Ως «Κεραυνός εν αιθρία» θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί η απόφαση-διακήρυξη της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Ρωσίας
σχετικά με το «πρωτείο» στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Απόφαση στην οποία προχώρησε με
αφορμή το κοινό κείμενο της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού
Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ρωμαιοκαθολικών στη Ραβέννα της
Ιταλίας (Οκτώβριος 2007).Θα μπορούσαμε να την θεωρήσουμε ως θεόθεν ενέργεια και
ως πρόνοια του Θεού, που έρχεται να αποτρέψει ηγεμονικές τάσεις και προσπάθειες
ερμηνείας του θεσμού των πρεσβειών τιμής της ανά την οικουμένη Ορθοδόξου Εκκλησίας
πάνω σε παπικά πρότυπα με Ορθόδοξο θεολογικό και εκκλησιολογικό «μανδύα».
Μια
τέτοια προσπάθεια κατέστη φανερή από την πρόσφατη δημοσίευση (8.1.2014) του Σεβ.
Μητροπολίτου Προύσης κ. Ελπιδοφόρου, Ιεράρχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και
Καθηγητού του Α.Π.Θ. Στη δημοσίευσή του αυτή, που ανακοινώθηκε στο εκκλησιαστικό
ειδησεογραφικό ιστολόγιο «Αμήν», επιχειρεί να ανασκευάσει την πρόσφατη συνοδική
απόφαση της Ρωσικής Εκκλησίας, προκειμένου να στηρίξει το «πρωτείο» του
Οικουμενικού Πατριάρχου με οικουμενιστική, γλώσσα, μη έχουσα κανένα πατερικό
και ιεροκανονικό έρεισμα, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Κατ’ αρχήν ο συγγραφέας εκφράζει την πεποίθηση,
ότι το συνοδικό κείμενο αποσκοπεί «να υπονομεύσει το κείμενον της Ραβέννας».
Αγνοεί όμως (ή θέλει να αγνοεί), ότι το κείμενο αυτό δεν έτυχε δυστυχώς ακόμη
της συνοδικής εξετάσεως και αξιολογήσεως, (όπως το έπραξε ήδη η Ρωσική Εκκλησία
με το πρόσφατο συνοδικό κείμενό της), από τις Ιεραρχίες των άλλων Πατριαρχείων και
Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Το κείμενο αυτό βρίσκεται ακόμη υπό Συνοδική κρίση και
εξέταση, και επομένως κάθε λόγος περί «υπονομεύσεως» είναι τουλάχιστον ατυχής,
διότι ενδεχομένη απόρριψή του από τις Ιεραρχίες και άλλων Εκκλησιών (εφ’ όσον
κριθεί, ότι δεν εκφράζει την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία), δεν σημαίνει «υπονόμευση»,
αλλά μια επιβεβλημένη ενέργεια διασφαλίσεως και διαφυλάξεως ανόθευτης της Ορθοδόξου
δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας. Κατά την ταπεινή μας δε γνώμη το
κείμενο αυτό επιβάλλεται να απορριφθεί, εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας δύο
ευστοχότατες κριτικές μελέτες, που έγιναν πάνω σ’ αυτό και δημοσιεύθηκαν στο
πρόσφατο παρελθόν: α) αυτήν της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους και β) αυτήν του καθηγητού
της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Δημ. Τσελεγγίδη. Οι μελέτες αυτές
απέδειξαν σαφέστατα, ότι πρόκειται για ένα διάτρητο κείμενο με πλείστες όσες προβληματικές
και εκκλησιολογικώς απαράδεκτες θέσεις.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας ομιλεί περί του
«πρωτείου» του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εκφράζει την άποψη, ότι το Συνοδικό
κείμενο προσπαθεί «να αμφισβητήσει με τον πλέον
σαφή και επίσημον τρόπον (δηλαδή με
συνοδικήν απόφασιν) το πρωτείον του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Ωστόσο
από την μελέτη του συνοδικού κειμένου δεν διαφαίνεται μια τέτοια προσπάθεια. Το
κείμενο σαφέστατα λέγει: «τα πρωτεία τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο στην
Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκουν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως πρώτο μεταξύ
ίσων Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών». Θεμελιώνει δε αυτά
τα «τα πρωτεία τιμής» σε Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων (Γ΄ της Β΄ Οικουμενικής,
ΚΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής και ΛΣΤ΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής) και στην ιστορική
επιβεβαίωσή των κατά την διάρκεια της μακραίωνος ιστορικής διαδρομής της
Εκκλησίας. Βέβαια το συνοδικό κείμενο δεν περιγράφει τον τρόπο διαμορφώσεως της
διοικήσεως των κατά τόπους μεγάλων εκκλησιαστικών περιφερειών, που αργότερα
ονομάσθηκαν Πατριαρχεία, όπως διευκρινίζει σαφέστατα σε πρόσφατη επιστολή του (9.1.2014)
ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ προς τον Μακαριωτάτον
Πατριάρχην Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ. Κύριλλον: «…διά την οργάνωσι των Εκκλησιαστικών
πραγμάτων ίσχυσεν αρχικώς σύστημα συγγενές προς την πολιτικήν διοίκησι διά της
δημιουργίας εκκλησιαστικών επαρχιών. Αι μεγάλαι περιφέρειαι ωργανώθησαν κατά τον
34ον Αποστολικόν Κανόνα, ως ευρέα εκκλησιαστικά τμήματα, επί κεφαλής έχοντα τον
‘Πρώτον’ διά τας διοικήσεις Ανατολής (Αντιόχεια), Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια),
Καππαδοκίας-Πόντου (Καισάρεια), Ασίας (Έφεσος) οι πρώτοι εκλήθησαν Έξαρχοι.
Περί των Εξάρχων λόγος γίνεται εις τούς Κανόνας θ΄ καί ιζ΄ της εν Χαλκηδόνι Δ΄
Οικουμενικής Συνόδου. Οι Έξαρχοι Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ωνομάσθησαν αργότερα
Πατριάρχαι, ο τίτλος επεξετάθη και επί
τους Κωνστατινουπόλεως καί Ιεροσολύμων». Επίσης το συνοδικό κείμενο χρησιμοποιεί
τον αδόκιμο όρο «παράδοση των Ιερών Διπτύχων», για να αποδώσει σ’ αυτά την πηγή
προελεύσεως του πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο, αντί του ορθού όρου «Κανονική
και Συνοδική Παράδοση», πράγμα το οποίο μπορεί να δημιουργήσει
συγχύσεις και παρανοήσεις με τα γνωστά σ’ όλους μας Δίπτυχα των Πατριαρχείων
και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Παρά
κάτω ο συγγραφέας αναφέρει, ότι το Συνοδικό κείμενο «εισάγει αντιδιαστολήν μεταξύ του πρωτείου, ως τούτο εφαρμόζεται εις την ζωήν
της Εκκλησίας (εκκλησιολογία), και του πρωτείου ως τούτο νοείται εις την
θεολογίαν» και ότι μέσω αυτής της διακρίσεως επιδιώκεται «διαχωρισμὸς της εκκλησιολογίας απὸ την
θεολογίαν». Αναφέρει επίσης ότι εισάγει «καινοφανή διάκρισιν μεταξὺ αφ’ ενὸς
του ‘πρωτεύοντος’ πρωτείου του Κυρίου καὶ αφ’ ετέρου των ‘δευτερευόντων’
πρωτείων (‘various forms of primacy…are secondary’) των επισκόπων».Τέτοια
όμως διάκρισις και διαχωρισμός ουδόλως υφίσταται. Το Συνοδικό κείμενο πολύ ορθά
παρουσιάζει κατ’ αρχήν τον ένα και μοναδικό πρώτο, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που
είναι ο μόνος αληθινά πρώτος άνευ ίσου, ο Primus sine paribus. Από Αυτήν δε την
πρώτη και μοναδική πηγή εξουσίας πηγάζει στη συνέχεια και καθιερούται πλέον ως
θεσμός εν τη καθ’ όλου εκκλησιαστική ζωή κάθε άλλη εκκλησιαστική αυθεντία και
κάθε μορφή πρωτείου σε ανθρώπινο κτιστό επίπεδο: «Και αυτός έδωκε τους μεν
αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και
διδασκάλους…» (Εφ.4,11). Εάν λοιπόν «Αυτός» είναι εκείνος που «έδωκε…»,
τότε δεν είναι δυνατόν να νοηθεί οποιαδήποτε «αντιδιαστολή», η «διαχωρισμός», ή
«καινοφανής διάκρισις». Επί πλέον «αυτός έδωκε» διά του αγίου Πνεύματος, ως
άνωθεν δωρεά, την λειτουργία του Συνοδικού Πολιτεύματος: «Έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και
ημίν…» (Πραξ.15,28). Η παρά πάνω φράση σημαίνει ότι οι απόστολοι με τον
φωτισμό και την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος, συγκροτήσαντες την Αποστολικήν
Σύνοδον (49μ.Χ.), καθιέρωσαν πλέον στη ζωή της Εκκλησίας τον Συνοδικό Θεσμό ως
βασικό και θεμελιώδη εκκλησιαστικό και διοικητικό θεσμό για την ρύθμιση και
επίλυση των πάσης φύσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Ένα δε
από αυτά τα ζητήματα υπήρξε η ανάγκη του καθορισμού των πρώτων στις μεγάλες
εκκλησιαστικές περιφέρειες, που αργότερα ονομάσθηκαν Πατριαρχεία, του
καθορισμού της διαλεκτικής σχέσεως, που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κατά
τόπους πρώτων και των επισκόπων, μετά των οποίων συγκροτούν σύνοδον, αλλά και
της ιεραρχικής τάξεως που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αυτών των πρώτων, δηλαδή
των Πατριαρχών. Τα ζητήματα δε αυτά ερυθμίσθησαν, όπως είναι γνωστό, οριστικώς,
τελεσιδίκως και θεοπνεύστως από τις άγιες Οικουμενικές Συνόδους με τους Ιερούς
Κανόνες που μνημονεύσαμε παρά πάνω, καθώς και με τον 34ον Αποστολικόν Κανόνα
(βεβαιούμενον από τον Η΄ Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής). Επομένως τα πρωτεία τιμής
(ή ορθότερα «τα πρεσβεία τιμής») των πρώτων σε επαρχιακό και παγκόσμιο επίπεδο
έχουν την πηγή και προέλευσή τους στις Οικουμενικές Συνόδους και συνεπώς δεν
επέχουν θέση δευτερευόντων πρωτείων, όπως εσφαλμένα θεωρεί ο συγγραφέας, αλλά
τριτευόντων, διότι θέση δευτερεύοντος πρωτείου κατέχει η Οικουμενική Σύνοδος. Όπως
ορθότατα σημειώνει εις πρόσφατον επιστολήν του ο άγιος Πειραιώς προς τον
Μακαριώτατο Πατριάρχῃ Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ. Κύριλλον:«υπό την υψίστην κεφαλήν τον
Χριστόν, ως ορατή κεφαλή της Εκκλησίας ίσταται η Οικουμενική Σύνοδος»
και όχι κάποιο, ή κάποια πρόσωπα επισκόπων. Όπως παρατηρεί ο αείμνηστος
καθηγητής της Δογματικής κ. Παναγιώτης Τρεμπέλας: «Ανωτάτη δ’ αρχή της καθ’ όλου
Εκκλησίας είναι η Οικουμενική Σύνοδος…»
και παρά κάτω: «…αποτελούσιν ιδία αι Οικουμενικαί Σύνοδοι την υψίστην εξωτερικήν
αυθεντίαν εν τη Εκκλησία, την θεοπνεύστως διακριβούσαν και διερμηνεύουσαν την
αλήθειαν της πίστεως».
Εν
συνεχεία ο συγγραφέας κάνει μια εναγώνια προσπάθεια να παρουσιάσει με σοφιστικούς
συλλογισμούς τον πρώτο ως πηγή του πρωτείου και όχι ως αποδέκτη και ότι δήθεν η
προσπάθεια του Συνοδικού κειμένου «είναι να απεξαρτηθή ο πρώτος ως πηγὴ του
πρωτείου, ο πρώτος να είναι αποδέκτης του πρωτείου αντὶ να είναι η πηγή του».
Και παρά κάτω: «Εὰν θέλωμεν να ομιλήσωμεν περὶ πηγής ενὸς πρωτείου εις την ανὰ την οικουμένην
Εκκλησίαν, αύτη είναι αυτὸ τούτο το πρόσωπον του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος, ως αρχιερεὺς είναι μεν πρώτος ‘μεταξὺ ίσων’, ως
Κωνσταντινουπόλεως, όμως, και συνεπώς ως Οικουμενικὸς Πατριάρχης, είναι πρώτος
δίχως ίσον (primus sine paribus)». Το ότι οι παρά πάνω ισχυρισμοί του
συγγραφέως είναι τελείως αυθαίρετοι, μόλις είναι ανάγκη να υπογραμμιστεί. Δεν
υπάρχουν Ιεροί Κανόνες ή πατερικές μαρτυρίες, που να επιβεβαιώνουν τους
ισχυρισμούς του. Αντιθέτως με όσα αναφέραμε παρά πάνω αποδείχθηκε, ότι ο πρώτος,(είτε
σε επαρχιακό, είτε στο παγκόσμιο επίπεδο), δεν είναι η πηγή του πρωτείου, αλλά
ο αποδέκτης του πρωτείου, το οποίο (πρωτείο) θεσμοθετείται από τους παρά πάνω
αναφερθέντες Συνοδικούς Κανόνες.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας προχωρεί σε άλλο
σοβαρότερο ολίσθημα. Επιχειρεί να θεμελιώσει τον θεσμό του πρωτείου πάνω στις
ενδοτριαδικές σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδος και κατηγορεί την Ιεραρχία
της Ρωσικής Εκκλησίας, ότι δεν έλαβε υπόψη της την «μοναρχία» του Θεού Πατέρα,
η οποία, κατ’ αυτόν πρέπει να μεταφέρεται και να εφαρμόζεται και στο «πρωτείο» του
πρώτου στην ανά την Οικουμένην Εκκλησία!: «Διά την κατανόησιν των καινοφανών απόψεων
του Πατριαρχείου Μόσχας, ίδωμεν τι θα εσήμαινον πάντα ταύτα εάν τα ανεφέρομεν
και τα εφηρμόζαμεν εις την ενδοτριαδικήν πραγματικότητα, την πραγματικήν πηγήν
παντός πρωτείου... Παλαιόθεν και συστηματικώς η Εκκλησία εξέλαβε το πρόσωπον
του Πατρός ως τον Πρώτον (‘η μοναρχία του Πατρός’) της κοινωνίας των προσώπων
της Αγίας Τριάδος». Και επικαλείται δύο μαρτυρίες από τους θεολογικούς
λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τον τρίτο,και τον πέμπτο για να καταλήξει στο
εσφαλμένο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, συμπέρασμά του ότι δήθεν «ο Θεολόγος των Πατέρων ομιλεί περὶ
μοναρχίας και πρωτείου του Θεού και Πατρός». Λυπούμεθα για την στρέβλωση
των λόγων του αγίου, προερχομένη μάλιστα από ένα ακαδημαϊκό διδάσκαλο και δή
καθηγητή Πανεπιστημίου! Το κείμενο λέγει επί λέξει: «Ημίν δε μοναρχία το τιμώμενον. Μοναρχία
δε, ουχ ήν έν περιγράφει πρόσωπον (έστι γαρ και το έν στασιάζον προς εαυτό
πολλά καθίστασθαι), αλλ’ ήν φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και
ταυτότης κινήσεως και προς το έν των εξ’ αυτού σύννευσις (όπερ αμήχανον επί της
γεννητής φύσεως), ώστε καν αριθμώ διαφέρη, τη γε ουσία μη τέμνεσθαι».
Εδώ ο άγιος δεν ομιλεί περί μοναρχίας ενός προσώπου, του Πατρός, («Μοναρχία δε,
ουχ ήν εν περιγράφει πρόσωπον»), όπως θέλει ο συγγραφέας, αλλά περί της
μοναρχίας της (μιάς) φύσεως και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος («αλλ’ ήν
φύσεως ομοτιμία συνίστησι»). Αυτή δε η ομοτιμία της φύσεως γεννά την ομοτιμία
των προσώπων, αφού και τα τρία πρόσωπα μετέχουν της αυτής φύσεως. Περί αυτής δε
της ομοτιμίας των προσώπων μας βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος: «ίνα πάντες τιμώσι τον Υιόν καθώς
τιμώσι τον Πατέρα» (Ιω. 5,23). Εφ’ όσον, σύμφωνα με τον λόγον του
Κυρίου, η ίδια τιμή που ανήκει στον Πατέρα, ανήκει και στον Υιόν, τότε δεν
είναι δυνατόν να νοήσουμε προβάδισμα πρωτείου στον Πατέρα σε σχέση προς τον
Υιόν. Επίσης εάν αποδώσουμε στον Πατέρα πρωτείο, κατά το γεγονός ότι αποτελεί
πηγή της Θεότητος και της Πατρότητος, όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας,
τότε αναγκαίως θα πρέπει να θεωρήσουμε τον Υιόν ως δεύτερον Θεόν, κατώτερον
προς τον Πατέρα. Στην περίπτωση αυτή καταλήγουμε στις Ωριγενιστικές αιρετικές θεωρίες
σχετικά με το δόγμα της Αγίας Τριάδος,
τις οποίες κατεδίκασε η Εκκλησία κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο: «ο
μεν Θεός και Πατήρ, συνέχων τα πάντα φθάνει εις έκαστον των όντων, μεταδιδούς εκάστω
από του ιδίου το είναι (ών γαρ εστίν). Ελάττων δε προς τον Πατέρα ο Υιός, φθάνων
επί μόνα τα λογικά (δεύτερος γαρ εστί του Πατρός), έτι δε ήττον το Πνεύμα το
άγιον, επί μόνους τους αγίους διικνούμενον».
Αναφέρει επίσης ο συγγραφέας ορισμένα
προνόμια, τα οποία έχει δήθεν μόνος ο Οικουμενικός, για να κατοχυρώσει την
παγκοσμιότητα του Πρωτείου του: «Τὸ τρισσὸν πρωτείον τούτο μεταφράζεται εις
συγκεκριμένα προνόμια, ως το έκκλητον και το δικαίωμα του παρέχειν ή αίρειν το
αυτοκέφαλον…». Και περί μεν του εκκλήτου, γίνεται λόγος στον 9ον
Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «…Ει δε και κληρικός πράγμα έχοι προς τον
ίδιον, ή και προς έτερον επίσκοπον, παρά
τη Συνόδω της επαρχίας δικαζέσθω. Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας
Μητροπολίτην επίσκοπος, ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω, ή τον Έξαρχον
της διοικήσεως, ή τον της Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον και επ’ αυτόν
δικαζέσθω».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, άριστος
κανονολόγος της Εκκλησίας, διασαφίζων έτι περαιτέρω τα του εκκλήτου, παρατηρεί
στην υποσημείωση 1 τα εξής: «Ότι μεν γαρ ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ έχει εξουσίαν ενεργείν εις τας διοικήσεις
και ενορίας των άλλων Πατριαρχών, ούτε εις αυτόν εδόθη από τον Κανόνα τούτον η
έκκλητος εν τη καθόλου Εκκλησία… δήλον εστί». Και αναφέρει στη συνέχεια
δύο αποδεικτικά στοιχεία, που επιβεβαιώνουν την θέση του αυτή: α) το γεγονός
ότι «οι
πολιτικοί και βασιλικοί νόμοι δεν προσδιορίζουν ότι η του Κωνσταντινουπόλεως
μόνον κρίσις και απόφασις δεν δέχεται έκκλητον, αλλ’ αορίστως εκάστου
Πατριάρχου και των Πατριαρχών πληθυντικώς», και β) αναφέρει την
περίπτωση του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου, ο οποίος «ενεργήσας υπερόρια… εμέμφθη και
από τους άρχοντας και από την Σύνοδον (Δ΄Οικουμενική) διά τούτο».
Εις
ό,τι αφορά δε το δικαίωμα του παρέχειν ή αίρειν το αυτοκέφαλον, σημειώνομε, ότι
όντως το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας παρέσχε
το αυτοκέφαλο, ή ακόμη και την πατριαρχική αξία σε διάφορες τοπικές Εκκλησίες,
όπως στην Εκκλησία της Ελλάδος, στην Εκκλησία της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της
Ρωσίας κ.λ.π. Ωστόσο όλες αυτές οι κατά τόπους εκκλησιαστικές περιφέρειες ανήκαν
προηγουμένως στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και
όχι σε κάποιο άλλο Πατριαρχείο, ενώ αντιθέτως ποτέ δεν υπήρξε περίπτωση
χορηγήσεως αυτοκεφάλου, ή πατριαρχικής αξίας υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου
σε εκκλησιαστική δικαιοδοσία άλλου Πατριαρχείου. Επί πλέον όλες οι εν λόγω
αποφάσεις χορηγήσεως αυτοκεφάλου ήταν αποφάσεις συνοδικές και όχι αποφάσεις
ενός προσώπου, του Οικουμενικού.
Περαίνοντες την μικρή αυτή αναφορά μας,
υπενθυμίζουμε τους λόγους τους οποίους απηύθυνε ο Κύριος προς τους μαθητές του,
όταν διαπίστωσε ανάμεσά τους τάσεις και επιθυμίες για πρωτεία και θρόνους:«οίδατε,
ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών
κατεξουσιάζουσι αυτών. Ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ός αν θέλη γενέσθαι
μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος και ός αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται
πάντων δούλος» (Μαρκ.10,42-44). Τους
λόγους αυτούς πάντοτε θα πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών όλοι μας από του
Οικουμενικού Πατριάρχου μέχρι του τελευταίου λαϊκού μέλους της Εκκλησίας,
ιδιαιτέρως όμως οι επίσκοποί μας, οι κατ’ εξοχήν έχοντες εκκλησιαστική εξουσία,
ενθυμούμενοι ότι και αυτοί έχουν υπεράνω αυτών τον δικαιοκρίτην Κύριον, από τον
οποίον θα κριθούν αυστηρότατα για τον τρόπο, με τον οποίο ασκούν την εις αυτούς
εμπεπιστευμένη εκκλησιαστική εξουσία, την οποία μάλλον ως διακονία θα πρέπει να
θεωρούν, παρά ως κοσμικού τύπου εξουσία, σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου: «ο
υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ.20,28).
Οι επιθυμίες για πρωτεία και οι φιλονικίες γι’ αυτά έγιναν πολλάκις αιτία
πολλών σχισμάτων και διαιρέσεων, εξ ών το σπουδαιότερο, το μεγάλο σχίσμα
Ανατολής και Δύσεως, οφειλόμενο όπως είναι γνωστό, πρωτίστως και κυρίως, στην
αξίωση των παπών για παγκόσμια εκκλησιαστική κυριαρχία εφ’ όλης της ανά την
Οικουμένην Εκκλησίας. Είναι δε εξόχως λυπηρό το γεγονός, ότι οι εσχάτως
παρατηρούμενες ηγεμονικές τάσεις επί παγκοσμίου επιπέδου,
κατατείνουν σαφέστατα στην προσπάθεια ανοικοδομήσεως ενός πρωτείου αναλόγου
προς αυτό του Παπισμού, δηλαδή Πρωτείο «θείω δικαίω», εδραζόμενο
όχι στο «Πέτρειο δόγμα» του Παπισμού αλλά στο δόγμα της Αγίας Τριάδος.
Ο
υπεύθυνος
Αρχ.
Παύλος Δημητρακόπουλος.
Ο
Γραμματέας
κ.
Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος.
Αρχ. Γεωργίου,
Καθ. Ιεράς Μονής Γρηγορίου αγίου Όρους, «Τό
κείμενο τής Ραβέννας καί τό Πρωτείο του Πάπα»,Άγιον Όρος, 30 Δεκεμβρίου
2007, στο Εν Συνειδήσει, Οικουμενισμός, ιστορική καί κριτική προσέγγιση, Έκδ. .
Μ. Μ. Μετεώρου, Άγια Μετέωρα, Ιούνιος 2009, σσ. 90-99.