Παρουσίαση με λίγα λόγια: Οι στρατιωτικές ιαχές των Ελλήνων, μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ήταν οι αρχαίες ελληνικές: αλαλά ή αλαλαί ή ελελεύ ή το εξευρωπαϊσμένο: χιπ, χιπ, ουρρά (hip, hip, hurrah). Η ιαχή “αέρα” πρωτοακούστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης 30 χρόνια πριν από το έπος του ΄40. Χρησιμοποιήθηκε σε εκπαιδευτική πορεία, από κάποιον στρατιώτη, κατά τη διάρκεια ανεμοστρόβιλου και το επανέλαβαν, χάριν ευθυμίας, οι υπόλοιποι. Από τότε, το επαναλάμβαναν συχνά, κάθε φορά που διαλυόταν ή συντασσόταν το Τάγμα (αρχικά, ήταν, δηλαδή, μία ζητωκραυγή, ένα “πείραγμα”, και όχι πολεμική ιαχή). Χρησιμοποιήθηκε, περιορισμένα, από τους Κρήτες και στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912, 1913, Ήπειρο και Μακεδονία) .
Το «αέρα» επισημοποιήθηκε, ως πολεμική ιαχή κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και σ΄αυτό συνέβαλαν, άθελα τους, οι Ιταλοί. Ο Ιταλικός φασιστικός στρατός χρησιμοποιούσε την ιαχή : «eja (προφ. : εγιά), eja, eja, alala». Ήταν μία ιαχή που είχε καθιερώσει ο ποιητής Gabriele d’ Annunzio (1863–1938) στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (Αύγουστος του 1917). Η ηχητική ομοιότητα με την επανάληψη των φωνηέντων -α- και -ε- (στη λ. eja: προφ. εγιά) έφερε στο μυαλό των Ελλήνων την Κρητική ζητωκραυγή “αέρα” και ανταπέδωσαν καθιερώνοντας τη λ. αέρα, ως την πιο ηρωική ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας
1 σχόλιο:
Υπέροχο...
Δημοσίευση σχολίου