Γράφει ο Αστέριος Αργυρίου
Ομότιμος Καθηγητής - Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου
Η άλωση της
Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, στις 29 Μαΐου 1453, σήμαινε την
πλήρη και οριστική κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την υποταγή
στους Μουσουλμάνους όλων των χριστιανικών λαών της Ανατολής, εκτός από τους Ρώσους. « Εάλω η Πόλις».
Η θλιβερή
αυτή είδηση είχε ξαπλωθεί σαν φύσημα τρομερού ανέμου στα πέρατα της γης•
και τα κύματα της θαλάσσας είχαν αποθέσει το θλιβερό μήνυμα σ᾽ όλα τα
παράλια της Μεσογείου. Πράγματι, η αγγελία της Άλωσης είχε προκαλέσει
βαθιά συγκίνηση σε όλους τους λαούς. Θεωρήθηκε σαν ένα κοσμογονικό
γεγονός στο οποίο έπρεπε να δοθεί
μια ερηνεία. Και οι ερμηνείες υπήρξαν όντως πολλές και αντιθετικές, τόσο
από μέρους των ᾽Ορθοδόξων όσο και από μέρους των Λατίνων και των
Τούρκων.
Οι ᾽Ορθόδοξοι παραδέχονταν οτι είχαν παραμελήσει τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και είχαν αμαρτήσει έναντι του Θεού. Για το λόγο αυτό, ο Θεός είχε επεμβεί στον ρουν της Ιστορίας και είχε τιμωρήσει τους Βυζαντινούς.
Ωστόσο η θεία
τιμωρία είχε στόχους παιδαγωγικούς. Ο Θεός επεδίωκε τη μετάνοια των
πιστών του δούλων και την επιστροφή τους κοντά Του. Ο υπόδουλος
ορθόδοξος λαός εκαλείτο λοιπόν να μετανοήσει και να επιστρέψει κοντά στο
Θεό.
Τότε Αυτός θα
επενέβαινε και πάλι στην Ιστορία για να απελευθερώσει τον περιούσιο λαό
Του και να τον αποκαταστήσει και πάλι στην παλιά του δόξα.
Οι
θεμελιώδεις αυτές ιδέες (αμαρτία, τιμωρία, μετάνοια, αποκατάσταση), που η
χριστιανική θεολογία επρέσβευε ανέκαθεν, αποκτούν υπαρξιακή σημασία
κάτω από τις νέες συνθήκες ζωής• υπαγορεύουν τη στάση, τη σκέψη και τη δράση τόσο του υπόδουλου λαού όσο και της ιθύνουσας τάξης.
Καθόλη την
περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι ιδέες αυτές θα αποτελέσουν το κέντρο, τον
πυρήνα, της θρησκευτικής σκέψης και της πνευματικής ζωής των ορθοδόξων
ραγιάδων, θα κατευθύνουν τη θρησκευτικότητα και την πνευματικότητα τόσο
των ατόμων όσο και του συνόλου. ᾽
Επίσης θα βρεθούν στο επίκεντρο όλων των
ιδεολογικών και εθνικοθρησκευτικών ρευμάτων και επαναστατικών
κινημάτων. Και το σπουδαιότερο, θα βοηθήσουν τους διάφορους ορθόδοξους
λαούς που
ζουν κάτω από τον τουρκικό ζυγό να αποκτήσουν σιγά σιγά τη συνείδηση ότι συνιστούν ένα έθνος, το έθνος των Ορθοδόξων, σε αντίθεση με το έθνος των Λατίνων και το έθνος των Τούρκων• ότι αποτελούν το γένος των ευσεβών έναντι του γένους των δυσεβών και του γένους των ασεβών• ότι είναι το γένος των πιστών σε αντίθεση με το γένος των αιρετικών και το γένος των απίστων.
Η ορθόδοξη αυτή συνείδηση γεννιέται, από τη μια μεριά στα πλαίσια της νέας εκκλησιαστικής και πολιτικοκοινωνικής οργάνωσης των ραγιάδων, από την άλλη μεριά κάτω από τις νέες θρησκευτικές και οικονομικές συνθήκες διαβίωσής τους.
Καλλιεργείται δε, τρέφεται, συντηρείται και δραστηριοποιείται χάρη στη λειτουργική ζωή, χάρη στη θρησκευτική και θύραθεν παιδεία, χάρη στην ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των διαφόρων τάξεων και λαών της υπόδουλης ᾽Ορθοδοξίας. Κι αυτά υπήρξαν ακριβώς τα όπλα με τα οποία οι ραγιάδες μπόρεσαν να αντισταθούν στις νέες αφόρητες συνθήκες ζωής, να αγωνιστούν ενάντια στους διάφορους εχθρούς, να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, την πίστη τους και την πολιτισμική τους ταυτότητα, να οδεύσουν προς την επανάκτηση της ελευθερίας τους.
Με αυτά τα όπλα αντίστασης και διαβίωσης των ραγιάδων θα ήθελα να ασχοληθώ εδώ.
Το ισλαμικό δίκαιο αναγνώριζε στις μη μουσουλμανικές κοινότητες της επικυριαρχίας του το δικαίωμα να ασκούν τη θρησκεία τους, πάντοτε όμως κάτω από συνθήκες περιοριστικές και ταπεινωτικές. Τους αναγνώριζε επίσης το δικαίωμα να διατηρούν την παλιά τους οργάνωση σε ο,τι αφορούσε το εκκλησιαστικό και το ιδιωτικό δίκαιο. Κι εφόσον δεν υπήρχε πια χριστιανική πολιτική εξουσία, η Εκκλησία βρέθηκε ξαφνικά επικεφαλής όλων των υπόδουλων χριστιανών και όλης της εσωτερικής τους οργάνωσης.
Έτσι, αμέσως μετά την Άλωση, ο Μωάμεθ ο Πορθητής ανακήρυξε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως millet-bachi, δηλαδή αρχηγό, θρησκευτικό και πολιτικό, όλων των χριστιανών της Αυτοκρατορίας, μέσα βέβαια στα στενώς καθορισμένα όρια του ισλαμικού Δικαίου. Οντας όμως υπεύθυνος έναντι της Υψηλής Πύλης όλων των κινήσεων και πράξεων των χριστιανών της ᾽Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο πατριάρχης αναδεικνύεται πολύ νωρίς ως ο ηγέτης τους και ως το σύμβουλο ενότητας όλων των Ορθοδόξων, όποια κι αν ήταν η εθνική, πολιτισμική και γλωσσική τους καταγωγή• είχε γίνει ο ηγέτης του γένους των ᾽Ορθοδόξων, ο εθνάρχης τους.
᾽Από την άλλη μεριά, διατηρώντας την εκκλησιαστική της νομοθεσία και τη βυζαντινή κοινοτική οργάνωση, η ορθόδοξη Εκκλησία κατόρθωσε να οργανώσει ένα τεράστιο δίκτυο θρησκευτικών, διοικητικών και νομικών Υπηρεσιών όλων των βαθμών, πατριαρχικών, μητροπολιτικών, ενοριακών. Με τη συναίνεση των τουρκικών Αρχών η εν αγνοία τους, η Εκκλησία κατόρθωσε να οργανωθεί έτσι ώστε να αποτελεί ένα πραγματικό κράτος εν κράτει. Την εκκλησιαστική οργάνωση συμπλήρωνε και στήριζε η οργάνωση των δήμων και των συντεχνιών, που η αδιαφορία των Τούρκων από τη μια μεριά, ο πολυμήχανος νους των Ελλήνων από την άλλη, συνέτειναν στο να αναδείξουν σε μια μεγάλης ολκής πολιτικοοικονομική δύναμη. Τέλος, δίπλα από την εκκλησιαστική, την κοινοτική και την συντεχνιακή οργάνωση των ραγιάδων στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, αναπτυσσόταν και ευδοκιμούσε η οργάνωση των ορθοδόξων Κοινοτήτων, ελληνικών πρωτίστως, του ᾽Εξωτερικού.
Της ᾽Ιταλίας πρώτα, της υπόλοιπης Ευρώπης στη συνέχεια, της Μολδοβαλαχίας και της Ρωσίας τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας. Κύριο μέλημα της ᾽Εκκλησίας ήταν να προστατεύει τους πιστούς οσο
καλύτερα μπορούσε από τις αυθαιρησίες των κατακτητών και να τους κάνει να αισθάνονται στους κόλπους της ενωμένοι και αλληλέγγυοι. ᾽Από τη δική της πλευρά, η Κοινοτική και συντεχνιακή οργάνωση φρόντιζε να απαλύνει κάπως τη ζωή των ραγιάδων από τα πολλά και αυθαίρετα δοσίματα, να καλλιεργεί ένα πνεύμα δικαιοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ τους, να εξουδετερώνει πολλές από τις παγίδες του εξισλαμισμού, να διατηρεί άγρυπνη την εθνική συνείδηση των σκλαβωμένων λαών, να οργανώνει και να ενισχύει όλα τα επαναστατικά κινήματα, να προπαρασκευάζει τις καρδιές και τα πνεύματα για τον ύστατο
αγώνα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.
Τέλος, η προσφορά των Κοινοτήτων του ᾽Εξωτερικού στη συνοχή και τη διατήρηση της εθνικοθρησκευτικής συνείδησης των ραγιάδων υπήρξε τετράστια. Περιμάζευαν και φιλοξενούσαν τους φυγάδες, τους βοηθούσαν στην επαγγελματική και οικονομκή τους αποκατάσταση, άνοιγαν σχολεία και καλλιεργούσαν την ορθόδοξη παιδεία στους κόλπους των ίδιων των Κοινοτήτων• φρόντιζαν και προστάτευαν τους ραγιάδες που μετέβαιναν στη Δύση για σπουδές, ίδρυαν εκδοτικούς οίκους, συνέθεταν συγγράμματα, εξέδιδαν και διέθεταν δωρεάν εκατοντάδες βιβλία σε χιλιάδες αντίτυπα για τις λειτουργικές τις πνευματικές και τις εκπαιδευτικές ανάγκες των συμπατριωτών τους που στέναζαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Οι τρεις αυτοί οργανωμένοι φορείς, η ᾽Εκκλησία, η Κοινοτική και συντεχνιακή οργάνωση στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και οι ορθόδοξες παροικιακές Κοινότητες έξω από τα όρια της ᾽Οθωμανικής Κυριαρχίας, υπήρξαν τα πρώτα, τα ισχυρότερα και τα αποτελεσματικότερα όπλα με τα οποία οι υπόδουλοι στους Τούρκους ορθόδοξοι λαοί είχαν πετύχει να αποφύγουν τη συλλογική αυτοκτονία και την πλήρη εξαφάνισή τους ως γένος των ᾽Ορθοδόξων.
Τα όπλα με τα οποία αγωνίστηκαν για τη διαβίωσή τους, υπερασπίστηκαν τα πολυτιμότερα άγαθά τους -την πίστη τους, τη γλώσσα τους και την πολιτισμική τους παράδοση-, προετοίμασαν τον δύσκολο και
ανηφορικό δρόμο που θα τους οδηγούσε στην επανάκτηση της ελευθερίας τους.
Ολα αυτά βέβαια είχαν το τίμημά τους, που ήταν βαρύ και ακριβό. Για να περιοριστώ μόνο στο τίμημα που πλήρωσε η ιθύνουσα τάξη : Ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης ήταν ο πιο εκτεθεμένος στην αυθαιρεσία της τουρκικής εξουσίας, στην απληστία των ανθρώπων, στις ατομικές φιλοδοξίες, στα συμφέροντα διαφόρων ομάδων και κυκλωμάτων. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1453-1821), ο οικουμενικός θρόνος άλλαξε 130 φορές τιτουλάριο, πράγμα που σημαίνει πως κάθε πατριαρχεία διήρκησε κατά μέσον όρο λιγότερο από τρία χρόνια. 77 πατριάρχες κατέλαβαν το θρόνο, πράγμα που
δείχνει πως ο κάθε πατριάρχης διώχτηκε από τον θρόνο του τουλάχιστο μια φορά• πέντε φορές ο Κύριλλος Λούκαρης, τρεις ο Ιερεμίας Β´.
Αλλωστε, ελάχιστοι είναι οι πατριάχες που πέθαναν στο θρόνο τους από θάνατο φυσιολογικό• συνήθως πέθαιναν στη φυλακή η στην εξορία. Εξι πατριάρχες καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι μεν κρεμάστηκαν, οι δε ρίχτηκαν στη θάλασσα. Το ίδιο συνέβαινε και με την πολιτική ιθύνουσα τάξη. ᾽Από το 1701 ως το 1821, από τους 24 δραγομάνους του στόλου, οι δέκα θανατώθηκαν.
᾽Από τους 29 ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας οκτώ εκτελέστηκαν και οι άλλοι πέθαναν στη φυλακή η στην εξορία. Γενικά, από τους 59 Φαναριώτες που είχαν καταλάβει υψηλές διοικητικές θέσεις, οι είκοσι γνώρισαν θάνατο οικτρό, χωρίς να μιλήσουμε για τη δήμευση της περιουσίας όλων αυτών και των οικογενειών τους. Οι στατιστικές λείπουν για τις κατώτερες ιθύνουσες τάξεις.
Θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως κάτι ανάλογο συνέβαινε με όλους σχεδόν τους ιεράρχες και ιερείς, με όλους σχεδόν τους προύχοντες και δημογέροντες, με όλους τους γραμματείς και υποστέλνικους. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τίποτα δεν ήταν ευτελέστερο από τη ζωή του ραγιά, τίποτα δεν ήταν πιο εφήμερο από την υλική ευμάρεια και το αξίωμα ενός γκιαούρι.
Ολα αυτά δείχνουν πόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες ζωής των ραγιάδων. Κατά τη διάρκεια των πέντε αιώνων της Τουρκοκρατίας, (από την κατάκτηση των βαλκανικών εδαφών, στον ΙΔ´και ΙΕ´ αιώνα, ως την ίδρυση των πρώτων ελευθέρων βαλκανικών Κρατών, στις αρχές του ΙΘ´αιώνα,) οι ορθόδοξοι λαοί του εξαφανισθέντος Βυζαντίου ζούσαν κάτω από άθλιες υλικές, πνευματικές και θρησκευτικές συνθήκες. Οι φόροι που καλούνταν να πληρώνουν στο σουλτάνο γίνονταν όλο και πιο δυσβάστακτοι.
Οι γόνιμες γαίες ανήκαν στον κατακτητή και η υλική μιζέρια, ατομική, οικογενειακή και κοινωνική, είχε σφραγίσει με την τραγικότητά της τη ζωή όλων των ραγιάδων. Η σκληρότητα των Τούρκων, η απληστία και οι παντός είδους καταχρήσεις τους ήταν πηγή συνεχών και απάνθρωπων ταπεινώσεων. Σε κάθε στιγμή ο χριστιανός κινδύνευε να στερηθεί τα λίγα υπάρχοντά του, να αποκοπεί από την οικογένειά του, να
χάσει τη ζωή του.
Οι νεαρές γυναίκες και τα ανύπαντρα κορίτσια αρπάζονταν από τις εστίες τους και κλείνονταν βίαια στα χαρέμια. Τα αγόρια, φυσικά και διανοητικά τα πιο εύρωστα, τα αποσπούσαν από τους γονείς τους, τα
εξισλάμιζαν και τα εκπαίδευαν να γίνουν τα μεν γενίτσαροι, τα δε τσουχλάνια, υπάλληλοι δηλαδή του σεραγιού.
᾽Από την άλλη μεριά, οι πιο ευρύχωρες και οι πιο εύμορφες εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Κι ενώ το μουσουλμανικό δίκαιο επέτρεπε στους μη μουσουλμάνους κατοίκους της Αυτοκρατορίας να επιτελούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα, οι περιοριστικοί όροι ήταν πολλοί και ταπεινωτικοί. Για λόγους λοιπόν ασφάλειας, οι χριστιανοί είχαν συνηθίσει να συχνάζουν στα υπαίθρια εξωκκλήσια και μοναστήρια.
Η κάθε μεγάλη γιορτή αποτελούσε πρόσχημα για φυγή προς τις ερημωμένες η τις απόκρημνες υπαίθριες περιοχές. Εκεί οι λατρευτικές πράξεις ετελούντο πιο έλεύθερα, σε ατμόσφαιρα μεγαλύτερης
ασφάλειας. Στα απόμακρα αυτά μέρη, οι χριστιανοί είχαν το συναίσθημα ότι ήταν πιο ελεύθεροι και πιο αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Έτσι ο χώρος λατρείας γινόταν γι᾽ αυτούς σύμβολο ενότητας, τόπος προνομιούχος, όπου ο άνεμος της ελευθερίας μπορούσε να φυσήξει και να ενδυναμώσει τις αποκαμωμένες καρδιές. Δεν είναι τυχαίο το ότι η εθνικοθρησκευτική παράδοση τοποθετεί στη Μονή της Αγίας Λαύρας, ανήμερα της γιορτής του Ευαγγελισμού, τη συνάθροιση των καπετανέων της Πελοποννήσου και την απόφασή τους να πολεμήσουν άχρι θανάτου «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».
Η θρησκευτική ζωή είχε πάρει ένα χαρακτήρα ιδιαίτερα λειτουργικό. Σημαδευόταν από τον ρυθμό και τον κύκλο των ετήσιων γιορτών, των προσκυνημάτων, των νηστειών και των τεσσαρακοστών. Οι ολιγάριθμοι ιερείς ήταν συνήθως αμόρφωτοι και άξεστοι. Έχοντας να αντιμετωπίσουν τις ίδιες με το ποίμνιό τους υλικές αντιξοότητες, δεν τους ξεχώριζαν απ᾽ αυτούς παρά τα μακριά τους γένια και το μαύρο ράσο, που ο κατακτητής τους είχε επιβάλει.
Στις πιο απόκληρες μάλιστα περιοχές συνέβαινε οι άνθρωποι να γεννηθούν, να ζήσουν τη ζωή τους και να πεθάνουν χωρίς ν᾽ ακούσουν ποτέ ένα μορφωμένο κληρικό να τους κηρύττει το λόγο του Θεού. Οι τοίχοι των εκκλησιών ήταν γεμάτοι εικόνες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, μα οι πιστοί αγνοούσαν τους βίους των αγίων που τους περικύκλωναν και πολύ σπάνια βρισκόταν ο κληρικός που ήξερε να τους εξηγήσει το νόημα των λειτουργικών ύμνων και των βιβλικών αναγνωσμάτων των διαφόρων ακολουθιών. Τι μπορούσε λοιπόν να αναχαιτίσει τη λαίλαπα των εξισλαμισμών, ατομικών και ομαδικών ;
᾽Εξάλλου, κίνδυνος εκλατινισμού δεν ήταν μικρότερος. ᾽Από την εν Τριδένδω Σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής ᾽Εκκλησίας (1545-1564) και ύστερα ιδιαίτερα, πλήθος λατίνων μισσιοναρίων είχαν κατακλύσει όλες τις περιοχές της ᾽Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τη μόρφωσή τους, με τα προπαγανδιστικά βιβλία που διένεμαν δωρεάν, με τα κήρυγματά τους, τα σχολεία τους, τα νοσοκομεία τους, με τον ζήλο τους για τη διάδοση του ρωμαιοκαθολικού δόγματος, παρέσυραν στην πίστη των Λατίνων και στον Παπισμό μεγάλο αριθμό ορθοδόξων, σ᾽ όλες τις ορθόδοξες περιοχές, σ᾽ όλους τους ορθόδοξους λαούς.
Περί τα 1720, ο ᾽Αναστάσιος Γόρδιος περιγράφει, με καταπληκτική γλαφυρότητα και ζωντάνια την κατάσταση αυτή : «Λογίασε, γράφει, πως ευρικόμεθα ημείς, οι της ᾽Ανατολικής ᾽Εκκλησίας ορθόδοξοι, ωσάν να είμεσθεν ανάμεσα εις δύο συγνεφίας. Και από το μέρος της Μεσημβρίας και της ᾽Ανατολής να είναι ένα μεγάλο σύγνεφον, μαύρον και σκοτεινόν ωσάν το ψηλαφητόν εκείνο σκότος της Αιγύπτου, η παντελής ασέβεια του Μωάμεθ, οπού επερίλαβε και εσκέπασε σχεδόν τα τρία μερτικά της γης και τα εζόφοσεν τελείως με την εσχάτην ασέβειαν. ᾽Από δε το μέρος της Δύσεως να είναι ένα άλλο μεγάλο σύγνεφον,… σκοτεινόν και αυτό και ζοφώδες, έχον μέντοι και ολίγην διαύγειαν πάνυ ομιχλώδη, πολύ το πλάνον εμφερομένην.
Αύτη εστίν η των Λατείνων δοκούσα και ονομαζομένη χριστιανοσύνη, εμπεπλησμένη δε ούσα πάσης αιρέσεως και καινοτομίας και μίγμα πασών των πάλαι αιρέσεων». Η γνώμη αυτή του διδασκάλου του Γένους και λαϊκού ιεροκήρυκα ᾽Αναστασίου του Γορδίου, εκφράζει το συναίσθημα της μεγάλης πλειονότητας των ραγιάδων.
Οι ορθόδοξοι λαοί είχαν την αίσθηση ότι ζουν ανάμεσα σε δυό εχθρούς που παρουσίαζαν τον ίδιο κίνδυνο για την ακεραιότητα της πίστης τους και της ᾽Ορθοδοξίας. Για το λόγο αυτό, η θρησκευτική μόρφωση και η παιδεία του ποιμνίου της απέβαινε για την ᾽Εκκλησία καθήκον επτακτικό, ανάγκη πρωταρχική. Σε μια πρώτη περίοδο ιδιαίτερα, που είχε διαρκέσει έναν περίπου αιώνα (1453-1550), η κατάπτωση της θρησκευτικής και ηθικής ζωής, είχε εγγίσει το κατώτατο όριο, επειδή ακριβώς έλειπε και η πιο στοιχειώδης παιδεία.
Όμως στην εικοσαετία του 1530-1550, ο ορθόδοξος κόσμος θα γευτεί τα πρώτα αγαθά αποτελέσματα των προσπαθειών μιας πλειάδας ιερομονάχων, οι οποίοι, άφού μορφώθηκαν μόνοι τους στα μοναστήρια της μετανοίας τους, περιέρχονται τώρα τις διάφορες περιοχές της υπόδουλης ᾽Ορθοδοξίας με μια διπλή αποστολή, την αποστολή του περιοδεύοντος ιερέα και την αποστολή του περιοδεύοντος διδασκάλου.
Επισκεπτόμενοι πρωτίστως τις περιοχές εκείνες όπου η έλλειψη των ιερέων ήταν η μεγαλύτερη, φρόντιζαν να λειτουργήσουν τους πιστούς, να τους εξομολογήσουν, να τους μεταλάβουν, να ενδυναμώσουν
την πίστη τους. ᾽Επίσης να βαφτίσουν τα παιδιά που έμειναν πολλά χρόνια αβάπτιστα, να τελέσουν το μυστήριο του γάμου σε ζευγάρια που περίμεναν τη διέλευση από τα μέρη τους κάποιου ιερέα για να ευλογήσει την ένωσή τους, να ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία πάνω στον τάφο ενός χριστιανού μήνες η και χρόνια μετά τον ενταφιασμό του.
Στα μεγάλα ορεινά χωριά η στα νησιά με πολυάριθμο ορθόδοξο πληθυσμό, οι περιοδεύοντες ιεροδιδάσκαλοι έμειναν ένα κάποιο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μάζευαν τότε τους άνδρες που το επιθυμούσαν και τους μάθαιναν τα κολυβογράμματα. Τους μάθαιναν δηλαδή γραφή και ανάγνωση. Τους μάθαιναν να διαβάζουν και να ψέλνουν τα εκκλησιαστικά βιβλία, ώστε να γίνουν ψάλτες και ιερείς. Τους μάθαιναν επίσης να διαβάζουν και να γράφουν τους αριθμούς, τους μάθαιναν λίγη αριθμητική, ώστε να μπορούν να γράφουν και να κρατούν πάντα ενήμερα τα τεφτέρια της ενοριακής Κοινότητας που ο κατακτητής τους επέβαλλε να διατηρούν για το παιδομάζωμα και τους παντός είδους φόρους και τα χαράτσια.
Αυτοί λοιπόν οι περιοδεύοντες ιερομόναχοι θα σταθούν οι πρώτοι εργάτες της θρησκευτικής και παιδευτικής ανάτασης του υπόδουλου ελληνικού λαού. Κι έτσι άρχισαν να λειτουργούν τα πρώτα σχολεία. Σπάνια στην αρχή και στοιχειώδη. Οσο όμως βελτιωνόταν η οργάνωση των ραγιάδων γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τόσο τα σχολεία γίνονται περισσότερα και υψηλότερου επιπέδου.
Το κήρυγμα και η διάδοση του θρησκευτικού βιβλίου θα ακολουθήσουν την ανάπτυξη του θεσμού των σχολείων. Οι εγγράμματοι ενοριακοί ιερείς, που πληθαίνουν ολο και περισσότερο, αναλαμβάνουν το
διδακτικό έργο των σχολείων. Αρχίζουν τότε να εμφανίζονται και να αναπτύσσονται διάφορα κινήματα πνευματικής και ηθικής αναγέννησης, το ένα πιο πλούσιο και πιο σημαντικό από το άλλο. Το σύστημα των περιοδευόντων ιεροδιδασκάλων θα συνεχιστεί. Ο Θεοφάνης ᾽Ελεαβούλκος, ο Παχώμιος Ρουσάνος, ο Μάξιμος ο Γραικός και μερικοί άλλοι, είναι από τους πρώτους.
Ο ᾽Αναστάσιος Γόρδιος θα έρθει αργότερα. Κι ακόμα πιο αργά ο Ζαχαρίας από τη Ζαγορά Πηλίου. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός θα εργαστεί μόνο σαν περιοδεύων ιερεύς και ιεροκήρυκας. Δε θα πάψει όμως να συμβουλεύει : «- Εχετε σχολείον εδώ εις την χώραν σας να διαβάζουν τα παιδιά ; - Δεν έχουμε, άγιε του Θεού. – Να μαζευτείτε όλοι να κάμετε ένα σχολείον καλόν, … διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Θεός…, διότι χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος• από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον. Αν δεν ήτο σχολείον, που ήθελα μάθει εγώ να σας διδάσκω ;».
Θα τους συμβουλέψει ακόμα, σε περίπτωση που έχουν δυό εκκλησιές, τη μια να τη μετατρέψουν σε σχολείο. Και θα γράψει στον αδελφό του Χρύσανθο, διδάσκαλο στη σχολή της Πάτμου, ότι με τη βοήθεια του Θεού περιόδευσε περί τις τριάντα επαρχίες• ότι κατόρθωσε να πείσει τους ανθρώπους να ιδρύσουν περί τα 10 ελληνικά σχολεία και εκατό περίπου από τα λεγόμενα κοινά σχολεία.
Η θρησκευτική, ηθική και πνευματική καλλιέργεια βρίσκεται πάντα σε άμεση, σε αποκλειστική σχεδόν, εξάρτηση από το επίπεδο της παιδείας, τον αριθμό και την ποιότητα των σχολείων. Πράγματι, μια έστω και επί τροχάδην εξέταση του θέματος αυτού μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στις τέσσερις περιόδους της ιστορίας της ελληνικής παιδείας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας (1453-1530, 1530-1630, 1630-1750, 1750-1820) αντιστοιχούν ισάριθμες περίοδοι θρησκευτικής και πνευματικής ανάτασης και καλλιέγειας.
Γιαυτό και η ᾽Εκκλησία είχε πάντα σαν κύριο μέλημά της την ίδρυση και την ομαλή λειτουργία των σχολείων καθώς και τη μόρφωση των διδασκάλων και το περιεχόμενο των διδακτικών προγραμμάτων. Ο χρόνος που διαθέτουμε δεν μας επιτρέπει βέβαια να μιλήσουμε για ολα αυτά. Δεν θα ασχοληθούμε λοιπόν εδώ με την ιστορία της παιδείας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, τις διάφορες φάσεις της εξέλιξής της, τα σχολεία, τους τρόπους λειτουργίας τους, τους διδασκάλους, τα εκάστοτε προγράμματα. Η παιδεία θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα μιας άλλης πολύ ενδιαφέρουσας ομιλίας. Θα σταθώ όμως
λίγο εδώ για να τονίσω ιδιαίτερα δυό σπουδαία αλλά και επίμαχα σημεία. Το πρώτο είναι το περίφημο «κρυφό σχολειό». Το άλλο αφορά στη διδακταία ύλη στα σχολείων της κατώτερης βαθμίδας, τα κοινά λεγόμενα σχολεία.
Κρυφά σχολεία δεν υπήρξαν βέβαια ποτέ, υπό την έννοια ότι οι Οθωμανικές αρχές απαγόρευαν τη λειτουργία των σχολείων σε ορισμένες κατηγορίες των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Γύρω στα 1550 μια πρώτη φορά, στα 1593 μια δεύτη φορά, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλης, με ομόφωνη απόφασή της, παρότρυνε τους ιεράρχες να φροντίζουν για τη λειτουργία ενός τουλάχιστον σχολείου στην κάθε επαρχία, ώστε να μορφώνονται εκεί οι ιερείς και οι ψάλτες της Μητρόπολής τους. Οσο για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, δεν έπαψε σχεδόν ποτέ να λειτουργεί και να εκπαιδεύει τα ανώτερα στελέχη της
᾽Εκκλησίας.
Ωστόσο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μαθητές των σχολείων αυτών δεν ήταν ποτέ, για λόγους ευνόητους, μικρά, αμούστακα .παιδιά . τάσχολεία δεν λειτουργούσαν ποτέ, για ευνόητους επίσης λόγους, τις εργάσιμες ώρες, ούτε έξω από τους χώρους της εκκλησίας, όπου η οποιαδήποτε σύναξη ήταν απαγορευμένη. Ο δάσκαλος ήταν πάντα παπάς η καλόγηρος, ο μόνος που ήξερε να διαβάζει και να γράφει, ο μόνος επίσης που είχε το δικαίωμα να συνάζει γύρω του τους πιστούς. Υπὸ την έννοια αυτή, όλα τα κοινά σχολεία που λειτούργησαν ως τα 1750 τουλάχιστο, μπορούμε να τα ονομάσουμε κρυφά σχολεία, γιατί λειτουργούσαν αποκλειστικά μέσα στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, σε απόσταση από το βλέμμα του Κατακτητή• στόχευαν δε πάνω απ᾽ όλα στην κατάρτιση στελεχών για την ᾽Εκκλησία.
Για πίνακα χρησιμοποιούσαν το κασόνι με την άμμο που στις ακολουθίες, εκεί στο νάρθηκα, χρησίμευε για μανουάλι. Όσο για τα βιβλία, η κάθε εκκλησία φρόντιζε να κατέχει, για τις λειτουργικές της ανάγκες, χειρόγραφο η έντυπο, ένα οκταήχι, ένα ψαλτήρι, ένα ευαγγελιστάρι, έναν απόστολο. Αυτά λοιπόν τα λειτουργικά βιβλία χρησίμευαν και ως βιβλία σχολικά. Πάνω σ᾽ αυτά μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν, μάθαιναν τη γραμματική και τη σύνταξη, ώσπου να τυπωθούν, αργότερα, τα πρώτα σχολικά εγχειρίδια. Ο δάσκαλος ήταν ένας παπάς η ένας καλόγερος, πάντα ως τα 1750 τουλάχιστον. Στα κοινά λεγόμενα
σχολεία, η μόρφωσή του δάσκαλου ήταν πολύ περιορισμένη.
Σπάνια καταλάβαινε τη γλώσσα που μάθαινε να διαβάζουν και να ψέλνουν οι μαθητές του. Κι όταν αποτολμούσε να τους δίδάξει και λίγη ιστορία, οι εποχές και οι τόποι συγχέονταν. Μέσα στη σύγχυση, η μάλλον στον συγκερασμό, στην ώσμωση αυτή, ο,τι ήταν χριστιανικό γινόταν και ελληνικό και τανάπαλιν. ᾽Εκεί, ο σχεδόν αμόρφωτος παπάς η καλόγερος δίδασκε στους μαθητές του την ιστορία του Ελληνισμοῦ και της ᾽Ορθοδοξίας σε μια συνεχή και αδιάσπαστη ενότητα.
Ετσι ο Σωκράτης και ο Μιλτιάδης γίνονταν ορθόδοξοι, όπως ο άγιος ᾽Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο άγιος Γεώργιος ήταν Ελληνες. Τότε άρχισαν να ζωγραφίζονται (να ιστορούνται) στους τείχους των εκκλησιών, στους νάρθηκες όπου λειτουργούσε το σχολείο, η μορφή του Πλάτωνα, του ᾽Αριστοτέλη, του Σωκράτη, του Λυκούργου, του Μιλτιάδη, με φωτοστέφανο, δίπλα από τις πανομοιότυπες εικόνες των αγίων και των μαρτύρων. «Στον κάμπο του Μαραθώνα έγινε μια φορά μεγάλη μάχη, διηγιέταν ο δάσκαλος.
Τούρκοι πολλοί με άρμενα πολλά ήρθαν να σκλαβώσουν τη χώρα». Η ᾽Αχιλληίδα, το αξιολογότατο αυτό ιπποτικό ποίημα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, μεταπλάθει τον ομηρικό ᾽Αχιλλέα σε ήρωα χριστιανό της εποχής των Σταυροφοριών. Στη Φυλλάδα του Μέγα ᾽Αλέξανδρου, ο θρυλικός ήρωας της αρχαιότητας μεταπλάθεται σε μορφή ορθόδοξου έλληνα ήρωα, στολίζεται με όλες τις ελληνοχριστιανικές αρετές και αναδεικνύεται σε γενναίο υπέρμαχο του Θεού των Χριστιανών ενάντια στους Τούρκους-᾽Αγαρηνούς που αντικαθιστούν τους Πέρσες.
Η ώσμωση αυτή, που είχε ίσως αλλού τις βαθιές υποσυνείδητες ρίζες της, επιτελέστηκε και λειτουρούσε τώρα εξαιτίας κυρίως της αμάθειας η της ημιμάθειας των διδασκάλων της εποχής.
Υστερ᾽ από τη μακροσκελή αλλά αναγκαία αυτή παρέκκληση, επανέρχομαι στις συνθήκες της υλικής, πνευματικής και ηθικής ζωής που ήταν, όπως είδαμε, άθλιες και εξευτελιστικές. Οι υπόδουλοι χριστιανοί που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από αυτές, είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα από τα δυό : η να αποδημήσουν η να ασπασθούν τη μουσουλμανική θρησκεία.
Οι εξισλαμισμοί, οι ομαδικοί εξισλαμισμοί ιδιαίτερα, υπήρξαν ένα κοινωνικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό φαινόμενο μεγίστης σημασίας. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τους εκλατινισμούς στις φραγκοκρατούμενες περιοχές η εξαιτίας της δράσης των λατίνων μισσιοναρίων στους κόλπους της τουρκοκρατούμενης ᾽Ορθοδοξίας. Οι δυό αυτοί κίνδυνοι στέκονταν σαν τα δυό Θηρία της ᾽Αποκάλυψης. Και η ᾽Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία «απόμεινε να ευρίσκεται ανάμεσα εις δύο φωλεούς δρακόντων. Και να ευγαίνη πότε το ένα θηρίον να αρπάξη, πότε να ευγαίνη το άλλο θηρίον να αρπάξη από το άλλο μέρος. Και
εκείνο το πρόβατον οπού θέλει να φύγη από το στόμα του ενός, να πίπτη εις του άλλου.
Αρπάζοντας πότε το ένα θηρίον πότε το άλλον, να απομείνη εντελώς ολίγη εκείνη η ποίμνη…». Για να προστατέψει λοιπόν τα πρόβατά της από τον διπλό αυτό κίνδυνο, από τα δυό θηρία, όπως τα περιγράφει ο
᾽Αναστάσιος Γόρδιος, η ᾽Εκκλησία χρησιμποιούσε την τριπλή οργάνωση των ραγιάδων, που, όπως είδαμε παραπάνω, ήταν γι᾽ αυτήν το πρώτο όπλο, ένα όπλο ισχυρό και αποτελεσματικό. Χρησιμοποιούσε επίσης τον πιο μεγάλο πλούτο που διέθετε και που ήταν η λατρευτική ζωή και η Παράδοση• Καλούσε τους πιστούς σε μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη προσκόλληση στις εξωτερικές εκδηλώσεις της λατρείας, όπως η νηστεία, η ευλάβεια των αγίων και η προσκύνηση των εικόνων, τα θαυματουργά προσκυνήματα. Φρόντιζε ακόμα και για την παιδεία των ραγιάδων με την αμέριστη και συνεχή φροντίδα της για τα
σχολεία, γιατί ακριβώς πίστευε στη δύναμη της παιδείας ως όπλο αποφασιστικό ενάντια στους κινδύνους εξαφανισμού της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των υπόδουλων λαών.
Σαν κύριο μέλημά της η ᾽Εκκλησία είχε βέβαια τη θρησκευτική και πνευματική μόρφωση των πιστών. Ομως το θείο κήρυγμα, όταν υπήρχε, περιοριζόταν στο να ζητά από τον ραγιά να αποφεύγει την αμαρτία, να τηρεί τις εντολές του Θεού και να μένει πιστός, «πιστός άχρι θανάτου», στην πατροπαράδοτη πίστη του, δηλαδή στην ορθόδοξη Παράδοση. Η Εκκλησία μπορούσε βέβαια να κηρύσσει ελεύθερα κατά του παπισμού και της λατινικής αίρεσης.
Ωστόσο ούτε οι πιστοί ούτε οι ποιμένες τους κατείχαν την απαιτούμενη παιδεία. Μόνο οι λόγιοι έγραφαν δοκίμια κατά των Λατίνων που στην ουσία μόνο αυτοί διάβαζαν. Η θέση της ᾽Εκκλησίας έναντι του ᾽Ισλάμ ήταν ακόμα πιο λεπτή. Οχι μόνο ο έλεγχος αλλά και η δημόσια αμφισβήτηση της μουσουλμανικής θρησκείας, του ιερού της βιβλίου και του προφήτη της οδηγούσαν τον ένοχο και σ᾽ αυτήν ακόμα την ποινή του θανάτου, όπως το βεβαιώνουν διάφορες μαρτυρίες και το καταμαρτυρεί το νέφος των Νεομαρτύρων.
Στους πρώτους αιώνες, μόνο μια κάποια έμμεση αναφορά στη μουσουλμανική θρησκεία είναι δυνατή δια μέσου της εμμονής σε ορισμένα κοινωνικής και λατρευτικής φύσης θέματα (νηστεία, γάμος, αρσενοκοιτία, κ.λπ).
Μόνο στην ύστερη Τουρκοκρατία θα συναντήσουμε τοποθετήσεις πιο τολμηρές κατά της θρησκείας των ασεβών, στις ορεινές όμως περιοχές, όπου το τουρκικό στοιχείο είναι μικρό σε αριθμό. ᾽Αξιόλογη μαρτυρία της τέτοιας στάσης είναι τα κηρύγματα του ᾽Αναστασίου Γορδίου, του Νεκτάριου Τέρπου και του Κοσμά του Αιτωλού. Είδαμε παραπάνω πως περιγράφει ο Γόρδιος τους κινδύνους που
διέτρεχε η ᾽Ορθοδοξία. ᾽Από την άλλη μεριά, όλη η κοινωνική και θρησκευτική διάσταση του κηρύγματός του Νεκταρίου Τέρπου στοχεύει προς ένα μόνο πράγμα, να αποτρέψει τους χριστιανούς από τον εξισλαμισμό.
Στο Βιβλίον καλούμενον Πίστις, στο οποίο συγκεντρώνει τα κηρύγματά του, εκτενέστατες σελίδες (σ. 225-281) είναι αφιερωμένες στην προβολή και το ηρωικό παράδειγμα των παλαιών μαρτύρων. Και γράφει μεταξύ άλλων: «Και δια τούτο σας παραγγέλλω και εγώ, να μην χωρισθή τινάς από την αγίαν πίστιν και την καθολικήν ᾽Εκκλησίαν του Χριστού, δια ολίγον δόσιμον του χαρατζίου, παρά ας κυβερνηθή ο κάθε ένας ως χριστιανός, υιός και φίλος του Χριστού και Θεού μας, με ο,τι τρόπον ημπορεί. Κοπέλι και δουλευτής ας γένη και Τούρκος να μη γένη, δια να γένη μετά ταύτα αυθέντης εις την άλλην ζωήν…» (σ. 320). Οσο για τον πατρο-Κοσμά, να τι γράφει• «Ο ᾽Αντίχριστος είναί τος• ο ένας είναι ο Πάπας, και ο έτερος είναι αυτός οπού είναι εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του.
Το καταλαβαίνετε. Μα λυπηρόν είναι να σας το ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχριστοι είναι εις την απώλειαν καθώς το έχουν. Ημεῖς εγκράτεια, αυτοί απώλεια• ημείς νηστεία, αυτοί πολυφαγία• ημείς παρθενία, αυτοί πορνεία, ημείς δικαιοσύνη, αυτοί αδικοσύνη» (σ. 286-7). Οπως βλέπουμε, ο φωτισμένος ιεραπόστολος παίρνει πολλές προφυλάξεις για να μην εκθέσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους ακροατές του. Πως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά;
Οπωσδήποτε όμως μπορούσε κι αυτός να πει και να παραγγείλει στους πονεμένους ραγιάδες τούτο, που θα επισφραγίσει με τον θάνατό του: «Καν ο ουρανός να κατέβη κάτω, καν η γη να ανέβη επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάση, καθώς μέλλει να χαλάση σήμερον-αύριον, να μη σας μέλλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας τα πάρουν, μη σας μέλλη. Δώσατέ τα• δεν είναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δυό, ο κόσμος να πέση, δεν μπορεί να σας τα πάρη• εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δυό να τα φυλάττετε, να μην τα
χάσετε» (σ.179). Και δεν τα έχασαν.
Πράγματι, μέσα από τη θαλπωρή των λειτουργικών συνάξεων κι ενώ η πνευματική πενία των πιστών έμοιαζε αφόρητη, ξεπετάχτηκε η ακατανίκητη εκείνη δύναμη της ορθόδοξης ᾽Εκκλησίας, «το νέφος των νεομαρτύρων». Ο αριθμός τους, έστω και κατά προσέγγιση, θα παραμείνει για πάντα άγνωστος.
Χιλιάδες όμως νεομάρτυρες, που αποτελούσαν το καύχημα της Εκκλησίας, ξεπετάγονταν μέσα από τα πνευματικά της ερείπια. « Δεν υπάρχει πόλη η χώρα που να μην ποτίστηκε από το αίμα μας, το αίμα που έχυσαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί για την πίστη τους», έγραφε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος απαντώντας στις κατηγορίες των Καθολικών. « Εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, είδαμε με τα μάτια μας μικρά παιδιά να τείνουν άφοβα το λαιμό τους στο δήμιο».
Οι νέοι αυτοί μάρτυρες της ορθόδοξης πίστης ανήκουν πράγματι σε κάθε ηλικία, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και σε όλες τις περιοχές. «Για πολλούς από μας », γράφει ακόμα ο πατριάρχης Νεκτάριος, «οι μάρτυρες αυτοί ήταν οι γείτονές μας και οι φίλοι μας. Φάγαμε και ήπιαμε συχνά συντροφιά τους και τους παρασταθήκαμε στο μαρτύριό τους. Περισυλλέξαμε το αγιασμένο αίμα τους, τους θάψαμε με τα ίδια μας τα χέρια και μοιραστήκαμε τα ιμάτιά τους που τα κρατάμε ευλαβικά για τον προσωπικό μας αγιασμό».
Ενάμισυ αιώνα αργότερα ο Νικόδημος ο Αγιορείτης θα προσθέσει : Οι νεομάρτυρες «προβάλλουν σαν παράδειγμα υπομονής σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς που ζουν κάτω από την τυραννία του τουρκικού ζυγού• με το μαρτύριό τους δίνουν θάρρος και παρακινούν να θυσιάσουν τη ζωή τους όλους οσοι κληθούν στο μαρτύριο για την πίστη τους…»,.
Πράγματι η πίστη ενδυναμώνεται και αποκτά βάθη ανυποψίαστα. Τα λείψανα των νεομαρτύρων γίνονται σημείο έλξης της ορθόδοξης ευλάβειας. Έχοντας κερδίσει την ευλάβεια και τη λατρεία του ορθόδοξου πληρώματος πριν από κάθε επίσημη εκκλησιαστική αναγνώριση και ανακήρυξη, οι νεομάρτυρες γίνονται αντικείμενο έμπνευσης για τη συγγραφή πολλών ακολουθιών και μαρτυρολογίων γεμάτων λυρισμό και πατριωτική έπαρση.
Οι ορθόδοξοι τρέχουν στον τόπο του μαρτυρίου τους και τους ικετεύουν να μεσιτεύσουν στο Θεό να συνδράμει το λαό του μέσα στη δυστυχία του και την ανέχειά του. Η ομαδική λατρεία με την ομορφιά και τον πλούτο των συμβολικών πράξεων και των ύμνων εξασφάλιζε στους πιστούς ένα αίσθημα θαλπωρής και αλληλεγγύης, έτρεφε την ορθόδοξη συνείδησή τους και τις ελπίδες τους ότι ο Θεός θα επενέβαινε κάποτε για να τους χαρίσει την απελευθέρωση.
Με το παράδειγμά τους οι νεομάρτυρες έρχονταν να κηρύξουν πως η άχρι θανάτου εμμονή στην πίστη και στις πνευματικές αξίες της ᾽Ορθοδοξίας δεν ήταν κούφια λόγια αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα, η
μεγάλη, η απροσπέλαστη δύναμη της πίστης. Την ημέρα της εορτής της ᾽Εθνικής Παλιγγενεσίας ιδιαίτερα, οι εγκωμιαστικοί μας λόγοι είναι γεμάτοι θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη για το θάρρος, τον ηρωισμό και τις θυσίες των κλεφτών και των αρματωλών, για τα ηρωικά κατορθώματα των πολεμιστών του ᾽21.
Κι έχουμε δίκαιο να τους θαυμάζουμε, να τους εγκωμιάζουμε και να τους ευγνωμονούμε. Γιατί η κλαγγή των οπλων τους και η απαράμιλλη αυτοθυσία τους μας χάρισαν την πολυπόθητη ελευθερία. Διάλεξα όμως να μιλήσω σήμερα για τα άλλα εκείνα όπλα, τα όπλα τα πνευματικά, χωρίς τα οποία το γένος των ᾽Ορθοδόξων δε θα μπορούσε να φτάσει στην ημέρα της Παλιγγενεσίας.
Για τα όπλα εκείνα με τα οποία η ορθόδοξη ᾽Εκκλησία και το γένος των ᾽Ορθοδόξων κατώρθωσαν να διανύσουν τους σκοτεινούς κα βάναυσους αιώνες της σκλαβιάς τους, να αντισταθούν σε κάθε είδους βία και βαρβαρότητα, να διατηρήσουν αλώβητη την εθνικοθρησκευτική τους συνείδηση και την πολιτισμική τους ταυτότητα, να καλλιεργήσουν κάτω από αφόρητες υλικές και πνευματικές συνθήκες τα ανεκτίμητά αγαθά της πίστης, της γλώσσας, της θρησκευτικής και πολιτισμικής τους Παράδοση.
Να ετοιμάσουν και να ανοίξουν το δρόμο της κλαγγής των όπλων και της απελευθέρωσης.
romfea.