Στο Εκκλησιαστικό Πρακτορείο «ΑΜΗΝ» (Amen) φιλοξενήθηκε πρόσφατα άρθρο με φανερή την αντίθεσή του για τις Εθνικές Παρελάσεις και Επετείους.
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014
ΑΜΗΝ! ΓΕΝΟΙΝΤΟ! ΚΑΙ ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΕΤΕΙΟΙ
Στο Εκκλησιαστικό Πρακτορείο «ΑΜΗΝ» (Amen) φιλοξενήθηκε πρόσφατα άρθρο με φανερή την αντίθεσή του για τις Εθνικές Παρελάσεις και Επετείους.
Το άρθρο συγχέει το παρελθόν με το
επαίσχυντο κρατικό – πολιτικό σήμερα.
Κατηγορεί τη συλλογική μνήμη ως συλλογικό
ασυνείδητο, στο οποίο έχουν απαξιωθεί κατά κάποιον τρόπο η Σημαία και οι
Εθνικές Επέτειοι.
Ενώ κατηγορεί τα λάθη των αρχόντων,
παλαιών και συγχρόνων, και καλά κάνει, στο τέλος μιλάει υποτιμητικά και για το
λαό, τον οποίο κατηγορεί ότι συμπεριφέρεται ανεπίγνωστα τις ημέρες αυτές.
Κάνει τον ψυχολόγο και καρδιογνώστη στον
λαό μας, στα παιδιά του και ενώ θέλει να υποδείξει στην Εκκλησία το χρέος της
ενότητας και της αδιάκριτης συμπερίληψης στην αγάπη της πάντων των Ελλήνων, την
ίδια στιγμή μιλάει για «κράτος των αστών».
Ας δούμε όμως μερικές αδιαμφισβήτητες
αλήθειες, γιατί πίσω από τα θολά κομματικά γυαλιά πολλές φορές δεν ξέρουμε τι
λέμε:
Υπήρχε ακράτητος συνολικός ενθουσιασμός
στον ηρωϊκό λαό μας στο Έπος του 1940. Οι φωτογραφίες μιλάνε από μόνες τους και
οι εναπομείναντες ήρωες της εποχής μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Ο λαός έκανε
το θαύμα. Αυτό γιορτάζουμε.
Έβγαιναν όλοι οι Έλληνες στους δρόμους
και πανηγύριζαν και κάθε φορά που παίρναμε μια πόλη. Ξεχυνόταν ο λαός
αγκαλιαζόταν, έψελνε και τραγουδούσε.
Την ψυχική έξαρση και ανάταση την
φανερώνουν οι μαρτυρίες των δημοσιογράφων και ανταποκριτών – συγγραφέων του
1940. Μιλούν για ένα θαύμα, για την αυτοθυσία και τη φιλοπατρία των Ελλήνων
στρατιωτών, που ξεκίνησαν μαζικά τον πόλεμο με το χαμόγελο στα χείλη. Αυτό το
γεγονός θυμόμαστε και τιμούμε σήμερα.
Η καταπληκτική ενότητα του λαού μας
εκείνη την περίοδο ήταν από μόνη της ένα θαύμα, παρ’ όλο που το καθεστώς
υπολειπόταν δημοκρατικά. Ίσχυσε και στο 1940 αυτό που είπε ο Κολοκοτρώνης για
το 1821: “έπεσε στις ψυχές μας σα βροχή από ψηλά η επιθυμία να ελευθερωθούμε”.
Αριστεροί κάλαμοι όμως ούτε το 1821 δυστυχώς σέβονται ούτε το 1940 κατανοούν.
Η
ευσέβεια, η Εκκλησία, οι στρατιωτικοί ιερείς, οι επώνυμες μαρτυρίες από το
μέτωπο για τις εμφανίσεις της Παναγίας, φανερώνουν μαζί με τη φιλοπατρία, και
την ιερότητα και αγιότητα αυτού του αγώνος με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων,
από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο μέχρι τον τελευταίο πιστό. Ασφαλώς και
κατακρίνουμε τη φυγή της επίσημης πολιτείας. Η Εκκλησία όμως έμεινε ΕΔΩ.
Κάθε φορά που οι Έλληνες έμπαιναν σε
μια πόλη της Β. Ηπείρου αυθόρμητα ο στρατός παρήλαυνε και οι άνθρωποι έβγαζαν
από το σεντούκι τους τις Σημαίες και τις αναρτούσαν στα μπαλκόνια των σπιτιών
τους φανερώνοντας την ελληνική τους συνείδηση και πανηγυρίζοντας το γεγονός.
Ήταν κι αυτό φαινόμενο του κράτους των αστών; Ας μας πούν οι συγγραφείς του
άρθρου ένα κόμμα, ένα σύλλογο, μια κοινότητα, που να μην έχουν σύμβολο, σημαία
ή έμβλημα. Μη λέμε λοιπόν αψυχολόγητα πράγματα.
Η
Βέμπο με τα τραγούδια της, ο Ζαλοκώστας, ο Τερζάκης, ο Γ. Βλάχος, οι ξένοι
σταθμοί και τα επίσημα ξένα χείλη που επήνεσαν τον ηρωϊσμό των Ελλήνων
Στρατιωτών, οι γελοιογράφοι και οι σκιτσογράφοι, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων,
ελληνικών και ξένων, όλοι αυτοί ήταν το κράτος των αστών, οι πολυεθνικές, τα
ξένα μονοπώλια και οι βδέλλες των λαών;
Ακόμη
και ο εβραϊκής καταγωγής Συνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής φώναζε για να
εμψυχώσει τους στρατιώτες του “για τον Χριστό και την Ελλάδα”! Δυστυχώς όμως η
πνευματική μυωπία του νεοπαγούς διδύμου “Εκκλησία και Αριστερά”, ή “Θεολογία
και Αριστερά” δεν μπορεί να δεί την αλήθεια των γεγονότων.
Στο μέτωπο των βορειοηπειρωτικών βουνών
γράφτηκαν σελίδες ακραίας φιλοπατρίας, υψίστης ευσέβειας, ηρωϊκής αυτοθυσίας,
φοβερής αλληλεγγύης στους αιχμαλώτους, σελίδες μεγαλείου με εμφανίσεις της
Παναγίας και των αγίων μας. Στα μετόπισθεν ένα απέραντο στρατόπεδο προσευχής
και φιλανθρωπίας μαχόταν ειρηνικά, συντονισμένο και αυτό με τον αγώνα του
μετώπου. Όλα αυτά αμφισβητούνται; Τόμους ολόκληρους έχει εκδώσει η Εκκλησία της
Ελλάδος γι αυτά όλα. Αν εμείς σιωπήσουμε, «και οι λίθοι κεκράξονται».
Γιορτάζουμε το γεγονός της ενάρξεως του
πολέμου, γιατί συνέβη μια έκρηξη, ένα θαύμα, μια έξαρση. Μια πίστη και μια
αγάπη διαπέρασε όλο το λαό μας, ένα λαό που δύσκολα ενώνεται και ομονοεί.
Γιορτάζουμε όχι την υποδούλωσή μας, όπως επιπόλαια και απερίσκεπτα προβάλλεται
από το άρθρο, αλλά την απελευθέρωση από τα πάθη και τα ελαττώματα της φυλής
μας, τη νικηφόρα πορεία του λαού μας, την πρώτη νίκη κατά του άξονα και την
απελευθέρωση των πόλεων της Β. Ηπείρου, το ότι από την πρώτη στιγμή ανέλαβε τον
αγώνα η πληγωμένη Μεγαλόχαρη της Τήνου, η οποία υπήρξε παρούσα ως Υπέρμαχος
Στρατηγός.
Το άρθρο αδικεί το λαό μας που
συμμετέχει και παρακολουθεί τις παρελάσεις, κάνει δίκη προθέσεων και υποτιμά τη
συμμετοχή των παιδιών, από τα οποία ζητεί την τέλεια συμπεριφορά. Ξέρει το
άρθρο τι αισθάνονται οι μαθητές μας όταν παρελαύνουν; Κρίνει μόνο κατ΄ όψιν,
όχι όμως και δίκαια. Τα ρώτησε τα παιδιά; Πως όμως τα ίδια τα παιδιά, όταν
κάνουν καταλήψεις, μουτζώνουν και αποδοκιμάζουν τους πολιτικούς, συμμετέχουν στη
βουλή των εφήβων, τότε είναι ώριμη και επαινετή η συμπεριφορά τους; Τα ίδια
παιδιά είναι, “ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία”.
Το άρθρο παρουσιάζει φοβερή
προκατάλειψη για τις παρελάσεις, κινείται στον αστερισμό του μαρξισμού και της
αναρχικής ορολογίας, προσπερνά ανεπίτρεπτα τη συλλογική ετυμηγορία ενός λαού,
που ανέκαθεν αγκάλιασε τις παρελάσεις και αποτελεί μοναδική πρωτοτυπία
παγκοσμίως, τη στιγμή που σε όλους τους λαούς και τα κράτη γίνονται
μεγαλειώδεις στρατιωτικές παρελάσεις. Δεν κατανοεί θεολογικά το θέμα της
πατρίδος και ρίχνει νερό στο μύλο των διεθνιστικών αριστερών ιδεών και απόψεων,
χωρίς να λάβει υπόψη το θέλημα του λαού που θα μπορούσε να εισηγηθεί, αν ήθελε,
να τον ρωτήσουμε δια δημοψηφίσματος, αν θέλει τις παρελάσεις και τις επετείους.
Έχει βέβαια κι ένα δίκαιο, λειψό όμως,
ότι μεγαλειώδη παρέλαση θα έπρεπε να γινόταν και στην Επέτειο της 12ης
Οκτωβρίου 1944 που έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Γίνεται όμως αυτό στα
Ελευθέρια κάθε πόλεως επί μέρους.
Επίσης θα μπορούσε να συζητηθεί και το
περιεχόμενο της παρελάσεως. Πάντως και έτσι όπως είναι τώρα, είναι απαραίτητες
οι παρελάσεις, διότι παρίστανται και τιμώνται οι ανάπηροι πολέμου, οι βετεράνοι
και οι τραυματίες, κουβαλώντας γεγονότα, μνήμες, παρελαύνουν τα παιδιά του λαού
μας, με αποφάσεις και υποσχέσεις για το μέλλον, και σε περίοδο ειρήνης – η
μαθητιώσα νεολαία - και σε περίοδο πολέμου, ο στρατός. Επίσης εσωτερικοί
μετανάστες, Αδελφότητες και Σύλλογοι από κάθε γωνιά της Ελλάδος, διατρανώνουν
με τις τοπικές παραδοσιακές ενδυμασίες τους ότι σύμπασα η Ελλάδα και πάλι
ενωμένη κάτω τη Σημαία μας προχωρά συν Θεώ στο μέλλον.
Βασικό πρόβλημα του άρθρου είναι η άγνοια
του γεγονότος ότι κάθε λαός δρά και συλλογικά σε κάθε φάση του κοινωνικού
γίγνεσθαι παλιά και τώρα. Τιμά τους νεκρούς και διδάσκει τους ζωντανούς. Όλο δε
αυτό το γεγονός αποτυπώνεται στις παρελάσεις, στις λιτανείες, στα λάβαρα, στις
σημαίες. Και πρό Χριστού και μετά. Και στην Αρχαία Αθήνα και στη χριστιανική
Ελλάδα. Ο κόσμος εκφράζεται και προς τα έξω πανηγυρικά πάντοτε. Είναι μια επί πλέον
παρουσίαση και συμβολική λογοδοσία στο λαό που πληρώνει και οφείλει να
ενημερωθεί σε ένα βαθμό, για το έργο που γίνεται στα σχολείο, στο στρατό, στα
σώματα ασφαλείας κλπ. Όχι ότι δεν πρέπει να γίνουν και άλλα πράγματα για την
αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση του λαού μας. Με τις παρελάσεις προβάλλεται το
ηρωϊκό στοιχείο της φυλής μας και η κατάφαση στο γεγονός του πατριωτισμού,
πράγμα θεμιτό και θεάρεστο. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν το άρθρο ερμηνεύει κατά το
δοκούν και κατακρίνει ό,τι ο λαός μας συλλογικά έχει εγκολπωθεί εδώ και
δεκαετίες; Το τεκμήριο της δημοκρατίας υπάρχει πάντοτε στο λαό μας.
Έχουμε παρελάσεις στην Αγία Γραφή;
Βεβαίως. Και πανηγυρισμούς έχουμε μετά τη διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης, και
ύμνους και ψαλμούς, και παρέλαση μετά την επιστροφή τη Κιβωτού της Διαθήκης και
χορό από τον Δαβίδ, και ζητωκραυγές για τις νίκες του Σαούλ και του Δαβίδ.
Έχουμε και τη Βαϊφόρο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, τηρουμένων βεβαίως των
αναλογιών. Και μείς δεν κάνουμε μόνο τυπικές παρελάσεις, μαζικές εκδηλώσεις σε
πλατείες κλπ, αλλά προηγείται η θεία λειτουργία, ψάλλουμε Τρισάγια, καταθέτουμε
στεφάνια και έτσι φανερώνεται η σταυροαναστάσιμη πορεία του Έθνους μας.
Στο άρθρο υποβόσκει μία νοσηρά περί
Πατρίδος θεολογία, υπάρχει φανερός κομματικός στραβισμός, άγνοια του γεγονότος
ότι η Εκκλησία χρόνια τώρα δεν έχει αποστασιοποιηθεί από τις Παρελάσεις και τη
Σημαία – τι στο καλό δεν θα φώτιζε το άγιο Πνεύμα; - και είναι επιεικώς – το
άρθρο - προβληματικό.
Το άρθρο φιλοξενεί στους κόλπους του και
κάτι άλλο απρεπές: ταυτίζει την αγία μας Εκκλησία με την κυρίαρχη μεταπολεμικά
εξουσία, παρουσιάζει ως αχώριστο δίδυμο «τον παπά και τον χωροφύλακα» και
κατηγορεί την Εκκλησία, ότι κράτησε μακριά της κάποια βαπτισμένα παιδιά της «με
θρησκευτικές ανησυχίες». Πρόκειται για τα γνωστά εμφυλιοπολεμικά και
μετεμφυλιοπολεμικά σύνδρομα της αριστερής νοοτροπίας. Πιστεύουμε ότι κανένας
Επίσκοπος της Ελλαδικής Εκκλησίας μας δεν θα αρνηθεί να τελέσει Μνημόσυνο στο
Γράμμο και στο Βίτσι υπέρ αναπαύσεως των φονευθέντων μαχητών του “Δημοκρατικού
Στρατού”, εάν προσκληθεί ασφαλώς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει
τέτοιες προκαταλήψεις και προσωποληψίες. Μπορεί κάποιοι μεμονωμένοι κληρικοί να
παραφέρθηκαν, όπως αυτό συμβαίνει με κάθε συλλογικότητα και σε κάθε εποχή. Η
Εκκλησία μας μετρά θύματα και στην Αντίσταση και στο Συμμοριτοπόλεμο. Μάλιστα
στον δεύτερο, έχουμε πάνω από δύο εκατοντάδες σφαγμένους, κρεμασμένους και
σταυρωμένους κληρικούς, δυστυχώς από βαπτισμένους χριστιανούς, όπως λέει και το
άρθρο, “με θρησκευτικές ανησυχίες” .
Η αποστασιοποίηση αφορά τα αριστερά
κινήματα που δεν μπορούν να αντιληφθούν το γεγονός ότι το 97% του λαού μας
θρησκεύεται ορθόδοξα και δεν μπορούν ποτέ να διαχειριστούν παραδείγματος χάριν
το γεγονός ότι η Κόρη του Στάλιν βαπτίστηκε ορθόδοξη, ο Χαρίλαος Φλωράκης
(Καπετάν Γιώτης) πήγε στο Άγιο Όρος και εξομολογήθηκε και οι λαοί του λεγομένου
“σιδηρού παραπετάσματος και ανατολικού μπλόκ” επέστρεψαν μαζικά στην Ορθοδοξία.
Λίγο πιο πριν από αυτή τη στιγμή που μιλάμε, το Άγιο Όρος και ο Πατριάρχης μας
δέχτηκε και κουβέντιασε φιλικότατα, χωρίς να αποκλείσει τον - σύμφωνα με δική
του δήλωση - άθεο αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως.
Τέλος, το άρθρο ομιλεί απαξιωτικά για
τους πολιτικούς που παρακολουθούν τις Παρελάσεις και τους προσάπτει μη κόσμιους
χαρακτηρισμούς. Βέβαια τα έργα τους είναι χειρότερα. Υπάρχουν και κάποιες λίγες
εξαιρέσεις. Αλλά οι όποιοι πολιτικοί δεν πήγαν μόνοι τους εκεί. Πήγαν από την
ψήφο του λαού μας. Ανεβαίνουν στην εξέδρα των επισήμων, αυτοί που ψήφισε κατά
πλειοψηφεία ο λαός μας. Ο λαός μας ο “πάντοτε ευκολόπιστος και πάντοτε
προδομένος” επέλεξε δυστυχώς “παλιάτσοι” να τον εκπροσωπούν. Διαφωνούμε, αλλά
σεβόμαστε την ετυμηγορία του και την απόφασή του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου