Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009
Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009
Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας ως χάρισμα
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου π.Ιεροθέου Βλάχου
Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" 2/2009. (Αφιέρωμα στο Συνοδικό Θεσμό) σελ. 67-86.
http://www.oodegr.com/oode/dogma/synodoi/xarisma_1.htm
Πολλές συζητήσεις γίνονται για το συνοδικό θεσμό ή το λεγόμενο συνοδικό σύστημα πολίτευμα της Εκκλησίας. Πράγματι, αυτό είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στο συνοδικό σύστημα διοικήσεως των κατά τόπους Εκκλησιών, στη λεγόμενη συνοδική «διαγνώμη» και όχι στην άποψη ενός προσώπου. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία στηριζόμαστε στις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, στο «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», το «ήρεσε τη Συνόδω» και όχι στις απλές γνώμες των διαφόρων μελών της Εκκλησίας. Βεβαίως, όταν ένα μέλος της Εκκλησίας φθάση στην θέωση, τότε βιώνει και εκφράζει αυτό το εσωτερικό πνεύμα της Εκκλησίας, και αποτελεί την αυθεντία σε θέματα πνευματικής ζωής και πολλές φορές αποτελεί τη βάση των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Θεωρώ, όμως, ότι και αυτόν τον συνοδικό θεσμό πρέπει να τον δούμε μέσα από το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, μέσα στην οποία υπάρχει ποικιλία χαρισμάτων και διακονιών, σε μια Ιεραρχική διαβάθμιση. Τα πολλά πρόσωπα που συνεργάζονται μέσα στην Εκκλησία σε διαφόρους τομείς, που προσεύχονται, διοικούν, μελετούν τα θέματα, δεν λειτουργούν με τις συνήθεις διαδικασίες των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρίσματα που έχουν λάβει από το Άγιον Πνεύμα, το οποίο συγκροτεί όλον τον θεσμό της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο συνοδικός θεσμός και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας λειτουργούν ως χάρισμα, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στο Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως. Η βάση των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι απλώς η ύπαρξη των Επισκόπων και των άλλων κληρικών, αλλά η ύπαρξη ανθρώπων που συμμετέχουν στην κοινωνία της Θεώσεως. Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η εικονογράφηση των Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους που συσκέπτονται εν Αγίω Πνεύματι γίνεται με βάση την εικόνα της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι Άγιοι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού. Και η διάταξη των θέσεων τους δεν αποτελεί έναν κλειστό κύκλο, αλλά ένα ανοικτό ημικύκλιο, γιατί στην κοινωνία της Θεώσεως εισχωρούν και συμμετέχουν πολλοί δια μέσου των αιώνων.
Στην συνέχεια, θα εξετασθή το συνοδικό και Ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας μέσα από την προοπτική του χαρίσματος, και αυτό δεν θα νοήται ως ανάληψη μιας υπευθυνότητας στην Εκκλησία, αλλά ως μετοχή κατά διαφόρους βαθμούς στην κοινωνία της Θεώσεως. Μια Σύνοδος έξω από αυτήν την προοπτική, έστω κι αν διαρθρώνεται κατά συνοδικό τρόπο, έστω και αν υπάρχουν όλα τα τοπικά εξωτερικά γνωρίσματα, δεν εκφράζει την συνείδηση της Εκκλησίας.
1. Συνοδικότητα και ιεραρχικότητα
Προκειμένου να ομιλήσουμε για τη Συνοδικότητα και την ιεραρχικότητα της Εκκλησίας πρέπει να καθορίσουμε τους όρους τι σημαίνουν και τι προσδιορίζουν, αλλά και πως συνδυάζονται μεταξύ τους.
Η λέξη Σύνοδος, που αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, τη λέξη «συν» και τη λέξη «οδό», στην αρχική της έννοια δηλώνει τον συνοδοιπόρο, τον σύντροφο. Στον Αντίφιλο (1ος αι. μ.Χ. ) διαβάζουμε: «ναυν Ιεροκλείδης έσχε σύγγηρον, ομόπλουν, την αυτήν ζωής και θανάτου σύνοδον». Στον ιστορικό Αρριανό (124 μ.Χ) συναντούμε τη φράση: «ο συνοδεύσας τοις Αγίοις Αποστόλοις συνοδός μου γενού εν τη οδώ» [1].
Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται και η λέξη σύνοδος σε πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας, για να δήλωση τον συνοδοιπόρο, από την παρούσα ζωή στη μέλλουσα, από την κάτω Ιερουσαλήμ στην άνω Ιερουσαλήμ. Ο Ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος στους Ιουδαίους που ενθυμούνταν κάθε χρόνο την έξοδο από την Αίγυπτο και την πορεία προς τη γη της επαγγελίας και στο ότι έτρωγαν ζωσμένοι, φορώντας τα σανδάλια τους, λέγει ότι και εμείς πρέπει το ίδιο να κάνουμε. «Δια τούτο εζωσμένος, δια τούτο υποδεδεμένος εσθίεις, ίνα μάθης ότι άμα τω άρξασθαι εσθίεν το Πάσχα, αποδημείν οφείλεις και οδεύειν»[2]. Και σε άλλα κείμενα του αναφέρεται στο ότι οι Χριστιανοί είναι οδίτες που πορεύονται στην Βασιλεία του Θεού.
Η λέξη ιεραρχία δηλώνει το αξίωμα του Ιεράρχου, αφού ως ιεράρχης καλείται «ο άρχων των ιερών τελετών», αλλά συγχρόνως η λέξη ιεραρχία δηλώνει και «το σύνολον των βαθμούχων» [3]
Μιλώντας για ιεραρχία πρέπει εδώ να αναφερθούν τα συγγράμματα του Ιερού Διονυσίου Αρεοπαγίτου περί ουρανίου και εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην ουράνια ιεραρχία διακρίνονται οι εννέα χοροί αΰλων νόων που χωρίζονται σε τρεις τριάδες, ήτοι Θρόνοι, Χερουβίμ, Σεραφίμ Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες Αρχές, Αρχάγγελοι, άγγελοι. Στην ουράνια αυτή ιεραρχία αντιστοιχεί και η επίγεια εκκλησιαστική ιεραρχία. Η ιεραρχία ως προς τις τρεις ιερές τελετές είναι το βάπτισμα, η σύναξη και το μύρο· ως προς τις τρεις φάσεις ανόδου προς τον Θεό είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση· ως προς τους τρεις ιερατικούς βαθμούς είναι ο ιεράρχης, ο ιερεύς και ο λειτουργός, και ως προς τις τρεις τάξεις των λαϊκών είναι οι κατηχούμενοι με τους ακοινώνητους, οι λαϊκοί και οι θεραπευτές (μοναχοί)[4].
Διατυπώνονται δύο εξαιρετικά σημεία που δείχνουν την ενότητα μεταξύ της ουράνιας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Το ένα είναι ότι οι θεσμοθέτες της οσιωτάτης εκκλησιαστικής Ιεραρχίας την οργάνωσαν με την υπερκόσμια μίμηση «των ουρανίων ιεραρχιών». Και το δεύτερο σημείο είναι ότι οι ουράνιοι μυσταγωγοί μας φανέρωσαν τις ουράνιες ιεραρχίες και τις κατέστησαν συλλειτουργό με τη δική μας ιεραρχία «ένεκα της ημών αναλόγου Θεώσεως» και «τη προς δύναμιν ημών αφομοιώσει της θεοειδούς αυτών ιερώσεως»[5].
Η εκκλησιαστική ιεραρχία είναι καρπός-θεσμός «της ενθέου και θείας και θεουργικής επιστήμης και ενεργείας»[6]. Ο δε σκοπός της είναι «η προς Θεόν ημών, ως εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις», που επιτυγχάνεται μόνον «ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις»[7].
Επομένως, τόσο η ουράνια όσο και η εκκλησιαστική Ιεραρχία δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από τη ζωή της Θεώσεως.
2. Η συνοδική και ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας κατά τον Απόστολο Παύλο και τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο
Από την εμφάνιση της η Εκκλησία παρουσιάσθηκε ως μια συγκροτημένη Κοινότητα-Εκκλησία. Οι Απόστολοι αποτελούσαν την κορυφή της ιεραρχίας, και στη συνέχεια καθιερώθηκαν οι Διάκονοι και οι Πρεσβύτεροι-Επίσκοποι. Όλοι είχαν ιδιαίτερα χαρίσματα και μετείχαν της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Μετά την κοίμηση των Αποστόλων οι Επίσκοποι κατέλαβαν τη θέση τους μέσα στην όλη εκκλησιαστική ζωή. Εδώ θα αρκεσθώ να κάνω αναφορά στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου.
Στο προοίμιο, αλλά και στον επίλογο των επιστολών του γράφονται και τα ονόματα των συνεργών του. Έπειτα, μνημονεύονται οι παραλήπτες που είναι τα μέλη της Εκκλησίας, τα οποία χαρακτηρίζονται Άγιοι και έχουν την εκκλησιαστική τους ιεραρχία. «Παύλος και Τιμόθεος, δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι τοις Αγίοις εν Χριστώ Ιησού τοις ούσιν εν Φιλίπποις συν επισκόποις και Διακόνοις» (Φιλιππισίους Α', 1). Φαίνεται ότι στους Φιλίππους είχε διαμορφωθή ενωρίς η εκκλησιαστική ιεραρχία, ήτοι Επίσκοποι-Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, οι οποίοι διηύθυναν τους αγίους-μέλη της Εκκλησίας. Το ίδιο παρατηρούμε σε όλες τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Αυτό φαίνεται εμφανέστατα στην προς Ρωμαίους επιστολή του, στην οποία καταγράφονται τα ονόματα των συνεργατών του και τα ονόματα των αποδεκτών των «ασπασμών» του (Ρωμαίους ιστ', 1-23).
Το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν έχει εγκόσμια και ανθρώπινη προέλευση, αλλά ουράνια προέλευση και έχει ως αρχέτυπο το επουράνιο πολίτευμα. «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Φιλιππισίους γ', 20). Η αναφορά του εκκλησιαστικού πολιτεύματος δεν ευρίσκεται στη γη, αλλά στον ουρανό, όπου γίνεται η παγκόσμια συλλειτουργία της ουράνιας Εκκλησίας, κατά το χωρίο «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορινθίους ιε΄, 41), που λαμβάνουν δόξα από τον Χριστό. Ακόμη, το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν εξαντλείται σε επίγειες καταστάσεις και προσδοκίες, δεν αναφέρεται σε εγκόσμιους σχηματισμούς, αλλά συνδέεται με τους Αγίους που είναι οικείοι του Θεού. «Ότι δι’ αυτού έχομεν προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί Πνεύματι προς τον πατέρα, άρα ουν ουκέτι εστε ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β΄, 18-19). Τα μέλη της Εκκλησίας που ζουν μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της είναι συμπολίτες των Αγίων και οικείοι του Θεού.
Η Εκκλησία δεν είναι μία ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος Οργανισμός, το Σώμα του Χριστού. Ήδη με αυτήν τη φράση δηλώνονται τα διάφορα χαρίσματα που ιεραρχικά λειτουργούν στον Θεανθρώπινο Οργανισμό της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του γράφει: «Καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, όντως οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθείς αλλήλων μέλη. Έχοντες και χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα… » (Ρωμαίους ιβ', 4-8). Στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του καταγράφει περισσότερο αναλυτικά ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και οι Χριστιανοί είναι μέλη αυτού του Σώματος. Υπάρχουν διάφορες διαιρέσεις των χαρισμάτων, που τα χορηγεί το ένα και το αυτό Άγιον Πνεύμα, υπάρχουν διαιρέσεις διακονιών που τις αναθέτει ο ίδιος ο Κύριος και υπάρχουν διαιρέσεις ενεργημάτων που τις ενεργεί ο ίδιος ο Θεός (Α' Κορινθίους ιβ', 1-31). Όλα δε τα χαρίσματα πρέπει να αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας (Α', Κορινθίους ιδ', 4-6).
Στην προς Εφεσίους επιστολή του κάνει λόγο για τα χαρίσματα των μελών της Εκκλησίας και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, που χαρίσθηκε από τον Θεό. «Αυτός έδωκε τους μεν Αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους» (Εφ. δ', 11). Οι Απόστολοι, οι Προφήτες, οι ευαγγελιστές, οι ποιμένες και διδάσκαλοι, μαζί με τους Αγίους αποτελούσαν τον συνοδικό θεσμό και την εκκλησιαστική ιεραρχία της πρώτης Εκκλησίας. Όλοι είχαν πνευματικά χαρίσματα, μετείχαν κατά διαφόρους βαθμούς στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Δεν βλέπουμε πουθενά μια ισότητα χαρισμάτων και διακονιών.
Η εκκλησιαστική ιεραρχία αποβλέπει στην ποιμαντική των ανθρώπων για να οδηγηθούν στην θέωση, ήτοι την μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού. Δόθηκαν οι χαρισματικές καταστάσεις στην Εκκλησία και λειτουργούν «προς τον καταρτισμόν των Αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. δ', 12). Δεν πρόκειται για μία εκκοσμικευμένη νοοτροπία και κατάσταση, δεν λειτουργεί το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα στην Εκκλησία απλώς για να συζητούν και να αποφασίζουν μεταξύ τους, αλλά για να καταρτίζονται οι Άγιοι και να οικοδομήται το Σώμα του Χριστού.
Ο απώτερος σκοπός του συνοδικού θεσμού και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είναι η θέωση των πιστών. «Μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ', 13). Το να φθάση κανείς στην πνευματική-ανδρική τελειότητα, στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού δηλώνει την θέωση των πιστών Χριστιανών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική αποκτάται η ενότητα της πίστεως και η επίγνωση του Υιού του Θεού.
Αυτή η Ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας φαίνεται εμφανέστερα στις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Η ενότητα μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, διακόνων και Χριστιανών στηρίζεται σε αγιοπνευματικές και ευχαριστιακές βάσεις.
Στην επιστολή του Αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους γίνεται λόγος για τον επίσκοπο και «το αξιονόμαστον πρεσβυτέριον» που είναι «του Θεού άξιον» και το οποίο «όντως συνήρμοσται τω Επισκόπω, ως χορδαί κιθάρα»[8]. Η ενότητα όλων των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, είναι εσωτερική, που συνδέεται με την ενέργεια του Τριαδικού Θεού στο Σώμα του Χριστού και στην πραγματικότητα πρέπει να λειτουργή ως «σύνοδος», ως συνοδοιπορία. Γράφει ο άγιος Ιγνάτιος: «Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς Ιησού Χριστού»[9]. Εδώ φαίνεται ότι όσοι αποτελούν το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας είναι θεοφόροι, ναοφόροι, χριστοφόροι, και κοσμούνται από τις εντολές του Χριστού.
Η ενότητα Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Χριστιανών εκφράζεται με την όλη πνευματική ζωή. Γι’ αυτό στους Χριστιανούς της Μαγνησίας γράφει: «μηδέ πειράσητε ευλογόντι φαίνεσθαι ιδία υμίν, αλλ’ επί το αυτό. Μία προσευχή, μία δέησις, εις νους, μία ελπίς εν αγάπη, εν τη χαρά τη αμώμω, ό εστίν Ιησούς Χριστός, ον άμεινον ουδέν εστίν. Πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχετε Θεού, ως επί έν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα όντα και χωρήσαντα»[10].
Η όλη ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας συνδέεται με τον Τριαδικό Θεό. Ο Επίσκοπος είναι εις τύπον του Πατρός, οι Πρεσβύτεροι εις τύπον των Αποστόλων και οι Διάκονοι εις τύπον και διακονίαν του Ιησού Χριστού. Τους Χριστιανούς της Μαγνησίας ο άγιος Ιγνάτιος παρακινεί και προτρέπει: «εν ομόνοια Θεού σπουδάζειν, προκαθημένου του Επισκόπου εις τύπον Θεού και των Πρεσβυτέρων εις τύπον συνεδρίου των Αποστόλων και των διακόνων, των εμοί γλυκύτατων, πεπιστευμένων διακονίαν Ιησού Χριστού». Όλοι έχουν λάβει «ομοήθειαν Θεού» [11]. Με αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να γίνεται η υποταγή αλλήλων στους ανωτέρους τους. «Υποτάγητε τω Επισκοπώ και αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα, και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω Πατρί και τω πνεύματι. Ίνα ένωσις ή σαρκική τε και πνευματική» [12].
Καθαρότερα αυτό εκφράζεται στην επιστολή στους Χριστιανούς των Τράλλεων της Ασίας. «Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους Διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως και τον Επίσκοπον, όντα τύπον του Πατρός, τους δε Πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον Αποστόλων. Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται»[13]. Και σε άλλο σημείο προτρέπει: «διαμένετε εν τη ομονοία υμών και τη μετ' αλλήλων προσευχή. Πρέπει γαρ υμίν τοις καθ' ένα εξαιρέτως και τοις Πρεσβυτέροις, αναψύχειν τον Επίσκοπον εις τιμήν του πατρός Ιησού Χριστού και των Αποστόλων»[14]
Το σχήμα του Αγίου Ιγνατίου είναι Πατήρ, Χριστός, Απόστολοι, και αντιστοίχως, Επίσκοπος, Διάκονοι, Πρεσβύτεροι. Όλοι δε αυτοί οι βαθμοί της Ιερωσύνης, καθώς επίσης και η Χριστιανική ιδιότητα των λαϊκών μελών της Εκκλησίας έχουν κοινό σημείο την εκκλησιαστική ζωή, την θεία κοινωνία κατά την θεία ευχαριστία, την προσευχή, την εφαρμογή των εντολών του Χριστού, την ομοήθεια Θεού.
3. Εκφράσεις της συνοδικότητας
Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, μέσα από την προοπτική του χαρίσματος και της μεθέξεως της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, φαίνεται σε όλη την ζωή της Εκκλησίας. Μερικές εκφράσεις της εκκλησιαστικής ζωής το φανερώνουν αυτό εμφανέστατα.
Η Θεία Λειτουργία
Στη θεία Λειτουργία εκφράζεται και βιώνεται ο συνοδικός θεσμός και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Η θεία Λειτουργία είναι «η αληθινή πράξη της Εκκλησίας», αφού τα συνηγμένα μέλη της Εκκλησίας υμνούν τον Θεό και μετέχουν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας διαφοροτρόπως και ποικιλοτρόπως. Οι κληρικοί, με προεστώτα τον επίσκοπο, προσφέρουν την αναίμακτη μυσταγωγία, και οι λαϊκοί, με τα διάφορα χαρίσματα τους προσεύχονται και μετέχουν αναλόγως της εκκλησιαστικής ζωής.
Η διάκριση μεταξύ κατηχουμένων, φωτιζόμενων, μετανοούντων και πιστών δείχνει την ιεραρχική δομή συμμετοχής μας στη θεία ευχαριστία. Και για κάθε κατηγορία συμμετεχόντων λέγονται διαφορετικές ευχές, αφού η Εκκλησία προσεύχεται επιστημονικά, δηλαδή άλλες ευχές είναι για τους κατηχουμένους, άλλες για τους φωτιζόμενους, άλλες για τους μετανοούντας και άλλες για τους πιστούς.
Η διάκριση χαρισμάτων και διακονιών φαίνεται και στη σχέση μεταξύ των κληρικών και των λαϊκών. Οι κληρικοί συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία αναλόγως με το χάρισμα τους, και κανείς δεν μπορεί να το υπερβή. Λέγεται συνήθως ότι ο Επίσκοπος είναι εις τύπον και τόπον του Χριστού και γι’ αυτό πολλοί επικαλούνται τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Όπως είδαμε προηγουμένως, κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο Επίσκοπος είναι εις τύπον του Πατρός, και ο διάκονος είναι εις τύπον του Χριστού. Πιθανόν αυτό λέγεται γιατί η ευχή της αναφοράς που είναι το κέντρο της θείας ευχαριστίας, και την οποία εκφωνεί ο Επίσκοπος, είναι ευχή στον Πατέρα. Έπειτα, οι λαϊκοί χωρίζονται σε διάφορα εκκλησιαστικά χαρίσματα, όπως των κατωτέρων κληρικών που είναι των διακόνων, των αναγνωστών, των ψαλτών, αλλά και του προσευχομένου λαού, που έχει το χάρισμα να συμμετέχη στο μέγα μυστήριο της θείας ευχαριστίας και να κοινωνή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Η διάταξη των θέσεων των κληρικών στο ιερό Βήμα, η κατασκευή του συνθρόνου και του ιερού Θυσιαστηρίου είναι το κτιστό εικόνισμα των άρρητων ρημάτων και θεαμάτων που λειτουργεί στο επουράνιο θυσιαστήριο. Αυτή η διάρθρωση είναι το σύμβολο, δηλαδή η ένωση μεταξύ Ακτίστου και κτιστού, μεταξύ των επουρανίων και των επιγείων, είναι η εσχατολογική βίωση της θείας Λειτουργίας στο παρόν.
Η διαμόρφωση του ιερού Βήματος αποτυπώνει το δράμα που είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης και καταγράφηκε στην Αποκάλυψη. Αυτό το βλέπουμε και σε άλλα σημεία της λατρείας, στις λειτουργικές εκφράσεις της και γενικότερα στις εκκλησιαστικές τέχνες. Το σύνθρονο στο ιερό Βήμα, όπου βρίσκεται ο θρόνος του Επισκόπου και των Πρεσβυτέρων, το ιερό θυσιαστήριο με τις ψυχές των εσφαγμένων για το όνομα του Χριστού, η ουράνια και παγκόσμια λατρεία, το αλληλούια του όχλου και των αγγέλων κλπ. Δείχνουν ότι η διάρθρωση και διαμόρφωση της θείας ευχαριστίας, αλλά και η διάταξη του ιερού Βήματος έγινε κατά απεικόνιση της επουράνιας θείας Λειτουργίας που είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον ουρανό και καταγράφηκε στο βιβλίο της αποκαλύψεως (βλέπε Απ. δ', 2-11. ε, 6-14. ζ', 9-19. κα', 1 και εξής). Αυτή η επίδραση του βιβλίου της αποκαλύψεως στη λατρεία και τη ζωή της Εκκλησίας έχει επισημανθή από πολλούς εξηγητές[15].
Κατά τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, οι ιεροί μυσταγωγοί μας παρέδωκαν τις άϋλες ιεραρχίες, δηλαδή τις πράξεις των αγγέλων, που είναι ενδεδυμένοι με υλικά σχήματα και σύνθετες μορφές, ώστε με τα πραγματικά αυτά ιερά σύμβολα να αναχθούμε όσο είναι δυνατόν στις απλές, ατύπωτες, αναγωγές και αφομοιώσεις. Έτσι, λοιπόν, ο νους πρέπει να θεωρή «τα φαινόμενα κάλλη» ως απεικονίσματα «της αφανούς ευπρεπείας», τις αισθητές ευωδίες που φθάνουν στις αισθήσεις μας «ως εκτυπώματα της νοητής διαδόσεως», τα υλικά φώτα ως εικόνα «της άϋλου φωτοδοσίας», τις ιερές διδασκαλίες ως έκφραση «της κατά νουν θεωρητικής αποπληρώσεως», τις τάξεις των εκκλησιαστικών διακοσμήσεων ως παράσταση «της εναρμονίου προς τα θεία και τεταγμένης έξεως», την μετάληψη της θειοτάτης ευχαριστίας ως «της Ιησού μετουσίας», και γενικώς όλα όσα έχουν παραδοθή υπερκοσμίως στις ουράνιες ουσίες, σε μας παρεδόθηκαν συμβολικώς[16].
Η λατρεία είναι μία κοινή ύπαρξη, μια ενιαία χοροστασία, που σύστησε η συγκατάβαση του Θεού και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και η ευρυθμία γίνεται από την Αγία Τριάδα. Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Ω των του Χριστού δωρημάτων! Άνω στρατιαί δοξολογούσιν αγγέλων κάτω εν Εκκλησίαις χοροστατούντες άνθρωποι την αυτήν εκείνοις εκμιμούνται δοξολογίαν. Άνω τα Σεραφίμ τον τρισάγιον ύμνον αναβοά κάτω τον αυτόν η των ανθρώπων αναπέμπει πληθύς· κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις· μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γαρ η άφραστος του Δεσπότου συγκατάβασις εκρότησε, ταύτην το Πνεύμα συνέπλεξε το άγιον, ταύτης η αρμονία των φθόγγων τη πατρική ευδοκία συνηρμόσθη άνωθεν έχει την των μελών ευρυθμίαν, και υπό της Τριάδος, καθάπερ υπό πλήκτρου τινός, κινούμενη, το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα, την άληκτον συμφωνίαν. Τούτο της ενταύθα σπονδής το πέρας, ούτος ο της συνελεύσεως ημών καρπός»[17].
Η Ιερωσύνη, η θεολογία και η μοναχική ζωή
Τα τρία βασικά χαρίσματα μέσα στην ζωή της Εκκλησίας, ήτοι της Ιερωσύνης, της θεολογίας και της μοναχικής ζωής είναι εκφράσεις του Αγίου Πνεύματος που δρα στην Εκκλησία και μετέχεται αναλόγως με την ελευθερία του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Αυτό το αναλύει κατά τρόπο θαυμάσιο ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.
Στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Άσμα Ασμάτων σε κάποια στιγμή παρουσιάζεται ο Βασιλεύς Σαλωμών να επαινή την ομορφιά της αγαπημένης του, και μεταξύ των άλλων επαινεί τους οφθαλμούς, το τρίχωμα και τους οδόντας της με τα εξής λόγια: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή. Οφθαλμοί σου περιστεραί… Τρίχωμα σου ως αγέλαι των αιγών… Οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων» (Άσμα Ασμάτων δ΄, 1-2). Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στους ερμηνευτικούς του λόγους παρουσιάζει με ενάργεια ότι η Εκκλησία είναι η ωραιότατη αυτή γυναίκα και στη συνέχεια αναλύει ποιοι είναι οι οφθαλμοί, το τρίχωμα και οι οδόντες της.
Οι οφθαλμοί στο Σώμα της Εκκλησίας είναι «πάντες εκείνοι εις οδηγίαν Θεού τεταγμένοι», τους όποιους οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν ορώντες. Πρόκειται για τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αφού ο Σαμουήλ χαρακτηριζόταν βλέπων, ο Ιεζεκιήλ οφθαλμός, ο Μιχαίας ορών, και ο Μωυσής θεώμενος[18]. Αυτό συμβαίνει και με τους Προφήτας της Καινής Διαθήκης και βέβαια σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν όλοι οι οδηγοί του λαού του Θεού, οι Επίσκοποι και κληρικοί. Ονομάζονται οφθαλμοί, γιατί βλέπουν τον ήλιο της δικαιοσύνης, διακρίνουν τον φίλο και τον πολέμιο[19].
Το τρίχωμα, η κόμη, στο Σώμα της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Προφήτη Ηλία, ο οποίος μετά την πολυχρόνια άσκηση στο όρος Γαλαάδ δίδαξε τον βίο της εγκράτειας. Όλοι εκείνοι που ακολουθούν το παράδειγμα του Προφήτη Ηλία στην αρετή και την άσκηση, και προφανώς εννοεί τους μοναχούς, τους ασκητές, «κόσμος γίνονται της Εκκλησίας», αφού οι τρίχες είναι ο στολισμός της κεφαλής του σώματος του ανθρώπου[20].
Οι οδόντες στην Εκκλησία που επαινούνται από τον Λόγο, πριν από το στόμα και τα χείλη, είναι αυτοί που ανήκουν στους «κριτικούς τε και διαιρετικούς των διδαγμάτων καθηγητάς», δια των οποίων γίνεται εύληπτος και επωφελής η διδασκαλία. Οι πνευματικοί οδόντες μέσα στην Εκκλησία λαμβάνουν παχύ και σφικτό το ψωμί του λόγου και το κάνουν εύπεπτο στις ψυχές με την λεπτομερέστερη θεωρία[21].
Επομένως, οι οφθαλμοί-κληρικοί, το τρίχωμα-μοναχοί και οι οδόντες-θεολόγοι-καθηγητές, αποτελούν την δόξα και τον έπαινο του Σώματος της Εκκλησίας, αλλά έχουν και μεταξύ τους ενότητα εξωτερική και εσωτερική.
Στο «Άσμα Ασμάτων» οι οφθαλμοί λέγονται περιστεραί, γιατί, κατά την ερμηνεία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, δείχνουν την ακεραιότητα και την απλότητα του χαρακτήρα τους και έχουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο εμφανίσθηκε ως περιστερά. Ονομάζονται οφθαλμοί, γιατί επαινείται ολόκληρος ο άνθρωπος «ο φαινόμενος τε και νοούμενος». Έτσι, όσοι έλαβαν «την οπτικήν ταύτην εξουσίαν επί της Εκκλησίας» δεν βλέπουν σε κάτι το υλώδες και σωματικόν, αλλά πραγματοποιείται σε αυτούς ο πνευματικός και άυλος βίος[22]. Οι μοναχοί είναι τα μαλλιά της Νύμφης Εκκλησίας, γιατί όπως τα μαλλιά είναι άμοιρα από αίσθηση ζωής και δεν διαθέτουν πόνο και αίσθηση ηδονής, «το δε αμοιρείν της αισθήσεως των νεκρών εστίν ίδιον», έτσι και όσοι έχουν νεκρωθή κατά τον κόσμο ούτε φουσκώνουν από δόξες και τιμές, ούτε υποφέρουν από ύβρεις και περιφρόνηση, αλλά κρατούν την ίδια στάση και στις δυο αυτές αντίθετες καταστάσεις[23]. Οι καθηγητές και διδάσκαλοι χαρακτηρίζονται οδόντες για τη στερεότητα τους, για την κανονική τους θέση και τη σταθερή εμφύτευση τους στα ούλα[24]. Χαρακτηρίζονται δε οι οδόντες ως «αγέλαι κεκαρμένων», γιατί η Εκκλησία θέλει τους ανήκοντας στην κατηγορία αυτή «κεκαρμένους είναι, τουτέστι πάσης υλικής αχθηδόνος γεγυμνωμένους, είτα τω λουτρώ της συνειδήσεως παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος καθαρεύοντας, προς τούτοις αεί δια προκοπής αναβαίνοντας και μηδέποτε προς το έμπαλιν κατασυρομένους επί το βάραθρον»[25].
Είναι φανερό ότι οι κληρικοί, οι μοναχοί και οι θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία αποτελούν μία ενότητα και αποβλέπουν στη δόξα και τον έπαινο της Εκκλησίας. Αυτό δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά μία εσωτερική ενότητα και ένα πνευματικό άθλημα, με τη Χάρη του Χριστού). Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι δεν πρέπει να επικρατή αντιπαλότητα μεταξύ Επισκόπων, μοναχών και καθηγητών, αλλά μία αραγής ενότητα, γιατί όλοι υπηρετούμε τον ίδιον σκοπό. Η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με τους κληρικούς και την Ιερά Σύνοδο των Ιεραρχών, αλλά είναι η Νύμφη του Χριστού που στολίζεται από τους οφθαλμούς, το τρίχωμα και τους οδόντες, δηλαδή τους κληρικούς, τους μοναχούς και τους θεολόγους, οι οποίοι ζουν εν Χριστώ, μετέχουν της Χάριτος του Θεού και αποβλέπουν στη δόξα Του.
Η συνοδική διάσκεψη και διαγνώμη
Για την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που παρατηρούνται στην εκκλησιαστική ζωή συνέρχονται οι Πατέρες στις κατά τόπους Συνόδους, Τοπικές και Οικουμενικές, και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος συζητούν και αποφασίζουν σχετικώς.
Οι συμμετέχοντες στους συνοδικούς θεσμούς πρέπει να εκφράζουν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, το πνεύμα των Πατέρων, και να γνωρίζουν τον νου των Γραφών και των πατερικών κειμένων. Ο νους τους να είναι νους Χριστού (Α' Κορινθ. β΄, 16). Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα διασκέπτονται δεν θα απέχη από τον τρόπο με τον οποίο προσεύχονται στον Ιερό Ναό. Η προσευχή, η βαθύτατη αίσθηση της παρουσίας του Θεού και κοινωνίας μαζί Του, η ευπρέπεια κατά τις συζητήσεις και ιδίως κατά τις ψηφοφορίες εκφράζει το γνήσιο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας.
Τα κανονικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι Άγιοι Πατέρες προέρχονται συνήθως από διαπιστώσεις που παρατηρούνται στην εκκλησιαστική ζωή, δηλαδή από το ότι υπερβαίνονται οι διακονίες που ο καθένας έχει στην Εκκλησία, από αυθαιρεσίες στο έργο τους, αλλά και από την απώλεια της χαρισματικής καταστάσεως τους στην Εκκλησία. Το ίδιο συμβαίνει και με τους όρους-δόγματα. Η αίρεση είναι έλλειψη της εμπειρίας, και γι’ αυτό κυριαρχεί ο στοχασμός. Όταν κανείς μετέχη της θεοποιού ενεργείας του Θεού, δεν μπορεί να περιπέση σε αίρεση, γιατί γνωρίζει εκ πείρας, εκ των ενεργειών του Θεού, την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού η ακολουθεί τους πεπειραμένους Αγίους. Η υπέρβαση των αρμοδιοτήτων των διακόνων, των Πρεσβυτέρων, των Επισκόπων, είναι απόδειξη απώλειας της θείας Χάριτος. Η αμαρτία των διαφόρων μελών της Εκκλησίας, δεν είναι μία ατομική πράξη και ενέργεια, αλλά έκφραση του εσκοτισμένου νους, και γι’ αυτό με διάφορες πράξεις πρέπει ο νους να φωτισθή για να μπορή ο άνθρωπος να συμμετάσχη στην Εκκλησία ως πραγματικό μέλος της.
Έπειτα, κατά τις συνοδικές διασκέψεις, οι Επίσκοποι δεν μεταφέρουν απλώς το φρόνημα του λαού, αλλά ομιλούν, φωτιζόμενοι από το Άγιον Πνεύμα, κατά τον βαθμό της δικής τους προσωπικής πνευματικής καταστάσεως. Ο Επίσκοπος μετέχει της Χάριτος της αρχιερωσύνης που δεν είναι μία εξωτερική προσθήκη κάποιας ενεργείας, αλλά ειδική ενέργεια του Θεού σε εκείνον που έχει και τον ανάλογο βαθμό πνευματικής καταστάσεως, και έτσι καθοδηγεί τον λαό του Θεού. Βέβαια, λειτουργεί το χάρισμα της αρχιερωσύνης ανεξάρτητα από τον βαθμό της πνευματικής του ζωής και τελούνται κανονικά τα μυστήρια, αλλά εάν ατονεί το πνευματικό εσωτερικό χάρισμα παρατηρείται μία έλλειψη στον τρόπο καθοδήγησης των πιστών. Αν ο λαός είναι σε μία πνευματική κατάσταση φωτισμού και Θεώσεως, μεταφέρεται η γνώμη του στις συνοδικές διασκέψεις. Διαφορετικά, ένας εκκοσμικευμένος λόγος του λαού δεν μπορεί να έχη θέση στις αποφάσεις των Συνόδων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις Οικουμενικές Συνόδους υπήρξαν μερικές κυριαρχούσες μορφές που καθόριζαν και τις αποφάσεις και την ορολογία.
Η ποιμαντική διακονία
Συνηθίζουμε να ομιλούμε για τη διοίκηση της Εκκλησίας, ωσάν να πρόκειται για μία εκκοσμικευμένη διοίκηση. Νομίζω, όμως, ότι η διοίκηση της Εκκλησίας είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική.
Όταν διάβαση κανείς τις κανονικές αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων μπορεί να διακρίνη ευκρινέστερα ότι δεν αναφέρονται στη διοίκηση όπως την εννοούν μερικοί εκκοσμικευμένα, αλλά προσδιορίζουν την ποιμαντική των κληρικών και των λαϊκών, των αμαρτωλών και των μετανοούντων. Τους Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρει η σωτηρία όλων, δηλαδή η μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, που τους αναγεννούν εν Χριστώ. Ακόμη και η διαχείριση των υλικών πραγμάτων γίνεται μέσα σε αυτήν την προοπτική.
Η διοίκηση των θεμάτων της Εκκλησίας που γίνεται από τις Μητροπόλεις και τις Ενορίες είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική διακονία. Και αυτό δεν γίνεται μόνον από τον επίσκοπο, αλλά από την κατά τόπους συνοδική και ιεραρχική, και χαρισματική δομή της Εκκλησίας. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχουν δικαιώματα και καθήκοντα μέσα στην Εκκλησία, αλλά εκφράσεις των χαρισματικών λειτουργιών, που είναι προέκταση της θείας ευχαριστίας.
Η συνοδική και ιεραρχική διάρθρωση που παρατηρείται στον Ιερό Ναό και την θεία ευχαριστία, με την Λιτή, τον κυρίως Ναό και το Ιερό Βήμα με το σύνθρονο, ουσιαστικά μεταφέρεται και εκτός του ιερού Ναού, κατά τον τρόπο της ασκήσεως της ποιμαντικής διακονίας. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας, με τη χαρισματική της διάσταση, μεταφέρεται στην όλη εκκλησιαστική ζωή, και έκτος του ιερού Ναού. Τα μέλη της Εκκλησίας, αφού μετέχουν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας αγωνίζονται να διαφυλάξουν αυτήν την ευχαριστιακή ζωή, την ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας και κατά την καθημερινή τους διακονία μέσα στην Εκκλησία. Τα γραφεία των Ιερών Μητροπόλεων και των Ιερών Ναών, η φιλανθρωπική διακονία και όλη η εκκλησιαστική ζωή, για να εκφράζουν τη συνοδική και ιεραρχική διάρθρωση πρέπει να εμποτίζονται από την ευχαριστιακή ζωή, ως χάρισμα και ως ουσιαστική μετοχή στο Σώμα του Χριστού, αλλιώς είναι ένας εκκοσμικευμένος συνοδικός θεσμός.
Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά στις συνοδικές αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Εκεί συνέρχονται οι Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι με την ιδιαίτερη θέση τους μέσα στην Εκκλησία και αποφασίζουν για μείζονα ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής. Με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων καθορίζονται τα όρια μεταξύ αλήθειας και αιρέσεως και με τους ιερούς Κανόνες προσδιορίζεται ο τρόπος διοικήσεως, ευταξίας και ποιμαντικής των κατά τόπους Εκκλησιών.
Είναι σημαντικός ο «προσφωνητικός λόγος» των Πατέρων που συνήλθαν στην εν Τρούλλω Σύνοδο που ονομάζεται και ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, προς τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄, που την συνεκάλεσε[26].
Στην αρχή αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Χριστού και την ελευθέρωση του γένους των ανθρώπων από την πλάνη, την έναρξη της Βασιλείας του Θεού και την αποδυνάμωση του διαβόλου. Έτσι, παντού έχει νομοθετηθή λατρεία, αλλά και γίνεται θεία Λειτουργία όπου «Θεός θυόμενος και διαδιδόμενος εις σωμάτων ομού και ψυχών περιποίησιν, θεουργεί τους μετέχοντας». Με τη δύναμη του Θεού που ενεργεί στην Εκκλησία «δαίμονες φυγαδεύονται, και ιερά των ανθρώπων αθροιζόμενη πανήγυρις εν Εκκλησίαις, μυστικώς αγιάζεται, και της τρυφής ο παράδεισος τοις πάσιν ανέωκται, και τέλος γίνεται τα πάντα καινά»[27].
Ο «ανθρωποκτόνος διάβολος», όμως, που δεν μπορούσε να βλέπη αυτήν την ανάσταση του ανθρώπου δια του Χριστού, «ουκ ανήκε τα της κακίας βέλη κινών, και τους πιστούς τιτρώσκων τοις πάθεσιν, ως αν χωρισθείεν της δοθείσης αυτοίς ενεργείας του Πνεύματος, τιμής τε και χάριτος»[28].
Όμως, ο αγαθός αθλοθέτης και της σωτηρίας μας αρχηγός δεν μας άφησε αβοήθητους, αλλά ανέστησε ανθρώπους που αγωνίσθηκαν με τα όπλα της ευσέβειας εναντίον του διαβόλου. Πρόκειται για τους Ποιμένας οι οποίοι «τη του Πνεύματος σπασάμενοι μάχαιραν, ό εστί ρήμα Θεού, και ούτω συμπλακέντες τω πονηρώ, την καθ’ ημών τυραννίδα κατέλυσαν, οδηγοί των ποιμνίων γενόμενοι, και τας οδούς του Κυρίου τοις λαοίς ευθετίζοντες, όπως μη κατά κρημνών της ανομίας υπ’ αγνοίας του κρείττονος ωθοίντό τε, και διολισθαίνοιεν»[29].\
Ο Χριστός, που μας χάρισε «το είναι» και με την ενανθρώπηση Του μεταποίησε το ανθρώπινο γένος και το ανεκάλεσε προς τον εαυτό Του και το αναβίβασε σε ύψος, εξακολουθεί να εργάζεται δια των Πατέρων. «την εις το είναι τρίβον ημίν υποδείξαι δια των της Εκκλησίας λαμπτήρων, και διδασκάλων, φωταγωγούντων τα κατά Θεόν ημών διαβήματα, και προς το ευαγγέλιον παρορμώντων ων και το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, κατά τον θείον Απόστολον»[30].
Οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι που προηγήθηκαν και συγκλήθηκαν στη Βασιλεύουσα δεν συνέθεσαν ιερούς Κανόνες, όπως το έκαναν οι άγιες τέσσερις Οικουμενικές Σύνοδοι, «δι’ ων Αποστήσονται μεν οι λαοί της χείρονος και ταπεινοτέρας διαγωγής, επί δε τον κρείττονα και υψηλότερον μεταθώνται βίον». Αυτό είχε ως συνέπεια για «το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα, υπέρ ου ο Χριστός απέθανεν», ότι διασπάσθηκε από την αταξία των παθών και αποσπάσθηκε από την Εκκλησία και με την άγνοια και τη λήθη των κατορθωμάτων της αρετής, κατεπάτησε τον Υιό του Θεού, και το αίμα της Διαθήκης με το οποίο αγιάσθηκε και ύβρισε τη Χάρη του Πνεύματος[31].
Έτσι, ο Βασιλεύς, φωτιζόμενος από τον Χριστό, συνεκάλεσε τη Σύνοδο αυτή για να επαναφέρη την τάξη στην Εκκλησία. «την Αγίαν ταύτην και θεόλεκτον οικουμενικήν αθροισθήναι σύνοδον ωρίσας, όπως, τη των πολλών επί το αυτό συνελεύσει τε και σύμπνοια, κατορθωθείη σοι εις δέον το σπουδαζόμενον». Με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος η Σύνοδος αυτή συνέθεσε ιερούς Κανόνες[32].
Στον «προσφωνητικόν λόγον» της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου προς τον Βασιλέα που συνεκάλεσε τη Σύνοδο, φαίνεται καθαρά ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι κατευθύνονται από τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι, ότι οι Πατέρες που συμμετέχουν σε αυτές εμπνέονται από το Άγιον Πνεύμα και με αυτήν την προοπτική συζητούν, και το έργο τους αποβλέπει στη σωτηρία των ποιμνίων, που ορίζεται ως βίωση της ενανθρωπήσεως του Χριστού και την είσοδο τους στον Παράδεισο. Αυτό εκφράζει το περιεχόμενο του συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.
Τα επί μέρους χαρίσματα
Μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, υπάρχουν πολλά χαρίσματα τα οποία δίνονται από το Άγιον Πνεύμα για την οικοδομή του Σώματος του Χριστού. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται τα χαρίσματα της θεολογίας, της Ιερωσύνης, της διδασκαλίας, της διοικήσεως, των θαυμάτων, της Ιεραποστολής κ. λπ.
Πέρα, όμως, από τα χαρίσματα αυτά, πρέπει να σεβόμαστε και τα λεγόμενα πνευματικά χαρίσματα, όπως η προσευχή, η κατάνυξη, η έλλαμψη της καρδίας, ο φωτισμός του νοός, που είναι η βάση των εκκλησιαστικών και λειτουργικών χαρισμάτων. Γιατί χωρίς αυτά τα χαρίσματα που πρέπει να είναι κοινά σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν αποτελεσματική δύναμη και τα άλλα λειτουργικά χαρίσματα.
Μια τέτοια διδασκαλία συναντούμε στα έργα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, επειδή στην εποχή του αμφισβητούσαν τα πνευματικά χαρίσματα της αγιότητας, στο πρόσωπο μάλιστα του Πνευματικού Πατρός του, Συμεών τον ευλαβούς. Σε σχετική του ομιλία αναλύει ότι είναι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος το να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν μπορεί κάποιος στην εποχή μας να μέθεξη του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης ότι εισάγει αίρεση στην Εκκλησία εκείνος που διαβάλλει τις ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος και τις αποδίδει στον διάβολο[33].
Έχοντας υπ' όψη του τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, ότι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος είναι το «επιφημίζειν τας ενεργείας αυτού τω πνεύματι τω εναντίω», γράφει ότι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος είναι όταν γίνονται θαύματα υπό του Αγίου Πνεύματος η κάποιος βλέποντας σε έναν αδελφό του κάποιο θείο χάρισμα, όπως «κατάνυξιν η δάκρυα η ταπείνωσιν η γνώσιν θείαν η λόγον σοφίας της άνωθεν η άλλο τι χαριζόμενον υπό θείου Πνεύματος τοις τον Θεόν αγαπώσι, λέγει είναι τούτο από της απάτης του διαβόλου». Αλλά το ίδιο βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα και εκείνος που θεωρεί ότι πλανώνται από τον διάβολο εκείνοι που άγονται ως υιοί του Θεού υπό του Αγίου Πνεύματος και πράττουν τα προστάγματα του Πατρός αυτών[34].
Επίσης, άπιστοι και παντελώς αμύητοι των θείων μυστηρίων, είναι εκείνοι που αποφαίνονται τολμηρώς, «σκοτιζόμενοι τους οφθαλμούς της καρδίας», ότι είναι πλάνη δαιμόνων «καν περί ελλάμψεως θείας ακούσωσι, καν περί φωτισμού ψυχής και νοός, καν περί θεωρίας τε και απάθειας, καν περί ταπεινώσεως και δακρύων των εξ ενεργείας και χάριτος του Αγίου Πνεύματος εκχεομένων». Αυτό είναι «ασέβεια μάλλον η αίρεσις». Αίρεση είναι το να παρεκκλίνη κανείς από τα υπάρχοντα δόγματα και την ορθή πίστη. Το ίδιο αίρεση είναι και η άποψη κάποιου ότι δεν είναι άρτιοι εκείνοι που αγαπούν τον Θεό και καταξιώθηκαν του Αγίου Πνεύματος, και βαπτίσθηκαν σε υιούς του Θεού από αυτό και έγιναν θεοί «εν γνώσει και πείρα και θεωρία». Αυτός «πάσαν ανατρέπει του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την ανακαίνισιν της φθαρείσης εικόνος και θανατωθείσης, την επί αφθαρσίαν αυτής γενομένην και αθανασίαν ανάκλησιν»[35].
Έτσι, εκείνος που σέβεται το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, συγχρόνως σέβεται, εκτιμά και αναγνωρίζει όλα τα χαρίσματα που δίνει το Άγιον Πνεύμα στα μέλη της Εκκλησίας. Διαφορετικά σέβεται μεν την εξωτερική τυπική Συνοδικότητα, αλλά αμφισβητεί τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, και κατ' αυτόν τον τρόπο, αφ' ενός μεν βλασφημεί το Άγιον Πνεύμα, αφ' ετέρου δε υποπίπτει σε αίρεση.
4. Συνοδικός και αντισυνοδικός τρόπος ζωής
Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, σε ένα ενδιαφέρον κείμενο του με τίτλο «Η συνοδική δομή της Εκκλησίας και η υπό των Ποιμένων συνοδική διαχείρισις των εκκλησιαστικών πραγμάτων»[36], αναλύει διεξοδικώς, κυρίως βάσει των ιερών Κανόνων, το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Θα τονισθούν μερικά βασικά σημεία του ενδιαφέροντος αυτού κανονικού και εκκλησιαστικού κειμένου.
Η συνοδική δομή της Εκκλησίας δεν έχει επηρεασθή απλώς από την υπάρχουσα λειτουργία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, αλλά ερείδεται στα πρόσωπα της Άγιας Τριάδος. Η δημιουργία του κόσμου και η αναδημιουργία του έγινε από τον Πατέρα, δι’ Υιού, εν Πνεύματι Αγίω. Ο κδ' Αποστολικός Κανόνας ορίζει τον τρόπο συνεργασίας του Μητροπολίτου με τον επίσκοπο, που υπάγεται σε αυτόν κατά το πρότυπο της Άγιας Τριάδος[37].
Ο συνοδικός τρόπος ζωής της Εκκλησίας εκδηλώνεται «εις πάσαν πράξιν κοινωνίας», αφού ολόκληρος η «Εκκλησία Θεωρείται ως μία διαρκής σύνοδος». Αυτό γίνεται μεταξύ των Επισκόπων, μεταξύ του Μητροπολίτου και των Επισκόπων που υπάγονται σε αυτόν, μεταξύ του Επισκόπου και του Πρεσβυτερίου, μεταξύ του Πρεσβυτερίου και των κληρικών και λαϊκών, που απαρτίζουν την τοπική εκκλησιαστική Κοινότητα και μεταξύ των λαϊκών. Η συνοδικώς θεωρούμενη ιεραρχικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται και βιώνεται σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής[38].
Ο συνοδικός τρόπος ζωής στην Εκκλησία γίνεται μέσα στην θεολογική έννοια της συνεργείας Θεού και ανθρώπων, αφού μέσα στην Εκκλησία ενεργεί το Άγιον Πνεύμα[39]. Η θεολογική έννοια της συνέργειας δηλώνει την ενέργεια του Θεού και τη συνεργεία του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν μπορεί να γίνη χωρίς την ενέργεια του Θεού και την ελευθερία του ανθρώπου. Επομένως, η Συνοδικότητα δεν είναι ένας κατεστημένος θεσμός, αλλά η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που εκφράζεται πλούσια εκεί που υπάρχει ανταπόκριση εκ μέρους των ανθρώπων.
Αυτή η συνοδική δομή της Εκκλησίας εκφράζεται στις Συνόδους για την οριοθέτηση της πίστεως και τη θέσπιση των ιερών Κανόνων, στις εκλογές και χειροτονίες των Επισκόπων, ακόμη και στη διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων κάθε Επισκοπής[40].
Από την εκκλησιαστική ιστορία διαφαίνεται ότι όπου καταργείται ο συνοδικός θεσμός, αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα και την αμαρτωλότητα των κληρικών και των λαϊκών. Ο Επίσκοπος διοικεί αντισυνοδικώς, όταν χρησιμοποιή τον φόβο και όχι την αγάπη, την πειθαρχία και όχι την υπακοή. Τον ίδιο αντισυνοδικό τρόπο διοικήσεως μπορεί να ασκούν οι Πρεσβύτεροι στις ενορίες τους και οι ηγούμενοι στις Μονές τους. Η Συνοδικότητα ατονεί μεταξύ των μελών της Εκκλησίας όταν δημιουργούνται ομάδες και παρατάξεις μέσα στην Εκκλησία[41].
Ο «αντισυνοδισμός» δείχνει «εγωκεντρικήν και μη μεταμορφωθείσαν εν Χριστώ ζωήν». Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται μετάνοια για την ενεργοποίηση του συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. «Απαιτείται μετάνοια και κατά Θεόν αλλοίωσις του έσω ανθρώπου, δια να καταστή δυνατή η υπ' αυτού βίωσις του μυστηρίου της Εκκλησίας εν αληθεία, ήτοι κατά τρόπον καθολικόν και συνοδικόν. Ο αγών των γρηγορούντων και θεολογικώς βιούντων το μυστήριον της Εκκλησίας είναι πάντοτε σαφής: Δια της μετανοίας συνοδική ζωή και διαχείρισις των της Εκκλησίας ζητημάτων»[42].
Συμπέρασμα
Ο Συνοδικός θεσμός δεν είναι μία εξωτερική τυπική διαδικασία, ένας σεβασμός των διαφόρων γνωμών και μία ανοικτή συζήτηση η έστω μία κοινή προσευχή, αλλά η λειτουργία των χαρισμάτων, όταν στηρίζονται στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι ο συνοδικός θεσμός πρέπει να ενεργή ως ιεραρχική δομή της Εκκλησίας και αυτά τα δυο πρέπει να βρίσκονται σε συνάρτηση με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Αλλά και αυτά τα χαρίσματα δεν πρέπει να εννοηθούν ως εξωτερικά επιθέματα, αλλ’ ως μετοχή στην αγιαστική ενέργεια της Άγιας Τριάδος.
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του γράφει: «μετά χαράς ευχαριστούντες τω Θεώ και πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των Αγίων εν τω φωτί» (Κολοσσαείς α', 12). Ως μέλη της Εκκλησίας με το Άγιο Βάπτισμα και το Χρίσμα, με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ελπίζουμε να συμμετάσχουμε στη μερίδα του κλήρου, των κληρονόμων των Αγίων μέσα στο άκτιστο Φως. Οι Άγιοι που είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι, ανεξαρτήτως της διακονίας που έχουν μέσα στην Εκκλησία, ζουν μέσα στο Φως του Θεού.
Μέσα από αυτήν την Αποστολική φράση και όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω, μπορώ να ομιλώ για τον συνοδικό θεσμό και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας ως χαρισματικής καταστάσεως. Εάν υπάρχει μία εξωτερική διάρθρωση και διάταξη διακονιών, χωρίς την μέθεξη αυτής της Χάριτος, ως καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε είναι ένας εκκοσμικευμένος συνοδικός θεσμός, που μπορεί να παρατηρηθή και σε όλους τους ανθρώπινους οργανισμούς-θεσμούς που δεν σώζει τον άνθρωπο.
Σημειώσεις
[1] Δημητράκου Δ., Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τόμος 8ος, σελ. 6967, εκδοτικός οίκος Δημητράκου, Αθήναι 1952.
[2] Ι. Χρυσοστόμου έργα, τόμ. 21, ΕΠΕ, σελ. 308-310.
[3] Δημητράκου Δ., Λεξικόν, τόμος 4ος, ένθ. ανωτ. σελ. 3418.
[4] Φιλοκαλία των Νηπτικών και ασκητικών, τόμ. 3 σελ. 232 και εξής, Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1986.
[5] ένθ. ανωτ. σελ. 234-236.
[6] ένθ. ανωτ. σελ. 336.
[7] ένθ. ανωτ. σελ. 346.
[8] Ιγνάτιου Θεοφόρου, Προς Εφεσίους, εις Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμ. 2, σελ. 265, Αθήναι 1955.
[9] ένθ. ανωτ. σελ. 266.
[10] ένθ. ανωτ. σελ. 270.
[11] ένθ. ανωτ. σελ. 269.
[12] ένθ. ανωτ. σελ. 271.
[13] ένθ. ανωτ. σελ. 272.
[14] ένθ. ανωτ. σελ. 273.
[15] Βλέπε Μπρατσιώτου Π., Η Αποκάλυψις, σελ. 50-58, εν Αθήναις, εκδ. Χαραλ. Συνοδινού 1950.
[16] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένθ. ανωτ. σελ. 234-236.
[17] Pg 56, 97-98.
[18] Γρηγορίου Νύσσης, έργα 7, ΕΠΕ, σελ. 240.
[19] Ένθ. ανωτ., σελ. 240.
[20] Ένθ. ανωτ., σελ. 244-246.
[21] Ένθ. ανωτ., σελ. 246-248.
[22] Ένθ. ανωτ., σελ. 240-242.
[23] Ένθ. ανωτ., σελ. 244.
[24] Ένθ. ανωτ., σελ. 248.
[25] ένθ. ανωτ. σελ. 250.
[26] Ράλλη Ποτλή, τόμ. Β΄, σελ. 295 κ. εξής
[27] Ένθ. ανωτ., σελ. 295-296.
[28] Ένθ. ανωτ., σελ. 296.
[29] Ένθ. ανωτ., σελ. 296.
[30] Ένθ. ανωτ., σελ. 297.
[31] Ένθ. ανωτ., σελ. 298.
[32] Ένθ. ανωτ., σελ. 298-299.
[33] Βλέπε Sc, 113, σελ. 238 και εξής
[34] Ένθ. ανωτ., σελ. 238-240.
[35] Ένθ. ανωτ., σελ. 240-242.
[36] Βλέπε Καψάνη Γ., αρχιμ., Καθηγουμένου της ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η ποιμαντική διακονία κατά τους ιερούς Κανόνας, εκδ. Άθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 113 και εξής.
[37] Ένθ. ανωτ., σελ. 114.
[38] Ένθ. ανωτ., σελ. 114-115.
[39] Ένθ. ανωτ., σελ. 117.
[40] Ένθ. ανωτ., σελ. 118 και εξής
[41] Ένθ. ανωτ., σελ. 126-128.
[42] Ένθ. ανωτ., σελ. 129.
Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" 2/2009. (Αφιέρωμα στο Συνοδικό Θεσμό) σελ. 67-86.
http://www.oodegr.com/oode/dogma/synodoi/xarisma_1.htm
Πολλές συζητήσεις γίνονται για το συνοδικό θεσμό ή το λεγόμενο συνοδικό σύστημα πολίτευμα της Εκκλησίας. Πράγματι, αυτό είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στο συνοδικό σύστημα διοικήσεως των κατά τόπους Εκκλησιών, στη λεγόμενη συνοδική «διαγνώμη» και όχι στην άποψη ενός προσώπου. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία στηριζόμαστε στις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, στο «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», το «ήρεσε τη Συνόδω» και όχι στις απλές γνώμες των διαφόρων μελών της Εκκλησίας. Βεβαίως, όταν ένα μέλος της Εκκλησίας φθάση στην θέωση, τότε βιώνει και εκφράζει αυτό το εσωτερικό πνεύμα της Εκκλησίας, και αποτελεί την αυθεντία σε θέματα πνευματικής ζωής και πολλές φορές αποτελεί τη βάση των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Θεωρώ, όμως, ότι και αυτόν τον συνοδικό θεσμό πρέπει να τον δούμε μέσα από το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, μέσα στην οποία υπάρχει ποικιλία χαρισμάτων και διακονιών, σε μια Ιεραρχική διαβάθμιση. Τα πολλά πρόσωπα που συνεργάζονται μέσα στην Εκκλησία σε διαφόρους τομείς, που προσεύχονται, διοικούν, μελετούν τα θέματα, δεν λειτουργούν με τις συνήθεις διαδικασίες των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρίσματα που έχουν λάβει από το Άγιον Πνεύμα, το οποίο συγκροτεί όλον τον θεσμό της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο συνοδικός θεσμός και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας λειτουργούν ως χάρισμα, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στο Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως. Η βάση των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι απλώς η ύπαρξη των Επισκόπων και των άλλων κληρικών, αλλά η ύπαρξη ανθρώπων που συμμετέχουν στην κοινωνία της Θεώσεως. Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η εικονογράφηση των Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους που συσκέπτονται εν Αγίω Πνεύματι γίνεται με βάση την εικόνα της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι Άγιοι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού. Και η διάταξη των θέσεων τους δεν αποτελεί έναν κλειστό κύκλο, αλλά ένα ανοικτό ημικύκλιο, γιατί στην κοινωνία της Θεώσεως εισχωρούν και συμμετέχουν πολλοί δια μέσου των αιώνων.
Στην συνέχεια, θα εξετασθή το συνοδικό και Ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας μέσα από την προοπτική του χαρίσματος, και αυτό δεν θα νοήται ως ανάληψη μιας υπευθυνότητας στην Εκκλησία, αλλά ως μετοχή κατά διαφόρους βαθμούς στην κοινωνία της Θεώσεως. Μια Σύνοδος έξω από αυτήν την προοπτική, έστω κι αν διαρθρώνεται κατά συνοδικό τρόπο, έστω και αν υπάρχουν όλα τα τοπικά εξωτερικά γνωρίσματα, δεν εκφράζει την συνείδηση της Εκκλησίας.
1. Συνοδικότητα και ιεραρχικότητα
Προκειμένου να ομιλήσουμε για τη Συνοδικότητα και την ιεραρχικότητα της Εκκλησίας πρέπει να καθορίσουμε τους όρους τι σημαίνουν και τι προσδιορίζουν, αλλά και πως συνδυάζονται μεταξύ τους.
Η λέξη Σύνοδος, που αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, τη λέξη «συν» και τη λέξη «οδό», στην αρχική της έννοια δηλώνει τον συνοδοιπόρο, τον σύντροφο. Στον Αντίφιλο (1ος αι. μ.Χ. ) διαβάζουμε: «ναυν Ιεροκλείδης έσχε σύγγηρον, ομόπλουν, την αυτήν ζωής και θανάτου σύνοδον». Στον ιστορικό Αρριανό (124 μ.Χ) συναντούμε τη φράση: «ο συνοδεύσας τοις Αγίοις Αποστόλοις συνοδός μου γενού εν τη οδώ» [1].
Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται και η λέξη σύνοδος σε πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας, για να δήλωση τον συνοδοιπόρο, από την παρούσα ζωή στη μέλλουσα, από την κάτω Ιερουσαλήμ στην άνω Ιερουσαλήμ. Ο Ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος στους Ιουδαίους που ενθυμούνταν κάθε χρόνο την έξοδο από την Αίγυπτο και την πορεία προς τη γη της επαγγελίας και στο ότι έτρωγαν ζωσμένοι, φορώντας τα σανδάλια τους, λέγει ότι και εμείς πρέπει το ίδιο να κάνουμε. «Δια τούτο εζωσμένος, δια τούτο υποδεδεμένος εσθίεις, ίνα μάθης ότι άμα τω άρξασθαι εσθίεν το Πάσχα, αποδημείν οφείλεις και οδεύειν»[2]. Και σε άλλα κείμενα του αναφέρεται στο ότι οι Χριστιανοί είναι οδίτες που πορεύονται στην Βασιλεία του Θεού.
Η λέξη ιεραρχία δηλώνει το αξίωμα του Ιεράρχου, αφού ως ιεράρχης καλείται «ο άρχων των ιερών τελετών», αλλά συγχρόνως η λέξη ιεραρχία δηλώνει και «το σύνολον των βαθμούχων» [3]
Μιλώντας για ιεραρχία πρέπει εδώ να αναφερθούν τα συγγράμματα του Ιερού Διονυσίου Αρεοπαγίτου περί ουρανίου και εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην ουράνια ιεραρχία διακρίνονται οι εννέα χοροί αΰλων νόων που χωρίζονται σε τρεις τριάδες, ήτοι Θρόνοι, Χερουβίμ, Σεραφίμ Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες Αρχές, Αρχάγγελοι, άγγελοι. Στην ουράνια αυτή ιεραρχία αντιστοιχεί και η επίγεια εκκλησιαστική ιεραρχία. Η ιεραρχία ως προς τις τρεις ιερές τελετές είναι το βάπτισμα, η σύναξη και το μύρο· ως προς τις τρεις φάσεις ανόδου προς τον Θεό είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση· ως προς τους τρεις ιερατικούς βαθμούς είναι ο ιεράρχης, ο ιερεύς και ο λειτουργός, και ως προς τις τρεις τάξεις των λαϊκών είναι οι κατηχούμενοι με τους ακοινώνητους, οι λαϊκοί και οι θεραπευτές (μοναχοί)[4].
Διατυπώνονται δύο εξαιρετικά σημεία που δείχνουν την ενότητα μεταξύ της ουράνιας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Το ένα είναι ότι οι θεσμοθέτες της οσιωτάτης εκκλησιαστικής Ιεραρχίας την οργάνωσαν με την υπερκόσμια μίμηση «των ουρανίων ιεραρχιών». Και το δεύτερο σημείο είναι ότι οι ουράνιοι μυσταγωγοί μας φανέρωσαν τις ουράνιες ιεραρχίες και τις κατέστησαν συλλειτουργό με τη δική μας ιεραρχία «ένεκα της ημών αναλόγου Θεώσεως» και «τη προς δύναμιν ημών αφομοιώσει της θεοειδούς αυτών ιερώσεως»[5].
Η εκκλησιαστική ιεραρχία είναι καρπός-θεσμός «της ενθέου και θείας και θεουργικής επιστήμης και ενεργείας»[6]. Ο δε σκοπός της είναι «η προς Θεόν ημών, ως εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις», που επιτυγχάνεται μόνον «ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις»[7].
Επομένως, τόσο η ουράνια όσο και η εκκλησιαστική Ιεραρχία δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από τη ζωή της Θεώσεως.
2. Η συνοδική και ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας κατά τον Απόστολο Παύλο και τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο
Από την εμφάνιση της η Εκκλησία παρουσιάσθηκε ως μια συγκροτημένη Κοινότητα-Εκκλησία. Οι Απόστολοι αποτελούσαν την κορυφή της ιεραρχίας, και στη συνέχεια καθιερώθηκαν οι Διάκονοι και οι Πρεσβύτεροι-Επίσκοποι. Όλοι είχαν ιδιαίτερα χαρίσματα και μετείχαν της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Μετά την κοίμηση των Αποστόλων οι Επίσκοποι κατέλαβαν τη θέση τους μέσα στην όλη εκκλησιαστική ζωή. Εδώ θα αρκεσθώ να κάνω αναφορά στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου.
Στο προοίμιο, αλλά και στον επίλογο των επιστολών του γράφονται και τα ονόματα των συνεργών του. Έπειτα, μνημονεύονται οι παραλήπτες που είναι τα μέλη της Εκκλησίας, τα οποία χαρακτηρίζονται Άγιοι και έχουν την εκκλησιαστική τους ιεραρχία. «Παύλος και Τιμόθεος, δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι τοις Αγίοις εν Χριστώ Ιησού τοις ούσιν εν Φιλίπποις συν επισκόποις και Διακόνοις» (Φιλιππισίους Α', 1). Φαίνεται ότι στους Φιλίππους είχε διαμορφωθή ενωρίς η εκκλησιαστική ιεραρχία, ήτοι Επίσκοποι-Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, οι οποίοι διηύθυναν τους αγίους-μέλη της Εκκλησίας. Το ίδιο παρατηρούμε σε όλες τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Αυτό φαίνεται εμφανέστατα στην προς Ρωμαίους επιστολή του, στην οποία καταγράφονται τα ονόματα των συνεργατών του και τα ονόματα των αποδεκτών των «ασπασμών» του (Ρωμαίους ιστ', 1-23).
Το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν έχει εγκόσμια και ανθρώπινη προέλευση, αλλά ουράνια προέλευση και έχει ως αρχέτυπο το επουράνιο πολίτευμα. «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Φιλιππισίους γ', 20). Η αναφορά του εκκλησιαστικού πολιτεύματος δεν ευρίσκεται στη γη, αλλά στον ουρανό, όπου γίνεται η παγκόσμια συλλειτουργία της ουράνιας Εκκλησίας, κατά το χωρίο «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορινθίους ιε΄, 41), που λαμβάνουν δόξα από τον Χριστό. Ακόμη, το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν εξαντλείται σε επίγειες καταστάσεις και προσδοκίες, δεν αναφέρεται σε εγκόσμιους σχηματισμούς, αλλά συνδέεται με τους Αγίους που είναι οικείοι του Θεού. «Ότι δι’ αυτού έχομεν προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί Πνεύματι προς τον πατέρα, άρα ουν ουκέτι εστε ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β΄, 18-19). Τα μέλη της Εκκλησίας που ζουν μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της είναι συμπολίτες των Αγίων και οικείοι του Θεού.
Η Εκκλησία δεν είναι μία ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος Οργανισμός, το Σώμα του Χριστού. Ήδη με αυτήν τη φράση δηλώνονται τα διάφορα χαρίσματα που ιεραρχικά λειτουργούν στον Θεανθρώπινο Οργανισμό της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του γράφει: «Καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, όντως οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθείς αλλήλων μέλη. Έχοντες και χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα… » (Ρωμαίους ιβ', 4-8). Στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του καταγράφει περισσότερο αναλυτικά ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και οι Χριστιανοί είναι μέλη αυτού του Σώματος. Υπάρχουν διάφορες διαιρέσεις των χαρισμάτων, που τα χορηγεί το ένα και το αυτό Άγιον Πνεύμα, υπάρχουν διαιρέσεις διακονιών που τις αναθέτει ο ίδιος ο Κύριος και υπάρχουν διαιρέσεις ενεργημάτων που τις ενεργεί ο ίδιος ο Θεός (Α' Κορινθίους ιβ', 1-31). Όλα δε τα χαρίσματα πρέπει να αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας (Α', Κορινθίους ιδ', 4-6).
Στην προς Εφεσίους επιστολή του κάνει λόγο για τα χαρίσματα των μελών της Εκκλησίας και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, που χαρίσθηκε από τον Θεό. «Αυτός έδωκε τους μεν Αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους» (Εφ. δ', 11). Οι Απόστολοι, οι Προφήτες, οι ευαγγελιστές, οι ποιμένες και διδάσκαλοι, μαζί με τους Αγίους αποτελούσαν τον συνοδικό θεσμό και την εκκλησιαστική ιεραρχία της πρώτης Εκκλησίας. Όλοι είχαν πνευματικά χαρίσματα, μετείχαν κατά διαφόρους βαθμούς στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Δεν βλέπουμε πουθενά μια ισότητα χαρισμάτων και διακονιών.
Η εκκλησιαστική ιεραρχία αποβλέπει στην ποιμαντική των ανθρώπων για να οδηγηθούν στην θέωση, ήτοι την μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού. Δόθηκαν οι χαρισματικές καταστάσεις στην Εκκλησία και λειτουργούν «προς τον καταρτισμόν των Αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. δ', 12). Δεν πρόκειται για μία εκκοσμικευμένη νοοτροπία και κατάσταση, δεν λειτουργεί το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα στην Εκκλησία απλώς για να συζητούν και να αποφασίζουν μεταξύ τους, αλλά για να καταρτίζονται οι Άγιοι και να οικοδομήται το Σώμα του Χριστού.
Ο απώτερος σκοπός του συνοδικού θεσμού και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είναι η θέωση των πιστών. «Μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ', 13). Το να φθάση κανείς στην πνευματική-ανδρική τελειότητα, στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού δηλώνει την θέωση των πιστών Χριστιανών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική αποκτάται η ενότητα της πίστεως και η επίγνωση του Υιού του Θεού.
Αυτή η Ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας φαίνεται εμφανέστερα στις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Η ενότητα μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, διακόνων και Χριστιανών στηρίζεται σε αγιοπνευματικές και ευχαριστιακές βάσεις.
Στην επιστολή του Αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους γίνεται λόγος για τον επίσκοπο και «το αξιονόμαστον πρεσβυτέριον» που είναι «του Θεού άξιον» και το οποίο «όντως συνήρμοσται τω Επισκόπω, ως χορδαί κιθάρα»[8]. Η ενότητα όλων των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, είναι εσωτερική, που συνδέεται με την ενέργεια του Τριαδικού Θεού στο Σώμα του Χριστού και στην πραγματικότητα πρέπει να λειτουργή ως «σύνοδος», ως συνοδοιπορία. Γράφει ο άγιος Ιγνάτιος: «Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς Ιησού Χριστού»[9]. Εδώ φαίνεται ότι όσοι αποτελούν το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας είναι θεοφόροι, ναοφόροι, χριστοφόροι, και κοσμούνται από τις εντολές του Χριστού.
Η ενότητα Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Χριστιανών εκφράζεται με την όλη πνευματική ζωή. Γι’ αυτό στους Χριστιανούς της Μαγνησίας γράφει: «μηδέ πειράσητε ευλογόντι φαίνεσθαι ιδία υμίν, αλλ’ επί το αυτό. Μία προσευχή, μία δέησις, εις νους, μία ελπίς εν αγάπη, εν τη χαρά τη αμώμω, ό εστίν Ιησούς Χριστός, ον άμεινον ουδέν εστίν. Πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχετε Θεού, ως επί έν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα όντα και χωρήσαντα»[10].
Η όλη ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας συνδέεται με τον Τριαδικό Θεό. Ο Επίσκοπος είναι εις τύπον του Πατρός, οι Πρεσβύτεροι εις τύπον των Αποστόλων και οι Διάκονοι εις τύπον και διακονίαν του Ιησού Χριστού. Τους Χριστιανούς της Μαγνησίας ο άγιος Ιγνάτιος παρακινεί και προτρέπει: «εν ομόνοια Θεού σπουδάζειν, προκαθημένου του Επισκόπου εις τύπον Θεού και των Πρεσβυτέρων εις τύπον συνεδρίου των Αποστόλων και των διακόνων, των εμοί γλυκύτατων, πεπιστευμένων διακονίαν Ιησού Χριστού». Όλοι έχουν λάβει «ομοήθειαν Θεού» [11]. Με αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να γίνεται η υποταγή αλλήλων στους ανωτέρους τους. «Υποτάγητε τω Επισκοπώ και αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα, και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω Πατρί και τω πνεύματι. Ίνα ένωσις ή σαρκική τε και πνευματική» [12].
Καθαρότερα αυτό εκφράζεται στην επιστολή στους Χριστιανούς των Τράλλεων της Ασίας. «Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους Διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως και τον Επίσκοπον, όντα τύπον του Πατρός, τους δε Πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον Αποστόλων. Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται»[13]. Και σε άλλο σημείο προτρέπει: «διαμένετε εν τη ομονοία υμών και τη μετ' αλλήλων προσευχή. Πρέπει γαρ υμίν τοις καθ' ένα εξαιρέτως και τοις Πρεσβυτέροις, αναψύχειν τον Επίσκοπον εις τιμήν του πατρός Ιησού Χριστού και των Αποστόλων»[14]
Το σχήμα του Αγίου Ιγνατίου είναι Πατήρ, Χριστός, Απόστολοι, και αντιστοίχως, Επίσκοπος, Διάκονοι, Πρεσβύτεροι. Όλοι δε αυτοί οι βαθμοί της Ιερωσύνης, καθώς επίσης και η Χριστιανική ιδιότητα των λαϊκών μελών της Εκκλησίας έχουν κοινό σημείο την εκκλησιαστική ζωή, την θεία κοινωνία κατά την θεία ευχαριστία, την προσευχή, την εφαρμογή των εντολών του Χριστού, την ομοήθεια Θεού.
3. Εκφράσεις της συνοδικότητας
Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, μέσα από την προοπτική του χαρίσματος και της μεθέξεως της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, φαίνεται σε όλη την ζωή της Εκκλησίας. Μερικές εκφράσεις της εκκλησιαστικής ζωής το φανερώνουν αυτό εμφανέστατα.
Η Θεία Λειτουργία
Στη θεία Λειτουργία εκφράζεται και βιώνεται ο συνοδικός θεσμός και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Η θεία Λειτουργία είναι «η αληθινή πράξη της Εκκλησίας», αφού τα συνηγμένα μέλη της Εκκλησίας υμνούν τον Θεό και μετέχουν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας διαφοροτρόπως και ποικιλοτρόπως. Οι κληρικοί, με προεστώτα τον επίσκοπο, προσφέρουν την αναίμακτη μυσταγωγία, και οι λαϊκοί, με τα διάφορα χαρίσματα τους προσεύχονται και μετέχουν αναλόγως της εκκλησιαστικής ζωής.
Η διάκριση μεταξύ κατηχουμένων, φωτιζόμενων, μετανοούντων και πιστών δείχνει την ιεραρχική δομή συμμετοχής μας στη θεία ευχαριστία. Και για κάθε κατηγορία συμμετεχόντων λέγονται διαφορετικές ευχές, αφού η Εκκλησία προσεύχεται επιστημονικά, δηλαδή άλλες ευχές είναι για τους κατηχουμένους, άλλες για τους φωτιζόμενους, άλλες για τους μετανοούντας και άλλες για τους πιστούς.
Η διάκριση χαρισμάτων και διακονιών φαίνεται και στη σχέση μεταξύ των κληρικών και των λαϊκών. Οι κληρικοί συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία αναλόγως με το χάρισμα τους, και κανείς δεν μπορεί να το υπερβή. Λέγεται συνήθως ότι ο Επίσκοπος είναι εις τύπον και τόπον του Χριστού και γι’ αυτό πολλοί επικαλούνται τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Όπως είδαμε προηγουμένως, κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο Επίσκοπος είναι εις τύπον του Πατρός, και ο διάκονος είναι εις τύπον του Χριστού. Πιθανόν αυτό λέγεται γιατί η ευχή της αναφοράς που είναι το κέντρο της θείας ευχαριστίας, και την οποία εκφωνεί ο Επίσκοπος, είναι ευχή στον Πατέρα. Έπειτα, οι λαϊκοί χωρίζονται σε διάφορα εκκλησιαστικά χαρίσματα, όπως των κατωτέρων κληρικών που είναι των διακόνων, των αναγνωστών, των ψαλτών, αλλά και του προσευχομένου λαού, που έχει το χάρισμα να συμμετέχη στο μέγα μυστήριο της θείας ευχαριστίας και να κοινωνή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Η διάταξη των θέσεων των κληρικών στο ιερό Βήμα, η κατασκευή του συνθρόνου και του ιερού Θυσιαστηρίου είναι το κτιστό εικόνισμα των άρρητων ρημάτων και θεαμάτων που λειτουργεί στο επουράνιο θυσιαστήριο. Αυτή η διάρθρωση είναι το σύμβολο, δηλαδή η ένωση μεταξύ Ακτίστου και κτιστού, μεταξύ των επουρανίων και των επιγείων, είναι η εσχατολογική βίωση της θείας Λειτουργίας στο παρόν.
Η διαμόρφωση του ιερού Βήματος αποτυπώνει το δράμα που είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης και καταγράφηκε στην Αποκάλυψη. Αυτό το βλέπουμε και σε άλλα σημεία της λατρείας, στις λειτουργικές εκφράσεις της και γενικότερα στις εκκλησιαστικές τέχνες. Το σύνθρονο στο ιερό Βήμα, όπου βρίσκεται ο θρόνος του Επισκόπου και των Πρεσβυτέρων, το ιερό θυσιαστήριο με τις ψυχές των εσφαγμένων για το όνομα του Χριστού, η ουράνια και παγκόσμια λατρεία, το αλληλούια του όχλου και των αγγέλων κλπ. Δείχνουν ότι η διάρθρωση και διαμόρφωση της θείας ευχαριστίας, αλλά και η διάταξη του ιερού Βήματος έγινε κατά απεικόνιση της επουράνιας θείας Λειτουργίας που είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον ουρανό και καταγράφηκε στο βιβλίο της αποκαλύψεως (βλέπε Απ. δ', 2-11. ε, 6-14. ζ', 9-19. κα', 1 και εξής). Αυτή η επίδραση του βιβλίου της αποκαλύψεως στη λατρεία και τη ζωή της Εκκλησίας έχει επισημανθή από πολλούς εξηγητές[15].
Κατά τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, οι ιεροί μυσταγωγοί μας παρέδωκαν τις άϋλες ιεραρχίες, δηλαδή τις πράξεις των αγγέλων, που είναι ενδεδυμένοι με υλικά σχήματα και σύνθετες μορφές, ώστε με τα πραγματικά αυτά ιερά σύμβολα να αναχθούμε όσο είναι δυνατόν στις απλές, ατύπωτες, αναγωγές και αφομοιώσεις. Έτσι, λοιπόν, ο νους πρέπει να θεωρή «τα φαινόμενα κάλλη» ως απεικονίσματα «της αφανούς ευπρεπείας», τις αισθητές ευωδίες που φθάνουν στις αισθήσεις μας «ως εκτυπώματα της νοητής διαδόσεως», τα υλικά φώτα ως εικόνα «της άϋλου φωτοδοσίας», τις ιερές διδασκαλίες ως έκφραση «της κατά νουν θεωρητικής αποπληρώσεως», τις τάξεις των εκκλησιαστικών διακοσμήσεων ως παράσταση «της εναρμονίου προς τα θεία και τεταγμένης έξεως», την μετάληψη της θειοτάτης ευχαριστίας ως «της Ιησού μετουσίας», και γενικώς όλα όσα έχουν παραδοθή υπερκοσμίως στις ουράνιες ουσίες, σε μας παρεδόθηκαν συμβολικώς[16].
Η λατρεία είναι μία κοινή ύπαρξη, μια ενιαία χοροστασία, που σύστησε η συγκατάβαση του Θεού και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και η ευρυθμία γίνεται από την Αγία Τριάδα. Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Ω των του Χριστού δωρημάτων! Άνω στρατιαί δοξολογούσιν αγγέλων κάτω εν Εκκλησίαις χοροστατούντες άνθρωποι την αυτήν εκείνοις εκμιμούνται δοξολογίαν. Άνω τα Σεραφίμ τον τρισάγιον ύμνον αναβοά κάτω τον αυτόν η των ανθρώπων αναπέμπει πληθύς· κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις· μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γαρ η άφραστος του Δεσπότου συγκατάβασις εκρότησε, ταύτην το Πνεύμα συνέπλεξε το άγιον, ταύτης η αρμονία των φθόγγων τη πατρική ευδοκία συνηρμόσθη άνωθεν έχει την των μελών ευρυθμίαν, και υπό της Τριάδος, καθάπερ υπό πλήκτρου τινός, κινούμενη, το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα, την άληκτον συμφωνίαν. Τούτο της ενταύθα σπονδής το πέρας, ούτος ο της συνελεύσεως ημών καρπός»[17].
Η Ιερωσύνη, η θεολογία και η μοναχική ζωή
Τα τρία βασικά χαρίσματα μέσα στην ζωή της Εκκλησίας, ήτοι της Ιερωσύνης, της θεολογίας και της μοναχικής ζωής είναι εκφράσεις του Αγίου Πνεύματος που δρα στην Εκκλησία και μετέχεται αναλόγως με την ελευθερία του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Αυτό το αναλύει κατά τρόπο θαυμάσιο ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.
Στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Άσμα Ασμάτων σε κάποια στιγμή παρουσιάζεται ο Βασιλεύς Σαλωμών να επαινή την ομορφιά της αγαπημένης του, και μεταξύ των άλλων επαινεί τους οφθαλμούς, το τρίχωμα και τους οδόντας της με τα εξής λόγια: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή. Οφθαλμοί σου περιστεραί… Τρίχωμα σου ως αγέλαι των αιγών… Οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων» (Άσμα Ασμάτων δ΄, 1-2). Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στους ερμηνευτικούς του λόγους παρουσιάζει με ενάργεια ότι η Εκκλησία είναι η ωραιότατη αυτή γυναίκα και στη συνέχεια αναλύει ποιοι είναι οι οφθαλμοί, το τρίχωμα και οι οδόντες της.
Οι οφθαλμοί στο Σώμα της Εκκλησίας είναι «πάντες εκείνοι εις οδηγίαν Θεού τεταγμένοι», τους όποιους οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν ορώντες. Πρόκειται για τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αφού ο Σαμουήλ χαρακτηριζόταν βλέπων, ο Ιεζεκιήλ οφθαλμός, ο Μιχαίας ορών, και ο Μωυσής θεώμενος[18]. Αυτό συμβαίνει και με τους Προφήτας της Καινής Διαθήκης και βέβαια σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν όλοι οι οδηγοί του λαού του Θεού, οι Επίσκοποι και κληρικοί. Ονομάζονται οφθαλμοί, γιατί βλέπουν τον ήλιο της δικαιοσύνης, διακρίνουν τον φίλο και τον πολέμιο[19].
Το τρίχωμα, η κόμη, στο Σώμα της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Προφήτη Ηλία, ο οποίος μετά την πολυχρόνια άσκηση στο όρος Γαλαάδ δίδαξε τον βίο της εγκράτειας. Όλοι εκείνοι που ακολουθούν το παράδειγμα του Προφήτη Ηλία στην αρετή και την άσκηση, και προφανώς εννοεί τους μοναχούς, τους ασκητές, «κόσμος γίνονται της Εκκλησίας», αφού οι τρίχες είναι ο στολισμός της κεφαλής του σώματος του ανθρώπου[20].
Οι οδόντες στην Εκκλησία που επαινούνται από τον Λόγο, πριν από το στόμα και τα χείλη, είναι αυτοί που ανήκουν στους «κριτικούς τε και διαιρετικούς των διδαγμάτων καθηγητάς», δια των οποίων γίνεται εύληπτος και επωφελής η διδασκαλία. Οι πνευματικοί οδόντες μέσα στην Εκκλησία λαμβάνουν παχύ και σφικτό το ψωμί του λόγου και το κάνουν εύπεπτο στις ψυχές με την λεπτομερέστερη θεωρία[21].
Επομένως, οι οφθαλμοί-κληρικοί, το τρίχωμα-μοναχοί και οι οδόντες-θεολόγοι-καθηγητές, αποτελούν την δόξα και τον έπαινο του Σώματος της Εκκλησίας, αλλά έχουν και μεταξύ τους ενότητα εξωτερική και εσωτερική.
Στο «Άσμα Ασμάτων» οι οφθαλμοί λέγονται περιστεραί, γιατί, κατά την ερμηνεία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, δείχνουν την ακεραιότητα και την απλότητα του χαρακτήρα τους και έχουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο εμφανίσθηκε ως περιστερά. Ονομάζονται οφθαλμοί, γιατί επαινείται ολόκληρος ο άνθρωπος «ο φαινόμενος τε και νοούμενος». Έτσι, όσοι έλαβαν «την οπτικήν ταύτην εξουσίαν επί της Εκκλησίας» δεν βλέπουν σε κάτι το υλώδες και σωματικόν, αλλά πραγματοποιείται σε αυτούς ο πνευματικός και άυλος βίος[22]. Οι μοναχοί είναι τα μαλλιά της Νύμφης Εκκλησίας, γιατί όπως τα μαλλιά είναι άμοιρα από αίσθηση ζωής και δεν διαθέτουν πόνο και αίσθηση ηδονής, «το δε αμοιρείν της αισθήσεως των νεκρών εστίν ίδιον», έτσι και όσοι έχουν νεκρωθή κατά τον κόσμο ούτε φουσκώνουν από δόξες και τιμές, ούτε υποφέρουν από ύβρεις και περιφρόνηση, αλλά κρατούν την ίδια στάση και στις δυο αυτές αντίθετες καταστάσεις[23]. Οι καθηγητές και διδάσκαλοι χαρακτηρίζονται οδόντες για τη στερεότητα τους, για την κανονική τους θέση και τη σταθερή εμφύτευση τους στα ούλα[24]. Χαρακτηρίζονται δε οι οδόντες ως «αγέλαι κεκαρμένων», γιατί η Εκκλησία θέλει τους ανήκοντας στην κατηγορία αυτή «κεκαρμένους είναι, τουτέστι πάσης υλικής αχθηδόνος γεγυμνωμένους, είτα τω λουτρώ της συνειδήσεως παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος καθαρεύοντας, προς τούτοις αεί δια προκοπής αναβαίνοντας και μηδέποτε προς το έμπαλιν κατασυρομένους επί το βάραθρον»[25].
Είναι φανερό ότι οι κληρικοί, οι μοναχοί και οι θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία αποτελούν μία ενότητα και αποβλέπουν στη δόξα και τον έπαινο της Εκκλησίας. Αυτό δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά μία εσωτερική ενότητα και ένα πνευματικό άθλημα, με τη Χάρη του Χριστού). Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι δεν πρέπει να επικρατή αντιπαλότητα μεταξύ Επισκόπων, μοναχών και καθηγητών, αλλά μία αραγής ενότητα, γιατί όλοι υπηρετούμε τον ίδιον σκοπό. Η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με τους κληρικούς και την Ιερά Σύνοδο των Ιεραρχών, αλλά είναι η Νύμφη του Χριστού που στολίζεται από τους οφθαλμούς, το τρίχωμα και τους οδόντες, δηλαδή τους κληρικούς, τους μοναχούς και τους θεολόγους, οι οποίοι ζουν εν Χριστώ, μετέχουν της Χάριτος του Θεού και αποβλέπουν στη δόξα Του.
Η συνοδική διάσκεψη και διαγνώμη
Για την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που παρατηρούνται στην εκκλησιαστική ζωή συνέρχονται οι Πατέρες στις κατά τόπους Συνόδους, Τοπικές και Οικουμενικές, και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος συζητούν και αποφασίζουν σχετικώς.
Οι συμμετέχοντες στους συνοδικούς θεσμούς πρέπει να εκφράζουν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, το πνεύμα των Πατέρων, και να γνωρίζουν τον νου των Γραφών και των πατερικών κειμένων. Ο νους τους να είναι νους Χριστού (Α' Κορινθ. β΄, 16). Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα διασκέπτονται δεν θα απέχη από τον τρόπο με τον οποίο προσεύχονται στον Ιερό Ναό. Η προσευχή, η βαθύτατη αίσθηση της παρουσίας του Θεού και κοινωνίας μαζί Του, η ευπρέπεια κατά τις συζητήσεις και ιδίως κατά τις ψηφοφορίες εκφράζει το γνήσιο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας.
Τα κανονικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι Άγιοι Πατέρες προέρχονται συνήθως από διαπιστώσεις που παρατηρούνται στην εκκλησιαστική ζωή, δηλαδή από το ότι υπερβαίνονται οι διακονίες που ο καθένας έχει στην Εκκλησία, από αυθαιρεσίες στο έργο τους, αλλά και από την απώλεια της χαρισματικής καταστάσεως τους στην Εκκλησία. Το ίδιο συμβαίνει και με τους όρους-δόγματα. Η αίρεση είναι έλλειψη της εμπειρίας, και γι’ αυτό κυριαρχεί ο στοχασμός. Όταν κανείς μετέχη της θεοποιού ενεργείας του Θεού, δεν μπορεί να περιπέση σε αίρεση, γιατί γνωρίζει εκ πείρας, εκ των ενεργειών του Θεού, την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού η ακολουθεί τους πεπειραμένους Αγίους. Η υπέρβαση των αρμοδιοτήτων των διακόνων, των Πρεσβυτέρων, των Επισκόπων, είναι απόδειξη απώλειας της θείας Χάριτος. Η αμαρτία των διαφόρων μελών της Εκκλησίας, δεν είναι μία ατομική πράξη και ενέργεια, αλλά έκφραση του εσκοτισμένου νους, και γι’ αυτό με διάφορες πράξεις πρέπει ο νους να φωτισθή για να μπορή ο άνθρωπος να συμμετάσχη στην Εκκλησία ως πραγματικό μέλος της.
Έπειτα, κατά τις συνοδικές διασκέψεις, οι Επίσκοποι δεν μεταφέρουν απλώς το φρόνημα του λαού, αλλά ομιλούν, φωτιζόμενοι από το Άγιον Πνεύμα, κατά τον βαθμό της δικής τους προσωπικής πνευματικής καταστάσεως. Ο Επίσκοπος μετέχει της Χάριτος της αρχιερωσύνης που δεν είναι μία εξωτερική προσθήκη κάποιας ενεργείας, αλλά ειδική ενέργεια του Θεού σε εκείνον που έχει και τον ανάλογο βαθμό πνευματικής καταστάσεως, και έτσι καθοδηγεί τον λαό του Θεού. Βέβαια, λειτουργεί το χάρισμα της αρχιερωσύνης ανεξάρτητα από τον βαθμό της πνευματικής του ζωής και τελούνται κανονικά τα μυστήρια, αλλά εάν ατονεί το πνευματικό εσωτερικό χάρισμα παρατηρείται μία έλλειψη στον τρόπο καθοδήγησης των πιστών. Αν ο λαός είναι σε μία πνευματική κατάσταση φωτισμού και Θεώσεως, μεταφέρεται η γνώμη του στις συνοδικές διασκέψεις. Διαφορετικά, ένας εκκοσμικευμένος λόγος του λαού δεν μπορεί να έχη θέση στις αποφάσεις των Συνόδων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις Οικουμενικές Συνόδους υπήρξαν μερικές κυριαρχούσες μορφές που καθόριζαν και τις αποφάσεις και την ορολογία.
Η ποιμαντική διακονία
Συνηθίζουμε να ομιλούμε για τη διοίκηση της Εκκλησίας, ωσάν να πρόκειται για μία εκκοσμικευμένη διοίκηση. Νομίζω, όμως, ότι η διοίκηση της Εκκλησίας είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική.
Όταν διάβαση κανείς τις κανονικές αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων μπορεί να διακρίνη ευκρινέστερα ότι δεν αναφέρονται στη διοίκηση όπως την εννοούν μερικοί εκκοσμικευμένα, αλλά προσδιορίζουν την ποιμαντική των κληρικών και των λαϊκών, των αμαρτωλών και των μετανοούντων. Τους Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρει η σωτηρία όλων, δηλαδή η μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, που τους αναγεννούν εν Χριστώ. Ακόμη και η διαχείριση των υλικών πραγμάτων γίνεται μέσα σε αυτήν την προοπτική.
Η διοίκηση των θεμάτων της Εκκλησίας που γίνεται από τις Μητροπόλεις και τις Ενορίες είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική διακονία. Και αυτό δεν γίνεται μόνον από τον επίσκοπο, αλλά από την κατά τόπους συνοδική και ιεραρχική, και χαρισματική δομή της Εκκλησίας. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχουν δικαιώματα και καθήκοντα μέσα στην Εκκλησία, αλλά εκφράσεις των χαρισματικών λειτουργιών, που είναι προέκταση της θείας ευχαριστίας.
Η συνοδική και ιεραρχική διάρθρωση που παρατηρείται στον Ιερό Ναό και την θεία ευχαριστία, με την Λιτή, τον κυρίως Ναό και το Ιερό Βήμα με το σύνθρονο, ουσιαστικά μεταφέρεται και εκτός του ιερού Ναού, κατά τον τρόπο της ασκήσεως της ποιμαντικής διακονίας. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας, με τη χαρισματική της διάσταση, μεταφέρεται στην όλη εκκλησιαστική ζωή, και έκτος του ιερού Ναού. Τα μέλη της Εκκλησίας, αφού μετέχουν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας αγωνίζονται να διαφυλάξουν αυτήν την ευχαριστιακή ζωή, την ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας και κατά την καθημερινή τους διακονία μέσα στην Εκκλησία. Τα γραφεία των Ιερών Μητροπόλεων και των Ιερών Ναών, η φιλανθρωπική διακονία και όλη η εκκλησιαστική ζωή, για να εκφράζουν τη συνοδική και ιεραρχική διάρθρωση πρέπει να εμποτίζονται από την ευχαριστιακή ζωή, ως χάρισμα και ως ουσιαστική μετοχή στο Σώμα του Χριστού, αλλιώς είναι ένας εκκοσμικευμένος συνοδικός θεσμός.
Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά στις συνοδικές αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Εκεί συνέρχονται οι Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι με την ιδιαίτερη θέση τους μέσα στην Εκκλησία και αποφασίζουν για μείζονα ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής. Με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων καθορίζονται τα όρια μεταξύ αλήθειας και αιρέσεως και με τους ιερούς Κανόνες προσδιορίζεται ο τρόπος διοικήσεως, ευταξίας και ποιμαντικής των κατά τόπους Εκκλησιών.
Είναι σημαντικός ο «προσφωνητικός λόγος» των Πατέρων που συνήλθαν στην εν Τρούλλω Σύνοδο που ονομάζεται και ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, προς τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄, που την συνεκάλεσε[26].
Στην αρχή αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Χριστού και την ελευθέρωση του γένους των ανθρώπων από την πλάνη, την έναρξη της Βασιλείας του Θεού και την αποδυνάμωση του διαβόλου. Έτσι, παντού έχει νομοθετηθή λατρεία, αλλά και γίνεται θεία Λειτουργία όπου «Θεός θυόμενος και διαδιδόμενος εις σωμάτων ομού και ψυχών περιποίησιν, θεουργεί τους μετέχοντας». Με τη δύναμη του Θεού που ενεργεί στην Εκκλησία «δαίμονες φυγαδεύονται, και ιερά των ανθρώπων αθροιζόμενη πανήγυρις εν Εκκλησίαις, μυστικώς αγιάζεται, και της τρυφής ο παράδεισος τοις πάσιν ανέωκται, και τέλος γίνεται τα πάντα καινά»[27].
Ο «ανθρωποκτόνος διάβολος», όμως, που δεν μπορούσε να βλέπη αυτήν την ανάσταση του ανθρώπου δια του Χριστού, «ουκ ανήκε τα της κακίας βέλη κινών, και τους πιστούς τιτρώσκων τοις πάθεσιν, ως αν χωρισθείεν της δοθείσης αυτοίς ενεργείας του Πνεύματος, τιμής τε και χάριτος»[28].
Όμως, ο αγαθός αθλοθέτης και της σωτηρίας μας αρχηγός δεν μας άφησε αβοήθητους, αλλά ανέστησε ανθρώπους που αγωνίσθηκαν με τα όπλα της ευσέβειας εναντίον του διαβόλου. Πρόκειται για τους Ποιμένας οι οποίοι «τη του Πνεύματος σπασάμενοι μάχαιραν, ό εστί ρήμα Θεού, και ούτω συμπλακέντες τω πονηρώ, την καθ’ ημών τυραννίδα κατέλυσαν, οδηγοί των ποιμνίων γενόμενοι, και τας οδούς του Κυρίου τοις λαοίς ευθετίζοντες, όπως μη κατά κρημνών της ανομίας υπ’ αγνοίας του κρείττονος ωθοίντό τε, και διολισθαίνοιεν»[29].\
Ο Χριστός, που μας χάρισε «το είναι» και με την ενανθρώπηση Του μεταποίησε το ανθρώπινο γένος και το ανεκάλεσε προς τον εαυτό Του και το αναβίβασε σε ύψος, εξακολουθεί να εργάζεται δια των Πατέρων. «την εις το είναι τρίβον ημίν υποδείξαι δια των της Εκκλησίας λαμπτήρων, και διδασκάλων, φωταγωγούντων τα κατά Θεόν ημών διαβήματα, και προς το ευαγγέλιον παρορμώντων ων και το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, κατά τον θείον Απόστολον»[30].
Οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι που προηγήθηκαν και συγκλήθηκαν στη Βασιλεύουσα δεν συνέθεσαν ιερούς Κανόνες, όπως το έκαναν οι άγιες τέσσερις Οικουμενικές Σύνοδοι, «δι’ ων Αποστήσονται μεν οι λαοί της χείρονος και ταπεινοτέρας διαγωγής, επί δε τον κρείττονα και υψηλότερον μεταθώνται βίον». Αυτό είχε ως συνέπεια για «το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα, υπέρ ου ο Χριστός απέθανεν», ότι διασπάσθηκε από την αταξία των παθών και αποσπάσθηκε από την Εκκλησία και με την άγνοια και τη λήθη των κατορθωμάτων της αρετής, κατεπάτησε τον Υιό του Θεού, και το αίμα της Διαθήκης με το οποίο αγιάσθηκε και ύβρισε τη Χάρη του Πνεύματος[31].
Έτσι, ο Βασιλεύς, φωτιζόμενος από τον Χριστό, συνεκάλεσε τη Σύνοδο αυτή για να επαναφέρη την τάξη στην Εκκλησία. «την Αγίαν ταύτην και θεόλεκτον οικουμενικήν αθροισθήναι σύνοδον ωρίσας, όπως, τη των πολλών επί το αυτό συνελεύσει τε και σύμπνοια, κατορθωθείη σοι εις δέον το σπουδαζόμενον». Με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος η Σύνοδος αυτή συνέθεσε ιερούς Κανόνες[32].
Στον «προσφωνητικόν λόγον» της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου προς τον Βασιλέα που συνεκάλεσε τη Σύνοδο, φαίνεται καθαρά ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι κατευθύνονται από τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι, ότι οι Πατέρες που συμμετέχουν σε αυτές εμπνέονται από το Άγιον Πνεύμα και με αυτήν την προοπτική συζητούν, και το έργο τους αποβλέπει στη σωτηρία των ποιμνίων, που ορίζεται ως βίωση της ενανθρωπήσεως του Χριστού και την είσοδο τους στον Παράδεισο. Αυτό εκφράζει το περιεχόμενο του συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.
Τα επί μέρους χαρίσματα
Μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, υπάρχουν πολλά χαρίσματα τα οποία δίνονται από το Άγιον Πνεύμα για την οικοδομή του Σώματος του Χριστού. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται τα χαρίσματα της θεολογίας, της Ιερωσύνης, της διδασκαλίας, της διοικήσεως, των θαυμάτων, της Ιεραποστολής κ. λπ.
Πέρα, όμως, από τα χαρίσματα αυτά, πρέπει να σεβόμαστε και τα λεγόμενα πνευματικά χαρίσματα, όπως η προσευχή, η κατάνυξη, η έλλαμψη της καρδίας, ο φωτισμός του νοός, που είναι η βάση των εκκλησιαστικών και λειτουργικών χαρισμάτων. Γιατί χωρίς αυτά τα χαρίσματα που πρέπει να είναι κοινά σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν αποτελεσματική δύναμη και τα άλλα λειτουργικά χαρίσματα.
Μια τέτοια διδασκαλία συναντούμε στα έργα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, επειδή στην εποχή του αμφισβητούσαν τα πνευματικά χαρίσματα της αγιότητας, στο πρόσωπο μάλιστα του Πνευματικού Πατρός του, Συμεών τον ευλαβούς. Σε σχετική του ομιλία αναλύει ότι είναι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος το να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν μπορεί κάποιος στην εποχή μας να μέθεξη του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης ότι εισάγει αίρεση στην Εκκλησία εκείνος που διαβάλλει τις ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος και τις αποδίδει στον διάβολο[33].
Έχοντας υπ' όψη του τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, ότι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος είναι το «επιφημίζειν τας ενεργείας αυτού τω πνεύματι τω εναντίω», γράφει ότι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος είναι όταν γίνονται θαύματα υπό του Αγίου Πνεύματος η κάποιος βλέποντας σε έναν αδελφό του κάποιο θείο χάρισμα, όπως «κατάνυξιν η δάκρυα η ταπείνωσιν η γνώσιν θείαν η λόγον σοφίας της άνωθεν η άλλο τι χαριζόμενον υπό θείου Πνεύματος τοις τον Θεόν αγαπώσι, λέγει είναι τούτο από της απάτης του διαβόλου». Αλλά το ίδιο βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα και εκείνος που θεωρεί ότι πλανώνται από τον διάβολο εκείνοι που άγονται ως υιοί του Θεού υπό του Αγίου Πνεύματος και πράττουν τα προστάγματα του Πατρός αυτών[34].
Επίσης, άπιστοι και παντελώς αμύητοι των θείων μυστηρίων, είναι εκείνοι που αποφαίνονται τολμηρώς, «σκοτιζόμενοι τους οφθαλμούς της καρδίας», ότι είναι πλάνη δαιμόνων «καν περί ελλάμψεως θείας ακούσωσι, καν περί φωτισμού ψυχής και νοός, καν περί θεωρίας τε και απάθειας, καν περί ταπεινώσεως και δακρύων των εξ ενεργείας και χάριτος του Αγίου Πνεύματος εκχεομένων». Αυτό είναι «ασέβεια μάλλον η αίρεσις». Αίρεση είναι το να παρεκκλίνη κανείς από τα υπάρχοντα δόγματα και την ορθή πίστη. Το ίδιο αίρεση είναι και η άποψη κάποιου ότι δεν είναι άρτιοι εκείνοι που αγαπούν τον Θεό και καταξιώθηκαν του Αγίου Πνεύματος, και βαπτίσθηκαν σε υιούς του Θεού από αυτό και έγιναν θεοί «εν γνώσει και πείρα και θεωρία». Αυτός «πάσαν ανατρέπει του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την ανακαίνισιν της φθαρείσης εικόνος και θανατωθείσης, την επί αφθαρσίαν αυτής γενομένην και αθανασίαν ανάκλησιν»[35].
Έτσι, εκείνος που σέβεται το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, συγχρόνως σέβεται, εκτιμά και αναγνωρίζει όλα τα χαρίσματα που δίνει το Άγιον Πνεύμα στα μέλη της Εκκλησίας. Διαφορετικά σέβεται μεν την εξωτερική τυπική Συνοδικότητα, αλλά αμφισβητεί τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, και κατ' αυτόν τον τρόπο, αφ' ενός μεν βλασφημεί το Άγιον Πνεύμα, αφ' ετέρου δε υποπίπτει σε αίρεση.
4. Συνοδικός και αντισυνοδικός τρόπος ζωής
Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, σε ένα ενδιαφέρον κείμενο του με τίτλο «Η συνοδική δομή της Εκκλησίας και η υπό των Ποιμένων συνοδική διαχείρισις των εκκλησιαστικών πραγμάτων»[36], αναλύει διεξοδικώς, κυρίως βάσει των ιερών Κανόνων, το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Θα τονισθούν μερικά βασικά σημεία του ενδιαφέροντος αυτού κανονικού και εκκλησιαστικού κειμένου.
Η συνοδική δομή της Εκκλησίας δεν έχει επηρεασθή απλώς από την υπάρχουσα λειτουργία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, αλλά ερείδεται στα πρόσωπα της Άγιας Τριάδος. Η δημιουργία του κόσμου και η αναδημιουργία του έγινε από τον Πατέρα, δι’ Υιού, εν Πνεύματι Αγίω. Ο κδ' Αποστολικός Κανόνας ορίζει τον τρόπο συνεργασίας του Μητροπολίτου με τον επίσκοπο, που υπάγεται σε αυτόν κατά το πρότυπο της Άγιας Τριάδος[37].
Ο συνοδικός τρόπος ζωής της Εκκλησίας εκδηλώνεται «εις πάσαν πράξιν κοινωνίας», αφού ολόκληρος η «Εκκλησία Θεωρείται ως μία διαρκής σύνοδος». Αυτό γίνεται μεταξύ των Επισκόπων, μεταξύ του Μητροπολίτου και των Επισκόπων που υπάγονται σε αυτόν, μεταξύ του Επισκόπου και του Πρεσβυτερίου, μεταξύ του Πρεσβυτερίου και των κληρικών και λαϊκών, που απαρτίζουν την τοπική εκκλησιαστική Κοινότητα και μεταξύ των λαϊκών. Η συνοδικώς θεωρούμενη ιεραρχικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται και βιώνεται σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής[38].
Ο συνοδικός τρόπος ζωής στην Εκκλησία γίνεται μέσα στην θεολογική έννοια της συνεργείας Θεού και ανθρώπων, αφού μέσα στην Εκκλησία ενεργεί το Άγιον Πνεύμα[39]. Η θεολογική έννοια της συνέργειας δηλώνει την ενέργεια του Θεού και τη συνεργεία του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν μπορεί να γίνη χωρίς την ενέργεια του Θεού και την ελευθερία του ανθρώπου. Επομένως, η Συνοδικότητα δεν είναι ένας κατεστημένος θεσμός, αλλά η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που εκφράζεται πλούσια εκεί που υπάρχει ανταπόκριση εκ μέρους των ανθρώπων.
Αυτή η συνοδική δομή της Εκκλησίας εκφράζεται στις Συνόδους για την οριοθέτηση της πίστεως και τη θέσπιση των ιερών Κανόνων, στις εκλογές και χειροτονίες των Επισκόπων, ακόμη και στη διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων κάθε Επισκοπής[40].
Από την εκκλησιαστική ιστορία διαφαίνεται ότι όπου καταργείται ο συνοδικός θεσμός, αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα και την αμαρτωλότητα των κληρικών και των λαϊκών. Ο Επίσκοπος διοικεί αντισυνοδικώς, όταν χρησιμοποιή τον φόβο και όχι την αγάπη, την πειθαρχία και όχι την υπακοή. Τον ίδιο αντισυνοδικό τρόπο διοικήσεως μπορεί να ασκούν οι Πρεσβύτεροι στις ενορίες τους και οι ηγούμενοι στις Μονές τους. Η Συνοδικότητα ατονεί μεταξύ των μελών της Εκκλησίας όταν δημιουργούνται ομάδες και παρατάξεις μέσα στην Εκκλησία[41].
Ο «αντισυνοδισμός» δείχνει «εγωκεντρικήν και μη μεταμορφωθείσαν εν Χριστώ ζωήν». Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται μετάνοια για την ενεργοποίηση του συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. «Απαιτείται μετάνοια και κατά Θεόν αλλοίωσις του έσω ανθρώπου, δια να καταστή δυνατή η υπ' αυτού βίωσις του μυστηρίου της Εκκλησίας εν αληθεία, ήτοι κατά τρόπον καθολικόν και συνοδικόν. Ο αγών των γρηγορούντων και θεολογικώς βιούντων το μυστήριον της Εκκλησίας είναι πάντοτε σαφής: Δια της μετανοίας συνοδική ζωή και διαχείρισις των της Εκκλησίας ζητημάτων»[42].
Συμπέρασμα
Ο Συνοδικός θεσμός δεν είναι μία εξωτερική τυπική διαδικασία, ένας σεβασμός των διαφόρων γνωμών και μία ανοικτή συζήτηση η έστω μία κοινή προσευχή, αλλά η λειτουργία των χαρισμάτων, όταν στηρίζονται στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι ο συνοδικός θεσμός πρέπει να ενεργή ως ιεραρχική δομή της Εκκλησίας και αυτά τα δυο πρέπει να βρίσκονται σε συνάρτηση με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Αλλά και αυτά τα χαρίσματα δεν πρέπει να εννοηθούν ως εξωτερικά επιθέματα, αλλ’ ως μετοχή στην αγιαστική ενέργεια της Άγιας Τριάδος.
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του γράφει: «μετά χαράς ευχαριστούντες τω Θεώ και πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των Αγίων εν τω φωτί» (Κολοσσαείς α', 12). Ως μέλη της Εκκλησίας με το Άγιο Βάπτισμα και το Χρίσμα, με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ελπίζουμε να συμμετάσχουμε στη μερίδα του κλήρου, των κληρονόμων των Αγίων μέσα στο άκτιστο Φως. Οι Άγιοι που είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι, ανεξαρτήτως της διακονίας που έχουν μέσα στην Εκκλησία, ζουν μέσα στο Φως του Θεού.
Μέσα από αυτήν την Αποστολική φράση και όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω, μπορώ να ομιλώ για τον συνοδικό θεσμό και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας ως χαρισματικής καταστάσεως. Εάν υπάρχει μία εξωτερική διάρθρωση και διάταξη διακονιών, χωρίς την μέθεξη αυτής της Χάριτος, ως καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε είναι ένας εκκοσμικευμένος συνοδικός θεσμός, που μπορεί να παρατηρηθή και σε όλους τους ανθρώπινους οργανισμούς-θεσμούς που δεν σώζει τον άνθρωπο.
Σημειώσεις
[1] Δημητράκου Δ., Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τόμος 8ος, σελ. 6967, εκδοτικός οίκος Δημητράκου, Αθήναι 1952.
[2] Ι. Χρυσοστόμου έργα, τόμ. 21, ΕΠΕ, σελ. 308-310.
[3] Δημητράκου Δ., Λεξικόν, τόμος 4ος, ένθ. ανωτ. σελ. 3418.
[4] Φιλοκαλία των Νηπτικών και ασκητικών, τόμ. 3 σελ. 232 και εξής, Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1986.
[5] ένθ. ανωτ. σελ. 234-236.
[6] ένθ. ανωτ. σελ. 336.
[7] ένθ. ανωτ. σελ. 346.
[8] Ιγνάτιου Θεοφόρου, Προς Εφεσίους, εις Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμ. 2, σελ. 265, Αθήναι 1955.
[9] ένθ. ανωτ. σελ. 266.
[10] ένθ. ανωτ. σελ. 270.
[11] ένθ. ανωτ. σελ. 269.
[12] ένθ. ανωτ. σελ. 271.
[13] ένθ. ανωτ. σελ. 272.
[14] ένθ. ανωτ. σελ. 273.
[15] Βλέπε Μπρατσιώτου Π., Η Αποκάλυψις, σελ. 50-58, εν Αθήναις, εκδ. Χαραλ. Συνοδινού 1950.
[16] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένθ. ανωτ. σελ. 234-236.
[17] Pg 56, 97-98.
[18] Γρηγορίου Νύσσης, έργα 7, ΕΠΕ, σελ. 240.
[19] Ένθ. ανωτ., σελ. 240.
[20] Ένθ. ανωτ., σελ. 244-246.
[21] Ένθ. ανωτ., σελ. 246-248.
[22] Ένθ. ανωτ., σελ. 240-242.
[23] Ένθ. ανωτ., σελ. 244.
[24] Ένθ. ανωτ., σελ. 248.
[25] ένθ. ανωτ. σελ. 250.
[26] Ράλλη Ποτλή, τόμ. Β΄, σελ. 295 κ. εξής
[27] Ένθ. ανωτ., σελ. 295-296.
[28] Ένθ. ανωτ., σελ. 296.
[29] Ένθ. ανωτ., σελ. 296.
[30] Ένθ. ανωτ., σελ. 297.
[31] Ένθ. ανωτ., σελ. 298.
[32] Ένθ. ανωτ., σελ. 298-299.
[33] Βλέπε Sc, 113, σελ. 238 και εξής
[34] Ένθ. ανωτ., σελ. 238-240.
[35] Ένθ. ανωτ., σελ. 240-242.
[36] Βλέπε Καψάνη Γ., αρχιμ., Καθηγουμένου της ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η ποιμαντική διακονία κατά τους ιερούς Κανόνας, εκδ. Άθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 113 και εξής.
[37] Ένθ. ανωτ., σελ. 114.
[38] Ένθ. ανωτ., σελ. 114-115.
[39] Ένθ. ανωτ., σελ. 117.
[40] Ένθ. ανωτ., σελ. 118 και εξής
[41] Ένθ. ανωτ., σελ. 126-128.
[42] Ένθ. ανωτ., σελ. 129.
Ετικέτες
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009
Μητροπολίτης Ράσκας κ. Αρτέμιος,Επιστολές προς την Σύνοδο τηςΕκκλησίας της Σερβίας για το Διάλογο
Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΝΑ ΑΠΟΦΑΝΘΕΙ ΣΥΝΟΔIΚΩΣ
Με αφορμή τη Συνάντηση της Μικτής Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο στην Κύπρο, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ράσκας και Πριζρένης κ. Αρτέμιος απευθύνθηκε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Σερβίας στις 28 Σεπτεμβρίου 2009, με αίτηση να γίνει έκτακτη σύγκληση της Σύνοδου της Ιεραρχίας ώστε να αποφανθεί η Ιεραρχία συνοδικώς και να λάβει θέση σ’ αυτό το καυτό ζήτημα.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ράσκας και Πριζρένης Αρτέμιος έστειλε και πέρυσι τον Μάιο μια επίστολη προς την Ιεραρχία, ζητώντας αφ’ ενός διευκρινίσεις εκ των εκπροσώπων της Εκκλησίας της Σερβίας στη συνάντηση της Ραβέννας, αφ’ ετέρου αποχώρησι της Εκκλησίας της Σερβίας από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και αναθεώρηση της συμμετοχής της Σερβικής Εκκλησίας στον Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Υπηρεσία Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως Ράσκας και Πριζρένης
Ορθόδοξος Μητροπολίτης
Ιεράς Μητροπόλεως Ράσκας και Πριζρένης
Αρ. Πρωτ. 815
28.9.2009.
Πριζρένη – Ι. Μ. Γκρατσάνιτσα
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ
Β Ε Λ Ι Γ Ρ Α Δ Ι
Πατέρες και αδελφοί,
Σε δέκα μέρες θα κλείσουν δυο πλήρη χρόνια από τη ΡΑΒΕΝΝΑ η οποία επί πολύ καιρό ήταν πέτρα σκανδάλου και πηγή σύγχυσης σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, καθώς και στο δικό μας τον σερβικό λαό. Πολλά λέγονταν, γράφονταν, συζητιόνταν για την Ραβέννα τ.ε. για το ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ, όμως πολλά ζητήματα σχετικά με αυτό έμειναν χωρίς απάντηση, τουλάχιστον όσον αφορά την συμμετοχή και το ρόλο των εκπροσώπων της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στην εργασία της Μικτής διεθνούς επιτροπής για τον θεολογικό διάλογο μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Με σκοπό την εξακρίβωση ορισμένων εκ των αυτών ζητημάτων, η ημετέρα ταπεινότης στις 19 Μαίου το 2008 υπέβαλε ΕΠΙΣΤΟΛΗ στη Σύνοδο της Ιεραρχίας (αριθμός 363) με εννέα (και αριθμητικά: 9) συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με τη Ραβέννα, αλλά τότε δεν τους δόθηκε κατάλληλη προσοχή, οπότε έμειναν χωρίς απαντήσεις.
Και το κύριο ζήτημα στην Επιστολή προς την Σύνοδο της Ιεραρχίας ήταν: «Πως είναι δυνατό να γίνει συζήτηση περί `της θέσεως του επίσκοπου Ρώμης στην Εκκλησία`, αφού ο `επίσκοπος-πάπας` Ρώμης δεν βρίσκεται στην Εκκλησία αλλά στην αίρεση, εκτός της Εκκλησίας; Ως απαραίτητη προϋπόθεση της συζητήσεως περί της θέσεώς του στην Εκκλησία, δεν θα ήτο η επιστροφή του στην Εκκλησία; Με το `Κείμενο της Ραβέννας` δεν προκαταλήφθηκε η ένωσι της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας»;
Μετά από δυο χρόνια εμφανίζονται νέες εκπλήξεις και νέες ταραχές στον Ορθόδοξο κόσμο. Πράγματι, από 16 μέχρι 23 Οκτωβρίου αυτού του 2009 έτους θα λάβει χώρα νέα συνεδρίαση της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον διάλογο στην Κύπρο, όπου θα συνεχιστεί η συζήτηση περί του θέματος στο οποίο η Ραβέννα έθεσε τα θεμέλια, και αυτό είναι το ζήτημα της «θέσεως του επίσκοπου Ρώμης στην Εκκλησία», ήτοι το ζήτημα πρωτείου του Πάπα, του κύρους του και της εξουσίας του εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας του Χριστού.
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και μοιραίο. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραβλεφθεί και αφεθεί σε έναν ή δυο εκπροσώπους μας σε αυτή τη συνάντηση. Περί τούτου πρέπει να δηλωθεί και να πάρεί θέση ολόκληρη η ιεραρχία της Άγιας Εκκλησίας μας. Για το λόγο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να παρακαλέσουμε την Διαρκή Ιερά Σύνοδο να συγκαλέσει τη Σύνοδο της Ιεραρχίας όσο πιο γρήγορα γίνεται, προ της συνελεύσεως της Κύπρου, με κύριο και καίριο θέμα τη συμμετοχή των ημετέρων εκπροσώπων στη συνάντηση αυτή, ούτως ώστε να καθοριστεί συνοδικώς η στάση της Εκκλησίας μας, την οποία η εκπρόσωποί μας στη Μικτή Διεθνή Επιτροπή θα υποστηρίζουν και υπερασπίζουν.
Πόση σημασία δίδεται στην επερχόμενη συνάντηση στην Κύπρο στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίας, μαρτυρεί καλύτερα το παράδειγμα του καθ. Δημητρίου Τσελεγγίδη από την Θεσσαλονίκη, του οποίου το κείμενο απευθύνσεως προς τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος διαβιβάζουμε στο εσώκλειστο.
Πεπεισμένοι ότι και η ημετέρα Διαρκής Ιερά Σύνοδός θα κατανοήσει τη σοβαρότητα της στιγμής, και θα δεχθεί την ταπεινή μας πρότασι,
Διατελώ
Ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός
Ο Μητροπολίτης Ράσκας και Πριζρένης
+АΡΤΕΜΙΟΣ
Κοινοποίηση: Σε όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Σερβίας
Ορθόδοξος Μητροπολίτης
Ιεράς Μητροπόλεως Ράσκας και Πριζρένης
Αρ. Πρωτ. 363
19.5.2008.
Πριζρένη – Ι. Μ. Γκρατσάνιτσα
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ
Εδώ και οκτώ μήνες η Σερβία βουίζει περί της «ΡΑΒΕΝΝΑΣ», και αυτό το θέμα δεν βρίσκεται στην «Ημερήσια διάταξη» της Συνόδου της Ιεραρχίας. Ο πιστός λαός, ο οποίος ανησυχεί για την Ορθόδοξη πίστη του, αναμένει από αυτή τη Σύνοδο της Ιεραρχίας μια σαφή απάντηση για το τι συνέβη στη Ραβέννα από 8 εως 15 Οκτωβρίου το 2007. Και όχι μόνο ο λαός. Αυτό το αναμένει και η πλειοψηφία των Ιεραρχών οι οποίοι καθόμαστε εδώ. Κι εμείς έχουμε πολλές ερωτήσεις και αμφιβολίες οι οποίες θα ήταν καλό να επιλυθούν εδώ.
Ο συμμέτοχος των συμβάντων στη Ραβέννα, ο Σεβασμιώτατος Επίσκοπος Μπάτσκας κύριος Ειρηναίος καταθέτει στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, μετά από πέρασμα πάνω από τρεις μήνες (23 Ιανουαρίου 2008), την δική του «Έκθεση περί της δεκάτης συνεδριάσεως της Ολομέλειας της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον θεολογικό διάλογο μεταξύ της Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που έλαβε χώρα στη Ραβέννα (Ιταλία) από 8 μέχρι 15 Οκτωβρίου το 2007».
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος το αποστέλλει στους Αρχιερείς στις 5 Φεβρουαρίου 2008, και Εμείς το λαμβάνουμε, ο καθένας, ανάλογα με τη διάσταση των εδρών μας και της αμεσότητας του ταχυδρομείου.
Εν τω μεταξύ στο διάστημα αυτό, από τον Οκτώβριο του 2007 μέχρι το Φεβρουάριο του 2008, υπήρχε πολύς χρόνος για διάφορες εικασίες, υποθέσεις, μαντεψιές και γητέματα - τι πραγματικά συνέβη στη Ραβέννα; Τι υπογραφόταν; Από ποιόν; Με συγκατάθεση και ευλογία τινος; Στο όνομα των ιδίων των συμμετσχόντων ή στο όνομα όλων των Αρχιερέων και του πιστού λαού;
Λαμβάνοντας την υπ’ αρ. 131/ 66 από 5 Φεβρουαρίου του 2008 επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, με την εσώκλειστη Έκθεση του αδελφού Ειρηναίου, αναμέναμε να βρούμε στην ίδια τις στις αναφερόμενες ερωτήσεις απαντήσεις. Αλλά δεν τις βρήκαμε. Έμεινε η ελπίδα ότι περί τούτου θα μάθουμε σε αυτή τη συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας, όμως, αυτό το θέμα δεν υπάρχει καν στην Ημερήσια διάταξη!
Για να μη μείνουμε περαιτέρω στον λαβύρινθο πολλών ερωτήσεων, Εμείς υποβάλλουμε προς την Σύνοδο της Ιεραρχίας αυτή την Επιστολή με την επιθυμία ότι θα μάθουμε επισήμως:
1. Πότε, με ποια απόφαση και από ποιο εκκλησιαστικό σώμα ορίστηκαν οι εκπρόσωποι της ημετέρας Εκκλησίας ο Επίσκοπος Μπάτσκας Ειρηναίος και ο Επίσκοπος Μπρανίτσεβο Ιγνάτιος, να συμμετάσχουν στην εργασία της «Μεικτής διεθνούς επιτροπής για τον θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας»;
2. Με την Απόφαση αυτή (εφόσον υπάρχει) δόθηκε σε αυτούς τους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας «ισόβια θητεία» ή συγκεκριμένη ευλογία για τη συμμετοχή τους στην συγκεκριμένη συνεδρίαση της Επιτροπής αυτής;
3. Оι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας πριν την αναχώρηση στις συναντήσεις αυτές είναι υποχρεωμένοι να συμβουλευτούν την Διαρκή Ιερά Σύνοδο ή τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, και συμμορφώνονται οι θέσεις τις οποίες οι ίδιοι στο όνομα της Εκκλησίας μας θα υποστηρίζουν;
4. Συγκεκριμένα, σχετικά με τη Ραβέννα, μαθαίνουμε από την Έκθεση του Επίσκοπου Μπάτσκας, ότι το Κείμενο αυτό που υιοθετήθηκε στη Ραβέννα αποτελεί «θεολογική εισαγωγή στη συζήτηση περί της θέσεως του επίσκοπου Ρώμης στην Εκκλησία», και αναρωτιόμαστε: Πως είναι δυνατό να γίνει συζήτηση περί της «θέσεως του επίσκοπου Ρώμης στην Εκκλησία», αφού ο «επίσκοπος-πάπας» Ρώμης δεν βρίσκεται στην Εκκλησία αλλά στην αίρεση, εκτός της Εκκλησίας;
Ως απαραίτητη προϋπόθεση της συζητήσεως περί της θέσεώς του στην Εκκλησία, δεν θα ήτο η επιστροφή του στην Εκκλησία; Με το `Κείμενο της Ραβέννας` δεν προκαταλήφθηκε η ένωσι της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;
5. Θέλουμε να μας παρουσιαστεί η λίστα των συμμετεχόντων στη Ραβέννα 2007 τουλάχιστον όσον αφορά τις τοπικές, Ορθόδοξες Εκκλησίες.
6. Ο υποβάλλων την Έκθεση στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ο Επίσκοπος Μπάτσκας μιλάει περί «εικασιών των ΜΜΕ για κάποια υπογραφή του Κειμένου αυτού και για δήθεν εκχωρήσεις», ισχυριζόμενος ότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά «χαζά ψέματα και ανοησίες». Όμως, από άλλες πηγές μαθαίνουμε ότι ναι μεν υπήρχαν και «υπογραφές και εκχωρήσεις», και ότι αυτό δεν είναι «ψέματα και ανοησίες», αλλά πικρή αλήθεια και δεδομένα.
7. Αναμένουμε από αυτή τη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Σερβικής Εκκλησίας να πάρει θέσει σχετικά με το θέμα αυτό, να απορρίψει το Κείμενο της Ραβέννας, και ό’τι σχετικό οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας έκαναν εκεί, και σε τι δεν είχαν την συγκατάθεση αυτής της Συνόδου της Ιεραρχίας.
8. Προσδοκούμε επίσης, αυτή η Σύνοδο της Ιεραρχίας να θεωρήσει ξανά και μελετήσει ξανα την απόφασή της περί της συμμετοχής της Εκκλησίας της Σερβίας στην εργασία της «Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», αφού μετά από κάθε τέτοιο «διάλογο» στο εκκλησιαστικό πλήρωμα της Εκκλησίας της Σερβίας δοκιμάζουμε καταστρεπτικούς σεισμούς και κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πιστών μας στις στάσεις των Αρχιερέων της Εκκλησίας μας.
9. Αναμένουμε ότι αυτή η Σύνοδος της Ιεραρχίας αναψηλαφώντας την Απόφαση αυτή, θα ενισχύσει και θα πραγματοποιήσει την Απόφασή της από το 1997 περί ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», και έτσι θα καθοδηγήσει τον λαό της στον δρόμο του Χριστού και στον δρόμο του Αγίου Σάββα, ο οποίος είναι και ο μοναδικός δρόμος της σωτηρίας.
Κατακλείων τήν Ημετέραν αίτησιν, υποσημειούμαι ευπειθέστατος,
Ο Μητροπολίτης Ράσκας και Πριζρένης
+АΡΤΕΜΙΟΣ
πηγή έμπνευσης:http://aktines.blogspot.com/2009/10/blog-post_421.html
Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009
Η αυτοπαγίδευση του Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα)
http://thriskeftika.blogspot.com/2009/10/blog-post_951.html
Σε σημερινή συνέντευξή του ο Σεβασμιότατος Ορθόδοξος Συμπρόεδρος της Κοινής Επιτροπής Ορθοδόξων και Παπικών, Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) δήλωσε ότι η πρόταξη της συζήτησης για το “Πρωτείο” ήταν απόφαση των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οχι απλά δική του εισήγηση.
ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΙΜΗΣ ΟΧΙ ΠΡΩΤΕΙΟ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Ωραία λοιπόν! Ας γίνει συζήτηση για το "Πρωτείο"! Αρκεί να γίνει σε ορθόδοξα πλαίσια
Ας ενταχθεί στο σύστημα της πενταρχίας των Πατριαρχών. Ο ορθόδοξος (επαναλαμβάνουμε ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ) Πάπας της Ρώμης την πρώτη χιλιετία απολάμβανε “πρεσβεία τιμής”. ΟΧΙ “εξουσίας”. Αναγνωριζόταν “πρώτος μεταξύ ίσων”.
Οταν, λοιπόν, και εφ’ όσον οι Παπικοί αποκηρύξουν τις αιρέσεις που εισήγαγαν πριν και μετά το σχίσμα (Filioque, κτιστή χάρη, Αλάθητον, Μαριολογικά δόγματα, καθαρτήριο πυρ, κτλ.) δεν έχουμε ΚΑΝΕΝΑ πρόβλημα να αναγνωρίσουμε στον επίσκοπο της πρεσβυτέρας Ορθόδοξης (και όχι όπως τώρα αιρετικής) Ρώμης “πρωτείο τιμής”, όπως σήμερα αναγνωρίζουμε “πρωτείο τιμής” στον Πατριάρχη Κωνταντινουπόλεως.
ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ
Αυτό γίνεται στο διαλόγο που προίσταται ο Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) ή μήπως το ακριβώς αντίθετο; Οι Παπικοί προσπαθούν να βρουν ένα αμφίσημο όρο ("πρωτείο διακονίας" λ.χ.) για να μας οδηγήσουν να δεχτούμε το “πρωτείο εξουσίας”. Και ο Μητροπολίτης Περγάμου και οι υπόλοιποι οικουμενιστές που συντάσσουν τα απαράδεκτα κείμενα της κοινής επιτροπής (Ραβέννας, Ελούντας, κτλ.) σε αυτή ακριβώς την παπική λογική του διαλόγου εισέρχονται. Τι νομίζει, δηλαδή, ο Σεβασμιότατος; Οτι οι παραδοσιακοί πιστοί σηκώθηκαν μια μέρα το πρωί και είπαν: Δεν έχουμε δουλειά να κάνουμε. Ας αρχίσουμε να βαρούμε τον Μητροπολίτη Περγάμου για να σπάσουμε την ανία; Αν εκφράζουν τη αντίθεσή τους στο πρόσωπό του αυτό οφείλεται στην τακτική που ακολουθεί ο Σεβασμιότατος και όχι επειδή έχουν προσωπικά μαζί του.
ΤΟ ΔΟΧΕΙΟ ΜΕ ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ
Με άλλα λόγια έχουμε ένα δοχείο με δηλητήριο. Η ορθόδοξη προσέγγιση είναι (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι) να αδειάσουμε και να καθαρίσουμε από κάθε μικρόβιο το δοχείο. Η προσέγγιση των Παπικών και των Οικουμενιστών, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Θέλουν απλά να αλλάξουν την επιγραφή του δοχείου. Αντί να γράφει, όπως τώρα, “πρωτείο εξουσίας” επιδιώκουν να αλλάξουν την ετικέττα. Θα επιγράφεται “πρωτείο διακονίας” αλλά θα περιέχει το ίδιο δηλητηριώδες περιεχόμενο που περιέχει το “πρωτείο εξουσίας”. Κατανοεί, λοιπόν, ο Σεβασμιότατος Περγάμου γιατί έχουμε αντιρρήσεις για το διάλογο και γιατί δέχεται τα πυρά των ορθόδοξων πιστών;
“ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ”
Διερωτάται, επίσης, ο Μητροπολίτης Περγάμου γιατί δέχεται τα πυρά για τη συμμετοχή του στο διάλογο αφού δεν είναι προσωπική του υπόθεση αλλά εκπροσωπεί το Πατριαρχείο και την Ορθοδοξία. Μα καλά! Δεν δεν είναι ο εισηγητής της αιρετικής “βαπτισματικής θεολογίας” σε ορθόδοξο έδαφος; Δεν είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι έγκυρα; Αγνοεί ότι η Εκκλησία “εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται” (Αγιος Νικόλαος Καβάσιλας); Αφού, λοιπόν, δεν το αγνοεί γιατί αναγνωρίζει ως έγκυρα τα μυστήρια των αιρετικών; Αν οι αιρετικοί έχουν έγκυρα μυστήρια σημαίνει ότι είναι μέλη της Εκκλησίας. Και αν είναι μέλη της Εκκλησίας τότε γιατί διεξάγεται διάλογος για την ένωση των αιρετικών με την Ορθοδοξία;
Αφού, λοιπόν, ο Σεβασμιότατος Περγάμου μας παρουσιάζει την αίρεση ως ορθόδοξη θεολογία δεν δικαιούται να διαμαρτύρεται για την έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνουν απέναντί του οι πιστοί. Οποιος θέλει να τον τιμούν ως Ορθόδοξο δεν πρέπει να εισάγει αιρέσεις. Διαφορετικά άξια “ων έπραξε απολαμβάνει”.
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟ “ΠΡΩΤΕΙΟ”
Ο χαρακτηρισμός του "πρωτείου" από το Σεβασμιότατο Περγάμου ως εκκλησιολογικής αίρεσης είναι ορθός. Αυτοπαγιδεύεται, όμως, ο Σεβασμιότατος με το χαρακτηρισμό επειδή ο ίδιος στο διάλογο διαχειρίζεται το “πρωτείο” ως διοικητικό θέμα. Το ζητούμενο, όπως ορθά λέγει ο Σεβασμιότατος, είναι η συνοδικότητα. Ποια συνοδικότητα δέχονται, όμως, οι Παπικοί αφού πιστεύουν ότι ούτε Οικουμενική Σύνοδος δεν μπορεί να συγκληθεί χωρίς να τη συγκαλέσει ή να την επικυρώσει εκ των υστέρων ως Οικουμενική ο Πάπας;
Αφού, ο Σεβασμιότατος, λοιπόν, θεωρεί ορθά ως εκκλησιολογική αίρεση το “πρωτείο” ας το συζητήσει με τους παπικούς ως αίρεση! Οχι ως διοικητικό θέμα. Και τότε κανένας παραδοσιακός πιστός δεν θα του καταλογίζει ευθύνες. Ισα - ίσα που θα τον ευγνωμονούμε επειδη έδωσε ορθόδοξη ομολογία πίστεως. Ας αποκηρύξει παράλληλα την αιρετική “βαπτισματική θελογία” και ας σταματήσει τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς και τους αλλόθρησκους και ας είναι βέβαιος ότι ΤΟΤΕ όλοι θα τον τιμούν ως ορθόδοξο ιεράρχη που ενεργεί κατά Θεόν. Κανένας δεν έχει, ούτε θα μπορούσε άλλωστε να έχει, προσωπικά μαζί του.
ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΙΜΗΣ ΟΧΙ ΠΡΩΤΕΙΟ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Ωραία λοιπόν! Ας γίνει συζήτηση για το "Πρωτείο"! Αρκεί να γίνει σε ορθόδοξα πλαίσια
Ας ενταχθεί στο σύστημα της πενταρχίας των Πατριαρχών. Ο ορθόδοξος (επαναλαμβάνουμε ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ) Πάπας της Ρώμης την πρώτη χιλιετία απολάμβανε “πρεσβεία τιμής”. ΟΧΙ “εξουσίας”. Αναγνωριζόταν “πρώτος μεταξύ ίσων”.
Οταν, λοιπόν, και εφ’ όσον οι Παπικοί αποκηρύξουν τις αιρέσεις που εισήγαγαν πριν και μετά το σχίσμα (Filioque, κτιστή χάρη, Αλάθητον, Μαριολογικά δόγματα, καθαρτήριο πυρ, κτλ.) δεν έχουμε ΚΑΝΕΝΑ πρόβλημα να αναγνωρίσουμε στον επίσκοπο της πρεσβυτέρας Ορθόδοξης (και όχι όπως τώρα αιρετικής) Ρώμης “πρωτείο τιμής”, όπως σήμερα αναγνωρίζουμε “πρωτείο τιμής” στον Πατριάρχη Κωνταντινουπόλεως.
ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ
Αυτό γίνεται στο διαλόγο που προίσταται ο Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) ή μήπως το ακριβώς αντίθετο; Οι Παπικοί προσπαθούν να βρουν ένα αμφίσημο όρο ("πρωτείο διακονίας" λ.χ.) για να μας οδηγήσουν να δεχτούμε το “πρωτείο εξουσίας”. Και ο Μητροπολίτης Περγάμου και οι υπόλοιποι οικουμενιστές που συντάσσουν τα απαράδεκτα κείμενα της κοινής επιτροπής (Ραβέννας, Ελούντας, κτλ.) σε αυτή ακριβώς την παπική λογική του διαλόγου εισέρχονται. Τι νομίζει, δηλαδή, ο Σεβασμιότατος; Οτι οι παραδοσιακοί πιστοί σηκώθηκαν μια μέρα το πρωί και είπαν: Δεν έχουμε δουλειά να κάνουμε. Ας αρχίσουμε να βαρούμε τον Μητροπολίτη Περγάμου για να σπάσουμε την ανία; Αν εκφράζουν τη αντίθεσή τους στο πρόσωπό του αυτό οφείλεται στην τακτική που ακολουθεί ο Σεβασμιότατος και όχι επειδή έχουν προσωπικά μαζί του.
ΤΟ ΔΟΧΕΙΟ ΜΕ ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ
Με άλλα λόγια έχουμε ένα δοχείο με δηλητήριο. Η ορθόδοξη προσέγγιση είναι (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι) να αδειάσουμε και να καθαρίσουμε από κάθε μικρόβιο το δοχείο. Η προσέγγιση των Παπικών και των Οικουμενιστών, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Θέλουν απλά να αλλάξουν την επιγραφή του δοχείου. Αντί να γράφει, όπως τώρα, “πρωτείο εξουσίας” επιδιώκουν να αλλάξουν την ετικέττα. Θα επιγράφεται “πρωτείο διακονίας” αλλά θα περιέχει το ίδιο δηλητηριώδες περιεχόμενο που περιέχει το “πρωτείο εξουσίας”. Κατανοεί, λοιπόν, ο Σεβασμιότατος Περγάμου γιατί έχουμε αντιρρήσεις για το διάλογο και γιατί δέχεται τα πυρά των ορθόδοξων πιστών;
“ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ”
Διερωτάται, επίσης, ο Μητροπολίτης Περγάμου γιατί δέχεται τα πυρά για τη συμμετοχή του στο διάλογο αφού δεν είναι προσωπική του υπόθεση αλλά εκπροσωπεί το Πατριαρχείο και την Ορθοδοξία. Μα καλά! Δεν δεν είναι ο εισηγητής της αιρετικής “βαπτισματικής θεολογίας” σε ορθόδοξο έδαφος; Δεν είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι τα μυστήρια των αιρετικών είναι έγκυρα; Αγνοεί ότι η Εκκλησία “εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται” (Αγιος Νικόλαος Καβάσιλας); Αφού, λοιπόν, δεν το αγνοεί γιατί αναγνωρίζει ως έγκυρα τα μυστήρια των αιρετικών; Αν οι αιρετικοί έχουν έγκυρα μυστήρια σημαίνει ότι είναι μέλη της Εκκλησίας. Και αν είναι μέλη της Εκκλησίας τότε γιατί διεξάγεται διάλογος για την ένωση των αιρετικών με την Ορθοδοξία;
Αφού, λοιπόν, ο Σεβασμιότατος Περγάμου μας παρουσιάζει την αίρεση ως ορθόδοξη θεολογία δεν δικαιούται να διαμαρτύρεται για την έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνουν απέναντί του οι πιστοί. Οποιος θέλει να τον τιμούν ως Ορθόδοξο δεν πρέπει να εισάγει αιρέσεις. Διαφορετικά άξια “ων έπραξε απολαμβάνει”.
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟ “ΠΡΩΤΕΙΟ”
Ο χαρακτηρισμός του "πρωτείου" από το Σεβασμιότατο Περγάμου ως εκκλησιολογικής αίρεσης είναι ορθός. Αυτοπαγιδεύεται, όμως, ο Σεβασμιότατος με το χαρακτηρισμό επειδή ο ίδιος στο διάλογο διαχειρίζεται το “πρωτείο” ως διοικητικό θέμα. Το ζητούμενο, όπως ορθά λέγει ο Σεβασμιότατος, είναι η συνοδικότητα. Ποια συνοδικότητα δέχονται, όμως, οι Παπικοί αφού πιστεύουν ότι ούτε Οικουμενική Σύνοδος δεν μπορεί να συγκληθεί χωρίς να τη συγκαλέσει ή να την επικυρώσει εκ των υστέρων ως Οικουμενική ο Πάπας;
Αφού, ο Σεβασμιότατος, λοιπόν, θεωρεί ορθά ως εκκλησιολογική αίρεση το “πρωτείο” ας το συζητήσει με τους παπικούς ως αίρεση! Οχι ως διοικητικό θέμα. Και τότε κανένας παραδοσιακός πιστός δεν θα του καταλογίζει ευθύνες. Ισα - ίσα που θα τον ευγνωμονούμε επειδη έδωσε ορθόδοξη ομολογία πίστεως. Ας αποκηρύξει παράλληλα την αιρετική “βαπτισματική θελογία” και ας σταματήσει τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς και τους αλλόθρησκους και ας είναι βέβαιος ότι ΤΟΤΕ όλοι θα τον τιμούν ως ορθόδοξο ιεράρχη που ενεργεί κατά Θεόν. Κανένας δεν έχει, ούτε θα μπορούσε άλλωστε να έχει, προσωπικά μαζί του.
Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009
Πειραιώς Σεραφείμ: "Ο Πατριάρχης ψεύδεται για την Ομολογία"
Μεταφέρουμε από το amen.gr ρεπορτάζ σχετικό με όσα έγιναν στη συζήτηση της Ιεραρχίας για το Διάλογο με τους Παπικούς και την "Ομολογία Πίστεως". Χαιρόμαστε για την αγωνιστική στάση του Σεβ.Πειραιώς και άλλων Ιεραρχών. Αναμένουμε επίσης τι τελικά θα γίνει με την εκπροσώπηση της Εκκλησίας της Ελλάδος στό Διάλογο που ξεκινάει αύριο στην Κύπρο μετά τις παραιτήσεις των Σεβ. Μεσσηνίας και Αχαϊας που τέθηκαν στη διάθεση της Συνόδου.
Διαβάστε αναλυτικά στο ρεπορτάζ του Νίκου Παπαχρήστου τις τελευταίες εξελίξεις:
Διαβάστε αναλυτικά στο ρεπορτάζ του Νίκου Παπαχρήστου τις τελευταίες εξελίξεις:
του Νίκου Παπαχρήστου
Προβληματισμό, ενόχληση, έκπληξη και πολλά ερωτήματα προκάλεσε σε πολλούς Ιεράρχες η δριμεία κριτική που άσκησε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Αφορμή στάθηκε η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Αρχιεπίσκοπο σχετικά με το κείμενο που περιφέρεται προς υπογραφή και τιτλοφορείται «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού»..........
Και όλα αυτά κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης της Ιεραρχίας για τον επικείμενο διάλογο Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών. Οι θέσεις κάποιων Ιεραρχών οδήγησαν τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο, επικεφαλή της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, να θέσει στη διάθεση της Ιεραρχίας την παραίτηση του από την αντιπροσωπεία.
Η κριτική Πειραιώς
Κατά τη διάρκεια της απογευματινής συνεδρίασης της Πέμπτης αναγνωστικέ η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον Αρχιεπίσκοπο με την οποία ζητάει η Εκκλησία της Ελλάδος να λάβει θέση αναφορικά με το διακινούμενο κείμενο με τίτλο "Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού".
Εκείνη την στιγμή ο ο κ. Σεραφείμ φανερά ενοχλημένος παρενέβη και φέρεται να είπε πως ο Πατριάρχης ψεύδεται με όσα υποστηρίζει στην επιστολή του για την «Ομολογία». Πριν λίγες ημέρες σε επιστολή του προς τον μεταμελημένο μητροπολίτη Γόρτυνος Ιερεμία, ο οποίος απέσυρε την υπογραφή του από το εν λόγω κείμενο, ο μητροπολίτης Πειραίως είχε χαρακτηρίσει ιδιοτελείς όλους όσοι στρέφονται κατά της «Ομολογίας».
«Συνεπώς η παρουσίασις υπό αγρυπνούντων αδελφών, κειμένου ορθοδόξου αληθείας και ορθοδόξου προοπτικής, ως είναι η επιγραφομένη «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» (συγκρητιστικού) εις ουδέν κωλύει την εύρρυθμον λειτουργίαν του Εκκλησιαστικού βίου, αλλ’ αντιθέτως ενισχύει και ενδυναμώνει αυτόν και επομένως αι αιτιάσεις ενοχληθέντων αδελφών μελών του σώματος της Εκκλησίας, δυστυχώς αποβαίνουν ανεπέρειστοι και προσχηματικαί εκ σκοπιμότητος η ιδιοτελείας ορμώμεναι. Και τούτο καταθέτομεν μετά λόγου γνώσεως αναδιφώντες mota mo το ειρημένον κείμενον» έγραφε ο κ.Σεραφείμ, απευθυνόμενος στον κ.Ιερεμία, και πρόσθετε: «Ατυχώς οι ενοχλούμενοι, στρεβλώνουν τα εν αυτώ διαλαμβανόμενα και πειρώνται όπως εμφανίσουν αυτό ως δήθεν αντιτασσόμενον εις τα Πανορθοδόξως συμφωνηθέντα και αποφασισθέντα περί της διεξαγωγής διαλόγων μετά της ετεροδοξίας».
Μόλις ένα 24ωρο πριν την επιστολή Σεραφειμ, έφτανε στην Αρχιεπισκοπή η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου που έφερε στο φως της δημοσιότητας το Amen.gr.
«Η Εκκλησία της Ελλάδος μη καταδικάζουσα αλλά δεχόμενη σιωπηρώς την κυκλοφορίαν κειμένων «Ομολογίας Πίστεως», ως το περί ου ο λόγος, δια του οποίου τίθενται εκτός Εκκλησίας πάντες οι μετέχοντες εις τας μετά των ετεροδόξων σχέσεις, υπογεγραμμένον μάλιστα και υπό επισκόπων αυτής, δημιουργεί προβληματισμόν ουχί μόνον εις το ποίμνιον αυτής, αλλά και εις την μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνίαν αυτής» σημείωνε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και κατέληγε: «Παρακαλούμεν, όθεν, την Υμετέραν Μακαριότηταν και την περί Αυτήν τιμίαν Ιεραρχίαν όπως το ταχύτερον δυνατόν λάβη επισήμως θέσιν έναντι της φερομένης «Ομολογίας Πίστεως» και των υπογραψάντων αυτήν κληρικών αυτής, αναλογιζομένην τον κίνδυνον, τον οποίο εγκυμονεί δια την ενότητα της Εκκλησίας η επιδεικνυμένη ανοχή η, ως αποδείκνυται, και υπό τινων εκ των επισκόπων αυτής ενθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικών ενεργειών».
Ένταση στην Ιεραρχία
Η «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», η πορεία του Διαλόγου Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών αλλά και οι επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Μητροπολίτη Περγάμου, προς τον Αρχιεπίσκοπο και τους Μητροπολίτες αντίστοιχα, απασχόλησαν την Ιεραρχία η οποία ωστόσο έχει ταχθεί με απόφαση της υπέρ του Διαλόγου με της Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η απογευματινή συνεδρία της Πέμπτης αφιερώθηκε για την ενημέρωση της Συνόδου με την ευκαιρία της επικείμενης συνάντησης της Μικτής Επιτροπής στην Κύπρο.
Το βάρος της ενημέρωσης των Ιεραρχών σήκωσαν στους ώμους τους οι Μητροπολίτες Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος και Μεσσηνίας Χρυσόστομος.
Εκτός από τον μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ τις αντιρρήσεις και τις επιφυλάξεις του για το διεξαγόμενο διάλογο φέρεται να διατύπωσε και ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος.
«Ή θα γυρίσουμε να συζητήσουμε το πρόβλημα της Ουνίας ή θα διακόψουμε το Διάλογο» είπε, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ.Χρυσόστομος και πρότεινε όπως η Ελλαδική αντιπροσωπεία «υπογράφει ξεχωριστό κείμενο με τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος».
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος φέρεται να ζήτησε να δοθούν συγκεκριμένες οδηγίες στους μητροπολίτες-μέλη της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πρόταση που προκάλεσε την δυσαρέσκεια του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου.
«Δεν δεχόμαστε σκιές και αμφιβολίες για το αν υπερασπιζόμαστε την ορθοδοξία και την Εκκλησία της Ελλάδος με την συμμετοχή μας στο Διάλογο. Δεν δεχόμαστε με σκιές και αμφισβητήσεις να εκπροσωπήσουμε την Εκκλησία μας στο Διάλογο» φέρεται να είπε ο κ. Χρυσόστομος.
Ανάλογη ήταν και η στάση του τιτουλάριου Μητροπολίτη Αχαΐας Αθανασίου, ο οποίος διαμήνυσε στον πρόεδρο και τα μέλη της Ιεραρχίας πως συντάσσεται με τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας και θέτει στη διάθεση της Συνόδου την παραίτηση του από την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Προβληματισμό, ενόχληση, έκπληξη και πολλά ερωτήματα προκάλεσε σε πολλούς Ιεράρχες η δριμεία κριτική που άσκησε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Αφορμή στάθηκε η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Αρχιεπίσκοπο σχετικά με το κείμενο που περιφέρεται προς υπογραφή και τιτλοφορείται «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού»..........
Και όλα αυτά κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης της Ιεραρχίας για τον επικείμενο διάλογο Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών. Οι θέσεις κάποιων Ιεραρχών οδήγησαν τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο, επικεφαλή της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, να θέσει στη διάθεση της Ιεραρχίας την παραίτηση του από την αντιπροσωπεία.
Η κριτική Πειραιώς
Κατά τη διάρκεια της απογευματινής συνεδρίασης της Πέμπτης αναγνωστικέ η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον Αρχιεπίσκοπο με την οποία ζητάει η Εκκλησία της Ελλάδος να λάβει θέση αναφορικά με το διακινούμενο κείμενο με τίτλο "Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού".
Εκείνη την στιγμή ο ο κ. Σεραφείμ φανερά ενοχλημένος παρενέβη και φέρεται να είπε πως ο Πατριάρχης ψεύδεται με όσα υποστηρίζει στην επιστολή του για την «Ομολογία». Πριν λίγες ημέρες σε επιστολή του προς τον μεταμελημένο μητροπολίτη Γόρτυνος Ιερεμία, ο οποίος απέσυρε την υπογραφή του από το εν λόγω κείμενο, ο μητροπολίτης Πειραίως είχε χαρακτηρίσει ιδιοτελείς όλους όσοι στρέφονται κατά της «Ομολογίας».
«Συνεπώς η παρουσίασις υπό αγρυπνούντων αδελφών, κειμένου ορθοδόξου αληθείας και ορθοδόξου προοπτικής, ως είναι η επιγραφομένη «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού» (συγκρητιστικού) εις ουδέν κωλύει την εύρρυθμον λειτουργίαν του Εκκλησιαστικού βίου, αλλ’ αντιθέτως ενισχύει και ενδυναμώνει αυτόν και επομένως αι αιτιάσεις ενοχληθέντων αδελφών μελών του σώματος της Εκκλησίας, δυστυχώς αποβαίνουν ανεπέρειστοι και προσχηματικαί εκ σκοπιμότητος η ιδιοτελείας ορμώμεναι. Και τούτο καταθέτομεν μετά λόγου γνώσεως αναδιφώντες mota mo το ειρημένον κείμενον» έγραφε ο κ.Σεραφείμ, απευθυνόμενος στον κ.Ιερεμία, και πρόσθετε: «Ατυχώς οι ενοχλούμενοι, στρεβλώνουν τα εν αυτώ διαλαμβανόμενα και πειρώνται όπως εμφανίσουν αυτό ως δήθεν αντιτασσόμενον εις τα Πανορθοδόξως συμφωνηθέντα και αποφασισθέντα περί της διεξαγωγής διαλόγων μετά της ετεροδοξίας».
Μόλις ένα 24ωρο πριν την επιστολή Σεραφειμ, έφτανε στην Αρχιεπισκοπή η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου που έφερε στο φως της δημοσιότητας το Amen.gr.
«Η Εκκλησία της Ελλάδος μη καταδικάζουσα αλλά δεχόμενη σιωπηρώς την κυκλοφορίαν κειμένων «Ομολογίας Πίστεως», ως το περί ου ο λόγος, δια του οποίου τίθενται εκτός Εκκλησίας πάντες οι μετέχοντες εις τας μετά των ετεροδόξων σχέσεις, υπογεγραμμένον μάλιστα και υπό επισκόπων αυτής, δημιουργεί προβληματισμόν ουχί μόνον εις το ποίμνιον αυτής, αλλά και εις την μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνίαν αυτής» σημείωνε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και κατέληγε: «Παρακαλούμεν, όθεν, την Υμετέραν Μακαριότηταν και την περί Αυτήν τιμίαν Ιεραρχίαν όπως το ταχύτερον δυνατόν λάβη επισήμως θέσιν έναντι της φερομένης «Ομολογίας Πίστεως» και των υπογραψάντων αυτήν κληρικών αυτής, αναλογιζομένην τον κίνδυνον, τον οποίο εγκυμονεί δια την ενότητα της Εκκλησίας η επιδεικνυμένη ανοχή η, ως αποδείκνυται, και υπό τινων εκ των επισκόπων αυτής ενθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικών ενεργειών».
Ένταση στην Ιεραρχία
Η «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», η πορεία του Διαλόγου Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών αλλά και οι επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Μητροπολίτη Περγάμου, προς τον Αρχιεπίσκοπο και τους Μητροπολίτες αντίστοιχα, απασχόλησαν την Ιεραρχία η οποία ωστόσο έχει ταχθεί με απόφαση της υπέρ του Διαλόγου με της Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η απογευματινή συνεδρία της Πέμπτης αφιερώθηκε για την ενημέρωση της Συνόδου με την ευκαιρία της επικείμενης συνάντησης της Μικτής Επιτροπής στην Κύπρο.
Το βάρος της ενημέρωσης των Ιεραρχών σήκωσαν στους ώμους τους οι Μητροπολίτες Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος και Μεσσηνίας Χρυσόστομος.
Εκτός από τον μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ τις αντιρρήσεις και τις επιφυλάξεις του για το διεξαγόμενο διάλογο φέρεται να διατύπωσε και ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος.
«Ή θα γυρίσουμε να συζητήσουμε το πρόβλημα της Ουνίας ή θα διακόψουμε το Διάλογο» είπε, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ.Χρυσόστομος και πρότεινε όπως η Ελλαδική αντιπροσωπεία «υπογράφει ξεχωριστό κείμενο με τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος».
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος φέρεται να ζήτησε να δοθούν συγκεκριμένες οδηγίες στους μητροπολίτες-μέλη της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πρόταση που προκάλεσε την δυσαρέσκεια του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου.
«Δεν δεχόμαστε σκιές και αμφιβολίες για το αν υπερασπιζόμαστε την ορθοδοξία και την Εκκλησία της Ελλάδος με την συμμετοχή μας στο Διάλογο. Δεν δεχόμαστε με σκιές και αμφισβητήσεις να εκπροσωπήσουμε την Εκκλησία μας στο Διάλογο» φέρεται να είπε ο κ. Χρυσόστομος.
Ανάλογη ήταν και η στάση του τιτουλάριου Μητροπολίτη Αχαΐας Αθανασίου, ο οποίος διαμήνυσε στον πρόεδρο και τα μέλη της Ιεραρχίας πως συντάσσεται με τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας και θέτει στη διάθεση της Συνόδου την παραίτηση του από την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
-
Επιτέλους βρέθηκε ένας Δεσπότης να μιλήσει με τη γλώσσα της αλήθειας και όχι της διπλωματίας.
Δόξα Σοι ο Θεός !!! -
Διευκρινίζουμε ότι διαφωνούμε με τους χαρακτηρισμούς του κ. Παπαχρήστου σχετικά με τη στάση του Μητροπολίτου Πειραιώς (ειδικά με την θέση του ότι δήθεν η στάση του Σεβ. Πειραιώς δημιούργησε "προβληματισμό, ενόχληση,εκπληξη" και ότι η κριτική του ήταν "δριμεία"). Εμείς πιστεύουμε ότι πολλοί Ιεράρχες ανέμεναν ο Σεβ. Πειραιώς να ορθότομήσει τον λόγον της Αληθείας, όπως και το έπραξε. Η αλήθεια επίσης ότι ο Πατριάρχης ψεύδεται δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως "δριμεία κριτική".
Παρόλα αυτά δημοσιεύσαμε το άρθρο του κ. Παπαχρήστου για να υπάρξει ενημέρωση των αναγνωστών μας για όσα έγιναν στην Ιεραρχία.
πηγή έμπνευσης
Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009
«Νεονιστάμενοι» και Ορθόδοξοι
Γράφει ο κ. Παναγιώτης Τελεβάντος Φιλόλογος - Θεολόγος
Η συκοφαντία του π. Τσέτση εναντίον των παραδοσιακών θεολόγων ότι είναι “Νεοενιστάμενοι” (δηλαδή νέο είδος σχισματικών Παλαιοημερολογιτών) απαντήθηκε ήδη από συνεγάτες του “Ορθοδόξου Τύπου”, (Π. Σημάτης, Α. Φιλίππου, κτλ.) που ένιωσαν πικρία επειδή η συζήτηση εξετράπη εκ μέρους των Οικουμενιστών σε συκοφαντίες.
Για ποιο λόγο επιχειρείται η σπίλωση των ορθοδόξων πιστών ότι δήθεν έχουν διάθεση να αποσχιστούν από την Εκκλησία; Προφανώς στην παντελή έλλειψη επιχειρημάτων για τις καταπελτώδεις θέσεις της “Ομολογίας” για τον Οικουμενισμό.Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣΝα υπενθυμίσουμε ότι στη σοφή γραφίδα του μακαριστού Γέροντα Επιφάνιου οφείλεται το ξεκαθάρισμα ότι ο αγώνας των Ορθοδόξων διεξάγεται, όχι μόνον εναντίον του Οικουμενισμού, αλλά και εναντίον του “ζηλωτισμού”: “Των δύο άκρων”, όπως προσφυέστατα τα χαρακτήρισε ο μακαριστός Γέροντας.
Ο π. Επιφάνιος έγραψε τη μνημειώδη “ανοιχτή επιστολή προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα” και πολλά άλλα αντιοικουμενιστικά άρθρα. Παράλληλα συνέταξε πληθώρα άρθρων για να συγκρατήσει τους ετοιμόρροπους “να κοινωνήσουν τοις έργοις των σχισματικών τοις πονηροίς”.Γι’ αυτό ακριβώς ο μακαριστός Γέροντας έγινε στόχος των σχισματικών επειδή, με τις καταπελτώδεις θέσεις του, έσπασε κυριολεκτικά τη ραχοκοκκαλιά του παλαιοημερολογιτισμού και ανέστρεψε την τάση ευσεβών, πλην όμως στερουμένων θεολογικής παιδείας αδελφών μας, που ήταν έτοιμοι να προσχωρήσουν στο σχίσμα. Να προσθέσουμε και το άλλο επίτευγμα του π. Επιφανίου, το οποίο λίγοι συνειδητοποιούν:Ήταν τόσο συντριπτική η επιχειρηματολογία του αναφορικά με το σχίσμα, ώστε εξανάγκασε τους “Φωστινικούς” να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο των “Ματθαιικών” για να “προστατευθούν” από την ανομία τους. Έτσι τους αφαίρεσε το προσωπείο του σχισματικού και απεκάλυψε σ’ όλη της τη φριχτή δυσωδία το αιρετικό τους φρόνημα.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜΗ στάση του Γέροντα Επιφανίου και μετά από αυτόν των Αγιορειτών πατέρων και των παραδοσιακών θεολόγων δείχνει ότι όσοι κατηγορούν τους παραδοσιακούς πιστούς ότι έχουν διάθεση να αποσχιστούν από την Εκκλησία είναι αδίστακτοι συκοφάντες. Η στάση του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ είναι εξόχως χαρακτηριστική. Παράλληλα με τους αγώνες που διεξάγει εναντίον του Οικουμενισμού (είναι άλλωστε ο πρώτος από τους επισκόπους μας που υπέγραψε την “Ομολογία” για τον Οικουμενισμό) άνοιξε ανοιχτό πόλεμο με τους σχισματικούς Παλαιοημερολογίτες, ο οποίος ακόμη μαίνεται, με αμείωτη ένταση, από τις στήλες του θρησκευτικού περιοδικού τύπου. Να σημειώσουμε, μάλιστα, ότι ο Σεβασμιότατος είχε την παρρησία να χαρακτηρίσει άκυρα τα μυστήρια των Παλαιοημερολογιτικών καστών συνεπής με τους αγώνες του εναντίον της “Βαπτισματικής” θεολογίας και της θεολογίας των “αδελφών Εκκλησιών”.
ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ
Οι παραδοσιακοί πιστοί που υπέγραψαν την “Ομολογία” πίστεως για τον Οικουμενισμό έχουν στο ενεργητικό τους αδιαμφισβήτητες περγαμηνές ειλικρινούς αγάπης προς το Πατριαρχείο. Ο “Ορθόδοξος Τύπος” και προσωπικά ο διευθυντής του κ. Ζερβός, ο π. Θεόδωρος Ζήσης και άλλοι πατέρες, που πρωτοστάτησαν στη σύνταξη της “Ομολογίας” για τον Οικουμενισμό, υπέστησαν απηνείς διωγμούς και προσωπικές επιθέσεις από το μακαριστό Χριστόδουλο για τη φιλοπατριαρχική τους στάση. Ο “Ορθόδοξος Τύπος”, μάλιστα, δημοσίευσε ιδιόχειρο σημείωμα ευχαριστίας του Οικουμενικού Πατριάρχη για την υποστήριξη του Πατραρχείου στη διαμάχη του με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για το καθεστώς των Νέων Χωρών.
“ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ”
Δεν περιμένουν, λοιπόν, οι παραδοσιακοί πιστοί κανένα π. Τσέτση για να τους καθοδηγήσει ορθόδοξα, να τους εμπνεύσει αγάπη προς το Πατριαρχείο ή να τους εξηγήσει ότι εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία ή έγκυρα μυστήρια. Οσοι δέχονται έγκυρα τα μυστήρια των αιρετικών ή των σχισματικών Παλαιοημερολογιτών δέχονται ουσιαστικά ότι υπάρχει σωτηρία και έγκυρα μυστήρια εκτός Εκκλησίας.Ετσι επιγνώστως ή ανεπιγνώστως είναι οπαδοί της κακοδοξίας των “αδελφών” Εκκλησιών και της “Βαπτισματικής” θεολογίας: Δέχονται, δηλαδή, ότι οι Παλαιοημερολογιτικές κάστες ή άλλες αιρετικές ομολογίες είναι Ορθόδοξες Εκκλησίες!!! Με κανένα τρόπο οι παραδοσιακοί πιστοί δεν υιοθετούν αυτές τις κακοδοξίες.
ΑΔΙΣΤΑΚΤΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ
Οι παραδοσιακοί πιστοί δεν παίρνουν από κανένα μάθημα εκκλησιαστικού φρονήματος ή αγάπης προς το Πατριαρχείο. Οι ίδιοι οι Οικουμενιστές ο π. Τσέτσης και οι ομόφρονές του οδηγούν στην αποστασία του σχίσματος τους απλοικούς πιστούς.Αντίθετα οι παραδοσιακοί πιστοί, γίνονται το ανάχωμα όσων θέλουν να προσχωρήσουν στο σχίσμα όχι μόνο με τα θεολογικά τους επιχειρήματα αλλά και με τους συνεπείς αγώνες τους εναντίον του Οικουμενισμού. Προαγωγούς των σχισμάτων ας αναζητήσει ο π. Τσέτσης ΜΟΝΟΝ εκεί που υπάρχουν: Στις τάξεις των Οικουμενιστών
.Η συκοφαντία του εναντίον των παραδοσιακών πιστών ότι έχουν σχισματικό φρόνημα είναι ανήθικη και απόλυτα μετέωρη. Δεν υπάρχει έστω και ένα επιχείρημα που να τη στηρίζει. Συκοφάντης (διάβολος), όμως, είναι το όνομα του “αντικειμένου” επειδή διαβάλλει την αλήθεια. Ας μη ζηλώσει, λοιπόν, ο π. Τσέτσης τη δόξα του. Κατανοούμε ότι είναι έμμισθος του Οικουμενισμού. Αντιλαμβανόμαστε ότι γράφει κατόπιν εντολής άνωθεν! Ας μην ξεχνά, όμως, ότι υπάρχει Θεός που θα μας κρίνει όλους.Καλόν είναι να μην έχουμε στο τσουβάλι μας, μαζί με τις υπόλοιπες αμαρτίες, το βάρος της αδίστακτης συκοφαντίας και μάλιστα πατέρων και αδελφών μας οι οποίοι εις ουδέν αποσκοπούν παρά στη δόξα του Χριστού μας.
πηγή έμπνευσης
Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009
Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία
Τού π. Γ. Δ. Μεταλληνού
Αδιάσειστα ντοκουμέντα εναντίον όσων αρνούνται να αποδεχθούν το όνομα "Ρωμιός" ως γνήσια Εθνικό μας όνομα, και συκοφαντούν τη Ρωμανία ως "Βυζάντιο", συνεχίζοντας να παίζουν το παιχνίδι τών εχθρών τού έθνους μας. Το όνομα "Ρωμηός" δεν είναι παρά μια παραλλαγή τού "Ρωμαίος", η οποία βρίσκεται σε χρήση τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα, που εκφράζει την πολιτισμική και κρατική ενότητα τών Ορθόδοξων λαών τής Ρωμανίας. Χρησιμοποιούμε το "Ρωμηός" περισσότερο από το "Ρωμαίος", όχι επειδή υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφορά, αλλά επειδή βρίσκεται χρονικά κοντύτερα σ' εμάς και ο λαός μας το έχει συνηθίσει.
Οι Νεοπαγανιστές πολεμούν με μανία το όνομα «Ρωμηός» (= Ρωμαίος Ρωμαίος Ρωμηός) και την ιστορική του χρήση από εμάς τους Ορθοδόξους. Το πολεμούν δε, ακριβώς, διότι συνδέεται με την ορθοδοξο-πατερική παράδοση μας και χαρακτηρίζει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Έχω υπόψη μου, μεταξύ πολλών αντιρωμαίικων άρθρων, ένα σημείωμα του Δαυλού (αρ. 157, Ιανουάριος 1995, σ. 9308), υπογραφόμενο «Ο Μεταπολιτικός». Ο συντάκτης του άρθρου τονίζει με πάθος την κατ' αυτόν «αντίθεση» των όρων Έλλην και Ρωμιός. («Έλληνας σημαίνει ελεύθερος [… ] από κάθε είδους δογματισμό, θρησκευτικό ή πολιτικό» — «Ρωμιός είναι ο ελληνόφωνος Χριστιανός του Ρωμαϊκού κράτους», (που) «πιστεύει, ότι ο ένας Θεός εκφράζεται από μία μόνο έννοια στη ζωή, την εβραϊκή» (και που) «έκαιγε στον Ιππόδρομο της Νέας Ρώμης Κωνσταντινούπολης τους αντιφρονούντες, τους αιρετικούς»). (Βέβαια, αν αυτή είναι η ιστορική αλήθεια δεν ενδιαφέρει τον «Μεταπολιτικό», που τροφοδοτεί με «σκύβαλα» (Φιλιπ. 3,8) τους αναγνώστες του). Ενδιαφέρον, για την φαινομενικά ουδέτερη και στην ουσία αντιεκκλησιαστική οπτική του, είναι και το άρθρο (με παραπομπές, πάντα) του φιλολογούντος κ. Μάριου Πλωρίτη, «Περί Ελληνοχριστιανισμού», στην εφημ. Το Βήμα (Κυριακή, 11 Ιουνίου 2000), στο οποίο εδίδετο μια ιστορική αναφορά στην χρήση του όρου Έλλην στην Χριστιανική διαχρονία.
Ποια είναι, λοιπόν, η σημασία των ονομάτων Έλλην και Ρωμηός και ποια η ιστορική τους σχέση και χρήση; Για την γραφή του ονόματος Ρώμη(ι)ος, επεκράτησε μεν σήμερα η γραφή Ρωμιός, υποστηριζόμενη από γλωσσολόγους. Επιμένω όμως στη μορφή Ρωμηός, όπως και ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, διότι το Ρωμηός προέκυψε από πτώση του τόνου στην «Βυζαντινή» δημοτική ποίηση (Ρωμαίοι - Ρωμηοί) χάριν του μέτρου. Αυτή δε την μορφή γνωρίζει και ο ποιητής Γ. Σουρής (Ρωμηός, 29. 12. 1901). Γράφει π. x.:
«κι είπεν ο χρόνος ο παληός,
έλα, καινούριε χρόνε,
να παραλαβής τους Ρωμηούς,
που τους Ρωμηούς των τρώνε.
[… ]
αθάνατο Ρωμαίικο να ζήσης χίλια χρόνια…»
Ο Γ. Σουρής ακολουθεί την (ορθή) ιστορική ορθογραφία. Παραθέτουμε στη συνέχεια δύο σχετιζόμενα με το πρόβλημα κείμενά μας:
Τα ονόματα Έλλην - Γραικός - Ρωμαίος (Ρωμηός)
Για το όνομα Ρωμηός (= Ρωμαίος) υπάρχει μεγάλη σύγχυση, σ' εκείνους φυσικά που ερασιτεχνικά ασχολούνται με την ιστορία, ενώ όσοι έχουν τις επιστημονικές προϋποθέσεις μπορούν να κατανοήσουν την έννοια και ιστορική σημασία των εθνικών μας ονομάτων.
Το όνομα «Έλλην» είναι το κυριότερο όνομα του έθνους των Ελλήνων. Η έννοιά του όμως ποικίλλει κατά περιόδους και άλλοτε είναι φυλετική και άλλοτε εθνική ή πολιτιστική ή θρησκευτική, στους τελευταίους δε αιώνες καθαρά εθνική. Είναι όμως γεγονός, ότι (κατά τον Αριστοτέλη) αρχαιότερο είναι το όνομα Γραικός για το έθνος μας και με αυτό μας ονόμαζαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Από τον 8ο όμως αιώνα (Καρλομάγνος και το περιβάλλον του) το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας («Βυζάντιο») ονομαζόταν Γραικία και οι κάτοικοί της Γραικοί, αλλά με μειωτική έννοια (αιρετικοί και κίβδηλοι). Το υβριστικό αυτό υπόβαθρο διατήρησε το όνομα αυτό στα χείλη των δυτικών, ως τον αιώνα μας. Ενώ, λοιπόν, καυχώμεθα και για το όνομα μας αυτό (Γραικοί), όταν χρησιμοποιείται σε δυτικά κείμενα (παλαιότερα), πρέπει να γνωρίζουμε την αληθινή του σημασία.
Το όνομα Γραικός στη Δύση, από τον 8ο αιώνα, δηλώνει τον μη γνήσιο Ρωμαίο, διότι το όνομα Ρωμαίος διεκδικούσε ο φραγκολατινικός κόσμος. Το 962 ιδρύθηκε από τους απογόνους του Καρλομάγνου, του μεγαλύτερου εχθρού του Ελληνισμού, η «Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους», υποκαθιστώντας (θεωρητικά) την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως. Η Ενωμένη Ευρώπη, υπό την (πραγματική) ηγεσία της Γαλλίας (Φραγκιάς) και της Γερμανίας (Τευτονίας), δηλαδή των φραγκολατινικών εθνοτήτων (οι σημερινοί Άγγλοι είναι οι Νορμανδοφράγκοι και οι λαοί της Κεντρικής Ευρώπης οι Λομβαρδοφράγκοι), δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη διάλυση της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης - Ρωμανίας. Ρωμανία ονομαζόταν η αυτοκρατορία, που εκτεινόταν αρχικά σ’ Ανατολή και Δύση.
Είναι γεγονός, ότι το όνομα Ρωμαίος γενικεύθηκε στην (αρχαία) Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 212 (Constitutio Antoniniana του Καρακάλλα). Από το 330 όμως (εγκαίνια Νέας Ρώμης) η αυτοκρατορία γίνεται Χριστιανική και ελληνική (πλήρης εξελληνισμός από τον Ιουστινιανό ως τον Ηράκλειο, 6-7ος αι. ). Μη λησμονούμε, ότι και η Παλαιά Ρώμη (της Ιταλίας) έλαβε όνομα ελληνικό (Ρώμη), τον 4ο δε αιώνα π. Χ. Ονομαζόταν «πόλις ελληνίς» (Ηρακλείδης ο Ποντικός). Το 330 η νέα πρωτεύουσα της νέας Χριστιανικής αυτοκρατορίας (Μ. Κωνσταντίνος) ονομάσθηκε (όχι Κωνσταντινούπολη, αλλά) Νέα Ρώμη, διότι η Παλαιά Ρώμη μεταφέρθηκε ολόκληρη στην ελληνική Ανατολή (Translatio Urbis). Το όνομα Κωνσταντινούπολις θα της δοθεί ταυτόχρονα προς τιμήν του ιδρυτού της. Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (380, κανόνας γ') και στην Δ΄ (451, καν. 28) λέγεται ρητά, ότι «εικότως» έλαβε η νέα πρωτεύουσα ίσα «πρεσβεία» με την Παλαιά Ρώμη, «δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Γι' αυτό όλοι οι αυτοκράτορες, Έλληνες εκ καταγωγής στη συντριπτική τους πλειονότητα, ως τον ουσιαστικά Νεοέλληνα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο (+ 1453), θα ονομάζονται και θα αυτοκαλούνται «αυτοκράτορες των Ρωμαίων». Γιατί;
Από το 330 το όνομα της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης είναι Ρωμανία. Το όνομα αυτό αναφέρεται ήδη τον 4ο αιώνα από το Μ. Αθανάσιο. Το όνομα Βυζάντιο για το κράτος θα εμφανισθεί για πρώτη φορά σε Φράγκους συγγραφείς — Ιερώνυμος Βολφ—το 1562. Πριν από το έτος αυτό ποτέ δεν ονομάσθηκε η αυτοκρατορία Βυζάντιο. Οι κάτοικοι του κράτους ονομάζονται Ρωμαίοι, μολονότι πολιτιστικά είναι όλοι Έλληνες και πνευματικά Ορθόδοξοι. Ελληνισμός ρωμαϊκός κρατικός φορέας και Ορθοδοξία είναι τα συστατικά μεγέθη της Νέας αυτοκρατορίας. Βέβαια, το κύριο στοιχείο της αυτοκρατορίας είναι οι εκ καταγωγής (φυλετικά, δηλαδή) Έλληνες.
Το όνομα Ρωμαίος ήταν λοιπόν κρατικό, σε μία αυτοκρατορία που ήταν πολιτιστικά (γλώσσα, παιδεία) απόλυτα ελληνική, και όχι φυλετικά. Επειδή δε η Κωνσταντινούπολη νέα Ρώμη δια των Αγίων της έγινε προπύργιο της Ορθοδοξίας, το όνομα Ρωμαίος σημαίνει, τελικά, Ορθόδοξος πολίτης της Νέας Ρώμης (Όχι της παλαιάς, που έγινε το κέντρο του Παπισμού από τον 11ο αιώνα -σχίσμα). Αυτό ομολογούν οι Ορθόδοξοι και Έλληνες Πατριάρχες της Ανατολής στον διάλογό τους με τους Αγγλικανούς Ανωμότους τον 18ο αιώνα (1716-1725). «… Πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την Νέαν Ρώμην καλουμένων». Οι Έλληνες, δηλαδή, μαζί με όλους τους Ορθοδόξους της Εθναρχίας (που ήταν συνέχεια της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας) ονομάζονται εδώ Γραικοί, διότι έτσι μας ονόμαζαν από τον 8ο αιώνα οι ευρωπαίοι (Grec, Grieche, Greco) και Νεορωμαίοι, ως πολίτες και πνευματικά τέκνα της Νέας Ρώμης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Ν. Σπηλιάδης (στενός συνεργάτης του Καποδίστρια) στα Απομνημονεύματά του λέγει ότι ο Ι. Καποδίστριας ήθελε να δημιουργήσει «Νεορωμαϊκήν αυτοκρατορίαν» (ανακοίνωση καθηγ. Π. Χριστοπούλου), δηλαδή να αναστήσει την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως, που φυσικά δεν το ενέκρινε η Ευρώπη των απογόνων του Καρλομάγνου.
Το όνομα Ρωμαίος, συνεπώς, αν μέχρι το 330 μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο όνομα δουλείας και υποταγής, από το έτος εκείνο είναι για τους Έλληνες όνομα τιμής και δόξας, αφού μόνο αυτό (και όχι το ανύπαρκτο ως κρατικό, μέχρι το 1562, Βυζάντιο) χαρακτηρίζει την αυτοκρατορία μας και τη θέση μας σ’ αυτήν. Ρωμηά ήταν η Αθηναία Βασίλισσα Ευδοκία (5ος αι. ), Ρωμηά και η (κυβερνώσα) αυτοκράτειρα Ειρήνη, πάλι Αθηναία, τον 8ο αι. Στην Αθήνα ήλθε και ο Ρωμαίος, αλλά Έλληνας Μακεδόνας, Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, για να προσκυνήσει την Παναγία την Αθηνιώτισσα στον Παρθενώνα. Είναι τραγικό, αλήθεια, αυτό που λειτούργησε ιστορικά ως σύνθεση ευεργετική για το Έθνος - Γένος μας, εμείς οι δυτικοθρεμμένοι Νεοέλληνες να το εκλαμβάνουμε ως αντίθεση.
Το όνομα Ρωμαίος όμως φανερώνει την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Ρωμαίος σημαίνει τελικά Ορθόδοξος Χριστιανός, ενώ το Έλλην, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, μπορεί να σημαίνει μόνο τον αρχαιολάτρη τύπου Γεμιστού Πλήθωνος ή και τον Τέκτονα εκδυτικισμένο και φραγκόφιλο. Όταν, συνεπώς, απορρίπτεται ή και πολεμείται το όνομα Ρωμαίος Ρωμηός, πρέπει να ερευνάται και η αιτία, η προέλευση δηλαδή της πολεμικής. Είναι απλώς ανιστόρητη αρχαιολατρία, δυτική επίδραση ή και πολεμική κατά της Ορθοδοξίας;
Ως Ρωμαίοι οι Έλληνες δηλώνουμε τον σύνδεσμο του έθνους μας με την Ορθόδοξη, αγιοπατερική παράδοση και την Ορθόδοξη ταυτότητα μας. Γι’ αυτό έχουμε τη συνείδηση, ότι εθνικά φυλετικά είμασθε Έλληνες ή και Γραικοί (όλα δικά μας είναι) πνευματικά, όμως, δηλαδή στην πίστη μας, είμασθε Ρωμαίοι Ρωμηοί, δηλαδή Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όχι εξωμότες Γραικύλοι και «γενίτσαροι» προς την Οθωμανική Ανατολή (Τουρκιά) ή την αλλοτριωμένη Δύση (Φραγκιά). Όταν οι πατέρες μας στη διάρκεια της δουλείας έλεγαν για κάποιον Έλληνα: ετούρκευσε ή εφράγκευσε, σήμαινε: χάνοντας την Ορθόδοξη πίστη του, έπαυσε να είναι και Έλληνας. Αυτά βέβαια ως τον 19ο αιώνα. Στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, όπως άλλωστε και στο «Βυζάντιο», νομικά, Έλληνας μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από την καταγωγή του, ως πολίτης του κράτους, προστατευόμενος συνταγματικά — και πολύ ορθά — από τους νόμους.
Βασική Βιβλιογραφία Παν. Κ. Χρήστου, Οι περιπέτειες των Εθνικών Ονομάτων των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 1991. Π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη, Αθήνα 19812. Π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992. Του ίδιου, Πολιτική και Θεολογία, Κατερίνη 1990, σ. 51 κ. ε.
Αναχρονολόγηση του όρου «Ρωμηοσύνη»
1. Όσο κι αν κατά τον κριτικότατο αείμνηστο διδάσκαλο μου, καθηγητή Νικόλαο Τωμαδάκη, ο όρος «Ρωμηοσύνη» είναι «νεόπλασμα»[1], εν τούτοις εκφράζει κατά τον αυθεντικότερο και ιστορικά δικαιωμένο τρόπο, το φρόνημα των Ορθοδόξων Πολιτών της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως), αλλά και όλους τους λαούς της γης ή μεμονωμένα άτομα, που έζησαν και ζουν ιστορικά με το φρόνημα αυτό[2]. Ο όρος έχει άμεση σχέση με τα ιστορικά ονόματά μας Ρωμανία και Ρωμαίος (Ρωμηός), που συνδέονται αδιαίρετα με το ιστορικό μέγεθος, που εγκαθιδρύθηκε στην Ιστορία στις 11 Μαΐου 330 μ. Χ., με τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και όλης της Ευρώπης, της Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης. Όπως ο κοινότατος (και τόσο παρεξηγημένος) σήμερα όρος «Ελληνο-Χριστιανικός» είναι κατασκεύασμα γλωσσικό μόλις του 1852 (Σπυρ. Ζαμπέλιος)[3], αλλά εκφράζει μία μακρά ιστορική πραγματικότητα, έτσι και ο όρος Ρωμηοσύνη (αντίστοιχος όρος: Φραγκοσύνη) είναι μεν νεώτερο γλωσσικό εύρημα, αλλά, μέσα στις κοσμογονικές ανακατατάξεις και μεταπλάσεις του βαλκανικού χώρου στους τελευταίους αιώνες, είναι ο καταλληλότερος, για να εκφράσει το πνευματικό περιεχόμενο, βίωμα και ήθος της «ρωμαίικης» και «μεταρωμαίικης» («βυζαντινής» και «μεταβυζαντινής») περιόδου της ιστορίας του Ελληνισμού, στη στενότερη φυλετική και την ευρύτερη οικουμενική εκδοχή του. Ρωμηοσύνη είναι η Ελληνικότητα στην οικουμενική Ορθόδοξη ιστορική ενσάρκωσή της.
2. Πρόβλημα όμως μόνιμο στην έρευνα συνιστά η ιστορική εμφάνιση του όρου. Βιογραφώντας τον Ληξουριώτη ριζοσπάστη πολιτικό του 19ου αιώνα Γεώργιο Τυπάλδο Ιακωβάτο (1813-1882), ασχοληθήκαμε ειδικά με τον όρο Ρωμηοσύνη και τις πνευματικο-πολιτικές παραμέτρους του[4]. Επισημαίνοντας και μεις την πρώτη (γνωστή ως τότε) χρήση του όρου στο νεανικό του πολύτιμο έργο «Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας», γραμμένο μεταξύ 1831-1837, που εξέδωσε κριτικά ο καθηγητής κ. Σπ. Ασδραχάς[5], προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε και το ιδεολογικό πλαίσιο εμφανίσεως του όρου. Έτσι, στράφηκε η προσοχή μας στην πνευματική επίδραση του πρεσβυτέρου αδελφού του Γεωργίου, Κωνσταντίνου (1795-1867), ιερομόναχου τότε και καθηγητού στην Ιόνιο Ακαδημία, και στον κύκλο του εθνικού μας ποιητού Διονυσίου Σολωμού (1797-1857), στον οποίο διαβάζονταν τα κείμενα των Δημ. Καταρτζή, Π. Χριστοπούλου και Ι. Βηλαρά, στα οποία είναι ευρύτατη η χρήση των συγγενών όρων Ρωμηός και Ρωμανία[6].
Όταν όμως γράφαμε τα παραπάνω (1988), δεν είχε προσελκύσει την προσοχή μας το γνωστό και χρήσιμο και ως ιστορικό κείμενο «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» του Μπάρμπα Παντζελιού, την τελευταία κριτική έκδοση του οποίον οφείλουμε στον αείμνηστο Βασίλ. Λαούρδα[7]. Την υπόδειξη για τη χρήση του όρου Ρωμηοσύνη στο κείμενο αυτό, δηλαδή ήδη το έτος 1786[8], οφείλουμε ευγνωμόνως στον αγαπητό και εκλεκτό συνερευνητή της ιστορίας του «Ρωμαίικου», Ιστορικό Κριτικό και Λογοτέχνη, κ. Κώστα Σαρδελή.
3. Το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» χρησιμοποιεί τον όρο «Ρωμιός -ιοί», στην ιστορικά καθιερωμένη χρήση του. Π.χ.:
στ. 56: «ουλ' οι Ρωμιοί θα σηκωθούν και την Τουρκιά θα φάσι» (παράβαλλε στ. 76, 100, 740).
Επίσης τον όρο «Ρούμελη».
στ. 78: «πως εσηκώθηκ' η Βλαχιά, κι η Ρούμελη κι η Μάνη» (Ρούμελη = η Στερεά Ελλάδα), σ' αντίθεση με την «Τουρκιά» (στ. 121, 144 κ. ά.).
Σ' αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιείται και ο όρος «Ρωμηοσύνη», και μάλιστα σε αναφορά προς το αναμενόμενο ελεύθερο Γένος, στα ακόλουθα σημεία:
στ. 10: Ο Δασκαλογιάννης «με την καρδιά τουν ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη… ».
Το νόημα του όρου προσδιορίζεται σαφώς από τους επόμενους στίχους:
11-16: «Κάθε Λαμπρή και Κυριακή ήβανε το καπέλλο
και του Πρωτόπαπά 'λεγε: Το Μόσκοβο θα φέρω
να τα συντράμει τα Σφακιά τσοι Τούρκους να ζυγώξου
και για την Κόκκινη Μηλιά δρόμο να τώνε δώσου
Μα κι οποίοι τωνεθέλουσι στην Κρήτη ν' απομείνου
Σταυρό να προσκυνήσουσι και χρισθιανοί να γίνου».
στ. 108: «τση Ρωμιοσύνης τον οχτρό ούλοι να πολεμούσι…»
στ. 980-81: «Μα δίχως να την κάμουσι την Κρήτη Ρωμιοσύνη
να τα ξεβγάλουν τα Σφακιά δεν ήτο δικιοσύνη… »
4. Το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» μας επιτρέπει, συνεπώς, να διαπιστώσουμε χρήση του όρου, και μάλιστα με άνεση, που δείχνει εξοικείωση μαζί του και μακρά παρουσία του στο ευρύτερο λαϊκό λεξιλόγιο, πενήντα περίπου χρόνια πριν από τον Γ. Ιακωβάτο. Κυκλοφορούσε, μάλιστα, ο όρος στο στόμα του Λαού, που με απόλυτο σεβασμό, όπως δείχνει η δημοτική μας ποίηση, χρησιμοποιεί τους καθιερωμένους όρους, χωρίς τον βιασμό που συνήθως επιβάλλουν στη χρήση τους οι λόγιοι, υποκείμενοι στις οποιεσδήποτε δεσμεύσεις ή ιδεολογικές σκοπιμότητές τους. Η διάσωση λ. χ. του όρου Ρωμανία, που από τον δ΄ αιώνα δηλώνει το όνομα της εκχριστιανισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[9], γίνεται στο στόμα του λαού (ποίηση π.χ. Πόντου, Κύπρου κ.λπ.), ενώ η λογιοσύνη άκριτα και δουλικά δέχθηκε τους όρους «Βυζάντιο» (και «Βυζαντινή αυτοκρατορία»), που μόλις το 1562 για πρώτη φορά εφευρέθηκαν από δυτικούς συγγραφείς (Ιερεμίας Βολφ) για την εγκατάλειψη από τον Ελληνισμό του ονόματος της αυτοκρατορίας του και την ιδιοποίησή του από τη Δύση.
5. Είμαι γι’ αυτό ευγνώμων στον φίλτατο κ. Κ. Σαρδελή, διότι τώρα μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια ανανεωμένα συμπεράσματα:
α) Ο όρος «Ρωμηοσύνη » είναι πολύ παλαιότερος απ’ όσο φανταζόμεθα προηγουμένως. Από τη δεκαετία του 1830 κατεβαίνουμε στη δεκαετία του 1780 και, γιατί όχι, και προ του 1770, εποχή, την οποία εξιστορεί ο Μπάρμπα Πατζελιός, ο οποίος με κάθε άνεση παραδίδει τον όρο. Αν ο όρος πλάσθηκε στην Κρήτη, δεν μπορεί να υποστηριχθεί αυτή τη στιγμή.
β) Η κυκλοφορία του όρου στο στόμα του λαού, ανεξάρτητα από την πρώτη εμφάνιση του, φανερώνει βαθύ ρίζωμά του στην ευρεία λαϊκή Κρητική συνείδηση, που μένει πιστότερα εξαρτημένη από τη ρωμαίικη παράδοση του Γένους.
γ) Είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε πια θέσεις, όπως εκείνες του σοφού κατά τα άλλα και πολυΐστορος Νικ. Τωμαδάκη. Ότι δηλαδή ο όρος «Ρωμιοσύνη» είναι «νεόπλασμα του παρελθόντος» (= 19ου αι. )[10], χρησιμοποιούμενον ακρίτως υπό τίνων λογοτεχνών (Εφταλιώτης, Κόντογλου)! Έτσι θα αποφευχθούν και ανοίκειες στην επιστήμη απολυτότητες, όπως η διακήρυξη του ιδίου Διδασκάλου, ότι δήθεν «ουδείς προ του 1850 είπεν ή έγραφε την λέξιν αυτήν, με την οποίαν θέλουν να αντικαταστήσουν τον Ελληνισμόν»[11]!
δ) Ουδείς όμως εχέφρων και ισορροπημένος ερευνητής θα ήθελε ποτέ να αντικαταστήσει τον κατά τον ίδιο διδάσκαλο «αναντικατάστατον Ελληνισμόν»[12] με το όνομα Ρωμηοσύνη, για τον απλούστατο λόγο, ότι οι όροι νοηματικά δεν συμπίπτουν σήμερα απόλυτα. Ο όρος «Ρωμηοσύνη» σημαίνει τον Ορθόδοξο Ελληνισμό, και μάλιστα στην οικουμενική εκδοχή του: Κάθε Ορθόδοξος πολίτης της Νέας Ρώμης, ανεξάρτητα από τη φυλετική καταγωγή του, είναι αυτοδίκαια «Ρωμαίος - Ρωμηός». Ενώ το όνομα «Έλλην», ταυτισμένο από τον 19ο αι. Με το «Ελληνικόν Κράτος», μπορεί με κάθε ευκολία[13] να αποδοθεί και στους μη Ορθοδόξους.
Όταν, συνεπώς, ο Ορθόδοξος Έλλην αυτοπροσδιορίζεται και με το (κρατικό πνευματικό και ποτέ φυλετικό) όνομα «Ρωμηός», δηλώνει την Ορθόδοξη ταυτότητα και συνείδησή του. Ουδεμία άρα σύγκρουση μπορεί να υπάρξει στη χρήση αυτών των ονομάτων. Τα ονόματα «Ρωμαίος» και «Έλλην» ταυτίσθηκαν στη μακραίωνη ιστορική τους χρήση και μόνο η λογιοσύνη έχασε κάποια ισορροπία στη χρήση τους. Όχι όμως ποτέ το ευρύ στρώμα του λαού και η πνευματική κιβωτός του, η πατερική Ορθοδοξία.
6) Για το όνομα Ρωμηός, τη σημασία του και την γραφή του, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η θέση του ιστορικού καθηγ. Δημ. Ν. Κιτσίκη (Πρόλογος της γ' εκδόσεως του έργου του: Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 19973).
Χρησιμοποιώ συστηματικά στο παρόν βιβλίο την λέξη «Έλλην» αντί του «Ρωμηός» ή «Ρωμιός» ή και «Γραικός». Παντού στον κόσμο η Ιστορία γράφεται με βάση τα υπάρχοντα κράτη της παρούσης στιγμής. Παρά ταύτα, στον Βυζαντινοθωμανικό κόσμο οι λέξεις «Ρωμαίος» ή «Ρωμηός» ήσαν καθιερωμένες. Όσο για την λέξη «βυζαντινός», αυτή είναι καθαρώς δυτικής προελεύσεως. Ιδού, φέρ' ειπείν, τι γράφει επί του προκειμένου ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στον Χιώτη λόγιο Γ. Ζολώτα (1845-1906), την 1η Ιουλίου 1886: «Φίλε Ζολώτα, όσο και αν ηρεύνησα κατά τους κατά τον μέσον αιώνα ημετέρους ιστορικούς και χρονογράφους, δεν ηδυνήθην να εύρω εν αυτοίς το όνομα των Βυζαντινών ή Βυζαντίνων, όπως θέλεις. Μετεχειρίζονται τα ονόματα Ρωμαίοι, Γραικοί και, περί τα τέλη, Έλληνες… Φοβούμαι, λοιπόν, ότι το όνομα επλάσθη υπό των Δυτικών, ημείς δε το εχάψαμεν».
Στον πρόλογο του Γ' τόμου της Ιστορίας του Ελληνικού έθνους (1872, έκδ. 1886, σελ. κα'), ο Παπαρρηγόπουλος παρατηρούσε πως «καλούμεθα σήμερον Έλληνες, τους δε εν ταις αυταίς χώραις κατά τον μέσον αιώνα πρωταγωνιστήσαντας ονομάζομεν Βυζαντινούς. Αυτοί όμως ούτοι δεν παρεδέχθησαν την προσηγορίαν ταύτην, αλλ’ εκάλουν εαυτούς Ρωμαίους, Γραικούς και, από της ΙΑ΄ εκατονταετηρίδος, Έλληνας. Το όνομα Βυζαντινοί δεν επεκράτησεν ειμή παρά τοις Έσπερίοις, συνδεθέν υπ' αυτών μετά ποικίλων περιφρονητικών εκδοχών».
Πράγματι, μόνον το 1562, δηλαδή 109 χρόνια μετά την Άλωση, ο Γερμανός φιλόλογος Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τους όρους Βυζάντιο και Βυζαντινός για ν' αναφερθεί στην Ιστορία της Αυτοκρατορίας, δανειζόμενος αυτές τις προσηγορίες στην ονομασία της Κωνσταντινουπόλεως κατά την αρχαιότητα και μέχρι το 330 μ. Χ., οπότε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας της έδωσε το δικό του όνομα.
Αν και για λόγους πρακτικούς χρησιμοποιώ στο παρόν βιβλίο όχι μόνον τον όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά και τον όρο Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην ουσία ούτε και η δεύτερη τούτη ονομασία είναι σωστή, εφ’ όσον νομίμως ποτέ δεν υπήρξε άλλη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από αυτήν των Ελληνορθόδοξων. Η αξίωση του Καρλομάγνου, το 800 μ.Χ., να δημιουργήσει και πάλι μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποίαν απεκάλεσαν οι Δυτικοί επί χίλια χρόνια «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ως σφετερισμός τίτλου που επιχειρήθηκε από τους βαρβάρους Φράγκους. Οι δε βάρβαροι αυτοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ως Ρωμαίους τους νόμιμους κατόχους του τίτλου και αποκαλούσαν χλευαστικά την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως «Ελληνική Αυτοκρατορία». Οι Καθολικές σταυροφορίες, που εγκαινιάσθηκαν στον 11ο αιώνα με στόχο την υποδούλωση των Ελληνορθοδόξων και όχι μόνον των Μουσουλμάνων, αύξησαν σημαντικά το μίσος των Φράγκων κατά των «δολίων Ελλήνων», όπως αρέσκοντο να τους υβρίζουν. Η δε ηθελημένη άγνοια εκ μέρους των δυτικόφιλων Ελλήνων για την ιστορία της χώρας τους οδηγεί στο σημείο όχι μόνον να χρησιμοποιούν το επίθετο Βυζαντινός με την υποτιμητική τον έννοια —π. χ. μιλούν και αυτοί για «βυζαντινές ίντριγκες»— αλλά και να θυσιάζουν στον βωμό της «Ενωμένης Ευρώπης» την ελληνική αξιοπρέπεια, αποδεχόμενοι ως ηγέτες του ελληνικού κράτους, στην πρώην πρωτεύουσα του σφετεριστή Καρλομάγνου, στο Άαχεν (Αίξ-Λά-Σαπέλ), βραβείο Καρλομάγνου, στην ίδια πόλη όπου το 802 (γρ. 809) αποφασίστηκε από τους καθολικούς η καθιέρωση του φιλιόκβε που τους χώρισε από τους Ορθοδόξους.
Αντιθέτως, κανένας λαός της Ενδιάμεσης Περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων, δεν αμφισβήτησε ποτέ και σε καμία περίπτωση την ιδιότητα του Ρωμαίου στους κατοίκους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο:
α) Η λέξη Ρωμηός (Ρουμ) εχρησιμοποιείτο για να κατονομάζονται οι άνθρωποι (φερ' ειπείν ο Μεβλάνα Τζελαλεντίν Ρούμι) και οι θεσμοί (όπως η Αυτοκρατορία των Σελτζούκων του Ρουμ ή η Οθωμανική Αυτοκρατορία που απεκαλείτο, ακριβώς όπως η Βυζαντινή, Ντιγιάρι Ρουμ, δηλαδή η χώρα των Ρωμηών, ή τέλος ο ίδιος ο Οθωμανός σουλτάνος που έφερε τον τίτλο του Σουλτάνι Ρουμ, σουλτάνου των Ρωμηών), ώστε να υπογραμμισθεί ο κοινός πολιτισμός του χώρου που εκτείνεται στις δύο πλευρές του Αιγαίου, του χώρου των Ρωμηών.
β) Οι παραδοσιακοί κύκλοι στην Ελλάδα και ιδιαίτερα οι κύκλοι της Ορθοδοξίας, ως και η λαϊκή συνείδηση, πάντοτε προτιμούσαν την λέξη Ρωμηός αντί του Έλλην, εφ’ όσον ο Ρωμηός είναι πρωταρχικά ο Ελληνορθόδοξος που ως μητρική γλώσσα μπορεί να έχει την αρβανίτικη, την βουλγαρική, την τουρκική ή την αραβική. Έτσι αποτρέπονται οι αποσχιστικές τάσεις που βασίζονται στο γλωσσικό ιδίωμα και μόνον. Θυμάμαι έναν Τούρκο συνάδελφο που επέμενε να ικανοποιηθεί το αίτημα να χρησιμοποιείται η λέξη Έλλην για τους σημερινούς ελληνοφώνους, διότι έτσι τους απομάκρυνε από την βυζαντινή κληρονομιά τους και από τους Ρωμηούς του χώρου της Ενδιάμεσης περιοχής.
Πριν από την δυτικοποίηση της Ενδιάμεσης περιοχής οι Τούρκοι είχαν απόλυτο δίκαιο να χρησιμοποιούν, όπως και οι Έλληνες, μονάχα την λέξη Ρουμ - Ρωμαίος, χωρίς ποτέ να δημιουργηθεί σύγχυση με την ιταλική χερσόνησο. Αλλά μετά την δυτικοποίηση άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο «Ρωμέν» αντί του Ρουμ για τις ελληνικές αρχαιότητες της Μικρασίας, σαν να προήρχοντο από τους Ιταλούς της Ρώμης, ενώ και οι Έλληνες του κράτους των Αθηνών άρχισαν να μιλούν για ελληνικές αρχαιότητες στην Τουρκία ως διαφέρουσες από τις ρωμαϊκές ρωμαίικες. Για τον λόγο αυτό οι Έλληνες τουρίστες στην Τουρκία κατηγορούν τους Τούρκους ξεναγούς ότι επίτηδες χρησιμοποιούν τον όρο «ρωμαϊκές αρχαιότητες» αντί του όρου «ελληνικές αρχαιότητες», για να αρνηθούν την ελληνική προέλευση των αρχαιοτήτων. Είναι συνεπώς σαφές πως η δυτικοποίηση ευθύνεται για την αντιδίκια Ελλήνων και Τούρκων, οι οποίοι χρησιμοποιούν ο ένας κατά του άλλου όρους των Φράγκων εχθρών τους. Προτείνω συνεπώς, για να παύσει αυτός ο πόλεμος των λέξεων, να χρησιμοποιηθεί ο σημερινός όρος Ελλην - Γιουνανλί για να χαρακτηρισθεί η ιστορία των Ρωμαίων - Ρωμηών, με την διευκρίνηση όμως ότι εννοούμε ως «Έλληνες» στην Βυζαντινοθωμανική Αυτοκρατορία όχι αυτούς που ομιλούν Ελληνικά, αλλά όσους ανήκουν στην Ορθοδοξία, στο μιλλέτι των Ορθοδόξων, είτε αυτοί είναι Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Αλβανοί, Άραβες είτε Τούρκοι. [...]
--------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
[1] Ν. Β. Τωμαδάκη, «Η αδόκιμος Ρωμιοσύνη και η υπόδουλος Ρωμηοσύνη», ΕΕΒΣ, τ. 44 (1979-80), σ. 330.
[2] Βλέπε Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη (Έλεγχος θέσεων της Δυτικής Ιστοριογραφίας)», στον τόμο Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σσ. 74-86.
[3] Βλέπε Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1993, σ. 404.
[4] π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Πολιτική και Θεολογία, Κατερίνη 1990, σ. 51 ε. ε.
[5] Γεώργιος Τυπάλδος Iακωβάτος, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, έκδοση - εισαγωγή - σχόλια Σπύρος I. Ασδραχάς, Αθήνα 1982.
[6] π. Γ. Δ. Μεταλληνού, όπ. π. , σ. 78 ε. ε.
[7] Μπάρμπα Παντζελιού, Το τραγούδι τού Δασκαλογιάννη. Εισαγωγή-Σχόλια Βασ. Λαούρδα, Ηράκλειον Κρήτης 1947. Κατά τον εκδότη είναι «ένα από τα πιο αξιόλογα έργα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (σ. 7).
[8] Βλέπε Βασ. Λαούρδα, όπ. π. , σ. 13.
[9] Περί το 335 γράφει ο Μ. Αθανάσιος, Ιστορ. Αρειαν., Προς Μοναχούς Ε', 35: «μητρόπολις η Ρώμη της Ρωμανίας εστίν».
[10] Ο Ν. Τωμαδάκης μιλεί ακόμη για «ανύπαρκτον όρον Ρωμιοσύνη» (όπου π., σ. 330)!!!
[11] Στο ίδιο.
[12] Ν. Β. Τωμαδάκη, «Ο αναντικατάστατος Ελληνισμός», επετηρίς Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, τ. Β΄ (1981-82), σσ. 83-91.
[13] Σ' αυτό συνετέλεσε η κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ταύτιση του ονόματος Έλλην όχι με το «Ορθόδοξος», αλλά με το γενικότερο «Χριστιανός» από την πολιτική ηγεσία (π. χ. Θεόδ. Νέγρης), για την προσέλκυση των δυτικών Δυνάμεων.
Οι Νεοπαγανιστές πολεμούν με μανία το όνομα «Ρωμηός» (= Ρωμαίος Ρωμαίος Ρωμηός) και την ιστορική του χρήση από εμάς τους Ορθοδόξους. Το πολεμούν δε, ακριβώς, διότι συνδέεται με την ορθοδοξο-πατερική παράδοση μας και χαρακτηρίζει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Έχω υπόψη μου, μεταξύ πολλών αντιρωμαίικων άρθρων, ένα σημείωμα του Δαυλού (αρ. 157, Ιανουάριος 1995, σ. 9308), υπογραφόμενο «Ο Μεταπολιτικός». Ο συντάκτης του άρθρου τονίζει με πάθος την κατ' αυτόν «αντίθεση» των όρων Έλλην και Ρωμιός. («Έλληνας σημαίνει ελεύθερος [… ] από κάθε είδους δογματισμό, θρησκευτικό ή πολιτικό» — «Ρωμιός είναι ο ελληνόφωνος Χριστιανός του Ρωμαϊκού κράτους», (που) «πιστεύει, ότι ο ένας Θεός εκφράζεται από μία μόνο έννοια στη ζωή, την εβραϊκή» (και που) «έκαιγε στον Ιππόδρομο της Νέας Ρώμης Κωνσταντινούπολης τους αντιφρονούντες, τους αιρετικούς»). (Βέβαια, αν αυτή είναι η ιστορική αλήθεια δεν ενδιαφέρει τον «Μεταπολιτικό», που τροφοδοτεί με «σκύβαλα» (Φιλιπ. 3,8) τους αναγνώστες του). Ενδιαφέρον, για την φαινομενικά ουδέτερη και στην ουσία αντιεκκλησιαστική οπτική του, είναι και το άρθρο (με παραπομπές, πάντα) του φιλολογούντος κ. Μάριου Πλωρίτη, «Περί Ελληνοχριστιανισμού», στην εφημ. Το Βήμα (Κυριακή, 11 Ιουνίου 2000), στο οποίο εδίδετο μια ιστορική αναφορά στην χρήση του όρου Έλλην στην Χριστιανική διαχρονία.
Ποια είναι, λοιπόν, η σημασία των ονομάτων Έλλην και Ρωμηός και ποια η ιστορική τους σχέση και χρήση; Για την γραφή του ονόματος Ρώμη(ι)ος, επεκράτησε μεν σήμερα η γραφή Ρωμιός, υποστηριζόμενη από γλωσσολόγους. Επιμένω όμως στη μορφή Ρωμηός, όπως και ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, διότι το Ρωμηός προέκυψε από πτώση του τόνου στην «Βυζαντινή» δημοτική ποίηση (Ρωμαίοι - Ρωμηοί) χάριν του μέτρου. Αυτή δε την μορφή γνωρίζει και ο ποιητής Γ. Σουρής (Ρωμηός, 29. 12. 1901). Γράφει π. x.:
«κι είπεν ο χρόνος ο παληός,
έλα, καινούριε χρόνε,
να παραλαβής τους Ρωμηούς,
που τους Ρωμηούς των τρώνε.
[… ]
αθάνατο Ρωμαίικο να ζήσης χίλια χρόνια…»
Ο Γ. Σουρής ακολουθεί την (ορθή) ιστορική ορθογραφία. Παραθέτουμε στη συνέχεια δύο σχετιζόμενα με το πρόβλημα κείμενά μας:
Τα ονόματα Έλλην - Γραικός - Ρωμαίος (Ρωμηός)
Για το όνομα Ρωμηός (= Ρωμαίος) υπάρχει μεγάλη σύγχυση, σ' εκείνους φυσικά που ερασιτεχνικά ασχολούνται με την ιστορία, ενώ όσοι έχουν τις επιστημονικές προϋποθέσεις μπορούν να κατανοήσουν την έννοια και ιστορική σημασία των εθνικών μας ονομάτων.
Το όνομα «Έλλην» είναι το κυριότερο όνομα του έθνους των Ελλήνων. Η έννοιά του όμως ποικίλλει κατά περιόδους και άλλοτε είναι φυλετική και άλλοτε εθνική ή πολιτιστική ή θρησκευτική, στους τελευταίους δε αιώνες καθαρά εθνική. Είναι όμως γεγονός, ότι (κατά τον Αριστοτέλη) αρχαιότερο είναι το όνομα Γραικός για το έθνος μας και με αυτό μας ονόμαζαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Από τον 8ο όμως αιώνα (Καρλομάγνος και το περιβάλλον του) το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας («Βυζάντιο») ονομαζόταν Γραικία και οι κάτοικοί της Γραικοί, αλλά με μειωτική έννοια (αιρετικοί και κίβδηλοι). Το υβριστικό αυτό υπόβαθρο διατήρησε το όνομα αυτό στα χείλη των δυτικών, ως τον αιώνα μας. Ενώ, λοιπόν, καυχώμεθα και για το όνομα μας αυτό (Γραικοί), όταν χρησιμοποιείται σε δυτικά κείμενα (παλαιότερα), πρέπει να γνωρίζουμε την αληθινή του σημασία.
Το όνομα Γραικός στη Δύση, από τον 8ο αιώνα, δηλώνει τον μη γνήσιο Ρωμαίο, διότι το όνομα Ρωμαίος διεκδικούσε ο φραγκολατινικός κόσμος. Το 962 ιδρύθηκε από τους απογόνους του Καρλομάγνου, του μεγαλύτερου εχθρού του Ελληνισμού, η «Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους», υποκαθιστώντας (θεωρητικά) την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως. Η Ενωμένη Ευρώπη, υπό την (πραγματική) ηγεσία της Γαλλίας (Φραγκιάς) και της Γερμανίας (Τευτονίας), δηλαδή των φραγκολατινικών εθνοτήτων (οι σημερινοί Άγγλοι είναι οι Νορμανδοφράγκοι και οι λαοί της Κεντρικής Ευρώπης οι Λομβαρδοφράγκοι), δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη διάλυση της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης - Ρωμανίας. Ρωμανία ονομαζόταν η αυτοκρατορία, που εκτεινόταν αρχικά σ’ Ανατολή και Δύση.
Είναι γεγονός, ότι το όνομα Ρωμαίος γενικεύθηκε στην (αρχαία) Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 212 (Constitutio Antoniniana του Καρακάλλα). Από το 330 όμως (εγκαίνια Νέας Ρώμης) η αυτοκρατορία γίνεται Χριστιανική και ελληνική (πλήρης εξελληνισμός από τον Ιουστινιανό ως τον Ηράκλειο, 6-7ος αι. ). Μη λησμονούμε, ότι και η Παλαιά Ρώμη (της Ιταλίας) έλαβε όνομα ελληνικό (Ρώμη), τον 4ο δε αιώνα π. Χ. Ονομαζόταν «πόλις ελληνίς» (Ηρακλείδης ο Ποντικός). Το 330 η νέα πρωτεύουσα της νέας Χριστιανικής αυτοκρατορίας (Μ. Κωνσταντίνος) ονομάσθηκε (όχι Κωνσταντινούπολη, αλλά) Νέα Ρώμη, διότι η Παλαιά Ρώμη μεταφέρθηκε ολόκληρη στην ελληνική Ανατολή (Translatio Urbis). Το όνομα Κωνσταντινούπολις θα της δοθεί ταυτόχρονα προς τιμήν του ιδρυτού της. Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (380, κανόνας γ') και στην Δ΄ (451, καν. 28) λέγεται ρητά, ότι «εικότως» έλαβε η νέα πρωτεύουσα ίσα «πρεσβεία» με την Παλαιά Ρώμη, «δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Γι' αυτό όλοι οι αυτοκράτορες, Έλληνες εκ καταγωγής στη συντριπτική τους πλειονότητα, ως τον ουσιαστικά Νεοέλληνα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο (+ 1453), θα ονομάζονται και θα αυτοκαλούνται «αυτοκράτορες των Ρωμαίων». Γιατί;
Από το 330 το όνομα της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης είναι Ρωμανία. Το όνομα αυτό αναφέρεται ήδη τον 4ο αιώνα από το Μ. Αθανάσιο. Το όνομα Βυζάντιο για το κράτος θα εμφανισθεί για πρώτη φορά σε Φράγκους συγγραφείς — Ιερώνυμος Βολφ—το 1562. Πριν από το έτος αυτό ποτέ δεν ονομάσθηκε η αυτοκρατορία Βυζάντιο. Οι κάτοικοι του κράτους ονομάζονται Ρωμαίοι, μολονότι πολιτιστικά είναι όλοι Έλληνες και πνευματικά Ορθόδοξοι. Ελληνισμός ρωμαϊκός κρατικός φορέας και Ορθοδοξία είναι τα συστατικά μεγέθη της Νέας αυτοκρατορίας. Βέβαια, το κύριο στοιχείο της αυτοκρατορίας είναι οι εκ καταγωγής (φυλετικά, δηλαδή) Έλληνες.
Το όνομα Ρωμαίος ήταν λοιπόν κρατικό, σε μία αυτοκρατορία που ήταν πολιτιστικά (γλώσσα, παιδεία) απόλυτα ελληνική, και όχι φυλετικά. Επειδή δε η Κωνσταντινούπολη νέα Ρώμη δια των Αγίων της έγινε προπύργιο της Ορθοδοξίας, το όνομα Ρωμαίος σημαίνει, τελικά, Ορθόδοξος πολίτης της Νέας Ρώμης (Όχι της παλαιάς, που έγινε το κέντρο του Παπισμού από τον 11ο αιώνα -σχίσμα). Αυτό ομολογούν οι Ορθόδοξοι και Έλληνες Πατριάρχες της Ανατολής στον διάλογό τους με τους Αγγλικανούς Ανωμότους τον 18ο αιώνα (1716-1725). «… Πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την Νέαν Ρώμην καλουμένων». Οι Έλληνες, δηλαδή, μαζί με όλους τους Ορθοδόξους της Εθναρχίας (που ήταν συνέχεια της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας) ονομάζονται εδώ Γραικοί, διότι έτσι μας ονόμαζαν από τον 8ο αιώνα οι ευρωπαίοι (Grec, Grieche, Greco) και Νεορωμαίοι, ως πολίτες και πνευματικά τέκνα της Νέας Ρώμης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Ν. Σπηλιάδης (στενός συνεργάτης του Καποδίστρια) στα Απομνημονεύματά του λέγει ότι ο Ι. Καποδίστριας ήθελε να δημιουργήσει «Νεορωμαϊκήν αυτοκρατορίαν» (ανακοίνωση καθηγ. Π. Χριστοπούλου), δηλαδή να αναστήσει την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως, που φυσικά δεν το ενέκρινε η Ευρώπη των απογόνων του Καρλομάγνου.
Το όνομα Ρωμαίος, συνεπώς, αν μέχρι το 330 μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο όνομα δουλείας και υποταγής, από το έτος εκείνο είναι για τους Έλληνες όνομα τιμής και δόξας, αφού μόνο αυτό (και όχι το ανύπαρκτο ως κρατικό, μέχρι το 1562, Βυζάντιο) χαρακτηρίζει την αυτοκρατορία μας και τη θέση μας σ’ αυτήν. Ρωμηά ήταν η Αθηναία Βασίλισσα Ευδοκία (5ος αι. ), Ρωμηά και η (κυβερνώσα) αυτοκράτειρα Ειρήνη, πάλι Αθηναία, τον 8ο αι. Στην Αθήνα ήλθε και ο Ρωμαίος, αλλά Έλληνας Μακεδόνας, Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, για να προσκυνήσει την Παναγία την Αθηνιώτισσα στον Παρθενώνα. Είναι τραγικό, αλήθεια, αυτό που λειτούργησε ιστορικά ως σύνθεση ευεργετική για το Έθνος - Γένος μας, εμείς οι δυτικοθρεμμένοι Νεοέλληνες να το εκλαμβάνουμε ως αντίθεση.
Το όνομα Ρωμαίος όμως φανερώνει την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Ρωμαίος σημαίνει τελικά Ορθόδοξος Χριστιανός, ενώ το Έλλην, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, μπορεί να σημαίνει μόνο τον αρχαιολάτρη τύπου Γεμιστού Πλήθωνος ή και τον Τέκτονα εκδυτικισμένο και φραγκόφιλο. Όταν, συνεπώς, απορρίπτεται ή και πολεμείται το όνομα Ρωμαίος Ρωμηός, πρέπει να ερευνάται και η αιτία, η προέλευση δηλαδή της πολεμικής. Είναι απλώς ανιστόρητη αρχαιολατρία, δυτική επίδραση ή και πολεμική κατά της Ορθοδοξίας;
Ως Ρωμαίοι οι Έλληνες δηλώνουμε τον σύνδεσμο του έθνους μας με την Ορθόδοξη, αγιοπατερική παράδοση και την Ορθόδοξη ταυτότητα μας. Γι’ αυτό έχουμε τη συνείδηση, ότι εθνικά φυλετικά είμασθε Έλληνες ή και Γραικοί (όλα δικά μας είναι) πνευματικά, όμως, δηλαδή στην πίστη μας, είμασθε Ρωμαίοι Ρωμηοί, δηλαδή Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όχι εξωμότες Γραικύλοι και «γενίτσαροι» προς την Οθωμανική Ανατολή (Τουρκιά) ή την αλλοτριωμένη Δύση (Φραγκιά). Όταν οι πατέρες μας στη διάρκεια της δουλείας έλεγαν για κάποιον Έλληνα: ετούρκευσε ή εφράγκευσε, σήμαινε: χάνοντας την Ορθόδοξη πίστη του, έπαυσε να είναι και Έλληνας. Αυτά βέβαια ως τον 19ο αιώνα. Στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, όπως άλλωστε και στο «Βυζάντιο», νομικά, Έλληνας μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από την καταγωγή του, ως πολίτης του κράτους, προστατευόμενος συνταγματικά — και πολύ ορθά — από τους νόμους.
Βασική Βιβλιογραφία Παν. Κ. Χρήστου, Οι περιπέτειες των Εθνικών Ονομάτων των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 1991. Π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη, Αθήνα 19812. Π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992. Του ίδιου, Πολιτική και Θεολογία, Κατερίνη 1990, σ. 51 κ. ε.
Αναχρονολόγηση του όρου «Ρωμηοσύνη»
1. Όσο κι αν κατά τον κριτικότατο αείμνηστο διδάσκαλο μου, καθηγητή Νικόλαο Τωμαδάκη, ο όρος «Ρωμηοσύνη» είναι «νεόπλασμα»[1], εν τούτοις εκφράζει κατά τον αυθεντικότερο και ιστορικά δικαιωμένο τρόπο, το φρόνημα των Ορθοδόξων Πολιτών της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως), αλλά και όλους τους λαούς της γης ή μεμονωμένα άτομα, που έζησαν και ζουν ιστορικά με το φρόνημα αυτό[2]. Ο όρος έχει άμεση σχέση με τα ιστορικά ονόματά μας Ρωμανία και Ρωμαίος (Ρωμηός), που συνδέονται αδιαίρετα με το ιστορικό μέγεθος, που εγκαθιδρύθηκε στην Ιστορία στις 11 Μαΐου 330 μ. Χ., με τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και όλης της Ευρώπης, της Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης. Όπως ο κοινότατος (και τόσο παρεξηγημένος) σήμερα όρος «Ελληνο-Χριστιανικός» είναι κατασκεύασμα γλωσσικό μόλις του 1852 (Σπυρ. Ζαμπέλιος)[3], αλλά εκφράζει μία μακρά ιστορική πραγματικότητα, έτσι και ο όρος Ρωμηοσύνη (αντίστοιχος όρος: Φραγκοσύνη) είναι μεν νεώτερο γλωσσικό εύρημα, αλλά, μέσα στις κοσμογονικές ανακατατάξεις και μεταπλάσεις του βαλκανικού χώρου στους τελευταίους αιώνες, είναι ο καταλληλότερος, για να εκφράσει το πνευματικό περιεχόμενο, βίωμα και ήθος της «ρωμαίικης» και «μεταρωμαίικης» («βυζαντινής» και «μεταβυζαντινής») περιόδου της ιστορίας του Ελληνισμού, στη στενότερη φυλετική και την ευρύτερη οικουμενική εκδοχή του. Ρωμηοσύνη είναι η Ελληνικότητα στην οικουμενική Ορθόδοξη ιστορική ενσάρκωσή της.
2. Πρόβλημα όμως μόνιμο στην έρευνα συνιστά η ιστορική εμφάνιση του όρου. Βιογραφώντας τον Ληξουριώτη ριζοσπάστη πολιτικό του 19ου αιώνα Γεώργιο Τυπάλδο Ιακωβάτο (1813-1882), ασχοληθήκαμε ειδικά με τον όρο Ρωμηοσύνη και τις πνευματικο-πολιτικές παραμέτρους του[4]. Επισημαίνοντας και μεις την πρώτη (γνωστή ως τότε) χρήση του όρου στο νεανικό του πολύτιμο έργο «Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας», γραμμένο μεταξύ 1831-1837, που εξέδωσε κριτικά ο καθηγητής κ. Σπ. Ασδραχάς[5], προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε και το ιδεολογικό πλαίσιο εμφανίσεως του όρου. Έτσι, στράφηκε η προσοχή μας στην πνευματική επίδραση του πρεσβυτέρου αδελφού του Γεωργίου, Κωνσταντίνου (1795-1867), ιερομόναχου τότε και καθηγητού στην Ιόνιο Ακαδημία, και στον κύκλο του εθνικού μας ποιητού Διονυσίου Σολωμού (1797-1857), στον οποίο διαβάζονταν τα κείμενα των Δημ. Καταρτζή, Π. Χριστοπούλου και Ι. Βηλαρά, στα οποία είναι ευρύτατη η χρήση των συγγενών όρων Ρωμηός και Ρωμανία[6].
Όταν όμως γράφαμε τα παραπάνω (1988), δεν είχε προσελκύσει την προσοχή μας το γνωστό και χρήσιμο και ως ιστορικό κείμενο «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» του Μπάρμπα Παντζελιού, την τελευταία κριτική έκδοση του οποίον οφείλουμε στον αείμνηστο Βασίλ. Λαούρδα[7]. Την υπόδειξη για τη χρήση του όρου Ρωμηοσύνη στο κείμενο αυτό, δηλαδή ήδη το έτος 1786[8], οφείλουμε ευγνωμόνως στον αγαπητό και εκλεκτό συνερευνητή της ιστορίας του «Ρωμαίικου», Ιστορικό Κριτικό και Λογοτέχνη, κ. Κώστα Σαρδελή.
3. Το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» χρησιμοποιεί τον όρο «Ρωμιός -ιοί», στην ιστορικά καθιερωμένη χρήση του. Π.χ.:
στ. 56: «ουλ' οι Ρωμιοί θα σηκωθούν και την Τουρκιά θα φάσι» (παράβαλλε στ. 76, 100, 740).
Επίσης τον όρο «Ρούμελη».
στ. 78: «πως εσηκώθηκ' η Βλαχιά, κι η Ρούμελη κι η Μάνη» (Ρούμελη = η Στερεά Ελλάδα), σ' αντίθεση με την «Τουρκιά» (στ. 121, 144 κ. ά.).
Σ' αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιείται και ο όρος «Ρωμηοσύνη», και μάλιστα σε αναφορά προς το αναμενόμενο ελεύθερο Γένος, στα ακόλουθα σημεία:
στ. 10: Ο Δασκαλογιάννης «με την καρδιά τουν ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη… ».
Το νόημα του όρου προσδιορίζεται σαφώς από τους επόμενους στίχους:
11-16: «Κάθε Λαμπρή και Κυριακή ήβανε το καπέλλο
και του Πρωτόπαπά 'λεγε: Το Μόσκοβο θα φέρω
να τα συντράμει τα Σφακιά τσοι Τούρκους να ζυγώξου
και για την Κόκκινη Μηλιά δρόμο να τώνε δώσου
Μα κι οποίοι τωνεθέλουσι στην Κρήτη ν' απομείνου
Σταυρό να προσκυνήσουσι και χρισθιανοί να γίνου».
στ. 108: «τση Ρωμιοσύνης τον οχτρό ούλοι να πολεμούσι…»
στ. 980-81: «Μα δίχως να την κάμουσι την Κρήτη Ρωμιοσύνη
να τα ξεβγάλουν τα Σφακιά δεν ήτο δικιοσύνη… »
4. Το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» μας επιτρέπει, συνεπώς, να διαπιστώσουμε χρήση του όρου, και μάλιστα με άνεση, που δείχνει εξοικείωση μαζί του και μακρά παρουσία του στο ευρύτερο λαϊκό λεξιλόγιο, πενήντα περίπου χρόνια πριν από τον Γ. Ιακωβάτο. Κυκλοφορούσε, μάλιστα, ο όρος στο στόμα του Λαού, που με απόλυτο σεβασμό, όπως δείχνει η δημοτική μας ποίηση, χρησιμοποιεί τους καθιερωμένους όρους, χωρίς τον βιασμό που συνήθως επιβάλλουν στη χρήση τους οι λόγιοι, υποκείμενοι στις οποιεσδήποτε δεσμεύσεις ή ιδεολογικές σκοπιμότητές τους. Η διάσωση λ. χ. του όρου Ρωμανία, που από τον δ΄ αιώνα δηλώνει το όνομα της εκχριστιανισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[9], γίνεται στο στόμα του λαού (ποίηση π.χ. Πόντου, Κύπρου κ.λπ.), ενώ η λογιοσύνη άκριτα και δουλικά δέχθηκε τους όρους «Βυζάντιο» (και «Βυζαντινή αυτοκρατορία»), που μόλις το 1562 για πρώτη φορά εφευρέθηκαν από δυτικούς συγγραφείς (Ιερεμίας Βολφ) για την εγκατάλειψη από τον Ελληνισμό του ονόματος της αυτοκρατορίας του και την ιδιοποίησή του από τη Δύση.
5. Είμαι γι’ αυτό ευγνώμων στον φίλτατο κ. Κ. Σαρδελή, διότι τώρα μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια ανανεωμένα συμπεράσματα:
α) Ο όρος «Ρωμηοσύνη » είναι πολύ παλαιότερος απ’ όσο φανταζόμεθα προηγουμένως. Από τη δεκαετία του 1830 κατεβαίνουμε στη δεκαετία του 1780 και, γιατί όχι, και προ του 1770, εποχή, την οποία εξιστορεί ο Μπάρμπα Πατζελιός, ο οποίος με κάθε άνεση παραδίδει τον όρο. Αν ο όρος πλάσθηκε στην Κρήτη, δεν μπορεί να υποστηριχθεί αυτή τη στιγμή.
β) Η κυκλοφορία του όρου στο στόμα του λαού, ανεξάρτητα από την πρώτη εμφάνιση του, φανερώνει βαθύ ρίζωμά του στην ευρεία λαϊκή Κρητική συνείδηση, που μένει πιστότερα εξαρτημένη από τη ρωμαίικη παράδοση του Γένους.
γ) Είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε πια θέσεις, όπως εκείνες του σοφού κατά τα άλλα και πολυΐστορος Νικ. Τωμαδάκη. Ότι δηλαδή ο όρος «Ρωμιοσύνη» είναι «νεόπλασμα του παρελθόντος» (= 19ου αι. )[10], χρησιμοποιούμενον ακρίτως υπό τίνων λογοτεχνών (Εφταλιώτης, Κόντογλου)! Έτσι θα αποφευχθούν και ανοίκειες στην επιστήμη απολυτότητες, όπως η διακήρυξη του ιδίου Διδασκάλου, ότι δήθεν «ουδείς προ του 1850 είπεν ή έγραφε την λέξιν αυτήν, με την οποίαν θέλουν να αντικαταστήσουν τον Ελληνισμόν»[11]!
δ) Ουδείς όμως εχέφρων και ισορροπημένος ερευνητής θα ήθελε ποτέ να αντικαταστήσει τον κατά τον ίδιο διδάσκαλο «αναντικατάστατον Ελληνισμόν»[12] με το όνομα Ρωμηοσύνη, για τον απλούστατο λόγο, ότι οι όροι νοηματικά δεν συμπίπτουν σήμερα απόλυτα. Ο όρος «Ρωμηοσύνη» σημαίνει τον Ορθόδοξο Ελληνισμό, και μάλιστα στην οικουμενική εκδοχή του: Κάθε Ορθόδοξος πολίτης της Νέας Ρώμης, ανεξάρτητα από τη φυλετική καταγωγή του, είναι αυτοδίκαια «Ρωμαίος - Ρωμηός». Ενώ το όνομα «Έλλην», ταυτισμένο από τον 19ο αι. Με το «Ελληνικόν Κράτος», μπορεί με κάθε ευκολία[13] να αποδοθεί και στους μη Ορθοδόξους.
Όταν, συνεπώς, ο Ορθόδοξος Έλλην αυτοπροσδιορίζεται και με το (κρατικό πνευματικό και ποτέ φυλετικό) όνομα «Ρωμηός», δηλώνει την Ορθόδοξη ταυτότητα και συνείδησή του. Ουδεμία άρα σύγκρουση μπορεί να υπάρξει στη χρήση αυτών των ονομάτων. Τα ονόματα «Ρωμαίος» και «Έλλην» ταυτίσθηκαν στη μακραίωνη ιστορική τους χρήση και μόνο η λογιοσύνη έχασε κάποια ισορροπία στη χρήση τους. Όχι όμως ποτέ το ευρύ στρώμα του λαού και η πνευματική κιβωτός του, η πατερική Ορθοδοξία.
6) Για το όνομα Ρωμηός, τη σημασία του και την γραφή του, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η θέση του ιστορικού καθηγ. Δημ. Ν. Κιτσίκη (Πρόλογος της γ' εκδόσεως του έργου του: Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 19973).
Χρησιμοποιώ συστηματικά στο παρόν βιβλίο την λέξη «Έλλην» αντί του «Ρωμηός» ή «Ρωμιός» ή και «Γραικός». Παντού στον κόσμο η Ιστορία γράφεται με βάση τα υπάρχοντα κράτη της παρούσης στιγμής. Παρά ταύτα, στον Βυζαντινοθωμανικό κόσμο οι λέξεις «Ρωμαίος» ή «Ρωμηός» ήσαν καθιερωμένες. Όσο για την λέξη «βυζαντινός», αυτή είναι καθαρώς δυτικής προελεύσεως. Ιδού, φέρ' ειπείν, τι γράφει επί του προκειμένου ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στον Χιώτη λόγιο Γ. Ζολώτα (1845-1906), την 1η Ιουλίου 1886: «Φίλε Ζολώτα, όσο και αν ηρεύνησα κατά τους κατά τον μέσον αιώνα ημετέρους ιστορικούς και χρονογράφους, δεν ηδυνήθην να εύρω εν αυτοίς το όνομα των Βυζαντινών ή Βυζαντίνων, όπως θέλεις. Μετεχειρίζονται τα ονόματα Ρωμαίοι, Γραικοί και, περί τα τέλη, Έλληνες… Φοβούμαι, λοιπόν, ότι το όνομα επλάσθη υπό των Δυτικών, ημείς δε το εχάψαμεν».
Στον πρόλογο του Γ' τόμου της Ιστορίας του Ελληνικού έθνους (1872, έκδ. 1886, σελ. κα'), ο Παπαρρηγόπουλος παρατηρούσε πως «καλούμεθα σήμερον Έλληνες, τους δε εν ταις αυταίς χώραις κατά τον μέσον αιώνα πρωταγωνιστήσαντας ονομάζομεν Βυζαντινούς. Αυτοί όμως ούτοι δεν παρεδέχθησαν την προσηγορίαν ταύτην, αλλ’ εκάλουν εαυτούς Ρωμαίους, Γραικούς και, από της ΙΑ΄ εκατονταετηρίδος, Έλληνας. Το όνομα Βυζαντινοί δεν επεκράτησεν ειμή παρά τοις Έσπερίοις, συνδεθέν υπ' αυτών μετά ποικίλων περιφρονητικών εκδοχών».
Πράγματι, μόνον το 1562, δηλαδή 109 χρόνια μετά την Άλωση, ο Γερμανός φιλόλογος Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τους όρους Βυζάντιο και Βυζαντινός για ν' αναφερθεί στην Ιστορία της Αυτοκρατορίας, δανειζόμενος αυτές τις προσηγορίες στην ονομασία της Κωνσταντινουπόλεως κατά την αρχαιότητα και μέχρι το 330 μ. Χ., οπότε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας της έδωσε το δικό του όνομα.
Αν και για λόγους πρακτικούς χρησιμοποιώ στο παρόν βιβλίο όχι μόνον τον όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά και τον όρο Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην ουσία ούτε και η δεύτερη τούτη ονομασία είναι σωστή, εφ’ όσον νομίμως ποτέ δεν υπήρξε άλλη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από αυτήν των Ελληνορθόδοξων. Η αξίωση του Καρλομάγνου, το 800 μ.Χ., να δημιουργήσει και πάλι μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποίαν απεκάλεσαν οι Δυτικοί επί χίλια χρόνια «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ως σφετερισμός τίτλου που επιχειρήθηκε από τους βαρβάρους Φράγκους. Οι δε βάρβαροι αυτοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ως Ρωμαίους τους νόμιμους κατόχους του τίτλου και αποκαλούσαν χλευαστικά την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως «Ελληνική Αυτοκρατορία». Οι Καθολικές σταυροφορίες, που εγκαινιάσθηκαν στον 11ο αιώνα με στόχο την υποδούλωση των Ελληνορθοδόξων και όχι μόνον των Μουσουλμάνων, αύξησαν σημαντικά το μίσος των Φράγκων κατά των «δολίων Ελλήνων», όπως αρέσκοντο να τους υβρίζουν. Η δε ηθελημένη άγνοια εκ μέρους των δυτικόφιλων Ελλήνων για την ιστορία της χώρας τους οδηγεί στο σημείο όχι μόνον να χρησιμοποιούν το επίθετο Βυζαντινός με την υποτιμητική τον έννοια —π. χ. μιλούν και αυτοί για «βυζαντινές ίντριγκες»— αλλά και να θυσιάζουν στον βωμό της «Ενωμένης Ευρώπης» την ελληνική αξιοπρέπεια, αποδεχόμενοι ως ηγέτες του ελληνικού κράτους, στην πρώην πρωτεύουσα του σφετεριστή Καρλομάγνου, στο Άαχεν (Αίξ-Λά-Σαπέλ), βραβείο Καρλομάγνου, στην ίδια πόλη όπου το 802 (γρ. 809) αποφασίστηκε από τους καθολικούς η καθιέρωση του φιλιόκβε που τους χώρισε από τους Ορθοδόξους.
Αντιθέτως, κανένας λαός της Ενδιάμεσης Περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων, δεν αμφισβήτησε ποτέ και σε καμία περίπτωση την ιδιότητα του Ρωμαίου στους κατοίκους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο:
α) Η λέξη Ρωμηός (Ρουμ) εχρησιμοποιείτο για να κατονομάζονται οι άνθρωποι (φερ' ειπείν ο Μεβλάνα Τζελαλεντίν Ρούμι) και οι θεσμοί (όπως η Αυτοκρατορία των Σελτζούκων του Ρουμ ή η Οθωμανική Αυτοκρατορία που απεκαλείτο, ακριβώς όπως η Βυζαντινή, Ντιγιάρι Ρουμ, δηλαδή η χώρα των Ρωμηών, ή τέλος ο ίδιος ο Οθωμανός σουλτάνος που έφερε τον τίτλο του Σουλτάνι Ρουμ, σουλτάνου των Ρωμηών), ώστε να υπογραμμισθεί ο κοινός πολιτισμός του χώρου που εκτείνεται στις δύο πλευρές του Αιγαίου, του χώρου των Ρωμηών.
β) Οι παραδοσιακοί κύκλοι στην Ελλάδα και ιδιαίτερα οι κύκλοι της Ορθοδοξίας, ως και η λαϊκή συνείδηση, πάντοτε προτιμούσαν την λέξη Ρωμηός αντί του Έλλην, εφ’ όσον ο Ρωμηός είναι πρωταρχικά ο Ελληνορθόδοξος που ως μητρική γλώσσα μπορεί να έχει την αρβανίτικη, την βουλγαρική, την τουρκική ή την αραβική. Έτσι αποτρέπονται οι αποσχιστικές τάσεις που βασίζονται στο γλωσσικό ιδίωμα και μόνον. Θυμάμαι έναν Τούρκο συνάδελφο που επέμενε να ικανοποιηθεί το αίτημα να χρησιμοποιείται η λέξη Έλλην για τους σημερινούς ελληνοφώνους, διότι έτσι τους απομάκρυνε από την βυζαντινή κληρονομιά τους και από τους Ρωμηούς του χώρου της Ενδιάμεσης περιοχής.
Πριν από την δυτικοποίηση της Ενδιάμεσης περιοχής οι Τούρκοι είχαν απόλυτο δίκαιο να χρησιμοποιούν, όπως και οι Έλληνες, μονάχα την λέξη Ρουμ - Ρωμαίος, χωρίς ποτέ να δημιουργηθεί σύγχυση με την ιταλική χερσόνησο. Αλλά μετά την δυτικοποίηση άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο «Ρωμέν» αντί του Ρουμ για τις ελληνικές αρχαιότητες της Μικρασίας, σαν να προήρχοντο από τους Ιταλούς της Ρώμης, ενώ και οι Έλληνες του κράτους των Αθηνών άρχισαν να μιλούν για ελληνικές αρχαιότητες στην Τουρκία ως διαφέρουσες από τις ρωμαϊκές ρωμαίικες. Για τον λόγο αυτό οι Έλληνες τουρίστες στην Τουρκία κατηγορούν τους Τούρκους ξεναγούς ότι επίτηδες χρησιμοποιούν τον όρο «ρωμαϊκές αρχαιότητες» αντί του όρου «ελληνικές αρχαιότητες», για να αρνηθούν την ελληνική προέλευση των αρχαιοτήτων. Είναι συνεπώς σαφές πως η δυτικοποίηση ευθύνεται για την αντιδίκια Ελλήνων και Τούρκων, οι οποίοι χρησιμοποιούν ο ένας κατά του άλλου όρους των Φράγκων εχθρών τους. Προτείνω συνεπώς, για να παύσει αυτός ο πόλεμος των λέξεων, να χρησιμοποιηθεί ο σημερινός όρος Ελλην - Γιουνανλί για να χαρακτηρισθεί η ιστορία των Ρωμαίων - Ρωμηών, με την διευκρίνηση όμως ότι εννοούμε ως «Έλληνες» στην Βυζαντινοθωμανική Αυτοκρατορία όχι αυτούς που ομιλούν Ελληνικά, αλλά όσους ανήκουν στην Ορθοδοξία, στο μιλλέτι των Ορθοδόξων, είτε αυτοί είναι Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Αλβανοί, Άραβες είτε Τούρκοι. [...]
--------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
[1] Ν. Β. Τωμαδάκη, «Η αδόκιμος Ρωμιοσύνη και η υπόδουλος Ρωμηοσύνη», ΕΕΒΣ, τ. 44 (1979-80), σ. 330.
[2] Βλέπε Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη (Έλεγχος θέσεων της Δυτικής Ιστοριογραφίας)», στον τόμο Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σσ. 74-86.
[3] Βλέπε Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1993, σ. 404.
[4] π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Πολιτική και Θεολογία, Κατερίνη 1990, σ. 51 ε. ε.
[5] Γεώργιος Τυπάλδος Iακωβάτος, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, έκδοση - εισαγωγή - σχόλια Σπύρος I. Ασδραχάς, Αθήνα 1982.
[6] π. Γ. Δ. Μεταλληνού, όπ. π. , σ. 78 ε. ε.
[7] Μπάρμπα Παντζελιού, Το τραγούδι τού Δασκαλογιάννη. Εισαγωγή-Σχόλια Βασ. Λαούρδα, Ηράκλειον Κρήτης 1947. Κατά τον εκδότη είναι «ένα από τα πιο αξιόλογα έργα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (σ. 7).
[8] Βλέπε Βασ. Λαούρδα, όπ. π. , σ. 13.
[9] Περί το 335 γράφει ο Μ. Αθανάσιος, Ιστορ. Αρειαν., Προς Μοναχούς Ε', 35: «μητρόπολις η Ρώμη της Ρωμανίας εστίν».
[10] Ο Ν. Τωμαδάκης μιλεί ακόμη για «ανύπαρκτον όρον Ρωμιοσύνη» (όπου π., σ. 330)!!!
[11] Στο ίδιο.
[12] Ν. Β. Τωμαδάκη, «Ο αναντικατάστατος Ελληνισμός», επετηρίς Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, τ. Β΄ (1981-82), σσ. 83-91.
[13] Σ' αυτό συνετέλεσε η κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ταύτιση του ονόματος Έλλην όχι με το «Ορθόδοξος», αλλά με το γενικότερο «Χριστιανός» από την πολιτική ηγεσία (π. χ. Θεόδ. Νέγρης), για την προσέλκυση των δυτικών Δυνάμεων.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)