Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στούς Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τόν 18ο αιώνα, κατά τούς χρόνους της τουρκοκρατίας καί της πικράς δουλείας, όταν οι πολέμιοι του Χριστιανισμού είχαν εξαπλωθεί καί εγκατασταθεί στά πάτρια εδάφη των Ορθοδόξων Ελλήνων, γιατί ο διάβολος ως εχθρός της ειρήνης καί του Χριστιανισμού δεν θέλει να χαίρονται οι άνθρωποι καί να ζουν ήσυχα…
Ανατράφηκε σ’ αυτό τον αγιασμένο τόπο στους πρόποδες των βουνοσειρών πού τούς προηγούμενους αιώνες έζησαν Άγιοι άνθρωποι, όταν ανθούσε η ασκητική καί μοναστική ζωή, πού συνεχίζεται ως σήμερα διατηρώντας την Χριστιανική παράδοση του νησιού. Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, πού οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά. Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου. Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο. Η εγκατάσταση πολλών Πυργιανών και Παφλιωτών στον νεοαναγειρόμενο οικισμό «Καλαμιάρη» στο σημερινό χωριό της Παναγιούδας, καταδεικνύει ότι πολλοί φέρουν επώνυμα όπως Χατζηαποστόλου, Χατζημανωλάκης, Χατζηαργυρίου κ.α. που επιβεβαιώνουν την καταγωγή τους και την ιστορική σχέση τους με τον Χριστιανισμό. Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα τό πρώην μαγαζί του Άγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου καί Ερμού 110).
Μέσα στις δύσκολες περιστάσεις της εποχής εκείνης, τις δυσχέρειες, τις ενοχλήσεις των ποικίλων πειρασμών καί τις μεθοδεύσεις των εχθρών δαιμόνων με τις οποίες πολεμάτε κάθε άνθρωπος, ο Θεόδωρος μη μπορώντας να χαλιναγωγήσει καί να ελέγξει τον εαυτό του σε στιγμές εκνευρισμού, προσβάλλεται, θυμώνει καί ασεβεί κατά Αυτού πού αγαπά. Του Αληθινού Θεού, αφήνοντας το σατανά να κυριεύσει την καρδιά του, δίχως να αισθάνεται Θείο φόβο. Αμαυρώνεται ο νους του καί προσβάλλεται από τούς δαίμονες. Δέχεται την από εχθρών αοράτων καί ορατών επίθεση καί η ψυχή του σκοτίζεται καί καταμολύνεται. Εξ’ απροσεξίας oμολογεί τήν πλάνη του μουσουλμανισμού, πού ο θεός τους είναι δαιμόνων είδωλο. Γίνεται αρνητής του Χριστού. Υποκύπτει στή φθορά καί στήν ομίχλη της αμαρτίας. «Ψυχήν ερρύπωσε». Παράλογα ρυπαίνει καί κολάζει τήν ψυχή καί τό σώμα του, καταφρονώντας καί παραβαίνοντας τούς Θείους νόμους. Ξεγελιέται νά καταναλώσει τόν βίο του μακριά από τήν πηγή της ζωής καί νά ζει ασώτως. Η καρδιά του πτωχαίνει καθημερινά. Απομακρύνεται από τόν Αληθινό Τριαδικό Θεό. Τά κύματα των αμαρτιών του παροργίζουν τόν Θεό. Η Θεία χάρις τόν εγκαταλείπει. Τά πάθη ελλοχεύουν. Η καρδιά του ξηραίνεται καί ερημώνεται. Δουλωθείς στό αμάρτημα της αρνησιθρησκείας, σκορπά κακώς τόν πλούτο του Χριστιανισμού καί μένει πνευματικά γυμνός. Παραδωμένος στήν ζάλη καί τό σκότος της αμαρτίας, διάγει τήν ζωή του εν αμελεία. Η σκοτισθείσα ψυχή του κυκλώνεται από τήν εσχάτη άβυσσο. Κλυδωνιζόμενος οδεύει μέσα στήν νύχτα της αγνωσίας του μωαμεθανισμού. Οι οδύνες του Άδη τόν κυκλώνουν. Τά σκοτεινά θανατηφόρα νέφη της καρδιάς του γίνονται παγίδα πνευματικού θανάτου.
Όμως, μέσα στό σκότος της αμαρτωλότητάς του τρεμοσβήνει στά βάθη της ψυχής του μία μικρή σπίθα Θείας χάριτος. Είναι ότι απέμεινε από τό φως του Χριστού πού λαμβάνει κάθε βαπτιζόμενος Χριστιανός. Έτσι καί γιά τόν πεσόντα Θεόδωρο, ως δώρο Θεού έρχεται ο φωτισμός διά του Αγίου Πνεύματος. Βλέποντας καθημερινά τούς συμπατριώτες του Χριστιανούς να αγωνίζονται ταπεινωμένοι μέσα στήν σκλαβιά, χωρίς νά προδίδουν τόν Θεό τους Ιησού, αρχίζει νά ενθυμείται τήν Χριστιανική πίστη καί τήν ευσέβεια των προγόνων καί της οικογένειάς του. Κατανοεί τήν πλάνη των μουσουλμάνων. Τό βάρος της παραπτώσεως καί της ντροπής αρχίζει νά μεγαλώνει. Θλίβεται, βυθίζεται σέ απόγνωση καί δέν τολμά νά ατενίσει τόν ουρανό ούτε καί τήν γη. Συναισθάνεται της αμαρτίας τό πλήθος καί ως άσωτος διαβλέπει τίς ανομίες του, τήν δεινή αμορφία της ψυχής του. Αρχίζει νά φωτίζεται. Κατανοεί τήν ασθένειά του. Ενθυμείται τά έργα της προδοσίας, τήν ώρα τήν φοβερά του θανάτου, τούς κατηγόρους δαίμονες, τό βήμα τό φρικτό, τήν δικαία κρίση, τήν φρικτή απόφαση. Μέ θερμά δάκρυα ψάχνει καί επιζητεί της κολάσεως τήν λύτρωση. «Τί αμελείς ω ψυχή μου»; Η πικρία των λογισμών άρει τό της αμαρτίας φορτίο. Επιθυμεί νά τό ελαφρύνει. Αράμενος τόν Σταυρό των αμαρτιών του, παίρνει τό δρόμο της μετανοίας. Σκέπτεται τά πεπραγμένα. Τήν αρνησιθρησκία. Πρέπει νά εξαγοράσει τίς αμαρτίες του πρίν κλείσει η θύρα της μετανοίας. «Ήμαρτον καί σώσον με…». Θέλει νά λυτρωθεί απ’ τόν κίνδυνο, έχοντας κατανοήσει των αμαρτημάτων τό πέλαγος καί τόν βυθό των πταισμάτων του. Ημέρα καί νύχτα αναζητεί τήν πηγή της ζωής, τόν Ιησού Χριστό πού κατήλθε καί εσαρκώθη δι’ ημάς γενόμενος άνθρωπος. Επιθυμεί νά ελκυστεί πρός τό Φως Του. Μέ δάκρυα μετανοίας καί στεναγμούς ζει τό λάθος της αρνήσεως του Ιησού. Αναζητεί φωτισμό καί έλεος, ποθεί τούς γαληνότατους λιμένες της ζωής καί της Ορθοδόξου αληθείας. Ελπίζει στήν φιλανθρωπία του Κυρίου καί της ευσπλαχνίας Του τό μέγα έλεος.
Ο Θεός εισακούει τίς προσευχές του. Τά βήματά του τόν οδηγούν από τήν Λέσβο στό καταφύγιο του Αγίου Όρους, στό φέγγος της Ορθοδοξίας. Στό λιμάνι βρίσκει πλοιάριο πού αναχωρεί γιά τό Περιβόλι της Παναγίας καί επιβιβάζεται σ’ αυτό. Ατενίζει τή θάλασσα του Αιγαίου καί διαισθάνεται τόν βυθό των πταισμάτων καί της απωλείας πού ολίσθησε. Τά δάκρυά του γίνονται ένα μέ τό πέλαγος. Ως ο Πέτρος δίνει χείρα στόν Χριστό γιά νά σωθεί. Παρακαλεί τόν Θεό νά τόν οδηγήσει όπου θά ήταν ωφέλιμο γιά τήν σωτηρία του. Εναποθέτει τίς ελπίδες του Σ’ Εκείνον, εν κατανύξει κραυγάζον: «Ελέησόν με ο Θεός κατά τό μέγα έλεός Σου…». Αναζητεί τήν σωτήρια ελπίδα. «Σώσον με ως τήν πόρνη, ως τόν τελώνη, ως τόν ληστή…». Φθάνοντας στό Άγιον Όρος ζητεί τήν βοήθεια των Πατέρων πού του προσφέρουν Αγάπη Θεϊκή. Ο Θεόδωρος ταπεινώνεται, ως ο τελώνης μετανοεί. «Ιλάσθητι καί σώσον με…». Εξομολογείται τίς αμαρτίες πού βαραίνουν τήν ψυχή του σέ έμπειρους πνευματικούς πού είχαν καθοδηγήσει πολλούς Νεομάρτυρες. Υποβάλλεται σέ αυστηρούς κανόνες καί πνευματικές ασκήσεις. Αγωνίζεται καί σκληραγωγείται μέ νηστείες γιά νά εξιλεώσει τόν Θεό. Διδάσκεται τά περί Ορθοδοξίας. Του υποδεικνύουν τόν δρόμο πού εισάγει στήν Βασιλεία Εκείνου Του ανάρχου καί αϊδίου, των απάντων Βασιλέα της δικαιοσύνης Χριστόν τόν Θεόν, πού τά Σεραφείμ ασιγήτως δοξάζουν. Ακούοντας τίς νουθεσίες των Αγίων Πατέρων ετρώθη στήν καρδιά του ο πόθος, ο Θείος έρωτας καί η αγάπη γιά τόν Χριστό. Μέ τίς προσευχές των Αγιορειτών Πατέρων ο νους του καθαρίζεται καί η καρδιά του φωταγωγείται, πληρούται μέ τήν αληθινή γνώση καί μέ τήν ένθεη πίστη εξαφανίζει τήν πλάνη. Χρίεται τό Άγιο Μύρο καί προσέρχεται προθύμως στόν Χριστό. Προσκυνεί τήν Αγία Τριάδα καί κοινωνεί τά άχραντα Μυστήρια. Ανυψώνεται από τό βάθος των κακών. Στηρίζεται πρός τήν Θεία ζωή. Ανάβει της ψυχής του ο λύχνος. Ο Θεός απομακρύνει τό σκότος της αμαρτίας, αποβάλλοντας τήν πικρία του διαβόλου πού διώκεται από μέσα του. Το Φως του Παρακλήτου ανάβει στη ζωή του και διανοίγονται της καρδίας του οι οφθαλμοί. Φωτίζεται καί γεμίζει από ακτίνες της Θείας χάριτος. Η καθαρότητα στο νου του επανέρχεται γνησίως. Εκολλήθη στόν Χριστό. Πληρούται μέ τά νάματα του Αγίου Πνεύματος. Η ψυχή του ευωδιάζει. Ζει Θεοπρεπώς, εν Χριστώ, πορευόμενος πρός τήν σωτηρία, λυτρωμένος από τίς αμαρτίες. Οι αρετές ξαναβλασταίνουν μέσα του. Η ζωή του ειρηνεύει, υμνώντας Ορθοδόξως τόν Κύριο. Στήν Αγία Κιβωτό του Αγίου Όρους, ο Άγιος Θεόδωρος, καθαρίζοντας τούς ρύπους της ψυχής του, σκέφτεται εν ησυχία. Παίρνει ευλογία καί επιστρέφει αναπλασμένος καί αναγεννημένος εκεί πού είχε αρνηθεί τόν Χριστό, στήν Μυτιλήνη.
Εκεί η Θεία χάρη ενέπνευσε στήν καρδιά του τόν λογισμό του Μαρτυρίου. Μέ τήν ευχή του πνευματικού του, αισθανόμενος θείο ζήλο, μελετά ενδομύχως τά του Μαρτυρίου καί προετοιμάζεται μέ νηστεία καί προσευχή προτρέποντας τόν εαυτό του. Φλόγα λαμπρά ανάβει στήν καρδιά του Ευλογημένου Θεοδώρου. Σκέφτεται τόν υπέρ Χριστού θάνατο. Δέν αναπαύεται στήν σκέψη ότι καί μόνο διά τῆς μετανοίας θά ήταν δυνατόν νά συγχωρηθεί από τόν Χριστό. Ποθεί νά εξαλείψει τήν αμαρτία του διά του αίματός του, νιώθοντας ακόμα βαρύ τόν έλεγχο της συνειδήσεώς του. Αποφασίζει νά απολογηθεί υπέρ της Πίστεως του Χριστιανισμού καί κατά της πλάνης του μωαμεθανισμού, στερεωμένος γιά νά μήν δειλιάσει στίς πανουργίες των δαιμόνων. Νιώθει ενδυναμωμένος από τήν εμπειρία της Θεογνωσίας του Αγίου Όρους. Ο αγώνας του Μαρτυρίου έχει αρχίσει. Ο Άγιος προσέρχεται στόν Χριστό αράμενος τόν Τίμιο Σταυρό. Στά χνάρια πολλών προγενέστερων Μαρτύρων αποφασίζει νά θυσιασθεί καί νά πεθάνει μαρτυρώντας γιά τήν πίστη του στόν Βασιλέα Χριστό, τόν Αληθινό Θεό. Τίποτα δέν δύναται νά τόν χωρίσει από τόν γλυκύ Ιησού. Βέβαιος ότι ο Θεός θά φροντίζει γιά τήν γυναίκα καί όλη τήν οικογένειά του, μέ ένθεο θάρρος παρουσιάζεται στόν τούρκο κριτή της αδικίας, του πνεύματος της πλάνης καί στεκόμενος ενώπιον των τυρράνων τούς ρωτά: «Εάν κάποιος αδικηθεί ή απατηθεί, μπορεί νά βρεί τό δίκιο του;» «Καί βέβαια μπορεί», απάντησε ο κριτής. Καί ο Μάρτυς του λέγει: «Εγώ είχα μία πίστη, τήν πίστη μου, πού είναι ένα καθαρό καί ανόθευτο χρυσάφι, αλλά επειδή σκοτίστηκε ο νους μου από τόν διάβολο, απατήθηκα καί τήν απαρνήθηκα καί ασπάσθηκα τή δική σας, γιατί τή νόμισα καλύτερη. Τώρα όμως πού συνήλθα, βλέπω ότι η δική μου πίστη είναι τό καθαρό καί ανόθευτο χρυσάφι καί η δική σας δέν είναι ούτε χαλκός». Καί λέγοντας αυτά τά λόγια έβγαλε από τό κεφάλι του τό λεγόμενο σαρίκι πού φορούσε ως τουρκεμένος καί τό πέταξε μπροστά στόν κριτή καί βγάζοντας απ’ τόν κόρφο του ένα μαύρο σκούφο τόν φόρεσε στό κεφάλι του. Καταπατώντας τό σαρίκι ο Άγιος, καταπατεί καί περιφρονεί τά σημεία της πίστεως των μουσουλμάνων. Μέ τήν ομολογία του αυτή ο Άγιος κατέπτυξε των δαιμόνων τήν δύναμη. Ρωμαλέος καταπατεί τόν εχθρό καί τόν συντρίβει. Ο Θεός δέν τόν εγκαταλείπει καί δέν επιτρέπει νά νικηθεί από τόν σατανά. Τότε του είπε ο κριτής: «Μπρέ τρελλέ, τί κάνεις; Έχασες τό νου σου;» καί ο Μάρτυς αποκρίθηκε: «Όχι, στά καλά μου είμαι, καί ξέρω τί λέγω». Ο κριτής του είπε καί του ξανάπε τά ίδια λόγια, μά πάντα ο Μάρτυς απαντούσε: «Ξέρω τί λέω. Είμαι στά καλά μου. Τότε δώθηκε διαταγή νά φυλακισθεί ο Άγιος. Αλλά καί πάλι διέταξε καί τόν έφεραν μία καί δύο φορές μπροστά στόν κριτή πού προσπαθούσε μέ κάθε τρόπο νά τόν ξαναφέρει στόν μωαμεθανισμό. Τέλος αφού τον είδε ότι στέκεται ακλόνητος καί σταθερός στήν πίστη του τόν καταδίκασε σέ θάνατο καί τόν έστειλε στό Ναζίρη, τόν ονομαζόμενο Ομέρ Αγά. Κι αυτός μεταχειρίστηκε πολλά κολακευτικά λόγια καί πολλές υποσχέσεις του έδινε γιά νά τόν καταφέρει, αλλά ο Μάρτυς συνεχώς επαναλάμβανε: «Ξεγελάστηκα καί έδωσα τό καθαρό χρυσάφι καί πήρα τή δική σας, τό χαλκό. Τώρα συνήλθα, γνώρισα τή ζημία μου καί γι’ αυτό ομολογώ πως είμαι Χριστιανός καί ονομάζομαι Θεόδωρος».
Ο Άγιος Θεόδωρος παραδίδεται τότε στούς υπηρέτες, τούς υπηρετούντες τόν σατανά, πού σάν άγρια θηρία ορμούν οι αλιτήριοι κατά του Αγίου ως καταδίκου πού δέχεται τά βέλη της κακίας. Η αξία του ανθρώπου -εικόνα του Θεού- εκμηδενίζεται. Ποτίζεται τή χολή της αδικίας, των γελώτων καί των πειρασμών. Κατατυρρανούν τόν Άγιο πού βρίσκεται στά χέρια ασπλάχνων καί αχαρίστων ανθρώπων πού ήρθαν σέ ξένο τόπο γιά νά τόν αιματοκυλίσουν. Κακοπαθεί, καταταλαιπωρείται γιά τήν Αγάπη του Χριστού. Βασανίζεται βιαίως μέ πολλή απανθρωπιά, αλλά μένει ακλόνητος στίς προσβολές των εχθρών. Υπομένει καρτερικά τά βάσανα καί τούς πόνους της αθλήσεως καί τά πολυειδή πάθη πού του αποδίδουν οι εχθροί. Αποφασίζουν νά θανατώσουν αυτόν πού πεθαίνει προθύμως γιά τόν Χριστό ο οποίος κατήργησε του θανάτου τό κράτος. Ο λογισμός του Αγίου μετατίθεται στίς ουράνιες σκηνές, στήν ανάπαυση καί στήν ανέκφραστη χαρά καί απόλαυση, εκεί πού νέφος Μαρτύρων ευφραίνεται στίς Αυλές του Κυρίου καί των Αγίων, στήν ατελεύτητη ζωή. Ο νους του μένει άπληγος, δέν πτοείται, καταδροσίζεται από τήν δροσιά του Αγίου Πνεύματος. Δύναμη Θεϊκή τόν ενισχύει νά επιτύχει τόν ιερό άθλο καί τήν νίκη.
Οι υπηρέτες αφού τόν έδειραν σκληρά καί τόν μαχαίρωσαν στό μηρό, τόν κατακρήμνισαν απ’ τήν σκάλα του σεραγίου καί μετά άρχισαν νά τόν σπρώχνουν καί νά τόν οδηγούν στόν τόπο της καταδίκης, χωρίς εκείνος νά αντιστέκεται καθόλου. Αντίθετα, ο ευλογημένος είχε τό πρόσωπό του χαρούμενο καί γαλήνιο καί συνομιλούσε μέ τούς δημίους του, γιατί δέν πήγαινε στό θάνατο αλλά στή ζωή. Αναδεικνύεται γενναίος. Τίποτα δέν μπορεί νά τόν χωρίσει από τόν Θεό, ούτε η θλίψη, ούτε η στενοχώρια, ούτε ο κίνδυνος, ούτε ο θυμός των εχθρών του, ούτε οι απειλές τους, ούτε ο θάνατος. Αντίθετα καταφρονεί τήν παρούσα καί πρόσκαιρη ζωή δείχνοντας θάρρος. Δοξάζει τόν Θεό, πράος, σεμνός, φρόνιμος, μακρόθυμος, μακάριος, μέ όσα χαρίσματα μπορεί νά συμμαζέψει ο Θεός σ’ έναν άνθρωπο. Μέ αυτά πολεμεί τους πολεμίους του δαίμονες καί τά όργανά τους, τούς παρανόμους τούρκους βασανιστές του. Οι δήμιοι, του αναγγέλουν ότι θά τόν πάνε νά τόν κρεμάσουν. Καί εκείνος χαρούμενος λέγει: «Και που είναι τό σχοινί;» Του τό έδωσαν καί εκείνος αφού τό φίλησε τό έβαλε στό λαιμό του καί τούς παραγγέλει: «Τώρα πηγαίνετέ με όπου θέλετε». Τόν οδήγησαν σ’ έναν τόπο πού λεγόταν «Παρμάκ Καπί» ενώ μπροστά πήγαινε ο κήρυκας πού φώναζε: «Όποιος αρνείται τήν πίστη του αυτά παθαίνει». Οι Χριστιανοί βλέποντας τό πάθος πού υφίσταται ένας ομόδοξός τους εκπλήττονται γιά τόν τρόπο πού υπομένει τά μαρτύρια καί παρακαλούν τόν Θεό στίς Εκκλησίες νά τόν ενισχύει ώστε νά μήν δειλιάσει μέχρι τέλους καί ταυτόχρονα νά εξαλειφθεί η θηριωδία των μουσουλμάνων γιά νά πάψει νά διώκεται η πίστη των Χριστιανών. Αναλογίζονται ότι όπως ο αναμάρτητος Χριστός καταδέχθηκε Σταυρό καί θάνατο γιά νά χαρίσει στόν κόσμο τήν Ανάσταση, έτσι καί ο Άγιος Θεόδωρος ακολουθεί τόν δρόμο του Μαρτυρίου γιά νά δωρίσει τήν Αγιότητα του.
Ο Νεομάρτυς, προσέρχεται γιά νά υποστεί καί εκείνος τό εκούσιο πάθος. Προχωρεί θαρραλέα. Χαίρει ο μακάριος πού οι πληγές των αθώων αιμάτων του στάζουν γιά τόν Χριστό ως σταγόνες αθανασίας καί επιθυμεί η θυσία του νά γίνει ευπρόσδεκτη ενώπιον του φιλανθρώπου Θεού. Μέσα στήν καρδιά του χειμώνα, στίς 30 Ἱανουαρίου τοῦ 1784, ημέρα εορτασμού των Τριών Ιεραρχών, οι δήμιοι ανταποδίδουν στόν Άγιο τήν γενναιότητα καί τό θάρρος του μέ τόν θάνατο. Ήδη εγγίζει τό τέλος. Άλλος κόσμος τόν αναμένει. Τό αίμα πού ρέει από τόν πληγωμένο μηρό του Αγίου, θυμίζει τό αίμα Εκείνου πάνω στόν Σταυρό πού τόν κόσμο ελευθέρωσε. Προσεύχεται καί ζητεί συγχώρηση από όλους τούς Χριστιανούς πού βρέθηκαν εκεί. Παρακαλεί νά τόν αξιώσει ο Θεός καί Κριτής δικαιότατος νά τόν συναριθμήσει στούς εκ δεξιών Του. Ο Άγιος Θεόδωρος μιμείται τόν Υψωθέντα στόν Σταυρό, ανεβαίνει μόνος του σέ μία υψηλή πέτρα καί παραδίδει τόν εαυτό του στούς δήμιους οι οποίοι τόν απαγχονίζουν. Παραδίδει τό πνεύμα του καί δέχεται τόν θάνατο πού είχε νεκρώσει ο αθάνατος Χριστός. Δίνει τήν επίγεια ζωή του καί κληρονομεί ουρανούς, εκεί πού καταλάμπει ο φωτισμός του προσώπου του Χριστού. Καταλείπει τά φθαρτά καί κατακτά τά άφθαρτα. Ανυψώνεται ως στύλος ακράδαντος, ως φωταυγή λαμπάδα του Αγίου Πνεύματος. Ο Άγιος κρεμάται άπνους, νεκρός ανάμεσα ουρανού καί γης. Όμως, Εκείνος πού τόν έπλασε μέ τά άχραντα χέρια Του καί του χάρισε πνεύμα, Αυτός θά τόν αναπλάσει ωραιότερο, γιατί των ανθρώπων ο θάνατος ύπνος απεδείχθη. Εκδύεται τό ανθρώπινο σώμα καί ενδύεται Χριστό καί στολή αφθαρσίας. Η φθαρείσα ουσία του θεώνεται. Η κρεμασθείσα εικόνα Θεού, ο αδίκως απαγχονισμένος γίνεται ο ίδιος ένα από τά κατάκαρπα δέντρα της πίστεως πού ανθίζει τόν αθάνατο καρπό, στόν θεοφύτευτο Παράδεισο. Τό άγιο λείψανό του παραμένει στά χέρια των απίστων, αλλά η Αγία ψυχή του ανήλθε στά ουράνια. Άγγελοι του Θεού ψάλλοντας λαμβάνουν τό πνεύμα του καί τό φέρνουν ενώπιον της Παναγίας Τριάδος. Ο Άγιος Θεόδωρος γίνεται ένδοξος Μάρτυρας, θείος καί πανεύφημος αθλητής του Κυρίου. Καύχημα ανδρείας για τους Χριστιανούς και της Ορθοδόξου Εκκλησίας άνθος. Ουρανοπολίτης, πού λαμβάνει της νίκης τόν στέφανο. Στήν Άνω Βασιλεία απολαμβάνει τήν θεία γαλήνη. Αγάλλεται αιωνίως. Γίνεται μέτοχος δόξης καί χαράς αἰωνίου.
Τό νησί της Λέσβου θρηνεί ανθρωπίνως για τό παράδοξο τούτο θέαμα. Ο κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος νά κρέμεται. Οι όψεις των πιστών είναι λυπημένες. Όμως, όπως ο ήλιος βλέποντας τόν Ιησού κρεμασμένο στο ξύλο του Σταυρού συνέστειλε τό φως του, έτσι καί οι Χριστιανοί βλέποντας τόν Νεομάρτυρα Θεόδωρο νά θυσιάζεται υπέρ Χριστού του Θεού, αισθάνονται νά μειώνεται τό σκότος της πλάνης καί της σκλαβιάς. Αποκαθηλωθείς ο Άγιος από τήν μαρτυρική σκηνή, μεταφέρεται από τούς δήμιους καί ρίχνεται στά καταγάλανα νερά του Αιγαίου γιά νά μήν τιμηθεί από τούς Χριστιανούς. Μυροφόρες γίνονται τά κύματα του πελάγους καί η βοή τους ως μοιρολόι γυναικών μηνύουν ότι άνθρωπος τήν ουράνια Βασιλεία εγεύθη, εκείνη πού ο Αναστάς εκ των νεκρών δωρίζει. Ο Θείος Πρόδρομος σάν νά προπορεύεται ως λύχνος. Τό τίμιο λείψανο του Αγίου, κατ’ οικονομίαν Θεού εκβράσθηκε νότια της πόλης της Μυτιλήνης, από τή θάλασσα πού ως ροή του Ιορδάνου βαπτίζει τό θείο σκήνωμα του Αγίου Θεοδώρου του Χατζή, γεγυμνωμένο από κάθε αμαρτία. Οδυρόμενοι οι τίμιοι Χριστιανοί περισυνελλέγουν τό σκήνωμα του Αγίου καί τό ενταφιάζουν χωρίς νά αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από τό δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησίου του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στήν τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας τό ιερό λείψανο από τά βέβηλα όμματα των τούρκων.
Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι τήν ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967, πού βρέθηκαν τά Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου καί άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985, ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου καί τελείται η μετακομιδή του στήν γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία γιά νά τιμάται από τούς Χριστιανούς στό εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί τό 1980 στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη καί συνδρομές πιστών.
Η αυτού σύναξις τελείται καί εορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου καί η Ανακομιδή των Αγίων Λειψάνων του στίς 4 Σεπτεμβρίου. Θερμός ικέτης πρός τόν Κύριο, ο Άγιος μαζί μέ τούς ασωμάτους Αγγέλους, τούς σεπτούς Αποστόλους, τούς ιερούς Αθλοφόρους καί τούς Προφήτες, πρεσβεύει στόν υπεράγαθο Θεό νά ανοίγει τίς πατρικές του αγκάλες. Δέεται, ικετεύει, φρουρεί ως άγρυπνος προστάτης των ευσεβώς αιτουμένων καί υπέρ πάντων των Χριστιανών, μαζί μέ τήν φάλαγγα των Ιερών Μαρτύρων και των Αγίων διά τήν σωτηρία το κόσμου.
vatopaidi. και ahdoni.