.

.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Η επίσημη επίσκεψη του "Πατριάρχου" των Αρμενίων Αράμ του Α΄ στην Ελλάδα

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 27 Οκτωβρίου 2014.

      Πολλοί πιστοί της τοπικής μας Εκκλησίας εξέφρασαν την έκπληξή τους και την εύλογη αγανάκτησή τους, όταν πληροφορήθηκαν από τα ΜΜΕ τον τρόπο, με τον οποίο ορισμένοι αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος υποδέχθηκαν τον «Πατριάρχη» των Αρμενίων Αράμ τον Α΄, ο οποίος επισκέφτηκε την χώρα μας, πριν από λίγες ημέρες. Κι’ αυτό διότι, όπως οι πάντες γνωρίζουν, οι Αρμένιοι ακολουθούν μέχρι σήμερα, εδώ και 15 αιώνες, την αρχαία αίρεση του Μονοφυσιτισμού, (όχι βέβαια του ακραίου Μονοφυσιτισμού του Ευτυχούς, αλλά του μετριοπαθούς του Σεβήρου του Ακεφάλου), την οποία καταδίκασε η αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, και την οποία καταδίκη ανανέωσαν οι μεταγενέστερες Ε΄, ΣΤ΄, και Ζ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι: «...Και τας δύο φύσεις ομολογούμεν του σαρκωθέντος δι ημάς εκ της αχράντου Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον γινώσκοντες, ως η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος εξεφώνησεν, Ευτυχή καί Διόσκορον δυσφημήσαντας της θείας αυλής εξελάσασα, συναποβάλλοντες αυτοίς Σεβήρον, Πέτρον και την πολυβλάσφημον αυτών αλληλόπλοκον σειράν...». (Όρος της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Μια καταδίκη η οποία μάλιστα έχει αποτυπωθεί και στα υμνογραφικά μας κείμενα.

     Παρ’ όλα αυτά ο Αρμένιος «Πατριάρχης» έγινε ενθουσιωδώς δεκτός από την εκκλησιαστική ηγεσία της χώρας μας, γεγονός το οποίο σκανδάλισε σφόδρα το Ορθόδοξο ποίμνιο της Εκκλησίας μας. Μητροπολίτης της Θράκης, την οποία επισκέφτηκε πρώτη ο κ. Αράμ, τον κατονόμασε σε επίσημη προσφώνησή του ως «Ορθόδοξο»! Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος ο Α΄ τον παρουσίασε ως «μίαν εκ των λαμπροτέρων και σπουδαιοτέρων ηγετικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων του 21ου αιώνος». Στην προσφώνησή του μεταξύ άλλων ανέφερε: «Έχομεν ανάγκην ανθρώπων του Υμετέρου διαμετρήματος και της ιδικής Σας πνευματικής και θεολογικής καταρτίσεως και εμβριθείας». Πως όμως είναι δυνατόν ένας αιρετικός, ο οποίος, ως ακολουθών και διδάσκων τις αιρετικές διδασκαλίας του Διοσκόρου και του Σεβήρου, φέρει και αυτός το ίδιο ανάθεμα, με το οποίο είναι αναθεματισμένοι και οι πνευματικοί του διδάσκαλοι και πατέρες, να αποτελεί «μίαν εκ των λαμπροτέρων και σπουδαιοτέρων ηγετικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων του 21ου αιώνος»; Και ποία ανάγκη μπορεί να έχει η Εκκλησία μας από έναν αιρετικό, που βρίσκεται στο σκότος της πλάνης και του ψεύδους; Μπορούμε επίσης να ομιλούμε περί πνευματικού διαμετρήματος και περί θεολογικής καταρτίσεως ενός ανδρός, ο οποίος ναυάγησε περί την πίστη και είναι άξιος πολλών θρήνων και δακρύων, έχει δε ανάγκη από τις προσευχές όλων μας, μήπως ο Θεός του ανοίξει τα μάτια της ψυχής του και έρθει σε αίσθηση της πλάνης του και μετανοήσει; Εάν η Εκκλησία έχει ανάγκη από τον κ. Αράμ τον Α΄, τότε κατά συνεπή ακολουθία έχει ανάγκη και από τον Διόσκορο και τον Σεβήρο, τους οποίους η Εκκλησία αναθεμάτισε. Και αν έχει ανάγκη από όλους αυτούς, τότε σίγουρα δεν θα πρέπει να έχει ανάγκη από τους αγίους Πατέρες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι  πλανήθηκαν και κακώς τους αναθεμάτισαν.
       Στην Θεσσαλονίκη ο κ. Αράμ ο Α΄ έγινε δεκτός και εκεί ως κανονικός Ορθόδοξος επίσκοπος και οδηγήθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στο Ιερό Βήμα, όπου ασπάσθηκε την Αγία Τράπεζα και το Ιερό Ευαγγέλιο, παρ’ όλο που στο Ιερό Βήμα δεν επιτρέπεται να εισέρχονται αιρετικοί, πολλώ δε μάλλον να αγγίζουν και να ασπάζονται το Άγιο Θυσιαστήριο και το Ιερό Ευαγγέλιο!
       Μετά από τις παρά πάνω άστοχες και απαράδεκτες, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ενέργειες και λόγους, θεωρήσαμε αναγκαίο να δώσουμε μια στοιχειώδη   ενημέρωση στους πιστούς μας επί του θέματος, ώστε να άρουμε κάποιες υπόνοιες, ότι δήθεν ο Αρμένιος «Πατριάρχης» είναι Ορθόδοξος, οι δε Αρμένιοι, ομόδοξοί μας.
      Ο Χριστιανισμός κατά την Παράδοση διαδόθηκε στην Αρμενία από τους αγίους αποστόλους Βαρθολομαίο και Ιούδα Ιακώβου, ή Θαδδαίο, οι οποίοι θεωρούνται ως οι θεμελιωτές της Αρμενικής Εκκλησίας. Αργότερα, κατά τον 3ο αιώνα, οι χριστιανικές κοινότητες της Αρμενίας οργανώθηκαν και εδραιώθηκαν χάρη στην ιεραποστολική δράση του αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού και στη μεταστροφή στον Χριστιανισμό του βασιλέως της Τιριδάτη. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Καισαρείας Λεόντιο, πρώτος επίσκοπος της Αρμενικής Εκκλησίας και έφερε τον τίτλο «καθολικός». Μέχρι σχεδόν το τέλος του 4ου αιώνα η Αρμενική Εκκλησία δεν είχε εκκλησιαστική αυτοδυναμία, αλλά βρισκόταν κάτω από την πνευματική κηδεμονία της Εκκλησίας της Καππαδοκίας, συμμετέσχε με εκπροσώπους της στις τρείς πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, και επομένως ήταν  ενωμένη με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ήταν δηλαδή Ορθόδοξη. Ωστόσο, μετά την κατάληψη της Αρμενίας από τους Πέρσες το 428 αρχίζει η σταδιακή  απομάκρυνση των Αρμενίων από την Ορθοδοξία, όχι μόνον ως αποτέλεσμα των πολιτικών μεταβολών, αλλά και των εκκλησιαστικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Οι πολιτικές ανακατατάξεις και η δυσμενής επιρροή που δέχθηκαν από Σύρους Μονοφυσίτες επισκόπους, οδήγησε τελικά την τοπική αυτή Εκκλησία, αφ’ ενός μεν να μην λάβει μέρος με εκπροσώπους της στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, και αφ’ ετέρου να απορρίψει τις αποφάσεις της Συνόδου αυτής, η οποία ως γνωστόν καταδίκασε τους αιρετικούς Ευτυχή, Διόσκορο, Σεβήρο, Πέτρο και τους οπαδούς των. Με δικές τους κατοπινές συνόδους (του Βαγκαρσπάτ το 491 και του Δοβέν το 527, ή κατ’ άλλους το 535), παγίωσαν τον αιρετικό Μονοφυσιτισμό, στον οποίο παραμένουν προσηλωμένοι έκτοτε μέχρι σήμερα επί 15 αιώνες.
      Ενώ λοιπόν η Αρμενική «Εκκλησία» εθεωρείτο επί 15 αιώνες από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας σαφώς αιρετική, κατά παράδοξο τρόπο, άρχισε εδώ και μερικές δεκαετίες να αμφισβητείται η μακραίωνα αυτή παγιωμένη και συνοδικώς κατοχυρωμένη παράδοση. Άρχισε να διατυπώνεται η γνώμη και η άποψη από οικουμενιστές επισκόπους και θεολόγους, ότι οι Αρμένιοι έχουν κατά πάντα Ορθόδοξη Χριστολογία, ενώ οι διαφορές που μας χωρίζουν είναι επουσιώδεις και ασήμαντες, ή σύμφωνα με άλλη διατύπωση, έχουν μεν την «ιδεολογική» Ορθοδοξία, ενώ στερούνται την «εκκλησιαστική» Ορθοδοξία, λόγω της απορρίψεως υπ’ αυτών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η απόσχισή τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν οφείλεται σε δογματικούς λόγους, αλλά είτε σε ιστορικούς και πολιτικούς, είτε σε εσφαλμένη κατανόηση υπό των αγίων Πατέρων της Χριστολογικής Ορολογίας των Μονοφυσιτών. Μ’ άλλα λόγια η σύγχρονη αυτή πεπλανημένη οικουμενιστική θεολογική αντίληψη παρουσιάζει, όπως πολύ σοφά παρατηρεί ο ομότιμος καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, «τους συγχρόνους θεολόγους ικανότερους στο να κατανοήσουν την θεολογική ορολογία των Μονοφυσιτών και να μην την παρεξηγήσουν, όπως την παρεξήγησαν και την θεώρησαν ως αιρετική οι άγιοι Πατέρες των Συνόδων, αλλά και άλλες γιγάντιες και κολοσσιαίες θεολογικές και πατερικές προσωπικότητες, που ασχολήθηκαν με τους Μονοφυσίτες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Μέγας Φώτιος, οι οποίοι εκφράζουν και σφραγίζουν σε αδιάκοπη και ενιαία σειρά την διδασκαλία της Εκκλησίας επί τρείς αιώνες ως οι επιφανέστεροι θεολόγοι αυτών των αιώνων…».[1] Όπως δε πολύ εύστοχα συμπληρώνει σε σχετική μελέτη της η Ιερά Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, εάν οι Αντιχαλκηδόνιοι είναι Ορθόδοξοι, τότε εμμέσως «δεχόμεθα ότι αι Οικουμενικαί αύται Σύνοδοι (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄) επλανήθησαν και ημείς τας διορθώνομεν. Προσπάθεια συμβιβασμού των πραγμάτων δεν χωρεί. Ή αι Σύνοδοι ορθοτόμησαν την Αλήθειαν και οι Διόσκορος και Σεβήρος ως και οι τούτων διάδοχοι ήσαν αιρετικοί, ή, εάν ούτοι δεν ήσαν αιρετικοί, αι Σύνοδοι επλανήθησαν».[2] Το δε ακόμη τραγικότερο είναι ότι η πεπλανημένη αυτή θεολογική αντίληψη αποτέλεσε δυστυχώς την βασική κατευθυντήρια γραμμή στον διεξαχθέντα μέχρι σήμερα Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, τόσο στις τέσσαρες ανεπίσημες Συνδιασκέψεις Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, όσον επίσης κατόπιν και στις Συνδιασκέψεις της Μικτής επί του Διαλόγου Θεολογικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα να αποτυπωθεί τελικά και στις  Κοινές Δηλώσεις των Ορθοδόξων μετά των Αντιχαλκηδονίων, κατά τα έτη 1989, 1990 και 1993.
        Η στρεβλή αυτή και ανορθόδοξη πορεία του Θεολογικού Διαλόγου ανησύχησε, (ευτυχώς) και κινητοποίησε το Άγιον Όρος, το οποίο, χάρις στην ουσιαστικότατη θεολογική συμβολή του μακαριστού προηγουμένου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου κυρού Γεωργίου Καψάνη και των συνεργατών του, εξέδωσε διά της Ιεράς Κοινότητος τρία επίσημα κείμενα:
α) Την Εισήγηση της Επιτροπής της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 1/14ης Φεβρουαρίου 1994.
β) Το Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 14/27ης Μαΐου 1995.
γ) Την πραγματεία «Παρατηρήσεις περί του θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Απάντησις εις κριτικήν του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού) (Άγιον Όρος 1996). Με τα κείμενα αυτά το Άγιον Όρος ουσιαστικά αρνήθηκε να δεχθεί ως Ορθόδοξη την απόφαση της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, ότι «αμφότεραι αι οικογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως» (Β' Κοινή Δήλωσις, Σαμπεζύ 1990), κονιορτοποιεί δε κυριολεκτικά τα θεολογικά επιχειρήματα των οικουμενιστών θεολόγων που εξεπροσώπησαν την Ορθόδοξη Εκκλησία στις Μικτές Επιτροπές του εν λόγω Θεολογικού Διαλόγου.
        Παρά ταύτα και ενώ θα έπρεπε τα εν λόγω κείμενα, (αλλά και άλλες θεολογικές μελέτες από επιφανείς και  καταξιωμένους καθηγητές, όπως του π. Θεοδώρου Ζήση[3]), να τύχουν της δέουσας προσοχής τόσον από το Φανάρι, όσον επίσης και από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίας, εν τη πράξει παρεθεωρήθησαν και απερρίφθησαν. Έτσι φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο οι Μονοφυσίτες να μην ονομάζονται πλέον έτσι «αλλά κατ’ αρχήν Αντιχαλκηδόνιοι, κατόπιν Προχαλκηδόνιοι, ή αρχαίοι Ανατολικοί, τώρα δε και Ορθόδοξοι, αφού γκρεμίσαμε τα όρια και τα σύνορα, παρά τη σύσταση “μη μεταίρειν όρια αιώνια ά έθεντο οι Πατέρες ημών” και επιτρέψαμε στους επί 15 αιώνας στη συνείδηση της Εκκλησίας αιρετικούς Μονοφυσίτας, χωρίς επιστροφή και μετάνοια, να γίνουν συγκληρονόμοι της Ορθοδοξίας και να ονομάζονται από μας τους ιδίους Ορθόδοξοι».[4]
      Δεν θα πρέπει λοιπόν να εκπλησσόμεθα και να απορούμε πως οι παραπάνω μνημονευθέντες αρχιερείς έφθασαν στο τραγικό ολίσθημα να ομιλούν, να συμπεριφέρονται και να υποδέχονται τον Αρμένιο Πατριάρχη κ. Αράμ τον Α΄ ως Ορθόδοξο. Όλα δε όσα με πολλή συντομία αναφέραμε μας βοηθούν να καταλάβουμε πως φθάσαμε σ’ αυτό το κατάντημα. Παρακαλούμε πολύ τους Σεβασμιωτάτους αρχιερείς μας να κάνουν τον κόπο και να μελετήσουν τα επί του θέματος των Αρμενίων δημοσιευθέντα τρία κείμενα της Ιεράς Κοινότητος, τις σχετικές άριστες μελέτες της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, όπως επίσης και τις ανάλογες μελέτες του ομοτίμου καθηγητού π. Θεοδώρου Ζήση και στη συνέχεια ας μας διατυπώσουν τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά των.
       Καλούμε για μια ακόμα φορά τον πιστό λαό του Θεού να μην επηρεάζεται και παρασύρεται από τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Να παραμείνει σταθερός και αμετακίνητος στην πίστη και στην Παράδοση της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθόδοξης Εκκλησία μας. Ό, τι αυτοαποκαλείται η χαρακτηρίζεται ως «εκκλησία» εκτός της Ορθοδοξίας μας, είναι σχίσμα και αίρεση. Όσοι πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλές «εκκλησίες», εκτός της Ορθοδοξίας μας, αναιρούν την ομολογία τους στο Σύμβολο της Πίστεως «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν Αποστολικήν Εκκλησίαν». Η αναίρεση της ομολογίας οποιουδήποτε άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως ισοδυναμεί με αίρεση!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των παραθρησκειών

[1] Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», Αρ. Φύλου 2042, 24.10.2014, σελ. 2.
[2] «Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι;», Εκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1995, σελ.21-22.
[3] Βλ. «Η  ΄Όρθοδοξία΄΄ των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών», «Είναι οι Αρμένιοι Ορθόδοξοι; Οι θέσεις του Μεγάλου Φωτίου», στο «Τα όρια της Εκκλησίας, Οικουμενισμός και Παπισμός», Εκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2004,  κ.α.
[4] Πρωτ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ομ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, «Τα όρια της Εκκλησίας, Οικουμενισμός και Παπισμός», Εκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2004,  σελ. 107.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Έτσι κερδίζονται οι νίκες...



Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Ξεφύλλιζα αυτές τις ημέρες έναν τόμο, τιτλοφορείται: «Η εποποιΐα 1940-41», εκδόσεις «Αρχείον Ιστορικόν Σελίδων» (του 1965), ο οποίος περιέχει, σε φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής του 1940-41, κατά την διάρκεια τής μεγαλειώδους νίκης. Σε πολλά διαβάζουμε κείμενα πολεμικών ανταποκριτών.
Σ’ ένα απ’ αυτά ο Αλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος και γνωστός θεατρικός συγγραφέας 1907-1988), τον Ιανουάριο του 1941, γράφει στην εφημερίδα «Η ΝΙΚΗ», για «το μεγάλο μυστικό των πολεμιστών μας». Ζει με τους στρατιώτες, μοιράζεται τα πάθια και τους καημούς τους, χαίρεται και καμαρώνει την αντρειοσύνη τους. «Κάπου στο μέτωπο», όπως σημειώνει, συναντά έναν φαντάρο.

Αντιγράφω: «Αυτό που μου ‘κανε κατάπληξη, που μου ‘δωσε συγκίνηση, που έκθαμβο με κράτησε για αρκετά λεπτά, ήταν το θέαμα ενός φαντάρου, που κουρασμένος, τσακισμένος, με γένεια ατίθασα και άτακτα, αιματωμένος, λασπωμένος, είχε τραβήξει μοναχός κάτω από ένα δέντρο και κάτι χάραζε σ’ ένα χαρτί. Πλησίασα για να τον δω, βέβαιος πως γράφει στην μάνα, στη γυναίκα του, στο σπίτι... Μα τί μεγάλο λάθος! Με τη ορθογραφία που κρατώ, διάβασα αυτούς τους στίχους:
“Βρε τη κανόνια, τη ντουφέκια, τη κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμαι παντού τον πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και ση άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα”.
Τον κοίταξα, με κοίταξε... Αυθόρμητα με πήρε το γέλιο, που ίσως να έμοιαζε με κλάμα...
-Βρέ συ, τι κάνεις; τον ρώτησα χτυπώντας τον στον ώμο...
Σήκωσε το κεφάλι του, έξυσε τ’ αγριωπά του γένεια, με την παλάμη ολόκληρη. Κι απάντησε:
-Γλεντάω!
Μία λέξη... Μέσα σ’ αυτήν ας διακρίνει ο αναγνώστης κάτι από το μυστήριο, το ανεξάντλητο γοητευτικό μυστήριο που κρύβει στην ψυχή του ο αγαπημένος στρατιώτης μας».
Γλέντι ήταν το ’40 για τον λαό μας, τον οπλίτη και τον πολίτη. Πανηγύρι ήταν ο πόλεμος. Γλεντούσε, καταματωμένος ο άγνωστος στρατιώτης. Το μυστικό, το γοητευτικό μυστήριο, που τάραζαν τα σπλάχνα του-και δεν μας το αποκαλύπτει ο αείμνηστος Λιδωρίκης-ήταν ένα, απλό και μεγαλοπρεπές: το ντροπή να ντροπιαστούμε. Εκείνη η γενιά, η γενιά του ’40, σκαρφάλωσε στις περήφανες αετοκορφές, «κομμένες θαρρείς απ’ το χέρι του Θεού», γιατί άφηναν πίσω τους «λίκνα και τάφους, που μουρμουρίζουν» (Νικ. Βρεττάκος), το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα την μέθυσε, μία νηφάλιος μέθη που στην γλώσσα μας λέγεται φιλοπατρία.
Θυμήθηκα μια φράση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού: « ...Καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρειαζόμεθα αυτάς τα δύο αγάπας-αγάπην εις τον Θεόν μας και εις τους αδελφούς μας-διότι χωρίς αυτών είναι αδύνατον να σωθώμεν» («Κοσμάς ο Αιτωλός», επ. Αυγουστίνου Καντιώτου, σελ. 109).
Αν θέλουμε και μεις ως πατρίδα να πετάξουμε, πρέπει να αποκτήσουμε και πάλι τα πρωτινά μας φτερά τα μεγάλα. Και η μία «πτέρυγα» λέγεται φιλοπατρία και η άλλη πίστη.
Το ’40, το βράδυ που επισκέφτηκε ο Γκράτσι τον Μεταξά και κηρύχτηκε ο πόλεμος, ξεκίνησε μία κρίση. Σ’ εκείνη την κρίση ο λαός μας, δεν κρύφτηκε στα υπόγεια, όπως τον θέλουν οι Γραικύλοι της σήμερον, που γράφουν τις έντυπες μαγαρισιές και τις περνούν και στα σχολικά βιβλία. (Βιβλίο Γλώσσας Ε’ Δημοτικού, σελ. 44-45). Σ’ εκείνη την κρίση δεν περίμεναν από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των καναλιών, να βρουν παρηγοριά.
Διαβάζω και πάλι μία άλλη ανταπόκριση του Αλ. Λιδωρίκη, στην εφ. «Ασύρματος» αυτή τη φορά, στις 25 Μαρτίου του 1941.
«Απάνω στην Κλεισούρα μία νύχτα βροχερή και σκοτεινή, θυμάμαι ένα παλληκαρόπουλο που άκουγε σκεπτικό τ’ άλλα παιδιά να τραγουδάνε σιγά-σιγά, γλυκά-γλυκά, πεσμένα και κουκουλωμένα πάνω και μέσα στις κουβέρτες τους και στα αντίσκηνά τους. Θολώσανε έξαφνα τα μάτια του.
-Ξέρεις τι σκέπτομαι; μου είπε. Πώς ήμασταν ως τώρα γενιά φτωχή και αλογάριαστη και παρεξηγημένη. Μας έλεγαν ανάξιους των προγόνων μας, μιλούσανε μόνο γι’ αυτούς και μας ξεγράφανε τους νέους, σαν να μην είχαμε και μεις στα στήθη μας φωτιά...
Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος που φτάσαμε ως κι οι ίδιοι-εμείς οι Έλληνες-να το πιστέψουμε απόλυτα. Είχαμε λησμονήσει κι αυτούς τους στίχους του μεγάλου Σολωμού:
-Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαχτο ετοιμάζει
γάλα αντρειάς και ελευθεριάς».
Ίσως και σήμερα αυτό το άθλιο, τρισάθλιο και κακόβουλο ψέμα μας καθηλώνει, μας παραλύει. Πώς νέρωσε πια το γάλα της Ελληνίδας μάνας μας, πως σβήστηκε η Παράδοση. Όχι. Τίποτε δεν χάθηκε. Αν φύγουν τα σάβανα και οι σαβανωτές μας, ξένοι και οι ημέτερες ανθρωποκάμπιες της πολιτικής, θα λάμψει και πάλι η ηλιόλουστη Ελλάδα μας.
Να κλείσω μ’ ένα από τα ηρωϊκότερα επεισόδια εκείνου του καιρού. Το διηγήθηκε ο Στρατής Μυριβήλης, κατά την εκφώνηση του πανηγυρικού στην Ακαδημία Αθηνών στις 27 Οκτωβρίου του 1960.
«Είχε οργανωθή, όπως θα θυμάστε, κατά τη διάρκεια του αγώνος υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος, από τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε.
Ο κόσμος έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώση το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά, που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα λοιπόν ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
-Εσύ, παπούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλει εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
-Ήρθα κ’ εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιό ζωηρή.
-Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δυό, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κ’ εγώ το δικό μου. “Άϊντε, πήγαινε, γέρο μου” μου είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κ’ εγώ σηκώθηκα και ήρθα.
Αγαπητοί φίλοι.
Σας ανέφερα περιπτώσεις που μπορούν και έπρεπε να γράφουνται στα βιβλία των παιδιών μας, όταν θ’ αποχτήσουν τα παιδιά μας τα βιβλία που πρέπει, όπως αναφέρουνται παραδείγματα για την ανδρεία και την αρετή των Ελλήνων, ξεσηκωμένα απ’ την αρχαία μας ιστορία. Από κανένα απ’ αυτά τα ιστορικά παραδείγματα δεν είναι κατώτερα αυτά που είδα και άκουσα στην προκάλυψη του Ελληνικού Στρατού, το χειμώνα του ’41. Όμως καμμιά ιστορία, ούτε η αρχαία ελληνική, δεν αναφέρει ένα παράδειγμα, σαν κι αυτό που μου διηγήθηκε ο φίλος μου ο γιατρός του Ερυθρού Σταυρού. Το νέο στοιχείο που προσθέτει τούτη η διήγηση, είναι το στοιχείο της αγάπης. Είναι το στοιχείο του χριστιανικού αλτρουισμού, με το οποίο η θρησκεία του Ιησού συμπλήρωσε τον κανόνα της αρετής που μας παράδωσε η αρχαία Ελλάδα. Ανδρείους μπορεί να βγάλη κάθε πατρίδα. Αγίους, όμως, μόνο η Ελλάδα».

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Η ΚΡΥΠΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται στο υπόγειο του Ναού και είναι, σύμφωνα με την παράδοση, ο χώρος όπου φυλακίσθηκε, μαρτύρησε και θάφτηκε ο Άγιος Δημήτριος.
Φωτογραφίες, κείμενα, αφήγηση και σύνθεση έργου: Βασίλειος Τσολάκης, Αρχιτέκτων Μηχανικός, Λάρισα.



Ο Βασίλειος Ν. Τσολάκης γεννήθηκε στον Τύρναβο, όπου τελείωσε την πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του. Είναι Διπλωματούχος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Άρχισε την επαγγελματική του δραστηριότητα το έτος 1967 στη Λάρισα, όπου εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας μέχρι το έτος 2007 και ασχολήθηκε με κάθε είδους έργα τόσο του Ιδιωτικού όσο και του Δημοσίου τομέα.
Ασχολείται με την φωτογραφία ερασιτεχνικά, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην καταγραφή φυσικών τοπίων, παραδοσιακών οικισμών, ιστορικών κτιρίων, θρησκευτικών μνημείων και άλλων θεμάτων σχετικών με τον άνθρωπο, το περιβάλλον και τον πολιτισμό.

Φώτης Κόντογλου: O άγιος Δημήτριος ο Mυροβλήτης.Αρματωμένος την Αρματωσιά του Θεού.



  O άγιος Δημήτριος μαζί με τον άγιο Γεώργιο, είναι τα δυο παλληκάρια της χριστιανοσύνης. Aυτοί είναι κάτω στη γη, κ’ οι δυο αρχάγγελοι Mιχαήλ και Γαβριήλ είναι απάνω στον ουρανό. Στα αρχαία χρόνια τους ζωγραφίζανε δίχως άρματα, πλην στα κατοπινά τα χρόνια τους παριστάνουνε αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια και ντυμένους με σιδεροπουκάμισα. Στον έναν ώμο έχουνε κρεμασμένη την περικεφαλαία και στον άλλον το σκουτάρι, στη μέση είναι ζωσμένοι τα λουριά που βαστάνε το θηκάρι του σπαθιού και το ταρκάσι πόχει μέσα τις σαγίτες και το δοξάρι. Tα τελευταία χρόνια, ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, οι δυο αυτοί άγιοι και πολλές φορές κι’ άλλοι στρατιωτικοί άγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι απάνω σε άλογα, σε άσπρο ο άγιος Γεώργης, σε κόκκινο ο άγιος Δημήτρης. Kι’ ο μεν ένας κονταρίζει ένα θεριό κι’ ο άλλος έναν πολεμιστή, τον Λυαίο. Aυτά τα άρματα που φοράνε ετούτοι οι άγιοι, παριστάνουνε όπλα πνευματικά, σαν και κείνα που λέγει ο απόστολος Παύλος: “Nτυθήτε την αρματωσιά του Θεού για να μπορέσετε να αντισταθήτε στα στρατηγήματα του διαβόλου. Γιατί το πάλεμα το δικό μας δεν είναι καταπάνω σε αίμα και σε κρέας, αλλά καταπάνω στις αρχές, στις εξουσίες, καταπάνω στους κοσμοκράτορες του σκοταδιού σε τούτον τον κόσμο και καταπάνω στα πονηρά πνεύματα στον άλλον κόσμο. Για τούτο ντυθήτε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε να βαστάξετε κατά την πονηρή την ημέρα, κι’ αφού κάνετε όσα είναι πρεπούμενα, να σταθήτε. Tο λοιπόν, σταθήτε γερά, έχοντας περιζωσμένη τη μέση σας με αλήθεια, και ντυμένοι με το θώρακα της δικαιοσύνης και με τα πόδια σας σανταλωμένα για να κηρύξετε το Eυαγγέλιο της ειρήνης κι’ αποπάνω από όλα σκεπασθήτε με το σκουτάρι της πίστης, που με δαύτο θα μπορέσετε να σβήσετε όλες τις πυρωμένες σαγίτες του πονηρού. Kαι φορέσετε την περικεφαλαία της σωτηρίας και το σπαθί του πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού”. 
Aυτός ο ηρωικός και καρτερικός χαραχτήρας, που έχουνε οι πολεμιστές οπου μαρτυρήσανε για τον Xριστό σαν άκακα αρνιά, ανάγεται στα πνευματικά.

    

   
O άγιος Δημήτριος περισκεπάζει όλη την οικουμένη, όπως λέγει το τροπάρι του, αλλά ιδιαίτερα προστατεύει τη Θεσσαλονίκη, που τη γλύτωσε πολλές φορές και στέκεται κι’ ανθίζει ως τα σήμερα, καινούριος μέγας Aλέξαντρος, που η δύναμή του κ’ η αντρεία του δεν χαθήκανε με το θάνατό του, όπως έγινε στον Aλέξαντρο, αλλά ζει και φανερώνεται στον αιώνα, σ’ όσους τον παρακαλάνε με θερμή καρδιά. H πατρίδα του βρίσκεται ολοένα σε κίνδυνο και σε σκληρές περιστάσεις κι’ ολοένα τον κράζει να τη βοηθήσει και να τη γλυτώσει. Kαι φέτος, ύστερα από τόσες γενεές που προστρέξανε με δάκρυα στην προστασία του, πάλι θα δράμουνε οι βασανισμένοι χριστιανοί στην εκκλησία του και θα κλάψουνε και θα ψάλλουνε πάλι το τροπάρι που λέγει: “Φρούρησον, πανεύφημε, την σε μεγαλύνουσαν πόλιν από των εναντίον προσβολών, παρρησίαν ως έχων προς Xριστόν τον σε δοξάσαντα”.

      
          

O άγιος Δημήτριος, ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 260 μ.X. Oι γονιοί του ήτανε επίσημοι άνθρωποι κι’ ο Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα που είχε από το γένος του, ήτανε στολισμένος και με χαρίσματα άφθαρτα, με φρονιμάδα, με γλυκύτητα, με ταπείνωση, με δικαιοσύνη και με κάθε ψυχική ευγένεια. Όλα τούτα ήτανε σαν ακριβά πετράδια που λάμπανε απάνω στην κορόνα που φορούσε, κι’ αυτή η κορόνα ήτανε η πίστη στον Xριστό. Eκείνον τον καιρό βασίλευε στη Pώμη ο Διοκλητιανός κ’ είχε διορισμένον καίσαρα, στα μέρη της Mακεδονίας και στα ανατολικά, ένα σκληρόκαρδο και αιμοβόρον στρατηγό που τον λέγανε Mαξιμιανό, θηρίο ανθρωπόμορφο, όπως ήτανε όλοι αυτοί οι πολεμάρχοι, που βαστούσανε κείνον τον καιρό με το σπαθί τον κόσμο, ο Διοκλητιανός, ο Mαξέντιος, ο Mαξιμίνος, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, πετροκέφαλοι, αγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, με λαιμά κοντά και χοντρά σαν βαρέλια, αλύπητοι, φοβεροί. Aυτός διώρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης κι’ όταν γύρισε από κάποιον πόλεμο, μάζεψε τους αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη για να κάνουνε θυσία στα είδωλα. Tότε ο Δημήτριος είπε πως είναι χριστιανός και πως δεν παραδέχεται για θεούς τις πελεκημένες πέτρες. O Mαξιμιανός φρύαξε και πρόσταξε να τον δέσουνε και να τον φυλακώσουνε σ’ ένα λουτρό. Όσον καιρό ήτανε φυλακισμένος, ο κόσμος πρόστρεχε με θρήνο κι’ άκουγε τον Δημήτριο που δίδασκε το λαό για την πίστη του Xριστού. Ένα παλληκαρόπουλο, ο Nέστορας, πήγαινε κι’ αυτός κάθε μέρα κι’ άκουγε τη διδασκαλία του. Eκείνες τις ημέρες, παλεύανε πολλοί αντρειωμένοι μέσα στο στάδιο κι’ ο Mαξιμιανός χαιρότανε γι’ αυτά τα θεάματα· μάλιστα είχε σε μεγάλη τιμή έναν μπεχλιβάνη που τον λέγανε Λυαίο, άνθρωπο θηριόψυχο και χεροδύναμο, ειδωλολάτρη και βλάστημο, φερμένον από κάποιο βάρβαρο έθνος. Bλέποντας ο Nέστορας πως τους είχε ρίξει κάτω όλους αυτός ο Λυαίος, και πως καυχιότανε πως είχε τη δύναμη του Άρη και πως κανένας ντόπιος δεν αποκοτούσε να παλέψει μαζί του, πήγε στη φυλακή και παρακάλεσε τον άγιο Δημήτριο να τον βλογήσει για να ντροπιάσει τον Λυαίο και τον Mαξιμιανό και τη θρησκεία τους. Kι’ ο άγιος Δημήτριος έκανε την προσευχή του και τον σταύρωσε και παρευθύς έδραμε ο Nέστορας στο στάδιο και πάλεψε με κείνον τον άγριο το γίγαντα και τον έριξε χάμω και τον έσφαξε. Tότε ο Mαξιμιανός έγινε θηρίο από το θυμό του και μαθαίνοντας πως ο Nέστορας ήτανε χριστιανός και πως τον είχε βλογήσει ο Δημήτριος, πρόσταξε να τους σκοτώσουνε. Σαν πήγανε στη φυλακή οι στρατιώτες, τρυπήσανε τον Δημήτριο με τα κοντάρια και έτσι πήρε τ’ αμάραντο στέφανο, στις 26 Oκτωβρίου 296· μάλιστα είναι γραμμένο πως σαν είδε τους στρατιώτες να ρίχνουνε τα κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και τον πήρανε οι κονταριές στο πλευρό, για να αξιωθεί το τρύπημα της λόγχης που δέχτηκε ο Xριστός στην πλευρά του κ’ έβγαλε αίμα και νερό η λαβωματιά του. Tον Nέστορα τον αποκεφαλίσανε την άλλη μέρα έξω από το κάστρο. Oι χριστιανοί σηκώσανε τα άγια λείψανα και τα θάψανε αντάμα, κι’ από τον τάφο έβγαινε άγιο μύρο που γιάτρευε τις αρρώστιες, για τούτο τον λένε και μυροβλύτη. Aπάνω στον τάφο χτίσθηκε εκκλησιά, τον καιρό που βασίλεψε ο μέγας Kωνσταντίνος. Στα κατοπινά χρόνια χτίσθηκε η μεγάλη εκκλησιά η τωρινή και στα 1143 ο βασιλέας Mανουήλ ο Kομνηνός έστειλε και πήρε στην Kωνσταντινούπολη την εικόνα του αγίου και την έβαλε στο μοναστήρι του Παντοκράτορος που ήτανε χτισμένη η εκκλησία του από τους Kομνηνούς και που τη λένε σήμερα Zεϊρέκ και την είχανε κάνει παλαιότερα τεκέ οι ντερβίσηδες. Στα εικονίσματά του είναι ζωγραφισμένος απάνω σε κόκκινο αντρειωμένο άλογο, που κοιτάζει σαν άνθρωπος, ομορφοσελωμένο, στολισμένο με χάμουρα και με γκέμια χρυσά, με τα μπροστινά ποδάρια σηκωμένα στον αγέρα, με την ουρά ανακαμαριασμένη, αλαφιασμένο από τον Λυαίο που κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος από το κοντάρι του αγίου Δημητρίου.  ( σ.σ.Ο άγ. Δημήτριος στην εικόνα του δε σκοτώνει το βάρβαρο παλαιστή Λυαίο ,όπως εσφαλμένα έχει γραφτεί, αλλά τον πολεμοχαρή τσάρο των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, που οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν "Σκυλογιάννη", ενώ ήταν έτοιμος να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη το 1207.
Πώς όμως ένας άγιος εικονίζεται να σκοτώνει έναν άνθρωπο;
 Ο Σκυλογιάννης πέθανε από πλευρίτιδα, αλλά ο θάνατός του αποδόθηκε σε θεία δίκη. Σε ιστορικό κείμενο (Σταυράκιος) αναφέρεται όραμα, όπου ο άγιος εμφανίστηκε να ρίχνει το κοντάρι του στο σκληρό πολιορκητή, για να σώσει το λαό της πόλης του. Δε σκότωσε λοιπόν με τα όπλα του ο άγιος το Σκυλογιάννη, αλλά ο θάνατός του από ασθένεια λίγο πριν χτυπήσει τη Θεσσαλονίκη αποδόθηκε σε θεία παρέμβαση, που σταμάτησε τους κατακτητικούς πολέμους του, με τη μεσιτεία του αγίου Δημητρίου προς το Θεό (συμβολικά, "τον κοντάρεψε"
).
 Στα καπούλια του, πίσω από τον Άγιο, είναι καβαλλικεμένος σε μικρό σχήμα ένας καλόγερος. Eίναι ο επίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης του Δαμαλά, που τον πιάσανε σκλάβο οι κουρσάροι μπαρμπερίνοι στα 1603 και τον πουλήσανε στο Aλγέρι, στον μπέη, που τον επήρε στο σεράγι του. Kάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος και παρακαλούσε μέρα νύχτα με δάκρυα να τον λευτερώσει ο άγιος Δημήτριος. Όπου, μια μέρα σαν αύριο, παραμονή τ’ αγίου Δημητρίου, τον είδε στον ύπνο του πως πήγε με τ’ άλογο και τον έβαλε καβάλλα και φύγανε από την Aραπιά. Kαι σαν ξύπνησε το πρωί, βρέθηκε λεύτερος στη Θεσσαλονίκη και δόξασε το Θεό και τον άγιο Δημήτριο και μπήκε σ’ ένα καράβι και πήγε στον Πόρο κι’ από τότε στα εικονίσματά του ζωγραφίζανε και το δεσπότη.

   
   
Λοιπόν αύριο το βράδυ θα προστρέξουνε πάλι οι Θεσσαλονικιώτες κ’ οι άλλοι χριστιανοί στη μεγάλη πανήγυρη και θα παρακαλέσουνε με συντριβή τον ένθερμο προστάτη τους να τους δώσει βοήθεια σε τούτες τις δεινές περιστάσεις. Kαι θα μαζευτούνε ο λαός ο ορθόδοξος κ’ οι άρχοντες κ’ οι δεσποτάδες και παπάδες και καλόγεροι και θα ψάλουνε στο μεγάλον εσπερινό τα κατανυχτικώτατα τροπάρια, με το μουσικό μέλος της Oρθοδοξίας· γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η κιβωτός που σώθηκε η ορθόδοξη λατρεία από τον κατακλυσμό της φραγκολεβαντινιάς που πάγει να μας πνίξει με τους ανούσιους νεωτερισμούς της. Eκεί θα συναχτούνε οι καλοί οι ψαλτάδες που ψέλνουνε ακόμα με κείνη τη σοβαρή ψαλμωδία που κρατά από τότε που θεμελιώθηκε η σεβάσμια τούτη εκκλησία, πούναι το καύχημα κ’ η παρηγοριά της Aνατολής, ύστερα από την Aγιά Σοφιά της Kωνσταντινούπολης. Kαι μεθαύριο στη λειτουργία, θα ψάλουνε στους Aίνους τα εξαίσια προσόμοια που είναι γεμάτα πόνο και ελπίδα και αγιασμένον ενθουσιασμό. Tάχει συνθέσει ένας από τους γλυκύτερους ποιητές της εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ψυχή πονεμένη και καρτερική. Kαι θα σας εξηγήσω με λίγα λόγια πως βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και μελώδησε αυτά τα συγκινητικά τροπάρια.
  
    
   
Aυτός ο άγιος μαζί με τον αδελφό του τον Θεόδωρο λέγονται “Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί”. Γεννηθήκανε στην Παλαιστίνη και γινήκανε μοναχοί και ύστερα χειροτονηθήκανε παπάδες και ησυχάσανε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα. Ήτανε κι’ οι δυο σπουδασμένοι στο έπακρο και γνωρίζανε κατά βάθος την ελληνική και την αραβική γλώσσα.
Φαίνεται πως οι αληθινοί χριστιανοί πρέπει παντοτινά να βασανίζουνται, γιατί, σαν περάσανε οι διωγμοί από τους ειδωλολάτρες, αρχίσανε άλλοι διωγμοί από τους αιρετικούς χριστιανούς. Kι’ όσοι βασανισθήκανε από τους ειδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι’ όσοι βασανισθήκανε από τους χριστιανούς αιρετικούς γινήκανε ομολογητές. Tέτοιοι ομολογητές είναι και γράφουνται και τα δυο τούτα αγιασμένα αδέλφια, ο Θεόδωρος κι’ ο Θεοφάνης. Γιατί τους καταδίωξε ο Λέοντας ο Ίσαυρος, που ήτανε εικονομάχος και τους φυλάκωσε και τους έδειρε και ύστερα τους εξώρισε στον Πόντο. Kι’ ο μεν Θεόδωρος τελείωσε τον αγώνα στη δεύτερη εξορία που τους έστειλε ο Θεόφιλος, ο τρίτος εικονομάχος αυτοκράτορας ύστερα από τον Λέοντα, και πέθανε σ’ ένα ερημονήσι που το λέγανε Aρουσία, μέσα σε μεγάλα δεινά και σε στερήσεις. O δε Θεοφάνης εξωρίσθηκε στη Θεσσαλονίκη κ’ εκεί, σκλάβος και τυραννισμένος, σύνθεσε με κλαυθμό ψυχής αυτά τα τροπάρια, που με δαύτα ικετεύει τον άγιο Δημήτριο να γλυτώσει τη χριστιανοσύνη από τους ασεβείς και τυραννικούς ανθρώπους, και τη Θεσσαλονίκη από τους βαρβάρους που τη ζώνανε. Kαι λέγουνται Γραπτοί, επειδή ο Θεόφιλος πρόσταξε και τυπώσανε με πυρωμένο σίδερο απάνω στα μέτωπά τους ένα αδιάντροπο ποίημα που έκανε κάποιος αυλοκόλακας. O άγιος Θεοφάνης, άμα πέθανε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε επίσκοπος Nικαίας και εκοιμήθη, γέροντας γεμάτος από πνευματική ευωδία, στα 850 μ.X. O Nικηφόρος Kάλλιστος τον λέγει ηδύφωνον μουσικόν αυλόν κι’ ο Σουΐδας ποιητήν. Έγραψε πολλές υμνωδίες σε διάφορες γιορτές, σύνθεσε και κανόνα συγκινητικό στον βασανισμένον αδελφό του τον Θεόδωρο.  
  
 
Aπό τα τροπάρια των Aίνων που είπαμε, το πρώτο έχει περισσότερον πόνο και πάθος και σ’αυτό συνεταίριαξε ο ποιητής τεχνικά τη θλίψη του για το διωγμό της ορθοδοξίας με το υμνολόγημα του αγίου και με την καρτερική ελπίδα για τη σωτηρία της θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, που και κείνον τον καιρό βρισκότανε σε αγωνία. Aυτά τα τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στις δεινές δοκιμασίες που πέρασε απανωδιαστά η Θεσσαλονίκη από τον καιρό του Διοκλητιανού ίσαμε σήμερα. Παρακάτω βάζω αυτό το τροπάρι και το μεταγυρίζω στην απλή γλώσσα, πλην χωρίς να μπορέσω να σιμώσω στο πρωτόγραφο:
     
“Δεύρο, μάρτυς Xριστού, προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς και δεινή μανία της αιρέσεως· υφ’ ης ως αιχμάλωτοι και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου διαρκώς διαμείβοντες και πλανώμενοι εν σπηλαίοις και όρεσιν. Oίκτιρον ουν, πανεύφημε, και δος ημίν άνεσιν· παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ’ ημών αγανάκτησιν, Θεόν ικετεύων, τον παρέχοντα τω κόσμω το μέγα έλεος”.
 
         

“Έλα, μάρτυρα του Xριστού, σε μας, που έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες κι’ από τη δεινή μανία της αιρέσεως· που μας κατατρέχει σα νάμαστε σκλάβοι και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε κι’ αλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο και πλανιόμαστε σαν τ’ αγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, και δώσε μας ανάπαψη, πάψε τη ζάλη και σβήσε την αγανάχτηση που σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας το Θεό, που δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος”. 
  

iereasanatolikisekklisias

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

π. Σεραφείμ Bell: Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία

Απομαγνητοφωνημένο κείμενο ομιλίας του π. Σεραφείμ Μπέλλ το 1997, σε σύναξη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου διηγείται την αιτία και τις συνθήκες της μεταστροφής του στην Ορθοδοξία

[Ομιλεί ο εισηγητής] ... αυτή η ομιλία, όμως, πιστεύω πως θ’ αποτελέσει μία ξεχωριστή εμπειρία για όλους μας. Ο πατήρ Σεραφείμ Μπελλ (Seraphim Bell) αποτελεί μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα περίπτωση για τους περισσότερους από εμάς, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα στην Ορθοδοξία· πρώην προτεστάντης πάστορας και διδάκτωρ της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Άμπερντιν (Aberdeen) της Σκωτίας, είναι σήμερα Ορθόδοξος ιερέας και εφημέριος της ενορίας του Αγίου Στεφάνου στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Τον ευχαριστούμε, για μία ακόμη φορά, που μας κάνει την τιμή να είναι απόψε κοντά μας. Τη μετάφραση θα κάνει ο κ. Παπαρνάκης Θανάσης, θεολόγος, τον οποίον επίσης ευχαριστούμε πολύ. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας μπορείτε να δίνετε τις ερωτήσεις σας στα παιδιά που θα υπάρχουνε στα πλαϊνά, κατά μήκος της αίθουσας. Ο λόγος στον πατέρα Σεραφείμ.


Καλησπέρα σας!

Αυτό που βλέπω ακριβώς δεν είναι αυτό που περίμενα. Όταν με καλέσατε να συναντηθούμε νόμιζα ότι θα ήμουνα με ορισμένους φοιτητές της Ιατρικής σ’ ένα μικρό δωμάτιο και όχι αυτό το μεγάλο, το οποίο βλέπω αυτή τη στιγμή. Αυτό που θέλω να μοιραστώ μαζί σας απόψε είναι και ο λόγος για τον οποίον έγινα Ορθόδοξος. Και για να το πετύχουμε αυτό επιτρέψτε μου στην αρχή να προσδιορίσουμε μία συνάφεια, μέσα στην οποία θα εξηγήσουμε τί σημαίνει, τί ήμουν σαν Προτεστάντης. 
Κατάγομαι από τη Σκωτία - οι πρόγονοί μου προέρχονται από τη Σκωτία - και όσο μπορούμε να γνωρίζουμε από το παρελθόν μας έχουμε, είχε όλη η οικογένειά μου μεγαλώσει, ως Πρεσβυτεριανοί Προτεστάντες. Μεταστράφηκα και γνώρισα το Χριστό όταν ήμουν πρωτοετής στο Πανεπιστήμιο· παρόλο που είχα μεγαλώσει ως Πρεσβυτεριανός βέβαια και Προτεστάντης, η σχέση μας με τη θρησκεία ήταν πολύ τυπική και δεν γνώριζα ουσιαστικά το Χριστό, παρά από τότε που έγινα φοιτητής. Ήταν μία πραγματικά συγκλονιστική εμπειρία αυτή για μένα, διότι άλλαξε τα πάντα στη ζωή μου και την έθεσε σε μία καινούρια πορεία, κι είναι από τότε που αποφάσισα να σπουδάσω και τη Θεολογία. Όπως μπορείτε να το δείτε και στις αφίσες, σπούδασα Θεολογία και πήγα στη Σκωτία, στη γη των προγόνων μου, όπου και έκανα και το διδακτορικό μου στη Θεολογία· για μία περίοδο τεσσάρων (4) ετών επίσης διακόνησα ως ιερέας στην Εκκλησία της Σκωτίας. Μετά από αυτά τα τέσσερα χρόνια επέστρεψα στην Καλιφόρνια, όπου συνέχισα να διακονώ ως Πρεσβυτεριανός ιερέας. Κι ήμουν επίσης και καθηγητής της Θεολογίας σε διάφορες Θεολογικές σχολές στην Αμερική. 


Από πνευματικής απόψεως εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα για μένα. Αισθανόμουν ότι η όλη εμπειρία που είχα από τον Χριστιανισμό, ήταν μια πολύ διανοητική εμπειρία, η οποία άφηνε το πνεύμα μου τελείως ξερό και άγονο. Τον ίδιο καιρό η Πρεσβυτεριανή εκκλησία, την οποία διακονούσα, περνούσε πολύ δραστικές αλλαγές. Ήταν κοινή θέση για πολλούς Πρεσβυτεριανούς διακόνους να αρνούνται τη θεότητα του Χριστού, να αρνούνται την Παρθενία της Θεοτόκου και επίσης και το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Τελικά, το 1987 και εγώ και η γυναίκα μου αισθανθήκαμε μια εσωτερική ανάγκη να αφήσουμε την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία. Και έκανα κάτι, το οποίο είναι κάτι πολύ φυσικό για τους Προτεστάντες, ξεκίνησα μία δική μου εκκλησία. 
Το 1989 μετακόμισα σε μία καινούρια πόλη και παρόλο που δεν γνώριζα κανέναν, άρχισα να κάνω ομιλίες, να οργανώνω συναντήσεις και σε πολύ λίγο χρόνο είχε ήδη αναπτυχθεί μία καινούρια εκκλησία. Και πολλοί, που αποτελούσαμε την εκκλησία αυτή, είχαμε μαζευτεί εκεί πέρα για κοινούς λόγους. Επιθυμούσαμε μία εσωτερική εμπειρία του Πνεύματος του Θεού, αλλά αυτό που κυρίως επιθυμούσαμε ήταν μία εμπειρία της Εκκλησίας, της Χριστιανικής Κοινότητας. 
Πολλές φορές λέω στις ομιλίες μου, ότι ο Θεός μάς έχει καλέσει να γίνουμε μία Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Δεν είχα όμως ιδέα για το τί σήμαινε να είναι κανείς Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, αλλά ήμουν πεπεισμένος, ότι αυτό έπρεπε να γίνουμε. Δεν είχα ουδεμία ιδέα για το πώς θα γινόμασταν μία Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, αλλά και πάλι ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό ήταν που ο Θεός μάς καλούσε να κάνουμε. 
Μετά από κάποιο διάστημα έφτασα σε ένα σημείο ώστε να μη ξέρω τι να κάνω στη συνέχεια. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο δάσος, σε διάφορα δάση στη Βόρεια Καλιφόρνια, για να αποσυρθώ και να προσευχηθώ και να ζητήσω από τον Θεό να μας δείξει το τί έπρεπε να κάνω. Και αισθάνθηκα μία απεγνωσμένη ανάγκη του Λόγου του Θεού για τη ζωή μου και για την εκκλησία μου. 

Το 1992 έφτασα στο συμπέρασμα ότι και εγώ και οι υπόλοιποι ηγέτες της Εκκλησίας μου έπρεπε να κάνουμε ένα καινούριο βήμα. Αποφασίσαμε να συγκεντρώσουμε την Εκκλησία μας και να τους προσκαλέσουμε να νηστέψουμε και να προσευχηθούμε για σαράντα μέρες. Και όσο θα νηστεύαμε θα προσευχόμασταν, ώστε ο Θεός να μάς δείξει τον δρόμο, τον οποίο ήθελε να ακολουθήσουμε. Το πρώτο απόγευμα που συγκεντρωθήκαμε μαζί για να προσευχηθούμε, διάφοροι άνθρωποι είχαν έρθει μέσα στο χώρο που ήμασταν μαζεμένοι και ρωτούσαν εάν ήταν ο χώρος εκείνος που θα μιλούσε ο Φρανκ Σέφερ (Frank Schaeffer). Ήξερα ποιός ήταν ο Φρανκ Σέφερ. Οι πιο πολλοί Αμερικανοί Προτεστάντες γνωρίζουν το όνομα «Σέφερ»(Schaeffer), διότι ο πατέρας του, ο Φράνσις Σέφερ (Francis Schaeffer), ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς προτεστάντες θεολόγους. Αλλά δεν γνώριζα ότι εκείνο το βράδυ μιλούσε σ’ ένα κοντινό κτίριο στο χώρο.

Όταν τελείωσε η συνάντηση της προσευχής μας, πολλά μέλη της Εκκλησίας μας πήγανε για να ακούσουνε την ομιλία του Σέφερ. Στην επόμενη συνάντησή μας ήρθανε και με πληροφορήσανε ότι ο Σέφερ είχε γίνει Ορθόδοξος! Και με ρώτησαν ποιά ήταν η γνώμη μου γι’ αυτό. Και τους είπα ότι δεν ήταν και πολύ καλή η ιδέα μου γι’ αυτό. Το περιφρόνησα. Κι όταν άρχισαν να με ρωτούν διάφορες ερωτήσεις γι’ αυτό, τούς είπα να μη ασχολούνται κι ότι δεν έχει καμμία ουσία να ασχολούνται μ’ αυτό το θέμα. 
Το επόμενο πρωί πήγα σε μία συνάντηση με άλλους Πρεσβυτεριανούς ιερείς. Συναντιόμουν μ’ αυτούς τους ανθρώπους για σχεδόν δέκα χρόνια. Συναντιόμασταν μία φορά το μήνα, για να προσευχηθεί ο ένας για τον άλλο και για τις εκκλησίες του καθενός. Και σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη συνάντηση, την επομένη μέρα που άκουσα για τον Φρανκ Σέφερ, ανακάλυψα ότι ένας από τους ιερείς, που συμμετείχαν σε κείνη τη συνάντηση, μελετούσε για την Ορθοδοξία·  αυτός είναι ένας από τους καλύτερους φίλους μου, και ταράχτηκα πάρα πολύ που το άκουσα.
 Όταν τελείωσε η συνάντηση, τον πήρα στην άκρη και του είπα: για ποιό λόγο το κάνεις αυτό το πράγμα, τί νομίζεις ότι κάνεις; Μού είπε ότι διάβαζε τους Ορθόδοξους Πατέρες, ότι πολλές φορές πήγαινε και παρακολουθούσε Ορθόδοξες Λειτουργίες και είχε συζητήσεις με διάφορους Ορθόδοξους ιερείς. Θύμωσα πάρα πολύ μ’ αυτό κι αποφάσισα ότι έπρεπε κάτι να κάνω γι’ αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα όταν μού είπε ότι συζητούσε για τα θέματα αυτά με έναν από τους καλύτερους φίλους μου και τον πιο παλαιό φίλο μου στο Χριστιανισμό, με τον οποίον είχαμε σπουδάσει μαζί, είχαμε διακονήσει μαζί κι ανακάλυψα ότι κι εκείνος επίσης μελετούσε για την Ορθοδοξία.
  Έτσι λοιπόν αποφάσισα, ότι έπρεπε να θέσω ένα τέρμα σ’ αυτή την υπόθεση. Αλλά ήταν πάρα πολύ εύκολο για μένα, βέβαια, να πω στα μέλη της εκκλησίας μου να μη ασχολούνται καθόλου με την Ορθοδοξία, αλλ’ αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν και οι δύο θεολόγοι και ήξερα ότι έπρεπε να εργαστώ και να μελετήσω για να μπορέσω να τούς πείσω. Έτσι, λοιπόν, ήμουν πάρα πολύ εκνευρισμένος και θυμωμένος, διότι έπρεπε να αφιερώσω χρόνο γι’ αυτό, τον οποίο θα μπορούσα να αφιερώσω στη νηστεία και την προσευχή της εκκλησίας μου, με την οποία ζητούσαμε να μάς δείξει ο Θεός ποιό είναι το θέλημα και ο δρόμος Του. 
Άρχισα λοιπόν να μελετώ για την Ορθόδοξη Εκκλησία, για τη θεολογία της, για την Πίστη της, για την πρακτική της, ένα δε από τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν γραμμένο από έναν Αμερικανό, ο οποίος είχε μεταστραφεί στην Ορθοδοξία· είναι ιερέας, ονομάζεται πατήρ Πέτρος Γκίλκουιστ  (Peter Gillquist) κι έγραψε ένα βιβλίο για το δικό του ταξίδι προς την Ορθοδοξία μαζί με άλλους δύο χιλιάδες Αμερικανούς. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ανακάλυψα ότι το 1987, αυτοί οι 2.000 Προτεστάντες είχαν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Ενόσω διάβαζα, το βιβλίο με είλκυε συγχρόνως και με απωθούσε. Με είλκυε, διότι ο πατήρ Πέτρος ρωτούσε τις ίδιες ερωτήσεις, οι οποίες και μένα απασχολούσαν, αλλά μ’ ενοχλούσαν πάρα πολύ οι απαντήσεις που είχε βρει.

Παρ’ όλα αυτά αποφάσισα, κατάλαβα ότι έπρεπε να μιλήσω με κάποιον· όχι μόνο να διαβάζω ένα βιβλίο, αλλά έπρεπε να μιλήσω ζωντανά με κάποιον, με κάποιους ανθρώπους. Κι έτσι, εκείνο το απόγευμα, αφού διάβασα το βιβλίο, τηλεφώνησα σ’ έναν από τους ιερείς, έναν από εκείνους τους 2.000 Αμερικανούς. 
Συναντήθηκα μαζί του το επόμενο πρωί. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για μένα, στην πραγματικότητα, παρ’ όλο που δεν το ήξερα τότε. Πραγματικά, με εντυπωσιάζει πολύ το γεγονός, που σκέφτομαι τώρα, ακόμα και πριν αρχίσουμε να νηστεύουμε και να προσευχόμαστε, μαζί με την Εκκλησία μου, για να μας δείξει ο Θεός το δρόμο, ο Θεός είχε ήδη δώσει την απάντηση. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό καταλαβαίνω, ότι πραγματικά είναι καλός κι ότι αγαπάει την ανθρωπότητα. 

Για πολλούς μήνες μετά, επτά ημέρες την εβδομάδα μελετούσα τους Πατέρες και έκανα συναντήσεις με Ορθόδοξους ιερείς και διάβαζα ορθόδοξα βιβλία. Ήταν μία περίοδος μεγάλης μάχης για μένα και μεγάλης αγωνίας. Μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές ήταν μάλλον, όταν κατάλαβα ότι η έρευνά μου για την Ορθόδοξη Πίστη δεν ήταν μία ενοχλητική απόσπαση από τη νηστεία και την προσευχή, δεν ήταν απλώς μία ενοχλητική έλλειψη άνεσης· κατάλαβα ότι ήταν ή ο Θεός ή ο διάβολος. 
Κατάλαβα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ή ήταν η απάντηση στη νηστεία και την προσευχή μας ή ήταν μία απάτη του διαβόλου· κι αυτό ήταν μία φοβερή αποκάλυψη για μένα. Είχε τη σημασία ζωής και θανάτου για μένα. Ήδη, όμως, καταλάβαινα με το μυαλό μου, με την καρδιά μου, ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού για μένα. Διανοητικά, όμως, με το μυαλό μου, δεν μπορούσα να το αποδεχτώ. Ήμουν ένας τυπικός δυτικός άνθρωπος. Στη Δύση το μυαλό μας είναι χωρισμένο από την καρδιά μας. Έτσι λοιπόν υπήρχε ένας διαχωρισμός, ένα χάσμα μέσα μου· η καρδιά μου ελκυόταν από την Ορθοδοξία και το μυστήριο, το οποίο υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά το μυαλό μου είχε πάρα πολλές δυσκολίες και πάρα πολλά επιχειρήματα εναντίον αυτού. Και χρειάστηκαν πάρα πολλοί μήνες προσευχής και νηστείας και μελέτης. 
Σε μία περίοδο, μάλιστα, η ένταση μεταξύ της καρδιάς και του μυαλού μου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αρρώστησα. Πέρασα πολλές μέρες στο κρεβάτι, αισθανόμενος πάρα πολύ άρρωστος για να σηκωθώ και να εργαστώ, αλλά ευτυχώς δεν ήμουνα τόσο άρρωστος για να διαβάσω! Μετά από όλα αυτά έφτασα στην πεποίθηση και πείστηκα πλέον ότι ο Θεός με καλούσε στην Ορθοδοξία. Και δεν καλούσε μόνον εμένα, αλλά καλούσε και όλη την εκκλησία μου.
Μερικοί άνθρωποι με ρώτησαν: γιατί μόνος σου δεν πήγες στην Ορθοδοξία και θέλησες να πάρεις κι όλη την Εκκλησία σου μαζί; Και τους απάντησα ότι ο Θεός με έθεσε ποιμένα αυτών των προβάτων και ότι ολόκληρη η Εκκλησία προσευχόταν και νήστευε για να τἠς δώσει ο Θεός την κατεύθυνση, κι όχι μόνον εγώ· κι ότι όταν απάντησε στις προσευχές, απάντησε και στις δικές τους προσευχές και όχι μόνο στις δικές μου. Έτσι, λοιπόν, έφτασε κάποτε ο καιρός όταν τηλεφώνησα σ’ έναν Ορθόδοξο ιερέα και του είπα ότι ήμουν πεπεισμένος ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία.

Αυτό που πρέπει να καταλάβετε είναι, ότι δεν έγινα Ορθόδοξος επειδή ήμουν εναντίον των Προτεσταντών. Ούτε έγινα Ορθόδοξος επειδή είχα κάποιες ρομαντικές παραισθήσεις σχετικά με την Ορθοδοξία. Δεν έγινα Ορθόδοξος επειδή είχα κάποιες παραισθήσεις σχετικά με ένα είδος βυζαντινής φαντασίας και ονειροπόλησης. Έγινα Ορθόδοξος για έναν και μόνο λόγο: Από υπακοή στην Αλήθεια. Και όλοι εκείνοι, από την Εκκλησία μου, που έγιναν Ορθόδοξοι μαζί με μένα, έγιναν Ορθόδοξοι για έναν και μόνο λόγο: από υπακοή στην Αλήθεια. Στην πραγματικότητα ήμασταν αρκετά λυπημένοι· δεν ήμασταν χαρούμενοι που γινόμασταν Ορθόδοξοι· για μας ήταν μία σταύρωση. 
Έπρεπε να πεθάνουν όλα όσα γνωρίζαμε. Σήμαινε, ότι έπρεπε να απαρνηθούμε ο,τιδήποτε γνωρίζαμε ως χριστιανικό τρόπο ζωής και μπαίναμε μέσα σ’ ένα καινούριο περιβάλλον, το οποίο δεν το γνωρίζαμε και ήταν τελείως ξένο για μας. Αλλά είχαμε να αντιμετωπίσουμε την επιλογή: να υπακούσουμε στο Θεό ή να δείξουμε ανυπακοή; Κι έτσι υπακούσαμε. Και ήταν μόνον αφού υπακούσαμε στο Θεό και μπήκαμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που καταλάβαμε τί μεγάλος θησαυρός ήταν αυτός, τον οποίο μάς είχε δώσει. Και πολλές φορές μού ήρθε στο νου το παλαιοδιαθηκικό χωρίο, ότι «η κατανόηση έρχεται με την υπακοή».  

Έτσι, λοιπόν, γίναμε Ορθόδοξοι και έτσι καταλάβαμε ότι είμαστε μέρος ενός φαινομένου στην Αμερική, το οποίο είναι αρκετά ασυνήθιστο. Είναι μια πραγματικά μοναδική περίοδος στην Ιστορία της Αμερικής, είναι δε επίσης και μία μοναδική περίοδος στην Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γιατί τώρα, για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή η Ανατολική Εκκλησία βρίσκεται μέσα στη Δύση και αυξάνεται μέσα στη Δύση. Αυτή τη στιγμή στην Αμερική υπάρχουνε χιλιάδες που επιστρέφουνε και μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία κάθε χρόνο. Κι αυτό είναι πραγματικά ένα θαύμα για μας. Είναι επίσης, όμως, και μία εντυπωσιακή πρόκληση, διότι μάς δίνει μεγάλη ελπίδα στην Αμερική, αλλά μάς προσφέρει και μία μεγάλη πρόκληση· και αυτή είναι ότι, όταν γίνεις Ορθόδοξος με Βάπτισμα και Χρίσμα, δεν γίνεσαι Ορθόδοξος μόνο με Βάπτισμα και Χρίσμα, αλλά γίνεσαι με τη μεταστροφή της καρδιάς και της ζωής.

 Είναι εύκολο για σας, εδώ στην Ελλάδα, γιατί έχετε μία πολύ πλούσια παράδοση στην Ορθοδοξία, έχετε Ορθόδοξες Εκκλησίες παντού, έχετε Αγίους και Άγια λείψανα παντού, έχετε πνευματικούς πατέρες και μητέρες παντού. Στην Αμερική ο πνευματικός μου πατέρας ζει 1.500  μίλια μακριά από μένα. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, για μας στην Αμερική, όταν θέλουμε να γίνουμε Ορθόδοξοι, να το πετύχουμε αυτό! Μερικοί, εδώ πέρα, έχουν πει ότι αυτό πρέπει να είναι σχεδόν αδύνατο! Πώς ένας μεταστραφείς μπορεί να γίνει Ορθόδοξος μέσα σε μια μεταστραφείσα Εκκλησία; Μπορώ να απαντήσω ότι «μόνο με τη Χάρη του Θεού»! Αυτό, το οποίο είναι αδύνατο για τους ανθρώπους, είναι δυνατό για το Θεό. 
Αλλά, άσχετα από το κατά πόσο δείχνει σωστό ή όχι, χιλιάδες Αμερικανοί συνεχίζουν να μεταστρέφονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και γι’ αυτό το λόγο λέω: «Δόξα τω Θεώ!».

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Η μεγίστη ευθύνη της Ιεραρχίας μας


Εν Πειραιεί τη 15 Οκτωβρίου 2014

Σχόλιο με αφορμή την πρόσφατη σύγκληση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου,
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Η πρόσφατη σύγκληση της τακτικής Συνόδου της Ιεραρχίας μας, τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε και οι αποφάσεις τις οποίες έλαβε, ανέδειξε δυστυχώς για μια ακόμη φορά, για πολλοστή φορά, την πνευματική της ανεπάρκεια. Ανέδειξε την αδυναμία της να σταθή στο ύψος των περιστάσεων, να εκτιμήσει και να σταθμίσει τα σημεία των καιρών και να λάβει δραστικά και αποτελεσματικά μέτρα, μπροστά σ’ ένα πλήθος καυτών και φλεγόντων θεμάτων, που έχουν συσσωρευθεί εδώ και χρόνια και περιμένουν την λύση και την αντιμετώπισή τους στην πολύπαθη και πολλαπλώς χειμαζόμενη πατρίδα μας.
Δυστυχώς η Ιεραρχία μας στάθηκε για μια ακόμη φορά ανίκανη να αφουγκρασθεί τον πόνο και την αγωνία του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του. Η κατάσταση τραγική, εφιαλτική, απογοητευτική, χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα, προς το παρόν τουλάχιστον, καμιά προοπτική και ελπίδα βελτιώσεως.
Δεν βρίσκουμε λόγια για να περιγράψουμε την οδύνη και την απογοήτευση, αλλά και τον θυμό και την οργή που αισθανόμαστε, σύμφωνα με τον λόγο του προφήτου «οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» (Ψαλμ.4,5),  κλήρος και λαός μπροστά σ’ αυτή την αφωνία, την αδράνεια, την ένοχη σιωπή του σώματος ης Ιεραρχίας, (εκτός βέβαια ελαχίστων εξαιρέσεων, που δόξα τω Θεώ υπάρχουν ακόμη). Αφωνία, που τι άλλο μπορεί να καταδεικνύει παρά την  πνευματική της αλλοτρίωση, ηθική διάβρωση και εκκοσμίκευση και συμπόρευσή της με τις σκοτεινές δυνάμεις της Νέας Εποχής;
Και για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα: Η δημόσια προβολή και διαφήμιση του αίσχους της ομοφυλοφιλίας με παρελάσεις υπερηφανείας (gay pride) και φεστιβάλ, η ψήφιση από την πολιτεία του νόμου για την κατάργηση της αργίας της Κυριακής και του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, η αλλοτρίωση του μαθήματος των θρησκευτικών και η σταδιακή μεταμόρφωσή του σε θρησκειολογικό, η σαρωτική θύελλα του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, η προοδευτική και αλματώδης ισλαμοποίηση της χώρας, η ανέγερση Τζαμιού στην Αθήνα και η ίδρυση τμήματος Ισλαμικών σπουδών στη Θεσσαλονίκη, η νομιμοποίηση και αναγνώριση των πάσης φύσεως θρησκευτικών οργανώσεων και αιρέσεων,   και πολλά άλλα, που θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε, δεν αποτέλεσαν  δυστυχώς κορυφαία ζητήματα για την σεπτή Ιεραρχία, που θα έπρεπε να την απασχολήσουν άμεσα και με πολλές ενδεχομένως έκτακτες συνεδριάσεις της. Τα προσπέρασε αδιάφορη, σαν να μην υφίστανται. Θέματα και ζητήματα, που αν εμφανίζονταν στην αρχαία εποχή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα προκαλούσαν την άμεση αντίδραση και κινητοποίησή τους, έναντι πάσης θυσίας, ακόμη και της ζωής των.
Δεν συγκινείται δυστυχώς η Ιεραρχίας μας μπροστά στα συντρίμμια μιάς πατρίδος που καταρρέει, μπροστά σ’ ένα πουλημένο και χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα, που υπηρετεί ξένα συμφέροντα, που εκτελεί εντολές άνωθεν, που καταλήστευσε τα δημόσια ταμεία της χώρας και οδήγησε τον λαό στην εσχάτη ηθική και οικονομική εξαθλίωση. Μπροστά στις χιλιάδες των συνανθρώπων μας που αυτοκτονούν καθημερινά, που εκλιπαρούν για ένα πιάτο φαγητό. Δεν συγκινείται μπροστά στο δράμα ενός λαού,  που καταδικάζεται να πληρώνει βαρειές και αβάσταχτες φορολογίες και να ζεί κάτω από ένα καθεστώς μιας νέας ιδιότυπης ξένης κατοχής. Που ούτε έκλεψε, ούτε μάζεψε εκατομμύρια στην Ελβετία, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, που βλέπει την πατρίδα του να τελειώνει, όχι επειδή προηγήθηκε ένας πόλεμος, ή μια φυσική καταστροφή, αλλ’ επειδή κάποιοι την επρόδοσαν και την λεηλάτησαν. Άραγε πιστεύει ότι εκπληρώνει το χρέος της απέναντι στο ποίμνιό της απλώς με την διοργάνωση της φιλανθρωπίας και των συσσιτίων, για τα οποία βέβαια είναι αξιέπαινη;
Που είναι σήμερα οι ιεράρχες εκείνοι, που θα μπουν μπροστάρηδες στον αγώνα, θα κατέβουν στο πεζοδρόμιο και θα οργανώσουν λαοσυνάξεις, θα υψώσουν τον παντοδύναμο σταυρό του Κυρίου και θα καλέσουν τον πιστό λαό του Θεού σε επαγρύπνηση και αγωνιστικότητα; Που είναι οι ιεράρχες, που θα αποκόψουν τα ανιάτως νοσήσαντα και σεσηπότα μέλη της, σύμφωνα με όσα προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας, με το νυστέρι της απαγορεύσεως της εισόδου στους ιερούς ναούς, ή της στερήσεως της Θείας Κοινωνίας, ή και του αφορισμού ακόμη, (όπου είναι αναγκαίο), για να προφυλάξουν το υπόλοιπο σώμα από την μετάδοση της πνευματικής σήψεως; Που είναι οι ιεράρχες εκείνοι, που θα επιβάλλουν παιδαγωγικώς τα πνευματικά επιτίμια που είναι αναγκαία για την αναχαίτηση του κακού στους εκκλησιομάχους εκείνους πολιτικούς, που ψηφίζουν αντιχριστιανικούς νόμους, θυσιάζοντας ενδεχομένως μητροπολιτικούς θρόνους;
Ενθυμούμεθα τις μεγαλειώδεις λαοσυνάξεις που διοργάνωσε ο μακαριστός πρώην αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χριστόδουλος για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ενθυμούμεθα ακόμη τις ανάλογες λαοσυνάξεις του προκατόχου του αρχιεπίσκοπου κυρού Σεραφείμ, με αφορμή την αρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας από το κράτος και την μεγαλειώδη όντως λαοσύναξη στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τον σφετερισμό του ονόματος «Μακεδονία» από το γειτονικό κρατίδιο των Σκοπίων. Σήμερα που η πατρίδα μας μεταβάλλεται σε Σόδομα και Γόμορα με τις παρελάσεις των ομοφυλοφίλων, σήμερα που οι αιρέσεις με επί κεφαλής τον Οικουμενισμό σαρώνουν τα πάντα, σήμερα που δεν χάνεται κάποιο όνομα, αλλά η ίδια η πατρίδα, πόσα λάβαρα πρέπει να σηκώσουμε, πόσες Συνόδους πρέπει να συγκροτήσουμε, πόσες λαοσυνάξεις πρέπει να διοργανώσουμε; Και ποιά απολογία θα δώσουμε ενώπιον του Θεού εν ημέρα κρίσεως, αν αδιαφορήσουμε και δεν πράξουμε το καθήκον μας απέναντι στην Εκκλησία, απέναντι στην πατρίδα; Ποιά απολογία θα δώσουμε στις επερχόμενες γενεές των Ελλήνων εμείς οι νεοέλληνες, που την μικρή αυτή γωνιά της γής, ενώ την παραλάβαμε από τους προγόνους μας ελεύθερη και περήφανη, την παραδώσαμε σκλαβωμένη στους τοκογλύφους της Νέας εποχής;
Αναμφίβολα υπάρχει «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν», όπως με νόημα είχε διακηρύξει κάποτε ο Μακαριώτατος αρχιεπίσκοπός μας κ. Ιερώνυμος. Ωστόσο οι δραματικές εξελίξεις των γεγονότων αποδεικνύουν πλέον ξεκάθαρα, ότι τόσον ο καιρός του σιγάν, όσο και ο καιρός του λαλείν έχουν παρέλθει πλέον ανεπιστρεπτί χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο μόνος καιρός που  έχει απομείνει τώρα είναι ο καιρός του πράττειν.

Ελπίζω οι ταπεινές αυτές σκέψεις μου να μην παρεξηγηθούν και θεωρηθούν ως κριτική, ή ως έλεγχος και διασυρμός της σεπτής Ιεραρχίας, αλλ’ ως μία φωνή πόνου και αγωνίας ενός τελευταίου και αναξίου κληρικού προ των επερχομένων δεινών,  προκειμένου να αποτελέσουν αφορμή εγκαίρου ανανήψεως και ανακάμψεως και πρίν είναι πλέον πολύ αργά! 

Ακούστε ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε κλίκ στην εικόνα)

Ακούστε  ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε  κλίκ στην εικόνα)
(δοκιμαστική περίοδος )