…………………………………………………………
Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013
Μάθημα Θρησκευτικών: πολλή θρησκεία και καθόλου Χριστός
«...άνθρωπος γαρ εστιν, ουχ όστις απλώς χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, άλλ’ όστις ευσεβείαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί» άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος Κιλκίς
Είναι γνωστό πως τρία σχολικά μαθήματα αποτελούν «σκόλοπα τη σαρκί» των
ποικιλώνυμων εθνομάχων και νεοφανών Γραικύλων: η Ιστορία, η Γλώσσα και
τα Θρησκευτικά. Στην Ιστορία τις είδαμε τις «προκοπές» τους μέσω του
ρεπούσειου άγους. Η πολύπαθη «Γλώσσα», διά των νυν βιβλίων-περιοδικών
ποικίλης ύλης, συνεχίζει να ταλαιπωρεί δασκάλους και να δηλητηριάζει
μαθητές· για το δε μάθημα των Θρησκευτικών, θέτουν απροκάλυπτα το
(ψευτο)δίλημμα: ή καταργείται ή μετατρέπεται σε «θρησκειολογικό χυλό».
Έχω διαβάσει το «πρόγραμμα σπουδών στα Θρησκευτικά» για το Νέο Σχολείο,
που ευαγγελιζόταν η κ. Διαμαντοπούλου -ο πιο σκληρός πυρήνας της Νέας
Τάξης εν Ελλάδι. Εν πρώτοις η γλώσσα και οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι
συντάκτες του. Σε πολλά σημεία διαβάζουμε λέξεις και φράσεις όπως:
αυτοδιαμόρφωση της συνείδησής τους,
αυτοβελτίωση (των μαθητών), αυτοσυνειδησία και
αυτοπραγμάτωση, αυτοπροσδιορισμός της προσωπικής τους ταυτότητας,
αυτοστοχαστικός τρόπος γνώσης, αυτογνωσία. Πανταχού παρόν το «εγώ», ο
εαυτός, πουθενά το ευλογημένο "εμείς" του Μακρυγιάννη.
(Στο
έξοχο βιβλίο του «Αυτοείδωλον εγενόμην», ο Γρ. Ζιάκας τονίζει ότι η
«ολοκλήρωση του προγράμματος της Νεωτερικότητας» καταλήγει στον κενά
εγωτικό ατομάνθρωπο. Ο Άλλος δεν είναι Πλησίον, αλλά, όπως μας το
κατέδειξε η ενόραση του Σαρτρ, η κόλαση. Άρα τον ποδοπατάς για να
αναρριχηθείς και να πετύχεις. Ο καθένας για τον εαυτό του κι ο Θεός για
κανένα. Στην καθ’ ημάς Ορθόδοξη παράδοση, κόλαση είναι η αδυναμία
αλληλοπεριχώρησης των προσώπων. Στην Κόλαση δεν βλέπει ο ένας το πρόσωπο
του άλλου, βεβαιώνει το Γεροντικό, ενώ είναι πολύ κοντά: πλάτη με
πλάτη. "Εκεί συν δύο δεν κάθονται συν δύο δεν κουβεντιάζουν",
επιμαρτυρεί και η δημοτική μούσα).
Πέραν
αυτού στο κείμενο συναντάς τους συνήθεις ασαφείς νεολογισμούς,
κακομεταφρασμένα δάνεια όπως «θρησκευτικός γραμματισμός» «χειραφετικό
ενδιαφέρον», η «πολυπολιτισμικότητα-λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή-
«ενσυναίσθηση», που παραπέμπουν στην ορολογία νεοεποχίτικων σεκτών.
Όλα
αυτά είναι κελύφη κάτω από τα οποία κρύβεται επιμελώς, ο ανομολόγητος
στόχος των ομάδων αυτών-μεταπατερικοί, νεοπατερικοί και λοιποί
«καιρο»-σκοπούντες- να μετατρέψουν το μάθημα σε θρησκειολογία.
Περαίνοντας αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις και με αφορμή την γιορτή των
Τριών Ιεραρχών, λίγα λόγια για το μάθημα στο Δημοτικό Σχολείο. (Θα
κλείσω με οσμήν ευωδίας πνευματική, τα λόγια των αξεπέραστων αγίων
Πατέρων για το μάθημα).
Κατ’
αρχάς μην λησμονούμε ότι στις δύο πρώτες και πολύ σημαντικές τάξεις του
Δημοτικού σχολείου δεν υπάρχει μάθημα αυτοτελές Θρησκευτικών ούτε
εγχειρίδιο. Άρα εναπόκειται στον δάσκαλο ή την δασκάλα το τι θα διδάξει.
(Ο άγιος Γέροντας Παϊσιος συμβούλευε δασκάλους, με αναφορά στην Πίστη
και την Πατρίδα, "να παίρνουν Πρώτη Δημοτικού", την πιο κρίσιμη τάξη,
γιατί τότε εντυπώνονται ανεξίτηλα, διά βίου, οι γνώσεις). Κείμενα
θρησκευτικού περιεχομένου βρίσκουμε γι’ αυτές τις τάξεις στα βιβλία
Γλώσσας. Κι εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Έτσι, για παράδειγμα, μαθαίνει
ο μαθητής ότι δεν υπάρχουν άγιοι της Εκκλησίας μας, αλλά «ο άγιος της
φιλίας, ο Φιλάγιος». (Ανθολόγιο, σελ. 1Ο7). Διαβάζει μια νερόβραστη
"προσευχή" της Θέτιδος Χορτιάτη και όχι το «Πάτερ ημών», που το
μαθαίνουμε απ’ την ώρα που ανοίγουμε τα μάτια μας στον κόσμο. Για τον
Αη-Βασίλη, ο οποίος φέρνει μια γάτα δώρο στην οικογένεια του Ιβάν, που
«εγκατέλειψε τον τόπο της εξαιτίας μιας χιονοστιβάδας». (σελ. 113). Ένα
χαζοχαρούμενο ψευτοποίημα με τίτλο το «λαγουδάκι της Λαμπρής». Ειδικά
για το κοσμοσωτήριο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου το πρωτάκι θα
διαβάσει τρία ποιήματα. Στο Ανθολόγιο το «Ήρθε η Πασχαλιά» με στίχους
όπως: «-Ήρθε η πασχαλιά / και τσουγκρίζει αυγά / το μικρό παιδάκι».
(σελ. 116). Ενώ στο βιβλίο Γλώσσας, ένα με τίτλο «Πασχαλινό» όπου
συναντά στίχους όπως: «και μοσχοβολούν οι φούρνοι / τα τραπέζια
κοκκινίζουν / απ’ τα κόκκινα αυγά» και το άλλο με τίτλο «Πασχαλινά
κουλούρια» με στίχους «Το Πάσχα οι άνθρωποι έφτιαχναν κουλούρια / να
μοιάζουν με πουλιά, ψάρια, ανθρωπάκια / τους έβαζαν για μάτια και στόμα
γαρίφαλα ή ξυλάκια». (σελ. 56). Ούτε ένα «Χριστός Ανέστη»!
Ούτε
λίγο ούτε πολύ το σχολείο γκρεμίζει και διαστρέφει ό,τι προσέλαβε το
παιδί, μέσω της οικογενειακής του εμπειρίας, για τα μεγάλα πανηγύρια της
Ορθοδοξίας. Και ας μην ξεχνάμε το σχολικό βιβλίο έχει κύρος και ή
μορφώνει ή ακυρώνει... Το μόνο που διασώζει την κατάσταση είναι ότι
πολλοί δάσκαλοι, άλλοι εξαρχής και άλλοι στην πορεία, αντιλήφθηκαν την
κακεργεσία και διδάσκουν «τα παλιά δικά μας πλούτη» (Παλαμάς). Για τους
αδιάφορους ή τους εκκλησιομάχους «των συνιστωσών» (και λοιπά… κοράκια)
συμβουλεύω τους γονείς να πιέζουν και... να τραβούν αυτιά. Αρκετά
ανεχτήκαμε τόσα χρόνια τις μαγαρισιές τους. (Δεν έλεγε ο Πλαστήρας «την
Ελλάδα από το αυτί θα την αρπάξουμε και θα τη σώσουμε, θέλει δεν
θέλει;»).
Στις
μέρες μας φορτώσαμε τα παιδιά με πληθώρα γνωστικών αντικειμένων,
στραφήκαμε στον εγκέφαλό του και εγκαταλείψαμε την ψυχή του. Αλλά
«Παιδεία ου την υδρίαν πληρώσαι, αλλά ανάψαι αυτήν», είναι άναμμα ψυχής η
Παιδεία και όχι γέμισμα άδειου δοχείου με σκόρπιες και άχρηστες
πληροφορίες, κατά τον Πλάτωνα.
Και όλη η γνώση είναι άχρηστη, εάν δεν υπάρχει η γνώση του Θεού και του νόμου του, κατά τον Μέγα Βασίλειο.
Γι’
αυτό το μάθημα των θρησκευτικών κατέχει εξέχουσα θέση στο εκπαιδευτικό
πρόγραμμα των Τριών Ιεραρχών. Σκοπός του μαθήματος αυτού, κατά την
γνώμη τους, δεν είναι η απόκτηση γνώσεων, αλλά η διά της γνώσεως και
εφαρμογής του νόμου του Θεού, πνευματική και ηθική ανύψωση του παιδιού.
Σ' αυτόν, τον νόμο του Θεού, προτρέπουν οι Τρεις Ιεράρχες τους
δασκάλους, να ωθούν τα παιδιά να παρακύπτουν, για να αντλούν "τον εκ των
διττών Διαθηκών πλούτον μέγαν»(1).
Επειδή
θεωρούν το μάθημα αυτό βασικό για την μόρφωση, την πνευματική και ηθική
του παιδιού, συνιστούν να διδάσκεται από τα πρώτα έτη της φοιτήσεώς του
στο σχολείο.
Μ'
αυτόν τον τρόπο στην απαλή ψυχή του παιδιού αποτυπώνεται ακόπως ο νόμος
του Θεού. Γι’ αυτό και ο Χρυσόστομος λέει: «δώμεν αυτοίς υπόδειγμα εκ
πρώτης ηλικίας τη των Γραφών αναγνώσει ποιούντες αυτούς σχολάζειν»(2).
Ιδιαίτερη προτίμηση δεικνύει ο Μέγας Βασίλειος στους Ψαλμούς, την
διδασκαλία των οποίων θεωρεί ως την πλέον καταλληλότερη και
"τερπνοτέραν" για τους αρχάριους μαθητές, εκτός της διδακτικής τους
αξίας την οποία ομοίως αναγνωρίζει.
Και είναι πράγματι μεγάλη η αξία των Ψαλμών για την καλλιλογική τους ωραιότητα και την διδακτική τους δύναμη.
Περιέχουν
πλούτο διδαγμάτων, τα οποία δύναται να τεθούν νομοθετήματα στον βίο.
"Η δε των ψαλμών βίβλος το εκ πάντων ωφέλιμον περιείλειφε", λέγει ο Μ.
Βασίλειος "... ιστορίας υπομιμνήσκει· νομοθετεί τω βίω υποτίθεται τα
πρακτέα· και απαξαπλώς κοινόν ταμείον έστιν αγαθών διδαγμάτων"(3).
Με
την μελέτη των Ψαλμών εναποτίθεται στις απαλές ψυχές των παιδιών, οι
οποίες μοιάζουν με "εύπλαστον κηρόν", σφραγίδα ανεξίτηλος ο νόμος του
Θεού.
Εκτός
του Ψαλτηρίου συνιστούν ως κατάλληλο προς διδασκαλία κείμενο και τις
Παροιμίες(4). Και πολύ σοφά, διότι οι Παροιμίες με την μεγάλη και βαθιά
πείρα της ζωής, προσφέρουν στον αναγνώστη ένα σύστημα ορθού και συνετού
βίου. Του ομιλούν με ένα τρόπο πολύ προσιτό και ευχάριστο, για τις
σχέσεις του με τους δικούς του, τους φίλους του, την κοινωνία, τον Θεό.
Διάφορες
ιστορίες και από τ' άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως η ιστορία
του Κάϊν και του Άβελ, ή του Ησαύ και Ιακώβ και άλλες, συνιστώνται από
τους Πατέρες για διδασκαλία. Και από την Καινή Διαθήκη προτρέπει ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος να λαμβάνεται ύλη για διδασκαλία και μόρφωση των
μαθητών.
Αυτά
μας κανοναρχούν οι άγιοι. Εμείς όμως αφήνουμε τους παντοειδείς
θρησκειολόγους και τιποτολόγους να ετοιμάζουν ένα μάθημα "Θρησκευτικών"
με πολλή θρησκεία, αλλά καθόλου Χριστό.
…………………………………………………………
…………………………………………………………
(1) Γρηγόριος ο Θεολόγος, Migne, P.G. 37, 1589.
(2) Migne P.G. 62, 151.
(3) Migne P.G. 29, 212. A.
(4) Mέγας Βασίλειος, Migne, P.G. 31, 953.
Ετικέτες
Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.
Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013
Για την εορτή τών Τριών Ιεραρχών ως σχολική Ελληνική εορτή
Του π. Παντελεήμονα Κρούσκου
Αρχικά, είναι μάλλον επικίνδυνο και “αντιπαραδοσιακό” στις πονηρές ημέρες που
διανύουμε, ημέρες αντιχρίστων και προγονολατρών, αμοραλιστών και νεοεποχιτών, να
ισχυριστεί κανείς πως δεν είναι, ιδιαίτερα εν ιερατική περιβολή και συνειδήσει.
Προσωπικά, δεν αμφιβάλω για το ότι οι τρεις κορυφαίοι διδάσκαλοι και ποιμένες
της Εκκλησίας διέσωσαν και διέδοσαν την αξία των ελληνικών γραμμάτων, “όπως αν
ωφελοίντο” οι χριστιανοί νέοι κάθε εποχής απ’ αυτά
και μάλιστα με νύχια και με δόντια αποδαιμονοποίησαν την ελληνική διανόηση, σε
καιρούς που απλώς η εκκλησιαστική συνείδηση την αντιμετώπιζε σαν ύποπτα
ειδωλολατρικά συγγράμματα και ιδέες που βλασφημούσαν τον Λόγο. Ειδικά, όταν
κάποιοι προγονόπληκτοι πιστεύουν και ομολογούν εν πλήρει συνειδήσει τον
εξεβραϊσμό των ελληνικών μαζών, με κύριους μοχλούς την πολεμική των τριών
πατέρων και τον “επαχθή σημιτισμό τους”, που κόστισε στους ημέτερους την ίδια
την πολιτιστική τους ταυτότητα. Άσχετο βέβαια, αν αυτοί οι τρεις άγιοι “παπούληδες”,
οι των πτωχών υπερασπιστές και φωνές του δίκιου και της αλήθειας, οι εικόνες της
πραότητας, τα σώματα της αυτοπροσφοράς και της κενωτικής θυσίας, οι νόες της
υψηλότατης διανόησης που πήγαν την αρχαία κληρονομημένη γνώση παραπέρα, μόνο
σφαγείς φιλοσόφων και παρακινητές βιαιοπραγιών δεν υπήρξαν. Πώς άλλωστε; Το
μεγαλύτερο μέρος του βίου τους το περνούσαν μεταξύ λεπροκομείων και εξορίας,
μεταξύ διωγμών και θλίψεων και αυτοπροσφοράς. Οι Ιουλιανοί κάθε εποχής, ως
παρωπιδοφόροι ονειροπαρμένοι μιας μπουρλέσκ κωμωδίας, ψώνια και μισητές εκ
φύσεως ποτέ δεν συγχώρησαν ίσως στην ίδια την μητέρα τους την πυθιακή της
προφητεία “απέσβετο γαρ λάλον ύδωρ…”. Ούτως ειπείν, είναι δυσκολοχώνευτο για τον
ανώτερο ελληναρά να εννοήσει πως η “θεολογία” των ορέξεων του Δία και της
παρθενοκεντρικής υστερίας της Παλλάδας, θεολογία που δικαιώνει ταπεινά ένστιχτα
και πάθη, ήταν ιστορικά και πνευματικά αναπόφευκτο να αντικατασταθεί με την
θεολογία της θυσίας του Σταυρού και της συγκινητικής αγνείας της Παρθένου Μαρίας.
Αντιγράφω από το site, matia.gr:
“Την εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός το 1100 μ.Χ.,
αφενός για να τιμηθούν οι τρεις μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας κι αφετέρου για
να σταματήσουν οι διαμάχες και φιλονικίες μεταξύ των πιστών σχετικά με το ποιος
από τους τρεις Αγίους (Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος,
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) είναι ο πιο σπουδαίος και ο πιο μεγάλος. Οι πιστοί
χωρίστηκαν σε ομάδες, ανάλογα με ποιον Άγιο θεωρούσαν πιο σημαντικό. Αυτοί που
υποστήριζαν ότι πιο σημαντικός είναι ο Μέγας Βασίλειος αυτοαποκαλούνταν
Βασιλείται, αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
αυτοαποκαλούνταν Γρηγορίται και τέλος αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν πιο
σημαντικός ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτοαποκαλούνταν Ιωαννίται.
Έξι αιώνες αργότερα, το 1826 μ.Χ. ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής της
Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα της εορτής
των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική και Επτανησιακή Παιδεία.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 μ.Χ. το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη
την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην
Παιδεία και στα Γράμματα. Από τότε ως σήμερα, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται
προστάτες των μαθητών, των φοιτητών και των σπουδαζόντων εν γένει, και η μέρα
εορτής τους είναι σχολική αργία.
Τέλος να σημειώσουμε ότι την Θεία Λειτουργία που τελείται την ημέρα των Τριών
Ιεραρχών έγραψε ο επίσκοπος Ιωάννης ο Ευχαΐτων (γνωστός και ως Ιωάννης
Μελανόπους ή Μαυρόπους), σύγχρονος του Αλεξίου Κομνηνού.
* * *
Καλά μέχρι εδώ. Είναι λοιπόν μια σχολική εορτή θεσμοθετημένη από ένα
πανεπιστημιακό ίδρυμα και μάλιστα σε ένα περιορισμένο γεωγραφικό και ιστορικό
χώρο: την Ελλάδα, την εν αυτή εκκλησία και γενικότερα του εορτή παιδείας του
απανταχού της γης ελληνισμού.
Ακόμα και σήμερα, 185 χρόνια μετά παραμένει όχι μόνο στην εθνική αλλά και στην
εκκλησιαστική συνείδηση, ως ημέρα σχολικής αργίας και ημέρα της ελληνικής
παιδείας. Είναι όμως μόνο τέτοια; Όχι. Η εορτή των τριών ιεραρχών
δεν είναι μια σχολική αργία, δεν είναι η ημέρα τιμής της προστάτιδος τριάδος των
ελληνικών γραμμάτων. Ή τουλάχιστον πιο απλά και με ορθή ακρίβεια δεν είναι ΜΟΝΟΝ
τέτοια. Mπορεί επίσης κάποιος άνετα να ισχυριστεί πως μόνο κατά ιστορική
οικονομική παραχώρηση είναι τέτοια και δεν θα λείψει ποτέ στην ορθοδοξία, όταν
και αν καταργηθεί σαν εορτή της ελληνικής παιδείας, και πάλι να ορθολογεί. Η
εορτή των τριών ιεραρχών δεν είναι πρώτιστα μια γιορτή ελληνική, μια εορτή
ελλαδίτικης υπερηφάνειας και επινόησης. Είναι η εορτή και μνήμη τριών
διδασκάλων και ποιμένων της Εκκλησίας. Είναι μια “αρχαία”, “βυζαντινή” γιορτή,
μια ακόμα μνήμη αγίων, σπουδαίων αγίων, μεγάλων αγίων, που χαρακτηρίζεται από
όλη την θεολογία, την σημειολογία και την σπουδαιότητα της ορθόδοξης μνήμης
αγίων, της ορθόδοξης λατρευτικής σύναξης για να τιμηθούν τρία κορυφαία άγια
πρόσωπα της ορθοδοξίας.
Η αναχρονιστική και ανακριβής εμμονή στο σχολικό και περιορισμένο ελλαδίτικο (γιατί
όχι και ελληνιστικό) χαρακτήρα της εορτής πρέπει κάποια στιγμή να αποτελέσει
παρελθόν στην κοινή ορθόδοξη συνείδηση.
Όταν ερχόμαστε στην σύναξη, κλήρος και λαός για να τιμήσουμε τους τρεις πατέρες,
και αυτό όπως είδαμε συνέβαινε αιώνες πριν το 1826 μ.Χ. και εκτός αυστηρά
ελλαδικού χώρου, ερχόμαστε όχι για να τιμήσουμε μόνο τρεις σοφούς ελληνιστές του
παρελθόντος, με πνεύμα και ήθος εθνικιστικής περηφάνειας και ελληνοφρένειας,
αλλά συνερχόμαστε για να τιμήσουμε: “οι φιλόσοφοι τους σοφούς, οι Ιερείς τους
ποιμένας, οι αμαρτωλοί τους προστάτας, οι πένητες τους πλουτιστάς, οι εν θλίψεσι
τους παραμυθούντας, τους συνοδίτας οι οδοιπόροι, οι εν θαλάσση τους κυβερνήτας,
οι πάντες τους πανταχού θερμώς προφθάνοντας, θείους Αρχιεράρχας”, κατά την
υμνολογία της εορτής. Είναι εμμονή και αποτέλεσμα ενός διαστρεβλωμένου ,κοσμικού,
κόλακος “χριστιανισμού”, η διαρκής επανάληψη και η παθογένεια της εμμονής στον
σχολικό-παιδαγωγικό χαρακτήρα της εορτής. Τα κηρύγματα θεολόγων συναδέλφων και
ιερέων εκείνη την ημέρα τονίζουν και ξανατονίζουν, πως οι τρεις διδάσκαλοι
υπήρξαν σοφοί, μορφωμένοι, διανοητές ”νέοι δημοσθένεις και πλάτωνες”, “πατέρες
του ευρωπαϊκού πολιτισμού” και τα συναφή και ένας συμπαθέστατος αδελφός είπε και
το εξής γραφικό εν πλήρει ενθουσιασμώ και υποτυπώδη κολακεία: ”πρόδρομοι του
ευρωπαϊκού διαφωτισμού”.(…!)
Και αναρωτιέται κανείς:
Καλά… οι τρεις άγιοι δεν υπήρξαν θεολόγοι και μάλιστα καθοριστικοί εισηγητές και
αναμορφωτές της ανατολικής θεολογικής σκέψης, αλλά και της παγκόσμιας; Δεν
υπήρξαν φιλάνθρωποι, λειτουργοί, ασκητές, νηπτικοί, μοναχοί, ευεργέτες,
θαυματουργοί “ιατροί της ψυχής και του σώματος”; Δεν έκτισαν βασιλειάδες και δεν
έδωσαν πρότυπα αγωνιστικού και κοινωνιστικού βίου και θάρρους; Δεν υπήρξαν
βαθείς ανθρωπολόγοι και εραστές και μύστες της ορθόδοξης θεολογίας και
ανθρωπολογίας; Δεν υπήρξαν λάτρεις και προσευχητές, κατηχητές και διδάσκαλοι
ασφαλείς της θεολογίας, πρόμαχοι της ορθοδοξίας και “καθαιρέτες Αρείου”;
Υπήρξαν μόνο ρήτορες, φιλόσοφοι και ποιητές;
Υπήρξαν μόνο σαν επιστήμονες και τεχνολόγοι, όπως ο σύγχρονός τους Λιβάνιος και
ο μεταγενέστερός τους Βαρλαάμ; Μήπως ήταν απλώς “φωτισμένες διάνοιες” σαν τον
Ακινάτη και σχολαστικοί καταγραφείς του επιστητού; Δεν νήστεψαν; Δεν ποίμαναν
ψυχές; Δεν πολέμησαν με τον αρχέκακο εχθρό ενώπιος ενωπίω στην προσωπική τους
έρημο; Δεν ήλεγξαν Ιουλιανούς και Ευδοξίες δηλ. τους προδρόμους του σημερινού
διεφθαρμένου κατεστημένου και υπερκράτους; Ήταν μόνο οι γλυκείς και ηθικοί
διδάσκαλοι που πήραν από το χέρι τους μαθητές για να τους διδάξουν την οξεία και
την περισπωμένη; Δεν εντόπισαν και δεν στηλίτευσαν την απάτη της ιδιοκτησίας,
της απληστίας και του πλούτου; Μήπως δεν φίλησαν λεπρούς και δεν θαυματούργησαν
επί αρρώστων; Η μήπως οι αγιοτικές και συναξαριακές διηγήσεις είναι απλά
απαρχαιωμένες, παπαδίστικες μπαρούφες συντηρητισμού, ήτοι γραφικά παραμύθια που
δεν αξίζουν αναφοράς, ιδιαίτερα σε συνεστιάσεις διδασκάλων και παρουσία
επιστημόνων και “μορφωμένων ανθρώπων”; Πάντως, δεν μπορώ να πω… ενίοτε τονίζεται
στα κηρύγματα και η φιλανθρωπική διακονία των τριών ιεραρχών. Ίσως μόνον όταν
θεσμοθετούμε πολιτική θεολογία ή όταν προβάλουμε ηθικιστικό λόγο αυτοπροβολής,
ως “διάδοχοί” τους, στα “έργα αγάπης” που διαφημίζουν τον ασήμαντο εαυτούλη μας.
Κλείνουμε με τα ίδια τα λόγια του μεγάλου Βασιλείου, που είναι χαρακτηριστικά
για το θέμα και αποδεικνύουν απατηλή την στάση της εν λόγω μονομέρειας και
κολακείας μας:
«Εγώ, (γράφει), αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι αφού
όλη σχεδόν τη νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα (αδιαφόρετα),
καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της «παρά του Θεού μωρανθείσης σοφίας»,
επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου
στο θαυμαστό φως της αληθείας του Ευαγγελίου
κ' είδα καλά πως ήτανε άχρηστη «η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των
καταργουμένων»,
αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση
για να φωτισθώ στα δόγματα της ευσέβειας. Και πριν απ' όλα προσπάθησα να
αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου
από τη συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Ευαγγέλιο,
και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του
ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους φτωχούς αδελφούς
του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να μην
προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια, παρακαλούσα να εύρω
κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί
μ' αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής».
Τους τρεις ιεράρχες θα τους τιμήσω σαν μωρός ταλιμπάν χριστιανός, απαλλαγμένος
από αγκυλώσεις προοδευτισμού, προκαταλήψεις διανοουμενισμού και ελληναράδικα
στεγανά, έτσι, όπως τιμάμε τον κάθε άγιο, μορφωμένο ή αμόρφωτο,
με πλήρη και μόνη αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού, στην ευχαριστηριακή σύναξη,
με αναφορά τιμής στα πρότυπα της αγιότητας και όχι στα πρότυπα της κοσμικότητας,
όπως ακριβώς την εποχή των Κομνηνών. Εν “βλακώδει” ρομαντισμώ, μα τιμία τη
συνειδήσει…. Καλή φώτιση σε όλους τους βαυαρόπληκτους!
Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013
Η ΜΝΗΜΕΙΩΔΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ»!
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΑΣΗ ΣΤΗ ΘΟΛΟΥΡΑ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ ΣΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ «ΣΥΝΕΔΡΙΟ»:
Εὐχαριστῶ
τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κον Κον Ἱερώνυμον, ὅπως
καί τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι μεταξύ τῶν ἄλλων πατέρων Ἱεραρχῶν
ὅρισε καί τήν ταπεινότητά μου ὡς ὁμιλητή σ᾽ αὐτό τό ἐπιστημονικό Συνέδριο, πού
διοργάνωσε ἡ κλεινή θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης γιά τό ἐπίμαχο πρόβλημα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ καί ΑΡΙΣΤΕΡΑ καί μέ τό σημαντικό μάλιστα δοθέν εἰς ἐμέ ἐπί μέρους θέμα Ὁμοιότητες καί Διαφορές τῶν
δύο, Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς.
Κατ᾽
ἀρχάς θέλω νά πῶ, καί μάλιστα νά τονίσω, αὐτά τά δύο βασικά, πρῶτον μέν ὅτι ἡ Ἐκκλησία
δέν ἐμπλέκεται στά πολιτικά κόμματα, δέν ταυτίζεται μέ καμμία πολιτική
παράταξη, καί δεύτερον νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν παραθεωρεῖ τήν πολιτική, διότι
θεωρεῖ τά πολιτικά κόμματα ὡς ἀνθρώπινες ἰδεολογίες, ἡ κάθε μιά ἀπό τίς ὁποῖες θέλει
καί ἀγωνίζεται γιά μιά καλύτερη κοινωνία.
Μετά
τό μικρό αὐτό εἰσαγωγικό σημείωμα εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν στό θέμα μου καί δηλῶ
ὅτι θά τό διεξέλθω μέ συντομία, λόγω στενότητος χρόνου, καί μέ ἁπλότητα, ὡς μία
κατήχηση γιά τόν λαό. Ὅλοι μας γι᾽ αὐτόν τόν λαό τοῦ Θεοῦ νοιαζόμεθα καί ἐργαζόμεθα.
Σέ κάθε παράγραφο τοῦ λόγου μου θά συμπλέκω καί τίς ὁμοιότητες καί τίς διαφορές
Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς, αὐτό πού εἶναι τό θέμα μου, καί ἔτσι θά φαίνεται
καλύτερα ἡ ἀντιπαράθεση τῶν δύο.
1. Ἡ Ἐκκλησία
νοιάζεται καί ἀγωνίζεται οἱ χριστιανοί, καί ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι, νά ἔχουν τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωή τους, ὅπως αὐτό τό δεικνύει καί
τό ἀποδεικνύει περίτρανα τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μέ τά καθημερινά
συσσίτια καί ὅλη τήν φιλανθρωπική της δράση. Δέν εἶναι λοιπόν ἀληθινή, ἀλλά εἶναι
ἄδικη ἡ κατηγορία κατά τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅτι αὐτή ἀδιαφορεῖ γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου,
γιά τά ἐπίγεια ἀγαθά του. Θέλει καί εὔχεται καί φροντίζει οἱ ἄνθρωποι νά
διάγουν μία ἄνετη ζωή χωρίς τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων. Τό ἴδιο ἐνδιαφέρον καί
τόν ἴδιο ἀγώνα κάνει ἀσφαλῶς καί ἡ Ἀριστερά πολιτική παράταξη καί ἐμεῖς τό
χαιρόμεθα βεβαίως αὐτό καί τό ἐπαινοῦμε. Σ᾽ αὐτό συναντώμεθα καί συμφωνοῦμε.
2.
Ἀπό πολιτικές παρατάξεις καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ἀριστερά ἀκούγεται ἀπό
προηγούμενα ἤδη χρόνια ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου,
γιά τήν ἄνετη ζωή του μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλά ὅλο τονίζει τήν παραδείσια
κατάσταση στήν μέλλουσα ζωή. Αὐτό τό εἶπε ἕνας προηγούμενος ἀριστερίζων
πολιτικός σέ συγκέντρωση πολιτικῶν, ὅπου μάλιστα εὑρίσκοντο καί Ἀρχιερεῖς. «Αὐτοί
– εἶπε ὁ πολιτικός, δείχνοντας τούς Ἀρχιερεῖς – εἶναι γιά τούς ἀπερχομένους»,
γιά κηδεῖες δηλαδή καί γιά Τρισάγια. «Ἡμεῖς – εἶπε, ἀπευθυνόμενος στούς πολιτικούς
– εἴμαστε γιά τούς ἐρχομένους»!…. Πρός τήν κατηγορία αὐτή ἔχω νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία
βλέπει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο καί νοιάζεται γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα του, ὄχι μόνο
τῆς ψυχῆς τά ἀναγκαῖα ἀλλά καί τοῦ σώματος. Τό ἀντίθετο, τό νά ἐνδιαφέρεται ἡ Ἐκκλησία
μόνο γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ γι᾽ αὐτήν αἵρεση μονοφυσιτική. Ἐπειδή ὁμιλῶ
στήν Θεσσαλονίκη θά θυμίσω τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν Α´ πρός
Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του. Οἱ Θεσσαλονικεῖς χριστιανοί ἦταν ἐναγώνιοι γιά τήν
Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία περίμεναν πολύ σύντομα. Καί ἀπορροφημένοι
ἀπό τήν προσδοκία αὐτή εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς ἐργασίες τους καί τίς ἄλλες ἐπίγειες
ἀσχολίες τους καί συζητοῦσαν μόνο γι᾽ αὐτό τό ἐναγώνιο θέμα τους. Ἐν τῷ μεταξύ
τό σῶμα ἤθελε νά τραφεῖ καί γι᾽ αὐτό αὐτοί οἱ χριστιανοί γίνονταν βάρος στούς ἄλλους,
ἐπιβαρύνοντας τους γιά τήν διατροφή τους. Τά ἔμαθε αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί
τούς γράφει ἐπιτιμητικό λόγο. Μάθετε, τούς λέγει, «πῶς πρέπει νά
περιπατεῖτε» (Α´ Θεσ. 4 )! Ὁ λόγος του εἶναι πολύ παραστατικός. Σάν νά μοῦ
φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ παίρνει μέ τό χέρι του τά κεφάλια τῶν χριστιανῶν αὐτῶν,
πού τά εἶχαν στραμμένα πρός τά πάνω, ἀναμένοντες τήν Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί
τά στρέφει πρός τά κάτω, καί τούς λέγει νά προσέχουν πῶς περπατοῦν, γιά νά μή
σκοντάψουν! Τούς συνιστᾶ δηλαδή νά στραφοῦν πρός τά καθήκοντα τῆς ἐπιγείου ζωῆς
τους, στίς ὑποχρεώσεις τους πρός τήν οἰκογένειά τους καί πρός τήν κοινωνία. Αὐτό
σημαίνει αὐτό πού τούς λέγει παρακάτω«πράσσειν τά ἴδια καί ἐργάζεσθαι ταῖς ἰδίαις
χερσίν» καί νά φέρονται «εὐσχημόνως πρός τούς ἔξω», τούς ἀπίστους
δηλαδή, ὥστε «νά μήν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό κανέναν» (Α´ Θεσ. 4,11.12). Ἀλλά
θά πῶ καί τό ἄλλο τό περισσότερο βασικό γιά τό θέμα πού ὁμιλῶ. Ἡ Παλαιά
Διαθήκη, τό πρῶτο μέρος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα, τονίζει
δηλαδή πολύ τήν παρούσα ζωή. Εἶναι θεολογικό πρόβλημα τό γιατί συμβαίνει αὐτό
στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ ἑρμηνεία εἶναι ὅτι, ἐπειδή ἡ Παλαιά Διαθήκη πολέμησε τήν
νεκρομαντεία τῶν Χαναναίων – ἡ ὁποία προϋποθέτει πίστη στήν ζωή μετά θάνατον –
γι᾽ αὐτό, λόγω τοῦ πολέμου κατά τῆς νεκρομαντείας, ξαναλέγω, δέν ἀνέπτυξε ἡ
Παλαιά Διαθήκη, στά πρῶτα της χρόνια τουλάχιστον, τήν διδασκαλία στήν
μεταθανάτια ζωή. Αὐτό θά γίνει τόν 7ο αἰ., ὅταν θά καταπαύσει ὁ πόλεμος κατά τῆς
νεκρομαντείας. Γι᾽ αὐτό λοιπόν ἡ Παλαιά Διαθήκη τονίζει τήν παρούσα ζωή, ἔχει ἐγκόσμιο
χαρακτήρα, ξαναλέγω. Ἔτσι ἔχουμε τόν προφήτη Ἠσαΐα πού παριστάνει τόν Θεό
λέγοντα: «Ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε» (Ἠσ.
1,19). Ὁ ἐγκόσμιος αὐτός χαρακτήρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζί βέβαια μέ τήν ἔννοια
τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ βάση γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ὡραίας καί ἐκτενοῦς
κοινωνιολογίας, τήν ὁποία βλέπουμε στήν Παλαιά Διαθήκη.
3.
Ἡ σημαντική ὅμως καί κυρία διαφορά μας εἶναι ὅτι ὁ μέν Ἀριστερισμός-Κομμουνισμός
θέλει τήν ἄνετη αὐτή παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἄνευ Θεοῦ ἤ, τέλος πάντων,
παίρνοντας ἀδιάφορη θέση ὡς πρός τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἡ
δέ Ἐκκλησία τήν ἄνευ Θεοῦ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τήν θεωρεῖ ὡς ἀρειανική αἵρεση, ἡ ὁποία
ἀποχωρίζει τήν θεία φύση ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί βλέπει σ᾽ αὐτό ἀνθρώπινη
μόνο φύση. Κατά τήν Ἐκκλησία ἡ ζωή χωρίς τόν Θεό, ὅσο καί ἄν ἔχει πλούσια τά ὑλικά
ἀγαθά, εἶναι ζωή χωρίς νόημα, εἶναι ζωή βαρετή (boring). Πολύ τό τονίζει στήν
διδασκαλία της αὐτό ἡ Ἐκκλησία. Διδάσκει δηλαδή, ἀντίθετα πρός τά ἄλλα
συστήματα, ὅτι ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν μποροῦν νά χαρίσουν τήν εὐτυχία στόν ἄνθρωπο,
ἀκριβῶς διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἄλλη θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου, ἐντελῶς διάφορη ἀπό
τά ἀριστερίζοντα συστήματα, ἀλλά καί τά ἄλλα κοσμικά συστήματα.
4.
Πῶς βλέπει ἡ Ἐκκλησία τόν ἄνθρωπο; Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό γιά τό θέμα μας. Ὁ
ἄνθρωπος κατά τήν Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό
μεγαλεῖο του καί ἡ μεγάλη του ἀξία. Ἀλλά θέλω νά πῶ κάτι ἄλλο, θεολογώντας μέ ἁπλότητα
σέ ἕνα ἐρώτημα σχετικό μέ τό θέμα: Πῶς ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
ἐγώ ὁ ἄνθρωπος ἔχω σῶμα, ὁ δέ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Γιά νά ποῦμε ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος
εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, θά πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα! Ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι
ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας
μιλώντας πιό συγκεκριμένα λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὄχι κατά τήν εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ γενικά, ἀλλά κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό τό ὡραῖο
νόημα ἔχουμε σχετικό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό βιβλίο τῆς Γένεσης. Στόν στίχ.
1,27 διαβάζουμε ὅτι«ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ». Τό περίεργο
τοῦ χωρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι εἰσάγει οἱονεί «δεύτερο» Θεό καί ἐρωτοῦμε: Κατ᾽ εἰκόνα
ποίου Θεοῦ ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο
κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά ἐνανθρωπήσει! Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἔχει
μέσα της τήν τιμή καί πρός τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί πρός τήν κτίση ὅλη, γιατί αὐτό
τό σῶμα μας, πού εἶναι μικρόκοσμος, ἔλαβε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή
Του.
Ἐπανερχόμενοι
λέγουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δίδουν διάφορες ἑρμηνεῖες
γιά τό τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν γνώμη
μου ἡ καλυτέρα τῶν ἑρμηνειῶν εἶναι ἡ ἁπλή ἑρμηνεία τοῦ μακαριστοῦ διδασκάλου
Βασιλείου Βέλλα, ὅτι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ φορά του, ἡ ὁρμή του
πρός τόν Θεό, πού τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά κοινωνεῖ μαζί Του. Αὐτήν τήν τάση
καί ὁρμή τήν συναντοῦμε σέ ὅλους τούς λαούς. Αὐτήν τήν ὑψηλή διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἔχουν τά κοσμικά
συστήματα, στά ὁποῖα ἐννοῶ καί τά ἀριστερίζοντα. Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος
τοῦ Θεοῦ τόν καθιστᾶ ἄξιο τιμῆς καί σεβασμοῦ. Τό κλάμα του δέν εἶναι τρίξιμο
μηχανῶν, ἀλλά εἶναι κλάμα καί πόνος ἑνός παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο
σαρκώθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί σταυρώθηκε στόν φρικτό Γολγοθᾶ. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος
εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ φύση του, ἄρα δέν μποροῦν νά τοῦ
δώσουν τήν εὐτυχία μόνο τά ὑλικά ἀγαθά, γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μαζί μ᾽ αὐτά, καί
πρῶτα ἀπό αὐτά, θέλει νά τοῦ χαρίσει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖο ἦλθε
καί πρός τόν Ὁποῖο πηγαίνει. Αὐτή εἶναι ἡ κύρια διαφορά Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς
ὡς πρός τά ἀγαθά τῆς παρούσης ζωῆς, τά ὁποῖα καί οἱ δύο, ἐπαναλαμβάνουμε, Ἐκκλησία
καί Ἀριστερά, ἀγωνίζονται νά προσφέρουν στόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.
5.
Μέ τήν εὐκαιρία πού δώσαμε τήν θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνος
τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολύ ἀναγκαῖο γιά τό θέμα μας νά ποῦμε τί εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Ὁποίου
εἰκόνα εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι αὐτό δέν εἶναι ξένο πρός τό θέμα μας.
Εἶναι δέ ἀνάγκη νά τό ποῦμε αὐτό, γιατί πολλοί, καί θρησκευόμενοι ἀκόμη ἄνθρωποι,
δέν γνωρίζουν τό τί εἶναι ὁ Θεός. Λοιπόν: Κατά τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχει τήν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός εἶναι αὐτά τά δύο: Εἶναι προσωπικό Ὄν (ὁ Ὤν
Θεός) καί εἶναι ἀγάπη. Ἀκοῦστε τώρα: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη, ἄρα
καί ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί αὐτός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη.
Καί ἀφοῦ εἴμαστε πρόσωπα καί ἀγάπη, ὡς κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένοι, ἄρα καί ἡ
κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας πρέπει νά εἶναι προσωπική καί ἀγαπητική.
Αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο, ἀγαπητοί μου ἀκροατές. Αὐτό φτιάχνει τέλεια κοινωνία ἀνθρώπων.
Τό νά βλέπει ὁ ἕνας τόν ἄλλον σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σάν τόν ἑαυτό του, σάν μικρό
θεό του!… Παρακαλοῦμε τήν Ἀριστερά παράταξη, ἄν μπορεῖ, ἄν ἔχει, ἄς μᾶς δώσει ἀπό
τά κείμενά της, παλαιότερα ἤ νεώτερα, μιά τέτοια θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου καί ἕνα
τέτοιο ὅραμα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ἀγγελικά πλασμένης.
6.
Αὐτή ἡ τέλεια κοινωνία, ὅπως τήν εἶπα παραπάνω, αὐτό εἶναι ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀγαπητοί
μου. Εἶναι πολύ σημαντικό ὅτι στά πατερικά κείμενα δέν ὑπάρχει ὁρισμός τοῦ τί εἶναι
Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό καί πέφτουμε στά σύμβολα. Πραγματικά δέ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία
εἶναι συμβολική. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία στήν Γραφή καί στά πατερικά κείμενα ἐκφράζεται
δι᾽ εἰκόνων, τῆς ἀμπέλου καί τῶν κλημάτων, τῆς οἰκοδομῆς, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας,
τοῦ σώματος, κ.ἄ. Στά κηρύγματά μου καί ἰδιαίτερα σέ κατηχητικά μαθήματα
στά νέα παιδιά μοῦ ἀρέσει νά παριστάνω τήν Ἐκκλησία πιό ἁπλᾶ μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγκαλιᾶς.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία χωρᾶμε ὅλοι. Ἀλλ᾽ ἔχουμε ἕναν
παλαιό συμβολικό ὁρισμό περί Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι
τό Θυσιαστήριο, αὐτό, δηλαδή, πού γίνεται πάνω στό Θυσιαστήριο. Καί πάνω
στό Θυσιαστήριο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, τῆς ὁποίας τό τέλος εἶναι ἡ θεία
Κοινωνία. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία: Κοινωνία μέ τόν Θεό καί κοινωνία μέ τούς ἀδελφούς
χριστιανούς, γιατί ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες γίνονται «σύσσωμοι» καί
«σύναιμοι» ὡς κοινωνήσαντες τό αὐτό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό οἱ χριστιανοί τό βιώνουμε, πρέπει νά τό βιώνουμε στήν πρακτική μας ζωή. Ἡ ὅλη
μας δηλαδή συμπεριφορά πρέπει νά δείχνει ὅτι εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Θεό καί
μεταξύ μας. Ὅτι δηλαδή ζοῦμε μέ ἀγάπη καί πλήρη κοινωνία μεταξύ μας σέ ὅλα. Οἱ
πρῶτοι χριστιανοί, ἐπειδή βίωναν τήν μεταξύ τους αὐτή κοινωνία – ἡ ὁποία ἐκκινοῦσε
ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό –, γι᾽ αὐτό εἶχαν «ἅπαντα κοινά» (Πράξ.
4,32). Ζοῦσαν κοινοβιακά. Δέν ὑπῆρχε μεταξύ τους φτωχός ἤ πλούσιος. Δέν ἀντέχω,
δέν μπορῶ νά συγκρατήσω τήν ἐπιθυμία μου, στό νά παραθέσω μία περικοπή τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου, στήν ὁποία περιγράφει πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγαπητική
κοινωνία τῶν ἀδελφῶν στό μοναστήρι:
«Ἄριστη
κοινωνία – λέγει – ἐγώ ὀνομάζω ἐκείνη, στήν ὁποία δέν ὑπάρχει ἰδιοκτησία,
οὔτε ἀντιθέσεις καί δέν συμβαίνουν ταραχές, φιλονικίες καί ἔριδες. Ὅλα δέ σ᾽ αὐτή
τήν κοινωνία νά εἶναι κοινά… Οἱ πολλοί νά εἶναι ἕνας καί ὁ ἕνας νά μήν εἶναι
μόνος, ἀλλά μέσα στούς πολλούς. Τί εἶναι καλύτερο καί ὡραιότερο ἀπό μιά τέτοια
κοινωνία; Τί πιό πολύτιμο μπορεῖ νά βρεθεῖ ἀπό αὐτήν τήν σύνδεση καί τήν ἕνωση
τῶν πολιτῶν; Τί πιό ὡραῖο ἀπό τήν ἀνάμιξη τῶν ἠθῶν καί τῶν ψυχῶν; Ἄνθρωποι πού
προέρχονται ἀπό διάφορη γενιά καί καταγωγή μόνιασαν τόσο πολύ, ὥστε νά
φαίνονται σάν μιά ψυχή σέ πολλά σώματα καί τά πολλά σώματα νά φαίνονται ὅτι εἶναι
ὄργανα ἑνός ἀνθρώπου. Ὁ ἄρρωστος στό σῶμα ἔχει πολλούς πού ὑποφέρουν μαζί του
κατά τήν διάθεση· ὁ ἄρρωστος καί ἀπογοητευμένος στήν ψυχή ἔχει πολλούς πού τόν
θεραπεύουν καί τόν ἀνορθώνουν. Ὁ ἕνας εἶναι δοῦλος στόν ἄλλο· ὁ ἕνας εἶναι
κύριος στόν ἄλλο. Καί μέ τήν ἄμαχο ἐλευθερία τους δείχνουν τήν πλήρη δουλεία
πού ἔχει ὁ ἕνας στόν ἄλλο… Μέ τήν ἀγάπη ὑποτάσσονται αὐτοί οἱ ἐλεύθεροι ὁ ἕνας
στόν ἄλλο· καί μέ τό αὐθαίρετο τῆς γνώμης τους φυλάττουν τήν ἐλευθερία
τους» (Ἀσκητικαί Διατάξεις κεφ. ιη´).
Αὐτόν
τόν τρόπο ζωῆς τόν τονίζει πολύ ἡ Ἀριστερά παράταξη καί εἶναι κατ᾽ αὐτό σέ ἀγαστή,
σέ θαυμαστή συμφωνία μέ τήν Ἐκκλησία. Πραγματικά, μᾶς ἀρέσουν οἱ κήρυκες τῆς Ἀριστερᾶς
παράταξης, οἱ κηρύσσοντες τήν κοινοκτημοσύνη, πού γιά μᾶς εἶναι βίωμα μιᾶς σωστῆς
καί ἀληθινῆς ἐκκλησιολογίας. Ἄς προσέξουμε ὅμως ὅτι στήν Ἐκκλησία αὐτή ἡ
κοινοκτημοσύνη δέν γίνεται μέ καταναγκασμό, ἀλλά ἐλεύθερα καί εὐχάριστα, γιατί
μέ αὐτό ζοῦν οἱ χριστιανοί τήν μεγάλη ἐντολή τῆς ἀγάπης στήν ἀδελφότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Γι᾽ αὐτό, στήν προαναφερθείσα περικοπή τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὁ μέγας πατήρ, ὁμιλώντας
γιά τό θαυμαστό καί παράδοξο πού εἶπε περιγράφοντας τήν μοναστική κοινωνία τῶν ἀδελφῶν,
ὅτι ὁ ἕνας «ἔχει πλήρη δουλεία στόν ἄλλον», ἐξηγεῖ ὅτι αὐτήν τήν
δουλεία «δέν ἔφερε μέ βία κάποια ἀνάγκη, πού δημιουργεῖ πολλή δυστροπία σ᾽
αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν, ἀλλά τήν δημιούργησαν μέ χαρά ἀπό μόνοι
τους» οἱ κοινοβιάζοντες. Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς, γιά τό θέμα πού ὁμιλοῦμε, ἔχουμε
τήν διαφορά μας μέ τήν Ἀριστερά παράταξη, γιατί θέλει ἐκεῖ ὅπου δέν ἀκούγεται ὁ
λόγος της περί κοινοκτημοσύνης, νά πίπτει ἡ ράβδος της, νά ἐφαρμόζεται δηλαδή
μέ βία τό ἀγαθό τῆς κοινοκτημοσύνης. Ἐπαναλαμβάνω ὅμως τόν λόγο τοῦ ἁγίου
Βασιλείου ὅτι ὁ καταναγκασμός αὐτός καί ἡ βία αὐτή «δημιουργεῖ πολλή
δυστροπία σ᾽ αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν». Καί αὐτό ἔπειτα φέρει τήν ἐξέγερση
τῶν πολιτῶν.
7.
Δυστυχῶς στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν χριστιανικῶν λαῶν δέν
βλέπουμε νά βιώνεται τό περί τῆς ἀγάπης κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πού δημιουργεῖ τό ὄμορφο
κοινοβιακό σύστημα μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν ἀγαθῶν. Ἀντίθετα βλέπουμε ἐπικρατοῦσα
τήν ἀδικία καί μάλιστα βλέπουμε σκληρή ἀδικία, ἡ ὁποία μᾶς παρουσιάζει τό
θλιβερό φαινόμενο νά διαχωρίζει τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων σέ πλούσιους καί
φτωχούς, σέ κύριους καί δούλους, σέ δυνάστες καί δυναστευομένους. Αὐτό, ἀγαπητοί
μου, ἡ Ἐκκλησία τό ἐλέγχει ἀπό παλαιά ἤδη μέ τίς δυνατές φωνές τῶν προφητῶν της
καί μέ τά δυνατά κηρύγματα στήν συνέχεια τῶν ἀκολουθούντων τήν γραμμή τῶν προφητῶν,
τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ θαυμαστή παρρησία καυτηριάζουν τά ἀδικήματα τῶν
ἀρχόντων, μή φοβούμενοι τίς ἀπειλές τους.
Λυπᾶμαι
γιατί ὁ χρόνος δέν ἐπαρκεῖ νά ἀναπτύξω τό θέμα αὐτό μεταδίδοντας τά κατά τῆς ἀδικίας
τῶν βασιλέων κηρύγματα τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ ἀναφέροντας
περικοπές ἀπό τά σχετικά κηρύγματα τῶν Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Ἤδη ὁ
παλαιότερος τῶν προφητῶν, τοῦ ὁποίου κατέχουμε γραπτά κείμενα, ὁ προφήτης Ἀμώς ἐπιτίθεται
μέ ὠμή γλώσσα ἐναντίον τῶν γυναικῶν τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖες ἐπίεζαν τούς
συζύγους τους νά εἶναι καταπιεστικοί στόν λαό, ἀδικοῦντες αὐτόν, ὥστε νά πλουτοῦν
καί νά διάγουν αὐτές περισσότερο ἄνετο καί τρυφηλό βίο. Τίς γυναῖκες αὐτές ὁ
προφήτης τίς παραβάλλει πρός τίς ἀγελάδες τῆς εὐφόρου περιοχῆς Βασάν, τίς
παχειές δηλαδή ἀγελάδες! Ἀκοῦστε, παρακαλῶ, τόν ὠμό ἔλεγχο τοῦ προφήτου κατά τῶν
γυναικῶν αὐτῶν:
«Ἀκοῦστε
τόν λόγο αὐτόν,
σεῖς,
ἀγελάδες τῆς Βασάν,
πού
κατοικεῖτε στό ὄρος τῆς Σαμάρειας,
σεῖς,
οἱ ὁποῖες καταπιέζετε τούς ἀδυνάτους
καί
καταθλίβετε τούς πτωχούς,
σεῖς,
οἱ ὁποῖες λέγετε στούς (ἄρχοντες) ἄνδρες σας
“φέρε
νά πιοῦμε”» (Ἀμ. 4,1)!
Ἡ
καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν εἶναι τό προσφιλές θέμα τοῦ προφήτου. Πιστεύει ὅτι ὁ
Θεός ὅλα σχεδόν μπορεῖ νά τά συγχωρήσει, ἀλλά τήν καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν, ὄχι,
δέν τήν συγχωρεῖ! Λέγει ὁ προφήτης:
«Τάδε
λέγει Κύριος:
Γιά
τρεῖς ἁμαρτίες τοῦ Ἰσραήλ,
ἀκόμη
καί γιά τέσσερις
δέν
θά τιμωρήσω αὐτήν (τήν πράξη).
Ἐπειδή
ὅμως πωλοῦν γιά χρήματα τόν δίκαιον
καί
τόν πτωχό γιά ἕνα ζευγάρι ὑποδημάτων,
αὐτοί,
οἱ ὁποῖοι κατασυντρίβουν τήν κεφαλή τῶν ἀδυνάτων
καί
φονεύουν τούς πτωχούς
καί
ξαπλώνουν πάνω στά ἐνεχυριασμένα ἐνδύματα (τῶν πτωχῶν),
ἰδού (λέγει
ὁ Κύριος) θά σᾶς κάνω νά τρέμετε,
ὅπως
τρέμει ἡ ἅμαξα ἡ γεμάτη ἄχυρα.
…………………….
Ἐπειδή
καταπατεῖτε τόν ἀδύνατο
καί
δῶρα ἀπ᾽ αὐτόν λαμβάνετε
θά
κατασκευάσετε μέν οἰκίες ἀπό πελεκητούς λίθους,
ἀλλά
δέν θά κατοικήσετε σ᾽ αὐτές.
Θά
φυτέψετε ὡραῖα ἀμπέλια,
ἀλλά
δέν θά πιεῖτε τό κρασί τους»
(Ἀμ.
2,6-8.13. 5,11)
Πολύ
σύντομα ἀναφέρω καί τόν σκληρό πάλι ἔλεγχο τοῦ προφήτου Ἠλία πρός τόν βασιλέα Ἀχαάβ,
ὁ ὁποῖος, παρακινηθείς ἀπό τήν σύζυγό του Ἰεζάβελ, ἐφόνευσε τόν πτωχό Ναβουθαί,
γιά νά τοῦ πάρει τόν ἀγρό του. Τό ἀνοσιούργημα αὐτό καυτηρίασε ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος
γεμάτος ὀργή παρουσιάστηκε μπροστά στόν βασιλέα καί, μέ θαυμαστή παρρησία ἀποκαλώντας
τον «δολοφόνο» καί «ἄδικο κληρονόμο», τοῦ προφήτευσε ἐπί λέξει
στήν συνέχεια: «Ἐκεῖ πού τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ τά
σκυλιά θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα» (Γ´ Βασ. 20,19. Ἑβρ. 21,19)! Καί ἀποτεινόμενος
στήν βασίλισσα Ἰεζάβελ τῆς εἶπε: «Τά σκυλιά θά σέ καταφάγουν στήν πεδιάδα
Γιζρεέλ» (Γ´ Βασ. 20,23. Ἑβρ. 21,23)! Ἡ πρόρρηση αὐτή τοῦ προφήτου ἐξεπληρώθη
πράγματι ἀργότερα (Γ´ Βασ. 22,1 ἑξ. Δ´ Βασ. 9,30 ἑξ.).
Τήν
γλώσσα αὐτή τοῦ προφήτου Ἠλία τήν βλέπουμε νά ἀναζεῖ στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν
Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος σέ παρόμοια περίπτωση ἤλεγξε μέ ἰσχυρό καί σκληρό πάλι
λόγο τήν βασίλισσα Εὐδοξία, στόν ὁποῖον ὅμως σκληρό ἔλεγχο ἀπήντησε καί αὐτή
μέ σκληρό διωγμό κατά τοῦ ἁγίου πατρός, διωγμό πού τοῦ ἐπέφερε τό τέλος τῆς ζωῆς
του.8
Ἐπειδή
ὁ λόγος ἐδῶ γιά τόν ἔλεγχο κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, λίαν προσφιλές θέμα
στούς ὀπαδούς τῆς Ἀριστερᾶς, θέλω νά ὑπενθυμίσω – νά ὑπενθυμίσω μόνο – τούς
θαυμαστούς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατά τῶν πλουσίων καί περί τοῦ πλούτου.
Κατά τόν ἅγιο πατέρα ὁ πλοῦτος αὐτός καθ᾽ ἑαυτόν δέν ἔχει καμμία ἀξία. Ἀντίθετα
ὁ πλοῦτος, μέ τήν ἄνιση κατανομή του, ἔγινε αἰτία ἀνατροπῆς τῆς ἐγκόσμιας
τάξεως, ὅπως ἔτσι πάλι δίδασκαν καί πολλοί κοινωνιολογοῦντες Ἕλληνες (Εἰς τήν Ἑξαήμερον Ζ´
3-5). Κατά τόν ἅγιο Βασίλειο, ἐφόσον τά ἀγαθά τοῦ πλουσίου προέρχονται ἀπό τόν
Θεό, ὁ πλούσιος δέν πρέπει νά νοιώθει ὅτι εἶναι κάτοχος τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν, ἀλλά «οἰκονόμος»τους
(βλ. τήν ὁμιλία του Περί φθόνου 5), ὥστε νά τά ἐπωφελοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Καί τελικά ὠφελεῖται πνευματικά καί ὁ ἴδιος ὁ πλούσιος, γιατί ὁ «ἐλεῶν
πτωχόν δανείζει Θεῷ» (ὁμιλία Εἰς τόν ΙΔ´ Ψαλμόν 5). Ὅταν ὅμως ὁ
πλούσιος δέν φέρεται ἔτσι, τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τόν ἐλέγχει καί τόν ἀποκαλεῖ «ἅρπαγα», «πλεονέκτη», «ἐκμεταλλευτή
τῶν συνανθρώπων του», «τοκογλύφο», κ.ἄ. Ὁ πραγματικά ὀπαδός τοῦ
Χριστοῦ πρέπει νά ζεῖ φτωχικά. Μέ τό Εὐαγγέλιο δέν μπορεῖ κανείς νά πλουτίσει. Ἀδύνατον!
Ὅποιος τό κάνει αὐτό καί λέγει μάλιστα ὅτι εἶναι χριστιανός, πλανᾶται. Δέν εἶναι
σωστός χριστιανός, ἀλλά ὑποκριτής. Πραγματικά, πῶς μπορεῖ νά πλουτίζει ὁ
χριστιανός, ἀφοῦ βλέπει γύρω του τόση κραυγαλέα φτώχεια;
Πρός
τά παραπάνω ἀναφερθέντα νομίζουμε ὅτι οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς πρέπει νά εἶναι ὄχι
ἁπλῶς σύμφωνοι, ἀλλά καί θαυμαστές τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἴδατε,
ἀγαπητοί μας ἀκροατές τῆς Ἀριστερᾶς παράταξης, εἴδατε τί ὡραῖα, ὡραῖα καί ἠχηρά
σαλπίσματα κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας τῶν ἀρχόντων, πού ἔχει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ,
ἡ Ἁγία Γραφή καί τά ἱερά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας; Θά ὠφεληθεῖτε πολύ καί
θά ἔχετε σωστές καί ὡραῖες ἐμπνεύσεις, ἐάν τά μελετήσετε.
8.
Ἀλλά, ἐπειδή ἐμνημόνευσα τόν ἅγιο Βασίλειο, θέλω πολύ συντόμως νά ἀναφέρω καί ἄλλο
λόγο τοῦ ἱεροῦ πατρός, λόγο πολύ ἄμεσα συνδεόμενο μέ τό θέμα μας, γιά νά φανεῖ
καί ἐδῶ ἡ συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Ἀριστερά, ἀλλά καί ἡ διαφορά της. Ὁ ἅγιος
Βασίλειος ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς ἐργασίας, τήν ὁποία ὁ ρωμαϊκός, ἀλλά καί ὁ ἑλληνικός
κόσμος, παλαιά ὑποτιμοῦσε καί συνέδεε πάντα μέ τούς δούλους. Σέ ἀντίθεση ὅμως
μέ τίς κρατοῦσες ἀντιλήψεις ὁ Βασίλειος τιμᾶ τήν ἐργασία καί τήν κηρύττει ὡς
παράγοντα χαρᾶς, ὑγείας καί σωματικῆς καί πνευματικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά
καί ἁρμονίας τῆς κοινωνίας. Ναί! Ἡ ἁρμονία τῆς κοινωνίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰσόρροπης
κατανομῆς τῆς ἐργασίας. Ὁ ἅγιος Βασίλειος συνδέει τήν εὐημερία τῆς κοινωνίας μέ
τόν τρόπο κατανομῆς τῆς ἐργασίας.
Στά
παραπάνω περί ἐργασίας λεγόμενα ἀπό τόν ἅγιο πατέρα τῆς Ἐκκλησία μας συμφωνοῦν ἀσφαλῶς
καί οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει καθαρά:«Ὅποιος δέν θέλει
νά ἐργάζεται δέν πρέπει καί νά τρώγει» (Β´ Θεσ. 3,10). Ἄκουσα ὅτι τόν λόγο
αὐτόν τόν εἶχαν ἀναρτήσει σέ ὑψηλή πινακίδα στό Κρεμλῖνο, χωρίς ὅμως νά γράφουν
ἀπό ποῦ προέρχεται ὁ λόγος αὐτός. Καί ἡ Ἐκκλησία λοιπόν καί ἡ Ἀριστερά παράταξη
συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐργάζεται γιά νά σταθεῖ ἡ κοινωνία. Ἡ
διαφωνία ὅμως τῶν δύο αὐτῶν εἶναι στήν διαφορετική θεώρηση τοῦ θέματος περί ἐργασίας.
Ἀκοῦστε: Στόν χριστιανό τό «διδόναι» θεωρεῖται πάντοτε μακαριώτερο τοῦ «λαμβάνειν» (βλ.
Πράξ. 20,35). Τό «διδόναι» ὅμως προϋποθέτει νά ἔχει κανείς γιά νά
προσφέρει. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐργασία κατά τήν Ἁγία Γραφή γίνεται καί γιά ἕναν ἄλλο
ἀκόμη σκοπό: Γιά τήν ἐλεημοσύνη! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς
χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «Ὁ κλέπτης ἄς μήν κλέπτει πλέον, ἀλλά ἄς ἐργάζεται
τίμια μέ τά δικά του χέρια, γιά νά μπορεῖ νά δίνει καί σέ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη» (4,28).
Ἡ ἐργασία λοιπόν κατά τήν Ἐκκλησία δέν ἔχει σκοπό μόνο τήν αὐτοσυντήρηση, ἀλλά
καί τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης στούς πτωχούς καί πένητες ἀνθρώπους. Ἀλλά οἱ
χριστιανοί, ἐνῶ τιμοῦν τήν ἐργασία καί τήν ἐξασκοῦν μέ προθυμία ὡς θεία ἐντολή,
ὅμως δέν τήν θεοποιοῦν, ὥστε νά ὑποβιβάζουν τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεωροῦν ὡς
παραγωγικό μέσον. Δέν λέγουν δηλαδή οἱ χριστιανοί ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
στό νά δουλεύει. Τέτοια ἀνθρωπολογία, πού ὑπάρχει σέ κοσμικά συστήματα, δέν ὑπάρχει
στήν Ἐκκλησία.
9.
Ἐπειδή δέν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος γιά περισσότερα καί ἤδη ἐξέφυγα τοῦ καθορισμένου
γιά τούς ὁμιλιτές χρόνου, λέγω αὐτό τό σύντομο καί τελευταῖο: Ἡ Ἐκκλησία ἀποκρούει
τήν ἀθεΐα καί τήν βία. Γι᾽ αὐτό ὁποιοδήποτε πολιτικό σύστημα ἔχει αὐτά τά δύο
τό ἐλέγχει καί τό μάχεται. Ναί! Σέ ἄθεο δέν μποροῦμε νά δώσουμε ἐμπιστοσύνη νά
μᾶς κυβερνήσει, διότι, ὅπως εἶπε καί ὁ Πολωνός Λέχ Βαλέσσα, «ὁ χωρίς Θεό ἄνθρωπος
εἶναι ἐπικίνδυνος»!
Εὐχαριστῶ
πού μέ ἀκούσατε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.
Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Ἡ κοινωνιολογική σημασία τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης (Θεολογία 1928, σ. 21 ἑξ., ἔνθα καί βιβλιογραφία.
2.
Βλ. Jean Claude Larcet, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Τόμος Α´,
σ. 36, ἔνθα καί πατερικές παραπομπές, Ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας.
3.
Βλ. Λεωνίδου Φιλιππίδου, Ἱστορία τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐξ ἐπόψεως
παγκοσμίου καί πανθρησκειακῆς, σ. 605-728. 769-805. Ἀθῆναι 1958.
4.
Βλ. Ἰωάν. 15,1-8. Ἐφ. 2,19-22.Ἐφ. 5,25-30. Κολ. 1,18. Ἐφ. 1,22-23..Ρωμ. 12,5.
Α´ Τιμ. 3,15.
5.Ἐφεσ.
5,2. Τραλλυαν. 7,2. Φιλιπ. 4.
6.
Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, MPG 96,1409D, κ.ἀ.
7.
Ὅπ. Παραπ.
8.
Βλ. Δημητρίου Σίμου Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 351.
9.
Ὅπ. παρ. 1. Πρός πλουτοῦντας 2 κ.ἀ. Βλ. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β´,
σελ. 387. 388.
10.
Βλ. Ὅρους κατά πλάτος 37· 39· 42 κ.ἄ. Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν 121· 143· 144· 145·
146 κ.ἄ. εἰς Πατρολογία Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, τόμ. Β´, σελ. 388. hellas-orthodoxy.
Ετικέτες
ΛΟΓΟΣ ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013
Η νεοπαγανιστική αφροσύνη
«Όλες οι άλλες θρησκείες είναι
ψεύτικες και μονάχα η δική μας Πίστη είναι αληθινή» άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Έχω
παρατηρήσει ότι σε κάποια κείμενά μου- και ζητώ συγγνώμη για τον προσωπικό
τόνο, αλλά κάποιες προκλήσεις απαιτούν απάντηση- στα οποία εκφράζω την ελλιπή,
αλλά εδραία μου πίστη στο Χριστό και την κοσμοσώτειρα και ελληνοσώτειρα
Εκκλησία μας, πίστη και ευλάβεια που προσπαθώ, κατά το δυνατόν, να
μεταλαμπαδεύσω και στους μαθητές μου, ορισμένοι σχολιαστές, συνήθως ανώνυμοι,
εξεμέουν δηλητήρια και γράφουν ανόητα σχόλια. Είναι οι λεγόμενοι δωδεκαθεϊστές,
νεοπαγανιστές, οπαδοί της «πατρώας θρησκείας» και λοιπές ευτράπελες και γελοίες
ονομασίες που επιλέγουν. Τα τελευταία δε χρόνια πληθαίνουν οι εκδόσεις
«ιστορικών» βιβλίων στα οποία εκθειάζονται κυρίως ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και ο
ματαιόσπουδος φιλόσοφος του 15ου αιώνα, Γεώργιος Γεμιστός, ο οποίος έμεινε στην
ιστορία με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, «Πλήθων». (Προφανώς το «Γεμιστός» το
θεωρούσε παρακατιανό και επέλεξε το αρχαιοελληνικό συνώνυμο).
Κάτω
όμως από αυτές τις φαινομενικά ανώδυνες ιστορικές αναφορές, κρύβεται επιμελώς
το φρούτο του νεοπαγανισμού. (Η λέξη παγανισμός προέρχεται από το λατινικό
pagus= ύπαιθρος χώρα. Στους πρώτους αιώνες ο Χριστιανισμός είχε επικρατήσει κυρίως
στις πόλεις, ενώ στην «ύπαιθρο χώρα» αντιμετώπισε ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ο
πληθυσμός της υπαίθρου έμενε πιστά δεμένος με τις λαϊκές θεότητες και δοξασίες.
Αυτό συνέβη κυρίως στη Δύση. Στην καθ’ ημάς Ανατολή η ειδωλολατρία, ο
παγανισμός σαρώθηκαν πολύ γρήγορα από την χριστιανική πίστη). Τα τελευταία όμως
χρόνια παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία μία περίεργη αναβίωση του
παγανισμού, ο οποίος έχει σαφή αντορθόδοξο και ανθελληνικό χαρακτήρα. Δεν
πρόκειται για ένα ακίνδυνο ρεύμα, για μια εξόφθαλμα φαιδρή ονειροφαντασία, που
κινείται στα όρια ενός ιδιότυπου εθνικισμού και προγονοπληξίας, αλλά για μια
καθαρά νεοεποχίτικη μόδα, που συνδέεται με έξωθεν πανθρησκειακά κέντρα. Σκοπός
τους, καταπώς υποστηρίζουν, είναι η επιστροφή στην γνήσια και ανόθευτη ελληνικότητα,
στόχος τους όμως, ανομολόγητος, είναι να καταστρέψουν την χριστιανικότητα των
Ελλήνων. (Γι’ αυτό και ο θαυμασμός τους για τον Ιουλιανό και τον Πλήθωνα
αγγίζει τα όρια της λατρείας. Και οι δύο προσπάθησαν να επαναφέρουν τα αρχαία
είδωλα, καταργώντας τον Χριστιανισμό). Δυστυχώς οι καινοφανείς αυτές
νεοπαγανιστικές ομάδες, χρησιμοποιώντας το δέλεαρ του αρχαίου ελληνικού
πολιτισμού, παρασύρουν πολλούς, όσους κυρίως δεν έχουν λύσει ακόμη «υπαρξιακά»
προβλήματα και λοιπούς ανώριμους, που «ανακαλύπτουν» ξαφνικά όλα όσα τους
«έκρυβαν» τόσα χρόνια οι δάσκαλοι στα σχολεία και οι παπάδες. Υπάρχει και μία
μερίδα ανθρώπων που προσχωρούν στην ελευθεριάζουσα «πατρώα θρησκεία» διότι η
ανήθικη ζωή τους ελέγχεται από την χριστιανική διδασκαλία. Αν και η
επιχειρηματολογία τους δεν αντέχει στην κοινή λογική, όλοι αυτοί οι φανατικοί
και ημιμαθείς, συγκλίνουν σε κάποιες ιδεοληψίες. Έτσι λοιπόν οι νεοπαγανιστές:
Α.
Αρνούνται και απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την Παλαιά Διαθήκη, την οποία
εκλαμβάνουν ως μυθολογικό κατασκευάσμα των Εβραίων (διακρίνονται από έντονο
αντισημιτισμό).
Β.
Θεωρούν τον Χριστιανισμό ιουδαϊκό παρακλάδι και, συνέπεια αυτού, αρνούνται την
ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, μέσα από έναν ακραία αντιβυζαντινισμό,
ταυτιζόμενοι ουσιαστικά με τους τσαρλατάνους της Νέας Τάξης, που υποδύονται
τους ιστορικούς, και που θεωρούν το ιστορικό έθνος των Ελλήνων δημιούργημα των
δύο τελευταίων αιώνων.
Γ.
Αποδέχονται επιλεκτικά την Καινή Διαθήκη. (Για παράδειγμα, ο απόστολος Παύλος,
δεν τους είναι και πολύ αγαπητός.
Φρίττεις διαβάζοντας τις βλασφημίες της Λιλής Ζωγράφου στο «γνώση και
αντιγνώση»). Μιλούν για έναν φυλετικό χριστιανισμό, απορρίπτοντας την
οικουμενικότητα του ευαγγελικού μηνύματος. Κεντρικός πυρήνας όμως των δοξασιών
τους, παραμένει η εξαφάνιση της Ορθοδοξίας, εφ’ όσον όπως διατείνονται,
υποτάχτηκε στον κατά πολύ ανώτερό της αρχαίο πολιτισμό. Ευστοχότατα παρατήρησε
ο καθηγητής Μπαμπινιώτης, σε άρθρο στο «Βήμα», πριν από 4-5 χρόνια, πως «όποιος
μιλάει για Ορθοδοξία ερήμην του Ελληνισμού, νομίζω ότι ματαιοπονεί. Όποιος
όμως, μιλάει για Ελληνισμό, ερήμην της Ορθοδοξίας, κάνει κάτι χειρότερο,
ασχημονεί».
Δ.
Προσγράφουν μίσος αβυσσαλέο στους πρώτους Χριστιανούς κατά του Ελληνισμού,
κατηγορώντας τους για την καταστροφή και λεηλασία των αρχαιοελληνικών ιερών,
ναών, βιβλίων, έργων τέχνης και λοιπά. Λησμονούν βέβαια ότι τους τρεις πρώτους
αιώνες του Χριστιανισμού οι Έλληνες αβίαστα προσχώρησαν στη νέα πίστη,
κοσμώντας και το Συναξάρι της Εκκλησίας με εκατομμύρια αθλοφόρους μάρτυρες.
Μέχρι το 313 μ.Χ που υπογράφτηκε το διάταγμα των Μεδιολάνων από τον άγιο
Κωνσταντίο, στις ρωμαϊκές αρένες προχέοντο αίματα χριστιανών, κυρίως ελληνικής
καταγωγής. (άγιοι Γεώργιος, Δημήτριος, Θεόδωρος, Χαράλαμπος, το ένδοξο «νέφος
των μαρτύρων», κατά τον απόστολο Παύλο)..
Ας
μην ξεχνούμε πως ό,τι έχει διασωθεί από τα όντως θαυμαστά έργα των αρχαίων σοφών, διασώθηκε στις
αραχνιασμένες βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας δεν
δίστασε να απεικονίσει στους νάρθηκες εκκλησιών τους επιφανείς του αρχαίου
λόγου. (Μονή Φιλανθρωπηνών στο νησάκι των Ιωαννίνων, μοναστήρια του Αγίου
Όρους). Οι αρχαίοι σοφοί καμμιά σχέση δεν έχουν με τις ευφάνταστες ανοησίες και
τους λήρους των νεοπαγανιστών. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο
Μαυρόπους, επίσκοπος Ευχαϊτων (10ος αι.), αν ζούσε ο Πλάτων μετά Χριστόν, θα
αναφωνούσε ως άλλος Θωμάς «ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
Ε.
Το αντορθόδοξο πνεύμα των ομάδων αυτών εκφράζεται, εξάλλου με την εισαγωγή νέας
χρονολογίας και μηνολογίας, την αλλαγή των βαπτιστικών ονομάτων (Ραδάμανθυς,
Πελασγός, Απολλώνειος, «Άδωνις»- το «Σπύρος» τον ενοχλούσε τον λεγάμενο).
Κυκλοφορούν αρκετά «δικά τους» περιοδικά, τα οποία βρίθουν κακοδοξιών, δεν
στερούνται και τηλεοπτικής εκπροσώπησης, μέσω κάποιων ουφολόγων τηλεπλασιέ. Άρα
δεν μιλάμε για μια αθώα «φολκλορική»
εκδήλωση, αλλά για ενσυνείδητη επίθεση κατά της Ορθοδόξου πίστεως. Οι
συνέπειες, γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, εξαιτίας του νεοπαγανισμού «είναι
καταστροφικές για την ελληνική κοινωνία. Διάσπαση του κοινωνικού ιστού και της
εθνικής ενότητας, δηλητηριασμός των συνειδήσεων και μάλιστα της νεολαίας και
άνοιγμα των πυλών, συνειδησιακών και εθνικών, στο πνεύμα της Νέας Εποχής. Έτσι
η απειλή από το παρελθόν (νεοειδωλολατρία) βαίνει παράλληλα με την απειλή από
το μέλλον, που είναι η Νέα Εποχή και η συναφής με αυτήν παγκοσμιοποίηση». («Στα
μονοπάτια της Ρωμηοσύνης», εκδ. «Αρμός», σελ 335).
Οι
Πατέρες της Εκκλησίας, όταν ανήλθε στον θρόνο της Νέας Ρώμης, ο ανόσιος και
φαντασιόπληκτος Ιουλιανός, δεν δίστασαν να τον στηλιτεύσουν με δριμύτητα,
υπερασπιζόμενοι την αγία του Χριστού πίστη. (Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους
δύο στηλιτευτικούς λόγους του προς τον Ιουλιανό, εξηγεί ότι όλη αυτή η κίνηση
προέρχεται από φθόνο και μίσος εναντίον
του Χριστιανισμού). Και ο Καβάφης στο
περίφημο «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», διακωμωδεί την προσπάθεια του
Ιουλιανού να «καθαρίσει» το τέμενος του Απόλλωνα στην περιοχή της Δάφνης, από
τον τάφο του «καλλίνικου μάρτυρος Βαβύλα». Κάποια στιγμή κάηκε το τέμενος.
Γράφει ο ποιητής: «Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδωσε τι άλλο θα έκαμνε – πώς η φωτιά
ήταν βαλτή- από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει. Δεν αποδείχθηκε. Ας
πάει να λέει. Το ουσιώδες είναι που έσκασε».
Τι
δείχνει η «άνθιση» του νεοπαγανισμού στις μέρες, όπως και η περιρρέουσα αθεϊα
και αφιλοπατρία που την δορυφορούν; Ότι η γενιά μας θα μείνει γνωστή στην
ιστορία ως μια γενιά που περιφρόνησε και κατέστρεψε θεσμούς και θησαυρούς που
επότισαν όλη την οικουμένη στο διάβα των αιώνων.
Παρ΄όλη
όμως την κατάπτωση…ζει Κύριος. Από το άμφιο της Εκκλησίας του Χριστού θα
κρατηθούμε και θα σωθούμε και πάλι στην νέα Τουρκοκρατία που βιώνουμε.
Σε
παρόμοια κρίσιμη περίοδο, όταν το Γένος έμπαινε στη σκοτεινή περίοδο της
Τουρκοκρατίας, ο πρώτος εθνάρχης και Προφήτης του Γένους, ο πατριάρχης
Γεννάδιος Σχολάριος, επαναλαμβάνοντας, σχεδόν επί λέξει, τα λόγια του μεγάλου
διδασκάλου του και διδασκάλου της Ορθοδοξίας Ιωσήφ Βρυέννιου, έδινε την εξής
διαβεβαίωση:
«Ουκ
αρνησόμεθά σου, φίλη Ορθοδοξία, ου ψευδόμεθα σε πατροπαράδοτον σέβας, ουκ
αφιστάμεθα σου μήτερ ευσέβεια, εν σοι εγεννήθημεν και σοι ζώμεν και εν σοι
κοιμησόμεθα, ει δε καλέσει καιρός και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα». (π.
Θεόδωρου Ζήση, «Φραγκέψαμε», σελ 100).aktines
Ετικέτες
Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013
Συνάντηση ή συμπόρευση μιας ομάδας Μητροπολιτών και θεολόγων με τον ΣΥΡΙΖΑ;
του Ι. Χρυσοστόμου
Κοινωνιολόγου – Θεολόγου
thriskeftika.
Κοινωνιολόγου – Θεολόγου
Στην εκπομπή «Πρόσωπα – Προσωπικότητες» του Γιώργου Ροδάκογλου, στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης, τον περασμένο μήνα μίλησε ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας, της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης(ΑΠΘ).
Ο κ. Σταμούλης στην εν λόγω εκπομπή, αναφερόμενος στην «πολιτισμική κατάληψη της Θεολογικής Σχολής»
στην οποία, όπως λέει πρωτοστάτησε, κάνει λόγο για την ευρύτητα των
θρησκευτικών πίστεων και σημειώνει ως παράδειγμα ανοίγματος της
θεολογίας την φιλοξενία των μουσουλμάνων φοιτητών με την παραχώρηση μίας
αίθουσας στο υπόγειο της Θεολογικής Σχολής για να τελούν τις
λατρευτικές τους εκδηλώσεις. Κατά την εβδομαδιαία εκδήλωση που οργάνωσε
στο όνομα του Τμήματος Θεολογίας ο κ. Σταμούλης με θέμα «πολιτισμική κατάληψη της θεολογικής»
καλούσε οι φοιτητές να επισκεφθούν αυτόν τον υπόγειο χώρο της Σχολής.
Μέχρι εδώ ωραία. Ωστόσο είναι σαφές ότι ενώ καλείοι φοιτητές να
γνωρίσουν τη μορφή αυτή του πολιτισμού ως φιλοξενία του διαφορετικού,
στο πλαίσιο της ανάπτυξης του πολυπολιτισμού ή του πλουραλισμού,
προβάλλοντας ως αποδεικτικό στοιχείο το χώρο που προσφέρεται εδώ και
χρόνια στη Σχολή στους Μουσουλμάνους, εντελώς τυχαία αποσιωπά και δεν
κάνει ούτε μία νύξη για τον ωραιότατο και αγιογραφημένο ορθόδοξο ναό που
βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της Σχολής! Εκεί δεν καλεί για να
προβάλλει τον πολιτισμό, διότι μάλλον προέχει το αλλόδοξο έναντι του
ομόδοξου. Η ορθοδοξία έτσι φαίνεται πως δεν βρίσκεται σε προτεραιότητα ως έκφραση και ως έμπνευση πολιτισμού. Όλα θυσιάζονται και αγνοούνται ακόμη και η ταυτότητά μας χάριν της ετερότητας των ξένων, χωρίς
να λαμβάνεται υπόψη ότι άνθρωπος χωρίς συνειδητοποιημένη θρησκευτική
ταυτότητα, δεν μπορεί να προσφέρει ούτε σεβασμό ούτε ανεκτικότητα στον
διαφορετικό ως προς το θρήσκευμα άλλο. Η ορθοδοξία φαίνεται ότι δεν χωρά
ως μέγεθος στα πολυπολιτισμικά σχέδια μιας μερίδας καθηγητών του
Τμήματος Θεολογίας και προτιμώνται επιλογές, που ως γνωστό, εντάσσονται
στα σχέδια και στα προγράμματα της συριζέϊκης αριστεράς, στο πλαίσιο της
ανάπτυξης της ανοικτής «φιλίας», «συνεργασίας» αλλά και της ενδεχόμενης
«λυκοφιλίας». Στη συνέντευξή του ο κ. Σταμούλης αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι εμείς είμαστε μια θεολογική σχολή, δεν έχουμε χαρακτηρισμό ομολογιακό ορθόδοξο ή κάτι άλλο εκ του νόμου, δεν ανήκουμε στην Εκκλησία, ανήκουμε στο Υπουργείο και στο Κράτος. Όμως απ’ την άλλη πλευρά είναι αλήθεια ότι η Ορθοδοξία είναι ένα κομμάτι του νεοελληνικού μας πολιτισμού και του πολιτισμού μας ευρύτερα και εμείς διακονούμε γνωσιολογικά την Ορθοδοξία. Δε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, (όντας) σε διάλογο με τη δυτική Χριστιανοσύνη και τα θρησκεύματα του κόσμου». Καταρχάς αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η Ορθοδοξία παρουσιάζεται ως κομμάτι του νεοελληνικού μας πολιτισμού.
Και μόνο από αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι η Ορθοδοξία μερίζεται εδώ από
τον κ. Σταμούλη, θεωρείται ως μέρος ενός πολιτισμού και δεν βλέπεται ως
ολοκληρωμένο εκκλησιαστικό γεγονός που ζητά τον εκκλησιασμό του κόσμου.
Είναι εντυπωσιακό ότι, σε αντίθεση με αυτό που διδάσκονται οι φοιτητές
της θεολογίας στο Α΄ έτος σπουδών τους, η διδασκαλία, η έρευνα και το εν
γένει έργο των μελών ΔΕΠ παρουσιάζεται εδώ από τον κ. Πρόεδρο ως
γνωσιολογική και μόνον διακονία και μάλιστα άσχετη με το εκκλησιαστικό
γίγνεσθαι, εφόσον πρόκειται, καθώς λέγεται, για μία κρατική Σχολή που
δεν ανήκει στην Εκκλησία. Και η Νεοελληνική Λογοτεχνία όμως θα μπορούσε
να του πει κανείς ανήκει ως Τομέας ή ως Τμήμα στο κράτος, αλλά η
επιστημονική της προσέγγιση δεν είναι μόνον γνωσιολογική αλλά και
βιωματική με έμπρακτο «αναφέρεσθαι». Το κράτος επίσης δεν είναι, ακόμη
ευτυχώς, άθεο ουδέτερο και λαϊκό. Αγνοεί ηθελημένα, ίσως ο κ. Σταμούλης
ότι δεν ομιλεί προς αδαείς και ότι όλοι γνωρίζουν ότι το ελληνικό
Σύνταγμα του ελληνικού κράτους αρχίζει με την επίκληση της Αγίας
Τριάδος, ενώ στο άρθρ. 16 ρητά προβλέπεται η ανάπτυξη της θρησκευτικής
συνείδησης των ελληνοπαίδων όχι φυσικά με τον μανιχαϊκό γνωσιολογικό
τρόπο που προκρίνει ο κ. Πρόεδρος, αλλά όπως προβλέπει ο εν ισχύει νόμος
1566/1985, που κάνει λόγο για την ολόπλευρη ψυχοσωματική ανάπτυξη του
νέου ανθρώπου, που συμπεριλαμβάνει και την πίστη στα γνήσια στοιχεία της
ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Νέα θεολογία, επομένως, προβάλλεται από τον κ. Πρόεδρο. Η
θεώρηση της θεολογικής γνώσης, μέσα από την αριστερόφρονα λογική του
Σύριζα και της μικρής ομάδας των θεολόγων και των Μητροπολιτών που την
στηρίζουν, ως εμπλοκής και συμπλοκής με τα πολιτικά συστήματα του κόσμου, δεν έχει καμιά σχέση με την Εκκλησία και την πίστη του λαού μας, Η
μέσα από τα λεγόμενα του κ. Σταμούλη συμφωνία και σύμπραξη με το
συριζέϊκο σχεδιασμό για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας είναι
σαφέστατος. Η θεολογική στήριξη που προσφέρει στην αριστερά εδώ και
καιρό, λόγω και έργω, αυτή η συγκεκριμένη θεολογική και εκκλησιαστική
ομάδα αλλά και η πραγματοποίηση του Συνεδρίου: Εκκλησία και Αριστερά,
στο οποίο συμμετέχει μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνει την αλληλοστήριξη και
αποκαλύπτει και διερμηνεύει τη διάσταση και τα χαρακτηριστικά των κοινών
στόχων που μέχρι τώρα ορισμένοι δεν ήθελαν να πιστέψουν. Το
σχέδιο για χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας ωστόσο του ΣΥΡΙΖΑ και η
διαφενόμενη στήριξή του από την πλευρά των παραπάνω ευτυχώς μεμονομένων
εκκλησιαστικών και θεολογικών προσώπων έρχεται σε αντίθεση με την
επιστημονική μαρτυρία της εκκλησιαστικής ιστορίας και της παλαιότερης
και της νεότερης, που διακονείται και διδάσκεται στη θεολογική Σχολή και
αναζητά την οντολογική σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας στη διαχρονική της
διάσταση και με έμπρακτη μαρτυρία στην κοινωνική ζωή του τόπου μας. Η
αναζήτηση τούτη όμως μέσα σε μια εποχή πνευματικής κρίσης και σύγχυσης
παραγκωνίζεται μέσα από τους σχεδιασμούς που οργανώνουν τα προσωπικά
συμφέροντα, τα βραχύπνοα σχέδια και οι εκατέρωθεν ψευδοφιλίεςκαι
επιδιώξεις. Θεωρείται αντιεπιστημονική προσέγγιση η αγνόηση, υποτίμηση
και διαστρέβλωση της επί πολλούς αιώνες -και μάλιστα αιώνες που
συμπεριλαμβάνουν και την Τουρκοκρατία- σχέσης και γόνιμης συμβίωσης
Εκκλησίας, Πολιτείας και λαού, μιας σχέσης που δεν προσδιόριζε απλώς την
κοινή διαχρονική αρμονική συμβίωση αλλά και την αδιάσπαστη σύνδεση
και ενότητα που υπήρχε, όπως ακριβώς την περιγράφει και ο Ελύτης:
«Ελλάδα: Πίνδος και Άθως»;
Στα περίεργα αυτά ανοίγματα του Τμήματος θεολογίας, που σπεύδει να συνδράμει και ο Μακαριώτατος με τους γνωστούς πλέον «δικούς» του Μητροπολίτες,
διακρίνεται μια ανθρωποκεντρική στροφή προς μία μορφή εκκοσμικευμένου
πολιτισμού που δεν σχετίζεται οντολογικά, αλλά μόνον επιφανειακά και
επιδερμικά με την αληθινή θεολογία, ως γεγονότος που επιδρά
σωτηριολογικά στον άνθρωπο και στον πολιτισμό του. Εδώ
δηλαδή φαίνεται ότι θυσιάζεται η θεανθρωπινότητα χάριν του
ανθρωποκεντρισμού και διαστρεβλώνεται τελικά ο σκοπός της Εκκλησίας, που
είναι να προσκαλεί και να βοηθά τον κόσμο να γίνεται Εκκλησία και όχι
να συμβαίνει το αντίθετο, να γίνεται η Εκκλησία κόσμος χωρίς καμιά
σωτηριολογική προοπτική, με τη σύμπραξη κάποιων Θεολόγων, Επισκόπων και
διανοουμένων.
Ακούσαμε τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο πριν από λίγο καιρό σε συνέντευξή του στη ΝΕΤ να λέει: «Είμαι και εγώ αριστερός,
ξεφεύγοντας από το ρόλο του να είναι και να φαίνεται με αγάπη, ισότητα
και δικαιοσύνη ποιμένας όλων και να αγκαλιάζει αδιάκριτα όλους τους
πολίτες και όχι μόνον την πολιτική μερίδα που συμπαθεί. Αυτά
τα μασκοφορεμένα πολιτικά, πολιτισμικά ή κοινωνικά ανοίγματα που
αρνούνται ή διαστρέφουν τα αληθινά ανοίγματα της ορθόδοξης Θεολογίας και
Εκκλησίας προς τον κόσμο και τον άνθρωπο δεν προσφέρουν τίποτα στην
προαγωγή του αληθινού πολιτισμού και της κοινωνίας μας και μόνον
μεθοδευμένα ανοίγματα σκοπιμοτήτων με θεολογική μάσκα μπορεί να
χαρακτηρισθούν. Όταν η Θεολογία και η Εκκλησία αποφασίζουν να κάνουν ανοίγματα, σε μια εποχή μάλιστα κρίσιμη από πλευράς πνευματικής, θα
περίμενε κανείς τα ανοίγματα αυτά να έχουν ταυτότητα σωτηριολογική και
θεανθρώπινη και να αποπνέουν άρωμα εκκλησιαστικό, να είναι όντως
θεολογικά γεγονότα, που να μην κομματιάζουν ούτε τον ενιαίο άνθρωπο σε
πολιτισμική και θεολογική ύπαρξη ούτε τη θεολογία του θεανθρώπου σε
πολιστισμική και σε θεολογική, ούτε το λαό σε αριστερούς και δεξιούς, με
σκόπιμη προτίμηση βέβαια στους πρώτους. Η επιλογή αυτής της διαίρεσης μάλιστα είναι γεμάτη από αντιφάσεις, διότι:
α) Γίνεται
λόγος για τις θρησκευτικοπολιτικές συζητήσεις του Τμήματος Θεολογίας
με την «αριστερά», ενώ στην πραγματικότητα δεν βρίσκει σύμφωνους όλους
τους καθηγητές, όπως τεχνηέντως αφήνεται να εννοηθεί από τον πρόεδρο του
Τμ. Θεολογίας, αλλά οργανώνονται μόνον από μια μερίδα «αρμοδίων» επί
τούτου καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας, που ως γνωστό με τα γνωστά
«μέσα» και τους συνήθεις «δημοκρατικούς» τρόπους (βλ. για παράδειγμα την
περίπτωση π. Βασιλείου Γοντικάκη στο Γραφείο του κ. Κωνσταντίνου)
επιβάλλονται και διαφεντεύουν το Τμήμα. β) Γίνεται
εμφανές στο λόγο του Προέδρου λίγο πριν το Συνέδριο με την αριστερά ότι
ουσιαστική συζήτηση, από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας, δεν πρόκειται να
γίνει και ότι όλα είναι προσχηματικά γ) Θέματα
που αφορούν στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας θα είχε νόημα να
συζητηθούν, εάν γινόταν συνάντηση, ως θα έπρεπε, με όλα τα πολιτικά
κόμματα και όχι μόνον με ένα, το «Συνασπισμό», με την υποκρυπτόμενη
προσδοκία ή την υποδηλούμενη επιθυμία ή πρόβλεψη ανόδου του στην
εξουσία. δ) Δεν
κατανοεί κανείς τι νόημα μπορεί να έχει επί της ουσίας η μεθοδευμένη
αυτή συνάντηση, μέσα από μία «αριστερόφρονα» εκατέρωθεν συζήτηση, όταν ο
ένας από τους δύο συζητητές έχει προσφέρει apriori επί πίνακι, εκ των
προτέρων, ὅ, τι ζητά η «αριστερή» λογική από την Εκκλησία. ε) Απορίας
άξιον είναι να θεωρεί ο κ. Πρόεδρος στη συνέντευξή του, από τη μια
μεριά ότι η Θεολογική Σχολή είναι «κρατική» και από την άλλη να
διαφημίζει τη σύμπραξη Ιεραρχών σε «πολιτισμικά δρώμενα» (που πάντως
θεολογικά δεν ήταν), ή να διοργανώνει Συνέδριο Εκκλησίας – Αριστεράς, με
στόχο, εννοείται την ενότητα και αλληλοκατανόηση, με την «συριζέϊκη
αριστερά», όταν αποκλείει ή διαταράσσει την ενότητά της και το διάλογο
που επιβάλλεται να έχει με το «όλον» των πολιτικών κομμάτων και των
εκπροσώπων τους.
Εξάλλου διερωτώμεθα: Τι συζήτηση να κάνει κανείς σήμερα, όταν χρόνια τώρα έχουν δρομολογηθεί μεθοδευμένα από μία συγκεκριμένη ομάδα (οπωσδήποτε χωρίς διάλογο) θέματα σπουδαία, όπως η αποχριστοποίηση του μαθήματος των θρησκευτικών, η αρνητική φόρτιση του όρου «ομολογιακός», η
σκόπιμη αποσύνδεσή του από την ορθόδοξη κατανόησή του ως οντολογική
αναφορά και μαρτυρία του εν Χριστώ οικουμενικού ανθρώπου καθώς και η
σύνδεσή του με τον «ομολογιατισμό», πού γνώρισε εντός της χριστιανοσύνης
η Δύση ως ομολογιακό (konfessionell) πόλεμο στη θεολογία της.
Η γνωσιολογική αποκλειστικότητα στη θεολογία και στο μάθημα των θρησκευτικών, πού μανιωδώς υποστηρίζεται από τούς σύγχρονους «γνωσιοθεολόγους» και καταλήγει στην επιλογή ενός θρησκειολογικού - πληροφοριακού μοντέλου διδασκαλίας στα σχολεία, είναι η πλήρης υιοθέτηση της δυτικής θεολογικής διαίρεσης της ζωής από τη γνώση.
Θεωρίες και απόψεις, όπως αυτές του κ. Σταμούλη, εισάγουν ένα
«θεολογικό βερμπαλισμό» και δε συμβάλλουν στην ανάδειξη μιας ορθόδοξης
επιστημονικής θεολογίας ως εμπράκτου γεγονότος που αφορά τον όλο άνθρωπο
και ολόκληρη τη ζωή ως οντολογική έκφραση που αναζητά το πρότυπο της
εικόνας του ανθρώπου. Η υποστήριξη ότι διά Νόμου η Θεολογική Σχολή έχει
μη ομολογιακό χαρακτήρα, επειδή διδάσκονται μαθήματα αρχαίων ή
οικουμενικής κίνησης ή θρησκειολογίας είναι αβάσιμη, εφόσον η ιδρυματική
υπόσταση και προοπτική της Σχολής έχει ουσιαστική σχέση με την ορθόδοξη
θεολογία και παράδοση. Αυτό αποδεικνύεται, όχι μόνο από τον ιδρυτικό
νόμο της Θεολογικής Σχολής, αλλά και από τον εσωτερικό της κανονισμό και
από τα ισχύοντα επί δεκαετίες Προγράμματα Σπουδών της. Πιο πολύ, όμως,
αποδεικνύεται από την καθομολόγηση που δίνουν οι διδάκτορες της Σχολής
κατά την ορκωμοσία τους, την οποία, αν και θεσμικός εκπρόσωπος της
Σχολής, ο κ. Σταμούλης επιλέγει να αγνοεί[1].
Η ορθόδοξη θεολογία έχει οντολογική αναφορά και υπόσταση, γι’ αυτό και
είναι πράγματι οικουμενική, χωρώντας μέσα της κάθε γνώση και εργαζόμενη
για τη μεταμόρφωσή της σε γνώση Θεού και κατά συνέπεια υπέρ της
πνευματικής προόδου του ανθρώπου από το κατ΄ εικόνα στο καθ΄ ομοίωσιν
και όχι υπέρ της καθήλωσής του σε μια ανθρωποκεντρική μη – πνευματική
στασιμότητα, που αποβαίνει σε βάρος της αιώνιας ύπαρξής του. Η
αληθινή ορθόδοξη θεολογία μπορεί να μπολιάσει θεανδρικά και να
ανορθώσει σωτηριολογικά και οντολογικά την εικόνα του ανθρώπου και όχι η
θεολογία των «προσωπείων» και των πολιτικοκοινωνικοπολιτισμικών
σκοπιμοτήτων!! Όταν ανορθωθεί η εικόνα του ανθρώπου, τότε θα
βελτιωθεί και η κοινωνική και η πολιτισμική και η πολιτική του
κατάσταση. Ξεκινάει ανάποδα ο κ. Πρόεδρος, επιλέγοντας, ως θεολογική
δεοντολογία, να δίδει προτεραιότητα στον πολιτισμό, στην πολιτική και
στην κοινωνική πλευρά των προσώπων, των γεγονότων και των πραγμάτων και
όχι στη Θεολογική – υπαρξιακή και πνευματική!
[1] Η ΚΑΘΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
Επειδή
η περίσεμνος των θεολόγων Σχολή τη του Πρυτάνεως επινεύσει εις την
τάξιν των εαυτής διδακτόρων ηξίωσε δοκιμάσαί με, αύτη τε και τη
Πρυτανεία δημοσία καθομολογώ τάδε:
Τα
δόγματα της Ορθοδόξου ημών Ανατολικής Εκκλησίας εσαεί τηρήσειν ακέραια
και ακίβδηλα, ταις θείαις Γραφαίς αυτώ τε τω Ιερώ Ευαγγελίω και ταις
των Αποστόλων διδασκαλίαις και τοις των επτά Οικουμενικών Συνόδων
θεσπίσμασιν απαρατρέπτως επόμενος και μηδέν τούτοις αντίδοξον μηδ' απηχές μήδ΄ αλλότριον μήθ΄ ετέρους διδάξειν μήτ' αυτός αποδέξασθαι.
Όποι' δ' αν γης απίω, το των θεολογούντων τηρήσειν αξίωμα, σεμνοπρεπεία
μεν βίου, ηθών δε χρηστότητι διαπρέπων και τοιούτον εμαυτόν εν πάσι
παρέχων, οίον προσήκει φαίνεσθαι τον της θεολογίας, της των επιστημών
ακρότατης, αψάμενον και την ταύτης μελέτην προηρημένον.
Ταύτην μου την επαγγελίαν επιτελούντι είη ο Θεός αρωγός εν τω βίω.thriskeftika.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)