[...] Στη Βιέννη πάντως κατορθώθηκε να υπογραφεί κείμενο καταδίκης της Ουνίας, που δημοσιεύεται εδώ. Ίσως κρίθηκε τότε από τους Ρωμαιοκαθολικούς υπευθύνους της Υποεπιτροπής, τον συμπρόεδρο αρχιεπίσκοπο Ε. Cassidy, που είχε αντικαταστήσει στον Διάλογο τον καρδινάλιο Willebrands, και τα άλλα μέλη, ότι οι αποφάσεις της Υποεπιτροπής θα ανατρέπονταν στην ολομέλεια της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου, που θα συνερχόταν μετά από έξη μήνες τον Ιούνιο του 1990 στο Freising του Μονάχου. Η προσπάθεια πράγματι που κατεβλήθη εκεί να αποσιωπηθούν οι αποφάσεις της Βιέννης και να καταδικασθούν σε λήθη αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Τα σημαντικά για τους Ορθοδόξους στοιχεία του κειμένου της Βιέννης είναι τα εξής, όπως μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει διαβάζοντας το κείμενο:
Από τα πορίσματα της Υποεπιτροπής έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα από πλευράς εκκλησιολογικής, αυτό που για πρώτη φορά λέγεται και υπογράφεται από τους Ρωμαιοκαθολικούς, ότι «Η Ουνία δεν θεωρείται, πλέον πρότυπον ενώσεως των Εκκλησιών, διότι η εκκλησιολογία εντός της οποίας ανεπτύχθη δεν εμπνέεται από την κοινήν παράδοσιν των Εκκλησιών μας».
Απορρίπτεται εδώ η εκκλησιολογία που ανέπτυξε μετά το σχίσμα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ως αντίθετη προς την παράδοση της αδιαιρέτου Εκκλησίας, η εκκλησιολογία δηλαδή του πρωτείου και της παγκοσμίου δικαιοδοσίας του πάπα, στη θέση της οποίας εισάγεται η εκκλησιολογία των «αδελφών Εκκλησιών», που διασφαλίζει την ισότητα και ανεξαρτησία των τοπικών αυτοκεφάλων εκκλησιών, όπως αυτό συμβαίνει με τις ορθόδοξες εκκλησίες. Ως προς τα πρακτικά προβλήματα, εκτός από την καταδίκη του προσηλυτισμού, που παραβιάζει την ελευθερία της συνειδήσεως και χρησιμοποιεί νόθα ή αθέμιτα μέσα, πρέπει να εξαρθεί η απόρριψη της χρήσεως λειτουργικών ρυθμών και αμφίων που ανήκουν στην παραδοσιακή κληρονομιά της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η απαγόρευση αυτή, αν εφαρμοζόταν στην πράξη, θα αρκούσε μόνη της να κατακρημνίσει το οικοδόμημα της Ουνίας, που στηρίζεται ακριβώς στο ότι εμφανίζεται απατηλά ως ανατολικός βυζαντινός ρυθμός, για να παραπλανά τους απλοϊκούς πιστούς, και για να προσθέτει στην Ρώμη την Ανατολή, για τον απαρτισμό της καθολικότητος, αφού χωρίς τους Ουνίτες ήταν και είναι Δυτική, λατινική κατ’ αρχήν, λατινοφραγκική κατόπιν.
Η μεγάλη σημασία αυτής της απαγορεύσεως έγκειται επίσης στο ότι ακυρώνει τις αποφάσεις της Β’ Βατικανείου Συνόδου, η οποία συνέστησε την ενίσχυση των ουνιτικών εκκλησιών και συνεβούλευσε ακόμη και οι Λατίνοι κληρικοί να ντύνονται με ορθόδοξα άμφια και να τελούν ορθόδοξες λειτουργίες. Σημαντικό επίσης είναι ότι οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στην Υποεπιτροπή ως λύση του προβλήματος υπέδειξαν την κατάργηση της Ουνίας και την ενσωμάτωση των Ουνιτών είτε στην λατινική Ρωμαιοκαθολική είτε στην Ορθόδοξη Εκκλησία με ελεύθερη εκλογή. Η διατύπωση αυτή που επέτρεπε να επανέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι Ουνίτες προκάλεσε μεγάλη αντίδραση, όταν συζητήθηκε το κείμενο αυτό στο Freising, διότι εκτός του ότι δικαιολογούσε τις μέχρι τώρα επιστροφές, άνοιγε παρόμοιες δυνατότητες για το μέλλον.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
http://egolpio.wordpress.com/2010/03/09/unia/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου