Κατάθεση Μηνυτηρίου Αναφοράς
προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος
για τις αντορθόδοξες ενέργειες και αιρετικές θέσεις
του Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου
που δεν συγκινούν και δεν εξεγείρουν τους Ιεράρχες
Ιερωμένοι και λαϊκά μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας όλο και πιο συχνά, σχεδόν καθημερινά, θλίβονται, πονούν και ντρέπονται για ενέργειες και αποφάσεις των Ποιμένων τους σε ζωτικά θέματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας.
Και δεν αρκούνται μόνον σ’ αυτό, αλλά κατακεραυνώνουν τους πιστούς που ζητούν το αυτονόητο: να σταματήσουν οι Επίσκοποι να εκθέτουν την Εκκλησία, είτε ως σκανδαλοποιοί είτε ως των σκανδάλων ανεκτικοί. Έτσι, αντί να δώσουν το καλό παράδειγμα εφαρμόζοντες τους Ιερούς Κανόνες και να αφαιρέσουν από μεν τους εκκλησιομάχους την ευκαιρία του δια-συρμού της Εκκλησίας του Χριστού, από δε τους πιστούς την υποχρέωση της διαμαρτυρίας και του ελέγχου των παρανομιών των Επισκόπων σε θέματα Πίστεως(1), κατηγορούν τους πιστούς που διαμαρτύρονται ως «εγωϊστές», «ανυπάκοους» και «ζηλωτές».
Και ακόμη επι-σείουν εναντίον τους εκκλησιαστικές ποινές ή τους τιμωρούν με αφορισμούς, ώστε να τους αποτρέψουν από τον έλεγχο των Επισκοπικών ατοπημάτων που έχουν σχέση με παράβαση Ι. Κανόνων και παραβάσεις σε θέματα Πίστεως, τα οποία, μάλιστα, ατοπήματα δεν είναι μεμο-νωμένα και ανώνυμα, αλλά παγκοίνως γνωστά· μερικά δε έχουν σχέση με αποφάσεις της ι-δίας της Ιεραρχίας ή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου(2). Συμβαίνει, δηλαδή, εδώ ό,τι κατηγο-ρούσε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος έλεγε (το χωρίο εν παραφράσει): «Επίσκοποι οι νομοθετούντες και κατά κατωτέρων κληρικών και λαϊκών κυρίως εφαρμόζοντες την νομο-θεσία».
Και όμως, δυσανάλογα μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιερών Κανόνων που νομοθετούν κατά των παρανομούντων Επισκόπων, ώστε να απορεί κανείς και να σκέπτεται: «Τί χρειάζο-νταν τόσοι πολλοί Ιεροί Κανόνες, που να ρυθμίζουν τις ποινές των παρανομούντων Επισκό-πων;». Εκ της εκκλησιαστικής ιστορίας, βέβαια, δικαιολογείται η δημιουργία όλων αυτών των Κανόνων, αφού το μεγαλύτερο κακό στην Εκκλησία –τότε και τώρα– δεν το κάνουν οι ανώνυμοι πιστοί και οι απλοί κληρικοί, αλλά οι επώνυμοι και «περιώνυμοι» Επίσκοποι και Πατριάρχες, οι οποίοι όσο πλησιάζουμε προς τα έσχατα θα προκαλούν όλο και μεγαλύτερο κακό στην Εκκλησία, σύμφωνα με τα προλεχθέντα στην Αγία Γραφή και στις προφητείες α-γίων ανδρών.
Και είναι τόσο το κακό που κάνουν, ώστε ο ιερός Χρυσόστομος να πει τον φοβερό εκεί-νο λόγο: «Ουδένα γαρ δέδοικα ως τους Επισκόπους, πλην ολίγων»(3). Και ο Μ. Βασίλειος: «Ουκ οίδα επίσκοπον μηδέ αριθμήσαιμι εν ιερεύσι Χριστού τον παρά των βεβήλων χειρών επί καταλύσει της πίστεως εις προστασίαν προβεβλημένον... Υμείς δε ει τινα έχετε μεθ' ημών μερίδα, ταυτά ημίν φρονήσετε δηλονότι• ει δε εφ' εαυτών βουλεύεσθε, της ιδίας γνώμης έκα-στός εστι κύριος, ημείς αθώοι από του αίματος τούτου»(4). Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολό-γος (για να αρκεστούμε σ’ αυτούς τους τρεις) είπε: Να φυλάγεσαι από ένα, τους κακούς Επι-σκόπους, χωρίς να φοβηθείς μήπως χάσεις το θρόνο σου. Το ύψος είναι για όλους, όμως δεν είναι για όλους η χάρη. Παραμέρισε τα άμφια που ως προβιά είναι ντυμένος ο Επίσκοπος και κοίταξε τον λύκο που πίσω της κρύβεται. Μη θέλεις να με πείσεις με τα λόγια αλλά με έργα. Μισώ τη διδασκαλία που είναι αντίθετη στο βίο(5).
Επίσης, προ διετίας λειτούργησε στην Παναγία της Τήνου, όπου συμπροσευχήθησαν μαζί του και παπικοί κληρικοί και λαϊκοί, την δε 8 Μαΐου 2007 στο Μπάρι της Ιταλίας, από κοινού με τον Παπικό αρχιεπίσκοπο κ. Francesco Cacucci, συμπροσευχήθηκε και παρευρέ-θηκε στον αγιασμό της θαλάσσης, ρίχνοντας αγίασμα με μύρο από τον τάφο του Αγίου Νικο-λάου.
Και ως γνωστόν, η επιμονή σε κακόδοξη διδασκαλία καθιστά και αυτόν που με επιμονή την διδάσκει αιρετικό.
Το παράδοξο είναι, πώς οι υπεύθυνοι Επίσκοποι —που μας διαβεβαιώνουν ότι «έχουν γνώσιν οι φύλακες»— στο διαρρεύσαν διάστημα από την στιγμή της διατυπώσεως και της εμμονής του Μεσσηνίας στις κακόδοξες απόψεις του, —και παρόλο που είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν δημοσίως (αφού δημοσίως και εγγράφως συνέβη η προσβολή στο Σύμβολο της Πίστεώς μας), αλλά και να λάβουν τα δέοντα μέτρα— ούτε μίλησαν (εκτός του προαναφερ-θέντος Μητροπολίτου Πειραιώς) ούτε έδειξαν ότι έχουν τη βούληση να τον επαναφέρουν στην τάξη.
Συνέβη κι εδώ, ό,τι συνέβη και σε πρόσφατες παρόμοιες αντικανονικές πράξεις Επι-σκόπων. Κουκουλώθηκαν και πάλι τα κακώς γενόμενα και λεγόμενα. Εδώ, όμως, συνέβη κάτι φοβερότερο. Αντί να επαναφέρουν στην τάξη τον κακοδοξούντα Μητροπολίτη Μεσσηνίας, του εμπιστεύθηκαν την… εκπροσώπηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στον Θεολογικό Διά-λογο με τους αιρετικούς Παπικούς! Σε ποιον; Σε αυτόν που εξέφρασε ενώπιόν τους –εν συ-νεδριάσει της Ιεραρχίας– αιρετικές θέσεις, αυτές ακριβώς που λυσσωδώς προσπαθούν να μας επιβάλλουν οι «διαλεγόμενοι» μαζί μας Παπικοί και οι λοιποί Οικουμενιστές!
α. βλέποντας πως πέρασαν κατά περίπτωση πάνω από έξη μήνες έως και δύο χρόνια από την στιγμή που άρχισε να διδάσκει τις καινοφανείς διδασκαλίες του ο κ. Χρυσόστομος, και κανείς αρμοδιώτερός μας και επαΐων δεν ενεργεί τα δέοντα και επιβαλλόμενα, ενώ η α-κεραιότητα και η αυθεντικότητα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας βάλλονται συνεχώς και αμφι-σβητούνται ποικιλοτρόπως και ακόμα αλλοιώνεται η ορθόδοξη συνείδηση του λαού μας·
Φυσικά και δεν αγνοούμε ότι στον Επίσκοπο έχει δοθεί «πλήρης εξουσία να μαρτυρή περί της καθολικής εμπειρίας του σώματος της Εκκλησίας», αλλά και δεν αγνοούμε ότι ο «ε-πίσκοπος περιορίζεται από αυτήν την εμπειρίαν και επομένως εις θέματα πίστεως ο Λαός (σ.σ. κληρικοί και λαϊκοί) πρέπει να κρίνη σχετικώς με την διδασκαλίαν του. Το καθήκον της υπακοής παύει όταν ο επίσκοπος παρεκκλίνη από τον καθολικόν κανόνα και ο λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση…»(7).
Γνωρίζουμε επίσης τις συμβουλές των Αγίων Πατέρων να μη υπακούουμε σε Συνόδους και Επισκόπους που αλλοιώνουν την Πίστη. Συμβουλεύει ὁ Μ. Βασίλειος: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον η ανθρώποις• μνημονεύοντας του Κυρίου λέγοντος• Αλλοτρίω δε ου μη ακολου-θήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν• ...Εξ ων παι-δευόμεθα, ότι, καν πολύ γνήσιός τις η (=είναι), καν υπερβαλλόντως ένδοξος ο κωλύων το υπό του Κυρίου προστεταγμένον, ή προτρέπων ποιείν το υπ' αυτού κεκωλυμένον, φευκτός ή και βδελυκτός οφείλει είναι εκάστω των αγαπώντων τον Κυριον»(8).
Ενθυμούμεθα και τα λόγια του αγίου Γρηγορίου που γράφει: Υπάρχουν και «αυτοί που φανερά ελέγχουν τους ιερείς, έχοντες εφόδιο την ευσέβεια για να πείθουν• και όσοι μεν το πράττουν αυτό για την πίστη και για τα κύρια και σημαντικότατα θέματα ούτε κι εγώ τους κατακρίνω, αλλ’ αντιθέτως… τους συγχαίρω. Και θα ευχόμουν να είμαι ένας απ’ αυτούς, οι οποίοι αγωνίζονται υπέρ της αληθείας και γίνονται γι’ αυτό μισητοί… Διότι ο πόλεμος που ο-δηγεί στην αρετή είναι καλύτερος από την ειρήνη που χωρίζει από το Θεό»(9).
Και πάλι του Μ. Βασιλείου: «Ότι δει των ακροατών τους πεπαιδευμένους τας Γραφάς, δοκιμάζειν τα παρά των διδασκάλων λεγόμενα• και τα μεν σύμφωνα ταις Γραφαίς δέχεσθαι, τα δε αλλότρια αποβάλλειν• και τους τοιούτοις διδάγμασιν επιμένοντας αποστρέφεσθαι σφοδρότερον»(10).
Αν ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος δεχθεί τις παραινέσεις «χαρά εν τω ουρανώ και εν τη γη». Αν αρνηθεί, τότε είναι αναγκαίο να απαιτήσουν τη συμμόρφωσή του, διαφορετικά και σύμφωνα πάλι με τους Ιερούς Κανόνες, πρέπει να απομακρυνθεί: (α) από την Μικτή Επιτρο-πή του Θεολογικού Διαλόγου, (β) από την Επισκοπή που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία με εντολή να ορθοτομεί και διδάσκει την Ορθόδοξη Πίστη αυθεντική, ανόθευτη και ακεραία, (γ) όπως και από κάθε άλλο ιερατικό αξίωμα· ώστε ελεύθερος πλέον να διδάσκει τις προσωπικές του απόψεις σε άλλα θεολογικά περιβάλλοντα, σ’ εκείνα που τις υποβάλλουν και τις καλλιερ-γούν και που ασμένως και μετά χαράς θα αποδέχονταν τις κακοδοξίες του και τον ίδιο.
Η καταγγελία μας αυτή –εκτός των άλλων– κατατίθεται, διότι ο ίδιος ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος, παρά τις επί μέρους ανεπίσημες καταγγελίες των πιστών, όχι μόνο δεν διορ-θώνει τα εσφαλμένα κηρύγματά του (όπως μόλις αναφέραμε), αλλά και προκαλεί και παρα-πλανά και περιφρονεί τον πιστό λαό του Θεού, δηλώνοντας πως μόνο στην Ιερά Σύνοδο απο-λογείται· ασφαλώς γιατί έχει τη γνώμη και τη βεβαιότητα, ότι οι συνάδελφοί του στην Ιερά Σύνοδο δεν θα διανοηθούν να τον καλέσουν σε απολογία, ή κι αν τον καλέσουν η υπόθεσή του θα παραπεμφθεί τελικά «εις τας καλένδας». Οι δηλώσεις του κ. Χρυσοστόμου, δια των οποίων διατυπώνεται η παραπάνω πεποίθησή του έχουν ως εξής:
«Εάν λοιπόν οι κύριοι αυτοί (σ.σ. που κατηγορούν) πιστεύουν ότι όλοι αυτοί οι εκπρό-σωποι, οι 30 εκπρόσωποι Ορθοδόξων Εκκλησιών που συμμετέχουν στο διάλογο είναι τόσο ενδοτικοί απέναντι στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ότι πλέον έχουν πουλήσει την πίστη τους και έχουν εισέλθει στην αίρεση ας απευθυνθούν προς την Ιερά Σύνοδο και ας μας κα-λέσει η Ιερά Σύνοδος να απολογηθούμε. Πάντως η τελευταία απόφαση της Ιεραρχίας, του Οκτωβρίου, μάλλον επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη προς το διάλογο και μάλλον επιβε-βαίωσε την εμπιστοσύνη προς τους εκπροσώπους στο διάλογο αυτό και δεν εξέφρασε καμία αμφισβήτηση και καμία επιφύλαξη»(13).
Εκτός από την παραπάνω αχαρακτήριστη δήλωση-προτροπή του Μητροπολίτου Μεσ-σηνίας, μας ενθαρρύνει να προβούμε σ’ αυτή την μηνυτήριο αναφορά και η προτροπή της Ιεράς Συνόδου, η οποία στο Δελτίον Τύπου της 26/6/2002 έγραφε: «Η Διαρκής Ιερά Συνο-δος καλεί ευθαρσώς και δημόσια όποιον έχει στοιχεία εναντίον κληρικών οιουδήποτε βαθ-μού…, να υποβάλη ενυπόγραφη μήνυση στις υπηρεσίες της… και να είναι όλοι οι πιστοί βέβαιοι ότι κάθε ηθική παρεκτροπή στην Εκκλησία θα παταχθή με βάση τούς Ιερούς Κανόνες».
Τέλος, ας ενθυμηθούν οι Ιεράρχες προς τους οποίους καταθέτουμε την καταγγελία αυ-τή και τη χθεσινή δήλωση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου από την Καλαμάτα. Είπε, πως «ό-σον υψηλότερα ιστάμεθα, τόσον προσεκτικώτερον και με άκραν συνέπειαν “νομοφυλακείν οφείλομεν”, δηλαδή οφείλομεν να τηρούμεν τους Νόμους… και τους υπό του Θεού τεθέντας και υπό της Εκκλησίας του» (Καλαμάτα, 2/2/2010).
Είναι καιρός να αποδείξουν οι Άγιοι Αρχιερείς ότι υπάρχει Ιεραρχία κινούμενη από το Άγιον Πνεύμα και εφαρμόζουσα τους Ι. Κανόνες που αυτό ενέπνευσε, ώστε να αποκτήσουν και πάλι την εμπιστοσύνη του λαού του Θεού και να ξεχάσουν (οι πιστοί) δηλώσεις Επισκό-πων της περιόδου των σκανδάλων του 2005, όπως νέου Μητροπολίτου, που έκπληκτος για την ποιότητα των Ιεραρχών της συγκεκριμένης περιόδου είπε, ότι «δεν είναι Ιεραρχία αυτή. Ντρέπομαι που είμαι μητροπολίτης. Δεν υπάρχει Άγιο Πνεύμα εδώ μέσα»∙ και κάποιου άλ-λου, που εγγράφως διαβεβαίωσε ότι τα μέτρα της Ιεραρχίας για αυτοκάθαρση δεν ήταν παρά «επικοινωνιακό τρικ και ενέργεια λαϊκισμού»! και ενός τρίτου, που μιλώντας στην Ιεραρχία είπε: «Δεν λειτουργεί καλά το συνοδικό σύστημα».
Αυτές τις γενικές εισαγωγικές τοποθετήσεις περί των αντικανονικών θέσεων του Μη-τροπολίτου Μεσσηνίας δίδουμε στην δημοσιότητα προς ενημέρωση και των ενδιαφερομένων πιστών αδελφών μας, οι οποίοι ίσως δεν έχουν τον χρόνο να διαβάσουν τη μακροσκελή ανά-λυση της ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ μας με την λεπτομερή κατοχύρωση της που κατ’ αυτάς κατατίθεται στα αρμόδια όργανα της Ιεράς Συνόδου.
Για την «Φιλορθόδοξο Ένωσι “Κοσµάς Φλαµιάτος”»
Ο Πρόεδρος Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Ο Γραµµατέας Παναγιώτης Σηµάτης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Γιατί τα της κρυφής προσωπικής τους ζωής αποφεύγουμε να θίξουμε, καθώς εν τω αυτώ κρίματι είμαστε και γι’ αυτά άλλος είναι ο Κριτής.
(2) Υπάρχουν πολλές λανθασμένες Συνοδικές αποφάσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες κουκουλώθηκαν και για τις οποίες δεν εζητήθη συγγνώμη, από εκείνους που μας διδάσκουν να ζητάμε συγγνώμη και να μετανοούμε. Θα δίναμε μεγάλο μάκρος στην Καταγγελία αυτή, αν περιλαμβάναμε εκείνες τις υποθέσεις, κατά τις οποίες η Ιερά Σύνοδος δεν έπραξε το καθήκον της. Αρκούμαστε σε 3, και αν μας ζητηθεί θα επανέλθουμε και σε άλλες.
α. Το 1974 η Σύνοδος της Ιεραρχίας εξεθρόνισε και απομάκρυνε αντικανονικώς και αδίκως, άνευ δίκης, δώδεκα Επισκόπους. 35 χρόνια από τότε —και ενώ εδόθη υπόσχεση παλαιότερα από τον πρώην Αθηνών Χριστόδουλο και πρόσφατα από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο για αποκατάστασή του ενός επιζώντος ακόμη Επισκόπου, του Μη-τροπολίτη Νικόδημου, ώστε στο πρόσωπό του να αποκατασταθούν και οι άλλοι αδικηθέντες Επίσκοποι και να κλείσει αυτή η πληγή της πρόσφατης εκκλησιαστικής ιστορίας— ακόμα δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σ’ αυτήν την αποκατάσταση. «Κύριος οίδεν» ποιες σκοπιμότητες κρύβονται πίσω από αυτή την ιστορία!!!
β. Η Ιερά Σύνοδος έσφαλε, όταν το νομικό της τμήμα υπέβαλε αίτηση στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδο-μένων, προκειμένου να μη θεωρείται η ομοφυλοφιλία των Επισκόπων εμπόδιο στην άσκηση του δημόσιου λει-τουργήματος των Μητροπολιτών (επιβεβαιώνοντας και προσπαθώντας να συγκαλύψει την ύπαρξή τους στο Σώμα της Ιεραρχίας)· αλλά και μετά την κατακραυγή που ξέσπασε δεν «εθεράπευσε» το θέμα.
γ. Μία ακόμη σειρά λανθασμένων αποφάσεων μελών της Ιεράς Συνόδου, η υπόθεση του πρώην Αττικής κ. Μπεζε-νίτη. Ενώ το περιεχόμενο κασετών με αισχρές συνδιαλέξεις του Μητροπολίτου επιβεβαιώθηκε από το 2003, η Ιερά Σύνοδος δεν καθαίρεσε τον σκανδαλοποιό Επίσκοπο, με την δικαιολογία, πως το αποδεικτικό στοιχείο (οι κασέτες) ήταν μεν αληθινό, αλλά προϊόν υποκλοπών, κι έτσι αυτές τις όζουσες καταγγελίες έθεσε στο αρχείο! Με-τά το 2005 (όταν πλέον η πολιτεία ενέκλεισε στην φυλακή τον πρώην Μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμονα) και εκλήθη να πάρει απόφαση η Σύνοδος, τότε με την ψήφο των επτά εκ των δώδεκα μελών της ΔΙΣ, ετέθη η υπόθεση του φυλακισμένου Επισκόπου στο αρχείο! Στη συνέχεια κάποιοι Μητροπολίτες, πάλι υπό την κατακραυγή της κοινής γνώμης, παραδέχτηκαν το σφάλμα και ένας ανακάλεσε την υπογραφή του! Αν και αργότερα η Ιερά Σύνο-δος προχώρησε στην καθαίρεση του, ωστόσο δεν ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή της!! Τώρα δε το θέμα επανέρχεται μετά τις μεθοδεύσεις που ως τώρα έχουν γίνει και τις νέες προσφυγές του!!!
(3) Βλ. Ζήση Θεοδώρου, όπ. παρ., σελ. 39.
(4) Μ. Βασίλειου, επιστ. σμ΄, Νικοπολίταις πρεσβυτέροις, κεφ. γ΄, 7-13.
(5) «Έν εκτρέπου μοι, τους κακούς επισκόπους, μηδέν φοβηθείς του θρόνου την αξίαν. Πάντων το ύψος, ουχί πάντων δ' η χάρις. Το κώδιον πάρελθε, τον λύκον βλέπε. Μη τοις λόγοις με πείθε, τοις δε πράγμασι. Μισώ διδάγμαθ', οις εναντίος βίος» (Γρηγορίου Θεολόγου, Βίβλος Βʹ. Έπη Ιστορικά, Τομ. Αʹ. Περι εαυτού, ΙΒʹ. Εις εαυτόν και περι επισκόπων).
(6) Είναι πολλά τα χωρία που προτρέπουν τους πιστούς σε καιρό αιρέσεως (όταν αθετούνται οι Νόμοι του Θεού) να διαμαρτύρονται και να καταγγέλλουν την αίρεση και τους αιρετίζοντες Επισκόπους, ιερωμένους κ.λπ., ενώ για τον έλεγχο προσωπικών παθών των Επισκόπων συνιστούν προσοχή. Αναφέρουμε μερικά: Μ. Αθανάσιος: «Εάν ουν τινα ίδης, αδελφέ, ότι έχει σχήμα σεμνοπρεπές, μη πρόσχης, ότι ενδέδυται κώδιον προβάτου, ότι όνομα έχει πρεσβυτέρου, η επισκόπου…, αλλά τας πράξεις αυτού περιέργασαι∙ ει έστι σώφρων… ή υπομονητικός. Ει δε έχει… τον φάρυγγα άδην, νοσών χρήματα, και καπηλεύων την θεοσέβειαν, άφες αυτόν∙ ου γαρ εστι Ποιμήν… αλ-λά λύκος αρπακτικός… Εάν ίδης συνετόν, κατά την συμβουλεύουσαν σοφίαν, όρθριζε προς αυτόν», διότι «πίστις τελεία και απερίεργος… εισάγουσιν εις την βασιλείαν των ουρανών» (Περί Ψευδοπροφητῶν, ΒΕΠΕΣ, 33, 197, εις Ζήση Θεόδ., Κακή υπακοή και αγία ανυπακοή, σελ. 26, 27). Διονυσιάτης Θεόκλητος, μοναχός: «Δια να κάμη κα-νείς έλεγχον σωτήριον πρέπει να είναι ελεύθερος παθών μεμπτών. Να έχη αγάπην και διάνοιαν φωτεινήν. Και ακόμη πρέπει να είναι θεολόγος... καθαρός τη καρδία... Διότι όταν δεν συνέρχωνται τα στοιχεία αυτά, τότε ο ε-λέγχων δεν ελέγχει, αλλά πυρπολεί την Εκκλησίαν. Εξαίρεσιν αποτελεί η περίπτωσις κινδύνου αιρέσεως. Τότε σοφοί και άσοφοι, ακάθαρτοι και καθαροί τη καρδία πρέπει να εξεγείρωνται, και να ελέγχουν» (περιοδ. “Αγιορει-τική Βιβλιοθήκη”, 1964). Αθανάσιος ο Πάριος: «Δεν είναι δίκαιον ούτε πρέπον εις ανθρώπους ευσεβείς παντάπα-σιν να σιωπούν, όταν τους νόμους του Θεού αθετούσιν…· όπου δε Θεός το κινδυνευόμενον… τίς ευσεβής δύναται να σιγά;» (Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Οι αγώνες των μοναχών…, σελ. 233). Ιωσήφ Βρυέννιος: «Πάς ο δυνάμενος λέγων την αλήθειαν και μη λέγων κατακριθήσεται υπο του θεού. Και ταύτα ένθα πίστις εστί το κινδυνευόμενον και της όλης Εκκλησίας των Ορθοδόξων η κρηπίς. Το γάρ εφησυχάζειν εν τοις τοιούτοις αρνήσεως ίδιον, το δε λέγειν, ομολογίας ειλικρινούς» (Τα Ευρεθέντα Έργα αυτού, τόμος Β΄, Θεσ/νίκη 1990, σελ. 18). Ιωάννης Χρυσόστομος: «Τι ποιείς άνθρωπε; Παρεβάθη ο νόμος, κατεφρονήθη σωφροσύνη, πλημμελήματα τοσαύτα ετολμήθη παρά τινος των ιερωμένων, τα άνω κάτω γέγονε και ου φρίττεις;… ουκ αλγείς; ουκ επιτιμά…, αλλά κοινωνείς;» (Ρ.G. 55, 252). Και σε άλλο έργο του: «Αξίωμα προσώπου ου προσίεται, όταν περί αληθείας ο λόγος η» (Ρ.G. 61, 625), δηλαδή, «όταν πρόκειται για προσπάθεια που αφορά εις την διασφάλιση της εν Χριστω αποκαλυφθείσης Αληθείας από κάθε νοθεία ή αλλοίωση, τότε ουδεμία έχει σημασία το αξίωμα». Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Εν τω καιρώ τού-τω, εν ω ο Χριστός διώκεται δια της εικόνος αυτού, ου μόνον ει βαθμώ τις και γνώσει προέχων εστίν οφείλει δια-γωνίζεσθαι, λαλών και διδάσκων τον της ορθοδοξίας λόγον, αλλά γαρ και ει μαθητού τάξιν επέχων είη, χρεωστεί παρρησιάζεσθαι την αλήθειαν και ελευθεροστομείν. ουκ εμός ο λόγος του αμαρτωλού, αλλά του θείου Χρυσοστό-μου, επεί και άλλων πατέρων» (Μτφρ.: Σε περίοδο που η παραχάραξη της αλήθειας είναι φανερή «χρέος να αγω-νίζεται, να ομιλή και να διδάσκη τον λόγον της Ορθοδοξίας έχει όχι μόνο αυτός που υπερέχει σε βαθμό και γνώσι, αλλά αντιθέτως, ακόμη και αυτός που κατέχει την θέσι του μαθητού οφείλει να διακηρύττη την αλήθεια και να ομιλή ελεύθερα» (Ζήση Θεόδ., πρωτοπρ., Κακή υπακοή και αγία ανυπακοή, σελ. 57). Και αλλού: «Εντολή Κυρίου είναι να μη σιωπάμε σε περιόδους που η πίστις κινδυνεύει... Ώστε, όταν ο λόγος είναι περί πίστεως, δεν μπορούμε να πούμε: Εγώ ποιος είμαι;… πτωχός… Δεν μου πέφτει λόγος… για το προκείμενο ζήτημα. Αλλοίμονο, οι λίθοι θα κραυγάσουν και εσύ θα μείνης σιωπηλός και αμέριμνος;… Ώστε και αυτός ο πτωχός… επειδή τώρα δεν ομιλεί, (είναι) άξιος κατακρίσεως και μόνο γι’ αυτό το λόγο… Ακόμη και αυτός που κατέχει την θέσι του μαθητού οφείλει να διακηρύττη την αλήθεια και να ομιλή ελεύθερα». Και αλλού: Καὶ μόνο η σιωπή, λοιπόν, είναι μέρος της συγκα-τάθεσης, αφού εξ άλλου «αυτό επιδιώκουν οι αιρετικοί, να παύσει να ακούγεται ο λόγος της αληθείας και να επι-κρατήσει (έτσι) η πλάνη». Και, «Παραγγελίαν έχομεν εξ αυτού του Αποστόλου, εάν τις δογματίζη ή προστάσση ποιείν ημάς, παρ’ ο παρελάβαμεν, παρ’ ο οι Κανόνες των κατά καιρούς Συνόδων καθολικών και τοπικών ορίζου-σιν, απαράδεκτον εαυτόν έχειν και μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν κλήρω αγίων» (Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 988). Ζήσης Θεόδωρος: «Δεν έχουν άλλωστε ευθύνη για την Εκκλησία μόνον οι Επίσκοποι∙ η Εκκλησία δεν είναι ιδιο-κτησία κανενός... Δεν χρειάζεται να υπομνήσω ότι πολλές φορές, όταν πλανήθηκαν πατριάρχες και επίσκοποι, την Εκκλησία εφύλαξαν απλοί παπάδες και μοναχοί, ότι φύλαξ της Ορθοδοξίας αποδείχτηκε ο πιστός λαός. Υπα-κοή στην Εκκλησία δεν σημαίνει υπακοή σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία ενδέχεται να πλανώνται, αλλά υ-πακοή στην αλήθεια της Εκκλησίας, όπως αυτή προκύπτει μέσα από το Ευαγγέλιο και την διαχρονική παράδοση των Αγίων Πατέρων». Και ακόμη: «Άριστο σχολιασμό περί του ότι και τα πρόβατα, οι πιστοί δηλαδή, έχουν ευθύ-νη για το αν θα ακολουθήσουν τους κακούς ποιμένες, ότι η υπακοή δεν είναι αδιάκριτη, αλλά διακριτική, μας προσφέρει το κείμενο των Αποστολικών Διαταγών... Κατακλείεται δε αυτή η ανάλυση, με τη σύσταση: “Διο φευ-κτέον από των φθορέων ποιμένων” (Ζήση Θ., πρωτοπρ. Κακή υπακοή και αγία ανυπακοή, σελ. 16 και 23).
(7) Φλωρόφσκυ Γεώργιος, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, σελ. 75.
(8) Μ. Βασιλείου, Όροι κατ’ Επιτομήν, Ερώτησις 114, ΕΠΕ 9, 144-146, εις Ζήση Θεόδ., ό.παρ., σελ. 337-38.
(9) Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177: «αλλ’ ούτοί γε και φανερώς πολεμούσι τοις ιερεύσιν, ε-φόδιον έχοντες εις πειθώ την ευσέβειαν∙ και όσοι μεν περί πίστεως τούτο πασχόντων, και των ανωτάτω ζητημά-των και πρώτων, ουδ’ εγώ μέμφομαι, αλλ’ ει δει ταληθές ειπείν, και προσεπαινώ και συνήδομαι. Και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων∙ μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού».
(10) Μ. Βασιλείου, Ηθικά, Όρος ΟΒʹ. Μτφρ.: Πρέπει οι ακροατές που είναι εκπαιδευμένοι στην κατανόηση των Γραφών να εξετάζουν (με βάση την Γραφή), όσα λέγουν οι Διδάσκαλοι (του θείου λόγου)∙ και όσα μεν είναι σύμ-φωνα με τις Γραφές να τα δέχονται, όσα όμως δεν συμφωνούν να τα αποβάλλουν. Και εκείνους τους διδασκάλους που επιμένουν με πείσμα στις κακοδοξίες τους να τους αποστρέφονται με φανερό και έντονο τρόπο».
(11) Ο Απόστολος Παύλος για την κάθαρση γράφει στον μαθητή του Τιμόθεο, επίσκοπο Εφέσου, τα βαρυσήμα-ντα: «Τους αμαρτάνοντας (εννοεί τους δημόσια σκανδαλίζοντες το πλήρωμα της Εκκλησίας) ενώπιον πάντων έλεγχε, ίνα και οι λοιποί φόβον έχωσι» (Α΄ Τιμ. 5, 20). Για το ίδιο θέμα ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος πα-ραγγέλλει στους χωρεπισκόπους τα αξιολογότατα: «Επικαθαρίσατε την Εκκλησία, τους αναξίους αυτής απελαύ-νοντας, και του λοιπού εξετάζετε μεν τους αξίους και παραδέχεστε» (P.G. 32, 401 και ΕΠΕ 2, 184).
(12) Οι διακινήσαντες την «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ», έχοντες πλήρη γνώση του περιεχομένου της δυναμικώς –αλλά με συνεσκιασμένη και ασαφή διδασκαλία– διακινούμενης και εξαπλούμενης ραγδαίως πα-ναιρέσεως του Οικουμενισμού, διατύπωναν την θέση ότι «η αίρεση του Οικουμενισμού... προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας... Επιβάλλεται από Πατριάρχες και επισκόπους νέο δόγ-μα περί Εκκλησίας... Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον ε-αυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας... Αυτήν την παναίρεση έχουν αποδεχθή εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι... Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συ-νοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου