skip to main |
skip to sidebar
τοῦ Μιχαήλ Γ. Χούλη
. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὀνομάζει ἁγίους
τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους ποὺ βοηθᾶνε τοὺς συνανθρώπους τους καὶ
συμμετέχουν στὴν θεραπεία τοῦ πανανθρώπινου πόνου. Μία τέτοια ζωὴ
προσφορᾶς δὲν εἶναι χριστιανικὸ μόνο προνόμιο. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἅγιος
εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπειδὴ ἔζησε μὲ σοβαρότητα τὴν πίστη του
στὸν Χριστὸ ὡς Θεό, ὄχι μόνο μετανοοῦσε, ἐξομολογεῖτο, κοινωνοῦσε συχνὰ
καὶ συμμετεῖχε στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὑπέστη βαθμηδὸν μία
ὀντολογικὴ ἀλλοίωση ἀπὸ τὴν ἄκτιστο χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν παρέμεινε στὸ
στάδιο τῆς ἠθικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ὁδηγήθηκε στὴ μέθεξη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ
θέωση. Ἀπὸ τὸ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Χριστὸ βέβαια προσέφερε
καὶ στοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἀγαποῦσε ὡς ἑαυτόν. Ἑπομένως τοὺς ἁγίους
ξεχωρίζει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἡ συνεχὴς ἐσωτερικὴ προσευχὴ
πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ὄχι μόνο οἱ ἠθικὲς καὶ καλὲς σχέσεις πρὸς
τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν προέρχονται πάντα, καὶ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, ἀπὸ
ἀγαθὴ συνείδηση.
. Κανεὶς δὲν γίνεται ἅγιος ἀπὸ μόνος του, παρὰ μόνο
συμμετέχοντας στὴν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Οὐσιαστικὰ ἅγιος εἶναι μόνο ὁ
Θεός. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός»,
ψάλλουμε σὲ κάθε Κυριακάτικη λειτουργία. Οἱ πιστοὶ ἁγιάζουν, ὅταν
ἑνώνονται μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ λάμπουν ὡς εἰκόνες Του. Μὴν
ξεχνᾶμε τί παραγγέλνει ὁ Θεὸς ἤδη ἀπὸ τὴν Π.Δ.: «Νὰ γίνεσθε ἅγιοι, διότι
ἐγὼ εἶμαι ἅγιος». Ὁ Χριστὸς δηλώνει καθαρὰ ὅτι εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου
καὶ μετέχοντας στὸ ἄκτιστο αὐτὸ φῶς Του ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς κατὰ χάρη,
ὅπως λέμε, καὶ ὄχι κατ’ οὐσίαν. Δὲν μετέχουμε τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ συνεχῶς θὰ
ἁγιαζόμαστε μεταβαίνοντες ἀπὸ δόξα σὲ δόξα.
. Αὐτὸ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς, νὰ γίνουμε δηλαδὴ κατοικητήριο τῆς
Θεότητας, διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, καὶ διὰ
τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ αὐξηθοῦμε «εἰς
ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ.
δ´13). Ὅσοι λοιπὸν μιμήθηκαν τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅσοι τηροῦν τὶς
ἐντολές του, ἐκεῖνοι λαμβάνουν τὴν κλήση καὶ τὴν πολλαπλασιάζουν σὰν τὰ
τάλαντα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔτσι οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν
ἐποχῶν εἶναι ὄχι οἱ κλητοὶ μόνο, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκλεκτοί. Διότι πολλοὶ
εἶναι ὅσοι ἐκλήθησαν, ἀλλὰ λίγοι ἀνταποκρίνονται σ’ αὐτὸ τὸ κάλεσμα,
ποιοῦντες ἔργα ἄξια μετανοίας.
. Μέσῳ λοιπὸν τῶν ἁγίων βλέπουμε τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς, ἀφοῦ
ἁγίασαν γιατί ἀκριβῶς τήρησαν τὸ θέλημά Του. Ἀνάλογα βέβαια μὲ τὴ δύναμη
καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὸν καθένα, διότι ὅλοι δὲν ἔχουν
τὴν δύναμη ἐκ Θεοῦ νὰ τρῶνε π.χ. ἐλάχιστα ὅπως οἱ ἀσκητὲς ἢ νὰ μὴν
βγαίνουν ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ κελί τους, ὅπως βλέπαμε σὲ παλιοὺς ἀσκητές.
Ὅλοι ὅμως οἱ πιστοὶ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ προσεύχονται καὶ νὰ
ταπεινώνονται καὶ αὐτὸ εἶναι βασικὸ ὡς ἀρχὴ τῆς ἁγιότητας. Οἱ ἅγιοι
λοιπὸν δὲν ἔχουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλὰ συμμετέχουν στὴν ἁγιότητα τοῦ
Χριστοῦ καὶ πρὸς τὸν Χριστὸ συνεχῶς προσανατολίζουν, ἀφοῦ ὁ Παράκλητος
ἐνοικεῖ στὴν ψυχοσωματική τους ὑπόσταση. Εἶναι ζωντανὲς καὶ ἔμψυχες
πινακίδες προσανατολισμοῦ πρὸς τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Αὐτὸ
ἀναφέρεται καὶ στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, διότι λέγει ὅτι «ὅσοι ἔλαβον
αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (α´12), ποὺ σημαίνει
ὅτι ἅγιος εἶναι κανεὶς ὡς υἱοθετημένος υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια
ὑποτιθέμενη παραψυχολογικὴ δύναμη δική του.
. Οἱ χριστιανοί, ἀκόμη, ἁγιάζουν καὶ καθίστανται δοχεῖα τῆς
θείας χάριτος, ἀνάλογα μὲ τὴν κατὰ δύναμη ἄξια προσέλευσή τους στὰ
μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν συμμετοχή τους στοὺς ἑορταστικοὺς
ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους, ποὺ εἶναι κυρίως δεσποτικοὶ [γιὰ τὸν Χριστὸ]
καὶ θεομητορικοὶ [γιὰ τὴν Παναγία]. Ἡ πνευματικότητά μας εἶναι καὶ
παραμένει λειτουργικὴ καὶ Χριστοκεντρική. Καὶ κορυφαία θέση στὴν
ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ ζωή, τὴ δεύτερη ἀμέσως μετὰ τὴν Ἁγία Τριάδα,
ἔχει φυσικὰ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ
Χριστός. Ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι εἶναι μέρος τῆς ἀνθρωπότητας. Τοὺς
αἰσθανόμαστε καὶ προσευχόμαστε σ’ αὐτοὺς ὡς φίλους καὶ συνοδοιπόρους
πρὸς τὸ ποθητὸ Τέρμα τοῦ παραδείσου. Καὶ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὴν ζωή
τους, τὴν διδασκαλία τους, τὰ μαρτύριά τους ὡς κάλεσμα μιμήσεως τῆς
θεάρεστης ζωῆς τους, μέσα ἀπὸ τὶς καθημερινὲς λαϊκὲς ἑορταστικὲς
συνάξεις, τὰ πανηγύρια, τὶς Κυριακάτικες λειτουργίες, τὶς προσευχὲς καὶ
τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων.
. Οἱ ἅγιοι ὁδηγοῦν μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ ἄλλους ἀνθρώπους
στὴν σωτηρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειὰ τῶν ἁγίων, θὰ λέγαμε. Πρῶτα-πρῶτα ὁ
Θεὸς λέει γι’ αὐτοὺς ὅτι «τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α´Βασιλ. Β´ 30).
Δηλαδὴ αὐτοὺς ποὺ μὲ δόξασαν στὴν γῆ, θὰ τοὺς δοξάσω ὄχι μόνο στὴν γῆ,
ἀλλὰ καὶ στὸν παράδεισο. Πῶς δοξάζουμε τὸν Θεό; Μὲ τὴν πίστη μας, τὴν
ἐλπίδα μας, τὴν ὑπακοή μας στὶς ἐντολές του, τηρώντας τὸν Δεκάλογο
ἐσωτερικὰ καὶ ὄχι βαρυγκωμώντας, δείχνοντας ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τοὺς
ἄλλους, θυσιάζοντας πολλὲς ἀνέσεις μας χάριν τῶν ἀναγκεμένων καὶ
προσπαθώντας νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ θέλημά Του. Αὐτὰ θέλει ὁ Θεὸς
ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μᾶς τὰ δείχνει ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους
μάλιστα βασανίστηκαν καὶ σφαγιάστηκαν, γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ
καὶ μᾶς προτρέπουν, ἂν χρειαστεῖ, νὰ προτιμήσουμε τὸ μαρτύριο παρὰ νὰ
ἀρνηθοῦμε τὸ ὄνομά Του.
. Οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ ὁμολογοῦσαν συνεχῶς ὅτι ἤσαν καὶ εἶναι
χριστιανοὶ –ἀφοῦ καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἅγιοι- καὶ αὐτὸ καλούμαστε νὰ
κάνουμε καὶ ἐμεῖς χωρὶς νὰ ντρεπόμαστε, σὲ μία κοινωνία ποὺ ὑποχωρεῖ στὰ
τῆς πίστεως. Ἂν λοιπὸν ζήσουμε ἔτσι, ὅπως ἐκεῖνοι, «ὁ μισθός μας θὰ
εἶναι πολὺς στὸν οὐρανό», ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μὲ τὰ
λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ (ε´12). Μάλιστα ὅσοι ἀφήσουν ὅλα τὰ ἐγκόσμια καὶ
ἀφιερωθοῦν στὸν Χριστό, ὅπως οἱ ἀσκητές, οἱ ἱεραπόστολοι, οἱ μοναχοὶ
κ.λπ., ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὄχι φυσικὰ γιὰ λόγους δόξας,
συμφέροντος, χρημάτων κ.λπ., αὐτοὶ θὰ ἔχουν ἑκατονταπλάσιο μισθὸ καὶ
δόξα στοὺς Οὐρανοὺς σὲ σχέση μὲ μᾶς τοὺς ὑπόλοιπους, ποὺ ζοῦμε «ἡσύχιον
βίον» καὶ πολὺ πιὸ εὔκολο (Ματθ. ιθ´ 27 κ.ε.). Αὐτοὶ εἶναι οἱ
«εὐνουχίζοντες (πνευματικὰ) ἑαυτοὺς» χάριν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνο ὁδηγοῦν πρὸς τὸν Χριστό, ἀλλὰ πρεσβεύουν καὶ μεσιτεύουν γιὰ μᾶς στὸν Χριστό.
. Κάποιοι ἑτερόδοξοι ἀρνοῦνται
βέβαια τὴν μεσιτεία τῶν ἁγίων, ἀλλὰ ἔχουν παρερμηνεύσει τὶς Γραφές.
Εἶναι δυνατὸν νὰ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ οἱ ἅγιοι, ὅσο ζοῦσαν στὴν γῆ, ὑπὲρ
τῆς σωτηρίας τῶν συνανθρώπων τους, καὶ ὅταν ἡ ψυχή τους, μετὰ τὸν
θάνατό τους, βρέθηκε καὶ βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό, νὰ μὴ ἐνδιαφέρονται
καὶ νὰ μὴν παρακαλᾶνε γιὰ μᾶς; Αὐτὸ δὲν εἶναι φυσικὰ λογικό. Ἔπειτα,
μεσίτες, ὅταν λέμε, ἐννοοῦμε ὅτι συμμετέχουν στὴν μεσιτεία τοῦ μόνου
μεσίτου, ποὺ εἶναι φυσικὰ ὁ Χριστός. Ὅτι δὲν εἶναι αὐτόνομα καὶ
ἀνεξάρτητα ἀπὸ Ἐκεῖνον μεσίτες. Διότι πόλεις σώζονται μέσῳ δεήσεων τῶν
ἁγίων (Ἱερ. Ε´1 Ἰεζ. ΚΒ´ 30) -ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ Ἀβραὰμ γιὰ τὴν σωτηρία
τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρων (Γέν. ΙΗ´ 23-33) καὶ ὁ Μωϋσῆς γιὰ τὸν
ἰσραηλιτικὸ λαὸ (Ἔξοδ. ΛΒ´ 9-14)- οἱ προσευχὲς τοὺς ἀνεβαίνουν ὡς
θυμίαμα στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. ε´ 8/ϛ´ 9-11) καὶ χαίρονται γιὰ κάθε
ἐπιστροφὴ πλανεμένου προβάτου (Λουκ. ε´7-10). Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἂν καὶ
βρισκόταν στὸν οὐρανό, ἀπάντησε θὰ λέγαμε στὴν αἴτηση τοῦ μαθητῆ του,
Ἐλισαίου, καὶ διὰ τοῦ Θεοῦ ἀνοίχθηκαν στὰ δύο τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη (Δ´
Βασιλ. Β´14). Ὁ ἴδιος προφήτης προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ δὲν ἔβρεξε γιὰ
τρία χρόνια καὶ πάλι προσευχήθηκε καὶ ἔπεσε ἡ βροχὴ καὶ ἡ γῆ
ξαναβλάστησε (Ἰακ. ε´ 17-18). Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχιερέας Ὀνίας καὶ ὁ Ἱερεμίας,
ὅπως διασώζει τὸ ὅραμα τοῦ Ἰούδα τοῦ Μακκαβαίου, ἂν καὶ κοιμηθέντες ἐν
Κυρίῳ, προσευχόντουσαν γιὰ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους καὶ γιὰ τὴν ἁγία πόλη
Ἱερουσαλὴμ (Β´ Μακκ. ιε´ 12-14). Ἄλλωστε «ἡ παράκληση τοῦ δικαίου ἔχει
μεγάλη δύναμη καὶ ἀποτελεσματικότητα» (Ἰακ. ε´16). Καὶ οἱ ἅγιοι
θεωροῦνται οἱ καλύτεροι φίλοι μας στὸν οὐρανό, ὅπως ἀκριβῶς ἦσαν καὶ στὴ
γῆ. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὀνομάζονται πρεσβευτὲς καὶ μεσίτες. Διότι
εἰσακούουν τὶς προσευχές μας καὶ εὔχονται γιὰ μᾶς καὶ παρακαλοῦν νὰ
ἐκδηλώσει τὸ ἔλεός Του ὁ Θεὸς στὸν κόσμο του, ἀφοῦ μετὰ τὴν ἐκδημία τους
ἄλλωστε ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωὴ βρίσκονται σὲ καλύτερη θέση καὶ ἔχουν
πληρέστερη παρουσία καὶ παρρησία κοντὰ στὸν Χριστό.
Βλέπουμε σὲ εἰκόνες ἁγίων κάποιο φωτοστέφανο νὰ περικυκλώνει τὴν κεφαλή τους. Τί συμβολίζει αὐτὸ τὸ φῶς τῶν ἁγίων;
. Οἱ ἅγιοι ὅπως εἴπαμε
ἀπολαμβάνουν τὴν δόξα καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ἄκτιστο,
δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, εἶναι ἀδημιούργητο καὶ αἰώνιο, ὅπως καὶ ὁ
Θεός. Οἱ ἅγιοι λοιπόν, ὡς συμμετέχοντες στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατὰ
διαστήματα λουσμένοι μὲ τὸ ἄκτιστο αὐτὸ φῶς, ποὺ εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
καὶ ὄχι ἡ οὐσία Του, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐσία Του καὶ αὐτὴν
ἐνεργοειδῶς φανερώνει. Τὴν δόξα αὐτὴ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ συμβολίζει καὶ ὁ
φωτοστέφανος τῶν ἁγίων στὶς εἰκονικὲς ἀναπαραστάσεις τους. Τὴν δόξα
αὐτὴ ἀποκαλύπτει ὁ προφήτης Δανιὴλ νὰ διοχετεύεται ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ
Θεοῦ (Ζ´ 9), τὸ φῶς αὐτὸ βλέπουμε νὰ περιβάλλει τὸν Μωϋσῆ στὴν φλεγόμενη
καὶ μὴ καιόμενη βάτο (Ἔξοδ. Γ´ 2), ἀλλὰ καὶ νὰ καταυγάζει τὸ πρόσωπό
του κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὅρος Σινὰ (Ἔξοδ. 34, 29-30). Μέσω τοῦ ἰδίου
αὐτοῦ φωτὸς ὁ προφήτης Ἠλίας ἀνυψώνεται στὸν οὐρανὸ διὰ πυρίνων ἀλόγων
(Σοφ. Σειρὰχ ΜΗ´ 9), ἀλλὰ καὶ τὴν οὐράνια αὐτὴ δόξα Τοῦ ἀφήνει ὁ Χριστὸς
νὰ φανεῖ στοὺς μαθητὲς Τοῦ κατὰ τὴν Μεταμόρφωσή Του (Λουκ. θ´ 29/ Ματθ.
ιζ´ 2), γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι σταυρώθηκε στὴ συνέχεια, ἂν καὶ
παντοδύναμος Θεός, ἐπειδὴ καὶ μόνο τὸ θέλησε ἐκεῖνος.
. Μὲ παρόμοια περιστατικὰ τῆς φανερώσεως τῆς φωτοειδοῦς δόξας
τοῦ Θεοῦ εἶναι φυσικὰ γεμάτη ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως δεικνύει τὸ
παράδειγμα τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ καὶ τοῦ μαθητῆ του Μοτοβίλωφ,
ποὺ ἀπὸ παραχώρηση Θεοῦ ταυτόχρονα βίωσαν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στὶς καρδιές τους καὶ ἔλαμψαν ὡς μικροὶ ἥλιοι, βιώνοντες
ἄρρητες ἐμπειρίες ἐκστάσεων οὐρανίων.
Πολλοὶ
κύκλοι ἑτεροδόξων κατηγοροῦν τοὺς Ὀρθοδόξους πὼς θεοποιοῦν τοὺς ἁγίους.
Ὅτι τοὺς λατρεύουν σὰν Θεούς. Τί ἀπαντᾶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
. Ὁρισμένοι ποὺ διαδίδουν
παρόμοιες ἀπόψεις εἶναι ἐντελῶς ἀνίδεοι τοῦ τί σημαίνει Ὀρθόδοξη πίστη.
Κανεὶς Ὀρθόδοξος δὲν προσεύχεται σὲ ἁγίους καὶ δὲν ἐπιζητεῖ τὶς
μεσιτεῖες τους θεοποιώντας τους. Οὔτε φιλώντας τὶς εἰκόνες ἔχουμε τὴν
αἴσθηση πὼς ἀσπαζόμαστε φυσικὰ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο ἢ τὸν Θεό. Ἐμεῖς λέμε
ὅτι τιμητικὰ προσκυνοῦμε καὶ σεβόμαστε τοὺς ἁγίους καὶ λατρευτικὰ μόνο
τὸν Θεό. Ἄλλωστε βαπτιζόμαστε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (ὄχι στὸ
ὄνομα κάποιου ἁγίου) καὶ ὁλόκληρη ἡ λατρεία μας (προσευχές, ὕμνοι, θεία
κοινωνία, ἀκολουθίες, εὐχές, ἀπολυτίκια ἁγίων κ.λπ.) εἶναι ἀφιερωμένη
στὸν Θεό, ἄσχετα ἂν ὁ κάθε ναὸς εἶναι ἀφιερωμένος σὲ κάποιον ἅγιο ἢ
ἁγία. Ἀκόμη, οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι, μάρτυρες, ἀσκητές, ὁμολογητὲς κ.λπ. τὸν
Θεὸ ἐλάτρευσαν, σ’ αὐτὸν προσευχόντουσαν καὶ γι’ αὐτὸν θυσίασαν τὶς ζωές
τους. Μὲ ποιά λογικὴ λοιπὸν ἰσχυρίζονται κάποιοι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι
λατρεύουν μόνο τοὺς ἁγίους, ἀντὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ;
. Τὸ ἴδιο ἰσχύει, ὅπως εἴπαμε, καὶ γιὰ τὶς εἰκόνες. Ἡ τιμὴ ποὺ
ἐκφράζουν οἱ πιστοὶ κατευθύνεται στὰ πρωτότυπα πρόσωπα ποὺ εἰκονίζουν,
στὸν οὐράνιο κόσμο τῶν ἁγίων καὶ τῶν πνευμάτων, καὶ ὄχι, ἐννοεῖται, στὰ
ὑλικὰ κατασκευῆς τῆς εἰκόνας (βλ. «Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τιμητικὴ
προσκύνηση τῶν ἁγίων», Γεωργίου Π. Σωτηρίου, ἔκδ. Ι. Μ. Ἁγίας Παρασκευῆς
Δομήρου Σερρῶν, σελ. 67-73). Τιμώντας δηλαδὴ τοὺς ἁγίους, ἢ τὶς ἁγίες
γυναῖκες ἢ τὰ λείψανά τους, ἐξαίρουμε τὴν αὐταπάρνηση, τὸν ἡρωισμό, τὴν
ἀφοσίωσή τους στὸν Θεό, τὸν ἐνάρετο βίο τους, τὴν ἀγάπη τους πρὸς τοὺς
συνανθρώπους τους. Γίνονται ἔτσι οἱ ἅγιοι ἕνα παράδειγμα γιὰ ὅλους μας,
ἀφοῦ καὶ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν μᾶς προτρέπει: «Νὰ ἐπιδιώκετε τὴν εἰρήνη
μὲ ὅλους. ἐπιδιώκετε καὶ τὴν ἁγιότητα, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν θὰ
ἀντικρίσει τὸν Κύριο» (Ἑβρ. ιβ´ 14). Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν στὴν Παλαιὰ
Διαθήκη νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται λ.χ. ὁ εὐσεβὴς βασιλιὰς Ἐζεκίας μετὰ
τὸν θάνατόν του ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἱεροσολυμίτες (Β´ Παρ. ΛΒ´
33) καὶ νὰ μὴ δοξάζονται καὶ τιμῶνται μετὰ θάνατον οἱ ἅγιοι τῆς
Ἐκκλησίας;
. Ἄλλωστε ὁ Θεὸς ἀρνεῖται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὴν τιμὴ καὶ λατρεία
τῶν εἰδώλων, δηλαδὴ θεοποιημένων ἀντικειμένων, ζώων ἢ ἀνθρώπων καὶ ὄχι
τὴν καθημερινή, θρησκευτικὴ καὶ λατρευτικὴ χρήση διαφόρων πραγμάτων καὶ
εἰκόνων πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματός Του. Διότι καὶ ὁ Μωυσῆς διετάχθη ἀπὸ τὸν
Θεὸ νὰ κατασκευάσει δύο Χερουβεὶμ στὰ δύο ἄκρα τοῦ ἱλαστηρίου τῆς
Διαθήκης (Ἔξοδ. ΚΕ´18-20), καὶ ὁ βασιλιὰς Σολομώντας σκάλισε ἀγγέλους
Χερουβίμ, φοίνικες, βόδια, λέοντες καὶ ἄνθη στὸ Ναὸ ποὺ οἰκοδόμησε, μὲ
τὰ ὁποῖα ἀνάγλυφα σχήματα ὅμως καὶ σχέδια ὁ Θεὸς εὐαρεστήθηκε (Α´ Βασιλ.
Θ´ 3), διότι δὲν τοποθετήθηκαν στοὺς τοίχους γιὰ νὰ λατρεύονται ἀλλὰ
γιὰ τὸν καλλωπισμὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης
πρὸς Αὐτόν.
Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ πῶς ἁγιάζουν οἱ χριστιανοὶ καὶ γιὰ τὰ ἅγια λείψανα
. Τὰ ἅγια λείψανα εἶναι ἡ
ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἀφθαρτοποιεῖ τὴν κτίση πρὸς δόξαν Του καὶ
γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων. Τὰ λείψανα πολλῶν ἁγίων (καὶ ὄχι ὅλων) μένουν
ἄφθαρτα γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοὺς εἶχε ἰδιαίτερα ἐπισκεφθεῖ ὅσο ζοῦσαν
ἐν τῷ κόσμῳ, ἔχουν καταστεῖ σκεύη ἐκλογῆς του καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
ἔχει κατασκηνώσει στὴν καρδιά τους. Εἶναι μία ἀπόδειξη ἀκόμη ὅτι θὰ
ἀναστηθεῖ καὶ τὸ σῶμα μας στὴν Δευτέρα Παρουσία, διότι ὅπως λέμε καὶ στὸ
Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος
αἰῶνος». Ἄνθρωπος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανική μας πίστη δὲν εἶναι μόνο ἡ
ψυχή, ἀλλὰ ψυχὴ καὶ σῶμα ἑνωμένα σὲ ἕνα ἀδιάσπαστο σύνολο, ἀφοῦ καὶ
αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι προσωρινὸς καὶ δὲν θὰ κρατήσει διαζευγμένα τὰ
σώματα ἀπὸ τὶς ψυχές τους ἐσαεί.
. Ὁ ἅγιος, τοῦ ὁποίου τὸ σκήνωμα διατηρεῖται ἀκέραιο, ἔχει φτάσει
στὴν φιλόθεη κατάσταση ἐκείνη ποὺ ὀνομάζουμε θέωση. Τὰ στάδια τῆς κατὰ
Χριστὸν ζωῆς εἶναι τρία, χωρὶς φυσικὰ νὰ ὑπάρχουν μεταξύ τους στεγανά.
Εἶναι τὸ στάδιο τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοὸς καὶ τῆς θέωσης. Στὸ
στάδιο τῆς καθάρσεως ὁ χριστιανὸς παλεύει μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ μὲ τὴν
χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν δική του ἄσκηση φτάνει στὸ σημεῖο νὰ μὴ ἐνδίδει
στὶς ὀρέξεις τῆς σαρκός, στὴ σειρήνα τῆς ἡδονῆς καὶ στὸ κοσμικὸ
φρόνημα, ἐνῶ μένει ταπεινὸς καὶ ἐπιδίδεται στὴν προσευχὴ καὶ τὴν
ἔμπρακτη ἀγάπη. Στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ,
δηλαδὴ ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς του, ἀνοίγει στὴν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ
καὶ ὁ χριστιανὸς ἀποκτᾶ θεῖες ἐμπειρίες τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν διόραση,
τὴν προόραση, τὴν μακρινὴ ἀκοὴ κ.ἄ. Δυνάμεις, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι δικές
του, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἔχει κατασκηνώσει μέσα του. Στὴν
κατάσταση αὐτὴ ὁ ἅγιος δὲν βιώνει πλέον λύπη, ὀδύνη καὶ στεναγμούς, ἀλλὰ
τὴν ἀναφαίρετη καὶ μοναδικὴ χαρὰ τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος ποὺ ζεῖ ἀπὸ
αὐτὴ τὴ ζωή. Λιώνει μάλιστα ἀπὸ ἀγάπη ὁ μεταμορφωμένος πιὰ ἄνθρωπος γιὰ
ὅλη τὴν κτίση καὶ γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ τὸν συνάνθρωπό
του καὶ μὲ τὶς θερμὲς προσευχές του ἀπευθύνεται στὸν μόνο δυνάμενο νὰ
βοηθήσει οὐσιαστικὰ παντεπόπτη Κύριο.
. Στὸ ἀνώτατο στάδιο τῆς θεώσεως ὁ χριστιανὸς λούζεται ἀπὸ τὶς
ἀκτίνες τοῦ θείου καὶ ἀκτίστου φωτὸς καὶ γιὰ ὅσο διάστημα διαρκοῦν αὐτὲς
οἱ ἐμπειρίες κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ὁ πιστὸς δὲν νοιώθει πόνο, πείνα,
δίψα ἢ ἄλλη βιολογικὴ ἀνάγκη, ἀφοῦ δὲν τρέφεται πλέον ἀπὸ τὴν βιολογία
του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο καὶ μεγαλύτερο στάδιο
πίστεως καὶ ἔμπρακτης χριστιανικῆς ζωῆς, ἀπὸ αὐτὴν ἤδη τὴν ζωή,
«δημιουργεῖ» τὰ ἄφθαρτα λείψανα τῶν ἁγίων -ἂν καὶ ἡ ἀφθαρσία τῶν
λειψάνων δὲν παύει νὰ εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ ὁρισμένους ἁγίους (καὶ ἡ
σωτηρία ἄλλωστε) καὶ δὲν εἶναι κατάσταση ποὺ φτάνει κανεὶς μὲ τὶς δικές
τους δυνάμεις. Δίδεται βέβαια σὲ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν μὲ πάθος τὴν
ἐλπίδα καὶ πίστη τους στὸν Θεὸ καὶ δὲν συνθηκολόγησαν μὲ τὸ κοσμικὸ
πνεῦμα ἢ δὲν ἐνέδωσαν ἕως τέλους στὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ.
. Ὁ σκοπὸς ἑπομένως τῆς ζωῆς ὅλων μας εἶναι νὰ γίνουμε ἅγια
λείψανα, δεδομένου ὅτι ὁ θάνατος θὰ μᾶς εὕρει ὅλους καὶ κανεὶς δὲν θὰ
ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη αὐτή, παρεκκλίνουσα ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ σχέδιο τοῦ
Θεοῦ, μοίρα. Τὰ ἅγια λείψανα λοιπὸν σηματοδοτοῦν τὴν «αἰώνιο ζωὴ καὶ τὸ
μέγα ἔλεος» καὶ προσανατολίζουν πρὸς τὴν ἀκοίμητο δόξα ποὺ περιμένει
ὅλους μας, ἀφοῦ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας καὶ βαδίσουμε πραγματικὰ
στὰ χνάρια τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πνευματικοὶ φάροι, ποὺ κρατοῦν σὲ
ἐγρήγορση διαχρονικὴ τὶς πρὸς τάσιν ἐκκοσμικεύσεως γενεὲς τῶν
χριστιανῶν, ὥστε νὰ μὴ ξεφύγουν ἀπὸ τὸν μόνο ἄξιο δρόμο τῆς ζωῆς καὶ
παρασυρθοῦν ἀπὸ τὰ κύματα ποὺ σηκώνει τὸ παμφάγο στόμα τοῦ ἅδη. Εἶναι
ὁδοδεῖκτες ποὺ διαλαλοῦν ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἡ προσωπική μας
Πεντηκοστὴ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Φλεγόμενης Βάτου τοῦ Μωυσῆ, ποὺ ἀποκτᾶται
δωρεὰν διὰ τοῦ φαρμάκου τῆς ἀθανασίας, τῆς Θείας δηλαδὴ Κοινωνίας καὶ
τῆς διαρκοῦς μετανοίας.
Οἱ
μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση ὅτι ὁ σκοπὸς τῶν
ἀνθρωπίνων σωμάτων εἶναι νὰ ἁγιάσουν καὶ ἀφθαρτοποιηθοῦν, καθὼς καὶ οἱ
ψυχές τους
. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει
ὅτι τὰ σώματά μας εἶναι ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεῖ μέσα μας
καὶ ὅτι πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὰ σώματά μας καὶ μὲ τὶς
ψυχές μας, ποὺ καὶ τὰ δύο ἀνήκουν στὸν Θεὸ (Α´ Κορ. ϛ´15-20). Συνεχίζει
μάλιστα σὲ ἄλλο σημεῖο γιὰ νὰ πεῖ ὅτι τὸ εὐτελὲς σῶμα μας θὰ
μετασχηματίσει ὁ Θεὸς καὶ θὰ τὸ μεταποιήσει σὲ σῶμα σύμμορφο μὲ τὸ σῶμα
τῆς δόξας Του (Φιλ. γ´21). Εὐωδία τῶν λειψάνων, θαυματουργία αὐτῶν,
καθὼς καὶ ἀντικειμένων τῶν ἁγίων καὶ τιμὴ πρὸς αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ πολλὰ
σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης (Β´ Κορ. β´ 15/ Ματθ. θ´ 20/ Μάρκ. ϛ´
13/Πράξ. κθ´12), ἀλλὰ καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στὸ Β´ Βασιλειῶν ΙΓ´
20-21 περιγράφεται ἡ περίπτωση πεθαμένου ποὺ τὸν ἔριξαν στὸν τάφο τοῦ
προφήτη Ἐλισαίου καὶ μόλις ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ὀστᾶ τοῦ προφήτη,
θαυματουργικὰ ὁ νεκρὸς ζωντάνεψε καὶ ἔζησε. Παρόμοια πίστη ἀναφέρεται
καὶ στὸ Γ´ Βασιλ., ὅπου γέροντας προφήτης παρεκάλεσε τὰ παιδιά του νὰ
τὸν θάψουν ὅταν πεθάνει στὸν ἴδιο τάφο ποὺ εἶχε θαφτεῖ κάποιος ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ ὀστᾶ τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου νὰ ὁδηγήσουν μὲ τὴν δύναμη τοῦ
Θεοῦ καὶ τὸν προφήτη στὴν σωτηρία (ΙΓ´ 25-31) (βλ. π. Ἀντωνίου
Ἀλεβιζόπουλου, «Ἡ Ὀρθοδοξία μας», Ἀθήνα 1994, σελ. 463-465).
. Ἡ τιμὴ πρὸς τὰ ἅγια λείψανα ἐπικρατοῦσε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία,
ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια. Ἀπὸ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου
μαθαίνουμε ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ συναθροίζονταν στοὺς τάφους τῶν
μαρτύρων, τελοῦσαν πάνω στὰ λείψανά τους τὴ θεία λειτουργία καὶ τιμοῦσαν
ἰδιαίτερα τὴ μνήμη τους. Μὲ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ γινόντουσαν
πολλὰ θαύματα, ὅπως διασώζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνῶ τὸ τίμιο
καὶ χαριτόβρυτο λείψανο τῆς ἁγίας Ἰουλίττας, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος,
ἁγιάζει τὴν πόλη, τοὺς ἐπισκέπτες καὶ τοὺς ἀρρώστους. Τέλος, καὶ ὁ
μελίρρυτος ποταμὸς τῆς σοφίας, ἱερὸς Χρυσόστομος, κηρύττει ὅτι οἱ ναοί,
οἱ λειψανοθῆκες τῶν ἁγίων καὶ πολὺ περισσότερο τὰ ἴδια τὰ ὀστᾶ τους,
ὁδηγοῦν στὴν ψυχοσωματικὴ ὑγεία, στὴν ἀπομάκρυνση τῶν δαιμονίων καὶ τὴν
ἐλευθερία ἀπὸ τὴν καταδυνάστευσή τους (βλ. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου,
«Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων…», ἔκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, σελ. 63-66).
. Τὰ λείψανα ἑπομένως τῶν ἁγίων ποὺ διατηροῦνται ἀνέπαφα εἶναι
ἕνα συνεχὲς θαῦμα. Διότι εἶναι ἀπολύτως λογικὸ νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι
ὅπως ἡ μηλωτὴ τοῦ προφήτη Ἠλία ποὺ διαχώρισε τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, τὰ
μαντήλια τῆς κεφαλῆς ἢ τοῦ λαιμοῦ τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Πράξ. ιθ´ 12)
καὶ ἡ σκιὰ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (Πράξ. ε´15) ἔκαναν «σημεῖα καὶ τέρατα»
ὅσο ἐκεῖνοι ζοῦσαν, ἔτσι καὶ τὰ ἴδια τὰ ἄφθαρτα σώματα τῶν ἁγίων, ποὺ
παραμένουν στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀνθρώπων, ἐπιτελοῦν οὐκ ὀλίγα θαύματα. Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀφοῦ ἐπισημαίνει ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ τὰ
θαύματα ἰάσεων ἔχουν λιγοστέψει ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, διότι ἔχει
ἁπλωθεῖ πλέον ὁ Χριστιανισμὸς στὸν κόσμο καὶ τὸ ἀνώτερο θαῦμα εἶναι ἡ
ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι στὰ λείψανα τῶν ἁγίων
παρευρίσκεται ὄχι κάποια ψυχικὴ δύναμη, ἀλλὰ ἐκείνη ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ποὺ προσανατολίζει συνεχῶς πρὸς τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων μὲ
τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦν (εἰς τὸν ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ΕΠΕ 37). Ἑπομένως
τὰ σώματα τῶν ἁγίων θαυματουργοῦν λόγῳ τῆς σύνδεσης τῶν χριστιανῶν -ὅσο
ζοῦσαν πάνω στὴν γῆ- μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ χάρη εἶναι
ἀποταμιευμένη στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ὁποία αὐτὴ χάρη ἐμποτίζεται καὶ τὸ
σῶμα τοῦ πιστοῦ, ἐφ᾽ ὅσον ζεῖ ἔμπρακτα τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη
του, ἀσκεῖται, κοινωνεῖ, ταπεινώνεται καὶ ἀγαθοεργεῖ.
Τέλος,
. Ὁ Θεὸς εἶναι πάντα νέος,
εἶναι ὅ,τι πιὸ ὄμορφο ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγάπη του δὲν ἔχει ὅρια. Καὶ μᾶς
καλεῖ στὸν δρόμο τῆς ἁγιότητας, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ὄντως ἅγιος καὶ μόνο
αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς θὰ ἐπικρατήσει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ὁ Θεὸς δὲν
εἶναι φόβητρο ἢ ἀστυνόμος τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἀναζητάει παντοῦ τὸν ἔνοχο
γιὰ νὰ τὸν καταδικάσει, ὅπως σκεφτόντουσαν κάποτε στὴ Δύση. Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀντίθετα ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ μόνος του, καὶ μὲ σκέψεις, λόγια ἢ ἔργα,
ἀπομονώνεται καὶ χάνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς
τοῦ ἀποτυχαίνει, ἀστοχεῖ νὰ βαδίσει τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας καὶ
ἀποξενώνεται ἀπ’ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς
συνανθρώπους του. Ὁ Κὰρλ Ράινερ, ἕνας σπουδαῖος Γερμανὸς θεολόγος,
περίπου ἔλεγε: ‘Δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ ἕνα 60% τῶν ἀπόψεων περὶ Θεοῦ, στὶς
ὁποῖες ὁρισμένοι πιστεύουν σήμερα, δὲν ἰσχύουν πραγματικὰ γιὰ τὸν Θεό’.
Πῶς θὰ βροῦμε ἑπομένως πραγματικὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν γνήσια εἰκόνα του;
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ ἴδιος Θεὸς ἀποκαλύπτεται προσωπικὰ μέσα στὴν
Ἐκκλησία Του, διὰ τῆς πίστεως, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καὶ τῆς ἄδολης
ἀγάπης. Ἀποκαλύπτεται στὶς καθαρὲς καρδιές, ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν
ἄσκηση ἔχουν γίνει χῶρος διαμονῆς Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου