Η Ορθόδοξη Πίστη, όπως υπήρχε από περίπου το 37 μ.Χ. και μέχρι το Μεγάλο Σχίσμα το 1054 μ.Χ.
Η Εκκλησία της Ουαλίας, Αγγλίας, Σκωτίας, Κορνουάλης, Βρετάνης και Ιρλανδίας κατά την 1η χιλιετία του Χριστιανισμού.
Όταν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία, έδωσε εντολή στους Μαθητές Του να μεταφέρουν το Ευαγγέλιο έως τα πέρατα της γης. Εντός λίγων δεκαετιών, η Εκκλησία εξαπλώθηκε και στις Βρετανικές Νήσους και σύντομα εγκαταστάθηκε επίσημα ανάμεσα στους λαούς της Βρετανίας.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ
Γνωρίζουμε πλέον ότι οι Βρετανικές (Κασσιτερίδες) Νήσοι έχουν συχνά κατοικηθεί από μια σχετικά ανεπτυγμένη, οργανωμένη κοινωνία επί περίπου 6-7 χιλιάδες χρόνια. Οι αρχαιολογικές αποδείξεις τοποθεσιών όπως το Κάστρο Cadbury στο Σόμερσετ δείχνουν μια αδιάκοπη χρήση τους από προοδευτικούς, εγκατεστημένους λαούς, από περίπου το 3250 π.Χ. μέχρι και το 1060 μ.Χ.. Στην αρχή της περιόδου αυτής, τα εδάφη κατοικούντο από μια φυλή που συχνά αναφερόταν -εσφαλμένα- σε παλαιότερα κείμενα ως "οι Ίβηρες". Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μια οργανωμένη θρησκεία, την οποία είχαν από κοινού με τους σύγχρονούς τους στην αρχαία Γαλλία. Η θρησκεία τους τους έκανε αξιόλογους οικοδόμους, παρουσιάζοντας ογκώδεις κατασκευές όπως το Avebury και το υποδεέστερο Stonehenge, που χτίσθηκαν γύρω στο 4700 π.Χ., καθώς και πολλά άλλα οικοδομήματα.
Οι κατοπινοί Κέλτες φαίνεται να μετανάστευσαν σε δύο αρκετά εμφανή κύματα, πιθανώς αρχίζοντας γύρω στο 700-500 π.Χ., και μάλλον απορροφώντας παρά κατακτώντας τους προηγούμενους κατοίκους κατά το διάστημα αυτό: το μεν πρώτο κύμα ήταν οι Goidels (ή Gaels), ακολουθούμενο από τους Βρετανούς.
Οι νεοαφιχθέντες Κέλτες φαίνεται πως ακολούθησαν την θρησκεία των εγχώριων λαών, που ήταν ο δρυϊδισμός. Ο δρυϊδισμός δίδασκε την αιώνια ζωή μετά τον θάνατο, την μετανάστευση των ψυχών, έναν ανώτατο (τριαδικό) θεό, καθώς και ένα πάνθεο κατώτερων θεών. Οι Κέλτες των Βρετανικών νήσων βρίσκονταν στο δυτικότερο άκρο της "Κέλτικης Ημισελήνου" που εκτεινόταν πάνω από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τις Βρετανικές Νήσους (Βρετανία) στην Δύση, περνώντας μέσα από την Britony-Galicia στην Ισπανία, την Bretagne-Gaul στην Γαλλία, την Galicia στην νότια Πολωνία, μέχρι την τελευταία Κέλτικη εξάπλωση γύρω στο 300 π.Χ. στην Γαλατία της Μικράς Ασίας.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Η πρώτη Ρωμαϊκή εισβολή στην Βρετανία άρχισε με την άφιξη του Ιουλίου Καίσαρα το 55 π.Χ.. Μετά από 90 χρόνια ειρήνης, οι Βρετανοί ξεσηκώθηκαν πάλι, και ο Ιούλιος Καίσαρ έστειλε στρατό με διοικητή τον Πλώτιο προκειμένου να κατακτήσει τους πρόσφατα εξεγερθέντες Βρετανούς, το 43 μ.Χ.. Οι Ρωμαίοι ποτέ δεν κατέκτησαν εντελώς τις Βρετανικές Νήσους - άλλωστε αυτό δεν ήταν η πρόθεσή τους, παρά μόνο ήθελαν να εξασφαλίσουν την Γαλλία (Gaul). Η μεταγενέστερη περίοδος Ρωμαϊκής διακυβέρνησης στην Βρετανία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μάλλον ειρηνική, με Ρωμαίους και Ρωμαιο-Βρετανούς πολίτες και εν αποστρατεία αξιωματικούς του στρατού να μοιράζονται την διοίκηση σαν μια κατασταλαγμένη και άκρως πολιτισμένη μέση-ανώτερη κοινωνική τάξη. Αν και η διοίκηση εφαρμοζόταν με την Λατινική γλώσσα, η Κελτική γλώσσα παρέμεινε κυρίαρχη σε όλη την χώρα.
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΝΗΣΟΥΣ
Κατά την παράδοση της Εκκλησίας, ο Χριστιανισμός μεταφέρθηκε από ανθρώπους της περιοχής της Εφέσου, και είχε εγκατασταθεί στις Βρετανικές Νήσους μέχρι το 45 μ.Χ.. Αυτή η πληροφορία ενισχύεται κάπως από το γεγονός ότι η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους υποστήριζε πως η αρχική Θεία Λειτουργία της ήταν εκείνη του Αγίου Ιωάννου, ο οποίος ως γνωστόν έζησε στην Έφεσο στα κατοπινά του χρόνια. Ο Άγιος Gildas ο Σοφός (Ουαλός μοναχός, μαθητής του Αγίου Illtyd, † 512 μ.Χ.) υποστήριζε στην "Ιστορία" του ότι ο Χριστιανισμός ήρθε στην Βρετανία κατά το τελευταίο έτος του Τιβερίου Καίσαρα, δηλαδή το 37 μ.Χ..
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως η αρχαιότητα της Βρετανικής Εκκλησίας είχε επιβεβαιωθεί αναμφίβολα από πέντε Παπικές συνόδους: την σύνοδο της Πίζα (1409), την σύνοδο της Κωνστάντης (1417), την σύνοδο της Σενς (1418), την σύνοδο της Σιέννας (1424) και την σύνοδο της Βασιλείας (1413). Και οι πέντε αυτές σύνοδοι όρισαν πως η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους είναι η παλαιότερη Εκκλησία των εθνικών, παρ' ότι θα ήταν πολιτικά πιο συμφέρον για τους πάπες να το αγνοήσουν αυτό το γεγονός, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να είχαν προσβάλει την Γαλλία και την Ισπανία, οι οποίες την εποχή εκείνη ήσαν απείρως πιο ισχυρές από την Αγγλία. Φαίνεται λοιπόν λογικό να υποθέσουμε πως οι καταγεγραμμένες αποδείξεις υπέρ της αρχαιότητας της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους θα έπρεπε να ήσαν συντριπτικά πολλές. Ατυχώς, μεγάλο μέρος αυτών των αποδείξεων έχει χαθεί, έχοντας καταστραφεί κατά την διάλυση από τον Ερρίκο Η' των μοναστηριών και τον διασκορπισμό και την καταστροφή των βιβλιοθηκών τους, και τότε, αλλά και κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Ο Άγιος Αριστόβουλος, ένας εκ των Εβδομήντα Αποστόλων που αναφέρονται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (10:1), ο οποίος κοιμήθηκε περίπου το 90 μ.Χ., ήταν, ως Επίσκοπος Βρετανίας, ένας από τους πρώιμους οργανωτές του Χριστιανισμού στους Κέλτες στην Britony και την Βρετανία, σύμφωνα με τον Δωρόθεο Τύρου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον θεωρεί "Απόστολο της Βρετανίας" και του έχει δώσει τον τίτλο αυτό. Σε αυτόν (και σε άλλους, μαζί του) οφείλουμε τις αρχές της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους, γύρω στο 37-45 μ.Χ.
Η νεώτερη αρχαιολογία προτείνει πως τα υπολείμματα του αρχαιότερου κτίσματος εκκλησίας -που έχει αναγνωριστεί ως τέτοιο με βεβαιότητα- χρονολογείται γύρω στο 140 μ.Χ. Γνωρίζουμε επίσης για την ύπαρξη εγχώριων Χριστιανικών ερειπίων παλαιότερης εποχής, στον Νότο της Βρετανίας. Αργότερα βρίσκουμε μια καταγραφή για τον ηγέτη τμήματος της Νοτίου Ουαλίας-Δυτικής Αγγλίας - του Αγίου Lucan, ο οποίος έφερε τον Άγιο Dyfan (συχνά με Λατινοποιημένο το όνομά του, ως Damian) και τον Άγιο Fagan (συχνά με Λατινοποιημένο το όνομά του ως Fugatius) στην περιοχή του, γύρω στο 160-180 μ.Χ.. Μετά έχουμε τον Άγιο Mydwyn και τον Επίσκοπο Άγιο Elvan - και οι δύο τους Βρετανοί - την ίδια ακριβώς περίοδο. Ο Άγιος Elvan λέγεται πως κοιμήθηκε στην πόλη Glastonbury γύρω στο 195 μ.Χ..
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τερτυλλιανός σε κείμενό του που γράφτηκε γύρω στο 208 μ.Χ. αναφέρει πως η Εκκλησία στην Βρετανία είχε φτάσει σε περιοχές που δεν είχαν ακόμα κατακτηθεί από τον Ρωμαϊκό Στρατό, κάτι που μας λέει πως η Εκκλησία είχε προχωρήσει πιο πέρα από τις Ρωμαϊκές κτήσεις και πως σίγουρα την θεωρούσαν εγχώρια, όπως σαφέστατα δείχνουν και τα έργα του Αγίου Lucan. Ο Ωριγένης, γράφοντας τριάντα χρόνια αργότερα, επίσης καταγράφει την ύπαρξη της Εκκλησίας στην Βρετανία.
Ο Άγιος Dyfan († 190 μ.Χ.) θεωρείται ο πρώτος Χριστιανός Μάρτυρας των Βρετανικών Νήσων (εξ ου και η ονομασία της πόλεως Merthyr Dyfan νότια της πόλεως Cardiff στην Ουαλία). Οι πρώτοι καταγεγραμμένοι Χριστιανοί Μάρτυρες στην Αγγλία ήσαν: ο λαϊκός Άγιος Alban, ο Επίσκοπος Στέφανος του Λονδίνου, ο Επίσκοπος Σωκράτης της York, ο Επίσκοπος Argulius του Λονδίνου, ο Επίσκοπος Αμφίβαλος του LLandaff, ο Επίσκοπος Νικόλαος του Penrhyn, ο Επίσκοπος Melior της Carlisle, καθώς και άλλοι, κατά το διάστημα 300-304 μ.Χ..
Ο Κωνσταντίνος, γιος του Κωνστάντιου Α' (Χλωρού) και η Φλάβια Ελένη (σύμφωνα με τον Άγιο Αμβρόσιο ήταν πανδοχέας, και σύμφωνα με τον Chesterton και μεταγενέστερους ιστορικούς ήταν πιθανότατα και Βρετανός) συνόδευσε τον πατέρα του από την Boulogne στην York. Εκεί, το 306 μ.Χ., απεβίωσε ο πατέρας του και ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε Αύγουστος - ηγέτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - στην York. Εν καιρώ έγινε γνωστός στην Ιστορία ως ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας. Ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Licenius εξέδωσαν το λεγόμενο Διάταγμα των Μεδιολάνων για την αναγνώριση του Χριστιανισμού.
Το 314 μ.Χ. ο Επίσκοπος του Eborius (York), ο Επίσκοπος Restitutus του Λονδίνου και ο Επίσκοπος Αδέλφιος του Caerleon και μια μεγάλη συνοδεία είχαν παρευρεθεί στην Σύνοδο της Arles.
Ο Άγιος Αθανάσιος δηλώνει ειδικά πως η Βρετανική Εκκλησία προσυπέγραψε την αποδοχή της στις αποφάσεις της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου που έλαβε χώρα στην Νίκαια το 325.
Ξανά, το 359, Βρετανοί Επίσκοποι παρευρέθηκαν στην Σύνοδο του Rimini. Οι αρχαιολογικές αποδείξεις για την περίοδο αυτή δείχνουν πως τα παρεκκλήσια στο Lullingstone και το Silchester χρονολογούνται από περίπου το 345.
Εν ολίγοις, η Εκκλησία δεν ήταν απλώς καλά εγκατεστημένη σε μεγάλο μέρος των Βρετανικών Νήσων μέχρι αυτήν την περίοδο, αλλά έχουμε και τον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο να μαρτυρεί πως ήταν και πλήρως Ορθόδοξη στην διδασκαλία της. (Chrysostomi Orat.’O Qeos Cristos)
Πολύ σύντομα μετά τον ερχομό του μοναχισμού από την Αίγυπτο στην Ανατολική Αυτοκρατορία, εμφανίστηκε και στην Βρετανική Εκκλησία και πολύ γρήγορα έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Μάλιστα, η Βρετανική Εκκλησία από τον 5ο αιώνα και μετά, οργανώθηκε σε αυστηρά μοναστικές γραμμές - πιθανότατα σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλα τμήματα της Εκκλησίας. Εκατοντάδες μοναστήρια και ερημητήρια - μικρά και μεγάλα - εξαπλώθηκαν σε όλες τις Βρετανικές Νήσους. Ο μοναστικός βίος ασκούσε μεγάλη έλξη στην μυστικιστική τάση του Κέλτικου σκεπτικού.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ
Κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα, η ανατολική Βρετανία άρχισε να υφίσταται επιδρομές από Σάξωνες πειρατές. Η Ρώμη βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπισθεί την Γαλλία και το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από επιδρομείς του βορρά. Δεν μπορούσε πλέον να ασχοληθεί με τις επαρχίες της Βρετανίας, και όταν ο Αλάριχος άλωσε την Ρώμη το 410 μ.Χ., η ροή στρατιωτών και διοικητών προς την Βρετανία διακόπηκε εντελώς. Το μεγαλύτερο μέρος της Βρετανίας τώρα περιήλθε σε τοπική διακυβέρνηση, σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τον εκάστοτε Αρχηγό Οικογένειας ή "Βασιλιά".
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΟΥΚΕΣ
Αυτό μας φέρνει στην περίοδο που θα μπορούσε άνετα να περιγραφεί ως περίοδος των Τριών Δουκών (Dux Bellorum), ή Στρατηγών (που πιθανόν να έφεραν τον Κέλτικο τίτλο Pendragon), οι οποίοι ήσαν επικεφαλής των ποικίλων συνδυασμών αποτελούμενων από Κέλτικες Οικογένειες. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν ο Vortigern, ο οποίος διοικούσε από την κεντρική Ουαλία και το Gloucester από το 425 περίπου και μέχρι το 457. Μετά τον Δούκα Vortigern ήρθε ο Δούκας Emrys. Ο χρονικογράφος Άγιος Gildas αναφέρει πως ηγείτο των στρατών από το 460 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 480. Φαίνεται πως ο Arthur πήρε την θέση εκείνου περίπου στα μέσα προς το τέλος της δεκαετίας του 480. Ο χρονικογράφος-Ιερέας Nennus σημειώνει πως ο Arthur έφερε επάνω του μια Εικόνα της Παρθένου Μαρίας στην Μάχη του ποταμού Bassas, και μια Εικόνα της Σταύρωσης επί τρεις ολόκληρες ημέρες κατά την διάρκεια της Μάχης του Όρους Badon (Κάστρο Liddington) το 516.
Κατά την περίοδο των Τριών Δουκών, η Εκκλησία ωφελήθηκε τα μέγιστα από την τότε αστική ασφάλεια. Την εποχή του Emrys, ο Άγιος Γερμανός, επίσκοπος της Auxerre, επισκέφτηκε την Βρετανία δύο φορές, συμβουλεύοντας τους Βρετανούς Επισκόπους να ιδρύσουν σχολεία για υποψήφιους χειροτονίας, και εξασφαλίζοντας την εξορία των ελάχιστων εναπομεινάντων Πελαγιανών αιρετικών. Οδήγησε ένα Χριστιανικό στρατό σε μια αναίμακτη απ' ότι φαίνεται νίκη εναντίων των Πικτών και Σαξώνων στον βορρά το 431. Έχει καταγραφεί πως κήρυττε πολύ αποτελεσματικά στο Glastonbury κατά την δεύτερή του επίσκεψή το 447. Από την εποχή αυτή, τα μοναστήρια ως επί το πλείστον διεύθυναν πλέον την Εκκλησία.
Η ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Το 397 ο Άγιος Ninian ίδρυσε το μοναστήρι του Whitehorn στην επαρχία Galloway και άρχισε να κηρύττει στους Πίκτες και τους Σάξωνες. Αυτό, μαζί με μια πληθώρα από μικρότερα κελιά ερημιτών και ημι-κοινοβιοτικούς μοναχούς, σηματοδότησε την αρχή μιας ανανέωσης στην ζωή της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους.
Την περίοδο αυτή, την Εκκλησία την διοικούσαν ως επί το πλείστον τα επαρχιακά μοναστήρια, όπου ο Ηγούμενος διοικούσε την Εκκλησία. Είναι πιθανό (ένα μεγάλο μοναστήρι) να είχε μερικούς Επισκόπους-αναπληρωτές, που τους είχε δοθεί το αξίωμα Επισκόπου λόγω αναγνώρισης της αγιότητας της ζωής τους. Ο Επίσκοπος Χειροτονούσε, Έχριε και Καθαγίαζε, ενώ ο Ηγούμενος διοικούσε. Σε λίγο καιρό, οι θέσεις του Ηγούμενου και του Διοικούντος Επισκόπου άρχισαν να ενώνονται. Συνολικά, η επικρατούσα ατμόσφαιρα ήταν εκείνη της αγιότητας των διαφόρων μοναστικών επισκόπων, ηγουμένων και ερημιτών. Τα μοναστήρια ήσαν τα διοικητικά, μορφωτικά και ιεραποστολικά κέντρα της Εκκλησίας. Από αυτά τα μεγάλα μοναστικά κέντρα η Εκκλησία των Βρετανικών Νήσων είχε αργότερα -κατά την πρώτη χιλιετία- αποστείλει τους περίφημους μοναχούς της σε μακρινά μέρη, όπως: Γερμανία, Κίεβο και Σκανδιναβία. Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα της ποιότητας των ηγετών της Εκκλησίας την περίοδο αυτή, από τους ακόλουθους ενδεικτικούς αντιπροσώπους:
Το έτος 400 περίπου, ο Διάκονος Calporans της (σημερινής) επαρχίας Cumberland, ο ίδιος γιος Ιερέα, είχε ένα γιο ονόματι Patrick. Γύρω στο 410, τον Patrick τον απήγαγαν Ιρλανδοί επιδρομείς πειρατές και τον πήραν στην Ιρλανδία σαν σκλάβο. Μετά από έξι χρόνια δραπέτευσε και κατέφυγε στην Γαλλία όπου μπήκε σε μοναστήρι και εκπαιδεύτηκε για την Ιερωσύνη. Επέστρεψε στην οικογένειά του κοντά στην περιοχή του Solway of Firth γύρω στο 426 και χειροτονήθηκε Επίσκοπος το 432 όταν εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ιρλανδία. Ο Άγιος Patrick διοικούσε ως μοναχός-Επίσκοπος του Armagh τα επόμενα τριάντα χρόνια, ιδρύοντας πολλά μοναστήρια και οικοδομώντας την Εκκλησία της Ιρλανδίας μέχρι την κοίμησή του το 464.
Μέχρι το 450-500 μ.Χ. υπήρχαν γύρω στα 1000-1500 μεγάλα μοναστήρια-μέλη, στην Ουαλία και πιο δυτικά. Την εποχή εκείνη, η Εκκλησία των Βρετανικών Νήσων έτεινε να βλέπει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ως κέντρο της Εκκλησίας, δεδομένου ότι είχε αποκοπεί σε μεγάλο βαθμό από την Εκκλησία της Ρώμης (αν ήταν ποτέ συνδεδεμένη). Ενώ η διδασκαλία της Βρετανικής Εκκλησίας πιστοποιείται επαρκώς ως απόλυτα Ορθόδοξη (αφού η αίρεση του Πελαγιανισμού δεν απόλαυσε παρά μια παροδική δημοτικότητα στην Βρετανία και απ' ότι φαίνεται είχε εξαλειφθεί πλήρως μέχρι την δεκαετία του 420-439), το σύστημα της Εκκλησιαστικής διοίκησης και η γενική ατμόσφαιρα διέφεραν αισθητά από τα αντίστοιχα της Εκκλησίας της Ρώμης.
Γεννηθείς μόλις μετά την αλλαγή του αιώνα, ο Illtyd έγινε αυλικός και υπουργός στην Ουαλία. Εγκατέλειψε εκείνη τη ζωή και εγκαταβίωσε στο μοναστήρι στο Llancarvan κάτω από την καθοδήγηση του ηγουμένου της Μονής, Αγίου Cadoc. Αργότερα, ο Άγιος Illtyd έφυγε από το Llancarvan και πήγε να ηγηθεί της μεγάλης Μονής του Llantwit (Llanilltyd) το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ως "το σπίτι των αγίων" επειδή ανέδειξε τόσους πολλούς ηγέτες της Εκκλησίας. Ο Άγιος Illtyd κοιμήθηκε το 470 και η μνήμη του τιμάται την 6η Νοεμβρίου.
Ο Άγιος David (στην τοπική γλώσσα Dewi Sant) γεννήθηκε νωρίς τον 5ο αιώνα, μορφώθηκε στο Hen Vynyw και εκπαιδεύτηκε για την Ιερωσύνη επί δέκα έτη κάτω από τον γραφέα Paulinus. Ίδρυσε την άκρως ασκητική Μονή της Menevia. Ό Άγιος David ως Ηγούμενος έγινε γνωστός για τα έργα ελεημοσύνης, τον ακραίο ασκητισμό του και την συνήθειά του να κάνει αμέτρητες μετάνοιες. Η Σύνοδος της Brevi τον εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο και ως έδρα του ορίσθηκε η Menevia (σήμερα Αγ.David).
Η Ιστορία μας λέει πως μερικοί από τους πιο ισχυρούς ηγέτες της Βρετανικής Εκκλησίας (Άγιος David, Αρχιεπίσκοπος της Menevia, Άγιος Padarn, Επίσκοπος της Avranches και Άγιος Teilo, κατόπιν Αρχιεπίσκοπος της Menevia) έκαναν υπακοή στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε μια προφανώς σκόπιμη προτίμηση, αντί οποιουδήποτε άλλου Εκκλησιαστικού ηγέτη. Είναι πιθανό κάποιοι να είχαν όντως λάβει το αξίωμά τους από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Στο Κέλτικο σκεπτικό, το κέντρο της Εκκλησίας ήταν ο τόπος της διακονίας του Χριστού. Ο Άγιος David λέγεται πως είχε ταξιδέψει και σε άλλες Κέλτικες χώρες, και έχουμε καταγεγραμμένες αναφορές της παρουσίας του σε Cornwall και Brittany το 547-548. Η επιρροή του ήταν τεράστια σε όλη την επικράτεια των Βρετανικών Νήσων, και σε αυτήν οφειλόταν μεγάλο μέρος της συνένωσης της Εκκλησίας και η διατήρηση του κλήρου και του λαού σε αυστηρή πειθαρχία. Ο Άγιος David κοιμήθηκε το 601, και η Εορτή του είναι εθνική εορτή της Ουαλίας, την 1η Μαρτίου.
Ο Άγιος Columcille γεννήθηκε το 521 στο Gartan. Ταξίδεψε με μερικούς μοναχούς στην Iona της Σκωτίας, όπου ίδρυσε το περίφημο μοναστήρι της Iona, πάνω σε ένα νησί επί μιας ακτής του Ατλαντικού. Εκεί έζησε, εναλλάξ στο ερημητικό κελί του και διοικώντας την Μονή. Έστελνε τους μοναχούς του να κηρύττουν στον λαό. Από τον Ηγούμενο-διάδοχό του, τον Άγιο Adamnan, έχουμε μια βιογραφία που μας λέει περιγραφικά για ένα ψηλό άνδρα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα, ο οποίος θαυματουργούσε κατά την διάρκεια της ζωής του.
Ο Columcille έχτισε το Μοναστήρι της Iona και ίδρυσε βοηθητικά μοναστήρια στο Hinba, το Maglunge και το Diuni. Τρία διασωθέντα ποιήματα αποδίδονται σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένου του ποιήματος "Altus Prosator" με θέμα την άλλη ζωή και την Τελική Κρίση. Έδινε μεγάλη προσοχή στην εκπαίδευση των μοναχών, εκ των οποίων μερικοί ήσαν μεταστραφέντες από τους Αγγλο-Σάξωνες επιδρομείς της ανατολικής Βρετανίας. Χάρη σε αυτόν μεταστράφηκε ο βασιλιάς των Πικτών Bude, και το 574, έστεψε τον βασιλιά Aiden της Dalriada. Ο Columcille ήταν Επίσκοπος με μεγάλη επιρροή στην Σκωτία και στην Ιρλανδία, καθώς επίσης και σε ολόκληρη την βόρειο Αγγλία, μέχρι τη κοίμησή του, λίγο πριν τον Όρθρο, την 9η Ιουνίου, 597.
Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΕΛΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΑΞΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Μετά την Μάχη του Όρους Badon, οι Βρετανοί δεν μπορούσαν πλέον να διατηρήσουν τα εδάφη τους. Οι Σάξωνες μετανάστευαν όλο και περισσότερο από την Ευρώπη, γεμίζοντας την Σαξονική Ακτή και προχωρώντας δυτικά. Ίδρυσαν ένα πλήθος ειδωλολατρικών βασιλειών στα νοτιοανατολικά μέρη, και βορειοδυτικά από αυτό που σήμερα είναι Αγγλία.
Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Το 597 μ.Χ. το Πατριαρχείο της Ρώμης αποφάσισε να εξαπολύσει κάτι πού μπορεί να περιγραφεί μόνο ως εκκλησιαστική εισβολή στις Βρετανικές Νήσους. Αυτό πήρε την μορφή μιας απρόσκλητης "αποστολής" που εγκαινιάσθηκε από τον Άγιο Αυγουστίνο στο Canterbury, παρά το γεγονός ότι βρήκε τον Επίσκοπο Liuthard και την εκκλησία του Αγίου Martin να υπάρχουν ήδη εκεί, στο Canterbury. Ο Επίσκοπος Liuthard είχε στενές σχέσεις με την αυλή του Βασιλιά Ethelbert ο οποίος μπορεί να μην ήταν Χριστιανός ο ίδιος, όμως η Βασίλισσα Bertha ήταν. Απτόητος από την προΰπαρξη της επί μακρόν εγκατεστημένης Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους, ο Αυγουστίνος συνέχισε να εργάζεται ανάμεσα στου μη-Χριστιανούς Σάξωνες εισβολείς που ζούσαν στο Kent.
Δηλώσεις πως ο Αυγουστίνος ήταν Προκαθήμενος της Βρετανίας είναι αναξιόπιστες, δεδομένου ότι η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους ήδη είχε τον Προκαθήμενό Της - τον διάδοχο του Αγίου David, (ο οποίος κοιμήθηκε περίπου 20 χρόνια πριν από την άφιξη του Αυγουστίνου). Η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους είχε περίπου 120 επισκόπους και πολλές χιλιάδες Ιερείς, Μοναχούς και Μοναχές. Ο Αυγουστίνος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί για το κύρος του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου, αλλά οι προσπάθειές του δεν είχαν σε μεγάλο βαθμό επιτυχία, πιο πέρα από την νοτιοανατολική γωνία του νησιού, όπου είχε εργασθεί να μεταστρέψει τους Σάξωνες εισβολείς.
Προκειμένου να λυθούν κάποιες διαφορές ανάμεσα στην Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους και την εισβάλλουσα Ρωμαϊκή αποστολή, συγκλήθηκε σύνοδος το 664 στο Whitby της επαρχίας Yorkshire, με αποτέλεσμα να συγχωνευθεί επίσημα η Κέλτικη Εκκλησία με την Ρωμαϊκή "αποστολή" σε μια Εκκλησία, αν και το Κελτικό τμήμα συνέχισε τα δικά του έθιμα, στη δική τους περιοχή της Βρετανίας. Επειδή αυτή η συγχώνευση ήταν σύγχρονη με την μεγάλης κλίμακας μεταστροφή των Αγγλοσαξόνων εισβολέων της ανατολικής Αγγλίας, αυτή η συνεχιζόμενη Εκκλησία ήταν Κελτο-ΑγγλοΣαξονική στην υφή της, και άρχισε να προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και των δύο φυλών. Ήταν ένα αναπόσπαστο τμήμα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, και, δεδομένου ότι ο Παπισμός την εποχή εκείνη δεν είχε καλά-καλά αναπτυχθεί με την έννοια που σήμερα τον γνωρίζουμε, αυτή η Εκκλησία των Βρετανικών Νήσων παρέμεινε Τοπική Εκκλησία, εντός της οικουμενικής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.
Το έτος 666, ο Άγιος Theodore της Ταρσού, Έλληνας Μοναχός, διορίσθηκε στην Έδρα του Canterbury. Αφίχθηκε εκεί το 669 στην ηλικία των 67 και άρχισε μια εικοσαετή επισκοπή προσπαθώντας να πείσει τους Βρετανούς Επισκόπους να τον δεχθούν για Αρχιεπίσκοπο. Ο Theodore βρήκε την Ρώμη αντίθετη με ορισμένες από τις αποφάσεις του, προφανώς στις διαφωνίες του με τον Άγιο Wilfrid. Στο τέλος, ενώ έκανε πολλά για να οργανωθεί η Εκκλησία στις Βρετανικές Νήσους - τις τόσο διαιρεμένες από την Σύνοδο του Whitby - η δύναμή του εκτεινόταν μόνο στο Αγγλοσαξονικό τμήμα της χώρας. Ο Theodore εγκαινίασε σειρά Ιερών Συνόδων, αρχίζοντας με εκείνη του Hertford το 672, όπου συμφωνήθηκαν οι περίφημες δέκα αποφάσεις, παράλληλες σε αξία με τους Κανόνες της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Η δεύτερη Σύνοδος στο Hatfield παρήγαγε μια δήλωση Ορθοδοξίας που ήταν σχετική με την διαμάχη του Μονοθελητισμού.
Στο τέλος του 7ου αιώνα, ο Άγιος Wilfrid, τώρα πλέον Επίσκοπος της York, ζήτησε από τον Πατριάρχη της Ρώμης να μεσολαβήσει στην διαμάχη του με τον Άγιο Theodore, Αρχιεπίσκοπο του Canterbury.
Όταν το ζήτημα τέθηκε ενώπιον της Witenagamot (την Βασιλική Βουλή), τα μέλη της (Αντιδήμαρχοι, Ακόλουθοι Φεουδαρχών και Επίσκοποι) απέρριψαν την απόφαση του Πάπα. Το Witenagamot είπε, ουσιαστικά, "Ποιος είναι αυτός ο Πάπας και τι είναι αυτές οι αποφάσεις του; Τι σχέση έχουν αυτές με εμάς, ή εμείς με αυτές;" Ως απάντηση, έκαψαν την Παπική περγαμηνή και έβαλαν τον Wilfrid στην φυλακή, επειδή τόλμησε να ζητήσει βοήθεια από έναν παρείσακτο.
Το 747, η αρχή αυτή ξανατέθηκε ως θέμα - και εξ' ίσου απροκάλυπτα. Είχε γίνει εισήγηση στο Witenagamot να παραπέμπονται τα δύσκολα ζητήματα στον Επίσκοπο της Ρώμης, ως πρώτος μεταξύ ίσων. Το Witenagamot, όμως, δήλωσε πως θα υποτασσόταν μόνο στην δικαιοδοσία του Βρετανού Αρχιεπισκόπου.
Η ΕΠΤΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ
Η περίοδος της λεγόμενης "Επταρχίας" εκτεινόταν από το 600 μέχρι περίπου το 850 και οφείλει το όνομά της στην υπεροχή των νέων Σαξονικών βασιλειών - Kent, Wessex, Northumbria, Mercia, East Anglia, Essex και Sussex - που λέγεται σήμερα Αγγλία. Δεν ήταν μια πολιτικά σταθερή περίοδος, με συνεχείς αγώνες για υπεροχή ανάμεσα στα βασίλεια αυτά, βοηθούμενοι από τους οποιουσδήποτε συμμάχους μπορούσαν να συγκεντρώσουν. Στην αρχή της περιόδου, το Kent ήταν ο απόλυτος ηγεμόνας του Essex και του Sussex και ίσως το πιο ισχυρό βασίλειο στην Βρετανία. Όμως κατά τον 6ο αιώνα, το βασίλειο της Northumbria άρχισε να είναι κυρίαρχο. Η Northumbria αποτελείτο από δύο τμήματα, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρονης επαρχίας Yorkshire. Κάτω από τον Βασιλιά Edwin, ενσωματώθηκε το Σαξονικό βασίλειο της Berenice, το οποίο στην αρχή δεν ήταν Χριστιανικό. Σύντομα όμως μεταστράφηκε. Στο βορεινό τμήμα του βασιλείου ο Edwin έχτισε το Edwins Burgh (=Edinburgh-Εδιμβούργο) στον Κόλπο του Forth.
Ο Edwin σκοτώθηκε σε μάχη με τις μικτές στρατιές του ειδωλολατρικού βασιλείου της Mercia και το Χριστιανικό Βασίλειο της Ουαλίας το 632. Οι αδελφοί Oswald και Oswy είχαν, κατά την βασιλεία του Edwin, ζήσει στο Μοναστήρι της Iona. Με τον θάνατο του Edwin, ο Oswald οδήγησε ένα στρατό της Northumbria εναντίον των Αγγλοσαξόνων και έγινε Βασιλιάς της Northumbria. Το 634 ο Άγιος Aidan, κατόπιν προσκλήσεως του Βασιλιά Oswald, ήρθε από το Μοναστήρι της Iona, για να εγκαταστήσει την Έδρα του στο Lindisfarne, ως Επίσκοπος όλης της Northumbria. Εδώ ίδρυσε το μοναστήρι του, το οποίο επάνδρωσε με μια ομάδα μοναχών που τον είχαν συνοδεύσει από την Iona. Ο Oswald φονεύθηκε σε μάχη το 642 και αργότερα ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία.
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
Πριν από τον θάνατό του, ο Βασιλιάς Penda δέχθηκε τους ιεραποστόλους μοναχούς του Αγίου Aidan στην Mercia, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την μεταστροφή αυτού του Σαξονικού βασιλείου. Ο γιος του έλαβε το Βάπτισμα και νυμφεύθηκε μια Χριστιανή Πριγκήπισσα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου αιώνα το Βασίλειο της Mercia, επαρχία που διέσχιζε την περιοχή νότια του ποταμού Humber μέχρι τον Τάμεση και από τα σύνορα της Ουαλίας μέχρι τον Κόλπο Wash, ήταν σε άνοδο. Η υπεροχή της Mercia αποκορυφώθηκε την περίοδο της βασιλείας του Βασιλιά Offa (757-796).
Ο Βασιλιάς Offa θεωρείται ο πρώτος Βασιλιάς που είχε τον χαρακτηρισμό Βασιλεύς Πάσης Αγγλίας. Συναλλασσόταν με τον νεώτερό του Ευρωπαίο σύγχρονο, τον Αυτοκράτορα Καρλομάγνο ως ίσο, υπογράφοντας μαζί του το 796 μια εμπορική συμφωνία, ενώ έχει καταγραφεί πως και ο Καρλομάγνος τον θεωρούσε εξέχοντα κυβερνήτη.
Το 850-851 ειδωλολάτρες Δανοί επιδρομείς, που είχαν για αρκετό διάστημα αρκεσθεί με καλοκαιρινές επιδρομές, αποφάσισαν να περάσουν τον χειμώνα στην Νήσο Thanet στον νότο. Αυτό ήταν ουσιαστικά η αρχή της τρομερής επιδρομής των Δανών, που θα έδινε στην Εκκλησία τόσους πολλούς Μάρτυρες, ειδικά μέσα στο έτος 870.
Ο Βασιλιάς Alfred τελικά νίκησε τους Δανούς και εδραίωσε την ηγεμονία του, διατηρώντας την ειρήνη μέχρι που οι Δανοί ξαναεπιτέθηκαν από την Γαλλία το 892. Τελικά ηγήθηκε της νίκης επ' αυτών το 896-897.
Ο Offa και ο Alfred ήσαν - δικαιωματικά - νομοθέτες και λόγιοι, Χριστιανοί Βασιλείς που έχτισαν ένα εκπαιδευτικό σύστημα και που γενικά ενθάρρυναν την μάθηση και την επέκταση της Εκκλησίας.
Η Ορθοδοξία της Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους έπαυσε, με την εισαγωγή παπικών επισκόπων μετά από την Μάχη στο Hastings τον Οκτώβριο του 1066, όπου ο Νορμανδός Δούκας William, χρηματοδοτημένος από τον σχισματικό πλέον Παπισμό, εισέβαλλε στην Βρετανία.
Τα Βρετανικά Νησιά γύρω στο 802 μ. Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου