Ένα από τα έθιμα των ημερών του Πάσχα που διαδραματίζεται σε πολλές περιοχές του τόπου μας είναι «οι Λαζαρίνες».
Το έθιμο έχει διπλό χαρακτήρα, είναι αφιερωμένο στην ανάσταση του Λαζάρου και ταυτόχρονα στην Άνοιξη. Στον διπλό εορτασμό η συμμετοχή των νέων είναι καθολική και γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται οι μεν νέοι Λάζαροι, οι δε νέες Λαζαρίνες.
Σε κάθε περιοχή το έθιμο διαφέρει………
αλλού τραγουδούν μονάχα τα κορίτσια, αλλού οι κοπέλες που ετοιμάζονταν για παντρειά, σε άλλα μέρη ομάδες αγοριών. Όσο για το ομοίωμα του Λαζάρου που κρατούν τα παιδιά, αλλού ήταν ένα πάνινο κουκλάκι, αλλού έχει τη μορφή τσολιά (Κόρινθος), σε άλλες περιοχές αντιστοιχεί σε ένα σταυρό, ένα στεφάνι ή ακόμα και μια τρυπητή κουτάλα (Σκύρος) ή μια σκούπα (Ξάνθη) ντυμένη με λουλούδια. Σε χωριά της Ηπείρου, από την άλλη, τ’ αγόρια τραγουδούν μασκαρεμένα κρατώντας κουδούνια και γιαταγάνια, ενώ στην Κύπρο γίνεται κανονική αναπαράσταση με ένα από τα παιδιά της ομάδας να παριστάνει το Λάζαρο στολισμένο με κίτρινα άνθη. Πρόκειται λοιπόν για έθιμο που αναβιώνει σε όλη την ελληνική γη, με εντυπωσιακές ιδιαιτερότητες – παραλλαγές σε κάθε τόπο.
Στην παρούσα ανάρτηση θα αναφερθούμε στο έθιμο όπως αναβιώνει σήμερα στην επαρχία Ελασσόνας. Ενδεικτικά «Λαζαρίνες» αναβιώνουν σήμερα στο Μικρό Ελευθεροχώρι όπου καταγράφηκαν τα όσα ακολουθούν, αλλά και στην Κοκκινόγη, στα Γεράνεια, στην Δολίχη, στον Δρυμό, στα Γιαννωτά και αλλού.
Το έθιμο το βρήκαν οι γυναίκες που συναντήσαμε, συνεχίζοντας την παράδοση από τις μάνες και τις γιαγιάδες τους «πάππου προς πάππου» όπως χαρακτηριστικά λέγεται. Στην περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου σταμάτησε να γίνεται και ξανάρχισε μετά το ’50. Πρέπει να τονισθεί ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί φορείς καταβάλλουν προσπάθεια προκειμένου να μην χαθεί, διατηρώντας ταυτόχρονα τις τοπικές ιδιαιτερότητες – παραλλαγές του εθίμου.
Οι ελεύθερες γυναίκες, λοιπόν, του χωριού, από την Παρασκευή παραμονή «του Λαζάρου», βράζουν το ρύζι το οποίο στην συνέχεια θα μοιράσουν στα σπίτια αντί κόλλυβα, για τον θάνατο του Λάζαρου. Στην συνέχεια όλες μαζί παντρεμένες και ελεύθερες βγαίνουν στους αγρούς για να μαζέψουν «τσάκνα» δηλαδή ψιλά κλαράκια με τα οποία το βράδυ θα ανάψουν φωτιά, να τις συντροφεύει που θα ξενυχτάνε τον νεκρό. Μέχρι αυτό το σημείο δεν ακούγονται τραγούδια, ούτε φυσικά γίνονται χαρές. Η ατμόσφαιρα είναι πένθιμη.
Το Σάββατο το πρωί και αφού προηγηθεί η ανάσταση του Λάζαρου, το σκηνικό αλλάζει, αρχίζουν τα τραγούδια και οι χοροί και κλίμα αισιοδοξίας καλύπτει τα διαδραματιζόμενα. Μετά την εκκλησία οι «Λαζαρίνες» γυρίζουν στα σπίτια του χωριού σε όσα έχουν ανύπαντρες κοπέλες και τραγουδούν για να είναι καλότυχες.
«ΗΡΘΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙΑ»
Ήρθε ο Λάζαρος κορίτσια,
να τον παίξουμε,
μες τη χώρα μας κορίτσια
την τρανήτερη.
Την τρανήτερη κορίτσια
κι ως την πρώτη μας,
μας την βάρεσαν,
τα Λαζόπουλα, κορίτσια,
τα τσαμόπουλα.
Πηγαίνοντας στον δρόμο τραγουδούν
«ΚΙΝΗΣΑ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ»
Αι, κίνησα στον δρόμο-δρόμο,
στο στενό το μονοπάτι.
Στο στενό το μονοπάτι,
βρίσκω μια μηλιά στον δρόμο.
Αι βρίσκω μια μηλιά στον δρόμο,
Με τα μήλα φορτωμένη.
με τα μήλα φορτωμένη,
άπλωσα να πάρω ένα.
Αι, άπλωσα να πάρω ένα,
κι η μηλιά μ’ απολοήθκε.
Κι η μηλιά μ’ απολοήθκε,
μη μου παίρνεις, μη μ’ αφήνεις.
Αι μη μου παίρνεις, μη μ’ αφήνεις,
τα’ χει ο αφέντης μετρημένα.
τα’ χει ο αφέντης μετρημένα,
κι η κυρά λογαριασμένα.
Σε σπίτι που είχε ελεύθερη κόρη τραγουδούν…
Σε τούτο σπίτι πούρ’θαμε
στο μαρμαροστρωμένο
Εδώ έχουν κόρη ανύπαντρη,
κόρη ν’αρραβωνιάσουν.
Προξενητάδες έρχονται
‘που μέσα απου την πόλη,
Εδώ ρωτούν ξαναρωτούν
Της λύιαρης την κόρη.
Που θα’βρω τέτοια λύιαρη(λυγερή).
ξανθή και μαυρομάτα,
Έχει το μάτι σαν ελιά,
Το φρύδι σαν γαϊτάνι,
Το δόλιο το ματόφρυδο
Σαν κρόσσι απ το μαντήλι.
Παράλληλα περνούν κι από άλλα σπίτια κι ανάλογα με την κατάσταση του σπιτιού ή τη δουλειά του νοικοκύρη τραγουδούν και τα ανάλογα τραγούδια, ενώ καθ’ οδόν τραγουδούν διάφορα τραγούδια “παινέματα” όπως τα λένε.
Δω σε τούτη τη γειτονιά
φύτρωσε μια λεμονιά
απόλκει ρίζες κι κλαριά
κι σκέπασε τη γειτονιά.
Τούτες οι γειτόνισσες
βάζουν σαν τις μέλισσες
σαν τις ζεβρομέλισσες.
Βάζουν τα τσικρίκια τους
βάζουν τα λανάρια τους
Σε σπίτι που είχαν πρόβατα ή γίδια λένε το τραγούδι…..
Σ αυτό το σπίτι πού’ ρθαμε
το μαρμαροστρωμένο,
εδώ έχουν χίλια πρόβατα
και δυό χιλιάδες γίδια.
Τα χίλιαζαν τα μίλιαζαν,
τα βγάζουν τρεις χιλιάδες.
Στον κάμπο τα κατέβαζαν,
να τα νεροποτίσουν,
και στο βουνό τ’ανέβαζαν
να τα γαλομετρήσουν.
Αυτό γίνεται όλο το πρωινό και αφού μεσημεριάσει μαζεύονται όλες στην πλατεία κι εκεί χορεύουν και τραγουδούν. Ορισμένα από τα τραγούδια που λένε χωρίς φυσικά την συνοδεία μουσικών οργάνων είναι:
ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Τα περιστέρια πετουνται
Στους ουρανούς απάνω
Τα δυο πανούν παρά ψηλά
Κι τ άλλο χαμηλώνει
Κι αυτό που εχαμήλωνε
Τον Γιάννη παραγγέλνει
Τα ακούς Γιάννη μ καλό Γιάννη μ
Το τι σου παραγγέλνουν
Να πας να πεις στις όμορφες
κι αυτές τις μαυρομάτες
τον Μάη κρασί μην πίνουνε
κι όξω μην κοιμηθούνε
τρελάθηκαν τρία παιδιά
και γκυζηρνουν τις νύχτες
σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά
κρέας για τα λιοντάρια
σέρνουν και υπνοβότανο
υπνώνουν τα κορίτσια
«ΗΡΘΕ Η ΧΕΛΙΔΟΝΑ»
Ήρθε η χελιδόνα,
έφερε χαμπέρι.
Πήραν τον καλό μου,
και τον αδελφό μας.
Πάνε να τον κρεμάσουν,
στο καρφί της πόρτας,
και τα παραθύρια.
«ΣΤΙΣ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ»
Στις εβδομήντα εκκλησιές στα εξήντα μοναστήρια
Γραμματικέ μ κι αφέντη μ
Μάνα –ν- γιον εστολιζε –ν- γιον και θυγατέρα-ν
γιος βανει τα κόκκινα κι η θυγατέρα τα άσπρα.
Κι αυτή στα καταγάλανα τα καταφρονημένα
Σαν κίνησαν κι επαηναν κοντά κατ τα Άγιο βήμα
Και σαν τους είδε η εκκλησιά τα κεραμιδιά ρίχνει
«Αγγελίνα»
Όλες οι νύφες στο χορό, Αγγελίνα μου,
χορεύουν στα σαιάρια, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Και η Αγγελίνα ορφανή,
χορεύει στο γιλέκι, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Κι ο βασιλιάς αγνάντευε, Αγγελίνα μου
απ τον γυαλένιο πύργο, Αγγελίνα μου
μωρέ μαυρομάτα μου.
Να’μαν πουλί, να’ μαν πουλί, να πέταγα,
μπροστά στην Αγγελίνα, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Να πιάσω χε-λελε χέρια παχουλά,
γιομάτα μπιλιτζίκια, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Να τα’ βαζα-λε να τα’βαζα προσκέφαλα,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Στην συνέχεια όλες μαζί πηγαίνουν στο σπίτι του παπά του χωριού, τραγουδώντας καθ’ οδόν:
«ΣΙΓΑΝΑ ΠΑΕΙ Η ΒΡΟΧΗ»
Σιγανά πάει η βροχή, σιγανά πάω κι εγώ
στον αφεντη τον παπά, στην κυρά την παπαδιά.
Την έβρισκα που ζύμωνε και διπλοκοσκίνιζε,
Για να κάνει τις λειτουργιές,
Να τις πάει στην εκκλησιά, στον αφέντη τον παπά.
Φθάνοντας…..στην αυλή του σπιτιού, η παπαδιά, η οποία περιμένει, κερνάει τις Λαζαρίνες οι οποίες παραλαμβάνουν τα «βάγια», που έχει μαζέψει από τις δάφνες του χωριού, τα οποία στην συνέχεια μεταφέρουν στην εκκλησία για την επόμενη μέρα που είναι η Κυριακή των Βαΐων. Οι δε γυναίκες τραγουδούν και χορεύουν άλλα τραγούδια όπως:
«ΑΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΜΟΣΧΟΜΗΛΙΑ»
Απάνω στην μοσχομηλιά
Κι απάνω σε άγριο κλίμα
Εκεί κοιμάται ο δέσποτας
Με το χαρτί στο χέρι
Με το χαρτί, με την Αγιά,
με τα’ Άγιο το Βαγγέλιο.
Σήκω ρε μαύρε δέσποτα
και μην βαριοκοιμάσαι.
Τα μοναστήρια σήμαναν
κι οι εκκλησιές διαβάζουν.
Και η δική μας εκκλησιά
δεν ψέλνει δεν διαβάζει.
Με τα χαρτιά της μάλωνε,
και τα κατηγορούσε.
Χαρτιά ιεροχάρτια μου,
χαρτιά της Παναγίας.
«ΛΑΖΑΡΙΑΤΙΚΟ»
(για το μικρό παιδί στο σπίτι του παπά)
Χρυσιά μανα μ’, αργυριά μανα μ’
μάνα μ’ μαλαματένια,
χρυσόν υγιόν από’ κάνες
χρυσόν μαλαματένιο.
Χρυσιά ήταν η εικονίτσα του,
κι αργυριά η φασκιά του,
το γάλα που κατάπινε,
αγνί μαργαριτάρι.
Στον δρόμο προς την εκκλησία ενώ μεταφέρουν τα βάγια τραγουδούν:
«ΒΑΓΙΑ ΚΙ ΤΙ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕΣ»
Βάϊα κ ατι μας άργησες
Και άργησες να έρθεις
Βαια κ’ατί μας έφερες
τουν Μάη του καλουκαίρι.
Σας έφερα την Πασχαλιά
και του Χριστός Ανέστη.
Ωρα καλή σου πασχαλιά
Και πίσω μην γυρίσεις
Καλά να πας καλά να ρθεις
Καλά και να μας εβρεις.
Αφού πάρουν οι Λαζαρίνες τα βάγια από το σπίτι του παπά, πάλι τραγουδώντας τα τραγούδια του δρόμου ξεκινάνε για την εκκλησία. Εκεί ο παπάς τις περιμένει στην πόρτα. Την ώρα που παραδίνουν στον παπά τα βάγια τραγουδάνε:
«ΚΑΤΩ ΣΤ ΑΡΓΥΡΟΣΤΟΛΙΣΜΑ»
ε- κάτω στ αργυροστόλισμα
και στων κεριών τον τόπο
λε- τρεις λυγερές ανέβαιναν
το χάρο προσκυνούσαν
λε- ανέβαιναν κατέβαιναν
και πάλι προσκυνούσαν
λε- δείξε μας χάρε δείξε μας
το πότε θα μας πάρεις
λε- την κυριακίτσα το πρωί
την άλλη παραπάνω.
Ο παπάς βάζει το καλάθι με τα βάγια στη μέση της αυλής της εκκλησίας και οι γυναίκες χορεύουν γύρω από αυτά τραγουδώντας:
«ΣΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟ ΠΛΑΙ»
Εδώ στης εκκλησιάς το πλάιο
εδώ χορεύουν τα κορίτσια
κι έμορφες κι οι παντρεμένες.
τι όμορφο χορό που κάνουν
κύκλες κύκλες κάνουν καμάρες.
«ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΙΤΣΙΑ»
Βγαίνουν τα ίτσια από τη γη
λουλούδια από τους κάμπους.
Βγαίνει κι ένα τριαντάφυλλο
πολύ ήταν πεσμένο.
Βασιλικός σαν τα ‘κουσει
πολύ τον κακοφάν’κει.
Εγώ είμαι ένας βασιλικός
στον κόσμο δεν πενιούμαι.
Στην συνέχεια με τα βάγια στολίζουν την εκκλησία για να είναι έτοιμη για την άλλη μέρα Κυριακή των Βαΐων.
Ο χορός των γυναικών, ειδικά αυτή την εποχή που πλησιάζει το Πάσχα, δεν έχει μόνο διασκεδαστικό χαρακτήρα. Στον χορό, νέοι του χωριού θα δούνε τις κοπέλες θα τις καμαρώσουν και στην συνέχεια θα αρχίσουν τα προξενιά ώστε το Πάσχα να
έχουμε χαρμόσυνα νέα.
Την Κυριακή στολισμένες όλες με τα καλύτερα ρούχα τους πηγαίνουν στην εκκλησία όπου μετά την Θεία Λειτουργία στο προαύλιο ξαναστήνουν τον χορό. Εδώ τραγουδάνε τραγούδια ειδικά για την μέρα:
«ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ»
Λε σήμερα μέρα του Βαιού
που παίρνει ο κόσμος βάγια.
Λε πάνουν αρχόντοι στην εκκλησιά
να παν να πάρουν βάγια
λε και τα μικρά αρχοντόπουλα
πάνουν να μεταλάβουν.
«ΓΙΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ»
Σηκώνουμε πολύ πρωί
παίρνω νερό κι νίβουμε
κι πάω στην εκκλησία
στην κυρά την Παναγία.
Τα τραγούδια αυτά και πολλά άλλα ακόμη, τόσο για Το Πάσχα όσο και για άλλες γιορτές, τα καταγράψαμε από ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού, οι οποίες αποτελούν και την πιο ουσιώδη πηγή για τα έθιμα του τόπου μας.
chilonas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου