ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ
Εκκλησία της Βρεττανίας
OΙ ΑΓΙΟΙ ΟΣΒΑΛΔΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΝΟΡΘΟΥΜΒΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΪΔΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΙΝΤΙΣΦΑΡΝ
Βρεττανία, η μεγάλη αυτή νησιωτική χώρα ανάμεσα στην Ευρώπη και τον Ατλαντικό, δέχθηκε το χριστιανικό φως το όγδοο έτος της βασιλείας του Νέρωνος. Το γεγονός μαρτυρεί ο σοφός Βρεττανός Γίλδας (500-750), αλλά και ο Θεοδώρητος Κύρου (393-460), ο άγιος Κλήμης πάπας Ρώμης και οι συναξαριστές. Φορεύς του ευαγγελικού μηνύματος ήταν ο Απόστολος Παύλος. Υπάρχει όμως και μία άλλη διαδεδομένη και σεβαστή παράδοσις σύμφωνα με την οποία, ο πρώτος κήρυκας του Ευαγγελίου στην Βρεττανία, ήταν ο ενταφιαστής του Κυρίου, ο άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ο οποίος έφθασε στην νότια ακτή της Βρεττανίας έχοντας μαζί του το άγιο Ποτήριο του Μυστικού Δείπνου και μέρος από τον Ακάνθινο Στέφανο του Χριστού μας.
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι ο άγιος Ιωσήφ εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Γκλάστονμπέρυ (Glastonbury), το οποίο χρησιμοποίησε ως κέντρο της ιεραποστολικής του δράσεως. Αναφέρεται ότι κάποτε οι βάρβαροι και άξεστοι Βρεττανοί (αρχαίοι Κέλται κάτοικοι της Βρεττανίας), μη κατανοώντας το κήρυγμά του περί της ενσάρκου Οικονομίας του Κυρίου, τον επίεσαν φορτικώτατα να τους δείξη κάποιο «σημείο». Ο άγιος Ιωσήφ, απογοητευμένος από την σκληροκαρδία των παγανιστών, έμπηξε θυμωμένος στην γη το οδοιπορικό του ραβδί, το οποίο κατά παραχώρησιν Θεού ρίζωσε αμέσως, βλάστησε και έδωσε άνθη.
Κατά την παράδοσι αυτό το ραβδί προερχόταν από τον θάμνο που φύτρωσε στην Παλαιστίνη, όταν ο άγιος Ιωσήφ φύτεψε ένα από τα αγκάθια του στεφάνου του Κυρίου, πριν φύγη για το ιεραποστολικό του ταξίδι. Τρία και μεγάλα θαύματα έδειξε σ' αυτό το ραβδί-φυτό ο Πανάγιος Θεός: Το πρώτο είναι ο θαυματουργικός τρόπος της δημιουργίας του δένδρου. Το δεύτερο είναι ότι το δένδρο, που σώζεται ακόμη στην αυλή του αββαείου (μονής) του Αγίου Ιωάννου στο Γκλάστονμπέρυ, ανθίζει δύο φορές τον χρόνο, μία φορά την άνοιξι φυσιολογικώς και δεύτερη φορά θαυματουργικώς μέσα στην καρδιά του χειμώνα και για μία μόνον ημέρα: το βράδυ της 24ης προς την 25η Δεκεμβρίου. Κατά παράδοσιν τα πρώτα άνθη της δευτέρας αυτής θαυματουργικής ανθοφορίας προσφέρονται τιμητικώς στον εκάστοτε βασιλέα της Αγγλίας. Το τρίτο θαύμα είναι το γεγονός ότι το δένδρο —του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι oxyacanthus peris— ενώ φύεται μόνον στην Παλαιστίνη και σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, παραδόξως φύεται και στο Γκλάστονμπέρυ και μάλιστα σε ένα μόνο σημείο του. Κάθε προσπάθεια μεταφυτεύσεως έστω και λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα από το αρχικό δένδρο του θαύματος αποβαίνει άκαρπη.
Σύμφωνα με την παράδοσι πρώτος επίσκοπος Βρεττανίας χρημάτισε ο άγιος Αριστόβουλος, Κύπριος μαθητής του Αποστόλου Παύλου, αδελφός του αγίου Βαρνάβα και απόστολος εκ των Εβδομήκοντα[1]. Κατά τον όσιο ιερομόναχο και μεγάλο Βρεττανό ιστορικό Βέδα τον Αιδέσιμο (Bede the Venerable, 673-735), το έτος 182μ.Χ. ο βασιλεύς των Βρεττανών Λούκιος ζήτησε από τον πάπα Ελευθέριο να σταλή επίσκοπος, για να τον βαπτίση. Τότε ο πάπας έστειλε τους αγίους Δαμιανό και Φουγέντιο.
Το 314 οι επίσκοποι Εβόριος της Υόρκης, Ρεστιτούτος του Λονδίνου και Αδέλφιος του Κόλτσεστερ, με δύο πρεσβυτέρους και έναν διάκονο, πήραν μέρος στην τοπική σύνοδο κατά του Δονατισμού στην γαλλική πόλι Αρελάτη (Aries). Επίσης Βρεττανοί επίσκοποι έλαβαν μέρος και στις συνόδους της Σαρδικής (343) και του Αριμινίου (359).
Την πρώιμη ανάπτυξι του Χριστιανισμού στην Βρεττανία ανέκοψαν οι κατακτήσεις των Ιούτων, των Άγγλων και των Σαξώνων. Οι αρχαίοι Βρεττανοί Κέλτες, ήδη χριστιανοί, απωθήθηκαν στα ορεινά, στις άγριες ακτές της Κορνουάλλης, στην Ουαλλία και τα νησιά, ενώ άλλοι πέρασαν στην Γαλλική ακτή, στην σημερινή Βρεττάνη. Η Εκκλησία των αρχαίων Βρεττανών, γνωστή ως Κελτική, με την πάροδο του χρόνου απομονώθηκε από την οικουμενική Εκκλησία και —χωρίς να κακοδοξήση— διαφοροποιήθηκε σε θέματα εορτασμού του Πάσχα, κόμης των κληρικών κ.ά.
Οι κατακτητές Αγγλοσάξωνες, οι Ουαλλοί, οι βάρβαροι Πίκτες και Σκώτοι του βορρά εκχριστιανίσθηκαν δύσκολα χάρις στις Ιεραποστολικές προσπάθειες της Κελτικής Εκκλησίας και των παπών της Ρώμης. Σε μία εποχή διακρινόμενη για την αμάθεια και την βαρβαρότητα των ηθών και σε μία χώρα διηρημένη σε επτά βασίλεια που διαρκώς αλληλοσπαράσσονταν σε εμφύλιους πολέμους, έδρασαν άγιοι ιεραπόστολοι και ανεδείχθησαν δεκάδες άγιοι. Δυστυχώς τους αγίους αυτούς εμείς οι Έλληνες ελάχιστα τους γνωρίζουμε. Και όμως κάποια στιγμή τέθηκε και ελληνική σφραγίδα στο οικοδόμημα της Εκκλησίας της Βρεττανίας με τον διορισμό του Έλληνος μοναχού Θεοδώρου του εκ Ταρσού (†690) στην θέσι του αρχιεπισκόπου Καντουαρίας (Canterbury) από τον πάπα Βιταλιανό.
Από τον Η' αιώνα λόγω των επιδρομών των Βικίγγων το οικοδόμημα της βρεττανικής Εκκλησίας αρχίζει να καταστρέφεται. Είχαν προηγηθή αιώνες αντιπαραθέσεως και διαμάχης μεταξύ της Εκκλησίας των Κελτών και εκείνης των Αγγλοσαξώνων, με κύριο πρόβλημα την ανεξαρτησία ή μη έναντι της Ρώμης. Η βαθμιαία απορρόφησις της Κελτικής Εκκλησίας μετά την Σύνοδο του Γουΐτμπυ (Whitby) το 633-634 λέγεται ότι εζημίωσε σημαντικά τον χριστιανισμό στην Βρεττανία με την επικράτησι του ρωμαϊκού νομικιστικού πνεύματος. Η Ορθοδοξία στην Βρεττανία μπορούμε να πούμε ότι έφθασε στο οριστικό της τέλος με τον θάνατο του αγίου βασιλέως Εδουάρδου του Ομολογητού (†1065) και την επικράτησι των εκλατινισθέντων Νορμανδών σε όλο σχεδόν το φάσμα της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ζωής το 1066 με τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Έκτοτε η Βρεττανία ακολούθησε τον Παπισμό, έως ότου η νέα αίρεσις του Προτεσταντισμού σάρωσε και εξαφάνισε τα πάντα. Κατά τον επίσκοπο Τελμησσού Χριστόφορο Κομμοδάτο, σήμερα «ουδείς Βρεττανός επικαλείται τας πρεσβείας των αγίων και τας ευχάς των. Ελάχιστοι γνωρίζουν τους βίους των και πολύ λιγώτεροι τους βλέπουν ως πνευματοφόρους και προσπαθούν να τους μιμηθούν». Διότι «το ιδεώδες δι' αυτούς είναι να φθάσουν εις τα μέτρα του τζιέντλεμαν και της λαίδης και τούτο είναι αρκετόν. Η τυπολατρεία, ο μοραλισμός και η νοησιαρχία είναι χαρακτηριστικά των ιδιώματα, ενώ η καρδία των έπαυσε να εθίζεται εις την αποδοχήν της Θείας Χάριτος»[2].
Και όμως η Βρεττανική Εκκλησία έχει προσφέρει χιλιάδες αγίων στον Θεό. Το Άγιο Πνεύμα χαρίτωσε πολλές εκλεκτές ψυχές αυτής της χώρας, χωρίς να διακρίνη γηγενείς Βρεττανούς και Ιρλανδούς ή κατακτητές Αγγλοσάξωνες. Τα μοναστικά ιδεώδη της χριστιανικής Ανατολής βιώθηκαν από δεκάδες χιλιάδες κατοίκους των βρεττανικών νησιών. Ακόμη και σήμερα ολόκληρες περιοχές, όπως η Νήσος του Ανθρώπου (Isle of Man), η νήσος Αϊόνα (Iona) και η Κορνουάλλη είναι γεμάτες από αρχαία ερείπια που ανήκουν σε μονές, ερημητήρια και ησυχαστήρια. Περίλαμπρα αββαεία (ό,τι απέμεινε από τις καταστροφές των Διαμαρτυρομένων) μαρτυρούν την παλαιά εκκλησιαστική δόξα της χώρας αυτής. Κυρίως όμως ένας μεγάλος αριθμός αγίων της —δεκάδες μάρτυρες, όσιοι, βασιλείς, φωτισμένοι ιεράρχες, ακούραστοι ιεραπόστολοι, λόγιοι διδάσκαλοι και εργάτες των εκκλησιαστικών γραμμάτων— κοσμούν το οικουμενικό αγιολόγιο και μαρτυρούν για το βαθειά ορθόδοξο χριστιανικό παρελθόν της.
Ο άγιος Οσβάλδος (Oswald) ήταν υιός του ειδωλολάτρου Αγγλοσάξωνος βασιλέως της Νορθουμβρίας[3] Εθελφρίδου (Ethelfrith), ο οποίος φονεύθηκε πολεμώντας κατά των επίσης Αγγλοσαξώνων εισβολέων Εδουΐνου (Edwin) και Ρεδαβάλδου (Redwald). Εξ αυτών ο Εδουΐνος έγινε βασιλεύς της Νορθουμβρίας, εξεχριστιανίσθη μαζί με τους υπηκόους του και ετιμήθη υπό του λαού του ως άγιος[4]. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του ο Οσβάλδος και οι αδελφοί του μεγάλωσαν εξόριστοι στην Σκωτία, όπου και βαπτίσθηκαν. Μετά τον θάνατο του Εδουΐνου το 633 οι δύο πρεσβύτεροι αδελφοί του Οσβάλδου έλαβαν ο μεν Οσρικ (Osric) το βασίλειο της Δεΐρας (Deira), ο δε Εανφρίδος (Eanfrid) το βασίλειο της Βερνικίας (Bernicia).
Ατυχώς οι δύο αδελφοί του Οσβάλδου μετά την ανάληψι της εξουσίας λησμόνησαν τον Ουράνιο Βασιλέα και επέστρεψαν στα είδωλα, καταστρέφοντας το Ιεραποστολικό έργο του αγίου βασιλέως Εδουΐνου. Κατά τον όσιο Βέδα η τιμωρία τους ήλθε μέσω του Βρεττανού βασιλέως Καδουάλλα (Cadwalla), ο οποίος τον μεν ένα φόνευσε σε μάχη, τον δε άλλο με δόλο, όταν πήγε να διαπραγματευθή μαζί του.
Ο Οσβάλδος δημιούργησε ένα μικρό στρατό με· σκοπό να διώξη τον Καδουάλλα, που κυβέρνησε τυραννικά την Νορθουμβρία επί ένα χρόνο. Την προηγουμένη της συγκρούσεως ο Οσβάλδος διέταξε την κατασκευή ενός τεράστιου ξύλινου σταυρού, τον οποίο ύψωσε στην κορυφή μικρού λόφου που δέσποζε στο πεδίο της μάχης. Μπροστά στον σταυρό αυτό προσευχήθηκε γονατιστός ο Οσβάλδος και εναπέθεσε τις ελπίδες του στον Θεό. Πράγματι με την βοήθεια του Θεού νίκησε τον πολύ μεγαλύτερο εχθρικό στρατό και σκότωσε τον Καδουάλλα το 634. Έκτοτε το σημείο που υψώθηκε ο σταυρός εκείνος ωνομάσθηκε Αγρός του Ουρανού (Hevenfelt), διότι όλοι αναγνώρισαν ότι εκεί είχε γίνει ένα μεγάλο θαύμα. Επί σειρά αιώνων οι Χριστιανοί συνήθιζαν να προσκυνούν στον τόπο αυτό και να παίρνουν ως ευλογία μικρά κομμάτια ξύλου από τον σταυρό ή και από τα βρύα που φύτρωναν πάνω του. Αν κάπου υπήρχε ασθενής, επικρατούσε η συνήθεια να αγιάζουν νερό με το ξύλο του σταυρού και να το δίνουν στον πάσχοντα. Με τον τρόπο αυτό είχαν γίνει πολλά θαύματα. Επίσης στο σημείο εκείνο οι μοναχοί της γειτονικής μονής του Έξαμ (Hexham), συνήθιζαν να κάνουν αγρυπνία κατά την επέτειο του θανάτου του Οσβάλδου, ενώ αργότερα χτίστηκε και ναός.
Ένα από τα θαύματα που μαρτυρούνται για τον σταυρό εκείνο έγινε σε κάποιον μοναχό της ανωτέρω μονής ονόματι Βότχελμο (Bothelm), ο οποίος είχε σπάσει το χέρι του από πτώσι στον πάγο. Βασανιζόμενος από αφόρητους πόνους έμαθε ότι κάποιος από την αδελφότητα επρόκειτο να επισκεφθή τον σταυρό στον Αγρό του Ουρανού και τον παρεκάλεσε να του φέρη μία ευλογία από αυτόν. Ο μοναχός επέστρεψε στην μονή την ώρα που οι πατέρες έτρωγαν το βραδυνό τους φαγητό και έδωσε στον Βότχελμο ένα από τα βρύα που φύτρωναν πάνω στο ξύλο του Σταυρού. Εκείνος, μη έχοντας που να το βάλη, το τοποθέτησε μέσα στον κόλπο του χιτώνος του πάνω στο στήθος του, όπου και το ξέχασε. Την νύκτα, ενώ κοιμόταν, ένοιωσε κάτι κρύο στην πλευρά του και απλώνοντας το τραυματισμένο χέρι έπιασε το βρύο. Τότε διεπίστωσε ότι το χέρι του ήταν γερό.
Το 635 ο βασιλεύς Οσβάλδος ζήτησε από τους γέροντες της μονής της Αϊόνα στην Σκωτία[5] να στείλουν στην χώρα του έναν επίσκοπο, για να κηρύξη τον Χριστιανισμό και να αποκαταστήση την τάξι που είχε διασαλευθή με την αποστασία των αδελφών του. Οι Σκώτοι έστειλαν αρχικά τον μοναχό Κορμάνο (Corman), ο οποίος όμως —φύσει αυστηρός— απέτυχε στις σχέσεις του με τους Αγγλοσάξωνες. Μετά το γεγονός αυτό έγινε Σύνοδος και αποφασίσθηκε να αναλάβη την αποστολή ο άγιος μοναχός Αϊδανός (Aidan), ο οποίος και χειροτονήθηκε επίσκοπος.
Ο επίσκοπος Αϊδανός ήταν Ιρλανδός. Η ιεραποστολική του μέθοδος ήταν αποτελεσματική και συντόμως βαπτίσθηκαν χιλιάδες ειδωλολάτρες. Ο βασιλεύς Οσβάλδος δώρησε στον επίσκοπο Άϊδανό την νήσο Λίντισφαρν[6], για επισκοπική του έδρα. Η συνεργασία της ευλογημένης αυτής δυάδος, έφερε πλούσιους καρπούς: Κτίσθηκαν ναοί, δωρήθηκαν εδάφη για την δημιουργία μονών, καλλιεργήθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα, άρχισαν να υποχωρούν τα βάρβαρα ήθη.
Και οι δύο ηγέτες της χώρας, πολιτικός και θρησκευτικός, ήσαν υποδείγματα αρετής. Ο επίσκοπος, αν και γέρων, αρνιόταν πεισματικά να χρησιμοποιήση άλογο στις μετακινήσεις του. Σκοπός της ζωής του ήταν η ιεραποστολή. Επειδή στην αρχή δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα, ο βασιλεύς Οσβάλδος, που είχε μεγαλώσει στην Σκωτία, τον συνώδευε στις περιοδείες του και μετέφραζε τα κηρύγματά του. Θεωρείται ο φωτιστής της βορείου Βρεττανίας, διότι το έργο του άγιου Αυγουστίνου[7] δεν είχε προχωρήσει τόσο βόρεια. Κέντρο της ιεραποστολικής και επισκοπικής του δράσεως ήταν η μονή της νήσου Λίντισφαρν, η όποια πολλούς νέους εμόρφωσε και μεγάλους αγίους ανέδειξε. Παράλληλα ο Οσβάλδος, αν και ηγεμών, ήταν ταπεινός, φιλεύσπλαχνος και ελεήμων. Αναφέρεται το ακόλουθο χαρακτηριστικό περιστατικό: Κάποιο Πάσχα, ο βασιλεύς συνέτρωγε με τον επίσκοπο. Μπροστά τους βρισκόταν ένας περίτεχνος ασημένιος δίσκος γεμάτος εκλεκτά φαγητά. Κάποια στιγμή πληροφόρησαν τον βασιλέα ότι στην πύλη του παλατιού είχαν έλθει πτωχοί που περίμεναν την ελεημοσύνη του. Αμέσως ο Οσβάλδος έδωσε τον δίσκο σε έναν υπασπιστή με την εντολή, αφού μοιράση τα φαγητά, να κόψη τον δίσκο σε μικρά τεμάχια και να τα μοιράση ελεημοσύνη. Ο επίσκοπος Αϊδανός συγκινημένος έπιασε το δεξί χέρι του ευσεβούς μονάρχου και ανεφώνησε: «Είθε τούτο το χέρι να είναι πάντα δυνατό και δοξασμένο». Όπως θα δούμε, η ευχή αυτή εκπληρώθηκε αργότερα, μετά τον θάνατο του βασιλέως.
Ο Οσβάλδος με την σύνεσι και την αγιότητά του ένωσε τα βασίλεια της Δεΐρας και της Βερνικίας. Στις 5 Αυγούστου του έτους 642 έπεσε σε μάχη εναντίον του ειδωλάτρου βασιλέως των Μερκιανών[8] Πέντα (Penda) αμυνόμενος της πίστεως και της πατρίδος του. Ήταν μόλις 38 ετών. Το τέλος του υπήρξε μαρτυρικό. Ενώ αυτός ακόμη προσευχόταν για τις ψυχές των σωματοφυλάκων του που είχαν όλοι σκοτωθή, οι ειδωλολάτρες τον απεκεφάλισαν και κατά διαταγήν του Πέντα ετεμάχισαν τελετουργικά το σώμα του προς τιμήν του θεού τους Γουόντεν (Woden) και ύψωσαν το κεφάλι και τους δύο βραχίονες του πάνω σε ξύλινους πασάλους στο πεδίο της μάχης. Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο αδελφός και διάδοχος του Οσβάλδου βασιλεύς Όσγουϊ (Oswy) επανέκτησε την περιοχή, βρήκε τα λείψανα του μάρτυρος αδελφού του, από τα οποία η μεν κάρα και το αριστερό χέρι είχαν υποστή την φυσιολογική φθορά, το δεξιό όμως χέρι (εκείνο για το οποίο είχε ευχηθή ο επίσκοπος Αϊδανός) βρέθηκε αδιάφθορο. Ο νέος βασιλεύς κατέθεσε το αδιάφθορο δεξί χέρι και τα λείψανα του αριστερού, σε ασημένια λειψανοθήκη, στον ναό του άγιου Πέτρου της πρωτευούσης Βαμβούργου (Bamburgh), την δε κάρα αποθησαύρισε στον ναό της μονής του Λίντισφαρν. Τα λοιπά λείψανα παραδόθηκαν στο αββαείο του Μπάρντνεϋ (Bardney) υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Την μονή αυτή τιμούσε ιδιαίτερα η κόρη του νέου βασιλέως και ανηψιά του άγιου Οσβάλδου πριγκήπισσα Οστρίδη (Osthryd). Επιθυμούσε λοιπόν τα λείψανα του μάρτυρος θείου της να αναπαυθούν εκεί. Οι Μερκιανοί μοναχοί όμως της μονής, αν και γνώριζαν την αγιότητα του βίου του Οσβάλδου, δεν τα δέχθηκαν για καθαρά φυλετικούς λόγους. Άφησαν λοιπόν την άμαξα που μετέφερε τα λείψανα έξω από την μονή όλη την νύκτα, χωρίς να της επιτρέψουν την είσοδο. Ο Πανάγιος Θεός όμως, θέλοντας αφ' ενός να δοξάση τον δούλο Του και αφ' ετέρου να καταδικάση την κακία του φυλετικού μίσους, έδειξε το εξής θαυμαστό σημείο: Στήλη φωτός από τον ουρανό, ορατή από όλη την επαρχία του Λίντσεϋ (Lindsey), φώτιζε όλη την νύκτα τα τίμια λείψανα. Το πρωί μετανοημένοι οι μοναχοί υποδέχθηκαν με ύμνους τα λείψανα του αγίου και τον ευχαρίστησαν που προτίμησε να αναπαυθή στο μοναστήρι τους. Κατά την τάξι τους έπλυναν τα λείψανα και στην συνέχεια τα τοποθέτησαν σε λάρνακα μέσα στον ναό, υψώνοντας πάνω από την λειψανοθήκη το λάβαρο του μάρτυρος βασιλέως.
Το νερό στο οποίο πλύθηκαν τα άγια λείψανα χύθηκε σε μία γωνία του κοιμητηρίου της μονής. Έκτοτε το χώμα στο σημείο εκείνο φυγάδευε τις ενέργειες των δαιμόνων, όπως αποδεικνύει και το ακόλουθο περιστατικό: Κάποτε η πριγκήπισσα Οστρίδη βρισκόταν στην μονή αυτή. Εκεί την επισκέφθηκε για να υποβάλη τον σεβασμό της η μοναχή Εθελχίλδη (Ethelhild), ηγουμένη γειτονικής μονής. Συζητώντας με την πριγκήπισσα η ηγουμένη ανέφερε ότι είχε δει και εκείνη την στήλη του φωτός πάνω από τα λείψανα του αγίου Οσβάλδου, η δε πριγκήπισσα την πληροφόρησε ότι κατά την μαρτυρία των πατέρων της μονής το χώμα στο οποίο είχε χυθή το απόπλυμα των λειψάνων έδιωχνε τους δαίμονες. Η ηγουμένη τότε ζήτησε και έλαβε λίγο τέτοιο χώμα, το οποίο φύλαξε σε ένα σακουλάκι. Αργότερα, όταν έφεραν στο μοναστήρι της μία δαιμονιζόμενη, η πάσχουσα θεραπεύθηκε μόνο με την θέα του αντικειμένου αυτού.
Η χάρις του Θεού έδειξε θαύματα όχι μόνον μέσω των τιμίων λειψάνων του αγίου Οσβάλδου και του σταυρού που ύψωσε, αλλά και με το χώμα του σημείου όπου έπεσε στο πεδίο της μάχης και με τους πασάλους πάνω στους οποίους ύψωσαν τα τίμια μέλη του. Τα ακόλουθα θαύματα αναφέρονται στην Ιστορία του Αγγλικού λαού και της Εκκλησίας του τού οσίου Βέδα.
Κάποτε ένας ταξιδιώτης περνούσε με το άλογό του από το λιβάδι όπου είχε γίνει η μάχη και φονεύθηκε ο άγιος Οσβάλδος. Τότε το άλογό του έπεσε κάτω και άρχισε να σπαράζη βγάζοντας σπαρακτικές κραυγές. Ο χωρικός, αν και προσπάθησε να το σώση, δεν μπόρεσε να κάνη τίποτε. Τότε άρχισε να το σέρνη προς το σημείο όπου είχε πέσει το ματωμένο σώμα του βασιλέως. Όταν έφθασε εκεί, το άλογο ηρέμησε, σταμάτησε τις κραυγές και συνέχισε τον δρόμο του.
Στην συνέχεια του ταξιδιού του ο χωρικός έφθασε σε ένα χάνι. Εκεί διεπίστωσε ότι η ανηψιά του ιδιοκτήτη ήταν παράλυτη. Διηγήθηκε τότε τι είχε συμβή στο άλογό του και συνέστησε στους συγγενείς να μεταφέρουν την κοπέλα στο σημείο εκείνο. Πράγματι η πάσχουσα μεταφέρθηκε με ένα φορείο και έμεινε όλη την νύκτα εκεί. Όταν ξύπνησε το πρωί, ζήτησε νερό, έπλυνε το πρόσωπο της, χτένισε τα μαλλιά της, έσιαξε την μαντήλα στο κεφάλι της και γύρισε πίσω με τα πόδια υγιής, όσο ποτέ άλλοτε.
Μια άλλη φορά ένας Βρεττανός ταξιδιώτης, περνώντας από το πεδίο της μάχης διεπίστωσε ότι ένα σημείο του λιβαδιού ήταν πιο πράσινο και πιο ανθισμένο από το υπόλοιπο. Τούτο το θεώρησε σαν σημείο που φανέρωνε ότι εκεί είχε πέσει κάποιος πολεμιστής μεγάλης αγιότητος, γι' αυτό και πήρε για ευλογία λίγο χώμα. Συνεχίζοντας τον δρόμο του έφθασε την νύκτα σε ένα χωριό και φιλοξενήθηκε στην καλύβα μιας οικογενείας. Πριν κοιμηθή κρέμασε σε μία δοκό το μικρό σακούλι με το χώμα του λιβαδιού. Την νύκτα όμως ξέσπασε πυρκαϊά. Όλα κατακάηκαν έκτος από την δοκό εκείνη και το πάνινο σακουλάκι. Όταν οι χωρικοί ρώτησαν περί αυτού τον ξένο ταξιδιώτη, διεπίστωσαν ότι επρόκειτο για χώμα από το σημείο που έπεσε ο άγιος Οσβάλδος.
Στην μονή που φυλάσσονταν τα άγια λείψανα ζούσε κάποτε ένα παιδί που αργότερα έγινε μοναχός. Κάποτε αρρώστησε από πυρετό και ρίγη. Τότε ένας από τους παλαιούς αδελφούς της μονής τού συνέστησε να σταθή δίπλα στην λάρνακα, έως ότου του περάση ο πυρετός. Πράγματι το παιδί βρήκε την υγεία του και έμεινε στην μονή για όλη του την ζωή.
Η φήμη των θαυμάτων του αγίου Οσβάλδου δεν έμεινε μέσα στα όρια της Βρεττανίας, αλλά διαδόθηκε γρήγορα, κυρίως στην Ιρλανδία και την Γερμανία. Ο αγγλικής καταγωγής άγιος Γουϊλιβρόρδος (Willibrord), φωτιστής των Φρισίων (αρχαίων Ολλανδών) και αρχιεπίσκοπος Ουτρέχτης, διηγείται τα ακόλουθα από το καιρό της δωδεκάχρονης παραμονής του στην Ιρλανδία:
«Τον καιρό που μία μεγάλη επιδημία πανώλους αποδεκάτιζε την Βρεττανία και την Ιρλανδία, αρρώστησε και ένας λόγιος Σκώτος που ζούσε στην Ιρλανδία. Βλέποντας τον θάνατο του να πλησιάζη ήλθε σε συναίσθησι της καταστάσεώς του και έστειλε και με κάλεσε να τον εξομολογήσω. "Βλέπω από τώρα, είπε, τις φλόγες της κολάσεως. Αν όμως ο Θεός με σώση, υπόσχομαι να αλλάξω ζωή. Έχω ακούσει για τον άγιο βασιλέα σας Οσβάλδο. Σας παρακαλώ, αν έχετε λείψανά του, να με ευλογήσετε". Του είπα ότι είχα ένα κομματάκι από τον πάσαλο στον οποίο κάρφωσαν την τιμία κάρα του και πως, αν έχη πίστι, ο Θεός όχι μόνον θα τον έσωζε διά πρεσβειών του δούλου Του, αλλά θα του έδινε και πολλά χρόνια ακόμα. Με διεβεβαίωσε για την πίστι του. Τότε εγώ έβαλα το ξύλο σε λίγο νερό και του έδωσα να πιη. Πράγματι θεραπεύθηκε και έζησε χριστιανικά για πολλά ακόμη χρόνια, μετανοημένος και τακτοποιημένος».
Προς τιμήν του αγίου Οσβάλδου έχουν αναγερθή τουλάχιστον 67 ναοί. Κατά το ρωμαϊκό μαρτυρολόγιο η μνήμη του τιμάται στις 9 Αυγούστου.
Ο άγιος Αϊδανός κοιμήθηκε το 651, λίγο μετά τον θάνατο του φίλου του και διαδόχου τού αγίου Οσβάλδου, αγίου βασιλέως Οσγουΐνου (Oswin). Κηδεύθηκε στην μονή του Λίντισφαρν. Την στιγμή του θανάτου του ένας αθώος νεαρός βοσκός, ο μετέπειτα επίσκοπος Λίντισφαρν Κουθβέρτος (Cuthbert)[9], ευρισκόμενος στους λόφους πάνω από την μονή, είδε την μακαρία ψυχή του αγίου Αϊδανού να ανέρχεται στον ουρανό συνοδευόμενη από υπερκόσμιο φως. Το όραμα αυτό τον παρεκίνησε να αφιερωθή και ο ίδιος στον Θεό ως μοναχός.
Η μνήμη του αγίου Αϊδανού επισκόπου Λίντισφαρν τιμάται (κατά το ρωμαϊκό επίσης μαρτυρολόγιο) στις 31 Αυγούστου.
[2] Χριστοφόρου Κωνσταντίνου Κομμοδάτου, Επισκόπου Τελμησσού, Οι Άγιοι των Βρεττανικών Νήσων, Αθήναι 1985, σ. 28-29.
[3] Northumbria: μεγάλη γεωγραφική περιοχή της Β. Βρεττανίας αποτελουμένη από τα αγγλοσαξωνικά βασίλεια της Βερνικίας (Bernicia) και της Δεΐρας (Deira). Η πιο γνωστή πόλις της είναι η Υόρκη.
[4] Βαπτίσθηκε το Πάσχα του 627 μ.Χ. από τον επίσκοπο Παυλίνο στην Υόρκη. Μετά την βάπτισί του ο λαός του βασιλείου του προσήρχετο αθρόως στον Χριστιανισμό και επειδή δεν υπήρχαν ναοί ή βαπτιστήρια, εβαπτίζοντο στις λίμνες και τους ποταμούς. Ο Εδουΐνος έγινε αληθινός χριστιανός και βοήθησε σημαντικά την Εκκλησία. Φονεύθηκε σε μάχη το 633 σε ηλικία 48 ετών και τιμάται στις 4 Οκτωβρίου.
[5] Iona: νησί δυτικά της Σκωτίας, χωριζόμενο από αυτήν με μικρό πορθμό. Υπήρξε μεγάλο μοναστικό κέντρο και ανέδειξε δεκάδες οσίους. Οι μοναχοί του διακρίθηκαν για το ιεραποστολικό τους ζήλο. Ο μοναχισμός εκεί είχε μεταφυτευθή από την Ιρλανδία, η οποία μπορούμε να πούμε ότι ήταν τότε το τρίτο μεγάλο κέντρο του χριστιανικού κόσμου μετά την Ρώμη και την Κωνσταντινούπολι. Οι δε εντόπιοι Σκώτοι ήταν αρχαίοι Ιρλανδοί που είχαν μεταναστεύσει στην σημερινή Σκωτία και είχαν διατηρήσει την γλώσσα και το αρχαίο τους όνομα, όπως ακριβώς και οι Έλληνες της Μ. Ασίας και Κ. Ιταλίας. Σκωτία εκαλείτο στην αρχαιότητα η Ιρλανδία.
[6] Lindisfarne: νησί στο βασίλειο της Βερνικίας, πολύ κοντά στην πρωτεύουσα του βασιλείου Bamburgh. Υπήρξε επίσης μεγάλο μοναστικό κέντρο, ανέδειξε πολλούς αγίους και επηρέασε σημαντικά την πνευματική ζωή στην Βρεττανία.
[7]Ο άγιος Αυγουστίνος είναι ο πρώτος αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας (Canterbury). Κατά την παράδοσι, όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, ο μετέπειτα πάπας, ήταν ακόμη ηγούμενος στην Ρώμη, είδε κάποτε να πωλούνται στην αγορά ως δούλοι ωραιότατοι νέοι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Όταν πληροφορήθηκε ότι είναι Άγγλοι, είπε χαριτολογώντας ότι δεν πρέπει να λέγωνται Άγγλοι, αλλά Άγγελοι. Όταν αργότερα έγινε πάπας, έστειλε στην Βρεττανία (το 596 μ.Χ.) τον μοναχό Αυγουστίνο επικεφαλής ομάδος σαράντα ιεραποστόλων, για να εκχριστιανίση τους Αγγλοσάξωνες. Ο Αυγουστίνος χειροτονήθηκε επίσκοπος το 597 μ.Χ. στην γαλλική πόλι Αρελάτη. Το έτος 600 μ.Χ. ο πάπας Γρηγόριος του έστειλε το ωμοφόριον (pallium), αναγνωρίζοντάς τον έτσι ως πριμάτο της βρεττανικής Εκκλησίας και δίδοντάς του την εντολή να χειροτονήση άλλους δώδεκα επισκόπους για την νέα Εκκλησία. Ο άγιος Αυγουστίνος κοιμήθηκε το 605 μ.Χ. και τιμάται στις 26 Μαΐου.
[8] Mercia: ένα από τα αλληλοσυγκρουόμενα μικρά αγγλοσαξωνικά βασίλεια
[9] Ο άγιος Κουθβέρτος είναι από τους πιο γνωστούς της χορείας των Σκώτων αγίων. Την μετέπειτα πορεία του επηρέασε το όραμα που είδε κατά την κοίμησι του αγίου Αϊδανού. Κατετάγη στην μονή του Μέλροζ (Melrose) ύπό τον όσιο Ήτα (Eata). Εκεί απέκτησε θεολογική κατάρτισι και άρχισε ιεραποστολικές περιοδείες. Με την πίεσι του βασιλέως Εγφρίδου (Egfrith), των επισκόπων και του λαού χειροτονήθηκε επίσκοπος Λίντισφαρν, ενώ παράλληλα ησύχαζε και σε ένα ερημητήριο στην νήσο Φαρν (Farne). Είχε το προφητικό χάρισμα και λέγεται ότι δίδαξε στους Άγγλους την ωραιότητα της θρησκείας και το κάλλος της λατρείας. Προείδε τον θάνατό του και αποσύρθηκε στο ασκητήριό του, όπου και κοιμήθηκε το έτος 687 σε ηλικία 57 ετών. Τιμάται στις 20 Μαρτίου και επ' ονόματί του τιμώνται 83 ναοί.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 7
ΜΑΡΤΙΟΣ - ΜΑΪΟΣ 1990
impantokratoros
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου