς γνώσεις, ή «επικοινωνιακώς» ανεπαρκή, ή άτομα που ενεπίγνωστα την εκθέτουν, την διαστρέφουν ή την καταστρέφουν.
  • Καθιστούν τους τηλεθεατές πνευματικά και ψυχικά απάτριδες, υπεραμυνόμενοι - αλλά κατά τρόπο βίαιο, χυδαίο, ακραίο, ή ακόμα και γελοίο- των «παλαιών» αξιών και ιδανικών, ή των πολιτικών ή θρησκευτικών πιστεύω τους (δηλαδή, διαβάλλουν, εκθέτουν, διαστρεβλώνουν, γελοιοποιούν και καθιστούν αποκρουστικές, αν όχι και επικίνδυνες τις «παλαιές» θέσεις).
  • Παραλύουν την κριτική ικανότητα των τηλεθεατών, παρουσιάζοντας ως έγκυρες προσωπικές γνώμες ασχέτων ατόμων επί σοβαρών επιστημονικών θεμάτων. π.χ. απόψεις δημοσιογράφων, ηθοποιών ή μουσικών που θεολογούν. μουσικών, θεολόγων ή ιερέων που πολιτικολογούν. πολιτικών αναλυτών που χριστολογούν. ηθοποιών που «δωδεκαθεΐζουν», αποκρυφιστών που μεταλλάσσουν την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, ή αποδίδουν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό σε εξωγήινους, κ.ο.κ..
  • Εξουδετερώνουν τον «παλαιό» άνθρωπο, και εξαφανίζουν την εμπειρία και τις κατακτήσεις χιλιετιών, παρεμβαίνοντας «επανορθωτικά» σε κάθε τομέα της ζωής του, με αποτέλεσμα αυτός να χάνει -βαθμιαία και χωρίς να το αντιληφθεί- τις βεβαιότητές του, καθώς και την προσωπική του ικανότητα σκέψης, κρίσης, αξιολόγησης, ιεράρχησης και απόφασης.
  • Καταστρέφουν τον «παλαιό» άνθρωπο, εξιδανικεύοντας το «νέο» πρότυπο, τον ηττημένο άνθρωπο, το «ανθρώπινο ον»: Τον άνθρωπο, δηλαδή, που αγνοεί ότι έχει εξουδετερωθεί η βούλησή του, διότι του την έχουν τεχνηέντως υποκαταστήσει με πάθη «χωρίς σύνορα» σε ό,τι αφορά στα ηθικά, σεξουαλικά, οικογενειακά, πνευματικά, θρησκευτικά κ.λπ. δεδομένα του.
  • Κατακερματίζουν τον «παλαιό» κοινωνικό ιστό, υποδαυλίζοντας -με πρόσχημα την «ενημέρωση» και τον «προβληματισμό»- διάφορες αντιπαραθέσεις (π.χ. μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και κοινού, πεζών και οδηγών, διορισμένων και αδιορίστων, καπνιζόντων και «παθητικών καπνιστών», ομοφυλοφίλων και ετεροφυλοφίλων, κ.ο.κ.).
  • Κατακερματίζουν τον «παλαιό» ψυχοπνευματικό ιστό, υποδαυλίζοντας -προς χάριν της «ελευθερίας της σκέψης» και της «ελεύθερης διακίνησης των ιδεών»- αντιπαραθέσεις μεταξύ «δεξιάς» και «αριστερής» ιδεολογίας, μεταξύ αποκρυφισμού ή αστρολογίας ή δωδεκαθεΐας ή σεκτών και Χριστιανισμού, μεταξύ Παλαιού και Νέου Εορτολογίου, μεταξύ Παπισμού και Ορθοδοξίας, κ.ο.κ..
  • Οικοδομούν τον «νέον άνθρωπο», «συμβουλεύοντας» το τηλεοπτικό κοινό με «νέες» θέσεις επί παντός επιστητού, «για το καλό του»: Τον καθοδηγούν στο πώς να ντύνεται, πώς να διασκεδάζει, ποιον να θαυμάζει, ποιον να μιμείται, τί να αγοράζει, τί να τρώει, τί να τραγουδά, τί να διαβάζει, τί να πιστεύει και τί να λατρεύει, πώς να σκέφτεται, πώς να γυμνάζεται, πώς να κάνει έρωτα, πώς να φέρεται στα παιδιά του, ακόμα και πώς να αναπνέει, πώς να κοιμάται, πώς να «ελέγχει τα όνειρά» του, αλλά και πώς να πεθαίνει και πώς να διαθέσει την σωρό του.
  • Οδηγούν στην μοιρολατρία (εξαφάνιση της βούλησης), μυώντας τους τηλεθεατές στον αποκρυφισμό (συχνά μάλιστα, αναμειγνύοντας σ' αυτόν και τον Χριστιανισμό), σε ανατολικές ή νεοεποχίτικες δοξασίες (κάρμα, μετενσάρκωση, θετική σκέψη, θετική-αρνητική ενέργεια, «αύρα», πνευματισμό, αναδρομές σε προηγούμενες ζωές), στην αστρολογία κ.λπ.. Προωθούν ιδιαίτερα την πίστη στη μετενσάρκωση, προς μεγάλη ικανοποίηση της θεοσοφίστριας Ά. Μπέηλυ, η οποία έγραφε: «Το δόγμα της μετενσάρκωσης θα είναι ένα από τα καθοριστικά κλειδιά της Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας»7.
  • Αποσυνδέουν τους τηλεθεατές από την πραγματικότητα, βυθίζοντάς τους σε μιαν εικονική πραγματικότητα, προς δόξαν της Θεοσοφίας, που θέλει ο άνθρωπος να θεωρεί αυταπάτη την πραγματικότητα: Αποσιωπώντας πραγματικά προβλήματα και ζητήματα καθοριστικής σημασίας, αναλώνονται σε ατέρμονους ψευδεπίγραφους, παραπλανητικούς και προσχηματικούς «προβληματισμούς» για θέματα ήσσονος σημασίας. Ή εξασφαλίζουν σε λίγα άτομα συμμετοχή σε τηλεπαιχνίδια, όπου αυτά ζουν «εικονικά», ενώ απασχολούν τους υπόλοιπους με την παρακολούθηση της εικονικής πραγματικότητας, και κατόπιν με «προβληματισμούς» επ' αυτής. «στήνουν» «ζαχαρένιες» εκπομπές, όπου ανούσιες επιπολαιότητες «συζητώνται» και αναλύονται με «σοβαρότητα». προβάλλουν καταιγισμό κινηματογραφικών ταινιών που εντέχνως υποβάλλουν ως απόλυτα θεμιτές, απίθανες, εξωφρενικές και εξωπραγματικές καταστάσεις (ταυτόχρονη ύπαρξη σε παράλληλα σύμπαντα, ανταλλαγή προσωπικοτήτων, ταξίδια στον χρόνο, εξωγήινους, κ.λπ.).
  • Εδραιώνουν την Νέα Εποχή στην συνείδηση του τηλεοπτικού κοινού, αναφερόμενοι συνεχώς σ' αυτήν, χωρίς, ωστόσο, να προβαίνουν σε περαιτέρω επεξηγήσεις, διερεύνηση, ή αναφορά στους «νικητές» που κινούν τα νήματά της, με αποτέλεσμα να τους διατηρούν - συμπτωματικά;- αθέατους. Συγκεκριμένα, παρουσιάζουν κάθε επώδυνη μεταβολή, ωσάν να πρόκειται περί αναπότρεπτου φυσικού φαινομένου (π.χ. «στην νέα παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας είναι φυσικό να...», ή «είμαστε πλέον στην Νέα Εποχή, οπότε, αναγκαστικά πρέπει να αποδεχθούμε ότι...»).
  • Εδραιώνουν την νεοεποχίτικη υποκουλτούρα: Προσκαλούν σε «σοβαρές» εκπομπές άτομα με «δυνάμεις», «θεραπευτές», «ενορατικούς», αστρολόγους κ.λπ.. σιωπούν αιδημόνως για τον γενικευμένο καταιγισμό ναρκωτικολαγνείας, διαστροφικού ερωτισμού, μαγείας και σατανολατρίας, κ.ά..
  • Νομιμοποιούν, εμμέσως, την αστρολογία στην συνείδηση του τηλεοπτικού κοινού και τις προβλέψεις διαφόρων αστρολόγων (σύμφωνα με τις οποίες «με το 2000, μπαίνουμε στην Εποχή του Υδροχόου, μια Νέα Εποχή που θα φέρει τεράστιες μεταβολές σε όλους τους τομείς της ζωής μας»), όταν αποσιωπούν τους πραγματικούς λόγους που καθιστούν αναπόφευκτες τις μεταβολές που επιφέρει η Νέα Εποχή.
  • Νομιμοποιούν, εμμέσως, όσες αιρέσεις, σέκτες και καινοφανείς θρησκείες «προφήτευαν» την έλευση μιας Νέας Εποχής, ενός Καινούργιου Κόσμου, ενός Νέου Κόσμου κ.ο.κ., αποδεχόμενοι οι ίδιοι την Νέα Εποχή ως αναπότρεπτο φυσικό φαινόμενο (ειδικά, νομιμοποιούν την Θεοσοφία και τα παρακλάδια της, που -εκτός του ότι προωθούν την εσωτεριστική αστρολογία- ευαγγελίζονταν -συμπτωματικά;- και την έλευση της «νέας τάξης», της Νέας Εποχής, της Εποχής του Υδροχόου.

Είναι άραγε σύμπτωση ότι, όλες αυτές οι μεθοδεύσεις που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι ινστρούχτορες-εκπαιδευτές, οδηγούν στην εξουδετέρωση της βούλησης των τηλεθεατών, μεταλλάσσοντάς τους σε εσμό άβουλων «ανθρώπινων όντων»;

Όσο και αν φαίνεται στους περισσότερους αδιανόητο, η -κατόπιν ειδικών και συστηματικών διεργασιών επί της σκέψης του- ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη εξαφάνιση της βούλησης του ανθρώπου δεν αποτελεί φαντασίωση. Πρωτοεμφανίσθηκε, ως ιδέα, στα μέσα του 19ου αιώνα, και βαθμιαίως εντά­χθηκε στους σκοπούς και στις μεθοδολογίες διαφόρων ομάδων, θρησκειών, ιδεολογιών, σεκτών κ.λπ..

Η πρώτη νύξη, έγινε, όπως προαναφέρθηκε, από τον Ντοστογιέφσκυ (1821-1881) στους «Δαιμονισμένους» του. Αυτός «προφήτευσε» «την εξαφάνιση της ελεύθερης βούλησης στα εννέα δέκατα των ανθρώπων», ως μέσο επίτευξης του σατανικού σχεδίου μιας μικρής ομάδας για την κυριαρχία της επί του κόσμου. Η ομάδα αυτή απέβλεπε στον αποχριστιανισμό των ανθρώπων και στην «μετατροπή τους σε αγέλη με νέους τρόπους διαπαιδαγώγησης». Με σύνθημά της, «ο καθένας ανήκει σε όλους και όλοι στον καθένα» (δηλαδή, με την διάλυση κάθε επιμέρους προσωπικότητας και την μαζοποίησή της), η ομάδα θα επέβαλε την ισοπέδωση, ως «ισότητα»: «...Πάνω απ' όλα θάναι η ισότητα. Πρώτα θα υποβιβασθεί το επίπεδο της επιστήμης και των ταλέντων. Σε υψηλό επιστημονικό επίπεδο φθάνουν τα ανώτερα μυαλά και μυαλά ανώτερα δεν χρειάζονται». Έτσι, «Όλοι (θα) είναι σκλάβοι και ίσοι στην σκλαβιά». Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο: «...Το ένα δέκατο μονάχα της ανθρωπότητος θάχουν δικαιώματα ελευθέρου ανθρώπου και η εξουσία τους πάνω στα άλλα εννέα δέκατα θα είναι απεριόριστη. Οι δεύτεροι θα χάσουν την προσωπικότητά τους, θα γίνουν κοπάδι... θα ξαναγυρίσουν στην πρωτόγονη απλότητα, στον παράδεισο, να πούμε των πρωτοπλάστων, όπου όμως θα πρέπει να δουλεύουν κιόλας»8.

Την ίδια περίπου εποχή, στην σκέψη της Έλενας Μπλαβάτσκυ (1831-1891) γεννιόταν η Θεοσοφία, «η αλήθεια, επί της οποίας αναπαύονται όλα τα θρησκεύματα». Επενδυμένη με έναν συνδυασμό πνευματισμού, αποκρυφισμού, αστρολογίας, μαγείας και έντονων βουδδιστικών στοιχείων (κάρμα, μετενσάρκωση κ.λπ.), η Θεοσοφία κέρδισε γρήγορα πιστούς, οπαδούς και θαυμαστές, ιδιαίτερα μέσα στους υψηλούς πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικούς κύκλους. Ευαγγελίσθηκε την εγκαθίδρυση μιας «Νέας Εποχής» στο σύνολο του Πλανήτη, την «εσωτερική διοίκηση» του οποίου θα ανελάμβανε -αθέατη- η «Απόκρυφη Ιεραρχία». Με την βοήθεια των «διδασκάλων», των «μεσαζόντων υπηρετών του κόσμου» και των «διανοητών του κόσμου», η Ιεραρχία θα ανελάμβανε να οδηγήσει τους οπαδούς της στην τυφλή υπακοή, και τον κάθε άνθρωπο -διά της «απόσβεσης ή εκβολής του προσωπικού εαυτού»- στην «ανεκδήλωτη κατάσταση του ΕΝΟΣ», στην «ανάπαυση», δηλαδή, στην «μη-ύπαρξη»9.

Η Θεοσοφία οραματιζόταν την «νέα τάξη» της, ως εξής: Οι λίγοι νικητές του «αόρατου» πολέμου της θα κυριαρχούν -αθέατοι- επί των «μαζών της ανθρωπότητας», οι οποίες θα είναι οι ηττημένοι. Οι ηττημένοι θα αποτελούν την «νέα ανθρωπότητα», που, χωρίς προσωπικότητα και χωρίς βούληση, θα έχει οδηγηθεί στην «μη-ύπαρξη». Αυτοί δεν θα είναι πια «Άνθρωποι», ούτε καν «άνθρωποι»: Θα είναι απλά «ανθρώπινα όντα», χωρίς βούληση, χωρίς λογική συνείδηση, έρμαια των ενστίκτων και του υποσυνειδήτου τους. Θα είναι, δηλαδή, ανθρωπόμορφα όντα, που, όμως -όπως «προφήτευσε» ο Ντοστογιέσφκυ- θα μπορούν «να δουλεύουν κιόλας». Και το σημαντικώτερο: Θα πιστεύουν ότι η μετάλλαξή τους αυτή -δηλαδή, η ήττα τους- συνιστά θριαμβική τους νίκη. Αυτό θα καθιστά την υποδούλωσή τους ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη.

Αλλά και ο Α. Γκράμσι (1891-1937) είχε θέσει στο στόχαστρό του την βούληση του δυτικού ανθρώπου. Σύγχρονος της Ά. Μπέηλυ (1880-1949), ο Γκράμσι είχε -και αυτός- ως Όραμα μια Νέα Τάξη, για την εγκαθίδρυση της οποίας πρότεινε -και αυτός- έναν «αόρατο» πόλεμο κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Σκοπός του, ο «εκμαρξισμός του εσωτερικού ανθρώπου», για την απρόσκοπτη επικράτηση του Μαρξιστικού Οράματος: Του «Παράδεισου του Εργάτη». Σύμφωνα με τον Γκράμσι, το μόνο εμπόδιο για την πραγματοποίηση του Παράδεισου αυτού, το μόνο πραγματικό εμπόδιο για την από μέρους των ανθρώπων οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας και για την «κυριαρχία του προλεταριάτου», ήταν η κοινή χριστιανική ελπίδα και η κοινή χριστιανική αναφορά σε κάποια Υψίστη Θεία Υπερκόσμια Δύναμη, η οποία «υπερβαίνει τις περιορισμένες δυνατότητες των επί μέρους ατόμων και των ομάδων -μεγάλων και μικρών». Συνεπώς, κατ' αυτόν, όσο διατηρείται η πίστη προς αυτήν την Δύναμη -η οποία, ενώ κυριαρχεί επί του κόσμου τούτου, δεν ανήκει σε τούτον τον κόσμο- «η ιδέα μιας βίαιης παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία»10.

Ο Γκράμσι πίστευε ότι, η Μαρξιστική κυριαρχία δεν θα έπρεπε να αποβλέπει στην απτή και βίαιη άλωση κοινωνιών με «συμβατικό» πόλεμο, αλλά θα έπρεπε «να στραφεί προς το πνεύμα των προς άλωση πληθυσμών». Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει διάφορους συντελεστές, που, με ειδικές και συστηματικές μεθοδεύσεις, θα πραγματοποιήσουν, εν καιρώ, μια «ήρεμη και ανώνυμη επανάσταση». μια αναίμακτη επανάσταση «στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στο όνομα της αυτονομίας του ανθρώπου και της απελευθέρωσής του από εξωτερικούς περιορισμούς. Και πάνω από όλα, χωρίς τους περιορισμούς και τις απαιτήσεις του Χριστιανισμού». Οι χριστιανικές κοινωνίες θα έπρεπε, λοιπόν, να υποστούν στο σύνολό τους ριζικές μεταβολές στον τρόπο σκέψης τους. Συγκεκριμένα, θα έπρεπε να οδηγηθούν στο να εγκαταλείψουν την ελπίδα που δίνει στον άνθρωπο η χριστιανική υπερβατικότητα, και να πειθαναγκασθούν ότι, «δεν υπάρχει τίποτα εκτός από την Ύλη αυτού του Σύμπαντος» και ότι, «κάθε τι πολύτιμο στην ζωή και στον κόσμο τούτο ενυπάρχει εντός της ζωής, εντός του κόσμου τούτου και εντός της γήινης σφαίρας». Ο «Παράδεισος του Εργάτη» επί της Γης θα πραγματοποιηθεί, μόνον εφ' όσον, στις δυτικές κοινωνίες, όλα τα πνεύματα μεταβληθούν σε «προλεταριακά πνεύματα»11 (μια και, «Πάνω απ' όλα θάναι η ισότητα ... και μυαλά ανώτερα δεν χρειάζονται», όπως έγραφε ο Ντοστογιέφσκυ). Αυτά τα «προλεταριακά πνεύματα» και δεν θα αντιδρούν, και θα «δουλεύουν κιόλας».

Σοβαροί αναλυτές συμπεραίνουν σήμερα ότι, τόσο η Θεοσοφία, όσο και οι Ουμανιστές (παρακλάδι των οποίων είναι οι νεο-ειδωλολάτρες), καθώς και οι ομάδες του καθεαυτό «New Age», με τις εωσφορικές τους θέσεις, χρησιμοποιούνται για να εκλειάνουν αυτά που συνιστούν τα εσωτερικά εμπόδια που υπάρχουν μέσα στον δυτικό άνθρωπο για την πραγματοποίηση του μαρξιστικού οράματος. Στην ουσία, όμως, όλες οι ανωτέρω θεωρίες έχουν ένα κοινό σημείο με τον «Νέο Διαφωτισμό»: Οδηγούν σε μια «νέα» υποδούλωση, που θα είναι ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη, ακριβώς επειδή εξαφανίζει την βούληση, και διαμορφώνει ηττημένους, που εκλαμβάνουν ως δική τους νίκη, την πλήρη και ενθουσιώδη συνέργειά τους με τον πραγματικό νικητή, που τους χειραγωγεί αθέατος.

Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι, οι καθοδηγητές σκέψης πρωταγωνιστούν -ως νέοι ινστρούχτορες- στην ποθητή από την Νέα Εποχή «αποδόμηση» των «παλαιών» πνευματικών δεδομένων, και πώς μπορεί να θεωρηθεί συμπτωματικό το ότι, «...από τα συντρίμμια τους οικοδομούν ένα μνημείο μιας γλυκειάς υποχώρησης»12; Συμπτωματική ή μη, η «αποδομητική» τους δράση είναι αδύνατον να μην θυμίσει τον U. Muller, ο οποίος -θέτοντας το θέμα στην ευρύτερη βάση του- έγραφε ότι: «Γενικά μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο τύπος, ως πρακτορείο δημοσίων σχέσεων, κινείται από συνωμότες καταστροφείς»13.

Θα πρέπει, συνεπώς, να αναρρωτηθούμε - και ίσως και να ρωτήσουμε τους Ινστρούχτορες της Νέας Εποχής- μήπως, προϋπόθεση για το πολυθρύλητο «Τέλος της Ιστορίας» είναι το Τέλος του Ανθρώπου;

Παραπομπές

1. «Το να λαμβάνη κανείς μίαν απόφασιν ισοδυναμεί με το να κρίνη διά του λογισμού», Αριστοτέλους, Ηθ. Νικ. 1113 α 12
2. Η νέα τάξη στην πληροφορική, Μίσος για την σκέψη, Denis Duclos, κοινωνιολόγου και διευθυντού ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (CNRS). Εφημ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (Le Monde Diplomatique), 21.2.1999, σελ. 38 και επ.. Και «Essai de psychologie contemporaine, I., Un nouvel age de la personnalite» (Δοκίμιο σύγχρονης Ψυχολογίας, Μια νέα εποχή της προσωπικότητας), Le Debat, Μαρσέλ Γκοσέ, Ιούνιος 1998
3. Από το λατινικό ουσιαστικό «instructio», που σημαίνει «εκπαίδευση»
4. Νεοσατανισμός. Ορθόδοξη Θεώρηση και Αντιμετώπιση, μακαριστού π. Α. Αλεβιζοπούλου, Εκδ. Διάλογος, Αθήνα 1996, σελ. 49, 63
5. Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Εποχή», μακαριστού π. Α. Αλεβιζοπούλου, Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1990, σελ. 102
6. Βλ. Νέα Εποχή και Νέα Τηλεόραση, περιοδικό «Παρακαταθήκη» τ. 26
7. Λατρείες και Θρησκείες της Νέας Εποχής Texe Marrs, Εκδ. Στερέωμα, Εγνατίας 108 (Book of New Age Cults and Religions, σελ. 243)
8. Οι Δαιμονισμένοι, Τ. Μ. Ντοστογιέφσκυ, Κεφ. 7ο, Οι Σύντροφοι, σελ. 319, μετάφραση Σωτ. Πατατζή, Διεθνείς Εκδόσεις
9. Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Εποχή», μακαριστού π. Α. Αλεβιζοπούλου, Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1990, σελ. 98
10. The Keys of This Blood (Τα Κλειδιά Αυτού του Αίματος), Martin Malachi , κεφ. 13ο, Αντόνιο Γκράμσυ: Το Πνεύμα που στοιχειώνει σ' Ανατολή και Δύση, εκδ. Touchstone, 1990, σελ. 247
11.Ένθ. ανωτ. σελ. 251
12. Νεοσατανισμός. Ορθόδοξη Θεώρηση και Αντιμετώπιση, μακαριστού π. Α. Αλεβιζοπού­λου, Εκδ. Διάλογος, Αθήνα 1996, σελ. 147
13. Ένθ. ανωτ. σελ. 87 (Das Leben und Wirken der Satanisten. Eine Dokumentation, Regensburg 1989, σελ. 93-94)

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002
ΤΕΥΧΟΣ 26





http://www.impantokratoros.gr/

Ακούστε ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε κλίκ στην εικόνα)

Ακούστε  ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε  κλίκ στην εικόνα)
(δοκιμαστική περίοδος )