Γράφει ο Ἱερομόναχος Δαμασκηνός
Θέμα: α. Ὀρθόδοξος διαπαιδαγώγησις τῆς Ἑλληνικῆς νεολαίας.
β. Ἵδρυσις τμήματος Μουσουλμανικῶν σπουδῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ.
γ. Θρησκειολόγοι, διαθρησκειακοὶ καὶ διαχριστιανικοὶ διάλογοι.
Σχετικὴ μὲ τὰς ὑπ΄ ἀρ.
α) 39/15.8.2013
β) 41/20.10.2013
καιγ) 43/12.12.2013 ἡμετέρας πρὸς τὸν
Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον καὶ τὴν σεπτὴν
Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
«Τὸ μὲν ἁπλῶς πάντα ἐπαινεῖν καὶ τὰ καλῶς ἔχοντα καὶ τὰ
μὴ καλῶς, οὐκέτι φιλοῦντος, ἀλλ΄ ἀπατεῶνος καὶ εἴρωνος.»
Ἰω. Χρυσόστομος ΕΠΕ 39, 16
Μακαριώτατε καὶ σεπτὲ Πρόεδρε τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ σεπτοὶ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, οἱ συγκροτοῦντες τὴν
Ἱεραρχίαν τῆς καθ΄ Ἑλλάδα, Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας,
Βαθυσεβάστως κλίνας γόνυ τῆς ψυχῆς
καὶ τοῦ σώματος ἀσπάζομαι τὰς χεῖρας πάντων Ὑμῶν, δι΄ ὧν διαπορθμεύεται ἡ Χάρις
τῆς Πεντηκοστῆς εἰς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ ἄφατον ὀδύνην ἀπευθύνω πρὸς Ὑμᾶς,
τὸ παρὸν γράμμα, ἐν συνεχείᾳ τῶν ὡς ἄνω κατὰ τὸ παριππεῦσαν ἔτος σχετικῶν
ἐπιστολῶν μου, ἀναφορικῶς μὲ τὴν διδασκαλίαν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἰς τὰ Σχολεῖα
τῆς Ἑλλάδος.
Πῶς εἶναι δυνατόν, Μακαριώτατε,
Ὑμεῖς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ θεσμικῶς τεταγμένος φῦλαξ
καὶ ποιμήν, «τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ» (Ἰωάν. 21,16) διὰ νὰ προφυλάσσῃ ταῦτα
ἀπὸ τοὺς «βαρεῖς καὶ λοιμώδεις λύκους», νὰ ἐξακολουθῇ νὰ συνεργάζεται μὲ τὸν κ.
Γιαγκάζογλου, καθοδηγητὴν τῶν θρησκειολόγων καὶ τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, διὰ τὴν
μετάλλαξιν τοῦ μαθήματος τῆς Ὀρθοδόξου ἀγωγῆς τῶν ἑλληνοπαίδων εἰς τὰ σχολεῖα
τῆς χώρας, διὰ μέσου τῶν πιλοτικῶν προγραμμάτων, ἔνθα ἐξισώνει τὸν ἀληθῆ Θεὸν
μὲ τὰς δαιμονικὰς πλάνας τῶν θρησκειῶν;
Οὗτος μάλιστα προσφάτως ἐτέθη ἐπὶ
κεφαλῆς ὁμάδος θεολόγων, ἀναξίων τῆς ἰδιότητος τοῦ Ὀρθοδόξου θεολόγου, διὰ νὰ
συνεχίσουν σύνταξιν πιλοτικοῦ προγράμματος καὶ εἰς τὰ Λύκεια τῆς χώρας, πρὸς
ὁλοκλήρωσιν τῶν ἐγκλημάτων των, κάτω ἀπὸ τὰ βλέμματα, ἴσως καὶ τὴν ἐνθάρρυνσιν,
τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος.
Καὶ ἐνῶ δὲν ἔχει ἀποκηρύξει τίποτε
ἀπὸ τὰς πρωτοφανεῖς ἰδέας καὶ βλασφημίας του, τὰς ὁποίας ἔχει δημοσίως καὶ
γραπτῶς διακηρύξῃ, ὡς σύμβουλος τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καὶ καθοδηγητὴς τῶν
θρησκειολόγων, (ὅρα ἐπιλεκτικῶς τὰς βλασφημίας ταύτας εἰς τὸ συνημμένον
παράρτημα τῆς ὑπ΄ ἀρ. 39/15.8.2013 ἡμετέρας πρὸς Ὑμᾶς ἐπιστολῆς), οὐχὶ μόνον
ἐξακολουθεῖ νὰ διευθύνῃ τὸ περιοδικὸν «ΘΕΟΛΟΓΙΑ», προφανῶς διὰ νὰ ἐπηρεάζῃ τοὺς
ἀναγνώστας του, ἐσχάτως ὁμιλεῖ καὶ εἰς τὸν ῥαδιοφωνικὸν σταθμὸν τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, -τὸν ὁποῖον ἀκούουν μόνον ἡλικιωμένοι -, ὡς πρότυπον ὑποκριτοῦ, μὲ
ἀκραιφνῆ ὀρθόδοξον τρόπον.
Διπλοπρόσωπος λοιπόν, ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ
πρὸς τοὺς νέους, τοὺς ὁποίους ἐνδιαφέρονται νὰ ἀλλάξουν αἱ σκοτειναὶ δυνάμεις,
καὶ ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ πρὸς τοὺς παγιωμένους εἰς τὴν πίστιν ἡλικιωμένους.
Διατί, ἀγνοεῖτε, Μακαριώτατε, τὰς
ὑγιεῖς φωνὰς τῆς πλειοψηφίας τῶν θεολόγων, τεκμηριωμένων διὰ Πανελληνίων
ὀρθοδόξων Συνεδρίων, μὲ συμμετοχὴν Ἁγίων Ἀρχιερέων, ὀρθοδόξως σκεπτομένων,
Καθηγητῶν Πανεπιστημίων, καὶ λοιπῶν ἐπιφανῶν λογίων καὶ δημοσίων ἀνδρῶν ἐκ τῆς
κρατικῆς ἱεραρχίας;
Διατί φοβεῖσθε καὶ ἀρνεῖσθε
ἐπιμόνως νὰ εἰσαγάγετε τὸ θέμα πρὸς συζήτησιν εἰς τὴν ἡμερησίαν
διάταξιν τῶν θεμάτων τῆς ὁλομελείας τοῦ Σώματος τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας;
Διατί ἐνεργεῖτε ἐν τῇ πράξει καὶ
κεκαλυμμένως, ὡς ἐνεργεῖ τὸ Βατικανόν; Μήπως ἡ πλάνη τοῦ ἀλαθήτου Ρωμαίου
ποντίφηκος, εἰσῆλθε λεληθότως καὶ ἐν τῇ διοικήσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Δὲν στενοχωρεῖσθε ἀπὸ τὴν ἄγνοιαν
καὶ τὴν μακρὰν τοῦ Θεοῦ ζωὴν τῆς νεολαίας, ὡς τὴν κατήντησεν ἡ ἄθεος Παιδεία
τῶν Κυβερνήσεων, αἱ ὁποῖαι κατέστρεψαν τὴν χώραν;
Διατί δίδετε μεγαλυτέραν σημασίαν
εἰς τὰ «συσσίτια», τὰς τραπέζας (Πραξ. 6,2) τῆς ὑλικῆς καὶ «ἀπολλυμένης
βρώσεως» (Ἰωάν. 6,27), ἀπὸ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, «τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ», ὁ ὁποῖος θὰ κρίνῃ τὸν κόσμον «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰω. 12,
48);
Τὰ Ὑμέτερα πνευματικὰ αἰσθητήρια δὲν
ἀντιλαμβάνονται, Μακαριώτατε, τὸ ἐπιχειρούμενον, εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔγκλημα ὑπὸ τῆς
Μασσωνίας καὶ τῶν λοιπῶν ἀντιχριστιανικῶν κέντρων;
Τί ὠφελεῖ ἡ φραστικὴ καταδίκη τῆς
Μασσωνίας ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅταν ὑπὸ τὰ ὄμματά Σας, προχωρεῖ τὸ ἔργον τῆς
Μασσωνίας νὰ δηλητηριάσῃ τὰ νειᾶτα τῆς Ἑλλάδος;
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης
σημειώνει: «τῶν πονηρῶν καὶ κακοδόξων τὰ στόματα ἰοῦ γέμει θανατηφόρου, (ἐν
προκειμένῳ τῶν θρησκειολόγων), οὗ μιγνυμένου τοῖς ῥήμασι τῆς ζωῆς, θανατηφόρα
καὶ ταῦτα τοῖς ἀπερισκέπτως ἀκούουσι γίνεται. Φύγωμεν οὖν τοὺς τὰς Πατρικὰς
ἐξηγήσεις μὴ παραδεχομένους εἰσάγειν τὰ ἐναντία…» (P. G. 151, 424 c)
Καὶ ἀλλαχοῦ λέγει ὁ ἴδιος Πατήρ:
«Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δ’ ἔργοις ἀρνοῦνται… ποῦ τάξωμεν τοὺς τοιούτους
ὁμολογοῦντας ἅμα καὶ ἀρνουμένους Θεόν; Μετὰ τῶν πιστῶν; ἀλλ΄ ἀρνοῦνται τοῖς
ἔργοις˙ μετὰ τῶν ἀπίστων; ἀλλ΄ ὁμολογοῦσι διὰ τῆς γλώττης˙ ὄντως
διπρόσωπόν εἰσί τι καὶ δυσξύμβλητον τέρας». (P.G. 151, 384 CD)
Ἡ τακτική Σας ἐν προκειμένῳ,
Μακαριώτατε, ὑπενθυμίζει ἀπαραλλάκτως τὴν συμπεριφορὰν τοῦ ἀνόμου Ἰουδαϊκοῦ
Συνεδρίου, τῶν Ἄννα καὶ Καϊάφα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔδει νὰ ἐμποδίσῃ τὴν καταδίκην
τοῦ Μεσσίου, ὅμως τὸ συνέδριον αὐτὸ ἐξώθησε τὸν Πιλᾶτον, νὰ Σταυρώσῃ τὸν μόνον
Ἀναμάρτητον (Ἰω. 18,29 καὶ ἑξῆς).
Ὑμεῖς λοιπόν, μὲ τὴν στάσιν Σας,
ἐνθαρρύνετε τὴν ἄθεον πλέον καὶ ἀρνησίχριστον Πολιτείαν, νὰ προχωρήσῃ εἰς τὴν
νόθευσιν τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῶν Ἑλληνοπαίδων. Γίνεσθε λοιπὸν ἐν
ἐπιγνώσει ἢ ἀνεπιγνώστως, – ὁ Θεὸς οἶδεν -, ἠθικὸς αὐτουργὸς τῶν διενεργουμένων
πνευματικῶν ἐγκλημάτων.
Μετ΄ ὀλίγον καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα θὰ
κλείνωνται οἱ Ἱ. Ναοί, καθὼς εἰς τὴν Δύσιν, ἔνθα πωλοῦνται ὡς ἑστιατόρια καὶ καφετέριαι.
Αὐτὴν τὴν Εὐρώπην ἐζήλευσαν οἱ Ἕλληνες. Πολιτικοὶ καί τινες Ἀρχιερεῖς, καθὼς
καὶ ὁ λαός, ὅστις μόλις ἀφυπνίζεται, ἐκ τοῦ ληθάργου, λόγῳ τῆς
διαλυθείσης οἰκονομικῆς εὐημερίας.
Δὲν Σᾶς προβληματίζει, Μακαριώτατε,
ὡς καὶ ἅπασαν τὴν σεπτὴν Ἱεραρχίαν, τὸ γεγονὸς τῆς χρηματοδοτήσεως, μέσῳ τῶν
ΕΣΠΑ, ἔργων Ἱ. Μητροπόλεων, Ἱερῶν Μονῶν καὶ ἄλλων καθιδρυμάτων, ἀνὰ τὴν
Ἐπικράτειαν, – ἐν μέσῳ μιᾶς τοιαύτης οἰκονομικῆς κρίσεως ἀφ΄ ἑνός, καὶ ἀφ΄
ἑτέρου ἐπιβολῆς ἑνὸς ἐξουθενωτικοῦ καὶ καταστροφικοῦ διὰ τὸ σύνολον τοῦ
Ἑλληνικοῦ λαοῦ φορολογικοῦ συστήματος; Ὁ λαός, ἐντὸς ὀλίγου, θὰ πωλήσῃ ὄχι
μόνον τὰς οἰκίας του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν του˙ οἱ Πολιτικοὶ θὰ ξεπουλήσουν τὴν
Ἑλλάδα εἰς τοὺς Εὐρωπαίους, διαπράττοντες τὴν μεγαλυτέρανἘθνικὴν προδοσίαν
τῶν αἰώνων, παρὰ τὰς διαμαρτυρίας πολλῶν ὑγιῶν φωνῶν, διακεκριμένων
συνταγματολόγων, ἐγκρίτων καθηγητῶν τοῦ διεθνοῦς δικαίου, οἰκονομολόγων καὶ
ὑγιῶς σκεπτομένων δημοσιογράφων.
Ὁ παρακολουθῶν σχετικὰ δημοσιεύματα,
πρόσφατα καὶ παλαιότερα, καὶ δεόντως φιλοσοφῶν, κατανοεῖ τοὺς εὐκόλως
νοουμένους σκοπούς, δι΄ οὓς γίνονται αἱ τοιαῦται χρηματοδοτήσεις.
Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ Ὑπουργεῖον
Παιδείας, ἐξ ἑνὸς νὰ καταργῇ Σχολεῖα, ἀνὰ τὴν Ἐπικράτειαν, νὰ
ἀπολύῃ ἐκπαιδευτικούς, δῆθεν δι΄ ἐξοικονόμησιν χρημάτων, καὶ ἐξ ἑτέρου
νὰ διαθέτῃ τόσα πολλὰ ἑκατομμύρια εὐρὼ διὰ Πιλοτικὰ προγράμματα μεταλλάξεως τῆς
πνευματικῆς ταυτότητος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μέσω τῶν ΕΣΠΑ;
Ἄλλοι αὐτοκτονοῦν ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν,
ἄλλοι λιμοκτονοῦν καὶ ἄλλοι, -ὀλίγοι πάντως-, καρπῶνται τὸν πακτωλὸν αὐτῶν τῶν
χρημάτων, εἰς ἔργα καὶ προγράμματα, μὴ ἀναγκαῖα διὰ τὴν μοναδικὴν εἰς
κρισιμότητα, παροῦσαν συγκυρίαν.
Θὰ ἦτο ποτὲ δυνατόν, Μακαριώτατε, οἱ
ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος, ἐπίσκοποι Ἀλεξανδρείας,νὰ
συνεργασθοῦν μὲ τὸν Ἄρειον καὶ τὸν Νεστόριον ἀντιστοίχως, ὡς Ὑμεῖς συνεργάζεσθε
μὲ τὸν κ. Γιαγκάζογλου καὶ τοὺς θρησκειολόγους, τῶν ὁποίων τὰ κείμενα
περιέχουν μεγαλυτέρας βλασφημίας;
Δὲν θὰ εἶχε, Μακαριώτατε, κανεὶς
ἀντίρρησιν νὰ σεβασθῶμεν, «τὴν ἑτερότητα» τῶν θρησκειολόγων, τὸ διαφορετικὸν
αὐτῶν φρόνημα ἀπὸ τὸ «Καθολικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας», τὸ διὰ τῶν
αἰώνων διακηρυχθὲν καὶ βιωθέν, ἐὰν οἱ θρησκειολόγοι δὲν εἶχον τὴν
ἐπίμονον προσπάθειαν νὰ τὸ ἐπιβάλουν εἰς τὴν ἐκπαίδευσιν τῆς νεολαίας.
Συνήθως ὅμως εἰς τὴν ἐποχήν μας, οἱ
κοπτόμενοι διὰ τὰ δικαιώματα τῶν μειονοτήτων, – θεσμοὶ καὶ πρόσωπα
-, δὲν ἐνδιαφέρονται διὰ τὰς μειονότητας, διότι δὲν ἔχουν τὴν ἀγάπην τοῦ
Χριστοῦ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, ἀλλὰ κινοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Σατανᾶ,
ὑποκρινόμενοι δῆθεν, ὅτι σέβονται τὴν ἐλευθερίαν τοῦ προσώπου, εἰς τὴν
πραγματικότητα ὅμως μισοῦν τὴν Ἀλήθειαν καὶ προσπαθοῦν διὰ τῆς τοιαύτης
ὑποκρισίας νὰ ἐπιβάλουν εἰς τοὺς πολλοὺς τὸ ἄθεον φρόνημά των.
Τὴν ἐξήγησιν τοῦ φαινομένου αὐτοῦ
δίδει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους: (κεφ. 1, 18-31) καὶ ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος Παλαμᾶς εἰς τὴν ὁμιλίαν του «περὶ πίστεως» ( P.G. 151, 101 B): « τὰ
πονηρὰ πάθη καὶ τὰ δυσσεβῆ δόγματα δι΄ ἀλλήλων εἰσάγεται, λαβόντα χώραν ὑπὸ τῆς
τοῦ Θεοῦ δικαίας ἐγκαταλείψεως».
Μακαριώτατε,
Θὰ Σᾶς στιγματίσῃ ἡ Ἱστορία, ἐὰν εἰς
τὰς ἡμέρας τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς διακονίας Σας, συντελεσθῇ τὸ ἔγκλημα τοῦτο τῶν
θρησκειολόγων.
Ἡ Ἐκκλησία, Μακαριώτατε, καὶ Ἅγιοι
Ἀρχιερεῖς, πάντοτε διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀντιμετώπισε εἰς ἑκάστην ἐποχὴν «τὰ
λεγόμενα σύγχρονα προβλήματα καὶ πνευματικὰ ῥεύματα τοῦ κόσμου τούτου» καὶ
τὴν βίαν τῆς Πολιτικῆς ἐξουσίας, διὰ τὴν καθιέρωσιν διεφθαρμένων νόμων καὶ
ἠθῶν. Οὐδέποτε ὅμως διενοήθη νὰ προσαρμόσῃ τὸν αἰώνιον λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς
τὸ κοσμικὸν φρόνημα, δῆθεν διὰ νὰ φανῇ σύγχρονος. Ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε νέος.
Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἡ
νεολαία τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν ὑμνωδὸν τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου. Ὁ ὅρος τῶν θρησκειολόγων, «Διάλογος διὰ τὰ θρησκευτικὰ στὸ σύγχρονο
Σχολεῖο», χωρὶς τὴν παράλληλον παράθεσιν τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν ἀντιφρονούντων,
εἶναι μιὰ κοσμικὴ δαιμονικὴ ἀπάτη, διωγμοῦ τοῦ καθαροῦ λόγου τοῦ
Χριστοῦ ἀπὸ τὰ Σχολεῖα τῆς Χώρας. Μὲ αὐτὴν τὴν λογικὴν ἡ Πολιτεία
προσπαθεῖ νὰ νομιμοποιήσῃ καὶ τὴν ὁμοφυλοφιλίαν.
Τὸ ὑπ΄ αὐτῶν, τῶν θρησκειολόγων,
προβαλλόμενον ἐπιχείρημα, ὅτι καλλιεργοῦν τὴν «ὁμόνοιαν», μὲ τὴν
συνύπαρξιν διαφορετικῶν θρησκειῶν, εἶναι ψευδές.
Ἡ «ὁμόνοια» αὕτη διατηρεῖ
τὴν πλάνην, δὲν θεραπεύει τὸ κακόν, δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἄνθρωπον καὶ
ἐνθυμίζει τὴν Βαβὲλ «τῶν κακῶς ὁμονοησάντων». Εἶναι ἄρνησις
τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ὀπισθοδρόμησις εἰς τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχήν.
Τὴν ἀνεκτικότητα ὀφείλουν νὰ διδάξουν
οἱ θρησκειολόγοι εἰς τὴν Συρίαν, ἥτις ἐστι κατὰ πλειοψηφίαν μουσουλμανικὴ χώρα,
καὶ ὄχι εἰς τὴν χριστιανικὴν Ἑλλάδα. Εἶναι ἐκτὸς τόπου, χρόνου καὶ
πραγματικότητος. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν βιάζει καὶ δὲν σφάζει. Ὁ Ὀρθόδοξος μάρτυς
θυσιάζεται καὶ δὲν φονεύει τοὺς ἄλλους. Μιμεῖται τὸν Κύριον, ὅστις ἐθυσιάσθη
ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.
**
Οἱ Θρησκειολόγοι ὅμως προχωροῦν
ἀνύστακτα. Ὁμοιάζουν μὲ τὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος τὴν νύκτα τῆς προδοσίας γρηγορεῖ
καὶ οἱ μαθηταὶ κοιμοῦνται. Ἀπεφάσισαν τὴν ἵδρυσιν τμήματος Μουσουλμανικῶν
σπουδῶν (πρβλ. Ματθ. 24, 15, τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ) εἰς
τὴν Ὀρθόδοξον Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Θεσσαλονίκης.
Διατί τηρεῖ σιγὴν ἰχθύος ἐν
προκειμένῳ ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης καὶ ἡ ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος; Ἡ Ἐκκλησία ἄφησε
τὴν πρωτοβουλίαν τῶν ἐξελίξεων πλέον εἰς τοὺς θρησκειολόγους καὶ εἰς τὴν ἄθεον
Ἑλληνικὴν Πολιτείαν, τὴν ἀγομένην ὑπὸ τῆς Εὐρώπης, ὡς ἤγετο ὁ Ἀρκάδιος ὑπὸ τοῦ
Εὐτροπίου;:«ἐκυρίευσε Ἀρκαδίου καθάπερ βοσκήματος»
Ὅσοι ἐκ τῶν θρησκειολόγων Ἀρχιερέων
ἀβασανίστως ἐτάχθησαν θετικῶς ὑπὲρ τῆς ἀποφάσεως, διηρωτήθησαν, διατί τῷ 1971,
τὸν παρελθόντα 20ον αἰῶνα, τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον,
ἐπροτίμησε νὰ κλείσῃ τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, ἵνα μὴ ὑποκύψῃ εἰς τὸν
ἐκβιασμὸν τῆς Τουρκίας, νὰ ὑπαγάγῃ ταύτην εἰς τὴν Διοίκησιν τοῦ Μουσουλμανικοῦ
Πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Ἦτο δυνατὸν οἱ Μουσουλμᾶνοι νὰ ἤσκουν τὴν
Διοίκησιν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ἐκ τῆς ὁποίας ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
Κωνσταντινουπόλεως θὰ ἀνεδείκνυε τοὺς Θεολόγους κληρικούς, Ἀρχιερεῖς καὶ
ἱερεῖς, ὡς καὶ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς τῆς ἀνὰ τὸν κόσμον δικαιοδοσίας της;
Πῶς εἶναι δυνατόν, ἀντιστρόφως,
Ὀρθόδοξος Θεολογικὴ Σχολὴ νὰ διοικῇ Σχολὴν Μουσουλμάνων, ἐξ ἧς θὰ
ἀναδεικνύωνται οἱ Μουφτῆδες καὶ οἱ χοτζάδες τῆς Θράκης;
Ποῖος θὰ ἐμποδίσῃ τοὺς ἀποφοίτους
πτυχιούχους τοῦ τοιούτου τμήματος νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Τουρκίαν διὰ
μεταπτυχιακὰς σπουδὰς καὶ νὰ λάβουν κατευθύνσεις ἐκ τῆς Τουρκικῆς Διπλωματίας;
Τί θὰ συμβῇ ἐὰν οἱ Μουσουλμᾶνοι
θελήσουν νὰ ἀναρτήσουν τὰ σύμβολα τοῦ Μουσουλμανισμοῦ εἰς τὰς
κοινὰς αἰθούσας διδασκαλίας, παραλλήλως πρὸς τὴν εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὰς ὑποδείξεις τοῦ πλανεμένου φίλου καὶ συνεργάτου Σας
καὶ Συμβούλου τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας κ. Γιαγκάζογλου;
Ποῖος ἀποκλείει, ὅτι εἶναι δυνατὸν
νὰ ἀπαιτήσουν ἀνέγερσιν καὶ τεμένους ἐντὸς τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς, παραλλήλως πρὸς τὸ ὀρθόδοξον ναΰδριον;
Διερωτᾶσθε, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, τί
εἴδους ἀγωγὴν θὰ δίδουν πλέον εἰς τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς φοιτητάς, οἱ
μωρανθέντες ἐκ τῆς πλάνης θεολόγοι καθηγηταὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
Θεσσαλονίκης, ἐξ ὧν θὰ ἀναδεικνύωνται καὶ εἰς τὸ ἑξῆς οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
λοιποὶ κληρικοί, ὡς καὶ οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;
Κατηργήθη τὸ σύστημα συναλληλίας εἰς
τὰς σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ ἰσχυρίζεται ὁ Πρόεδρος τοῦ
θεολογικοῦ τμήματος κ. Σταμούλης, ὅτι ἡ Σχολὴ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄρα
δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ κανένα λόγον ἡ Ἐκκλησία διὰ τὴν παρεχομένην παιδείαν εἰς τοὺς
φοιτητὰς καὶ τὰς ἀποφάσεις τῆς Σχολῆς;
Τὰ φρονήματα ταῦτα τῶν ψηφισάντων
ὑπὲρ τῆς δημιουργίας τμήματος μουσουλμανικῶν σπουδῶν καθηγητῶν εἶναι ἀποτέλεσμα
τῶν σπουδῶν των εἰς τὰς αἱρετικὰς Σχολὰς τῆς Δύσεως, πρᾶγμα ἀδιανόητον διὰ τὴν
Βυζαντινὴν Πατερικὴν Περίοδον.
Ὑπάρχουν καὶ πνευματικὰ μικρόβια
κατὰ τοὺς ἀειμνήστους ἅγιον Πορφύριον καὶ Γέροντα Παΐσιον, διὸ καὶ δὲν ἐπέτρεπον εἰς ὅσους
ἐζήτουν τὴν γνώμην των νὰ σπουδάσουν θεολογίαν εἰς τὰ
Πανεπιστήμια τῆς αἱρετικῆς Δύσεως.
***
α. Ποίους ὅμως ἐπικαλοῦνται ὡς
πρότυπα καὶ ὑπόδειγμα εἰς τὰ φρονήματα καὶ τὰς ἐνεργείας των οἱ θρησκειολόγοι;
Ὑμᾶς Μακαριώτατε, καὶ τὴν Α.Θ.
Παναγιότητα τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον, ὡς σημειώνουν εἰς τὸ
πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδον Γράμμα των, ἐναντίον τοῦ Προηγ. τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων Ἀρχιμ.
Βασιλείου, (ὅρα, Τὰ θρησκευτικὰ στὸ σύγχρονο σχολεῖο, ἐκδ. ΑΡΜΟΣ 2013, σελ.
280)
Εἰς τὸ ἐν λόγῳ γράμμα προσάπτουν εἰς
δύο Ἁγιορείτας Καθηγουμένους, τὸν Γέροντα Γεώργιον καὶ τὸν Γέροντα
Βασίλειον, τὴν μομφὴν τοῦ φονταμενταλισμοῦ καὶ τοῦ ἀκρίτου ζηλωτισμοῦ, χωρίς,
Ὑμεῖς, νὰ ἀποδοκιμάσητε μέχρι σήμερον δημοσίως ταύτην τὴν
ἀπαράδεκτον μομφήν, ἥτις διαβαίνει ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, εἰς
ὁλόκληρον τὸν Ἁγιορειτικὸν Μοναχισμόν.
Ὡς ὅμως θὰ φανῇ εἰς τὴν συνέχειαν
τοῦ Γράμματος οἱ δύο Καθηγούμενοι ἐκφράζουν καὶ συμπυκνώνουν τὸ γνήσιον
διαχρονικῶς ἐκφραζόμενον ὀρθόδοξον Ἁγιορειτικὸν φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Ἐκ τοῦ φρονήματος τούτου ἔχει
συντελεσθῇ παρέκκλισις ἀπό τινα ἡγετικὰ πρόσωπα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας κατὰ τὸν 20ον αἰῶνα, τὰ ὁποῖα ἐχάραξαν
εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, μίαν πνευματικὴν πορείαν καὶ τοποθέτησιν, ἔναντι
τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, τελείως διάφορον ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὁποίαν τὸ σεπτὸν
Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ τὸ σύνολον τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τῶν προηγουμένων αἰώνων καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς δυσχειμέρου ἐποχῆς τῆς
Τουρκοκρατίας, εἶχε καὶ διεκήρυττε εἰς τὸ πλήρωμά Της καὶ
τὸν κόσμον ἅπαντα.
Ἐὰν π.χ. ἀναδιφήσῃ τις ἅπαντα τὰ
κείμενα – διακηρύξεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς
Ἀνατολῆς κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν, τὰ καλούμενα Συμβολικὰ Μνημεῖα, θὰ διαπιστώσῃ,
ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι, ἔχουν σαφῆ πεποίθησιν καὶ ἀταλάντευτον φρόνημα,
ὅτι ἡ Όρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία», ἡ μόνη ἀληθὴς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ
τὴν τοιαύτην διαχρονικῶς διὰ μέσου τῶν αἰώνων Ἐκκλησίαν, ἣν ἵδρυσαν οἱ Ἅγιοι
Ἀπόστολοι.
Τὴν Ρώμην καὶ τοὺς χριστιανούς της
συνήθως μαζὶ μὲ τὰς αἱρετικὰς πλάνας της καὶ παρεκκλίσεις ἐκ τῶν ὑγιῶν
δογμάτων, ὀνομάζουν «Λατίνους», τὰς στηλιτεύουν σαφῶς, χωρὶς νὰ τὰς
ἀποσιωποῦν στρουθοκαμηλικῶς.
Οὐδαμοῦ ἡ Ρώμη ὀνομάζεται «ἀδελφὴ
Ἐκκλησία» καὶ οὐδαμοῦ ὁ Πάπας «Ἁγιώτατος ἀδελφός»,κατὰ τὰ
σήμερον εἰθισμένα. (ὅρα: τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ Ἰωάννου Καρμίρη, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1953)
{Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι κακῶς ὁ
ἅγιος Περγάμου συκοφαντεῖ τὸν ἀείμνηστον καθηγητὴν ἡμῶν κ. Καρμίρην, ὅτι
ἐθεώρει τὸν Παπισμὸν Ἐκκλησίαν, μὲ τὴν ἔννοιαν, ὅτι «κέκτηται σώζουσαν Θ.
Χάριν καὶ ἔγκυρα Μυστήρια». (Τὸ ἐδήλωσεν, ἐν Φαναρίῳ, εἰς τὴν σύσκεψιν τῶν
ἀντιπροσωπειῶν τῶν ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, κατὰ τὴν ἀνάληψιν τῆς
προεδρίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὸν διάλογον μετὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν.)
Ὁ ἴδιος, ὡς διδάκτωρ καὶ βοηθὸς παρὰ
τῷ καθηγητῇ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, κ. Γ. Κονιδάρῃ, ἐνώπιον τῶν φοιτητῶν
τῆς Θεολογίας, περὶ τὸ 1965 – 1966, ἐδήλωσεν, ὅτι ὁ Φλωρόφσκυ ἐπίστευε, ὅτι «ὁ
Φραγκῖσκος τῆς Ἀσσίζης δὲν εἶναι ἅγιος. Διότι Ἅγιος γίνεταί τις μόνον ἐντὸς τῆς
Ἐκκλησίας.Ἐπειδὴ ἔζησε, μετὰ τὸ Σχῖσμα, ἐκτὸς τῆς Μίας, Ἅγίας, Καθολικῆς
καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ἅγιος». Τὰ ἐξέχασε ὅμως τώρα, ὡς
συμπρόεδρος τοῦ Διαλόγου.}
Οἱ θρησκειολόγοι λοιπὸν τῆς Ἑλλάδος
σήμερον, ὡς ἰσχυρίζονται, ἔχουν ὡς πρότυπον, τοὺς διεξαγομένους
διαθρησκειακοὺς διαλόγους καὶ τὰς συμπροσευχὰς μετὰ τῶν ἑτεροθρήσκων καὶ τῶν
αἱρετικῶν.
Εἰς τοὺς διαλόγους τούτους συνήθως
ἀποσιωπᾶται ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ μοναδικότης τῆς ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως. Δὲν
στηλιτεύονται αἱ πλάναι τῆς ἀπάτης τῶν δαιμονικῶν θρησκειῶν. Δὲν κηρύττεται εἰς
αὐτοὺς τὸ Εὐαγγέλιον, κατὰ τὸ πρότυπον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἐκήρυττον τὴν ἐν Χριστῷ
Ἀλήθειαν καὶ ἐλευθέρωσαν τὴν κτίσιν ἀπὸ τὴν δουλείαν τῶν εἰδώλων καὶ τοῦ
Διαβόλου.
Οἱ διάλογοι οὗτοι, ὡς διεξάγονται,
ἔχουν τὴν ἔμπνευσίν των ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ κέντρα τῆς παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς
πανθρησκείας, τὰ ὁποῖα κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, διὰ νὰ μειώσουν
τὴν μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως καὶ νὰ παρουσιάσουν
τὸν Χριστόν, σὰν ἕνα συνηθισμένον ἱδρυτὴν θρησκείας, σὰν τὸν Βούδδα καὶ τὸν
Μωάμεθ, καὶ ὡς ψευδῆ Μεσσίαν.
Ἔτσι, ἠθελημένως ἢ ἀθελήτως,
ἐν ἐπιγνώσει ἢ ἀνεπιγνώστως, -ὁ Θεὸς οἶδεν-, οἱ συμμετέχοντες ἐκ τῶν
Ὀρθοδόξων εἰς τοὺς διαλόγους αὐτοὺς ἀρνοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστόν, ὡς
μοναδικὸν Σωτῆρα καὶ Θεόν. Κακῶς θεωροῦν, ὅτι ἐξυπηρετοῦν τὴν εἰρήνην τοῦ
κόσμου καὶ τὴν καταλλαγήν, χωρὶς νὰ δεικνύουν τὴν ῥίζαν τοῦ κακοῦ, ἥτις
δημιουργεῖ τὰς διενέξεις, τοὺς πολέμους καὶ τὰ μίση. Τὸν διάβολον δηλαδὴ καὶ τὰ
ὄργανά του, τὰς ψευδοθρησκείας, ὡς καὶ τὴν καταπάτησιν τοῦ δικαίου εἰς τὰς
διεθνεῖς σχέσεις.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ὀφείλουν νὰ καταγγέλλουν μόνον τὸν Χριστόν, ὡς τὸν μόνον
εἰρηνοποιὸν (πρβλ. πρὸς Ἐφεσίους 2,14: «αὐτὸς γὰρ ἐστὶ ἡ εἰρήνη ἡμῶν…», ἄλλως
ἀπατοῦν τὴν ἀνθρωπότητα, ἐμπαίζουν τὸν Θεὸν καὶ τοὺς λαούς. Ἀρνοῦνται
τὴν ἀποστολήν των.Ἀρνοῦνται τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, τόσον εἰς τοὺς διαλόγους
ὅσον καὶ εἰς τὰς συμπροσευχὰς μετ΄ αὐτῶν: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις˙
τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; ἢ τίς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ
συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαρ, ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ
συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων;» (Β΄Κορινθ. 6, 14-16)
Τὸ πόσον ἔχουν ἐπηρεάσει οἱ διάλογοι
καὶ αἱ διαθρησκειακαὶ προσευχαὶ τὴν κοσμικὴν εἰρήνην τοῦ κόσμου, φαίνεται ἀπὸ
τὰ πρόσφατα γεγονότα καὶ τὰς σφαγὰς εἰς τὴν Συρίαν καὶ τὴν Μ. Ἀνατολήν.
Τὴν ψευδαίσθησιν, ὅτι θὰ ἐπηρεάσουν
τοὺς Μουσουλμάνους καὶ λοιποὺς λαθρομετανάστας τῆς Ἑλλάδος, ἔχουν καὶ οἱ
θρησκειολόγοι τοῦ Πιλοτικοῦ προγράμματος. Πόσον ἀπατῶνται! Τὰ ἐπιχειρήματά των,
μετὰ τὰ πρόσφατα ἐγκλήματα εἰς τὴν Συρίαν κατέπεσον, ὡς χάρτινος πύργος.
Ἔτσι θὰ καταπέσουν ἐντὸς ὀλίγου καὶ ὅσοι τοὺς ὑποστηρίζουν εἰς τὰ πλανεμένα
προγράμματά των, κατ΄ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ κηρύξῃ
τοιαύτην εἰρήνην: «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν… ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ.
10,34) «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι Ὑμῖν» (Ἰωάνν. 14, 27)
Διὰ τοῦτο, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησιολογίας, θεωρεῖται ἀπαράδεκτος ἡ παρουσία Πατριαρχῶν Ὀρθοδόξων καὶ
Ἀρχιερέων, δυστυχῶς ἐξ ὅλων σχεδὸν τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς
συμπροσευχὰς μετ΄ ἀλλοθρήσκων καὶ αἱρετικῶν, τύπου Ἀσίζης καὶ Ρώμης, τὰς
ὁποίας ἐνεπνεύσθη πρῶτος ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας καὶ τὰ σκοτεινὰ κέντρα, ὑφ΄ ὧν
ἄγεται. Οἱ δὲ ἡμέτεροι Πατριάρχαι ἀντὶ νὰ εἶναι Φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἅλας τῆς
Γῆς, μὲ τὴν συμμετοχήν των, γίνονται οὐραγοὶ τῶν Πολιτικῶν καὶ τοῦ Πάπα. Θέτουν
ἐν κινδύνῳ τὴν σωτηρίαν των, δίδουν κακὸν παράδειγμα ζωῆς καὶ μιμήσεως ἀπὸ τῆς
τηλεοράσεως εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπαναπαύουν τοὺς ἀλλοθρήσκους εἰς τὰς πλάνας
των, δημιουργοῦν πρόβλημα συνειδήσεως κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τοῦ ὀνόματός των εἰς
τὴν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τοὺς εὐσεβεῖς, καθότι δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν Λόγον τῆς
Ἀληθείας καὶ γίνονται πρόξενοι διασπάσεως καὶ σκανδαλισμοῦ τοῦ πληρώματος τῆς
ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καὶ αἴτιοι τῆς δημιουργίας τοῦ ἀρρωστημένου ζηλωτισμοῦ,
ἤτοι τῆς ἀποτειχίσεως πολλῶν ἐκ τῆς μάνδρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τὰ γεγονότα ταῦτα εἶναι
πλάνη καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν τικτομένη «πνευματικότης» πεπλανημένη.
Αἱ θρησκειολογικαὶ αὗται ἐπαφαὶ θεωροῦνται δυστυχῶς ὑπὸ πολλῶν σήμερον γνησία
καὶ σύγχρονος ὀρθόδοξος μαρτυρία, ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ καταβάλλεται προσπάθεια νὰ
περιβληθῇ μὲ Συνοδικὸν κῦρος. Αἱ ὑγιεῖς φωναὶ θεωροῦνται
φονταμενταλισμὸς καὶ ζηλωτισμός.
Ἐκ τῶν μετεχόντων Ἀρχιερέων εἰς τὰς
Πατριαρχικὰς καὶ Ἀρχιεπισκοπικὰς Συνόδους, ἄλλοι προσποιοῦνται ὅτι δὲν βλέπουν,
ἕτεροι συμφωνοῦν, ἄλλοι φοβοῦνται νὰ ἐκφράσουν τὴν κεκρυμμένην συνειδησιακήν
των ἀντίρρησιν καὶ γίνονται συνυπεύθυνοι εἰς τὰ κακά, ποὺ προξενοῦνται, διότι
ἄγονται ἀπὸ ἄλλας ἐφημέρους σκοπιμότητας, ἀτενίζουν μόνον τοὺς
ἐπιγείους θρόνους καὶ δὲν σκέπτονται «τὴν ἀπολογίαν εἰς τὸ ἀδέκαστον
καὶ φοβερὸν βῆμα τοῦ Χριστοῦ».
Ἐπιδείξατε ἡμῖν, Μακαριώτατε καὶ
ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, μίαν ἔστω περίπτωσιν ἐκ τῆς δισχιλιετοῦς ἱστορικῆς πορείας τῆς
Ἐκκλησίας, ἑνὸς Ἁγίου, νὰ συμμετάσχῃ εἰς τοιαύτας προσευχὰς καὶ
διαλόγους. Ἀναφέρατε μίαν Θεολογικὴν Σχολὴν ἀνὰ τοὺς
αἰῶνας νὰ διδάσκῃ ὁμοῦ τὴν πλάνην καὶ τὴν Ἀλήθειαν, χωρὶς
στηλίτευσιν τῆς πλάνης. Ἐπιδείξατε ἓν σχολεῖον εἰς τὴν
ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας νὰ διδάσκεται ὁμοῦ καὶ ἰσοδυνάμως ἡ Ὀρθόδοξος
χριστιανικὴ πίστις καὶ ὁ Μωαμεθανισμός, χωρὶς νὰ στηλιτεύεται ἡ πλάνη τῶν υἱῶν
τῆς Ἄγαρ, καθὼς ἐπιχειροῦν νὰ ἐπιβάλουν οἱ θρησκειολόγοι.
Οἱ Πατριάρχαι, ὁ κλῆρος καὶ ὁ
ὀρθόδοξος λαὸς τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας, ὑπῆρξαν μάρτυρες τοῦ Ἑλληνισμοῦ
καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, χωρὶς νὰ προδώσουν ἢ νὰ ἀλλοιώσουν τὸ Καθολικὸν
φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔμειναν πιστοὶ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν μέχρι θανάτου.
Αὐτοὶ θὰ μᾶς κρίνουν, εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου.
****
β. Διὰ τὸν Διάλογον μετὰ τῶν
αἱρετικῶν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει εἰς τὸν Τῖτον: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον
μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος
καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος. (Πρὸς Τῖτον, 3, 10-11)
Ποίαν μετάνοιαν ἔχει ἐπιδείξει ὁ
Παπισμὸς ἐκ τῶν μακροχρονίων διαλόγων;
Ἡ δήλωσις τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄
εἶναι ἐνδεικτικὴ τῆς ἀμετανοησίας τοῦ Παπισμοῦ: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι
Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐλλιπὴς Ἐκκλησία, χωρὶς τὸν Πάπαν».
Πόσας πλάνας ἔχει ἀποκηρύξει ὁ Πάπας
μετὰ ἀπὸ τόσους μακροχρονίους διαλόγους; Οὐδεμίαν. Ἁπλῶς προσπαθεῖ νὰ χρυσώσῃ
τὴν πλάνην του καὶ νὰ παρασύρῃ, τοὺς μὴ νήφοντας Ὀρθοδόξους, εἰς τὰς πλάνας
του, ὡς ὁ ἀρχέκακος ὄφις παρέσυρε τὴν Εὔαν.
Ὁ ἄλλοτε συμπρόεδρος τοῦ Διαλόγου
μετὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός, ἀντιληφθεὶς
τὴν ἀμετανοησίαν τῶν Παπικῶν καὶ τὸ ἄσκοπον τῆς περαιτέρω ἐνασχολήσεως μὲ τὸν
Διάλογον, ἐδήλωσε δημοσίως καὶ γραπτῶς εἰς τὴν παγκόσμιον κοινὴν γνώμην:
«παρῃτήθην οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὴν συμπροεδρίαν τοῦ διαλόγου, διότι δὲν ἐπιθυμῶ νὰ
ἔχω πλέον οὐδεμίαν σχέσιν μὲ αὐτὸ τὸ ἀνόσιον παίγνιον.» (Ἐφημερὶς
ΒΗΜΑ τῆς Αὐστραλίας)
Σήμερον ὑπηρετεῖ τὴν εἰρήνην τοῦ
κόσμου καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, μόνον ὅστις ἔχει τὸ θάρρος ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν
καὶ Ἀρχιεπισκόπων, νὰ στηλιτεύσῃ τὰς ἐσφαλμένας πολιτικὰς τῶν ἰσχυρῶν τῆς Γῆς, οἱ
ὁποῖοι θέτουν ὡς προτεραιότητα τὴν ὕλην, ὑποκινοῦν τὰς συγκρούσεις μεταξὺ τῶν
λαῶν, δὲν σέβονται τὴν δικαιοσύνην εἰς τὰς διεθνεῖς σχέσεις, καὶ
ἐκμεταλλεύονται τὰς ποικῖλας ἀντιθέσεις, θρησκευτικὰς καὶ μή, μεταξὺ τῶν λαῶν,
διὰ νὰ προωθοῦν τὴν διεφθαρμένην πολιτικήν των, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρωπότητα
εἰς τὸ χάος.
Ὁ Ἀληθὴς Ἀρχιερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ εἰς «τῦπον καὶ τόπον Χριστοῦ» ἱστάμενος, ὀφείλει νὰ
δεικνύῃ μόνον τὸν Χριστὸν παγκοσμίως, ὡς διέξοδον ἀπὸ τὸ χάος,
ἕτοιμος νὰ θυσιασθῇ χάριν τῆς Ἀληθείας καὶ τοῦ κόσμου παντός, κατὰ τὸ
παράδειγμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγ. Πατέρων. Ἡ
ἄλλη εἰρήνη εἶναι ψευδής, διότι δὲν οἰκοδομεῖται εἰς τὴν «Δικαιοσύνην τοῦ
Χριστοῦ».
Ἓν ὑπόδειγμα Ὀρθοδόξου φρονήματος
καὶ βιοτῆς, ἐκφράζει διαχρονικῶς ὁ Ἁγιορειτικὸς Μοναχισμός,διὰ τῶν ἁγίων
Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐπραγμάτωσαν τὸ γνήσιον μοναχικὸν ἰδεῶδες, πάλαι τε καὶ
προσφάτως.
Τὸ γνήσιον αὐτὸ Ἁγιορειτικὸν
Ὀρθόδοξον φρόνημα, ὑφ΄ οὗ ἐμφοροῦνται ἅπαντες οἱ Ἁγιορεῖται Πατέρες, ἐν ἑνὶ
στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, ἔχει ἀποδοκιμάσει καὶ στηλιτεύσει, κατὰ διαφόρους
καιρούς, τὰς τοιαύτας παρεκκλίσεις Πατριαρχικῶν Συνόδων ἢ μεμονωμένων προσώπων
ἐν τῇ πρὸς τὸν ἔξω κόσμον συμπεριφοράν, εἰς τὰς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἢ
ἀλλοθρήσκους, ὁσάκις ἔκρινε, ὅτι αἱ σχέσεις αὗται δὲν εἶναι σύμφωνοι μὲ τὸ
διαχρονικὸν Ὀρθόδοξον φρόνημα, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἔχων ἰδίαν προσωπικὴν πεῖραν κατὰ
τὴν μακρὰν εἰς τὸ παρελθὸν θητείαν μου εἰς τὴν σεπτὴν Ἱερὰν Κοινότητα τοῦ Ἁγ.
Ὄρους Ἄθω, ὡς Ἀρχιγραμματεύς, δύναμαι νὰ πληροφορήσω τὰς Ὑμετέρας Θεοτιμήτους
Ἀρχιερατικὰς Ἀξίας καὶ Ὑμᾶς τὸν Θεοτίμητον Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ὅτι σύμπας ὁ Ἁγιορειτικὸς Μοναχισμὸς διατηρεῖ ἀπέραντον
σεβασμὸν πρὸς ὅ,τι ἐκφράζει διαχρονικῶς ὁ ἱερώτατος θεσμὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων.
Ἐκτιμᾷ τὰς μαρτυρικὰς καὶ δυσκόλους συνθήκας, ἔνθα διαβιοῖ. Ὁμοίως ἔχεται τὸ
Ἅγιον Ὄρος, ἀκαταλύτων δεσμῶν, μὲ τὴν Ἑλλάδα, ὡς ἀπέδειξε ἡ Ἱστορία. Ὅμως
ὁ σεβασμὸςοὗτος δὲν ἠμπόδισε ἅπαξ καὶ πολλάκις,
πάλαι τε καὶ νῦν, νὰ ἐκφράσῃ ὁμοφώνως τὴν διαφωνίαν του πρὸς θέσεις καὶ
ἐνεργείας ἃς ἐθεώρησε παρέκκλισιν ἐκ τῆς ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησιολογίας.
Ὡς ἐκ τούτου τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει σαφῆ
συνείδησιν καὶ σήμερον, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν
«Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ», τὴν
ταμειοῦχον τῆς Θείας Χάριτος καὶ τῶν ἐγκύρων ἱερῶν Μυστηρίων.
Ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ὑπάρχουν μόνον αἱρέσεις καὶ σχίσματα, χωρὶς σώζουσαν Θείαν Χάριν καὶ χωρὶς
ἔγκυρα Μυστήρια, κατὰ
τὸ ὁμόφωνον Ἁγιορειτικὸν φρόνημα.
Διὰ ταῦτα εἰς ὅσους προσῆλθον, ἐν
Ἁγίῳ ὄρει, κατὰ καιρούς, ἐκ τῶν ἑτεροδόξων, οἰκείᾳ βουλήσει, καὶ
αἰτήσαντας νὰ ἀσπασθοῦν τὴν Ὀρθοδοξίαν, δὲν ἀνεγνώρισε τὰ μυστήρια,
οὔτε τοῦ Παπισμοῦ, οὔτε τῶν Προτεσταντῶν, οὔτε τῶν Ἀγγλικανῶν.
Ἐβάπτισε Ὀρθοδόξως τοὺς ἑτεροδόξους.
Ἐχειροτόνησε πρώην Ρωμαιοκαθολικοὺς ἱερεῖς, ὡς καὶ δὲν ἐδέχθη τὴν ἱερωσύνην τῶν
Ἀγγλικανῶν.
Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω μίαν κλασσικὴν
περίπτωσιν προσελεύσεως εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τῷ 1978 τοῦ πρώῃν Ρωμαιοκαθολικοῦ
κληρικοῦ Ἀρχιμ. Πλακῖδα καὶ τῆς Συνοδίας του. Οὗτοι ἐγένοντο δεκτοὶ εἰς τὴν
Ὀρθοδοξίαν ὑπὸ τῶν Ἁγιορειτῶν δι’ Ὀρθοδόξου βαπτίσματος καὶ Ὀρθοδόξου
χειροτονίας, καίτοι ἦσαν Ρωμαιοκαθολικοὶ ἱερεῖς.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶχε συνταράξει τὰ
σαθρὰ θεμέλια τοῦ Βατικανοῦ, εἶχον ἀσχοληθεῖ μεγάλαι Γαλλικαὶ ἐφημερίδες μὲ τὸ
γεγονός, διότι ὁ π. Πλακῖδας εἶχε κῦρος εἰς τὴν Δύσιν, οἵαν ὁ π. Παῒσιος εἰς
τὴν Ἀνατολήν, καὶ παρενέβη προσωπικῶς ὁ Πάπας εἰς τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν
Πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον ἀντέδρασε ἀποστεῖλαν σεπτὴν Πατριαρχικὴν Ἐξαρχίαν, ὑπὸ
τὸν μακαριστὸν Μητροπολίτην Σταυρουπόλεως Μάξιμον, μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ τιμωρηθῇ ἡ
Ἱ. Μονὴ ἥτις ἔσχε τὴν τοιαύτην πρωτοβουλίαν, ἣν ὅμως τιμωρίαν ἀπέτρεψε ἡ ἀρραγὴς ἑνότης ὁλοκλήρου
τῆς Ἱ. Κοινότητος. Ἐκ τῆς ἀφορμῆς ταύτης ἐχειροτονήθη Ἀρχιερεὺς ὁ ἅγιος
Ροδοστόλου, μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μόνον αὐτὸς
νὰ ἱερουργῇ Ἀρχιερατικῶς ἐν Ἁγ. Ὄρει, πρὸς ἀποτροπὴν παρομοίων φαινομένων.
Ἡ σεπτὴ Ἱ. Κοινότης, ἧς κατὰ τὴν
περίοδον ταύτην ἤμην Ἀρχιγραμματεύς, ἐδέξατο ἀσμένως τὴν Ἀρχιερωσύνην τοῦ ἀξίου
κατὰ πάντα Σχολάρχου τῆς Ἀθωνιάδος ἁγ. Ροδοστόλου, δὲν ἐφήρμοσε ὅμως ποτὲ τὴν
Πατριαρχικὴν ἐντολὴν περὶ ἀποκλειστικότητος τῆς δι΄ ὃν λόγον
γενομένης προαγωγῆς του εἰς τὴν Ἀρχιερωσύνην, καὶ ἠξίωσε νὰ ἐφαρμοσθῇ τὸ γράμμα
καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ 173ου ἄρθρου τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ Ἁγ.
Ὄρους, καθ΄ ὃ ἑκάστη Ἱ. Μονή, διατηρεῖ τὴν ἐλευθερίαν της νὰ καλέσῃ οἱονδήποτε
Ἀρχιερέα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ τὰς Ἀρχιερατικὰς τελετουργίας καὶ
χειροτονίας.Συνεχίζει δὲ μέχρι σήμερον νὰ μὴ ἀναγνωρίζῃ τὰ μυστήρια τῶν
ἑτεροδόξων εἰς τὰς προσελεύσεις εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνετάραξε τὸ
Βατικανόν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἠνάγκασε τὸν μόλις ἀναδειχθέντα νέον Ποντίφηκα τῆς
ἐκπεσούσης ἐκ τῆς ὀρθοδοξίας Παλαιᾶς Ρώμης, Ἰωάννην – Παῦλον Β΄, περὶ τὸ ἔτος
1978, νὰ δηλώσῃ πρὸς τὸν Ρωμαιοκαθολικὸν κόσμον: «Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία
ἔχει ὅλα τὰ μέσα τῆς σωτηρίας», πρὸς καθησυχασμὸν τῶν κλονισθέντων μελῶν τοῦ
Ρωμαιοκαθολικοῦ κόσμου, ἐκ τῆς στάσεως τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
Τὸ αὐτὸ φρόνημα διατηρεῖ εἰσέτι
σύμπας ὁ Ἁγιορειτικὸς κόσμος. Ἡ ἀρρωστημένη κατάστασις τῆς ζηλωτικῆς Ἱ.Μ.
Ἐσφιγμένου, δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον τρόπον ἀντιδράσεως
τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Οἱ Ἐσφιγμενῖται ὡς ἀντιδροῦν ἔχουν θέσει ἑαυτούς, ἐκτὸς
τῆς Ἐκκλησίας.
Προκαλῶ οἱονδήποτε νὰ μὲ διαψεύσῃ
περὶ τοῦ ἀντιθέτου.
Τὴν αὐτὴν πνευματικὴν τοποθέτησιν
ἔναντι τῆς αἱρετικῆς Δύσεως καὶ τοῦ Παπισμοῦ ἔσχον καὶ οἱ ἀνὰ τὸν κόσμον
γνωστοί, ἐσχάτως κοιμηθέντες ἅγιοι Πατέρες Παῒσιος καὶ Πορφύριος.
Δυστυχῶς ὁ Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος,
Γεώργιος Ἀλευρᾶς, Καυσοκαλυβίτης, εἰς τὸ βιβλίον τοῦ κ. Κορνιλάκη: «Ἐπιστολαὶ
τοῦ Καποδίστρια», τοῦ πρώτου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, παρουσιάζει μίαν εἰκόνα
τῆς Παναγίας, ἥτις κρατᾷ διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς τὸν ἅγιον Πέτρον τῆς Ρώμης καὶ δι΄
ἑτέρας χειρὸς τὴν ἁγ. Σοφίαν, καὶ κάτωθεν διαστρέφει τὸ περιεχόμενον τῆς
τελευταίας προσευχῆς τοῦ ἁγ. Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, «ἵνα ὦσιν ἓν», καὶ τὴν
ἑρμηνεύει, ὅτι ἀφορᾷ τὴν ἕνωσιν τῆς Ρώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ εἶναι
δῆθεν σύμφωνος μὲ τὴν γραμμὴν τῶν διαλόγων ὡς γίνονται σήμερον.
Ὁ ὑποφαινόμενος, ἑρμηνεύων τὴν
πραγματικὴν ἔννοιαν τῆς τελευταίας προσευχῆς τοῦ ἁγ. Πορφυρίου, ὅστις ἔχει
ἐνώπιόν του, μίαν ἑξαμελῆ συνοδίαν μὲ τὰ προβλήματα τὰ συγκεκριμένα, ποὺ ἔχει
κάθε συνοδία, εὔχεται διὰ τὴν ἑνότητά της, καθὼς
ἀπέρχεται ἐκ τοῦ παρόντος βίου, καὶ ἀποχαιρετᾷ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα, ποὺ μὲ
ὑποδειγματικὸν σεβασμὸν καὶ ἀγάπην τὸν ὑπηρετοῦν. Δυστυχῶς ὅμως ἡ
συνοδία διεσπάσθη. –Καὶ δὲν τὸ λέγω ὡς μομφήν, ἀλλ΄ ὡς γεγονός, -διὰ νὰ
δώσω τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῶν λόγων τοῦ Γ. Πορφυρίου, τοῦ ὁποίου δυστυχῶς τὸ
φρόνημα κακῶς ἡρμήνευσε ὁ ἐν λόγῳ Ἱερομόναχος, καθότι ἔζησε ἐλαχίστους μῆνας
πλησίον του, ὡς δόκιμος τῆς συνοδίας.
Ὁ γράφων, ὡς γνωρίζων ἐκ τοῦ
σύνεγγυς τὸν ἅγιον Πορφύριον, ἀπὸ τὰ φοιτητικά του χρόνια, κατὰ τὴν
δεκαετίαν τοῦ 1960, ὅτε οὗτος ἦτο ἐφημέριος εἰς τὴν Πολυκλινικὴν Ἀθηνῶν τῆς
ὁδοῦ Πειραιῶς, καὶ διατηρήσας τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν, μέχρι τῆς
κοιμήσεώς του, βεβαιώνει ὅτι ὁ ἅγιος Πορφύριος δὲν συνεφώνει
μὲ τὰς μεταβάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τὴν Ρώμην οὔτε μὲ τοὺς
διαλόγους, καθ΄ ὃν τρόπον γίνονται. Τοῦτο μοι ἀνέφερε ἀπὸ τηλεφώνου,
καὶ κατὰ μῆνα Δεκέμβριον τοῦ 1987.
Αἴφνης κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς
νυκτός, κατὰ τὸν Δεκέμβριον τοῦ 1987, ὅτε ἠσχολούμην, μὲ τὴν κατόπιν ἐντολῆς
τῆς Ἱ. Κοινότητος, ὡς Ἀρχιγραμματεύς, σύνταξιν τοῦ σχεδίου τῆς
ἐπιστολῆς, δι΄ ἧς ὁμοφώνως ἡ Ἱ. Κοινότης ἀντέδρασεν εἰς τὴν Πατριαρχικὴν
ἐπίσκεψιν ἐν Ρώμῃ καὶ τὰ ἐκεῖ γενόμενα ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Πέτρου,
ἀκούω τὸ τηλέφωνον καὶ τὸν Γέροντα Πορφύριον νὰ ὁμιλῇ. «Τί γράφεις, μωρέ;»
Γράφω, Γέροντα, τὴν ἐπιστολήν, ἣν προτίθεται ἡ Ἱ. Κοινότης νὰ ἀποστείλῃ, ὡς
διαμαρτυρίαν, εἰς τὸν Παναγιώτατον Πατριάρχην Δημήτριον, διὰ τὴν ἐπίσκεψίν του
εἰς τὴν Ρώμην.
Καὶ συνεχίζει: «Διάβασε τὸ γράμμα νὰ
ἀκούσω». Ὁ ὑποφαινόμενος εἰς τοιαῦτα δύσκολα δογματικὰ θέματα ποτὲ δὲν ἔγραφε
πρὸς τὸν Πατριάρχην, χωρὶς νὰ συμβουλευθῇ τὸ ἀρχεῖον, πλούσιον εἰς τοιαῦτα
θέματα, τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ἔνθα ἐξεφράζετο τὸ διαχρονικὸν φρόνημα
τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἔγραφα λοιπόν: «Πῶς, Παναγιώτατε,
μετέβητε ἐν τῷ ἀμοίρῳ τῆς Χάριτος Ναῷ τῶν ἀπ΄ αἰώνων αἱρετικῶν; Ἡ Ρώμη δὲν ἔχει
τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὔτε ἔγκυρα μυστήρια».
Καὶ ὁ πατὴρ Πορφύριος μοῦ
ἀπαντᾷ: «Ὡραῖα τὰ γράφεις. Θὰ ἀρέσῃ ἡ ἐπιστολὴ εἰς τὸν Πατριάρχην. Δὲν
μπορεῖς νὰ εἴπῃς εἰς τοὺς Παπικούς, ὅτι ἔχουν Χάριν καὶ Μυστήρια. Δὲν ἔπρεπε ὁ
Πατριάρχης νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ρώμην, διότι αὐτοὶ κερδίζουν, χωρὶς νὰ
διορθώνωνται καὶ ζημιοῦται ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Παπισμὸς εἶναι μόνον
ὑπερηφάνεια. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μόνον ταπείνωσις. Ἔβλεπον μὲ τὸ διορατικὸν
χάρισμα τὸν ναὸν τοῦ ἅγ. Πέτρου καὶ τὸ Βατικανὸν κατέβαλε κάθε προσπάθειαν νὰ
ἐνυπωσιάσῃ μὲ τὴν τελετουργίαν. Ὁ Πατριάρχης ἵστατο σοβαρὸς καὶ σκεπτικός.»
Ταῦτα καταθέτω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν,
κατ΄ ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι μοῦ εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ καὶ προορατικὸς
προφήτης Πορφύριος. «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τοὺς
σοφούς», ἵνα ἐκφρασθῶ κατὰ τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον.
Τὸ φρόνημα λοιπὸν τοῦ ἁγίου
Πορφυρίου, ταυτίζεται μὲ τὸ Ἁγιορειτικὸν φρόνημα τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ.
Σχετικῶς μὲ τὸ ὀρθόδοξον
φρόνημα, ὡς τὸ μόνον ἀληθές, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰς πλάνας τῶν
θρησκειῶν, τὸ Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἐν Μήλεσι,
ἀπὸ εἰκοσαετίας, ἔχει ἐκδόσει κασσέταν μὲ τὴν ἰδίαν τὴν φωνὴν τοῦ ἁγίου
Πορφυρίου, δι΄ ἧς στηλιτεύονται αἱ πλάναι τῶν θρησκειῶν.
Ὅμως, Μακαριώτατε Δέσποτα καὶ Ἅγιοι
Ἀρχιερεῖς, οἱ συντάκται τοῦ Πιλοτικοῦ θρησκειολογικοῦ προγράμματος εἰς τὰ
Δημοτικὰ καὶ τὰ Γυμνάσια, καθὼς διαστρέφουν τὸν διάλογον τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν
Σαμαρείτιδα, ὡς καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρας, διαστρέφουν καὶ παρουσιάζουν καὶ τὸν
Ἅγιον Πορφύριον, ὡς δῆθεν σύμφωνον μὲ τοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους, διὰ νὰ
στηρίξουν τὰς πλάνας των.
Αὗται αἱ ἐνέργειαι, διαθρησκειακῶν
καὶ διαχριστιανικῶν διαλόγων, καὶ συμπροσευχῶν μετ΄ ἀλλοθρήσκων καὶ
αἱρετκῶν ἐνέπνευσαν καὶ ἐπλάνησαν τὴν ὁμάδα Γιαγκάζογλου κατὰ
τὴν δήλωσίν των εἰς τὸ βιβλίον: Διάλογος διὰ τὰ θρησκευτικά, ἐκδ. ΑΡΜΟΣ, Ἀθήνα
2013.
*****
Πρὸς τούτοις κρίνω σκόπιμον νὰ
ὑπενθυμίσω εἰς τὰς Ὑμετέρας Θεοτιμήτους Ἀρχιερατικὰς ἀξίας καὶ εἰς Ὑμᾶς
Μακαριώτατε, τὰ κάτωθι:
α. Τὴν ἔννοιαν τὴν ὁποίαν δίδει ὁ
μεταποστολικὸς ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς Ἡγήσιππος εἰς τὰ διασωθέντα ὑπὸ τοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου fragmenta του. «Ἀποστολικὴ διαδοχὴ
σημαίνει διαφύλαξιν τοῦ Ἀποστολικοῦ κηρύγματος καὶ οὐχὶ ἁπλῶς ἁλυσιδωτὴ
συνέχεια τῆς χειροτονίας μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους»: «Μέχρι τῶν τότε
χρόνων (ὅτε ἔζων οἱ Ἀπόστολοι) παρθένος καθαρὰ καὶ ἀδιάφθορος ἔμεινε ἡ Ἐκκλησία… ὡς
δὲ ὁ ἱερὸς τῶν Ἀποστόλων χορὸς διάφορον εἰλήφει τοῦ βίου τέλος, παρεληλύθει τε
ἡ γενεὰ ἐκείνη τῶν αὐταῖς ἀκοαῖς τῆς ἐνθέου σοφίας ἐπακοῦσαι
καταξιωμένην, τηνικαῦτα τῆς ἀθέου πλάνης τὴν ἀρχὴν ἐλάμβανεν ἡ σύστασις, διὰ
τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης, οἵ γυμνῇ λοιπὸν ἤδη τῇ κεφαλῇ, τῷ τῆς
ἀληθείας κηρύγματι τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν ἀντικηρύττειν ἐπεχείρουν…»
«Καὶ ἐπέμεινεν ἡ Ἐκκλησία ἡ
Κορινθίων ἐν τῷ ὀρθῷ λόγῳ μέχρι Πρίμου ἐπισκοπεύοντος ἐν Κορίνθῳ… Γενόμενος δὲ
ἐν Ρώμῃ διαδοχὴν ἐποιησάμην μέχρις Ἀνικήτου… Ἐν ἑκάστῃ
δὲ διαδοχῇκαὶ ἐν ἑκάστῃ πόλει οὕτως ἔχει, ὡς ὁ νόμος κηρύττει καὶ οἱ Προφῆται
καὶ ὁ Κύριος… Διὰ τοῦτο ἐκάλουν τὴν Ἐκκλησίαν Παρθένον˙ οὔπω γὰρ ἔφθαρτο ἀκοαῖς
ματαίαις. Ἄρχεται δὲ Θεόβουλος διὰ τὸ μὴ γενέσθαι αὐτὸν ἐπίσκοπον
ὑποφθείρειν, ἀπὸ τῶν ἑπτὰ αἱρέσεων ὢν καὶ αὐτὸς ἦν ἐν τῷ λαῷ… ἀφ΄ ὧν Σίμων ὅθεν
οἱ Σιμωνιανοί… ἕκαστος ἰδίως καὶ ἑτέρως ἰδίαν δόξαν παρεισήγαγεν.
Ἀπὸ τούτων ψευδόχριστοι, ψευδοπροφῆται, ψευδαπόστολοι˙ οἵτινες ἐμέρισαν
τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας φθοριμαίοις λόγοις κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ
αὐτοῦ.» (ΒΕΠΕΣ, τ. 5, 85-86)
β. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής, δὲν θεωρεῖ ἁπλῶς τὴν «συμφωνίαν» εἰς τὴν πίστιν τῶν
Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, τῆς Πενταρχίας τότε, ὡς
ὑπέρτατον κριτήριον τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ τὴν ὁμολογίαν τῆς ὀρθῆς
πίστεως. Ἡ ἑνότης εἶναι τὸ ζητούμενον, ἀλλὰ μέτρον καὶ κριτήριον
δι΄ ἀπλανῆ ἑνότητα εἶναι ἡ ὀρθὴ ὁμολογία τῆς πίστεως, κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμον. Ὑπάρχει
καὶ Συνοδικὴ ἑνότης «κακῶς ὁμονοησάντων». Κατὰ τοὺς χρόνους του ὑπῆρξε
ἱστορικὴ στιγμὴ καθ΄ ἣν εἶχον ὁμοφωνίαν καὶ τὰ πέντε πρεσβυγενῆ
Πατριαρχεῖα καὶ ἕνωσιν πεπλανημένην, εἰς τὸ φρόνημα τοῦ μονοθελητισμοῦ καὶ
μονοενεργητισμοῦ. Ὅτε ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ αὐτοκράτωρ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιον
Μάξιμον νὰ κοινωνήσῃ μὲ τὰ πέντε Πατριαρχεῖα, ἀφοῦ ἠρώτησε ὁ ἅγιος Μάξιμος,
τίνι τρόπῳ, ἐγένετο ἡ ἕνωσις, καὶ εἶδε, ὅτι ἐγένετο ἐν τῇ πλάνῃ τῆς αἱρέσεως
εἶπε:
«Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ
σωτήριον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας, ἐφ΄ οἷς αὐτὸν καλῶς
ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεὸς ἀπεφήνατο» (Πρὸς Ἀναστάσιον μονάζοντα ,PG 90, 1 32, Α)
Καὶ ὅτε ἠρνήθη ὁ ἅγ. Μάξιμος τὴν
κοινωνίαν μετ΄αὐτῶν ἐν τῇ αἱρέσει, ἀπειληθεὶς μὲ θάνατον, εἶπε: «Τοῦτο
λέγειν οὐ δύναμαι, οὔτε ἐδιδάχθην παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁμολογεῖν.
(Ἂς τὸ ἀκούσουν οἱ τὰ τοῦ νεοπατερισμοῦ φρονοῦντες.) Τὸ δοκοῦν ὑμῖν, οὖσιν
ἐξουσιασταῖς, ποιήσατε. –οὐκοῦν ἄκουσον, ἔφησαν˙ ἔδοξε τῷ Δεσπότῃ (ἐνν. τῷ
Αὐτοκράτορι) καὶ τῷ Πατριάρχῃ, διὰ Πραικέπτου τοῦ Πάπα Ρώμης, ἀναθεματισθῆναι
σε μὴ πειθόμενον, καὶ τὸν ὁριζόμενον αὐτοῖς ἀπενέγκασθαι θάνατον – τὸ τῷ Θεῷ
δοκοῦν πρὸ παντὸς αἰῶνος ὁρισθὲν ἐν ἐμοὶ δέξοιτο πέρας,
φέρον αὐτῷ δόξαν πρὸ παντὸς ἐγνωσμένην αἰῶνος, αὐτοῖς τοῦτο ἀκούσας
ἀπεκρινάμην.» (PG 90, 132 C)
Κρινόμενος, ὡς πρὸς τὸ φρόνημα τοῦ
ἁγίου Μαξίμου, καθ΄ ὃ οὗτος θεωρεῖ, ὡς ὑπέρτατον κριτήριον τῆς ἀληθείας, τὴν
ὀρθὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ὁ ἔγκριτος Kαθηγητὴς κ. Βλάσιος Φειδᾶς εἰς τὸ
ἄρθρον του «τὸ κῦρος τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ ζήτημα τοῦ
ἀναβαπτισμοῦ» (ὅρα περιοδ. Ὀρθοδοξία 2004 β΄, σελ. 446) σφάλλει, ὅταν θεωρῇ,
τὴν συμφωνίαν τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν μετὰ τὸ σχῖσμα, ὡς ὕψιστον
κριτήριον Ἀληθείας, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, χωρὶς τὴν ὀρθὴν ὁμολογίαν τῆς
πίστεως.
Ὁμοίως ἐσφαλμένη εἶναι ἡ ἄποψίς του:
«Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι δεσμία τῶν ὑπ΄ αὐτῆςθεσπιζομένων κανόνων, διότι οὔτε εἶναι, οὔτε δύναται νὰ θεωρηθῇ, ὅτι εἶναι ὑποκείμενον ἢἀντικείμενον τῶν ὑπ΄ αὐτῆς εἰσαγομένων κανονικῶν ῥυθμίσεων, διὸ καὶ κινεῖται ἐλευθέρως,κατὰ τὴν ἔμφρονα κρίσιν αὐτῆς, καὶ πέραν τῶν διὰ τῶν κανόνων τεθειμένων ὁρίων τῆςκανονικῆς ἀκριβείας ἢ καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας».
(ἔνθ. ἀνωτ. περιοδ. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, σελ. 454)
Κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην, ἡ
Ἐκκλησία ὁδηγουμένη «εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν», ὑπὸ τοῦ ἉγίουΠνεύματος, ἔχει
ὡς πηγὴν τῆς Ἀποκαλύψεως παραλλήλως πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν
Παράδοσιν, δι΄ ἧς διατυπώνει εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους τοὺς «Ὅρους» καὶ τοὺς «Κανόνας», ὡς
δείκτας τῆς ἀληθείας, καὶ πρὸς ἀποφυγὴν τῆς πλάνης. Δεικνύει τὴν Ἀλήθειαν ἀλλὰ
δὲν τὴν ἐξαντλεῖ, καθορίζει ὅμως τὰ ὅρια μεταξὺ Ἀληθείας καὶ πλάνης, ἐξ ἧς
πλάνης προφυλάσσει διὰ τῶν «Ὅρων» καὶ τῶν ἱερῶν «Κανόνων». Καὶ ἕκαστον μέλος
τῆς Ἐκκλησίας, ἀναλόγως μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του, διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν
θείων ἐντολῶν καὶ τῆς ἐν Χριστῷ μυστηριακῆς ζωῆς, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, βιώνεικαὶ γνωρίζει τὸν Θεόν. Οὗτος ἀποκαλύπτεται προσωπικῶς εἰς
ἕκαστον, ἐν τῇ θεοπτίᾳ τοῦ νοῦ καὶ τῇ θεώσει, κυρίως κατὰ τὴν ὥραν τῆς
προσευχῆς.
Καθὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
διατυπωθοῦν νέοι δογματικοὶ «Ὅροι» ἀντίθετοι μὲ τοὺς παλαιούς, ἔτσι δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ καθιερωθοῦν καὶ νέοι ἱεροὶ «Κανόνες», χωρὶς τὴν ἀπαράβατον
συμφωνίαν, τοῖς προδιατυπωθεῖσι τοιούτοις. Τὸ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», πανταχοῦ
ἰσχύει καὶ πάντοτε, ὡς μέτρον τῶν Οἰκουμενικῶν ἁγίων Συνόδων.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διατυπωθοῦν,
οὔτε νέοι «Ὅροι», οὔτε νέοι «Κανόνες» ἀντίθετοι, οὔτε μὲ τὸ γράμμα,
οὔτε μὲ τὸ πνεῦμα τῶν προγενεστέρων. Τὸ γράμμα ποικίλλει κατὰ
καιρούς, ἀναλόγως τῶν προβλημάτων, τὸ «πνεῦμα» ὅμως εἶναι τὸ αὐτό, ὡς
διαχρονικόν. Τὸ «πνεῦμα» διατυπώσεως ἐνδεχομένων νέων ἱερῶν «Κανόνων», ὑπὸ
μελλούσης νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε
σύμφωνον μὲ τὸν «λόγον τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ κρίνῃ τὸν κόσμον ἐν
τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰω. 12, 48).
Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία εἶναι
δεσμία τοῦ «λόγου – τῶν ῥημάτων – τοῦ Χριστοῦ», τοῦ
ἐξαγγέλλοντος τὴν θείαν ζωήν. Ὁ Λόγος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τὸ δεύτερον
πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ὁποίου τὰ ῥήματα ζωῆς ἑρμηνεύει ἀλαθήτως τὸ
Παράκλητον Πνεῦμα, «ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται», καθοδηγεῖ δὲ «εἰς
πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν» τὴν Ἐκκλησίαν.
Τὸ ἅγιον Πνεῦμα λοιπὸν φανερώνει τὸ
ἀληθὲς νόημα τῶν ἱερῶν κανόνων, τὸ ὁποῖον ἔχει καθολικὸν καὶ διαχρονικὸν κῦρος.
Μὲ τὴν λογικὴν τοῦ κ. Φειδᾶ «περὶ
Κανόνων», εἶναι δυνατὸν νὰ αἰτηθῇ ἀπὸ μίαν μέλλουσαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον νὰ
ἀναθεωρηθῇ καὶ ὁ περίφημος 28ος Κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, διὰ νὰ μεταθέσῃ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς εἰς ἕτερον Πατριαρχεῖον, πρᾶγμα
ἀδιανόητον καὶ ἀπαράδεκτον.
Ἄς ἐπανεξετάσῃ λοιπὸν ὁ ἔγκριτος
καθηγητὴς τὰ ἐπιχειρήματά του καὶ τὰς ἀπόψεις του διὰ τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων,
ἐν σχέσει μὲ τὰς Συνόδους τοῦ 1484 ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ τὸν Ὅρον τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου τοῦ Ε΄ 1749, «περὶ ἀναβαπτισμοῦ τῶν Λατίνων».
Ἀγνοεῖ ὁ κ. Φειδᾶς τὰς πολλὰς νέας
πλάνας, ἃς ὁ Παπισμὸς ἔχει εἰσαγάγει εἰς τὸν Ρωμαιοκαθολικὸν κόσμον μέχρι
σήμερον; Εὑρίσκεται ὁ Παπισμὸς εἰς τὴν ἰδίαν κατάστασιν μὲ τὸ 1482 μ.Χ.;
******
Μακαριώτατε καὶ σεπτὲ προκαθήμενε
τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, οἱ
συγκροτοῦντες τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Παραλλήλως πρὸς τὸ ἱερατεῖον, ὡς
γνωστόν, ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ὑπάρχει καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
εἶναι ὁ τελικὸς κριτὴς τῆς Οἰκουμενικότητος τῶν ἁγίων Συνόδων, ἡ λεγομένη Ἐκκλησιαστικὴ
συνείδησις, ἡ ὁποία ἀπέρριψε συγκληθείσας Συνόδους ὡς οἰκουμενικὰς (π.χ.
τὴν «ληστρικὴν ἐν Ἐφέσῳ Σύνοδον», ὡς καὶ τὴν σύνοδον τῆς Ἱερείας, τῷ 754 μ.Χ),
διότι δὲν εἶχον τὴν συμφωνίαν τῶν ἁγίων Πατέρων, κατὰ τὸ «ἑπόμενοι τοῖς
πρὸ αὐτῶν ἁγίοις Πατράσιν».
Τὸν Ὀρθόδοξον λαὸν καὶ τὴν φωνὴν τοῦ
εὐσεβοῦς λαοῦ, «οὐκ ἔξεστιν οὐδενὶ ἀγνοεῖν», διότι τελικῶς αὐτὸς ὁ λαὸς θὰ κρίνῃ καὶ εἰς τὸ μέλλον
τὴν Οἰκουμενικότητα οἱασδήποτε νέας Συνόδου συγκληθῇ, ἐὰν πληροῖ τοὺς
ὅρους τῆς Οἰκουμενικότητος.
Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ διὰ τὰς ἀποφάσεις
τοπικῶν ἐπαρχιακῶν Συνόδων.
Εἶναι τοῖς πᾶσιν φανερόν,
Μακαριώτατε, ὅτι σήμερον διώκεται ἡ Ἀλήθεια, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία
Του.
Ὁ διωγμὸς εἶναι ὕπουλος καὶ χειρότερος καὶ ἔτι πλέον
ἐπικίνδυνος ἐκείνων τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων.
Ὄπισθεν πάντοτε εἶναι ὁ
διάβολος, ὁ πραγματικὸς ἐχθρὸς τῆς Ἀληθείας, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ
ὄργανά του εἶναι σήμερον πολλὰ καὶ κυρίως τὰ σκοτεινὰ ἀντιχριστιανικὰ
κέντρα, τὰ ὁποῖα κατευθύνουν τὴν Παγκόσμιον Πολιτικὴν τῶν ἰσχυρῶν
τῆς Γῆς καὶ τὰ πνευματικὰ ῥεύματα τοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα δὲν
κατευθύνονται ὅμως ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁμοούσιον καὶ ὁμόθρονον τῷ Πατρὶ
καὶ τῷ Υἱῷ.
Ὁ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς τῶν ἀνθρώπων
τῆς σήμερον,
τὰ πνεύματα τῆς πλάνης, ποὺ κατευθύνουν τὴν ἀνθρωπίνην
γνῶσιν, καὶ ἡ φυσίωσις, ἡ τικτομένη ἐκ τῆς
πληθώρας τῶν γνώσεων, ἔχει ἐπηρεάσει καὶ πολλὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καὶ πολλοὺς ἔχει πλανήσει,κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. «ἐν ταῖς
ἐσχάταις ἡμέραις ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται θὰ προσπαθήσουν νὰ πλανήσουν,
εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς» (Ματθ. 24,24)
Οἱ τὰ τῶν θρησκειολόγων
φρονοῦντες, ἐπιμένουν νὰ στήσουν τὸ ἴδιον θέλημα. Ἴσως εἶναι, -ὁ Θεὸς
οἶδε-, καὶ ὄργανα σκοτεινῶν κέντρων. Τινὲς ἴσως σκέπτονται μόνον τὰ
ἀργύρια, τὰ εὐρώ.
Αὐτὸς ὁ ἀρχέκακος ὄφις πειράζει
ὅλους μας. Ἕκαστος
ἐξ ἡμῶν πάντοτε ὀφείλει νὰ μὴ ἔχῃ ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν ἰδίαν κρίσιν. Ὀφείλει
νὰ ἐρωτᾷ, ἐὰν πορεύεται ὀρθῶς. Ἐὰν δὲν ἐρωτᾷ, θὰ ἀπωλέσῃ τὴν ὀρθὴν
ὁδόν.
Εἶναι ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία νὰ ὑποδείξῃ
εἰς τοὺς παντὸς εἴδους «πλανεμένους» τὴν πλάνην των, διότιἡ
σιωπὴ συμπαρασύρει εἰς τὴν ἀπώλειαν καὶ τοὺς μὴ πεπλανημένους.
Περαίνων τὴν ἐπιστολήν μου, ἡ ὁποία
ὑπηγορεύθη ἀπὸ πόνον καὶ ἀγάπην διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν Ἑλλάδα, ἐὰν ἀποπνέῃ
αὐθάδειαν αἰτῶ συγγνώμην, ἐὰν φανῇ χρήσιμος καὶ βοηθήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν, θὰ
εἶμαι εὐγνώμων εἰς τὸν Θεόν.
Οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν
εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν ἔρχονται εἰς τὸν νοῦν μου:
«Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ τί
θέλω, εἰ ἤδη ἀνήφθη… δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ, οὐχὶ λέγω
ὑμῖν ἀλλ΄ ἢ διαμερισμόν». (Λουκ. 12, 42)
Ἂς τὸ ἀκούσουν ὅσοι συντηροῦν μὲ τὰς
ἐνεργείας των τὰς πλάνας τῶν θρησκειῶν καὶ οἰκοδομοῦν τὴνσύγχρονον Βαβὲλ τῶν
πάλαι «κακῶς ὁμονοησάντων». Αὐτὴν τὴν κακὴν ὁμόνοιαν θέλει ἡπαγκοσμιοποίησις
καὶ ὁ ἄρρωστος Οἰκουμενισμός. Αὐτὴν θέλουν νὰ ἐπιβάλουν εἰς τὰ νειᾶτα τῆς
Ἑλλάδος οἱ ἄρρωστοι πνευματικῶς θρησκειολόγοι.
Ἅγιοι Πατέρες, ἂς μὴ τοὺς ἐνισχύωμεν
μὲ τὴν ἀδιαφορίαν μας, διότι τὰς ψυχὰς τῶν ἀπολλυμένων θὰ ζητήσῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰς
χεῖρας μας.
Ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου εἰς
τὸ βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως πρέπει νὰ συνέχῃ πάντας ἡμᾶς, κλῆρον καὶ λαόν.
«Τῷ Θεῷ προσκύνησον» λέγει ὁ
ἄγγελος˙ καὶ λέγει μοι, μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου
τούτου, ὁ καιρὸς γὰρ ἐγγύς ἐστιν. ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, ὁ ῥυπαρὸς ῥυπανθήτω
ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι. Ἰδοὺ
ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθὸς μετ΄ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ, ὡς τὸ ἔργον ἐστίν
αὐτοῦ. Ἐγὼ τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος. ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.
Μακάριοι οἱ πλύνοντες τὰς στολὰς αὐτῶν, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπὶ τὸ ξύλον
τῆς ζωῆς καὶ τοῖς πυλῶσιν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν πόλιν». (Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, 22, 9-14)
Ἐπὶ δὲ τούτοις ἐξαιτούμενος τὰς
Ὑμετέρας εὐχὰς καὶ εὐλογίας, διατελῶ μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ καὶ υἱικῆς
ἀφοσιώσεως, ἀσπαζόμενος τὰς τιμίας Δεξιάς πάντων Ὑμῶν.
Ἱερομόναχος Δαμασκηνός
ἔγραφον ἐν τῷ ἡσυχαστηρίῳ τοῦ Φιλαδέλφου
ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω