Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016
Σάββατο 26 Μαρτίου 2016
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Πατέρας της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός,
Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί! Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συμπίπτει μέ τήν 14η Νοεμβρίου. Ἡ Σύνοδος ὅμως τοῦ 1368, ἡ ὁποία διακήρυξε εἰς τόν κόσμο τήν ἁγιότητα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, λόγῳ τῶν θαυμάτων τά ὁποῖα ἐποίει καί ὄχι λόγῳ τῆς παιδείας του, οὔτε λόγῳ τῶν συγγραμμάτων του, πού εἶναι τό ὑψηλότερο στήν ἐποχή του ἐπίτευγμα, ἀλλά καί στήν κορυφή συγχρόνως τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογικῆς παραδόσεως, μετέφερε τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἰς τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν. Εἶναι μία πράξις συμβολική καί ἀποφασιστική, διότι ἡ σημερινή ἡμέρα τιμᾶται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὅλου τοῦ κόσμου ὡς ἐπέκταση καί προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι συνέχεια τῆς νίκης τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἐναντίον τῆς πλάνης. Δέν εἶναι νίκη προσώπων ἐναντίον ἄλλων προσώπων, δέν εἶναι νίκη παρατάξεων ἐναντίον ἄλλης παρατάξεως ἤ ἄλλων παρατάξεων, ἀλλά εἶναι ἡ νίκη τῆς Πίστεως. Ὁ θρίαμβος τῆς Πίστεως ὡς τρόπου σκέψεως, ὡς τρόπου ζωῆς καί ἐμπειρίας ἁγιοπνευματικῆς, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο εἰς τήν θέωση. Εἶναι νίκη δηλαδή τῆς σωτηρίας, τήν ὁποία εἰσήγαγε στήν ἱστορία ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἄσαρκος εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἔνσαρκος εἰς τήν Καινή Διαθήκη.
Γιά νά κατανοήσουμε τή σημασία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τόν ὁποῖο εἰς τόν τίτλο τῆς ἀποψινῆς ὁμιλίας ὀνομάζουμε Πατέρα τῆς 9ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θά ἤθελα νά ὁριοθετήσουμε τά συστατικά τοῦ τίτλου αὐτοῦ.
Ἡ Προσωπικότητα τοῦ Ἁγιου
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1296 καί σπούδασε φιλοσοφία.......
κυρίως ἀριστοτελική, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὅταν ἔδινε δεκαεξαετής τίς ἐξετάσεις του εἰς τό Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ μεγάλος λόγιος ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης ἐνθουσιασμένος νά τοῦ πεῖ: «Παιδί μου, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης θά μποροῦσε νά ἐκφραστεῖ κατά καλύτερο τρόπο».
Θεολογία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐσπούδασε εἰς τήν Θεολογική Σχολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν ἦταν κάποιο ἵδρυμα κρατικό, διότι ἡ Θεολογική Σχολή εἶναι τό μοναστήρι, εἶναι τό (κοινοβιακό) μοναστήρι. Μέσα στό μοναστήρι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε Θεολόγος. Μέσα ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν πνευματική ζωή. Εἰς τό Παπίκιον Ὄρος, μεταξύ Μακεδονίας καί Θράκης, στό Ἅγιον Ὄρος καί στήν Βέροια, μέ τή αὐστηροτάτη ἄσκησή του. Πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος ἦταν ἀπομονωμένος εἰς τήν ἀναχωρητική ἄσκηση, τήν βαρειά ἄσκησή του, καί δύο ἡμέρες κατέβαινε γιά νά συζητήσει μέ τό μοναστικό σῶμα τά προβλήματα, νά μετάσχει δηλαδή στήν κοινωνική ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή τῶν συμμοναστῶν του.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀναδείχθηκε σέ μέγα Θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶχε τίς κατάλληλες προϋποθέσεις. Ἦταν ὁ Θεολόγος τῆς ἀσκήσεως, τῆς μετανοίας, καί ὄχι ὁ Θεολόγος τῶν πτυχίων καί τῶν πανεπιστημιακῶν τίτλων. Ἐπιτρέψτε μου νά τό πῶ. Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός, τό λέγω γιατί τώρα βρίσκομαι στό τελευταῖο στάδιο τῆς ζωῆς μου, δέν ξέρω πόσο ὁ Θεός θά μ’ ἀφήσει στόν κόσμο, ἀγγίζω τά ἑβδομήντα. Λέγω συνήθως, ὅσα πτυχία καί νά ἔχουμε δέν μᾶς καταξιώνουν ὡς Θεολόγους. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχω πέντε πανεπιστημιακά διπλώματα, τρία πτυχία καί δύο «Ντοκτορά», διδακτορικούς τίτλους, διδακτορικό Θεολογίας καί Φιλοσοφίας - Ἱστορίας, αὐτά σέ ξένο Πανεπιστήμιο. Γιατί τά εἶπα αὐτά; Γιά νά ἐπαναλάβω αὐτό πού ἀρέσκομαι νά λέγω συνήθως, ὅτι ὅλα αὐτά, οἱ τίτλοι καί τά πτυχία εἶναι μηδέν καί κάτω τοῦ μηδενός, μηδέν καί κάτω τοῦ μηδενός, ἕνα τίποτα. Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο χρειάζομαι καί μάλιστα ὡς Κληρικός, εἶναι μιά ἀχτίδα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Λίγη Χάρη Θεοῦ χρειάζομαι, γιά νά ἀνταποκριθῶ εἰς τίς ἀπαιτήσεις τοῦ διακονήματος καί λειτουργήματός μου, καί σ’ αὐτό πιστεύω ὅτι θά συμφωνοῦν ὅλοι οἱ σεβαστοί συνάδελφοι ἐν Χριστῷ, πού εἶναι στό Ἅγιον Βῆμα.
Ἔγινε, λοιπόν, μ’ αὐτήν τήν Θεολογία συνεχιστής τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς Θεολόγος κατεξοχήν τῆς παραδόσεως. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐντάχθηκε σέ μιά σκυταλοδρομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀρχίζει μέ τούς Ἀποστόλους, τούς Ἀποστολικούς Πατέρες, μέ πρῶτον τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, συνεχίζεται μέ τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο, μέ τόν Ἅγιο Κυπριανό, φθάνει στό Μέγα Ἀθανάσιο, τούς Καππαδόκες Πατέρες, τούς Κυρίλλους, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀλεξανδρείας, καί συνεχίζεται αὐτή ἡ σκυταλοδρομία μέ τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν Μέγα Φώτιο τόν 9ο αἰῶνα, γιά νά κορυφωθεῖ τόν 14ο αἰῶνα στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ἐν συνεχείᾳ στούς ἁγίους Κολλυβάδες Πατέρες, τούς ἡσυχαστές τοῦ 18ου αἰώνα.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμᾶς καί Μάρκος Εὐγενικός εἶναι στήν εὐθεία γραμμή τῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία προέβαλε τούς ἁγίους Πατέρες, τήν σκέψη τους καί τήν βιοτή τους ἀπέναντι στήν ἀλλοτριωμένη καί διεστραμμένη Δυτική Χριστιανοσύνη. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς -ὁ Θεός τό ἐπέτρεψε, γιά νά τόν δυναμώσει περισσότερο- ἔγινε καί ὁμολογητής τῆς πίστεως. Κατηγορήθηκε ὡς καινοτόμος καί μάλιστα ὡς αἱρετικός. Αὐτή ἤτανε ἡ κρίση τοῦ 14ου αἰῶνος.
Μετά τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο (691/2) ἔχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά τέλη τοῦ 7ου αἰῶνος καί ἑξῆς. Οἱ Ἅγιοι νά θεωροῦνται ὡς καινοτόμοι, οἱ Ἅγιοι νά θεωροῦνται ὡς αἱρετικοί, διότι δέν συμφωνοῦσαν μέ μιά πολιτική Θεολογία, ἡ ὁποία εἶχε διαδοθεῖ, μέ Ἱεράρχες καί Θεολόγους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά τά ἔχουν καλά μέ τήν ἐξουσία, γιά νά καρποῦνται ὀφέλη γήινα καί προσωρινά. Τό 1343 ἐφυλακίσθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στή φυλακή τῶν ἀνακτόρων καί τό 1344 καταδικάσθηκε σέ ἀκοινωνησία! Σύνοδοι εἴχαν καταδικάσει παλαιότερα τόν Ἱερό Χρυσόστομο, (σκεφτεῖτε τόν ἱερό Χρυσόστομο!) δύο φορές σέ ἐξορία, ὥστε νά πεθάνει στήν ἐξορία. Ἀνάλογες Σύνοδοι κατεδίκασαν τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, γιατί δέν ἦταν πρόθυμος νά ὑπηρετήσει τά συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου καί τῆς πολιτείας. Δέν εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο, ἀγαπητοί ἀδελφοί, Σύνοδοι πού θεωροῦνται Ὀρθόδοξοι, νά ἀθωώνουν τούς ἐνόχους καί νά καταδικάζουν τούς Ἁγίους. Αὐτό τό φαινόμενο, πού σημαίνει διαστροφή τῆς Παραδόσεως ἐκ μέρους των, πού ἀποκαλύπτει τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, θά συνεχίζεται ὅσο ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία, καί φοβερά ἀποστασία, μέσα στό ράσο. Ἔτσι, λοιπόν, -θά μοῦ ἐπιτρέψετε παρενθετικά- νά προσθέσω κάτι: Συνήθως λέγουν κάποιοι, καί δέν εἶναι ἄστοχο τό ἐρώτημα, γιατί δέν συμμετέχουν καί οἱ λαϊκοί, μέλη καί αὐτοί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τάς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τά ἔχουν διατάξει κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε δέν χρειάζεται οὔτε ἐμεῖς οἱ πρεσβύτεροι, οὔτε οἱ λαϊκοί νά συμμετέχουμε στίς Συνόδους. Διότι τότε θά ἀρχίσει τό ἐρώτημα: γιατί αὐτός καί ὄχι ἐγώ!
Ὁ Ἐπίσκοπος μετέχει στή Σύνοδο, μεταφέροντας σ’ αὐτήν αὐτούσια τή γνώμη τοῦ ποιμνίου του. Ὅταν, λοιπόν, κάθε Ἐπίσκοπος μέσα στή Σύνοδο ἐκφράζει τήν γνώμη τῆς τοπικῆς του ἐκκλησίας, τότε συμμετέχει σ’ αὐτήν, ἔμμεσα, καί τό πλήρωμά της. Φτάσαμε ὅμως σέ καταστάσεις, ἀγαπητοί ἀδελφοί, πού ἄλλη εἶναι ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ, ἄλλη εἶναι ἡ γνώμη τῶν πρεσβυτέρων, τοῦ κλήρου τοῦ εὐρυτέρου, ἄλλη εἶναι ἡ γνώμη τῶν Ἐπισκόπων καί τελικά ἄλλα ἀποφασίζουν οἱ Σύνοδοι. Αὐτή εἶναι ἡ κακοτυχία, ἡ ὁποία μᾶς δέρνει. Καί θά μοῦ ἐπιτραπεῖ ταπεινά νά ὑποβάλω γονυπετής, τήν παράκλησή μου στήν Ἱερά Σύνοδο. Ἄς πνεύσει καί σ’ αὐτήν ἕνας ἀέρας Πατερικός. Ἄς γίνει καί στή Σύνοδό μας μία ἀναγέννηση, Πατερική ὅμως καί Ἀποστολική καί Προφητική. Κι ἄς ἀκούει τή φωνή τοῦ ποιμνίου -ἡ Σύνοδος-, διότι θά ἔλθει ἐποχή, ὅπου οἱ ἀταξίες πού συμβαίνουν στό πεζοδρόμιο καθημερινά, θά εἰσέλθουν καί μέσα στήν Ἐκκλησία. Μόλις ὁλοκληρωθεῖ ὁ σχεδιαζόμενος χωρισμός Ἐκκλησίας-Πολιτείας, μέ τήν πλέον ἀρνητική ἔννοια τοῦ ὅρου, τότε θά καταντήσουμε χειρότερα ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες. Καί ἄν δέν θελήσουμε μέ πρώτους τούς Ἐπισκόπους μας, τούς ὁποίους σέβομαι ἀπόλυτα, ἐάν δέν θελήσουμε νά σωφρονισθοῦμε καί νά μήν προκαλοῦμε τόν λαό τοῦ Θεοῦ, θά φθάσουμε σέ φοβερές καταστάσεις στό χῶρο τόν ἐκκλησιαστικό. Δέν εἶμαι προφήτης, ἀλλά ὁ Θεός μοῦ ἐπέτρεψε νά ἀσχολοῦμαι μέ τήν ἐπιστήμη τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἱστορικός ἐργάζεται πάνω σέ νομοτέλειες. Ὄχι λοιπόν μέ τήν διαίσθηση Προφήτου, διότι εἶμαι ἀκάθαρτος καί ἀσήμαντος, ἀλλά μέ τήν διαίσθηση πού μοῦ δίνει ὁ χῶρος τῆς Ἱστορίας, προβλέπω ὅτι ἐκεῖ θά καταλήξουμε. Κλείνω τήν παρένθεση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπελευθερώθηκε τό 1343 καί ἀπό τό 1347 μέχρι τό 1359, μέχρι τήν κοίμησή του, διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/κης. Τό 1368, ὅπως εἶπα, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία ἐπεμβαίνει γιά νά διακηρύξει, ὄχι νά ἁγιοποιήσει, -αὐτά εἶναι φράγκικα, δέν ἔχουμε ἁγιοποίηση- ἀλλά ἐπεμβαίνει ἡ Σύνοδος νά διακηρύξει τήν ἁγιότητά του, τήν ὑπάρχουσα καί ἀποδεικνυομένη, ὄχι ἀπό τά βιβλία του, ἀλλά ἀπό τά θαύματά του.
Ὁ Θεσμός τῶν Οικουμενικῶν Συνόδων
Μιλήσαμε ὅμως στόν τίτλο γιά 9η Οἰκουμενική Σύνοδο. Ποιά εἶναι ἡ 9η Οἰκουμενική Σύνοδος, μέ τήν ὁποία θά συνδέσουμε τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Εἶναι γνωστό ἀπό τήν Ἱστορία, ὅτι ἔχουμε ἐπίσημα ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικότητος. Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους ὑψίστη μορφή ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Κορυφή μας δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας Πάπας -ἐδῶ εἶναι οὐσιαστική ἡ διαφορά μας μέ τόν παπισμό. Οἱ Προτεστάντες τά κατήργησαν ὅλα, καί εἶναι πιό ἔντιμοι ἀπό τούς παπικούς. Εἶναι πιό ἔντιμοι, γιατί δέ θέλησαν νά κρατήσουν τίποτε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά τό διαστρεβλώνουν. Ὁ Παπισμός ὅμως ὑποκατέστησε τήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν Πάπα καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ παπισμοῦ τήν Οἰκουμενική Σύνοδο, θεραπαινίδα τῶν παπικῶν σχεδίων.
Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους τῆς ἱστορίας, ὡς ὕψιστος θεσμός εἰς τήν ζωήν της, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος –οἰκουμενική σημαίνει Σύνοδος ὅλου τοῦ κράτους. Κατά τόν ὅρο τοῦ Ξενοφῶντος καί στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, στήν Ἑλληνική, δηλαδή, Ρωμανία, ἡ λέξη Οἰκουμένη, σημαίνει κατ’ οὐσίαν τό κράτος, οἰκουμενικός διδάσκαλος, οἰκουμενικοί πατέρες κ.ο.κ.-. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, εἶναι ἡ Σύνοδος ὅλου τοῦ κράτους καί ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς πίστεως καί τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις εἰς τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία. Καί τότε ἔρχεται ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά διακηρύξει, σέ κάθε περίπτωση, τήν σώζουσα Ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, τούς Ἀποστόλους, τούς Προφῆτες καί τίς Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔχουμε ἐπί παραδείγματι τήν 1η καί τήν 2α Οἰκ. Σύνοδο, 325 καί 381, οἱ ὁποῖες ἀσχολήθηκαν μέ τό πρόβλημα, τή μάστιγα καλύτερα, τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τό Τριαδολογικό πρόβλημα. Ἔχουμε, λοιπόν, τό 381 τήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού εἶναι τό «Πιστεύω», τό ὁποῖο ἀπαγγέλλουμε στήν Θ. Λειτουργία καί σέ πολλές ἄλλες ἀκολουθίες. Τό «Πιστεύω» εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως πού σώζει, πού ὁδηγεῖ στή θέωση, μέ βάση τίς αἱρέσεις πού προέκυψαν ἀπό τόν Ἀρειανισμό. Δέν εἶναι ὁλόκληρη ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν περασμένη Κυριακή -πιστεύω ὅτι κι ἐδῶ, ὅπως καί σέ ὅλη τήν Ὀρθοδοξία- ἀνεγνώσθη ἕνα μέρος τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό Συνοδικόν εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως. Ἄρχισε νά συντάσσεται στήν Σύνοδο τοῦ 843, πού ἔγινε ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων Εἰκόνων, καί ὁλοκληρώθηκε τόν 14ον αἰ., στήν ἐποχή τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, περιλαμβάνοντας καί ὅλες τίς μεταγενέστερες, μετά τό 843, αἱρέσεις. Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι προέκταση, ἐπέκταση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ὁ μακαρίτης ὁ Κοραῆς, ὁ ὁποῖος θέλησε νά διαμορφώσει ὅλον τόν ἑλληνικό βίο, ἔλεγε: «Δέχομαι τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἄρα εἶμαι Ὀρθόδοξος»! Ἀλλά καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ παπικοί, ἔστω μέ τήν μικρή ἀλλαγή, πού ἔχει μεγάλη σημασία βέβαια, τοῦ Filioque, τό ἴδιο Σύμβολο δέχονται. Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τήν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καί σ’ αὐτήν ἀνήκει τό κείμενο τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό τήν 3η μέχρι τήν 7η Οἰκ. Σύνοδο, μέχρι τό 787, ἔχουμε ἀντιμετώπιση ἀπό τούς Ἁγίους μας τοῦ Χριστολογικοῦ προβλήματος. Εἶναι οἱ σχέσεις τῶν δύο φύσεων, ἀνθρωπίνης καί θείας εἰς Χριστόν, τῶν δύο ἐνεργειῶν, θείας καί ἀνθρωπίνης καί τῶν δύο θελήσεων, μέ κορύφωση εἰς τό πρόβλημα τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θείου Λόγου. Ἄν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός Λόγος, πού ἐσαρκώθη «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», ἄν εἶναι δυνατόν νά εἰκονισθεῖ. Ἔχουμε μία σύγκρουση μεταξύ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος πού δέχεται τόν εἰκονισμό, καί τοῦ ἀσιατικοῦ πνεύματος, μέ ὅλα τά παρακλάδια του πού ἀρνεῖται αὐτόν τόν εἰκονισμό, ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη. Καί ἡ ἀπόφαση, ἡ διακήρυξη καλύτερα τῶν Ἁγίων Πατέρων (7η Οἰκ. Σύνοδος καί Σύνοδος τοῦ 843) εἶναι ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρο, ψυχή καί σῶμα, καί ἔχουμε ἐν Χριστῷ τέλειον ἄνθρωπον καί τέλειον Θεόν, εἰκονίζεται ὁ Θεῖος Λόγος, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Καί ἔτσι μποροῦμε νά ἔχουμε τόν Ἰησοῦν Χριστόν σέ εἰκόνες καί νά προσκυνοῦμε διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι τεράστιο ἐπίτευγμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, τό ὁποῖο προσέφερε καί αὐτό τήν παράδοσή του, γιά νά ἐκφρασθεῖ, νά ἐνισχυθεῖ καί νά κηρυχθεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἐάν εἴχαμε τόν Ἰησοῦν Χριστόν σήμερα, (βέβαια Ἐκεῖνος ἐπέλεξε τό πότε θά ἤρχετο μέσα στήν Ἱστορία ὡς Θεάνθρωπος), ἐάν ὁ Ἰησοῦς Χριστός κυκλοφοροῦσε ἀνάμεσά μας σήμερα, θά μπορούσαμε μέ μία κινηματογραφική μηχανή ἤ μέ μία φωτογραφική μηχανή νά ἀποτυπώσουμε τήν μορφή του, ὅπως θά φαινόταν ὁ ἴδιος ἀνάμεσά μας. Αὐτό εἶναι τεράστια νίκη, ἐπαναλαμβάνω, τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ λύσις τοῦ Χριστολογικοῦ προβλήματος.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ 8η Οἰκ. Σύνοδος. Εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ 879, ἐπί Μ. Φωτίου. Ὁ γνωστός δογματολόγος καί δάσκαλός μας, ὁ Ἰωάννης Καρμίρης, στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, ἔλεγε ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 879 ἐπί Μ. Φωτίου, εἶναι ἡ τελευταία πρό τοῦ Σχίσματος Γενική Σύνοδος τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας, μέ ὅλα τά γνωρίσματα Οἰκ. Συνόδου. Ἡ Σύνοδος αὐτή καταδικάζει τήν δυτική ἀλλοτρίωση εἰς τήν διατύπωση τοῦ Filioque, τῆς ἐκπορεύσεως δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως ὁ Χριστός μας τό λέει στό 15,26 τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου -«ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»- ἀλλά καί «ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε, μιλώντας γιά θεολογικά θέματα νά πῶ ὅτι εἶναι ὑπόθεση ὄχι ἐπαγγελματιῶν τῆς Θεολογίας, ἀλλά εἶναι ὑπόθεση ὅλου τοῦ Σώματος, ὅπως ἡ πίστις μας τόν 19ο αἰ. ἦταν ὑπόθεση καί τοῦ ἀγραμμάτου –σχολικά- Μακρυγιάννη. Χριστιανός Ὀρθόδοξος, ὁ ὁποῖος δέν ζητεῖ νά ἐνημερωθεῖ καί νά κατανοήσει τά προβλήματα τῆς πίστεως, δέν εἶναι Ὀρθόδοξος. Γι’ αὐτό διάφοροι χῶροι πού παρουσιάζονται ὡς Ὀρθόδοξοι ἀπό τόν 19ο αἰ. μέχρι σήμερα, ἀσχολοῦνται μέ ἠθικολογικά, μέ ἠθικιστικά προβλήματα καί νομίζουν ὅτι ἡ ἐνασχόληση μέ τά δογματικά, -λόγῳ τῶν σφαλμάτων τοῦ Μακράκη- θά ὁδηγήσει σέ παρεκτροπές. Ὄχι ἀδελφοί μου, μέ ταπείνωση, μέ φόβο Θεοῦ καί μέ τήν στήριξη τῶν Γερόντων, τῶν πνευματικῶν μας, πρέπει νά ἐπιδιώκουμε νά κατανοήσουμε τά θεολογικά προβλήματα καί τή σημασία τους. Γιατί τά λέω αὐτά;
Κάποτε ἕνας καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης, τό 1981 σέ ἕνα συνέδριο (αἰωνία του ἡ μνήμη) μοῦ λέει: «Μά εἶναι δυνατόν νά ἑρίζουμε, νά φιλονικοῦμε μέ τούς Δυτικούς χριστιανούς γιά μία λεξούλα; (γιά τό Filioque). Καί τότε ὁ παπα-Γιώργης –ὁ Θεός φώτισε- τοῦ εἶπα ἕνα ἐπιχείρημα πού τό κηρύσσω μέχρι σήμερα. Λέω, πώς ὑπάρχει μία φρασούλα πού λέγεται βλασφημία. Βλασφημοῦμε τόν Θεόν, τόν Χριστόν μας, τήν Παναγία καί πολλά ἄλλα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας πίστεως. Ὁ αἱρετικός, ἕστω καί μέ μία φράση, ἐκτοξεύει συνεχῶς βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ. Πῶς εἶναι δυνατόν, λοιπόν, ἔστω καί σέ ἀτελεῖς Θ. Λειτουργίες νά μετέχουμε μέ τούς αἱρετικούς, ὅταν αὐτό πού λέγουν, αὐτό πού διδάσκουν, ὁ παπισμός, τό πρωτεῖον, τό ἀλάθητον, εἶναι ἐκτόξευση «κατά ριπάς» βλασφημιῶν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Ἐμεῖς μέ τούς λόγους τῶν Ἁγίων μας, χωρίς νά ἰσχυρίζομαι ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά μέ τούς λόγους τῶν Ἁγίων μας ὑμνοῦμε θεαρέστως τόν Θεόν. Ἐκεῖνοι μέ τά λόγια τῶν Παπῶν καί τῶν ψευδοσυνόδων τους βλασφημοῦν συνεχῶς τόν Θεό. Πῶς εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά ὑπάρξει κοινωνία; Καταλαβαίνετε τή σημασία καί μιᾶς μικρῆς λέξεως ἀκόμη. Ἄν τό σκεφθεῖτε ἔτσι, ὅτι κάθε αἱρετική παρέκκλιση εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ, θά καταλάβετε, γιατί οἱ Ἅγιοι Πατέρες τρέμουν κυριολεκτικά, ὅταν ἀκοῦνε τά λόγια τῶν αἱρετικῶν. Ἐμεῖς ἔχουμε φθάσει, μιλῶ γιά τόν ἑαυτό μου, σέ τέτοια ἀναισθησία, ὥστε ἀκοῦμε συνεχῶς νά βλασφημεῖται ὁ Θεός καί δέ μᾶς ἐνδιαφέρει καθόλου. Εἶναι θάνατος πνευματικός, νάρκωση πνευματική!
Ἡ 8η Οἰκ. Σύνοδος εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ 879, ἡ ὁποία καταδικάζει τό Filioque, τήν προσθήκη τῆς φράσεως αὐτῆς εἰς τό Σύμβολον καί κυρίως ἐκείνους πού εἰσήγαγαν στό Σύμβολον αὐτή τήν προσθήκη, δηλαδή τόν φραγκικό κόσμο καί τήν ἡγεσία του.
Ἡ Διασταση Ἀνατολῆς καί Δύσεως
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ 9η Οἰκ. Σύνοδος. Εἶναι οἱ Σύνοδοι τῆς περιόδου τῆς ἐκρήξεως τοῦ προβλήματος πού ἀφοροῦσε στόν ἡσυχασμό. Δέν εἶναι «ἡσυχαστικές ἕριδες», οἱ Φράγκοι μᾶς μάθανε νά τίς λέμε ἡσυχαστικές ἕριδες. Εἶναι ἡ ἔκρηξη τῆς ἀντιστάσεως τῶν ἡσυχαστῶν, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή, ἀπέναντι στίς παπικές καί σχολαστικές προκλήσεις.
Εἶναι οἱ Σύνοδοι τοῦ 1341, τοῦ 1347, τοῦ 1351, μέ κατακλείδα τήν Σύνοδο πού ἀνέφερα πρίν, τοῦ 1368. Ἡ ἀφορμή ἐδόθηκε ἀπό τά προβλήματα, τά ὁποῖα δημιούργησε ἡ σύγκρουση τῶν δύο παραδόσεων, τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως. Ἐπίσης σχολαστικοί τοῦ Βυζαντίου, τῆς Ρωμανίας, λατινίζοντες, ρίχνουν λάδι στή φωτιά. Ἐκεῖνα ὅμως τά πρόσωπα, τά ὁποῖα ἡγοῦνται, στήν διασπορά πλανῶν εἰς τήν Ὀρθοδοξο Ἀνατολή εἶναι, ὅπως ξέρετε, ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός καί ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος ἤ Πολυκίνδυνος, ὅπως τόν ἔλεγαν, ὁ μαθητής του.
Ὁ Βαρλαάμ καί ὁ Ἀκίνδυνος ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ὀπαδοί τους, μετέφεραν τήν δυτική ἀλλοτρίωση στήν Ἀνατολή. Ἤδη στή Δύση εἶχε διαμορφωθεῖ ἕνας ἄλλος Χριστιανισμός, εἶχε ἀλλάξει ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ στή Δύση, ἡ ὁποία ἐκκοσμίκευση σαρκώνεται καί κορυφώνεται στήν δημιουργία τοῦ παπικοῦ κράτους.
Ἐμεῖς σήμερα, μέ ποιόν Πάπα μιλοῦμε; Μέ τόν Πάπα ἐπίσκοπο, ἔστω καί super ἐπίσκοπο, ὅπως θέλει νά ὀνομάζεται, -γενικός ἐπίσκοπος ὑπεράνω ὅλων τῶν ἐπισκόπων- ἤ μέ τόν Πάπα βασιλέα καί αὐτοκράτορα καί ἀρχηγό κράτους; Διερωτῶμαι αὐτοί πού διεξάγουν τέτοιους διαλόγους, πότε θά τό συνειδητοποιήσουν; Δύο τινά συμβαίνουν. Ἤ δέν μποροῦν νά τά καταλάβουν τά προβλήματα –κάτι πού δέν θέλω νά πιστέψω, γιατί διαθέτουν λογικό καλύτερο ἀπό τό δικό μου-, ἤ ἀδιαφοροῦν καί τά θεωροῦν ὅλα αὐτά ἄνευ σημασίας, ἀσχολούμενοι μέ κοινωνικά, μέ πολιτικά καί διπλωματικά θέματα.
Ἡ Δύση καί ὅλος ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἀλλοτριωθεῖ σέ σημεῖο πού νά λέγει ὁ Ντοστογιέφσκυ, δύο φορές, εἰς τούς ἀδελφούς Καραμάζωφ καί εἰς τόν Ἠλίθιον: Μέ τόν ἄθεο, -ἦταν ἡ ἐποχή τῆς ἄθεης ἰντελιγκέντσιας εἰς τήν Ρωσία- μέ τούς ἀθέους μπορῶ νά μιλήσω, διότι ξέρω ποῦ κινεῖται ἡ σκέψη τους καί ὁ λόγος τους, τί πιστεύουν καί τί δέν πιστεύουν. Μέ τόν παπισμό δέν μπορῶ νά μιλήσω, διότι ὁ παπισμός μοῦ δίνει ἀλλοτριωμένη πίστη, «μοῦ δίνει Χριστό πού δέν ὑπάρχει, μοῦ δίνει τόν Ἀντίχριστο». Αὐτό τό λέγει ὁ Φιοντόρ, ὁ Θεόδωρος, δηλαδή, Ντοστογιέφσκι.
Ἔτσι λοιπόν ἡ Δύσις εἰσάγει ὅ,τι εἰσάγει, χτυπώντας τήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας πού εἶναι ὁ ἡσυχασμός. Ὁ ἡσυχασμός ὥς ἄσκηση, ὡς πρακτική πνευματικότητος, συνοδεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας. Ἡ ἐπιστροφή τῶν Πρωτοπλάστων γίνεται μέσῳ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως καί ἡ πτῶσις τους ἦταν καρπός τῆς ἀρνήσεως τῆς πνευματικῆς, τῆς ἁγιοπνευματικῆς, καλύτερα, ζωῆς. Ὁ ἡσυχασμός μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τόν φωτισμό τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἄκτιστη, καί μέ τήν θέωση, ἀνατρέπει τήν πλάνη, τήν ἁμαρτία μας, ἀνατρέπει τήν τραγικότητά μας. Ἡ θεολογική ταυτότητα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εἶναι ὁ ἡσυχασμός. Συνεχίζει καί ἐπανεκφράζει τήν πατερικότητα, ἀλλά κυρίως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀντελήφθη τήν ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως. Μία Δύση πού οἱ σχολαστικοί οἱ δικοί μας τήν ἤθελαν καί τότε ὡς συνομιλητή καί συνοδοιπόρο.
Ἡ Θεολογία τῆς Θεώσεως
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σ’ αὐτό τό σημεῖο, συνεχίζει τόν Μ. Φώτιο. Ὁ πρῶτος πού ἀντελήφθη τήν ἀλλοτρίωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, -ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο, ἀλλά ὄχι Χριστιανισμός τῶν Ἁγίων Πατέρων- ἦταν ὁ Ἅγιος Φώτιος, μέ τό περίφημο ἔργο του «Περί τῆς μυσταγωγίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», πού εἶναι πηγή μέχρι σήμερα εἰς τήν διδασκαλία καί στά συγγράμματα ὅλων τῶν θεολόγων μας περί Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀνοίγει περισσότερο τόν δρόμο. Εἶχε δέ τίς προκλήσεις τοῦ Καλαβροῦ Βαρλαάμ, ὥστε νά συλλάβει τήν πλήρη ἀλλοτρίωση τῆς Δυτικῆς Θεολογίας. Ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, πού εἶναι ἡ συνέχεια τῆς πατερικότητος; Ἀνακεφαλαιώνει τούς Ἁγίους Πατέρες ὅλων τῶν ἐποχῶν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἐπαναδιατυπώνει καί ἐπανεκφράζει τήν πίστη μέ τά μέσα, πού τοῦ ἔδιδε ἡ ἐποχή του. Τήν ἴδια Ὀρθοδοξία ἐκφράζει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέ τή δική του γλώσσα, μέ τόν δικό του τρόπο, μένοντας ὅμως πιστός στήν θεολογική ὁμολογία τῶν πατέρων τοῦ 4ου, τοῦ 5ου κ.ο.κ αἰῶνος. Δέχεται πρῶτον τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας εἰς τόν Θεόν, τήν ὀνομάζει «διάκρισιν θεοπρεπή καί ἀπόρρητο», πού εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς θεώσεως.
Ἐάν ἀρνηθοῦμε, ὅπως ὁ σχολαστικισμός, ἡ θεολογία τοῦ παπισμοῦ δηλαδή, τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας μένει μετέωρον τό θέμα τῆς θεώσεως. Πῶς θεούμεθα; Ὁ σκοπός, ὁ ἀπόλυτος σκοπός καί προορισμός κάθε ἀνθρώπου, ὄχι μόνο τῶν χριστιανῶν, εἶναι ἡ θέωση. Κάθε ἄνθρωπος νά φτάσει στή θέωση. «Ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Ἡ «ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας» εἶναι ἡ θέωση. Νά ἑνωθοῦμε μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει δυνατότητα ἑνώσεως. Ὑπερβαίνει πᾶσα κατάληψη ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἑνούμεθα μέ τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε, ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐνέργεια, ἀλλά ἡ ἐνέργεια εἶναι κτιστή, - ἡ μεγαλύτερη βλασφημία μετά τό Filioque εἶναι ἡ παραδοχή κτιστῆς χάριτος, κτιστῆς ἐνέργειας εἰς τόν Θεόν-, δέν εἶναι δυνατή ἡ σωτηρία.
Κτιστή ἐνέργεια σημαίνει, ἔχει ἀρχή καί τέλος. Πῶς θά σέ σώσει κάτι πού ἔχει ἀρχή καί τέλος; Ἡ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὔτε ἀρχή ἔχει, οὔτε τέλος. Εἶναι ἄναρχη καί ἀτελεύτητη, ὅπως ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ, λοιπόν, τήν οὐσία δέν μποροῦμε νά τήν δεχτοῦμε -τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ-, δεχόμεθα τήν ἐνέργειά Του. Χάρις, ἐνέργεια, Βασιλεία, δύναμις, ἤ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅλα αὐτά σημαίνουν τήν ἄκτιστη ἐνέργεια πού ἐκπορεύεται ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα.
Σέ κάποιο ἔργο πού προέρχεται ἀπό τόν ἡσυχαστικό κύκλο, ἐπιτρέψτε μου αὐτή τή στιγμή νά ὁμολογήσω τήν ἀδυναμία μου νά πῶ ἄν εἶναι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἤ ὄχι (ἀλλά δέν ἔχει καμμιά σημασία, ἴσως ἀνήκει στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ), ἀποσαφηνίζεται πῶς βλέπει τόν Θεό ἡ Δύση, ὁ παπισμός. Βλέπει τόν Θεό ὡς ἕναν δίσκο ἡλιακό, πού βρίσκεται στόν οὐρανό, ἀλλά οἱ ἀκτῖνες του δέν φτάνουν στήν γῆ. Τότε ἤ ὑπάρχει ὁ ἥλιος ἤ δέν ὑπάρχει εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Δέν μᾶς ζεσταίνει, δέν μᾶς ζωογονεῖ, ἀφοῦ οἱ ἀκτῖνες του δέν φτάνουν εἰς τόν κόσμον. Ὁ Θεός τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἕνας ἥλιος πού στέλνει τίς ἀκτῖνες του καί ζωογονεῖ τή γῆ, καί ὅλη τήν κτίση, ἁγιοπνευματικά. Ὁπότε ἀπό τά διάφορα ὑπόγεια, ἀπό τήν ἁμαρτία μας, ἀπό τήν πτώση μας, σπεύδουμε νά ἀνεβοῦμε στήν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους, γιά νά δεχθοῦμε τίς ζωογόνες ἀκτῖνες, ὄχι τοῦ φυσικοῦ ἡλίου, ἀλλά τοῦ ὑπερφυσικοῦ Ἡλίου, τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης.
Γι’ αὐτό ἔφτασε ἡ Δύση ἀπό τόν Deismus, στόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ». Deismus τί σημαίνει; Θεός, Δημιουργός, ἀλλά ὄχι κυβερνήτης τοῦ κόσμου. Deus creator, sed non gubernator. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἴτε ὑπάρχει, εἴτε δέν ὑπάρχει, δέν ἔχει καμμία σημασία. Γι’ αὐτό ἀσχολεῖται ἡ Δύση μέ κοινωνικά, μέ ἠθικά προβλήματα. Ὄχι ὅτι δέν τά συμμεριζόμεθα κι ἐμεῖς, ἀλλά δέν εἶναι ἡ κύρια προτεραιότητα τῆς πίστεώς μας. Αὐτοί ἀσχολοῦνται μέ τά ἀποτελέσματα, χωρίς νά ἀναζητοῦν τίς ρίζες, τήν οὐσία. Ἡ Δύση, λοιπόν, ἔφτασε ἀπό τόν Deismus, εἰς τόν θάνατον τοῦ Θεοῦ. Στήν δεκαετία τοῦ 1950 στήν Ἀμερική καί μετά στήν Εὐρώπη ὁ θεολογικός κόσμος μιλεῖ γιά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ» καί γιά τήν θεολογία «μετά τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ». Τί σημαίνει θάνατος τοῦ Θεοῦ; Δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός καθ’ ἑαυτόν πεθαίνει. Δέν τούς ἀπασχολεῖ, γιατί ἤ ὑπάρχει ἤ δέν ὑπάρχει ὁ Θεός δέν λέει τίποτε γι’ αὐτούς.Θάνατος τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τή ζωή μας. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ὄχι μόνο βλασφημία, πόση ἀνοησία κρύβει αὐτή ἡ πορεία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μιλώντας γιά τή διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος καί οἱ λοιποί Ἅγιοι Πατέρες, σώζει τήν Πίστη καί τήν δυναμική της συγχρόνως εἰς τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Μιλεῖ, ἐπίσης, γιά τήν οὐσία τοῦ Θαβωρίου Φωτός. Στήν συζήτηση μέ τούς σχολαστικούς καί τόν Βαρλαάμ ἐτέθη τό θέμα τοῦ Θαβωρίου Φωτός. Τί φῶς εἶναι; κτιστό ἤ ἄκτιστο; Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μᾶς λέγει ὅτι καί στό Σινᾶ καί στό Θαβώρ καί στήν Πεντηκοστή ἔχουμε τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὡς ἄκτιστο φῶς. Ἡ αἵρεση εἶναι πού προκαλεῖ ὅλα αὐτά τά προβλήματα. Ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός ἐχαρακτηρίζετο σοφός. Εἶχε σπουδάσει στήν Ρώμη μαθηματικά, φιλοσοφία. Ἦταν οὑμανιστής. ἀνθρωπιστής. Γιά νά καταλάβετε αὐτό τό θέμα, παραπέμπω σέ μιά πρόσφατη μελέτη τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ καί συναγωνιστοῦ, τοῦ πατρός Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητοῦ στήν Θεσσαλονίκη (εἶναι καί αὐτός τώρα ὁμότιμος ὅπως καί ὁ ὁμιλῶν αὐτή τή στιγμή) εἰς τόν Ὀρθόδοξον Τύπον. Σέ τρεῖς συνέχειες ἀναλύει τό ἄν ὁ Μέγας Φώτιος ἦταν ἀνθρωπιστής, ὅπως διάφοροι φιλοσοφοῦντες θέλουν νά τόν παρουσιάσουν. Δέν θά ἐπιμείνω περισσότερο γιατί θέλω νά ὁλοκληρώσω αὐτές τίς σκέψεις.
Ἦρθε, λοιπόν, ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός ἀπό τή Μεγάλη Ἑλλάδα, τήν Καλαβρία. Ἦρθε καί ἔγινε καθηγητής εἰς τήν Κων/πολη. Δέχτηκε μεγάλες τιμές. Μάλιστα ἐξεπροσώπησε τήν Ὀρθοδοξία σέ μιά Σύνοδο στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. εἰς τήν Avinion τῆς Γαλλίας, ὅπου οἱ πάπες μέσα στίς συγκρούσεις τους ἦταν ἐξόριστοι. Ὁ Παλαμᾶς διέγνωσε ἀμέσως τόν αἱρετικό τρόπο σκέψεως τοῦ Βαρλαάμ. Κάποιος μοναχός, γιά νά καταλάβετε τί σημαίνει Ἅγιος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κάποιος μοναχός ἔδωσε στόν Ἅγιο Γρηγόριο ἕνα κείμενο περί Ἁγίου Πνεύματος, κατά τοῦ filioque, τό ὁποῖο εἶχε γράψει ὁ Βαρλαάμ. Καί ὅλοι πίστευαν ὅτι εἶναι ἡ κορυφή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως. Μόλις διάβασε λίγες γραμμές ὁ Ἅγιος Γρηγόριος λέει «εἶναι αἱρετικό τό κείμενο». Ἔκανε τόν ἀντιπαπικό ὁ Βαρλαάμ, ἀλλά ἡ μέθοδος τήν ὁποία ἀκολουθοῦσε προέδιδε τήν ἐξάρτησή του ἀπό τήν πτώση τοῦ παπισμοῦ, ἀπό τήν σχολαστική φιλοσοφία. Διότι ἡ σκέψη του στηρίζονταν σέ συλλογισμούς ἀνθρωπίνους καί ὄχι στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ φιλοσοφία, λοιπόν, γιά τόν Βαρλαάμ εἶχε λυτρωτική σημασία, λυτρωτικό χαρακτήρα, καί ζητοῦσε οὔτε λίγο οὔτε πολύ τήν ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως. Ἔπρεπε δηλαδή, ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, νά γίνει κανείς φιλόσοφος, γιά νά μπορέσει νά σωθεῖ. Ἕνας «ἐλιτισμός» στόν χῶρο τῆς πίστεως, στόν χῶρο τῆς σωτηριολογίας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπαντοῦσε ὅτι ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι, εἴτε ξέρουμε γράμματα, εἴτε δέν ξέρουμε. Ἔχουμε μιά ἄλλη παιδεία μέσα στήν καρδιά μας, τήν παιδεία καί τήν νουθεσίαν τοῦ Θεοῦ. Καί δέν στηριζόμαστε στά ἀνθρώπινα γράμματα. Τώρα κατανοεῖτε γιατί κατεδίκασα ὅλα τά πτυχία πού μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ μπόρεσα νά ἀποκτήσω. Μηδέν καί κάτω τοῦ μηδενός εἰς τήν σωτηρία. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς σ’ αὐτή τή Χάρη εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας καί ὄχι τά γράμματα. Ὄχι ἡ ἐπίδειξη γνώσεων. Ὅλα αὐτά μποροῦν νά ὠφελήσουν σέ πρακτικά θέματα, νά κηρύξεις καλύτερα, νά χρησιμοποιήσεις μιά ὑψηλότερη γλώσσα, ἀλλά τίς περισσότερες φορές, τά προσόντα αὐτά τά κοσμικά γίνονται ἡ ἀφορμή τῆς πτώσεώς μας. Διότι «φυσιοῦται» ὁ ἄνθρωπος. Ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος ἔπαρση, στηριζόμενος εἰς τίς γήινες γνώσεις του.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στή συνέχεια γίνεται ὑπερασπιστής τοῦ μοναχισμοῦ, τοῦ μοναχισμοῦ τῆς πατερικῆς παραδόσεως, τόν ὁποῖον πολεμοῦσε ὁ Βαρλαάμ. Ξέρετε ἡ Δύση εἶχε χάσει τόν αὐθεντικό μοναχισμό, ὅπως εἶχε χάσει καί τήν ἀληθινή θεολόγηση. Ἡ ἀληθινή θεολόγηση περνάει μέσα ἀπό τήν ἀσκητική πραγματικότητα καί πράξη, δηλαδή ἡ Θεολογία εἶναι καρπός ἀσκήσεως, ἀνοίγματος τοῦ ἀνθρώπου στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι ὑπόθεση διανοητική. Ὅταν σπούδαζα στή Δύση, ἔμαθα τήν φράση «lavoro da tavolino», ἐργασία τοῦ τραπεζιοῦ, τοῦ γραφείου. Δέν εἶναι αὐτή ἡ Θεολογία. Ἡ Θεολογία γεννιέται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν φωτισμό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά συντάσσουμε ὡραῖα κείμενα, τά ὁποῖα ὅμως δέν μποροῦν νά μᾶς ὁδηγήσουν στήν Θεολογία, διότι δέν εἶναι καρπός ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στή συνέχεια εἶναι ὁ Θεολόγος τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, λέγει, εἶναι ἄκτιστη, δέν εἶναι δημιουργημένη χάρις, κτιστή χάρις, gratia creata. Οἱ θεούμενοι εἶναι οἱ αὐθεντίες καί ὄχι τά κείμενα. Αὐτό τό εἶχε ὑποστηρίξει πρῶτον ἕνας μικρασιάτης Θεολόγος, Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας στό κέντρον τῆς Εὐρώπης, στό Λούγδουνον, τήν Λυών, ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, τόν 2ο αἰ. Ὅτι αὐθεντίες στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι τά κείμενα, ἀλλά εἶναι ὁ θεούμενος, ὁ ἅγιος. Αὐτός εἶναι αὐθεντία. Ὁ προφήτης, ὁ Ἀπόστολος, ὁ Πατέρας καί ἡ Μητέρα ὅλων τῶν αἰώνων. Αὐτός πού φτάνει στήν θέωση. Οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, λοιπόν, εἶναι οἱ θεόπτες, εἶναι οἱ προφῆτες πού ὀνομάζονται στήν Παλαιά Διαθήκη «Ροέ» ἀπό τό ἑβραϊκό ρῆμα «ραά» (αὐτό δέν εἶναι ἐπίδειξη, εἶναι γνωστότατο). Τό ρῆμα «ραά» σημαίνει βλέπω. Προφῆτες εἶναι οἱ βλέποντες. Τί βλέπουν; Τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἄκτιστη. (Ἔχει ἕνα σπουδαῖο βιβλίο ὁ σεβαστός καί ἀγαπητός συναγωνιστής, ὁ π. Ἱερόθος Βλάχος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Οἱ βλέποντες»). Ἔτσι, λοιπόν, οἱ Θεολόγοι εἶναι οἱ θεόπτες. Οἱ Θεολόγοι εἶναι αὐτοί πού βλέπουν τό ἄκτιστο φῶς, αὐτοί πού φθάνουν εἰς τήν θεοπτίαν. Καί κάτι ἄλλο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σέ ἀντίθεση μέ τόν Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε τήν ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως καί τόνιζε ἰδιαίτερα τίς φιλοσοφικές γνώσεις τοῦ ἀνθρώπου ὡς παράγοντα σωτηριολογίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἱεραρχεῖ τήν σοφία-παιδεία. Ἔχουμε, διδάσκει, τήν θύραθεν, τήν κοσμική σοφία-παιδεία πού παίρνουμε στά σχολεῖα, καί τήν ἐσωτερική σοφία-παιδεία πού παίρνουμε μέσα ἀπό τόν πνευματικό ἀγώνα. Ὁπότε, λοιπόν, αὐτό περνάει στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξ ἀφορμῆς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Ἰταλοῦ καί ἄλλων νοθευτῶν τῆς πίστεως. Εἶναι τό περίφημο ἐκεῖνο: «τοῖς τά ἑλληνικά διεξιοῦσι μαθήματα, οὐ πρός παίδευσιν μόνον, ἀλλά καί ταῖς ματαίαις αὐτῶν γνώμαις ἑπομένοις καί ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι, ἀνάθεμα»! Τό ἀνάθεμα δέν εἶναι, ὅπως νομίζουν πολλοί, κατάρα. Τό ἀνάθεμα σημαίνει χωρισμός. Οἱ ἀναθεματιζόμενοι δέν ἀνήκουν στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὀρθά πρέπει νά ἐκφωνεῖται «πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα». Τά γράμματα, δηλαδή, δέν μᾶς σώζουν. Τό πρόβλημα εἶναι νά μελετᾶς φυσική, ἀστροφυσική, καί νά νομίζεις ὅτι αὐτό μπορεῖ νά σέ σώσει. Ἄλλο ἡ ἐκπαίδευση τοῦ ἀνθρώπου, (αὐτά καθορίζονται ἀπό τόν Γρηγόριον τόν Θεολόγον τόν 4ο αἰώνα) καί ἄλλο τό θέμα τῆς σωτηρίας, τῆς αἰωνιότητός μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διακρίνει δύο σοφίες, δύο γνώσεις. Ὅπως καί ὅλοι ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν παράδοση ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τόν Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο μέχρι τόν Εὐγένιο Βούλγαρη. Δέχεται ὅτι ἡ Ἀποκάλυψις εἶναι ὑπέρ κατάληψιν. Δέχεται ὅτι ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἀληθινός Λόγος τοῦ Θεοῦ. Θά σᾶς πῶ δέ κάτι πού κάποιους θά τούς ξενίσει. Ἐμεῖς λέμε συνήθως ἡ Βίβλος, ἡ Ἁγία Γραφή περιέχει τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἡ Βίβλος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι καταγραφή τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τῶν Ἁγίων, τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Θεός δέν ἐπικοινωνεῖ μέ γλῶσσα ἀνθρώπινη. Ὁ Θεός δέν ἐπικοινωνεῖ μέ κείμενα. Ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ, εἰσερχόμενος διά τοῦ Ἀκτίστου Φωτός Του μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος φθάνει νά γίνει δεκτικός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ἡ Βίβλος δέν εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καθεαυτόν, εἶναι «λόγος περί τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ». Προηγεῖται ἡ Ἀποκάλυψη τῆς καταγραφῆς της, τοῦ γράμματος, τῆς Βίβλου. Πιστεύω νά ἔγινα κατανοητός. Ἐκεῖ μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἐμεῖς μιλοῦμε συνεχῶς γιά τήν Γραφή ὡς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι «λόγος γιά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ». Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων.
Ἡ Μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ου αἰῶνος διατυπώνουν τήν θεολογία περί τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται αὐτές τίς Συνόδους ὡς 9η Οἰκουμενική καί πανορθόδοξα γίνεται αὐτό ἀποδεκτό ἀπό γνωστούς Θεολόγους. Διότι καί ἡ Σύνοδος αὐτή, ὅπως καί ἡ 8η τό 879, διαφοροποιοῦν ριζικά τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν πατερική συνέχειά της, ἀπό τόν χριστιανισμό τῆς Δύσεως. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λοιπόν, μέ τήν θεολογία του, καρπό τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν φωτισμένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καρδιά του, εἶναι ὁ Πατέρας τῆς 9ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἕνα ἐπίκαιρο ἐρώτημα εἶναι: Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει πανορθόδοξος Σύνοδος τί θά κάνει; Ἑτοιμάζεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καί ὅπως βλέπουμε, στήν ἀποδοχή τοῦ παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Εὔχομαι νά μή γίνει ποτέ. Ἀλλά ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τά πράγματα. Ἐάν, λοιπόν, συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, πού θά ἔχει τόν χαρακτήρα γιά μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐάν συνέλθει καί δέν δεχθεῖ μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τήν 8η καί τήν 9η, θά εἶναι ψευδοσύνοδος. Ὅπως ἡ Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας. Καί τότε ἐπεβλήθη ἀπό κάποιους δεσποτάδες Ἀνατολικούς καί Δυτικούς, ἐπεβλήθη ἡ Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας, ἀλλά ἦταν ἀρκετή ἡ ἀντίσταση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κάποιων κορυφῶν τῆς παραδόσεώς μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὥστε τελικά νά χαρακτηριστεῖ ψευδοσύνοδος. Αἱρετική Σύνοδος, ἀποτυχημένη Σύνοδος, ἡ Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει, λοιπόν, Πανορθόδοξος Σύνοδος θά κριθεῖ σ’ αὐτό τό σημεῖο. Ἐάν παρακάμψει αὐτές τίς δύο Συνόδους πού τοποθετοῦν τήν ὀρθοδοξία ἀπέναντι στόν Δυτικό χριστιανισμό. Ἐκεῖ εἶναι τό κρίσιμο ἐρώτημα. Αὐτοί θέλουν νά παρουσιάσουν τήν ἑνότητα, ὅτι ὁ Δυτικός Χριστιανισμός εἶναι παράλληλη μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐκεῖ κάποιοι ἐργάζονται, πρός τά ἐκεῖ κάποιοι θέλουν νά ὁδηγήσουν. Ὁ Θεός ὅμως εἶναι πάνω ἀπό ὅλους μας.
Ἕνα ψευδοεπιχείρημα, λοιπόν, πού κυκλοφορεῖται στό χῶρο τῆς δικῆς μας Θεολογίας, τῆς Ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας, εἶναι ὅτι οὐδεμία Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν Δυτικό Χριστιανισμό. Καί ὅμως ἔχουμε δύο Οἰκουμενικές Συνόδους, τοῦ 879 καί ἐκείνης τοῦ 14ου αἰῶνος, πού διαφοροποιοῦν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τόν Δυτικό Χριστιανισμό.
Εἶναι τραγικό! Δέν ἐπιχαίρω, οὔτε θριαμβολογῶ. Ἡ ἐπιθυμία ὅλων μας πρέπει νά εἶναι νά συναντηθοῦμε στήν ἑνότητα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων ὅλων τῶν αἰώνων. Διαφορετικά κάθε ἕνωση θά εἶναι ψευδένωσις καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά θά καταστρέφει καί θά διαστρέφει κάθε προσπάθεια, εἰλικρινή προσπάθεια, πού θέλει νά ὁδηγηθεῖ στό θέμα τῆς σωτηρίας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐλέγχει τήν σημερινή κατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπάρχει σύγχυση. Σχετικοποίηση τῆς πίστεως, πολιτικοί συμβιβασμοί. Οἱ διάλογοι οἱ ἐκκλησιαστικοί εἶναι ἀπομίμηση τῶν πολιτικῶν συζητήσεων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς -γι’ αὐτό δέν γίνεται εὐχάριστα δεκτός- ἐμπνέει διάθεση ὁμολογίας καί μαρτυρίου ἀκόμη, ἄν ὁ Θεός τό ἐπιτρέψει, στήν ἐποχή μας. Βοηθεῖ, ἐπίσης, στή συνέχεια τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἡ ἐπανέκφραση τῆς Πίστεως μέ τά μέσα κάθε ἐποχῆς δέν ἔχει τίποτε τό κοινό μέ τήν ἀναζητούμενη ἀπό δικούς μας θεολόγους Οἰκουμενιστές «ἐπανερμηνεία» τῆς πίστεως. Δέν εἶναι θέμα ἐπανερμηνείας, πῶς θά κατανοήσουμε λ.χ. τό παπικό πρωτεῖο. Συγγνώμη γιά τήν φράση, καί ὁ σκύλος χορτάτος καί ἡ πίτα ἀφάγωτη! Μά εἶναι αὐτά σοβαρά πράγματα, ὅταν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς»; Ὅταν παίζουμε μέ τή σωτηρία; Ὅταν παίζουμε μέ τήν αἰωνιότητα; Διαγράφουμε ὅλους τούς Ἁγίους ἐν ὀνόματι τῶν Ἁγίων. Διότι τό πνεῦμα, τό ὁποῖον κυριαρχεῖ, εἶναι νά ἐκθειάζουμε τούς Ἁγίους. Κι ὅπως, μακαρίτης τώρα, Ἀρχιεπίσκοπος ἔλεγε: Δεχόμεθα τόν Μάρκο τόν Εὐγενικό καί τόν τιμᾶμε. Ἐκεῖνος ἔτσι ἔπρεπε νά μιλήσει στήν ἐποχή του, ἐμεῖς μιλοῦμε μέ τόν δικό μας τρόπο στήν δική μας ἐποχή. Κάτι παρόμοιο ἐλέχθη. Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι πάντα ὁ αὐτός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνες». Καί ἡ πίστη πού σώζει εἶναι μία συνταγή, ἕνα φάρμακο πού δέν ἀλλοιώνεται, δέν δέχεται ἀλλαγές. Εἶναι μία καί ἑνιαία ἡ πίστις. Ἡ ἀποδοχή τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, γιά νά γίνει καί δική μας ἐμπειρία.
Ἡ κατανόηση, λοιπόν, τῶν Ἁγίων, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει τό πρόβλημα τῆς ἀποδοχῆς τῆς γλώσσας τῶν Ἁγίων. Ἡ γλώσσα τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Μέ αὐτή τή σκέψη καταλήγω κι εὔχομαι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς νά συνοδεύει τή ζωή μας. Καλόν τό ὑπόλοιπον Στάδιον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί Καλή Ἀνάσταση!
ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΑΣΙ
Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ
Παπαφλέσσας είναι ο τίτλος της ελληνικής κινηματογραφικής πολεμικής ταινίας, του 1971 σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου και σενάριο Πάνου Κοντέλη, με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Αλέκο Αλεξανδράκη, Άγγελο Αντωνόπουλο, Κάτια Δανδουλάκη, Χρήστο Πολίτη, Φερνάντο Σάντσο και Στέφανο Στρατηγό.
Υπόθεση της ταινίας http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%C...
Μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Παπαφλέσσας παρουσιάζεται σε αυτή την ταινία. Η κήρυξη της Επανάστασης στο Μοριά, η νίκη επί του Δράμαλη στα Δερβενάκια και ο θάνατός του στο Μανιάκι το 1825 πολεμώντας τις ορδές του Αιγύπτιου Ιμπραήμ. Η ταινία απέσπασε τις καλύτερες κριτικές στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1971, και απέσπασε τα βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Αρτιότερης Παραγωγής και δόθηκε Τιμητική διάκριση στον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Διονύση Φωτόπουλο. Η ταινία κόστισε 12.000.000 δραχμές και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες υπερπαραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου προσεγγίζοντας αντίστοιχες αμερικανικές.
Σκηνοθεσία: Ερρίκος Ανδρέου
Σενάριο: Πάνος Κοντέλης
Παραγωγή: Φίνος Φιλμ/ Τζέιμς Πάρις -Aρτ Φιλμ /Γενική Κινηματογραφική Επιχειρήσεων Α.Ε.
Μουσική: Κώστας Καπνίσσης
Έτος: 1971
Διάρκεια: 122 λεπτά Πρωταγωνιστούν Δημήτρης Παπαμιχαήλ Αλέκος
Ετικέτες
ρωμιοσύνη κινηματογραφικα
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016
«Πρᾶμα τζιβαϊρικόν...»
Ὅταν
ὁ Παλαιολόγος τῶν θρύλων ἔπεφτε στὴ ματωμένη Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, ἅρπαξαν τὶς
δικέφαλες σημαῖες οἱ δοξασμένοι τῶν χίλιων τόσων χρόνων ἀετοὶ καὶ τὶς κυμάτισαν
στ᾿ ἄπαρτα κάστρα τῶν βουνῶν. Ἔτσι ὅπως τὸ δήλωσε στὸν Ἅμιλτον τὸ «τρελιοντάρι»
τοῦ Μωριᾶ:
«Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε
ὅτι: ‘‘πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει’’.
Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: ‘‘Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος!Ἐμεῖς,
Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους
ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς
γενεά. Ὁ βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε
παντοτινὸ πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα’’. Μὲ
εἶπε: ‘‘Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;’’. ‘‘Ἡ φρουρὰ
τοῦ βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια, ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ
τὰ βουνά’’. Ἔτσι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον».
Ἡ Μάνη, τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά... καὶ ἡ φρουρὰ ἀκοίμητη κρατοῦσε ἀναμμένη
τὴ φλόγα στὶς καρδιές. Καὶ φύλαγε. Τί φύλαγε; Φύλαγε τὰ πατρογονικὰ ἀσημικά, τοὺς
θησαυροὺς στὰ πατρικὰ κελλάρια· νὰ μὴν τοὺς κλέψουν οἱ ληστές.Φύλαγε τὴν Ὀρθόδοξη
πίστη, τὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων, Þτὴν πίστη τῶν Μαρτύρων, τῶν
Πατέρων, τῶν μεγάλων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων· θησαυρὸ ἀτίμητο!
Αὐτὸ τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ φύλαξαν τὰ λιοντάρια τῆς Φρουρᾶς στὰ μαῦρα
χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, γι᾿ αὐτὸ τὸν Μάρτη τοῦ ᾿21 ἔσμιξαν τὸ καμένο μπαρούτι
μὲ τὰ μύρα τῆς ἄνοιξης κι ἔγραψαν μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα τὸ Σύνταγμα τῆς ἀναστημένης
Πατρίδας: «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Καὶ
βεβαίωσαν ὅτι ζωὴ αὐτοῦ τοῦ τόπου εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Πίστη.
Ἤξεραν! Διότι ἀκριβῶς μόλις κατακτήθηκε τὸ πρῶτο Σύνταγμα, οἱ ἐπίβουλοι τῆς
πίστεώς τους πάσχισαν νὰ ἀποσπάσουν τὶς σάρκες τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὰ ὀστά της, ἀποβάλλοντας
ἀπὸ τὸ Σύνταγμά της τὴν πίστη τῶν Πατέρων. Ὁ Μακρυγιάννης καταγράφει μὲ πόνο τὴν
προσπάθειά τους νὰ καταργήσουν τὰ ἄρθρα 1 καὶ 2 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1843: «Ἐνέργησαν
πρῶτα μὲ τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας – ἐκόπηκαν ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τῶν ξένων· τοῦ
κάκου κοπιάσαν. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλες συζήτησες λέγει ὁ Μεταξᾶς νὰ τὸ βάλωμεν εἰς
τὴν ψηφοφορία. Τότε οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν παμψηφεί. Καὶ
φαρμακώθηκαν ὅλοι».
«Οἱ εὐλογημένοι πληρεξούσιοι εἶπαν
παμψηφεί»!
Παμψηφεί! Γιὰ νὰ γνωρίζουν οἱ 194 ἄκαπνοι νάνοι βουλευτὲς τοῦ
περασμένου Δεκεμβρίου ὅτι δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ προδίδουν καὶ νὰ καταπατοῦν
τὸ αἷμα τῶν θεμελιωτῶν τοῦ μαρτυρικοῦ τούτου τόπου, νομοθετώντας ἀντίχριστους
νόμους καὶ «νομιμοποιώντας» ντροπιαστικὲς διαστροφές, σὲ ἐκτέλεση ἐντολῶν τῶν ἁρπάγων
ἀόρατων κυβερνητῶν τοῦ κόσμου.
Καὶ γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ ἐμεῖς ὅλοι καὶ μάλιστα οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας
τὸ χρέος μας. Διότι στὶς ἡμέρες μας τὰ πατρογονικὰ ἀσημικὰ τῆς Πίστεως, ποὺ μὲ
μαρτύρια, θυσίες καὶ αἵματα φύλαξαν καὶ μᾶς παρέδωσαν δυὸ χιλιάδων χρόνων
γενιές, οἱ προβατόσχημοι λύκοι τῆς τάχα ἀγαπητικῆς θεολογίας μᾶς πιέζουν φορτικὰ
νὰ τὰ ἐκθέσουμε στὸ μεγάλο πανθρησκειακὸ παζάρι, γιὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν ὅσο-ὅσο. Ὅπως
ἔκαναν καὶ τότε στὰ 1843. Ἂς ἀκούσουμε πάλι τὸν Μακρυγιάννη νὰ
περιγράφει τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Γάλλο περιηγητὴ Μαλέρμπ:
«–
Μοῦ λέγει, ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁποὺ εἶναι αὐτείνη
ἡ ἰδέα σ᾿ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη.
–Διὰ τοῦτο εἶπα κ’ ἐγὼ ὅτι εὐκαριστοῦμεν τοὺς ξένους προστάτες μας, ὅτι εἴδαμεν
τὴν διάθεσίν τους εἰς αὐτὸ τὸ κεφάλαιον· Ὅμως... τοῦ κάκου κοπιάζει ἡ Εὐρώπη...
ὅσο νὰ καταστρέψη τὴν ἀρετή, δὲν σῴνεται· ὅτι χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σκηματίζεται κοινωνία, οὔτε
βασίλειον. Καὶ πρᾶμα τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο, ὁποὺ τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν
τυραγνία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες».
Γι᾿ αὐτὸ εἶναι χρέος μας ἱερὸ καὶ ἐπιταγὴ αὐστηρὴ τῆς ἱστορίας μας,
τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ τῶν θεοφρόνων ἡρώων τοῦ ʼ21 τούτη τὴν Πίστη, τὸν
«τζιβαϊρικὸ» καὶ «πολυτίμητο» θησαυρό, νὰ τὴν κρατήσουμε κρυστάλλινη, ἀμώμητη, ἀκίβδηλη,
ἀμόλυντη ἀπὸ τὸ πανθρησκειακὸ δηλητήριο, ποὺ διαρκῶς προπαγανδίζεται σήμερα μὲ
τόσους ὕπουλους τρόπους.
Νὰ τὴν κρατήσουμε! Γιὰ νὰ μᾶς κρατήσει ὄρθιους στοὺς δίσεκτους καιροὺς καὶ
στὰ ὀργισμένα χρόνια ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Γιὰ νὰ λάμψει κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὸ
ἕνα μέχρι τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς γῆς. Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος ὅλος μιὰ ἀληθινὴ Ἐπανάσταση,
ἕναν Εὐαγγελισμὸ ἄπειρης χαρᾶς, μιὰ νέα ἀσυλλήπτων διαστάσεων Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας!
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Ετικέτες
ΡΩΜΗΟΙ ΚΑΙ ΓΡΑΙΚΥΛΟΙ
Σάββατο 19 Μαρτίου 2016
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Μια διαχρονική και πάντα επίκαιρη συνέντευξη από τον Καθηγητή Δογματικής Θεολογίας ΑΠΘ κ. Δημήτρη Τσελεγγίδη.
Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016
Περί αγάπης και αληθείας προς τους αιρετικούς
Οικουμενισμός: "ΑΓΑΠΗ" κατά της ΑΛΗΘΕΙΑΣ και "ΑΛΗΘΕΙΑ" κατά της ΑΓΑΠΗΣ
Πολύ συχνά στα θέματα της Πίστεως και της προασπίσεώς της, προβάλλεται
-συνήθως από νεωτεριστές, όπως λ.χ. τους οικουμενιστές κ.α.- το επιχείρημα
αφ' ενός της «αγάπης» προς τους καινοτόμους, τους αιρετικούς, τους
αιρετίζοντες Ορθοδόξους κ.λπ., αφ' ετέρου δε της «αποφυγής της κατακρίσεώς»
τους. Σκοπός αλλά και επιτυγχανόμενο αποτέλεσμα της προβολής αυτού του
επιχειρήματος είναι η άμβλυνση των αποστάσεων μεταξύ των «χριστιανικών
ομολογιών» και των θρησκειών.
Η παρούσα μελέτη, θα προσπαθήσει να προσεγγίσει λίγο πιο προσεκτικά (όχι πλήρως, αλλά πάντως το κατά δύναμιν βαθύτερα) το θέμα τούτο της αγάπης προς τους αιρετικούς και πώς αυτή νοείται, πάντοτε βάσει αντιπροσωπευτικών διδασκαλιών, οι οποίες απηχούν τη διαχρονική φωνή της Εκκλησίας μας, την «consensus Ecclesiae», δηλ. την «ομοφωνία της Εκκλησίας».
«ΚΑΙ ΤΗΝ
ΑΓΑΠΗΝ ΦΥΛΑΤΤΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΕΚΔΙΚΕΙΣΘΑΙ»
ήτοι
Περί αγάπης και αληθείας προς τους αιρετικούς
Η πεποίθηση της Εκκλησίας, όπως προκύπτει από αυτά που μας παρέδωκαν
όλοι οι φίλοι του Θεού, οι Άγιοι, είναι ότι αγάπη χωρίς την αλήθεια δεν
νοείται, διότι αγάπη εν τω ψεύδει δεν είναι αληθής αγάπη, αγάπη εκ Θεού.
Πρέπει παραλλήλως τόσο να διαφυλάσσεται η αγάπη, όσο και να προφυλάσσεται η
αλήθεια, «και την αγάπην φυλάττεσθαι και την αλήθειαν εκδικείσθαι».
1. Εισαγωγή: Η αληθής αγάπη της Εκκλησίας και η ψευδής αγάπη («αγαπισμός») της Νέας Εποχής
2. Η Καινή Διαθήκη περί αληθείας και αγάπης, συνοπτικώς.
3. Η εξωτερική ειρήνη προϋποθέτει την εσωτερική ειρήνη, και η εσωτερική ειρήνη προϋποθέτει τα ευσεβή δόγματα. 4. Είναι προτιμότερος ο επαινετός πόλεμος για την αλήθεια της Πίστεως, από τη συνθηκολόγηση με την αίρεση. 5. Οι Άγιοι Πατέρες περί της σχέσεως αγάπης και θεοσεβείας. 6. Η παρεμπόδιση της αιρετικής δραστηριότητος είναι έργο αγάπης, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή
7. Σύγχρονες μαρτυρίες περί της αληθείας και της αγάπης
8. Η παρασιώπηση της αληθείας είναι έλλειψη αγάπης προς τους πλανωμένους αιρετικούς 9. Η κριτική κατά των αιρέσεων, επειδή ενέχει αγάπη, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται, καθώς λέγουν οι Άγιοι, να είναι εμπαθής 10. Που μας οδηγεί, τελικώς, ο αγαπισμός της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου; ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (βασικές αρχές του New Age) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ (όλες οι εμφάσεις στα κείμενα είναι δικές μας) 1. Εισαγωγή: Η αληθής αγάπη της Εκκλησίας και η ψευδής αγάπη («αγαπισμός») της Νέας Εποχής. Ο Θεός είναι αγάπη και όσοι αγαπούν τον Θεόν πρέπει να αγαπούν και τους αδελφούς των: «ο Θεός αγάπη εστί [...] και ταύτην την εντολήν έχομεν απ' αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού»[i] · αυτή είναι μία βασική εντολή της Καινής Διαθήκης του Κυρίου και Θεανθρώπου και Παντοκράτορος Χριστού, η οποία υφαίνει όλη την πνευματική μας ζωή γύρω από την διπλή αγάπη, πρώτα προς τον Θεό και έπειτα προς τον πλησίον. «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»[ii]. Η κατά Χριστόν αγάπη διαφέρει από την κοσμική αγάπη. Όμως η χριστιανική αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, ως σταδιακή μετοχή στην άκτιστη θεϊκή ενέργεια της αγάπης, δεν ενεργείται κατά τον τρόπο που ενεργείται η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου τούτου, όπως άλλωστε και η ειρήνη του Χριστού δεν είναι καθώς η ειρήνη του κόσμου αυτού: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»[iii]. Όπως η ειρήνη του Χριστού δεν είναι η εγκόσμια ειρήνη, έτσι και η αγάπη Του, όπως την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος, είναι διαφορετική της διανθρώπινης, διότι αυτή έχει χαρίσματα υπερφερή, δεν διακόπτεται ποτέ και από τίποτε και δεν ζητεί το συμφέρον της, ούτε επηρεάζεται από τα ανθρώπινα πράγματα: «η αγάπη [...] ου ζητεί τα εαυτής [...] πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»[iv]. Περαιτέρω, ο αποστολικός λόγος μας τονίζει ότι η αγάπη των πιστών πρέπει να είναι άνευ υποκρίσεως, δηλαδή αληθής· «η αγάπη ανυπόκριτος· αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ»[v]. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γράφει πολύ χαρακτηριστικώς : «Αυτό είναι το κεφαλαιωδέστερο του τρόπου ζωής μας, αυτό είναι το γνώρισμα, το να μη προσέχουμε μόνο στα δικά μας, αλλά και τα μέλη μας τα διεστραμμένα να τα διορθώνουμε και να τα καταρτίζουμε· αυτό είναι μέγιστο δείγμα της πίστεως· ‟Εν τούτω γνώσονται πάντες, λέγει, ότι μαθηταί μου εστέ, εάν αγαπάτε αλλήλους". Αλλά τη γνήσια αγάπη δεν τη δείχνει το κοινό γεύμα, ούτε η απλή προσφώνηση, ούτε η κολακεία στα λόγια, αλλά το να διορθώσει κανείς και να βάλει στόχο το συμφέρον του πλησίον, το να σηκώσει αυτόν που έπεσε, να δώσει χέρι σε αυτόν που είναι πεσμένος και έχει αμελήσει την σωτηρία του και το να επιδιώκει πριν από τα δικά του αγαθά το καλό του πλησίον. Αυτό είναι της γνήσιας αγάπης»[vi]. Η ψευδής αγάπη των αντιθέων. Αντιθέτως προς την αληθή αγάπη, έχουμε και την «εσχηματισμένη», τη φαινομενική και ψευδή αγάπη, τον «αγαπισμό», ο οποίος προωθείται από τις δυνάμεις του σκότους και έχει μόνο την εξωτερική εμφάνιση της αγάπης, λ.χ. ως «αγαπολογία», αλλά οδηγεί στην πνευματική και αιώνια καταστροφή. Ο αγαπισμός αυτός, προωθώντας την επιφανειακή επί γης ειρήνη πολεμεί την αλήθεια, με την πρόφαση ότι δήθεν «ο αγώνας υπέρ μιας απολύτου αληθείας, βλάπτει την αγάπη και την ειρήνη». Σχετικώς με το θέμα μας και ερμηνεύοντας τη χρήση του αγαπισμού ως «ανεκτικότητος» ("tolerance") από τις δυνάμεις του επικινδύνου παγκοσμίου ρεύματος της Νέας Εποχής ("New Age"), ο οσιολoγιώτατος Μοναχός π. Αρσένιος Βλιαγκόφτης, ειδήμων σε θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας, συνεργάτης του μακαριστού π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, παρατηρεί: «" Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον Θεό. Πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μην είσαι μονόδρομος". Αυτή είναι μία διαφορετική διατύπωση του προαναφερθέντος Θεοσοφικού-νεοεποχίτικου δόγματος. Αυτός είναι ο λεγόμενος δογματικός πλουραλισμός. Υπογραμμίζουμε την πρώτη λέξη· τη λέξη δογματικός. Αυτό σημαίνει ότι σημαντικό δεν είναι ο πλουραλισμός, δηλαδή η συνύπαρξη διαφορετικών δογμάτων και πίστεων, όσο το ότι ο πλουραλισμός ανάγεται σε δόγμα. Όποιος αμφισβητήσει αυτό το δόγμα χαρακτηρίζεται φανατικός και εξοβελίζεται!»[vii] . «Ο δογματικός πλουραλισμός συνδέεται άμεσα με την βασική θεωρία της Νέας Εποχής, η οποία έντονα προπαγανδίζεται, ότι δεν υπάρχουν όρια (βλ. και στη διαφήμιση βασικό μήνυμα no limits· δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν σύνορα). Έτσι το καλό και το κακό για τους κήρυκες της Νέας Εποχής είναι απλώς δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Πρόκειται για την θεωρία του γίν και γιάνγκ στις ανατολικές θρησκείες. Ο δογματικός πλουραλισμός συνδέεται επίσης με μία άλλη θεμελιώδη παραδοχή πολλών ομάδων της Νέας Εποχής, που είναι ο υποκειμενισμός. " Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε". Η ανωτέρω ρήση επεκτεινομένη μας οδηγεί στο βασικό δόγμα του νεοσατανισμού "Κάνε ό,τι θέλεις· αυτός είναι όλος ο νόμος"»[viii]. «Η αναγνώριση και των άλλων θρησκειών ως οδών σωτηρίας έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση του κηρύγματος της μετανοίας, εφ' όσον συνυπάρχουν αρμονικά αλήθεια και πλάνη. Αυτό έχει με τη σειρά του ως αποτέλεσμα την ουσιαστική κατάργηση της ιεραποστολής, εφ' όσον πλέον αντί κηρύγματος τίθεται προ ημών η "μεγάλη ιδέα" της κοινής μαρτυρίας των θρησκειών με σκοπό, όπως λένε, την "υπηρεσία στον άνθρωπο"»[ix]. Είναι χαρακτηριστικά τα εδάφια που παραθέτουμε στο τέλος, στο Παράρτημα, από έργα της «μητέρας» του New Age, της Αλίκης Μπέηλυ, όπου φαίνεται καθαρώς - μεταξύ άλλων - η ταύτιση της αγάπης με τον συγκρητισμό και η ταύτιση της αληθείας με τον φανατισμό, γραμμή που προβάλλεται τώρα πλέον μαζικώς από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων. 2. Η Καινή Διαθήκη περί αληθείας και αγάπης, συνοπτικώς. Η τεχνητή, ψευδής αντιπαράθεση αληθείας και αγάπης, που εντέχνως εισήχθη από τη «Νέα Εποχή του Υδροχόου» ("New Aquarian Age") στην ανθρώπινη διανόηση, με την προβολή του δογματικού πλουραλισμού ως απαραίτητης προϋποθέσεως για την εξάλειψη των αντιθέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μάχεται την εκκλησιαστική, χριστιανική διδασκαλία, την αποκεκαλυμμένη δηλαδή από τον Θεόν αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου, σε καίριά της σημεία. Σκοπός της αληθείας η σωτηρία του πλησίον. Σύμφωνα με τους αψευδείς λόγους του Κυρίου, η αλήθεια δεν είναι ένα σύστημα αφηρημένων θεωρητικών θεολογικών αληθειών, αλλά το ίδιο το Πρόσωπον του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος είπε: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή»[x] και ο Οποίος ως Θεός είναι και η ένσαρκος Αγάπη, διότι «ο Θεός αγάπη εστίν»[xi]. Σκοπός των Χριστού και των Χριστιανών είναι η αρπαγή των ανθρώπων από την αμαρτία και την πλάνη, δια του κηρύγματος της αληθείας· «ους δε εν φόβω σώζετε εκ του πυρός αρπάζοντες[xii]. Η εμμονή στην αλήθεια επαινείται από τον Χριστό: «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης διότι εγώ ειμι μετά σου, και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί σε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη»[xiii] και ακόμη, κατά το παλαιοδιαθηκικό: «έως θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας και Κύριος ο Θεός πολεμήσει υπέρ σου[xiv] · οι αληθείς δούλοι του Χριστού, λοιπόν, πολλές φορές λυπούν προσκαίρως για να συνεφέρουν και σώσουν αιωνίως· «Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ' ελυπήθητε εις μετάνοιαν· ελυπήθητε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών»[xv]. Ο ίδιος ο Χριστός μας καθιστά γνωστόν, ότι όσους αγαπά, τους ελέγχει και τους διαπαιδαγωγεί με σκοπό την απόκτηση ζήλου και μετανοίας· «Εγώ όσους εάν φιλώ, ελέγχω και παιδεύω· ζήλευε ουν και μετανόησον»[xvi]. Έχουμε ήδη εξηγήσει σε προηγουμένη ενότητα της «Μαθητείας στο εκκλησιαστικό παρελθόν» πως η παραμικρή αλλοίωση της Πίστεως (η αίρεση) βλάπτει την σωτηρία του ανθρώπου· γι΄ αυτό ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει να αποκόπτεται από την Εκκλησία όποιος αλλοιώνει το εξ αρχής αποστολικό κήρυγμα, δηλαδή την αλήθεια («μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού») ακόμη και αν ήταν - καθ' υπόθεσιν - Άγγελος· «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ' ό ευηγγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω»[xvii]. Η αλήθεια ως κοινή Πίστη είναι παράγων συνδετικός των πιστών. Σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης, προβάλλεται από το Άγιον Πνεύμα η παράλληλη πορεία αληθείας και αγάπης· διότι τελικώς η αλήθεια είναι η πορεία προς τον Θεό, δια της αμωμήτου Ορθοδόξου Εκκλησίας, του μόνου Σώματος του Χριστού, το Οποίον - καθότι Σώμα Χριστού δεν μερίζεται[xviii] - αλλά χαρακτηρίζεται από μία Πίστη και ένα Βάπτισμα: « [...] τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης. Εν σώμα και εν Πνεύμα [...] εις Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα»[xix] · το Σώμα του Χριστού συνάπτει «εις εν» τους πιστούς: «Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν»[xx] οι οποίοι καταρτίζονται με το ίδιον φρόνημα, «ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και τη αυτή γνώμη»[xxi]. Επειδή λοιπόν η αλήθεια ταυτίζεται με τον Χριστό, ο τρόπος οικειώσεώς μας με Αυτόν, εντός του Σώματός Του, της Εκκλησίας, προϋποθέτει ότι ο καταρτισμός μας γίνεται, όπως λέχθηκε ανωτέρω, «εν τω αυτώ νοΐ και τη αυτή γνώμη», είναι δηλαδή απαραίτητη η εν Χριστώ οικοδόμηση της ενότητός μας με τους συνανθρώπους μας, εν τω «νω του Χριστού» δια του Αγίου Πνεύματος και συνεπώς είναι απαραίτητη, ως συνεκτικός δεσμός, η από κοινού διατήρηση και βίωση της αληθούς Πίστεως στον Χριστό. Η αγάπη και η αλήθεια παράλληλα χαρίσματα. Κατά ταύτα ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει στους πιστούς να αυξάνουν πνευματικώς εν Χριστώ «αληθεύοντες εν αγάπη»[xxii], ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο κήρυξ της αγάπης, χαίρει πρωτίστως, «έχει μειζοτέραν χαράν», διότι οι Πιστοί «περιπατούν εν αληθεία»[xxiii] χάρις στην οποία αλήθεια και ο ίδιος ο Θεολόγος και «πάντες οι εγνωκότες την αλήθειαν» αγαπούν τους αδελφούς «εν αληθεία»[xxiv] · καλεί επίσης τους Χριστιανούς να είναι «εν αληθεία και αγάπη»[xxv] και να αγαπούν «εν έργω και αληθεία»[xxvi]. Χωρίς την αλήθεια, ο άνθρωπος δεν πιστεύει ορθώς στο Θεό και δεν ζη ορθώς, διότι δεν γνωρίζει τον τρόπο της σωτηρίας· «Πώς ουν επικαλέσονται εις ον ουκ επίστευσαν; πώς δε πιστεύσουσιν ου ουκ ήκουσαν; πως δε ακούσουσι χωρίς κηρύσσοντος;»[xxvii]. Οι άγιοι Απόστολοι προειδοποιούν δια τούτο, ότι η τήρηση και των ελαχίστων εντολών είναι απαραίτητη· «Όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένοχος»[xxviii], ο δε Κριτής θα τιμωρήσει όσους διαστρεβλώνουν τον λόγο Του και θα τους αποστερήσει από το Ξύλον της Ζωής[xxix]. Την αλήθεια πάντοτε και αναποφεύκτως θα την πολεμεί το κακό. Η είσοδος της Αληθείας, του Χριστού, στον κόσμο προκαλεί οπωσδήποτε την αντιπαράθεση του κακού, μέσω των δυνάμεων της πονηρίας και των υποτεταγμένων στο κακό ανθρώπων, οι οποίοι αφού εδίωξαν τον Θεάνθρωπο, οπωσδήποτε θα υποβάλουν σε διωγμό και τους μαθητές του Χριστού Χριστια-νους· «ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσι»[xxx]. Είναι λοιπόν αναπόφευκτη η αντίδραση κατά του φωτός της αληθείας του Θεανθρώπου Χριστού, όχι λόγω των ιδιοτήτων της ίδιας της αληθείας, αλλά λόγω της αγάπης πολλών προς το σκότος της αμαρτίας· «ηγάπησαν μάλλον το σκότος ή το φως, ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα»[xxxi] και έτσι αναποφεύκτως το κήρυγμα του Θεανθρώπου θα προκαλέσει μάχη εκ μέρους των εχθρών της αληθείας· «Δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ΄ ή διαμερισμόν. Έσονται γαρ από του νυν πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί»[xxxii]. Η μάχη λοιπόν που προκαλείται πολλές φορές όχι μόνον εντός της ανθρωπίνης ψυχής εναντίον της προόδου της αληθείας, αλλά και από το περιβάλλον της, προέρχεται από την αντίδραση του ποικίλου κακού. Για την πραγματικότητα αυτή μας προειδοποίησε ο Χριστός, ότι δηλαδή οι άνθρωποι μισούν το φως για να μη ελεγχθούν τα σκοτεινά έργα τους: «Πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού»[xxxiii] · επίσης και η αρχαία ανθρώπινη σοφία την αποτύπωσε δια στόματος του Λατίνου ποιητού Τερεντίου, τον 2ο π.Χ. αι. στο απόφθεγμα «η αλήθεια γεννά το μίσος» ("Veritas odium parit")[xxxiv]. Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος αναφέρει σχετικώς: «Όπως ένας γενναίος νεανίας βαστάζει τις πληγές που του επιφέρουν και την πάλη, και ανταποδίδει τα κτυπήματα, έτσι και οι Χριστιανοί οφείλουν να υπομένουν τις έξωθεν θλίψεις και τους ένδοθεν πολέμους, ώστε λαμβάνοντας κτυπήματα να σωθούν δια της υπομονής. Διότι η οδός του Χριστιανισμού έτσι είναι. Δηλαδή όπου είναι το Πνεύμα το Άγιον, εκεί επακολουθεί, σαν σκιά, ο διωγμός και η πάλη. Βλέπεις τους Προφήτες πως διώκονταν από τους ομοφύλους τους τελείως, στους οποίους όμως ενεργούσε το Πνεύμα [...] Δια τούτο δεν πρέπει να παραξενεύονται, αλλά αναπόφευκτα η αλήθεια διώκεται»[xxxv]. Ο άγιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο έργο του Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη παρουσιάζοντας ένα βιβλίο με τους λόγους του Μοναχού Ιωβίου, αναφέρεται στην ειρήνη του Θεού και ερμηνεύει βάσει της Παραδόσεως της εκκλησιαστικής αληθείας, ότι η ειρήνη αυτή δεν είναι εκ του κόσμου «"Η ειρήνη, λέει, του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν[xxxvi], φρουρήσει τας καρδίας υμών" και "Δικαιωθέντες εκ πίστεως ειρήνην έχομεν τα προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι' ου και την προσαγωγήν εσχήκαμεν" [xxxvii]. Δεν πρέπει εδώ να εννοεί κανείς την ειρήνη από πολέμους ή την προς αλλήλους, αλλά, όπως είναι φανερό, την καθενός προς τον εαυτό του και μέσω αυτής προς τον δωρεοδότη αυτής και χορηγό της σωτηρίας μας, η οποία φρουρεί τις καρδιές μας και υπερέχει από κάθε νού, την οποίαν ο κόσμος δεν μπορεί να δώσει. Γι' αυτό δεν αντιφάσκει προς το "Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν" [xxxviii]. Διότι εννοεί "την κοσμική ειρήνη δεν ήλθα για να βάλω"· και πάλι· "Έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων" [xxxix] και πολλά τέτοια· διότι η εγγύτητα των ευσεβών προς τον Θεό έσπρωχνε τους ασεβείς ως κύμα σε μίσος και φθόνο και φόνο. Ήλθε λοιπόν ο Σωτήρ να βάλει ειρήνη, η οποία τα του σώματος τα κάνει να συμφωνούν με την ψυχή, και υποτάσσει το χειρότερο [το σώμα] στις αποφάσεις του καλύτερου [της ψυχής]. Και την έδωσε αυτή [την ειρήνη] ενώνοντας τη στασιαστική μας φύση με την ειρήναρχη θεότητα» [xl]. 3. Η εξωτερική ειρήνη προϋποθέτει την εσωτερική ειρήνη, και η εσωτερική ειρήνη προϋποθέτει τα ευσεβή δόγματα. Η ειρήνη του Χριστού, λοιπόν, συμφώνως προς τα ανωτέρω, είναι ενέργεια ειρηνοποιός της ψυχής και εχθρική προς τα πάθη και την αμαρτία εντός μας, και όχι κάποια εξωτερική επιβεβλημένη ειρήνη. Εννοείται, βεβαίως, ότι η εσωτερική αυτή ειρήνη είναι η δημιουργός και της διαπροσωπικής ειρήνης μεταξύ των ανθρώπων και κάθε καλού, εφ' όσον τα πάθη των ανθρώπων δημιουργούν τις μεταξύ τους διενέξεις κατά την Αγία Γραφή: «Πόθεν πόλεμοι και μάχαι εν υμίν; Ουκ εντεύθεν, εκ των ηδονών ημών των στρατευομένων εν τοις μέλεσιν υμών; Επιθυμείτε, και ουκ έχετε· φονεύετε και ζηλούτε, και ου δύνασθε επιτυχείν· μάχεσθε και πολεμείτε, και ουκ έχετε, δια το μη αιτείσθαι υμάς»[xli]. Αντιθέτως, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος φέρει την ειρήνη στις σχέσεις των ανθρώπων· «Έχετε εν εαυτοίς άλας και ειρηνεύετε εν αλλήλοις»[xlii]. Η ερμηνεία του χωρίου αυτού, επισημαίνει[xliii] ότι: «Άλας ουράνιο είναι και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός [...] νομίζω δε ότι επακολουθεί σε αυτόν που έχει μέσα του το άλας το να ειρηνεύει μέσα του· διότι υπάρχει μέσα του η ειρήνη του Θεού που υπερέχει πάντα νού, η οποία φρουρεί την καρδία του και τα νοήματά του εν Χριστώ Ιησού· ένας τέτοιος άνθρωπος όσον εξαρτάται απ' αυτόν θα ειρηνεύει με όλους τους ανθρώπους, λέγοντας με θάρρος "με αυτούς που μισούσαν την ειρήνη ήμουν ειρηνικός"[xliv]». Οι Άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι η εσωτερική ειρήνη είναι γενικώς το θεμέλιο κάθε αρετής. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «διότι αφ' ότου αφαιρέσει τούτο το άσχημο κάλυμμα, τότε, καθώς η ψυχή δεν διασπάται με αγένεια σε ποικίλες σχέσεις, προχωρεί αταράχως στα ενδότερα των πραγματικών δωματίων και προσεύχεται στον "εν τω κρυπτώ" Πατέρα. Ο Οποίος σε αυτόν πρώτα χορηγεί το δώρο που είναι επιδεκτικό όλων των άλλων χαρισμάτων, την ειρήνην των λογισμών, μετά από την οποίαν τελειοποιεί την ταπείνωση, η οποία είναι γεννήτρια και συνοχεύς κάθε αρετής»[xlv]. Παρομοίως και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον «Αόρατο Πόλεμο» σε πολλά κεφάλαια επισημαίνει τη βασική θέση της ψυχικής ειρήνης στην οικοδόμηση των αρετών της ψυχής, λέγοντας π.χ. ότι «Εσύ, έχε φροντίδα (ως ερρέθη) να μην αφήσης ποτέ να συγχυσθή η καρδία σου, ούτε να ανακατωθή εις κάθε πράγμα, οπού την ενοχλεί· αλλά να κοπιάζης πάντοτε δια να την κρατής ειρηνικήν και αναπαυμένην. Και ο Θεός, οπού σε βλέπει πως κάμνεις έτσι και αγωνίζεσαι, θέλει οικοδομήσει με την χάριν του εις την ψυχήν σου μίαν πόλιν ειρήνης· και η καρδία σου θέλει είναι οίκος τρυφής»[xlvi]. στην πραγματεία του προς την Μοναχή Ξένη γράφει· Ο Μέγας Βασίλειος διευκρινίζει[xlvii] ότι η αληθής ειρήνη στην ψυχή έρχεται, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων βέβαια, και χάρις στα ευσεβή δόγματα: «Διότι η αληθής ειρήνη υπάρχει άνω· επειδή όσο καιρό συνδεόμαστε με τη σάρκα, συζευγνύμαστε και με πολλά που μας εκταράσσουν. Ζήτησον λοιπόν ειρήνη, απόλυση από τους θορύβους του κόσμου τούτου· απόκτησε νού γαλήνιο, κατάσταση της ψυχής ακύμαντη και ατάραχη, που ούτε από πάθη σαλεύεται, ούτε σε ψευδή δόγματα έλκεται να συγκατατεθή - τα οποία την προκαλούν με ευλογοφάνεια - για να αποκτήσεις την ειρήνη του Θεού, η οποία "υπερέχει πάντα νουν" [xlviii], να φρουρεί την καρδία σου. Αυτός που ζητεί την ειρήνη, αναζητεί τον Χριστό, διότι Αυτός είναι η ειρήνη, ο Οποίος "έκτισε τους δύο εις ένα καινόν άνθρωπον, ποιών ειρήνην[xlix], και ειρηνοποιήσας δια του αίματος του Σταυρού Αυτού, είτε τα εν ουρανοίς, είτε τα επί της γης"[l]». 4. Είναι προτιμότερος ο επαινετός πόλεμος για την αλήθεια της Πίστεως, από τη συνθηκολόγηση με την αίρεση Η θεοσέβεια, κατά τα ανωτέρω, η τήρηση της Ορθοδοξίας των δογμάτων ως της ορθής προς Θεόν Πίστεως, είναι προϋπόθεση της σωτηριώδους ειρήνης της ψυχής, επειδή οι μη ευσεβείς στερούνται χαράς (και ειρήνης), διότι «ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι»[li] , γι΄ αυτό οι Άγιοι Πατέρες, όταν αντιλαμβάνονταν ότι η αλήθεια κινδυνεύει να προδοθεί χάριν μιας επίπλαστης εξωτερικής ειρήνης, ως συνθηκολογήσεως με τις δυνάμεις της πλάνης, με αποτέλεσμα τη βλάβη των δογμάτων της ευσεβείας, προέκριναν την ανυποχώρητη (και όχι βέβαια βίαιη) αντίσταση κατά του κινδύνου που απειλεί την αλήθεια, λέγοντας, ότι είναι προτιμότερος ο επαινετός (και όχι ο μεμπτός) πόλεμος από την εξωτερική και επίπλαστη ειρήνη που χωρίζει από τον Θεό. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει· «Όχι για να φέρεσθε προς όλους με την ίδια αγάπη· διότι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό αγάπης, αλλά ψυχρότητος. Τι σημαίνει, λοιπόν, "εν επιγνώσει"; Δηλαδή, με κρίση και σκέψη, με αίσθηση. Διότι είναι κάποιοι που αγαπούν παραλόγως, απλώς και ως έτυχε [...] υπάρχει φόβος μήπως κάποιος παραφθαρεί από την αγάπη των αιρετικών [...] για να μη παραδεχθείτε κανένα νόθο δόγμα με το πρόσχημα της αγάπης»[lii]. Για τον πόλεμο αυτό το Άγιον Πνεύμα κάνει μαχητικό, «οπλίζει», τον πράο άνθρωπο για να δύναται να «πολεμεί»καλώς, όπως λέγει χαρακτηριστικώς ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος· «κρείσσων επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού· και δια τούτο τον πραΰν μαχητήν οπλίζει το Πνεύμα, ως καλώς πολεμείν δυνάμενον»[liii]. Και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μολονότι -καθώς προανεφέραμε- θεωρεί ότι ακόμη και η αγάπη προς τον πλησίον πρέπει να φθάνει μόνον μέχρι εκεί που βλάπτεται η ειρήνη της καρδίας, ωστόσο εξαιρεί από αυτό το όριο τα θέματα της Πίστεως· γράφει: «Συλλογίσου πως δεν πρέπει να έχης τόσην πολλήν θερμότητα και ζήλον της ψυχής εις τρόπον οπού δι' αυτόν να υστερήσαι την ησυχίαν και την ειρήνην της καρδίας [...] Εάν όμως ο λόγος και η υπόθεσις είναι περί πίστεως και των παραδόσεων της Εκκλησίας μας, τότε και ο πλέον ειρηνικός και ήσυχος πρέπει να πολεμή υπέρ αυτών, πλήν όχι με ταραχήν της καρδίας, αλλά με ένα θυμόν ανδρείον και σταθερόν, κατ΄ εκείνο του Ιωήλ "εκεί ο πραΰς έστω μαχητής" (Ιωήλ δ΄ 11)»[liv]. 5. Οι Άγιοι Πατέρες περί της σχέσεως αγάπης και θεοσεβείας Στην ιερά υμνογραφία, τονίζεται η αλληλένδετος σχέση των θεϊκών δωρεών της αγάπης και της αληθείας (ως Ορθοδοξίας)· σε ύμνους της Παρακλητικής (της Οκτωήχου), αναφέρονται λ.χ. τα εξής· «Μοιράζεις Άγγελον της ειρήνης, Παντοκράτορ, που περιφρουρεί την ποίμνη Σου, διότι Εσύ είσαι αίτιος της ειρήνης και της αγάπης, και ο οποίος διαφυλάττει την έμφρονη Πίστη, και με τη δύναμή Σου καταλύει τις αιρέσεις»[lv]· αλλού, μεταφορικώς, με βάση τον τρισύνθετο, τριμερή Σταυρό του Χριστού («εκ πεύκης και κέδρου και κυπαρίσσου»), υπενθυμίζεται στους πιστούς η «τρίπλοκος» σειρά των αρετών ευσεβείας, πίστης και αγάπης: «Ας προσκυνήσουμε τον θείον Σταυρόν, περιφέροντας την ευσέβεια ως κέδρο, ως κυπάρισσο την πίστη και ως πεύκη την αγάπη»[lvi]. Ο εκκλησιαστικός συγγραφεύς Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ca 150 - ca 215 μ.Χ.), πολυγραφότατος και περιώνυμος συγγραφεύς, ιδρυτής και διδάσκαλος ιδιαιτέρας φιλοσοφικοθεολογικής Σχολής της Αλεξανδρείας, ταυτίζει την αγάπη με την ευσέβεια: εάν ο Θεός είναι αγάπη, κατά τον Κλήμεντα, τότε και ο σεβασμός προς Αυτόν είναι αγάπη: «"τεκνία, να μη αγαπάμε με τα λόγια ούτε με τη γλώσσα", λέγει ο Ιωάννης, διδάσκοντάς μας να είμαστε τέλειοι, "αλλά με τα έργα και την αλήθεια. Έτσι θα γνωρίσουμε ότι είμαστε από την αλήθεια". Αν όμως είναι αγάπη ο Θεός, είναι αγάπη και η θεοσέβεια»[lvii]. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η αγάπη φέρει μέσα της ως προϋπόθεση την αλήθεια, τη θεοσέβεια, ως γράφει παραπάνω ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, η δε αλήθεια αποσκοπεί στην αγάπη, δηλαδή στην αιώνιο ζωή, τον Χριστόν και Θεόν. Δεν είναι συνεπώς η θεοσέβεια, η δογματική αλήθεια της Πίστεως, αντίθετη προς την αγάπη, αλλά ταυτίζονται. Ο μέγας εν Μονασταίς άγιος Αββάς Δωρόθεος της Γάζης (ca 500-555 μ.X.) οι ασκητικές διατυπώσεις του οποίου αποτελούν απαραίτητο και ωφελιμώτατο ανάγνωσμα των Μοναχών, ιδίως των αρχαρίων, περιγράφει τη διττή αγάπη, δηλ. προς τον Θεό και τον άνθρωπο, με εικόνα πολύ όμορφη: «Και σάς λέγω παράδειγμα από τους Πατέρες για να εννοήσετε την δύναμη του λόγου. Υποθέστε ότι υπάρχει ένας κύκλος στη γη· λ.χ. μία στρογγυλή χαρακιά από το κέντρο του διαβήτη. Κέντρο λέγεται εκεί ειδικώς το εσωτερικόν του κύκλου έως το κέντρο. Βάλτε το νού σας σε αυτό που λέγεται. Αυτός ο κύκλος εννοείστε ότι είναι ο κόσμος, και το κέντρο του κύκλου ο Θεός, και οι ευθείες του κύκλου προς το κέντρο είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Στο βαθμό, λοιπόν, που οι άγιοι εισέρχονται προς τα μέσα επιποθώντας να προσεγγίσουν τον Θεό, κατά την αναλογία της εισόδου έρχονται πλησίον του Θεού και μεταξύ των· και όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζουν αλλήλους, και όσο πλησιάζουν αλλήλους, πλησιάζουν τον Θεό. Παρομοίως νοήσατε και τον χωρισμό. Δηλαδή όταν απομακρύνονται από τον Θεό, και στρέφωνται προς τα έξω, είναι φανερόν ότι όσο εξέρχονται και απομακρύνουν τον εαυτό τους από τον Θεό, τόσο απομακρύνονται από αλλήλους, και όσο απομακρύνονται από αλλήλους, τόσο απομακρύνονται από τον Θεό. Ορίστε, αυτή είναι η φύση της αγάπης. Καθ' όσον είμαστε έξω και δεν αγαπάμε τον Θεό, κατά τόσο έχουμε και διάσταση καθένας προς τον πλησίον· εάν όμως αγαπήσουμε τον Θεό, όσο προσεγγίζουμε τον Θεό με την προς αυτόν αγάπη, τόσο ενωνόμαστε με την αγάπη του πλησίον, και όσο ενωνόμαστε με τον πλησίον, τόσο ενωνόμαστε με τον Θεό»[lviii]. Λοιπόν, κατά τον άγιο Αββά Δωρόθεο, στο βαθμό που προσεγγίζεται αληθώς ο Θεός από τον άνθρωπο αυξάνει και η (αληθής) αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους. Βάσει τούτου, ευκόλως συνάγεται το συμπέρασμα, ότι αν βλαφθεί η εγγύτητα του ανθρώπου προς τον Θεό, διακόπτεται η μετάδοση του χαρίσματος της αγάπης από την Πηγή της Αγάπης, και συνεπώς και η διανθρώπινη αγάπη βλάπτεται. Ο Άγιος Λέων Α΄ Πάπας Ρώμης, ο Μέγας (440-461 μ.Χ.), έσχε τεραστία συνεισφορά στην επικράτηση του ορθοδόξου δόγματος στην αντιπαράθεση της Εκκλησίας προς τους αιρετικούς μονοφυσίτες, οπαδούς του Αρχιμανδρίτου Ευτυχούς (βλ. περισσότερα ιστορικά περί του «Τόμου του Λέοντος»). Κατά τη διάρκεια των θεολογικών εκείνων διεργασιών οι οποίες οδήγησαν τελικώς στην νίκη της Ορθοδοξίας στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.) και με αφορμή επιστολή προς αυτόν του αιρετικού Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς, μετά την Ενδημούσα Σύνοδο της ΚΠόλεως (448 μ.Χ.), όπου καταδικάσθηκε η διδασκαλία του Ευτυχούς, ο Άγιος Λέων απέστειλε επιστολή προς τον Άγιον Φλαβιανόν, Πατριάρχην ΚΠόλεως (446-449 μ.Χ.), ζητώντας εξηγήσεις περί του νέου θεολογικού θέματος. Σε μία από αυτές, όταν είχε προ ολίγου μόλις εμφανισθή η νέα αίρεση, έγραψε προς τον Άγιον Φλαβιανόν τα εξής, τα οποία μας είναι ενδεικτικά για την μέριμνα της Εκκλησίας υπέρ της διαφυλάξεως τόσον της αληθείας, όσον και της αγάπης. «... και δια τούτο η αδελφική σου ιδιότητα, με κάποιον άνθρωπο επιτήδειο και αρμόδιο και με πληρέστατη αναφορά, να Μας γνωστοποιήσει ποια καινοτομία κατά της αρχαίας πίστεως ανέκυψε, που θεωρήθηκε επάξια να αντιμετωπισθεί με αυστηρή απόφαση. Διότι και η εκκλησιαστική διοίκηση και του θεοφιλεστάτου Βασιλέως η πίστη, μας έδωσε πολλή μέριμνα για την ειρήνη των Χριστιανών, ώστε αφού αφαιρεθούν οι διχόνοιες, να διαφυλαχθή αμόλυντος η καθολική πίστη και εκείνοι οι οποίοι υπερασπίζονται τα φαύλα, των οποίων η πίστη θα δοκιμασθεί, να οχυρωθούν, αφού ανακληθούν από την πλάνη, μέσω της αυθεντίας Σου· και να μη προσαχθεί καμμία δυσχέρεια από του μέρους αυτού, εφόσον ο προαναφερθείς Πρεσβύτερος, στην ιδική του διακήρυξη ομολόγησε ότι είναι έτοιμος να διορθωθεί, αν τυχόν ευρεθεί σ' αυτόν κάτι άξιο μέμψεως. Διότι πρέπει αναφορικώς με τις καταγγελίες αυτές να φροντίζει κανείς πολύ περισσότερο για τούτο, δηλαδή δίχως θόρυβο και φιλονεικία και η αγάπη να διαφυλάττεται και η αλήθεια να υπερασπίζεται, τιμιώτατε αδελφέ»[lix]. 6. Η παρεμπόδιση της αιρετικής δραστηριότητος είναι έργο αγάπης, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662 μ.Χ.), η τεραστίας σημασίας μορφή αυτή της αγιότητος, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Θεολογίας, σε κείμενό του αναφέρεται στη δέουσα εκ της Πολιτείας αντιμετώπιση της προσηλυτιστικής δραστηριότητος αιρετικών σευηριανών (δηλ. μετριοπαθών μονοφυσιτών)· σε αυτό επισημαίνει ακριβώς ποια είναι τα αισθήματα αγάπης που πρέπει να διακατέχουν τους πιστούς έναντι των αιρετικών, αλλά και ποια είναι η σημασία της ιδιαίτερης προσοχής και των περιορισμών που επιβάλλονται από την Εκκλησία στην επικοινωνία των πιστών με τους αιρετικούς και την έναντι των αιρετικών φιλανθρωπία· μόνος γνώμων είναι εκ μέρους αφ' ενός των ίδιων των πιστών, και κυρίως των πιο απλοϊκών, αφ' ετέρου δε και των αιρετικών η συνειδητοποίηση της χαώδους και καταστροφικής αλλοτριώσεως των αιρετικών κοινοτήτων από την αλήθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τον Ίδιον τον Χριστό: «Δεν πρέπει λοιπόν τους αιρετικούς με κανένα τρόπο να τους βοηθούμε, ως αιρετικούς, ακόμη κι αν είχε επιτραπή σε όλους να κάνουν αφόβως τα πάντα· τόσο για τις προαναφερθείσες αιτίες, ώστε να μη προσκρούσουμε στο Θεό, δίχως να το συνειδητοποιήσουμε· και επειδή δεν είναι καλό να τους δίνουμε την ελευθερία να περιφέρονται πανηγυρικά με το ψεύδος τους και να ξεσηκώνονται εναντίον της ευσεβείας· ώστε να μη μπορέσουν να σαλεύσουν από την ασφαλή βάση της Πίστεως κάποιους από τους αφελεστέρους με το δάγκωμα της απάτης, ωσάν τα φίδια, εμφανιζόμενοι μέσα από εμάς· και ευρεθούμε και εμείς, όπως δεν θέλουμε, να συμμετέχουμε στην τιμωρία που κρέμεται πάνω τους για αυτό. [.....] Αυτά δεν τα γράφω, θέλοντας να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε χαίροντας για την κάκωσή τους - μη γένοιτο - αλλά περισσότερο χαίροντας και συναγαλλόμενος με την επιστροφή τους. Διότι τι είναι πιο τερπνό στους πιστούς, από το να βλέπουν τα τέκνα του Θεού τα διασκορπισμένα, να συνάγονται «εις εν»; Ούτε πάλιν παραινώντας να προτιμάτε τη σκληρότητα από τη φιλανθρωπία - να μη τρελαθώ τόσο! - αλλά παρακαλώντας με προσοχή και δοκιμασία να κάνετε και να ενεργείτε τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε «τα πάντα τοις πάσι», κατά τον τρόπο που καθένας έχει την ανάγκη σας. Όμως θέλω και εύχομαι να είστε παντελώς σκληροί και αμείλικτοι ως προς το να βοηθήσετε τους αιρετικούς, με αποτέλεσμα την υποστήριξη της φρενοβλαβούς δοξασίας τους. Διότι εγώ βεβαίως ορίζω ως μισανθρωπία και χωρισμό από τη θεία αγάπη το να δοκιμάζετε να δώσετε ισχύ στην πλάνη, προς περισσότερη φθορά εκείνων που έχουν καταληφθή από αυτήν»[lx] . Σε άλλο κείμενό του, ο Άγιος Μάξιμος επισημαίνει ότι βάση της αγάπης είναι η Πίστη: «Διότι η Πίστη είναι βάση όσων ακολουθούν μετά από αυτήν, εννοώ της ελπίδος και της αγάπης, διότι στηρίζει με βεβαιότητα την αλήθεια»[lxi]. Είναι καταφανές, ότι η μείωση της δογματικής αληθείας της Πίστεως, χάριν μιας επιφανειακής ειρήνης, είναι κατά τους Αγίους Πατέρες μισανθρωπία, εφ' όσον βοηθεί την μακράν της αληθείας απώλεια του (αιρετικού ή ετεροθρήσκου) πλησίον. Σχόλιο του οσίου Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς επί των λόγων του Αγίου Μαξίμου Τα δύο αυτά προαναφερθέντα κείμενα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού χρησιμοποιούνται από τον άγιον Γέροντα Ιουστίνον Πόποβιτς († 1979), σε γενικώτερη διαπραγμάτευση του θέματος «Ανθρωπιστικός οικουμενισμός». Σε αυτήν ο Γέρων Ιουστίνος επισημαίνει (1) ότι ο «διάλογος της αγάπης» των οικουμενιστών κυριαρχείται από γυμνό συναισθηματισμό, (2) ότι η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια και αυτή είναι το πρόσωπο του Χριστού, (3) ότι «διάλογος της αγάπης» άνευ του διαλόγου της αληθείας είναι αφύσικος και ψευδής, (4) ότι ο χωρισμός της αγάπης από την αλήθεια είναι σημείο ελλείψεως πίστεως, πνευματικής θεανθρωπίνης ισορροπίας και ορθοφροσύνης, (5) ότι ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός του Οικουμενισμού (δηλ. ο περιορισμός της Πίστεως μόνο σε κάποιο «ήθος») και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του (δηλ. η μικράς προοπτικής επιδίωξη της ειρήνης με τα μέσα του ανθρωπισμού και όχι του Θεανθρωπισμού)(6) ότι το μέτρο της αγάπης των αγίων Πατέρων προς τους ανθρώπους έχει ολοτελώς θεανθρώπινο χαρακτήρα (και όχι ανθρώπινο). φανερώνουν κρίση μεν της πίστεως του Οικουμενισμού στην αλήθεια, αναισθησία δε ως προς την συνέχειά της· τέλος, Ακολουθούν αποσπάσματα του κειμένου: «Ο σύγχρονος "διάλογος της αγάπης", ο οποίος τελείται υπό την μορφήν γυμνού συναισθηματισμού, είναι εις την πραγματικότητα ολιγόπιστος άρνησις του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αληθείας (Β΄ Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους " αγάπης της αληθείας" (αυτόθι 2, 10). Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια· η αγάπη ζη και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδία εκάστης θεανθρωπίνης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και εκάστη εξ αυτών κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπον Κύριον Ιησούν ως τον μόνον ο οποίος είναι η σάρκωσις και η εικών της Θείας Αληθείας, δηλαδή της Παναληθείας [...] Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπον και μάλιστα το Πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατος και μη πεπερασμένη, αιωνία [...] Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζώμεν " αληθεύοντες εν αγάπη", διότι μόνον ούτω δυνάμεθα να "αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός" (Εφ. 4, 15) Τούτο πραγματοποιείται πάντοτε "συν πάσι τοις αγίοις" (Εφ. 3, 18), πάντοτε εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι άλλως δεν δύναται ο άνθρωπος να αυξάνη εις Εκείνον, "ος εστιν η κεφαλή" του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή εις τον Χριστόν». «Ας μη απατώμεθα. Υπάρχει και ο "διάλογος του ψεύδους", όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητώς ή ασυνειδήτως ψεύδονται ο εις εις τον άλλον. Τοιούτος διάλογος είναι οικείος εις τον "πατέρα του ψέυδους", τον Διάβολον, "ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού" (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και εις όλους τους εκουσίους ή ακουσίους συνεργάτας του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το καλόν των δια του κακού, να φθάσουν εις την "αλήθειάν" των με την βοήθειαν του ψεύδους. Δεν υπάρχει "διάλογος της αγάπης" άνευ του διαλόγου της αληθείας. Άλλως τοιούτος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Όθεν και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι "η αγάπη ανυπόκριτος" (Ρωμ. 12, 9)». «Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεσις της αγάπης και της αληθείας είναι σημείον ελλείψεως της θεανθρωπίνης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής ισορροπίας και ορθροφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήτο ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Οι Ορθόδοξοι μόνον ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» εν τη αληθεία και τη αγάπη έχουν και αναγγέλλουν, από της εποχής των Αποστόλων έως σήμερον, αυτήν την θεανθρωπίνην σωτηριώδη αγάπην προς τον κόσμον και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του συγχρόνου Οικουμενισμού πράττουν μόνον εν πράγμα: φέρουν εις φως τας φυματικάς ουμανιστικάς ρίζας των, δηλαδή την αρρωστημένην φιλοσοφίαν των και την κατ΄ άνθρωπον, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2, 8), ανίσχυρον ηθικήν των. Φανερώνουν επί πλέον την κρίσιν της ανθρωπιστικής πίστεώς των εις την αλήθειαν και την δοκητιστικήν αναισθησίαν των δια την ιστορίαν της Εκκλησίας, δηλαδή δια την αποστολικήν και καθολικήν συνέχειάν της, εν τη αληθεία και τη χάριτι. Ο δε αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθροφροσύνη ευγγελίζονται δια του στόματος του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθειαν της πίστεως: "Η γαρ πίστις βάσις εστί των μετ΄ αυτήν, ελπίδος λέγω και αγάπης, βεβαίως το αληθές υφεστώσα"». «Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικόν μέτρον της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, από των Αποστόλων κληρονομηθέν, έχει ολοτελώς θεανθρώπινον χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του Αγίου: "Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών γράφω ταύτα ..."»[lxii]. κ.λπ., όπως έχει το παραπάνω κείμενο του Αγίου Μαξίμου. 7. Σύγχρονες μαρτυρίες περί της αληθείας και της αγάπης Ο πολύ επιφανής Κληρικός και πολυμερής νομικός και θεολόγος μακαριστός Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος († 1989), ο μεταξύ άλλων ειδήμων σε θέματα Κανονικού Δικαίου, αλλά και ερμηνευτικής, απολογητικής, και ιστορίας, κατηρτισμένος δε εν Χριστώ Πνευματικός οδηγός πολλών επιφανών Κληρικών, Μοναχών και Χριστιανών, σε επιστολή του του έτους 1969 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα (1948 - 1972), σημειώνει ακριβώς τις αντιφάσεις της «αγάπης» του Οικουμενισμού την οποίαν εξέφραζε και προπαγάνδιζε εκείνος ο Πατριάρχης, ότι δηλαδή αυτή : (α) είναι μονομερής, χωρίς να περιλαμβάνει και να μεριμνά και για εκείνους οι οποίοι σκανδαλίζονται από την καινοτόμο αλλαγή στάσεως έναντι της επικοινωνίας με τους αιρετικούς· (β) αφήνει τους αιρετικούς στην πλάνη τους με αποτέλεσμα την απώλειά τους. Ιδού πως έχει η επιστολή αυτή : «Παναγιώτατε, Ψάλλετε και Υμείς και οι ακολουθούντες υμίν, εις πάντας τους ήχους το τροπάριον της "Αγάπης". Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη! " Αγάπη άνευ όρων και ορίων". Εν ονόματι της Αγάπης τούτο, εν ονόματι της Αγάπης εκείνο, εν ονόματι της Αγάπης το Άλλο ... Περίεργον όμως! Εφ' όσον η καρδία υμών εκχειλίζει εξ αγάπης και εξ αυτών εκπηγάζουσι πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι των εσχατιών της Δύσεως και δημιουργούνται πελάγη, εις α ανέτως και μετ' ευφροσύνης κολυμβώσι πασών των αποχρώσεων οι αιρετικοί, πως δεν διατίθενται ολίγαι σταγόνες αγάπης και δια τους ταλαιπώρους Ορθοδόξους; Δι' εκείνους εκ των Ορθοδόξων, οίτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τον Ορθόδοξον Πατριάρχην Κων/λεως να αθετή εν ονόματι της Αγάπης!- ιερούς Κανόνας, να ανατρέπη αιωνοβίους Παραδόσεις, να κρημνίζη τείχη ασφαλείας, να μεταίρη όρια α έθεντο αγιώτατοι Πατέρες της Εκκλησίας; Δι΄ αυτούς εστείρευσαν αι πηγαί της αγάπης Υμών, Παναγιώτατε; Δι΄ αυτούς δεν υπάρχει ούτε μόριον στοργής; Ούτε καν ίχνος ευσπλαγχνίας ή οίκτου; Αγάπη λοιπόν προς τους αιρετικούς, αλλ' αδιαφορία και περιφρόνησις προς τους Ορθοδόξους! Επί τέλους, Παναγιώτατε, πού οδηγείτε την Εκκλησίαν;». «Άράγε όμως αγαπάτε πράγματι τους αιρετικούς; Ακούσατε, Παναγιώτατε, μίαν παράδοξον αλήθειαν: ΟΧΙ! Ημείς αγαπώμεν πραγματικώς και ειλικρινώς τους αιρετικούς, ημείς οι «στενοκέφαλοι» και «φανατικοί» και ουχί Υμείς και οι μεθ' Υμών. Η αγάπη Υμών, δεν είναι γνησία, αλλά επιφανειακή και επίπλαστος· δεν είναι άνωθεν κατερχομένη, αλλ' επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης ... Ποίος αγαπά ειλικρινώς τον νοσούντα; Ο λέγων προς αυτόν «είσαι υγιέστατος, τρώγε ό,τι θέλεις» και απεργαζόμενος ούτω χαλεπωτέραν την νόσον και ταχύτερον τον θάνατον, η ο επισημαίνων αυτώ την ασθένειαν και απαγορεύων τας βλαπτούσας τροφάς; Ημείς, επισημαίνοντες τας πλάνας των αιρετικών και διακηρύσσοντες ότι ακολουθούσιν οδώ επισφαλεστάτη, υπάρχει ελπίς να δημιουργήσωμεν εν αυτοίς κρίσιν συνειδήσεως και έφεσιν αναζητήσεως της αληθείας. Υμείς και οι μεθ' Υμών, διακηρύττοντες ότι «ουδέν μας χωρίζει» από των αιρετικών κ.τ.τ. ναρκούτε και αποκοιμίζετε αυτούς και αποκλείετε έμπροσθεν αυτών την οδόν της αληθείας. Ούτως εφαρμόζεται εν προκειμένω το προφητικόν: «λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ΄, 12). Και «ότι ου κενά τα ρήματα, μαρτυρεί τα πράγματα». Ποίoν ετερόδοξον ωδηγήσατε Υμείς και οι δορυφορούντες Υμάς μελιστάλακτοι και ασπόνδυλοι Επίσκοποι εις την Ορθοδοξίαν; Ούτε ένα, Παναγιώτατε: Ούτε ένα, παρά πάντα τα ταξίδια, τα συνέδρια, τα γεύματα, τα δώρα, τα μειδιάματα. Μόνον «φανατικοί» τινες ορθόδοξοι εγένοντο αφορμή προσελεύσεως αιρετικών εις την αλήθειαν της Ορθοδοξίας»[lxiii]. Ο διακεκριμένος Ομότιμος Καθηγητής της Πατρολογίας στη Θεολογική Σχολή Αθηνών κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, σχολιάζοντας πολύ ευστόχως τις επιδιώξεις της Οικουμενικής Κινήσεως, καταλήγει ουσιαστικώς στη διαπίστωση της αποτυχίας της, λόγω της απουσίας της αληθείας : «Φαίνεται ότι το έσχατο, το περισσότερο, που επιδιώκει σήμερα η Οικουμενική Κίνηση, στους κόλπους της οποίας διεξάγονται ποικίλοι διάλογοι, είναι η ανοχή, η tolérance. Αυτή όμως δεν είναι καθαυτό χριστιανική αρετή, στοιχείο γνήσια θετικό. Είναι μόνο ανθρώπινο μέτρο. Θείο μέτρο, εδώ, και αρετή χριστιανική είναι η αγάπη, με την οποίαν μόνο υπερβαίνεται το μίσος και η αποστροφή. Δυστυχώς όμως για την Οικουμενική Κίνηση, που απορροφά σήμερα τεράστιες πνευματικές δυνάμεις, η αγάπη δεν μπορεί ν' αποτελέσει επίτευγμά της, διότι η αγάπη εξαρτάται μόνο από την αλήθεια, γεννιέται μόνο από την αλήθεια. Μόνο αυτοί που αγωνίζονται για την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, αυτοί που την ζουν με συνέπεια, είναι δυνατόν να πραγματώσουν την αρετή της αγάπης»[lxiv]. 8. Η παρασιώπηση της αληθείας είναι έλλειψη αγάπης προς τους πλανωμένους αιρετικούς Ο έγκριτος Κανονολόγος, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Παναγιώτης Μπούμης, παρουσιάζοντας το πνεύμα των ιερών Κανόνων περί το θέμα της επικοινωνίας με τους αιρετικούς, ερμηνεύει το αποστολικό παράγγελμα της Καθολικής Επιστολής Β' Ιωάννου «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο λέγων γαρ αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»[lxv], και καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: «Η στάση αυτή είναι επιβεβλημένη, επειδή στο χριστιανισμό η χαρά, η αληθινή χαρά, συνδέεται με την αλήθεια, είναι απόρροια της αληθείας. Ότι η χαρά έχει μεγάλη σχέση προς την αλήθεια, προς το Λόγο του Θεού, φαίνεται και από τα εξής λόγια του Κυρίου: "Ταύτα λελάληκα υμίν, ίνα η χαρά η εμή εν υμίν η και η χαρά υμών πληρωθή" (Ιω. 15, 10-11). Και "ταύτα λαλώ εν τω κόσμω, ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν εαυτοίς" (Ιω. 17,13). Άρα εκείνος που έχει την αλήθεια, έχει και τη χαρά, την πραγματική χαρά και αγαλλίαση. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει σχετικώς και λίαν χαρακτηριστικώς τα εξής: "Tίνι γαρ εορτή και πανήγυρις; Τίνι θυμηδία και αγαλλίασις; αλλ' ή τοις ψυχή και εννοία και στόματι καθομολογούσι Θεότητα εν τρισίν αδιαιρέτως γνωριζομένην ταις Υποστάσεσι ... Ημίν ευφροσύνη και χαρά πάσα εόρτιος. Ημίν ο Χριστός τας εορτάς εκτετέλεκεν· ου γαρ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι"153, όπως γράφει και ο προφήτης Ησαΐας (Ησ. 48, 22 και 57, 21)» «Εκείνος ο οποίος δεν έχει την αλήθεια, δεν έχει τη χαρά, δεν έχει τη δυνατότητα να έχει την πραγματική χαρά, την εόρτιο χαρά. Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει "να μη λέτε σ' αυτόν να χαίρει", γιατί, αν λέει ο ορθόδοξος σ' αυτόν, στον αιρετικό, να χαίρει, η ευχή αυτή θα είναι τουλάχιστον ένας κενός (κούφιος) λόγος, εφ' όσον είναι απραγματοποίητη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θα ήταν και μια απάτη. Γιατί, εφ' όσον γνωρίζω το απραγματοποίητο της ευχής, εμφανίζομαι σαν να θέλω και να επιχειρώ να "αποκοιμίσω" τον αιρετικό στην πλάνη του, να τον εξαπατήσω, να τον παραπλανήσω. Πράττω δηλ. κι εγώ ό,τι πράττει αυτός σε άλλους. Όπως δηλ. οι αιρετικοί "υποδύονται το χριστιανικόν προσωπείον προς το ούτως απατάν τους αφελεστέρους"154, έτσι και ο ορθόδοξος». «Εάν πάλι λέμε στον αιρετικό ειλικρινώς και όχι υποκριτικώς "να χαίρει", τούτο σημαίνει ότι και ο ορθόδοξος χριστιανός αναγνωρίζει ότι και στην πίστη του ετεροδόξου βρίσκεται η χαρά άρα και η αλήθεια155. Η και το χειρότερο, μόνο και κυρίως στην πίστη του ετεροδόξου βρίσκεται η χαρά και η αλήθεια, και όχι στη δική του. Γιατί μία από τις δύο δοξασίες, εφ' όσον διαφέρουν, έχει την πραγματική αλήθεια και χαρά. Δεν μπορεί και οι δύο. Κατ' αυτόν τον τρόπο όμως εμφανίζεται ότι παραδέχεται και ασπάζεται τις πεποιθήσεις του ετεροδόξου. Επί πλέον συντελεί στο να ενισχύεται ο ετερόδοξος στην πίστη του, να νομίζει ότι είναι ορθή, να εμμένει σ΄ αυτή και ακόμη να την διαδίδει και στους άλλους». «Μετά απ' όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι με το να λέει ο ορθόδοξος "χαίρε" στον ετερόδοξο ή στον εθνικό, ακολουθεί, συμμετέχει και συμφωνεί («κοινωνεί») και στις πλανημένες πεποιθήσεις του και στις παραπλανητικές του πράξεις, τ. έ. στα πονηρά του έργα»[lxvi]. Και συνεχίζει ο Καθηγητής Μπούμης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα, ότι το αποστολικό παράγγελμα δεν αποκλείει την απλή συνομιλία με τους αιρετικούς ή ένα συνήθη χαιρετισμό, αλλά ιδικώς την ευχή της χαράς, «χαίρετε». Πάντως, αν και μόνον το να λέμε «χαίρε» στους αιρετικούς στερεώνει την ασέβειά τους κατά τον τρόπο που εξέθεσε επαρκώς ο Καθηγητής κ. Π. Μπούμης, πόσο περισσότερο βλάπτουν την ομολογία της ευσεβείας και αληθείας οι υπόλοιπες πράξεις αθεμίτου κοινωνίας με τους αιρετικούς, συμπροσευχές, ανταλλαγές εορτίων δώρων, όλα απαγορευμένα από τους ιερούς Κανόνες, πολύ περισσότερο δε η υπογραφή κοινών «ερμαφρόδιτων» κειμένων, μειγμάτων ορθοδοξίας και ετεροδοξίας; Ο Αρχιμανδρίτης π. Πλακίδας Ντεσέϊγ (Placide Deseille), παλαιότερα Ηγούμενος Αδελφότητος Ρωμαιοκαθολικών Μοναχών, ο οποίος μετέπειτα, προ ολίγων δεκαετιών, επέστρεψε από τον Παπισμό στην Ορθοδοξία μαζί με Μοναχούς του και, αφού βαπτίσθηκε μαζί με αυτούς Ορθόδοξος στην Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους, σχημάτισε αρκετές μοναστικές Κοινότητες στη Νότιο Γαλλία, γράφει χαρακτηριστικώς: «Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεσή τους στον οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη της αληθείας. Από το πρώτο ταξίδι μας - ενώ ήμασταν ακόμη ρωμαιοκαθολικοί, και η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη - υπήρξε για μας πολύ εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι' αυτούς ο πλήρης σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο»[lxvii]. 9. Η κριτική κατά των αιρέσεων, επειδή ενέχει αγάπη, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται, καθώς λέγουν οι Άγιοι, να είναι εμπαθής Η κριτική κατά της αιρέσεως και ο ένθεος ζήλος προς σωτηρίαν των αιρετικών, καθώς και ο πνευματικός πόνος για την απώλεια όσων εμπλέκονται σε αιρέσεις, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να διαστραφή από την αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως και να στραφή με εμπάθεια κατά συγκεκριμένων προσώπων. Ο κίνδυνος αυτός επισημαίνεται και τονίζεται από τους Αγίους Πατέρας, ώστε να μη παρεκκλίνουμε από τον αρχικό και καλο-προαίρετο σκοπό μας, που είναι η εν αγάπη και αληθεία Χριστού σωτηρία πάντων και όχι βέβαια η εξύβριση ή γενικώς η ζημία των αιρετικών, ακόμη και εκείνων που εσκεμμένως υπερασπίζονται το ψεύδος. Μολονότι το θέμα είναι πολύ μεγάλο ώστε να δύναται να αποτελέσει άλλη ενότητα, περιοριζόμαστε στο να εκθέσουμε χάριν παραδείγματος, όσα λέγουν μερικοί Άγιοι Πατέρες σχετικώς με τον αναθεματισμό των αιρετικών (όχι βέβαια σαν δημόσια ύβρη και ευτελισμό τους, αλλά όπως ήταν τότε, ως διακήρυξη και ομολογία της διαστάσεώς τους από Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία), διότι σε επόμενη ενότητα θα ασχοληθούμε με το θέμα της κατακρίσεως, όσον αφορά στα δογματικά θέματα. Στη Βίβλο των ερωταποκρίσεων των αγίων Βαρσανουφίου του Μεγάλου και Ιωάννου του Προφήτου (6ος αι.), αντιμετωπίζεται η ερώτηση κάποιου αν πρέπει, μετά από προτροπή άλλου πιστού, να αναθεματίσει τον αιρεσιάρχη Νεστόριο και τους οπαδούς του. Η απάντηση είναι, ότι εκείνοι ως αιρετικοί, είναι ήδη κάτω από το ανάθεμα, δηλ. της Εκκλησίας · ο καθένας μας πρέπει να φροντίζει για τις αμαρτίες του γι΄ αυτό και δεν πρέπει να σπεύδει σε αναθεματισμούς άλλων ανθρώπων, αλλά να φροντίζει να πενθεί. Σε αμέσως συναπτή ερώτηση, για το μήπως κανείς δώσει την εντύπωση ότι είναι και ο ίδιος κρυπτός αιρετικός, αν δεν αναθεματίσει τους αιρετικούς, επαναλαμβάνεται και πάλιν, ότι πρέπει κανείς να αρνείται να αναθεματίσει άλλους· προσθέτει, όμως, ότι αν αυτός που εξ αρχής προέτρεψε σε αναθεματισμό επιμείνει στην προτροπή, τότε για να μη σκανδαλισθεί εκείνος, ενδείκνυται να αναθεματίσει ο ερωτώμενος τους αιρετικούς. Ουδέποτε όμως επιτρέπεται ο αναθεματισμός προσώπου, τα φρονήματα του οποίου δεν γνωρίζουμε· ιδού μερικά αποσπάσματα· «ΕΡΩΤΗΣΙΣ ψ΄ (700): Εάν κάποιος μου πεί να αναθεματίσω τον Νεστόριο και τους ομοίους του αιρετικούς, να αναθεματίσω ή όχι; ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Είναι φανερόν, ότι ο Νεστόριος και οι κατ΄ αυτόν αιρετικοί είναι κάτω από το ανάθεμα· όμως εσύ μη τρέχεις καθόλου σε αναθεματισμό κάποιου. Διότι αυτός που έχει τον εαυτό του για αμαρτωλό, οφείλει να πενθεί τις αμαρτίες του και τίποτε άλλο· αλλά ούτε πρέπει να κρίνει εκείνους που αναθεματίζουν κάποιον· διότι ο καθένας δοκιμάζει τον εαυτό του. ΕΡΩΤΗΣΙΣ ψα΄ (701): Εάν όμως κάποιος εξ αιτίας αυτού νομίσει ότι και εγώ φρονώ τα ίδια με εκείνον, τί να του πω; ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Πές του· αν και είναι φανερό, ότι εκείνοι είναι άξιοι του αναθεματισμού, αλλά εγώ είμαι αμαρτωλότερος από κάθε άνθρωπο και φοβούμαι μήπως κρίνοντας άλλον, κατακρίνω τον εαυτό μου. [...] Αυτά πές του και εάν επιμείνει στα ίδια, τότε για τη συνείδηση εκείνου, να αναθεματίσεις τον αιρετικό [...] Αδελφέ, εγώ αυτός τον οποίον μου αναφέρεις, δεν γνωρίζω πως φρονεί. Το να αναθεματίσω λοιπόν κάποιον που δεν γνωρίζω, μου φαίνεται ότι αποβαίνει σε κατάκριμα. Τούτο όμως σου λέω, ότι εκτός από την Πίστη των αγίων τριακοσίων δεκαοκτώ Πατέρων [της Α΄ Οικουμ. Συνόδου της Νικαίας] δεν γνωρίζω άλλη. Και όποιος φρονεί διαφορετικά από αυτήν έρριξε τον εαυτό του στο ανάθεμα»[lxviii]. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης († 1809), συνοψίζοντας όσα λέγουν σχετικώς οι προγενέστεροί του Άγιοι Πατέρες, σημειώνει : «Δια τούτο και ο θείος Χρυσόστομος κάμνει λόγον ολόκληρον ότι δεν πρέπει να αναθεματίζη τινάς κανένα άνθρωπον ζωντανόν ή αποθανόντα (Τόμ. ϛ΄). Εν ω και λέγει ταύτα "τι άλλο θέλει να ειπή το ανάθεμα, οπού λέγεις άνθρωπε, πάρεξ ας αφιερωθή ούτος εις τον διάβολον και πλέον ας μην έχη χώραν σωτηρίας και ας γένη αποξενωμένος από τον Χριστόν;" [...] Ο δε άγιος Βαρσανούφιος λέγει ότι όχι μόνον τους αιρετικούς, αλλ' ουδέ τον διάβολον πρέπει να αναθεματίζη τινάς, διατί αναθεματίζει τον ίδιον τον εαυτόν του, οπού αγαπά και κάμνει του διαβόλου τα θελήματα και έργα. Όρα περί του αναθέματος πλατύτερον εις τα προλεγόμενα της εν Γάγγρα Συνόδου εν τω ημετέρω Κανονικώ»[lxix]. Ο Άγιος Νικόδημος, εκθέτοντας την ίδια αγιοπατερική διδασκαλία και σε άλλο σημείο της Ερμηνείας του των Αποστολικών Επιστολών, διευκρινίζει και τα εξής· «Ο δε θείος Χρυσόστομος τα δόγματα μόνα θέλει να αναθεματίζωμεν των αιρετικών και όχι τους αιρετικούς· "τα γαρ αιρετικά δόγματα τα παρ΄ α παρελάβομεν αναθεματίζειν χρή και τα ασεβή δόγματα ελέγχειν, πάσαν δε φειδώ ανθρώπων ποιείσθαι και εύχεσθαι υπέρ της αυτών σωτηρίας" (λόγ. Περί του μη αναθεματίζειν)»[lxx]. Δεν πρέπει λοιπόν να είναι άκριτη η εμπαθής ή επίκριση της αιρέσεως, αλλά με σκοπό την ωφέλεια των αιρετικών (και των αιρετιζόντων), διότι επιτρέπεται ή και επιβάλλεται με κάποιες βέβαια προϋποθέσεις, η επίκριση των δογματικών και ιεροκανονικών παρεκτροπών, όπως θα δούμε συν Θεώ στην επόμενη ενότητα (η σε μία εκ των επομένων). 10. Πού μας οδηγεί, τελικώς, ο αγαπισμός της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου; Η ισοπέδωση αληθείας και πλάνης και η εξ ίσου απόδοση σωτηριώδους χαρακτήρος σε όλες τις θρησκείες, αποτελεί την επιδίωξη ενός παγκοσμίου κατεστημένου πνευματικού και πολιτικο-οικονομικού, με απώτερο στόχο την επιβεβλημένη ένωση της ανθρωπότητος κάτω από συγκεντρωτική εξουσία. Περί των κινδύνων μιας τέτοιας θρησκευτικής παγκοσμιοποιήσεως και αναγκαστικής ομοιομορφίας, οι ειδικοί στα αντιαιρετικά θέματα γράφουν τα εξής· «Δεν υπάρχει κοινός πνευματικός χώρος στον οποίο συναντιούνται όλες οι θρησκείες. Η άποψη «Ένας Θεός - Πολλές θρησκείες» είναι βλάσφημη για τους ορθοδόξους. Η άποψη «αγάπα τον Θεόν του πλησίον σου» είναι εξίσου βλάσφημη και υβριστική για τον Ζώντα Θεό, τον μόνο αληθινό Θεό, την Αγία Τριάδα, τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα»[lxxi]. «Μία από τις συνηθισμένες συμπεριφορές των ανθρώπων που πάσχουν από την νόσο της εκκοσμικεύσεως είναι και η υποκρισία. Η γνησιότης υποχωρεί και όλα γίνονται ψεύτικα. Έτσι, αντί για πηγαία αγάπη, η οποία "ου ζητεί τα εαυτής"[lxxii], έχουμε αγαπολογία, αντί για ταπείνωση, ταπεινολογία κ.ο.κ.». «Όπως έχει γράψει ο μακαριστός πατήρ Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, η "Νέα Εποχή" δεν θέλει να αδειάσουν οι εκκλησίες, αλλά να γεμίσουν με ανθρώπους που, όμως, θα έχουν αλλοιωμένο φρόνημα, με ανθρώπους δηλαδή που θα πιστεύουν στο κάρμα και στη μετενσάρκωση, στα χαρτιά ταρώ και στην αστρολογία, που θα ασκούν το διαλογισμό ταυτίζοντάς τον με την ορθόδοξη προσευχή, ενώ συγχρόνως θα πιστεύουν ότι από τότε που ενετάχθησαν σε κάποια οργάνωση που τους διδάσκει αυτά, έγιναν και καλύτεροι χριστιανοί!» «Εδώ θα πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινίσεις. Η υποχρέωση υπακοής προς τους ποιμένες είναι αυτονόητη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι και αυτοί κάνουν υπακοή στο Ευαγγέλιο, στις Οικουμενικές Συνόδους και στην Παράδοση της Εκκλησίας. Δεν είναι απροϋπόθετη η υπακοή. Εξάλλου η υπακοή δεν είναι στρατιωτική πειθαρχία· δεν επιβάλλεται, αλλά εμπνέεται. Ο απόστολος Παύλος θέτει το θέμα άριστα[lxxiii]: "Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες"»[lxxiv]. «Επειδή η προσπάθεια προωθήσεως του συγκρητισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ενδύεται συνήθως, τον μανδύα της αγάπης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πατερική στάση που εμμένει στην αλήθεια της πίστεως και που λέγει την αλήθεια στους εκτός Εκκλησίας με πόνο, αγάπη και διάκριση, είναι όντως η φιλάνθρωπη στάση, διότι ουσιαστικά βοηθεί τον πλανώμενο άνθρωπο να έλθει σε συναίσθηση και μετάνοια, ενώ η άλλη - η ουμανιστική αγαπολογική - τον αφήνει αβοήθητο στην αρρώστια του»[lxxv]. Ακολουθεί στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ περί της Alice Bailey, ειδική αναφορά στο θέμα της διαστρεβλώσεως και του μονομερούς τονισμού της χριστιανικής αγάπης από την Νέα Εποχή του Αντιχρίστου (του «Υδροχόου») και την κατασκευασμένη τεχνητή αντίθεση δογματικής αληθείας και διανθρώπινης αγάπης, με σκοπό την τάση ελαχιστοποιήσεως των δογμάτων (δογματικός μινιμαλισμός). ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (Σημ.: η παρακάτω παράθεση αυτουσίων κειμένων αποκρυφιστικού περιεχομένου τα οποία ήλθαν υπ' όψη μας, σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι την ανάγνωση τέτοιων κειμένων θεωρούμε απλό και ακίνδυνο πράγμα ή την προτείνουμε γενικώς, τουναντίον δε πρέπει να γίνεται μόνον σε μεγάλη ανάγκη και με ευλογία του Γέροντός μας, εφ' όσον μάλιστα κατέχουμε τα απαραίτητα προς τούτο εφόδια πνευματικά και θεολογικά). Η Αλίκη Μπέηλυ (Alice Ann Bailey, 1880-1949), τρίτη κατά σειρά πρόεδρος της Θεοσοφικής Εταιρείας μετά την Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ και την Άννυ Μπεζάντ, υπήρξε επίσης ιδρύτρια, μαζί με τον σύζυγό της, Φόστερ Μπέηλυ, του Lucis Trust (1922) και της Σχολής Αρκέην (Arcane School, 1923), «σκοπός της ήταν η εκπαίδευση εκείνων που είναι "συνειδητοί γνώστες του Σχεδίου και μεμυημένοι μαθητές της Ιεραρχίας", για να βοηθηθούν στη "μαθήτευση στη Νέα Εποχή" και στην "υπηρεσία στην ανθρωπότητα", ώστε να επισπευσθεί η "επανεμφάνιση του Χριστού" (Μπέϊλη, Αυτοβιογραφία, σ. 308) [lxxvi]». «Η νέα ανθρωπότητα θα αναδυθεί με την εμφάνιση του "Χριστού". Από το 1945 ο "Χριστός" ανέλαβε τα καθήκοντα του Διδασκάλου του Υδροχόου και οι "δυνάμεις αποκαταστάσεως" άρχισαν το έργο τους. Βαδίζουμε προς την ενοποίηση Ανατολής και Δύσης, στην ενοποίηση των θρησκειών (Μπέϊλη, Η επανεμφάνιση του Χριστού, σ. 87-88. 102-108. 145-146)[lxxvii]». «Το ότι δεν έχει ακόμη εμφανισθεί ο νέος χριστός, τούτο οφείλεται κατά την αντίληψη της κίνησης στα εμπόδια που παρενέβαλε η Εκκλησία, και επειδή οι "Νέοι εξυπηρετηταί του κόσμου" δεν εξετέλεσαν την απαραίτητη υπηρεσία για να εμπεδωθούν ορθές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων (Μπέϊλη, Η επανεμφάνισις, σελ. 15)»[lxxviii]. Ας προσέξουμε τα παρακάτω σημεία των αυτουσίων αποκρυφιστικών κειμένων της Μπέηλυ, μερικά εκ των οποίων θυμίζουν συγκεκριμένες προοπτικές της Οικουμενικής και Διαθρησκειακής Κινήσεως: (α) τη θρησκευτική «περιεκτικότητα», γνωστή στους μεν οικουμενιστές ως "comprehensiveness", στους δε νεοεποχίτες ως "inclusiveness" (β) το δογματικό μινιμαλισμό, δηλ. την προσπάθεια ελαχιστοποιήσεως ή και εξαλείψεως των δογμάτων και την απαρέσκεια προς αυτά, (γ) την αθώωση ή και καταξίωση όλων ανεξαιρέτως των θρησκειών, (δ) την εξύβριση της χριστιανικής θεολογίας ως δήθεν αλλοιώσεως της απλότητος του Ευαγγελίου και ως αιτίας θρησκευτικών πολέμων και θρησκευτικού μίσους, (ε) την - κατά το προηγούμενο - παρουσιαζόμενη δήθεν αντιπαράθεση «αγάπης» και «θεολογίας», (στ) τη διάκριση μεταξύ («καλού») χριστιανισμού και («κακών») εκκλησιών, (ζ) την επιδίωξη καταστροφής των εκκλησιών, προς ανάδειξη της «αληθούς» εκκλησίας του ερχομένου Χριστού (Αντιχρίστου) και (η) την επιδιωκόμενη ομοιομορφία παγκοσμίως των θρησκευτικών τελετουργικών, η οποία σε συνδυασμό με την εξάλειψη των δογμάτων, θα δημιουργήσει την νέα παγκόσμια θρησκεία η οποία θα τελειοποιηθεί με την μετά ταύτα προσωπική παρουσία επί γης του «Χριστού» της Νέας Εποχής (Αντιχρίστου). Είναι, λοιπόν, τυχαία η καταφανής ταύτιση τόσων βασικών στοιχείων του κινήματος της Νέας Εποχής του «Υδρoχοϊκού Χριστού» - Αντιχρίστου ("New Aquarian Age") με τους βασικούς άξονες εξελίξεως της «διαχριστιανικής» και διαθρησκειακής Κινήσεως; 1. «Αν οι άνθρωποι αναζητήσουν τον Χριστό που άφησε τους μαθητές Του πριν από αιώνες, θα αποτύχουν να αναγνωρίσουν τον Χριστό που ευρίσκεται στη διαδικασία της επιστροφής. Ο Χριστός δεν έχει θρησκευτικές "μπάρες" στη συνείδησή Του. Δεν Τον ενδιαφέρει σε ποια πίστη θα εντάξει κάποιος τον εαυτό του»[lxxix]. 2. «Ποια είναι αυτή η εκκλησία του Χριστού; Αποτελείται από το σύνολο όλων εκείνων στους οποίους μπορεί ή ζωή του Χριστού ή Χριστο-συνειδητότητα [Χριστο-επίγνωση] ή να ευρεθεί η ευρίσκεται στη διαδικασία προς εξεύρεση εκφράσεως· είναι η σύναξη όλων όσοι αγαπούν τους συνανθρώπους τους, διότι το να αγαπά κάποιος τον συνάνθρωπό του είναι το θεϊκό διδασκαλείο που μας κάνει πλήρη μέλη της κοινότητος του Χριστού. Δεν είναι η αποδοχή οιουδήποτε ιστορικού γεγονότος η θεολογικού συμβόλου [πίστεως] εκείνο που μας θέτει εν αρμονία με τον Χριστό»[lxxx]. 3. «Δεν θα έλθει [ο «Χριστός»] για να μεταστρέψει τον "εθνικό" κόσμο, διότι στα μάτια του Χριστού και των αληθών μαθητών Του, δεν υπάρχει τέτοιος κόσμος και οι καλούμενοι εθνικοί έχουν επιδείξει ιστορικώς λιγότερο από το κακό της εμπαθούς διαμάχης που έχει επιδείξει ο στρατευμένος χριστιανικός κόσμος. Η ιστορία των χριστιανικών εθνών και της χριστιανικής εκκλησίας είναι ιστορία μιας επιθετικής στρατεύσεως - το τελευταίο επιθυμητό από τον Χριστό πράγμα, όταν επεδίωκε να ιδρύση την εκκλησία επί γης»[lxxxi]. 4. «Το μεγαλύτερο αποτέλεσμα της παρουσίας Του θα είναι οπωσδήποτε το να επιδείξει σε κάθε μέρος τα αποτελέσματα ενός πνεύματος περιεκτικότητος [inclusiveness] μιας περιεκτικότητος ή οποία θα διοχετευθεί η εκφρασθεί δια μέσου Αυτού. Όλοι όσοι επιδιώκουν σωστές ανθρώπινες σχέσεις θα συγκεντρωθούν αυτομάτως σε Αυτόν, είτε ανήκουν σε κάποια από τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, είτε όχι»[lxxxii]. 5. «Η εκκλησία σήμερα είναι ο τάφος του Χριστού και ο λίθος της θεολογίας έχει κυλισθεί έμπροσθεν της θύρας του μνημείου. Ωστόσο, δεν υπάρχει νόημα στην επίθεση κατά του Χριστιανισμού. Η Χριστιανωσύνη δεν μπορεί να γίνει στόχος επιθέσεως· είναι μια έκφραση - ουσιαστικώς, μολονότι ακόμη όχι τελείως εν τη πράξει -της αγάπης του Θεού, ο οποίος διαποτίζει το κτιστό Του σύμπαν. Η εκκλησιαστικότητα [churchianity], όμως, έχει αφήσει τον εαυτό της τελείως έκθετο σε επίθεση, και η μάζα των σκεπτομένων ανθρώπων το γνωρίζουν αυτό· δυστυχώς, αυτοί οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι ακόμη μια μικρή μειονότητα, η οποία (όταν γίνει πλειονότητα - και είναι σήμερα μία η οποία αυξάνεται ραγδαίως) θα ανακοινώσει την καταστροφή των εκκλησιών και θα επικυρώσει τη διασπορά της αληθούς διδασκαλίας του Χριστού»[lxxxiii]. 6. «... σίγουρα, Εκείνος πρέπει να αισθάνεται (με πονεμένη καρδιά) ότι η απλότης την οποίαν εδίδαξε και ο απλός δρόμος προς τον Θεό στον οποίον έδωσε έμφαση έχουν εξαφανισθεί μέσα στις ομίχλες της θεολογίας (εισαγμένες από τον άγιο Παύλο) και στις συζητήσεις των ανθρώπων της εκκλησίας δια μέσου των αιώνων. Οι άνθρωποι έχουν ταξιδέψει μακριά από την απλότητα της σκέψεως και από τον απλό και πνευματικό βίο που ζούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί»[lxxxiv] 7. «Δεύτερον, η στερέωση μιας συγκεκριμένης ομοιομορφίας στα τελετουργικά των θρησκειών του κόσμου θα βοηθήσει τους ανθρώπους παντού να ενδυναμώσουν ο ένας το έργο του άλλου και να ενισχύσουν με δύναμη τα ρεύματα σκέψεως που κατευθύνονται στις αναμένουσες πνευματικές ζωές. Προς το παρόν, η χριστιανική θρησκεία έχει τις μεγάλες της εορτές, ο Βουδιστής κρατεί τα διαφορετικώς κανονισμένα θρησκευτικά του γεγονότα και ο Ινδουϊστής έχει ακόμη μία διαφορετική λίστα ιερών ημερών. Στον μέλλοντα κόσμο, όταν οργανωθούν, όλοι οι ανθρωποι πνευματικής κλίσεως και προθέσεως παντού θα τηρούν τις ίδιες ιερές ημέρες. Αυτό θα φέρει μια συνένωση πνευματικών αποθεμάτων και μια ενοποιημένη πνευματική προσπάθεια, και επιπλέον μια ταυτόχρονη πνευματική επίκληση. Η δυναμική τούτου θα είναι ολοφάνερη»[lxxxv]. 8. «Οι άνθρωποι της εκκλησίας πρέπει να ενθυμούνται ότι το ανθρώπινο πνεύμα είναι μεγαλύτερο από όλες τις εκκλησίες και μεγαλύτερο από τις διδασκαλίες τους. Μακροπρόθεσμα, το ανθρώπινο πνεύμα θα τους νικήσει και θα προχωρήσει θριαμβικώς μέσα στη Βασιλεία του Θεού, αφήνοντάς τους πολύ πίσω, εκτός αν εισέλθουν σαν ένα ταπεινό μέρος της ανθρώπινης μάζας. [...] Οι εκκλησίες στη Δύση πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουν ότι βασικώς υπάρχει μόνον μία Εκκλησία, αλλά αυτή δεν είναι αναγκαστικώς μόνο το ορθόδοξο Χριστιανικό καθίδρυμα. Ο θεός εργάζεται με πολλούς τρόπους, μέσω πολλών πίστεων και θρησκευτικών φορέων· αυτός είναι ένας λόγος για την εξάλειψη των μη απαραιτήτων διδασκαλιών. Με τον τονισμό των ουσιαστικών και με την ένωσή τους, θα αποκαλυφθεί η πληρότης της αληθείας. Αυτό θα το κάνει η θρησκεία του νέου κόσμου και η εφαρμογή της θα προχωρήσει τάχιστα, μετά την επανεμφάνιση του Χριστού»[lxxxvi]. ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ [i]. Α' Ιω. 4, 8. 16. 21 [ii]. Ματθ. 22, 40 [iii]. Ιω. 14, 27 [iv]. Α΄ Κορ. 13, 5.7.8 [v]. Ρωμ. 12, 9 [vi]. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν Λόγος 9, 2 PG 54, 623. [vii]. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός, Νεοειδωλολατρία και Νέα Εποχή, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 12ε. [viii]. Αυτόθι, σελ. 13, όπου και η υποσημείωση [ν.4] του συγγραφέως περί του δόγματος αυτού του νεοσατανισμού: «Τον διετύπωσε ο Aleister Crowley, ο οποίος ονόμαζε τον εαυτό του The great beast (το μέγα θηρίον). Την εποχή αυτή βιβλίο που τον προβάλλει και τον ωραιοποιεί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρχέτυπο» του περιοδικού Άβατον». [ix]. Αυτόθι, σελ. 32. Σχετικώς με την Νέα Εποχή του Αντιχρίστου («Υδροχόου») βλέπε όλο το βιβλίο, αλλά ιδίως τα σχετικά κεφάλαια στο Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Σύγχρονες αιρέσεις. Μια πραγματική απειλή, εκδ. Παρακαταθήκη, 20072, σελ. 73-95, 254-263. Επίσης, του μακαριστού Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου, Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Εποχή», εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως. Πρέβεζα 1990, σελ. 7-12. [x]. Ιω. 14, 6 [xi]. Α΄ Ιω. 4, 16 [xii]. Ιούδα 23 [xiii]. Πράξ. 18, 9.10 [xiv]. Σοφ. Σειρ. 4, 28 [xv]. Β΄ Κορ. 7, 9 [xvi]. Αποκ. 3, 19 [xvii]. Γαλ. 1, 8 [xviii]. Α΄ Κορ. 1, 13 [xix]. Εφ. 4, 3-5 [xx]. Α΄ Κορ. 10, 17 [xxi]. Α΄Κορ. 1, 10 [xxii]. Εφ. 4, 15 [xxiii]. Β΄ Ιω. 4 και Γ΄ Ιω. 4 [xxiv]. Β΄ Ιω. 1.2 [xxv]. Β΄ Ιω. 3 [xxvi]. Α΄ Ιω. 3, 18 [xxvii]. Ρωμ. 10, 14} [xxviii]. Ιακ. 2, 10 [xxix]. Αποκ. 22, 18.19 [xxx]. Ιω. 15, 20 [xxxi]. Ιω. 3, 19 [xxxii]. Λουκ. 12, 51.52 [xxxiii]. Ιω. 3, 20 [xxxiv]. Τερεντίου, Andr. I, 1, 31 παρά τω Δ. Δημητράκου, Νέον Λεξικόν ορθρογραφικόν και ερμηνευτικόν όλης της ελληνικής γλώσσης, εκδ. «Περγαμηναί», Αθήναι 19592, σελ. 1489. [xxxv]. Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλία 15, 11-12 PG 34, 584A.B. [xxxvi]. Φιλ. 4, 7 [xxxvii]. Ρωμ. 5, 1.2 [xxxviii]. Ματθ. 10, 34 [xxxix]. Ματθ. 10, 22. 24, 9 Μάρκ. 13, 13 και Λουκ. 21, 17. [xl]. Μεγάλου Φωτίου, Βιβλιοθήκη 222, PG 103, 813 -816Α [xli]. Ιακ. 4, 1.2 [xlii]. Μάρκ. 9, 50 [xliii]. Catenae Graecorum patrum in Novum Testamentum, τόμ. Α΄, εκδ. J.A. Cramer, Olms, Hildes-heim 1967, σελ. 370. [xliv]. Ψαλμ. 119, 7 [xlv]. Προς την σεμνοτάτην εν Μοναζούσαις Ξένην 54, εν Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, εκδίδει Π. Χρήστου, τόμ. Ε΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 221ε. · «... έπειτ΄ επειδάν το δυσειδές τούτο περιέλη κάλυμμα, τότε μη ποικίλαις σχέσεσι της ψυχής αγεννώς διασπωμένης, είσω των όντως ταμείων αταράχως χωρεί, και τω εν κρυπτώ Πατρί προσεύχεται· ος αυτώ και το χωρητικόν των χαρισμάτων δώρον, την των λογισμών ειρήνην τα πρώτα χορηγεί· μεθ΄ ης την γεννητικήν τε και συνεκτικήν απάσης αρετής τελειοί ταπείνωσιν».[xlvi]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, 2, 16, εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήναι 1989, σελ. 265. [xlvii]. Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία εις τον λγ΄ (33) Ψαλμόν 10, PG 29, 376 B.C. [xlviii]. Φιλ. 3, 8 [xlix]. Εφ. 2, 15 [l]. Κολ. 1, 20 [li]. Ησ. 48, 22. 57, 21 [lii]. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς Φιλιππησίους 2, PG 62, 189,191. «Ουχ απλώς την φιλίαν θαυμάζει, ουδέ απλώς την αγάπην, αλλά την εξ επιγνώσεως· τουτέστιν, ουχ ίνα προς άπαντας τη αυτή χρήσησθε αγάπη· τούτο γαρ ουκ αγάπης, αλλά ψυχρότητος. Τι εστιν, εν επιγνώσει; Τουτέστι, μετά κρίσεως μετά λογισμού, μετά του αισθάνεσθαι. Εισί γαρ τινες αλόγως φιλούντες, απλώς και ως έτυχεν· όθεν ουδέ σφοδράς είναι τας τοιαύτας φιλίας συμβαίνει [...] Ουκ εμού ένεκεν ταύτα λέγω, φησίν, αλλ' υμών αυτών· δέος γαρ μη τις παραφθαρή υπό της των αιρετικών αγάπης [...] Ου δι' εμέ, φησί, ταύτα λέγω, αλλά ίνα ήτε υμείς ειλικρινείς· τουτέστιν, Ίνα μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε». [liii]. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Β΄, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής ένεκεν 82, PG 35, 488C. Έμμεση αναφορά στο αγιογραφικό χωρίο « ο πραΰς έστω μαχητής» (Ιωήλ 4,11). [liv]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ένθ' ανωτ., 2, 19, σελ. 271 (και υποσημ. 114). [lv]. Δευτέρα του α΄ ήχου, Κανών των Ασωμάτων, θ΄ ωδή: «Νέμεις της ειρήνης Άγγελον, περιφρουρούντα, Παντοκράτορ, την ποίμνην σου, (της ειρήνης γαρ και της αγάπης συ αίτιος), και την έμφρονα πίστιν φυλάττοντα, και πάσας τας αιρέσεις, τη ση δυνάμει καταλύοντα». [lvi]. Παρασκευή του πλ.δ΄ ήχου, Κανών του Σταυρού, δ΄ ωδή: «Ωσεί κέδρον ευσέβειαν, πίστιν ως κυπάρισσον, την αγάπην τε, ωσεί πεύκην περιφέροντες, τον Σταυρόν τον θείον, προσκυνήσωμεν». [lvii]. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς 4, 16, 100· PG 8, 1308Α· «"τεκνία μη αγαπώμεν λόγω μηδέ γλώσση", Ιωάννης τελείους είναι διδάσκων, "αλλ΄ εν έργω και αληθεία. εν τούτω γνωσόμεθα ότι εκ της αληθείας εσμέν". Ει δε αγάπη ο Θεός, αγάπη και η θεοσέβεια». [lviii]. Αγίου Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία ΣΤ΄(περί του μη κρίνειν πλησίον) 9, PG 88, 1696 B.D. [lix]. Επιστολή του αγιωτάτου αρχιεπισκόπου Ρώμης Λέοντος προς Φλαβιανόν αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, ACO 2,1,2, 46 και 47·) (απόσπασμα) «[...] Πρέπει γαρ επί των τοιούτων αιτιών τούτου μάλιστα φροντίζειν, ώστε εκτός θορύβου και φιλονεικίας και την αγάπην φυλάττεσθαι και την αλήθειαν εκδικείσθαι, αδελφέ τιμιώτατε [...]». [lx]. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού , Επιστολή (ΙΒ΄) Προς Ιωάννην κουβικουλάριον, Περί των ορθών της Εκκλησίας του Θεού δογμάτων και κατά Σευήρου του αιρετικού, PG 91, 464 - 465· «Ου δεί ουν αιρετικοίς καθ οίόν δήποτε τρόπον, ως αιρετικοίς, βοηθείν, ει και πάσι πάντα μετελθείν αδεώς επετέτραπτο· δια τε τας ειρημένας αιτίας, ίνα μη τω Θεώ προσκρούοντες λάθωμεν· και μη καλόν είναι διδόναι αυτοίς άδειαν εμπομπεύειν τω οικείω ψεύδει, και ανασείεσθαι κατά της ευσεβείας· ίνα μη δι ημών εμφανισθέντες, όφεως δίκην, των αφελεστέρων τινάς απάτης δήγματι δυνηθώσι της κατά την πίστιν ασφαλούς βάσεως κατασείσαι· και ευρεθώμεν και ημείς, ως ου θέλομεν, της υπέρ τούτου επηρτημένης αυτοίς συμμετέχοντες δίκης. [...]». «Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών, γράφω ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον, του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα, συναγόμενα εις εν. Ούτε υμίν του φιλανθρώπου το απηνές παραινών προτιθέναι· μη ούτω μανείην· αλλά μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών· προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε, και αγάπης θείας χωρισμόν, το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν». [lxi]. Του Αυτού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά 26, PG 90, 1189Α· «Η γαρ πίστις βάσις εστί των μετ' αυτήν, ελπίδος λέγω και αγάπης, βεβαίως το αληθές υφεστώσα». [lxii]. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, μτφρ. Ιερομονάχων Αμφιλοχίου Ράντοβιτς και Αθανασίου Γιέβτιτς, εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σελ. 226-228. [lxiii]. Επιστολή προς τον Πατριάρχην Οικουμενικόν Πατριάρχην (εν έτει 1969) εν Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τα δύο άκρα· Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός, εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Αθήναι 19972, σελ. 19ε. · βλ. επίσης εν Iερομονάχου Φιλίππου Θωμάδων, Η αλήθεια της Ορθοδοξίας και η πλάνη των Φράγκων (Ρωμαιοκαθολικών), εκδ. Αδελφότης Θωμάδων, Άγιον Όρος, α.χ., σελ. 25ε. ) [lxiv]. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ορθοδόξων πορεία-‘Εκκλησία και Θεολογία στην τρίτη χιλιετία, News Books and Magazines Ltd., Αθήνα 2000, σελ. 118. [lxv]. Β΄ Ιω. 10 [lxvi]. Παναγιώτου Ι. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 20023, σελ. 237ε. 153. Ιω. Δαμασκηνού, Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν, PG 96, 545. [μεταγλώττιση δική μας: «Σε ποιόν είναι εορτή και πανήγυρη; Σε ποιόν είναι θυμηδία και αγαλλίαση, παρά μόνο σε εκείνους που με την ψυχή και την έννοια και το στόμα ομολογούν την Θεότητα που γνωρίζεται [ότι υπάρχει] αδιαιρέτως σε τρεις Υποστάσεις; »]. 154. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία η΄ εις την προς Εβραίους, PG 63, 73. [μεταγλώττιση δική μας: «υποδύονται το χριστιανικό προσωπείο με σκοπό να εξαπατούν έτσι όσους είναι πιο αφελείς»]. 155. Ο Οικουμένιος (επίσκοπος Τρίκκης) γράφει: «Τίνι γαρ χαίρειν ευξώμεθα, αλλ΄ η τοις ομοτρόποις και ομοπίστοις; ώστε, ει τοις ασεβέσι προσενεχθείη παρ' ημών η τοιαύτη πρόσρησις, πάντως ως ομοτρόποις και πιστοίς προσηνέχθη» (Ερμηνεία εις την Β΄ Επιστολήν Ιωάννου, PG 119, 696) [μεταγλώττιση δική μας: «Σε ποιόν θα ευχηθούμε να χαίρει, παρά σε όσους έχουν τον ίδιο βίο και την ίδια πίστη με [μας]; Συνεπώς, αν προσφερθεί από μας στους ασεβείς, η προσφώνηση αυτού του είδους, οπωσδήποτε προσφέρθηκε σαν σε ομότροπους και πιστούς». ] [lxvii]. Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μτφρ. Σ. Κουτσας, εκδ, Ακρίτας, Αθήνα 19932, σ. 52. Η παραπομπή εμμέσως, παρά τω Πρεσβυτέρου Αναστασίου Γκοτσόπουλου, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 179. [lxviii]. Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, ερωτήσεις ψ΄ - ψβ΄ (700-701) , εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 320ε. [lxix]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τόμ. Α΄, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 215ε. (ερμηνεία εις το Προς Ρωμαίους θ΄ 3, εν τη υποσημειώσει 226). [lxx]. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας Επτά Καθολικάς Επιστολάς, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 694ε. (ερμηνεία εις το Ιούδα 9, εν τη υποσημειώσει 9) [lxxi]. Μητροπολίτου Δημητριάδος Χριστόδουλου - Αρχιμ. Δανιήλ Πουρτσουκλή, Καταστροφικές «λατρείες». Μια απειλή για τον Άνθρωπο, την Κοινωνία και τον Πολιτισμό μας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 19942, σελ. 29. [lxxii]. Α' Κορ. 13, 5 [lxxiii]. Εβρ. 13, 17 [lxxiv]. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, «Η νόσος της εκκοσμικεύσεως», Εκκλησία και εκκοσμίκευση, εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2003, σελ. 16.20.21ε. [lxxv]. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός, Νεοειδωλολατρία και Νέα Εποχή, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 41. [lxxvi]. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου, Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Εποχή», εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως. Πρέβεζα 1990, σελ. 100.108 [lxxvii]. Αυτόθι, σελ. 105. [lxxviii]. Αυτόθι, σελ. 105ε. [lxxix]. Alice A. Bailey, The reappearance of the Christ, Lucis Publishing Company, New York, Lucis Press Ltd. London, 1948 (fourth printing 1962), σελ. 60· "If men look for the Christ Who left His disciples centuries ago, they will fail to recognise the Christ Who is in process of returning. The Christ has no religious barriers in His consciousness. It matters not to Him of what a faith a man may call himself" (Excerpt from Chapter Three: The reappearance of the Christ). [lxxx]. Αυτόθι, σελ. 65· "What is this church of Christ? It is constituted of the sumtotal of all those in whom the life of Christ or the Christ-consciousness is to be found or is in process of finding expression; it is the aggregation of all who love their fellowmen, because to love one's fellowmen is the divine faculty which makes us full members of Christ's community. It is not the accepting of any historical fact or theological creed which places us en rapport with Christ" (Excerpt from Chapter Four: The work of the Christ today and in the future). [lxxxi]. Αυτόθι, σελ. 110· "He will not come to convert the "heathen" world for, in the eyes of the Christ and of His true disciples, no such world exists and the so-called heathen have demonstrated historically less of the evil of vicious conflict than has the militant Christian world. The history of the Christian nations and of the Christian church has been one of an aggressive militancy-the last thing desired by the Christ when He sought to establish the church on earth" (Excerpt from Chapter Five: The teachings of the Christ). [lxxxii]. Αυτόθι, σελ. 110ε. · "The major effect of His appearance will surely be to demonstrate in every land the effects of a spirit of inclusiveness- an inclusiveness which will be channeled or expressed through Him. All who seek right human relations will be gathered automatically to Him, whether they are in one of the great world religions or not;" (Excerpt from Chapter Five: The teachings of the Christ). [lxxxiii]. Αυτόθι, σελ. 140· "The church today is the tomb of the Christ and the stone of theology has been rolled to the door of the sepulchre. There is, however, no point in attacking Christianity. Christianity cannot be attacked; it is an expression-in essence, if not yet entirely factual-of the love of God, immanent in His created universe. Churchianity has, however, laid itself wide open to attack, and the mass of thinking people are aware of this; unfortunately, these thinking people are still a small minority which (when it is a majority and it is today a rapidly growing one) will spell the doom of the churches and endorse the spread of the true teaching of the Christ" (Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion). [lxxxiv]. Αυτόθι, σελ. 140ε.· "... surely, He must feel (with an aching heart) that the simplicity which He taught and the simple way to God which He emphasized have disappeared into the fogs of theology (initiated by St. Paul) and in the discussions of churchmen throughout the centuries. Men have travelled far from the simplicity of thought and from the simple, spiritual life which the early Christians lived"(Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion). [lxxxv]. Αυτόθι, σελ. 154· "Secondly, the establishing of a certain uniformity in the world religious rituals will aid men everywhere to strengthen each other's work and enhance powerfully the thought currents directed to the waiting spiritual Lives. At present, the Christian religion has its great festivals, the Buddhist keeps his different set spiritual events, and the Hindu has still another list of holy days. In the future world, when organised, all men of spiritual inclination and intention everywhere will keep the same holy days. This will bring about a pooling of spiritual resources, and a unified spiritual effort, plus a simultaneous spiritual invocation. The potency of this will be apparent." (Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion). [lxxxvi]. Αυτόθι, σελ. 159· "Churchmen need to remember that the human spirit is greater than all the churches and greater than their teaching. In the long run, the human spirit will defeat them and proceed triumphantly into the Kingdom of God, leaving them far behind unless they enter as a humble part of the mass of men [...] The churches in the West need also to realise that basically there is only one Church, but it is not necessarily only the orthodox Christian institution. God works in many ways, through many faiths and religious agencies; this is one reason for the elimination of non-essential doctrines. By the emphasising of the essential and in their union will the fullness of truth be revealed. This, the new world religion will do and its implementation will proceed apace, after the reappearance of the Christ". (Excerpt from: Chapter Six : The New World Religion). impantokratoros |
Ετικέτες
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)