Απολυτίκιον Οσίας Μαρίας
Φωτισθείσα ενθέως Σταυρού τη χάριτι, της μετανοίας εδείχθης φωτοφανής λαμπηδών, των παθών τον σκοτασμόν, λιπούσα πάνσεμνε• όθεν ως άγγελος Θεού, Ζωσιμά τω ιερώ ωράθης εν τη ερήμω, Μαρία οσία Μήτερ μεθ' ου δυσώπει υπέρ πάντων ημών.
Ένα τρανταχτό παράδειγμα μετανοίας που γεμίζει ελπίδα την ψυχή κάθε αμαρτωλού είναι ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας. Η μετάνοια της Αγίας αυτής είναι τόσο συγκλονιστική και τόσο μεγαλειώδης που η Εκκλησία μας τιμά δύο φορές τη μνήμη της, μία την 1η Απριλίου κάθε έτους και δεύτερη φορά την Ε' Κυριακή των Νηστειών, θέλοντας να μας δώσει ένα παράδειγμα για να πορευθούμε την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αλλά και σε όλη την πορεία της ζωής μας.
Η οσία Μαρία έζησε πιθανώς τον 4ο αιώνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μια πόλη πλούσια, αλλά αρκετά διεφθαρμένη εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν και η Μαρία ήδη από την ηλικία των 12 ετών, χάρις στην απαράμιλλη φυσική ομορφιά της παρεκτράπηκε και άρχισε ήδη να ζει ζωή διεφθαρμένη για 17 περίπου χρόνια, παρασύροντας στην αμαρτία, την πορνεία και τη φιληδονία κι άλλες ψυχές. Μια μέρα, όταν ήταν περίπου 30 ετών, στο λιμάνι της πόλης, ένα πλοίο ήταν έτοιμο να αναχωρήσει για τα Ιεροσόλυμα και στην ψυχή της Μαρίας γεννήθηκε η ανάγκη να πάει κι εκείνη έως εκεί.
Ξημέρωνε η 14η Σεπτεμβρίου, γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, όταν το πλοίο έφθασε στα Ιεροσόλυμα κι όλοι οι προσκυνητές έτρεξαν για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Ανάμεσά τους και η Μαρία έτρεξε προς το Ναό που έχτισε η Αγία Ελένη, αλλά μία αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να μπει μέσα. Για αρκετή ώρα προσπαθούσε να μπει από την ανοιχτή πόρτα του Ναού, αλλά δεν μπορούσε και τότε κατάλαβε πώς την εμπόδιζαν οι αμαρτίες της και πως ήταν ανάξια να προσκυνήσει. Αυτή η συναίσθηση της έφερε ασταμάτητα δάκρυα στα μάτια. Προσευχήθηκε με μεγάλη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς της στη Μητέρα του Χριστού, στην Παναγία μας να μεσιτεύσει στον Υίό της και να συγχωρέσει τις αμαρτίες της. Τα δάκρυα κυλούσαν ακόμη ασταμάτητα, όταν επιτέλους η Μαρία μπόρεσε να διαβεί την είσοδο του Ναού και με ψυχή συντετριμμένη από τη μετάνοια να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, υποσχόμενη ότι πλέον θ' αλλάξει ζωή.
ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Όταν βγήκε από το Ναό αναρωτιόταν που να πορευθεί, όταν μία εσωτερική φωνή της είπε να πορευθεί προς την έρημο του Ιορδάνη Ποταμού. Εκεί βρήκε έναν πνευματικό ιερέα, εξομολογήθηκε τα αμαρτήματα της, και αφού πέρασε τον Ιορδάνη προχώρησε στην έρημο. Εκεί έζησε 47 ολόκληρα χρόνια με αυστηρή νηστεία, προσευχή και δάκρυα μέσα στην αφιλόξενη έρημο που ήταν καυτή το πρωί και παγωμένη όλη τη νύχτα, χωρίς τροφή, χωρίς ρούχα, χωρίς στέγη. Εκείνη που έμενε στα καλύτερα δωμάτια στην Αλεξάνδρεια, έτρωγε τα καλύτερα φαγητά, ζούσε μέσα στη χλιδή και στην πολυτέλεια και ταυτόχρονα μέσα στην φιληδονία και στην ακολασία, πέρασε όλη τη ζωή της στην έρημο έχοντας πάρει μαζί της μόνο τα ρούχα που φορούσε και τρία ψωμιά που μόλις τελείωσαν, για 47 ολόκληρα χρόνια έτρωγε τα χόρτα της ερήμου και ξεδιψούσε στο νερό του Ιορδάνη. Για στρώμα της είχε την άμμο της έρημου, για σκεύη της τ' άστρα του ουρανού, για φίλο της και συντροφιά τα άγρια θηρία και μόνο για μία φορά στη ζωή της μετά από 47 χρόνια συνάντησε κατ' οικονομάν Θεού άνθρωπο, τον Άβα Ζωσιμά από τη Μονή του Τιμίου Σταυρού. Όπως ήταν συνήθεια των μοναχών της εποχής, έφευγαν από το μοναστήρι τους στην έρημο, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΑ ΖΩΣΙΜΑ
Ένας από αυτούς τους μοναχούς, ο Άβας Ζωσιμάς ξεκίνησε λοιπόν για την έρημο, παρακαλώντας το Θεό να του δείξει κάποιο Γέροντα της ερήμου για να ωφεληθεί πνευματικά.Καθώς προσευχόταν αντιλήφθηκε μια σκιά ανθρώπου και σκέφτηκε ότι ίσως να ήταν δαιμονική ενέργεια κι έκανε το σταυρό του. Πρόσεξε όμως ότι αυτό που έβλεπε μπροστά του είχε μαύρο σώμα, γυμνό και κατάλευκα μαλλιά. Ο Αββάς πίστεψε ότι βρήκε τον ερημίτη που θα τον ωφελούσε πνευματικά, όπως είχε ζητήσει από το Θεό. Άκουσε τότε τη φωνή αυτού του ασκητικού πλάσματος να του λέει: "Συγχώρεσέ με Αββά Ζωσιμά, αλλά επειδή είμαι γυναίκα γυμνή, ρίξε μου το ράσο να σκεπαστώ και θα έρθω να με ευλογήσεις". Όταν άκουσε το όνομά του από τα χείλη της γυναίκας, ο Ζωσιμάς κατάλαβε πως η γυναίκα είχε χάρισμα προορατικό. Όταν η Αγία τον πλησίασε, εκείνος γονάτισε με το πρόσωπο στη γη και είδε ότι τα πόδια της δεν ακουμπούσαν στη γη, αλλά αιωρείτο έναν πήχυ ψηλότερα. Την παρακάλεσε θερμά να του διηγηθεί την ιστορία της και τα ασκητικά της παλαίσματα και η Αγία υπήκουσε. Εκείνη του διηγήθηκε πώς έζησε, πως υπέμεινε τον καύσωνα της ημέρας, το ψύχος της νύχτας, την πείνα, αλλά παράλληλα και τον πόλεμο από τις παλαιές μνήμες, που για πολλά χρόνια την τυρρανούσαν. Η Αγία Μαρία συμβούλεψε τον Αββά την επόμενη Σαρακοστή να μην έρθει στον Ιορδάνη, μόνο τη Μεγάλη Πέμπτη, ημέρα του Μυστικού Δείπνου, να έρθει να την κοινωνήσει. Επέστρεψε ο Αββάς Ζωσιμάς στη Μονή του και τον επόμενο χρόνο, την Καθαρά Δευτέρα δεν κατάφερε να φύγει για την έρημο, γιατί έπεσε άρρωστος στο κρεββάτι. Και τότε θυμήθηκε τα λόγια της οσίας. Την Μεγάλη Πέμπτη ο Γέροντας πήρε τη θεία Κοινωνία όπως του είχε ζητήσει η οσία Μαρία, λίγα σύκα, χουρμάδες και φακή βρεγμένη και πήγε στον Ιορδάνη ανήσυχος, διότι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και δεν είχε τρόπο να περάσει απέναντι. Είδε τότε την οσία Μαρία στην απέναντι όχθη να κάνει το σημείο του σταυρού και να διασχίζει τον ποταμό περπατώντας πάνω στα νερά σαν να ήταν σε στεριά. Αφού με μεγάλη συγκίνηση κοινώνησε των Άχράντων Μυστηρίων, ζήτησε από τον Γέροντα να έρθει πάλι στο σημείο που είχαν συναντηθεί την προηγούμενη χρονιά, μετά από ένα χρόνο. Από τα τρόφιμα που της είχε φέρει ο Γέροντας κράτησε μόνον τρία σπυριά φακή, έκανε το σημείο του σταυρού, πέρασε τον Ιορδάνη περπατώντας στα κύματα και χάθηκε στην έρημο. Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στη Μονή του, ενώ σκεπτόταν ότι ξέχασε να ρωτήσει το όνομα τη Αγίας. Τον επόμενο χρόνο βγήκε πάλι ο Γέροντας στην έρημο αναζητώντας τη μεγάλη ασκήτρια. Όταν την βρήκε εκείνη ήταν ήδη νεκρή με το σώμα της στραμμένο στην Ανατολή και τα χέρια σταυρωμένα. Διάβασε προσεκτικά τις λέξεις που ήταν χαραγμένες στη γη κοντά της.. ''Αββά Ζωσιμά θάψε το σώμα της ταπεινής Μαρίας, εδώ όπου το βρήκες και παρακάλεσε το Θεό για μένα. Ετελειώθη το μήνα Απρίλιο τη νύχτα εκείνη κατά την οποία μετάλαβα.'' Ο Γέροντας σκεφτόταν πως να σκάψει τον τάφο της, αφού δεν είχε μαζί του κανένα εργαλείο, όταν εμφανίστηκε ένα λιοντάρι, το οποίο άρχισε να γλύφει, τα πόδια της νεκρής. Ο Αββάς στην αρχή φοβήθηκε, αλλά καθώς το είδε ήρεμο του είπε: "θηρίο ανήμερο, επειδή δεν έχω εργαλεία για ν' ανοίξω τον τάφο της οσίας σκάψε εσύ τη γη να θάψουμε το λείψανο, γιατί ο Θεός σ' έστειλε εδώ να με βοηθήσεις". Το λιοντάρι σα να είχε λογικό έσκαψε το λάκκο στα μέτρα που έπρεπε, έβαλε μετάνοια στο Γέροντα κι έφυγε. Ο Αββάς Ζωσιμάς έθαψε το σώμα της Οσίας Μαρίας και επέστρεψε συγκλονισμένος στη Μονή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου