Εγώ, έλεγε, τους θυμιάζω και εκείνοι δεν υποκλίνονται. Λέω «στώμεν καλώς» καί αυτοί κάθονται. Τους ευλογώ καί εκείνοι κουβεντιάζουν. Καί το τραγικότερο: λέω «πίετε εξ αυτου πάντες» καί προσέρχονται στη Θεία Κοινωνία ελάχιστοι. Μεγάλος πόνος για τόν ιερέα.
Ρώτησα: Πρέπει, γέροντα, να κοινωνούν όλοι;
-Βρε, δεν το λέω εγώ. Το λέει ό Κύριος. «Πάντες»! Μήπως έχει καμμιά άλλην έννοια ή λέξη και δεν την ξέρω; Καί παρακάτω η ευχή λέει: «και δι' ημών παντί τω λαώ». Φυσικά, όσοι δεν έχουν κωλύματα. Οι άλλοι πρέπει να πάρουν προηγουμένως άφεση πνευματικου-Αλλιώς, χωρίς Θεία Κοινωνία, χωρίς Χριστό, πώς θα βγεις μέσα στην καθημερινότητα; Ήρθες στην εκκλησία και έχασες το σπουδαιότερο, το Δώρο, το παν: Έμεινες με το αντίδωρο. Ξέρεις, βρε Γιωργάκη, τί είναι το «το Άγιο Θυσιαστήριο; Ό,τι πολυτιμότερο επί της γης. Οι βασιλικοί θρόνοι, οι προεδρικοί θώκοι, οι ακαδημαϊκές έδρες έχουν μικρή αξία. Η Αγία Τράπεζα είναι η φλεγόμενη βάτος. Εδώ κατεβαίνει ο Χριστός, το Άγιο Πνεύμα παρόν, οι άγγελοι τριγύρω. Φοβερό θέαμα. Εγώ πολλές φορές φοβόμουνα να ακουμπήσω τα χέρια μου επάνω στην Αγία Τράπεζα
Και σ' αυτό το θαύμα μπροστά, να ακούς τους πιστούς να ψιθυρίζουν για πεζά θέματα, να μη βιώνουν το μοναδικό γεγονός.
Ποιος λειτουργεί, μωρέ; Ό παπάς μόνος του ή όλοι -κλήρος και λαός- μαζί; Γιατί τη λέμε «λειτουργία»; Είναι ή δεν είναι «έργο του λάου»; Ε! Όπως στέκεται ο ιερέας πρέπει να στέκεται και ό πιστός. Συγκεντρωμένος. Απόλυτα παραδομένος στο Θεό. Αυτή την ώρα δεν είμαστε στη γη. «Οι τα χερουβείμ εικονίζοντες» είμαστε στον ουρανό, μπροστά στην Αγία Τριάδα. Χωρίς «βιωτική μέριμνα». Είμαστε όλοι ιερουργοί... Πω, πω, πω! Τί μας αξιώνει ο Θεός να ζούμε!
Εάν πιστεύουμε ότι μπροστά μας τελεσιουργείται η Μεγάλη Θυσία, θα πρέπει να στεκόμαστε «μετά φόβου Θεού». Να κλαίμε από ευτυχία που ο ίδιος ο Θεός κατέρχεται και θυσιάζεται από αγάπη για μας.
Εάν δεν τα πιστεύουμε, γιατί ερχόμαστε στην Εκκλησία; Ποιόν κοροϊδεύουμε; Πιο συνεπείς είναι αυτοί που δεν μπαίνουν στο ναό.
-Πας, βρε Γιωργάκη, σε συναυλίες μουσικής;
-Ναι, γέροντα, με ξεκουράζουν.
-Άκουσες κανένα να κουβεντιάζει εκεί; Όλοι είναι σιωπηλοί. Να μη διακόψουν το έργο. Ε! Ποιο έχει μεγαλύτερη αξία; Οι «ήχοι» της μουσικής, πού πράγματι ξεκουράζουν, ή η «βοή» του Αγίου Πνεύματος, πού σώζει;
Εάν σε καλέσει ό βασιλιάς ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και φωνάξει το όνομα σου να πάρεις το δώρο του, μπορείς να του γυρίσεις την πλάτη καί να του πεις «δεν το θέλω»; Γιατί στο Χριστό πού για «την πολλή Του αγάπη» θυσιάζεται αυτή τη στιγμή για σένα, εσύ δεν προσέρχεσαι, αλλά γυρνάς την πλάτη και ψιλοκουβεντιάζεις; Και τί δώρο προσφέρει! Τον Εαυτό Του.
Στην εκκλησία σιωπούμε, συγκεντρωνόμαστε και μιλάμε στο Θεό....
-Τα κατάλαβες αυτά πού λέω;
Εάν ναι, έχεις ευθύνη να ευαισθητοποιείς και τους άλλους αδελφούς μας πού αγνοούν τα τελεσιουργούμενα φρικτά μυστήρια.
Έτσι είναι, όπως τα λέω.
Να μας δίνει ό Θεός δύναμη να αντέχουμε το «θαύμα».
Κανονικά θα έπρεπε και ο ιερέας και ο πιστός να πεθαίνουν, ζώντας τόσο κοντά στο Μυστήριο, τόσο κοντά στον Ήλιο. Αλλά ευδοκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός και -άκου φρικτό πράγμα- αναπαύεται κι' όλας στη μηδαμινότητά μας...
Εδώ έκλαψε ό σεβάσμιος γέροντας, ο αληθινός λειτουργός... Και πρόσθεσε:
-Φεύγεις, έτσι, από τη Θεία Λειτουργία γεμάτος γαλήνη, πού ακτινοβολεί και στο περιβάλλον... Τώρα μεταφέρεις Χριστό. Έγινες χριστοφόρος.
Μια ευχή τα λέει όλα: «Δός ήμΐν εν όσιότητι λατρεύειν Σοι».
Μια μαρτυρία του Γεωργίου Παπαζάχου - επίκουρου καθηγητού καρδιολογίας/περιοδικό Τόλμη
Πηγή:ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου