skip to main |
skip to sidebar
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος- Κιλκίς
. Τὸ 1985 ἐκοιμήθη μία
προγιαγιά μου, ἑκατὸ χρονῶν, μητέρα τῆς γιαγιᾶς μου. Εἶχε γεννηθεῖ τὸ
1890 περίπου στὸν Μοσχοπόταμο Πιερίας, δηλαδή, ὅταν ἀκόμη ἡ Μακεδονία
βίωνε τὴν «θαυμαστὴ τάξη», ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ἡ χαριτόβρυτος κ. Ρεπούση,
τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ Μοσχοπόταμος, ἡ Δρυάνιστα ὅπως λεγόταν τότε, ἦταν
κεφαλοχώρι, γι’ αὐτὸ εἶχε καὶ σταθμὸ Τούρκων χωροφυλάκων, τοὺς ζαπτιέδες
ἢ νιζάμηδες, ὅπως τοὺς ἔλεγαν, μὲ ἀποστροφή, οἱ παπποῦδες μας. Ἡ
γερόντισσα εἶχε χηρέψει πολὺ νέα, 22 ἐτῶν, ὁ ἄντρας της εἶχε χαθεῖ κατὰ
τὴν ὀπισθοχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴν Μικρὰ Ἀσία. (Οἱ
συμπολεμιστές του διηγήθηκαν ὅτι ἀρνήθηκε νὰ παραδοθεῖ, ὅταν
περικυκλώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ δηλώθηκε ἀγνοούμενος. Ἡ γιαγιά μας
τὸν περίμενε γιὰ ὅλη της τὴν ζωὴ καὶ δὲν ξαναπαντρεύτηκε. Τὸ 1940 ἔζησε
καὶ τὸν χαμὸ τοῦ γαμπροῦ της στὶς ἀετοράχες τῆς Βορείου Ἠπείρου. Δὲν
γόγγυσε ποτὲ στὴ ζωή της, δὲν τά ᾽βαλε μὲ τὸν Θεό, τὸν ὁποῖο δοξολογοῦσε
ἀκαταπαύστως, πέθανε στὸν ὕπνο της). Θυμᾶμαι, στὸ μεσόφρυδό της, εἶχε
χαραγμένο ἕναν μικρό, ἀνεξίτηλο, γαλάζιο σταυρό, κάτι σὰν δερματοστιξία
(«ἑλληνιστὶ» τατουάζ!). Ὅταν τὴν ρωτούσαμε γι’ αὐτὸν τὸν σταυρὸ μᾶς
«μολογοῦσε τὰ καθέκαστα» τῆς Τουρκοκρατίας.
. Οἱ κοπέλες ἔβαζαν τὰ πιὸ παλιά τους φουστάνια καὶ
κουκουλώνονταν καὶ καταχώνουνταν νὰ μὴν τὶς δεῖ τὸ μάτι τοῦ Τούρκου τὸ
πόρνο. Οἱ γονιοί τους τὶς στιγμάτιζαν μὲ τὸν σταυρὸ -τὸ ἀήττητον
τρόπαιον- γιὰ νά… ἀποτρέπεται ἡ ἀσελγὴς ἐπιθυμία τῶν Τούρκων. Ὁ σταυρὸς
δὲν ἔσβηνε, ἔπρεπε νὰ χαλάσει τὸ πρόσωπο… «Τί τρόμους καὶ τί
καρδιοχτύπια περάσαμε μὲ τοὺς Τούρκους, ποὺ διαφέντευαν τοῦτα τὰ μέρη,
μὲ τὸ χαράτσι καὶ τὸ γιαταγάνι», ἔλεγε ἡ ἀγαθὴ γιαγιάκα, «πῶς ζήσαμε
ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει, ὥσπου νά ᾽ρθεῖ τὸ ρωμαίικο». «Ἀρχαῖος ἄνθρωπος» ἡ
γιαγιά, Ρωμιὰ γνήσια, γεμάτη καλοσύνη, γελοῦσε καὶ τὸ «χιονοφεγγόφωτον»
πρόσωπό της, ἔλαμπε. Αὐτὸ τὸ εἶδος ἀνθρώπου ἐξέλιπε, ὅταν ἄρχισε ὁ
ἐξευρωπαϊσμός, ἢ καλύτερα, ὁ ἐκδυτικισμός μας. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ἦταν
φτωχοὶ καὶ καταφρονεμένοι, μὲ «τὰ πάθια καὶ τοὺς καημούς τους», ὅμως
«ἀποπνέανε μίαν ἀρχοντιὰ κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων». (Ἐλύτης).
. Νὰ παραθέσω ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο ποὺ γράφει ὁ Ζήσιμος
Λορεντζάτος, στὸ θαυμάσιο καὶ «προορατικὸ» βιβλίο του «Τὸ χαμένο
κέντρο», τὸ 1962 γραμμένο. «Ὅταν οἱ προοδευμένοι ἄνθρωποι -δὲ μιλάω
εἰρωνικὰ- καταλάβουνε μία μέρα ἢ ξαναβροῦνε, δύσκολα, τὴν παράδοσή τους
(τὴν παράδοση μπορεῖς νὰ τὴν καταλάβεις μονάχα μὲ τὴ ζωή σου ἢ μὲ τὴ
μεταφυσικὴ πράξη, διαφορετικὰ ἀπομένει, καὶ αὐτή, μόνο φιλοσοφία ἢ
φιλοσοφικὸ σύστημα καί, τὸ σπουδαιότερο, χάνει τότες τὴ θεϊκιὰ προέλευσή
της), θὰ πρέπει νὰ χρωστᾶνε εὐγνωμοσύνη στὶς καθυστερημένες γριὲς -καὶ
πάλι δὲν μιλάω εἰρωνικὰ- τὶς μαννάδες ἢ τὶς κυροῦλες τῶν περισσοτέρων
ἀπὸ μᾶς, ποὺ ἀνάφτανε -ἀκούραστες- τὰ καντήλια στὰ ταπεινὰ ξωκλήσια καὶ
στὰ ἐρημομονάστηρα τῆς Ἑλλάδας, ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς σιωπῆς ἢ τῆς
μεταφυσικῆς ἀγρανάπαψης, ποὺ ἐκεῖνοι -κουρασμένοι- μεριμνούσανε καὶ
τυρβάζανε περὶ πολλά». (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ, «Ἀλφαβητάρι τοῦ
Νεοέλληνα», σελ. 267, ἔκδ. «Πατάκης»).
. Θὰ ἀναρωτηθεῖ, εὔλογα, κάποιος, γιατί παρέθεσα αὐτὸν τὸν
πρόλογο; Ἐξηγῶ, ἀφήνοντας, πρὸς τὸ παρόν, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ἐρχόμενος
στὸν «καιρό ἐτοῦτον». Ὁ λαὸς «τηγανίζεται» ἀπὸ τὴν φρικώδη κρίση, οἱ
μισοὶ Ἕλληνες εἶναι ἄνεργοι, οἱ νέοι, τὰ καλύτερα μυαλά μας,
λεηλατοῦνται, μεταναστεύουν στὸ ἐξωτερικό, οἱ γέροντες γονεῖς μας,
βιώνουν τὴν θλίψη τῆς περιθωριοποίησης τῶν παιδιῶν τους καὶ τὴν ἀγωνία
τῆς κατάρρευσης τοῦ συστήματος Ὑγείας, τὰ σχολεῖα φυτοζωοῦν καί… ὑπάρχει
κι ἕνας ὑπουργὸς «περήφανος», ἐπιχαίρων γιὰ τὰ ἔργα του: ὁ κ.
Χρυσοχοΐδης, ἐξαίσιον πτῶμα καὶ κατάλοιπο τῆς χειρότερης ἐποχῆς τοῦ νεοελληνικοῦ βίου.
. Καὶ γιατί «χαίρεται καὶ χαμογελᾶ»; Διότι ἐπὶ ὑπουργίας του
θὰ οἰκοδομηθεῖ τέμενος, τζαμὶ στὴν πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Στὴ
Βουλὴ ἀντέδρασε μόνο ἡ ἐκκωφαντικὴ ἡμιμάθεια τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς, πράγμα
πολὺ βολικὸ γιὰ τοὺς ποικιλώνυμους τουρκοτζουτζέδες.
. Ὁ κ. ὑπουργὸς ἀναμάσησε τὰ γνωστά, κούφια ἐπιχειρήματα
-«κελύφη ἔρημα ἐννοίας», ὅπως θὰ ἔλεγε κι ὁ Ροΐδης -περὶ προσαρμογῆς στὰ
εὐρωπαϊκὰ δεδομένα. «Εἴμαστε ἡ μοναδικὴ χώρα τοῦ Ράιχ -ἡ λεγόμενη
καλλιτεχνικῶς καὶ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση- ποὺ δὲν ἔχουμε τζαμί», ἐνῶ ὑπάρχουν
πάμπολλα στὴν Ἀθήνα, «εἶναι ρατσιστικό, δὲν προσιδιάζει στὴν
πολυπολιτισμικὴ κοινωνία μας» καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Τὸ ἀντεπιχείρημα
εἶναι ἕνα καὶ μοναδικό. Τὸ Βέλγιο, ἡ Γαλλία, ἡ Σουηδία καὶ ἄλλες χῶρες
τῆς Δύσης, δὲν γνώρισαν τὸ τούρκικο μαχαίρι, τὸ Ἰσλὰμ τῶν γενιτσάρων
οὔτε ἔχουν Κολοκοτρώνηδες καὶ Καραϊσκάκηδες ποὺ ἔδωσαν τὴν ζωή τους, γιὰ
νὰ ξεκουμπιστοῦν τὰ τζαμιὰ κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. Εἶναι ἱεροσυλία,
ἀσυγχώρητη ἀσέβεια καὶ προσβολὴ τῆς μνήμης τῶν ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων, ποὺ
σφάχτηκαν ἀπὸ τοὺς γενοκτόνους μας Τούρκους.
. Καὶ γιὰ νὰ θυμίσω στὸν κ. Χρυσοχοΐδη τὸ σύμβολο ποιοῦ
«πολιτισμοῦ» τιμᾶ τὸ νεοελληνικὸ κράτος καὶ σὲ ποιοὺς κάνει τεμένη καί…
τεμενάδες, παραπέμπω στὸ ἔξοχο βιβλίο τοῦ Χρήστου Ἀγγελομάτη «Χρονικὸν
Μεγάλης Τραγωδίας- Τὸ ἔπος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας», Ἀθήνα 1962, τὸ ὁποῖο
βραβεύτηκε καὶ ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Τὸ ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στὸ
φοβερὸ στρατόπεδο αἰχμαλώτων τοῦ Οὐσὰκ -τὰ χιτλερικὰ κτήνη τὸν Κεμὰλ
εἶχαν «δάσκαλο»- στὸ ὁποῖο, ἴσως χάθηκε καὶ ὁ προπάππους μου,
στρατιώτης, Ἀθανάσιος Τζάγκας. (σελ. 378-379, τρίτης ἔκδοσης τοῦ
βιβλίου).
«Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων
ἦτο καὶ ὁ ἰατρὸς Ἀποστολίδης. Ἔζησε καὶ αὐτὸς τὸ μαρτύριον τοῦ
στρατοπέδου αἰχμαλώτων τοῦ Οὐσὰκ καὶ μᾶς δίδει φρικιαστικὴν εἰκόνα:
“Μένουν ζωντανές,
γράφει, πολλὲς μακάβριες εἰκόνες στὴν μνήμη μου τῆς φρικτῆς ἐκείνης
ἐποχῆς. Γνώρισα κτηνανθρώπους σὰν τὸν ἀνθυπολοχαγὸ Φουάτ, ἀπὸ τὸ
Σκούταρι, ποὺ ὅταν ξυπνοῦσε τὸ πρωὶ ἡ πρώτη του κουβέντα ἦταν:
“-Κὰτς κισὶ γκεμπερὶν βάρ; (Πόσοι ψόφησαν σήμερα;)
“Ἐννοοῦσε τοὺς πεθαμένους αἰχμαλώτους. Ἡδονιζόταν μὲ τὴ λέξι ψόφησε καὶ ὄχι πέθανε…
Στὸ νοσοκομεῖον τοῦ
Οὐσὰκ ὑπῆρχαν ὁ περίφημος θάλαμος τῶν διαρροϊκῶν. Ἀπὸ τὸν θάλαμον αὐτὸν
κανεὶς δὲν ἐβγῆκε ζωντανός. Μόνον ἕνας κι αὐτὸς ἀπὸ θαῦμα. Στὸν θάλαμον
αὐτὸν ἔβλεπε κανένας ἐπάνω σὲ ἀχυρένια στρώματα, ἀραδιασμένα κατάχαμα
κινούμενα πτώματα, ἡ δὲ βρῶμα ἦταν τέτοια, ποὺ μόνο τὸ νὰ μπῆς, ὄχι καὶ
τὸ νὰ κάνης ἐπίσκεψι, ἦταν ἡρωισμός”. Μίαν ἡμέραν εὑρέθη καὶ ἕνας
Τοῦρκος νὰ συγκινηθῆ ἀπὸ τὸ θέαμα, ἀλλὰ βέβαια καὶ χωρὶς κανένα
ἀποτέλεσμα, διότι καὶ ἂν ἤθελε νὰ ἐπέμβη, δὲν θὰ τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν οἱ
ἄλλοι.
Ἀντικρύζων ἀπὸ τὴν πόρταν τὸ θέαμα, ἐδάκρυσε καὶ ἐψιθύρισε:
Γιαζίκ! (κρίμα).
Καὶ σκουπίζων κατόπιν τὰ δάκρυά του, ἐγύρισε τὶς πλάτες καὶ ἀπεμακρύνθη.
“Λέγοντας, συνεχίζει ὁ
ἰατρὸς Ἀποστολίδης, νοσοκομεῖον πρέπει κανεὶς νὰ ἔχη ὑπ’ ὄψιν του,
γυμνὰ δωμάτια, χωρὶς τζάμια καὶ χωρὶς πόρτες, μήνας Δεκέμβριος σὲ
ὑψόμετρο 800 μέτρα… Εἰς τὸν θάλαμο διαρροϊκῶν τοῦ Οὐσάκ, ἕνα μισοϋπόγειο
πλακόστρωτο δωμάτιο, ἔμειναν ξαπλωμένοι ἑτοιμοθάνατοι ὑπὸ θεραπείαν…
Μετὰ τὸ θάνατό τους γυρίζαν τὸ βρωμισμένο στρῶμα ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ
δεχθῆ νέον πελάτη…Ὁ νεοελθὼν θὰ ἔμενεν ἐκεῖ νοσηλευόμενος μέχρι πού… νὰ
πεθάνη κι αὐτὸς καὶ νὰ ξαναγυρίση πάλι τὸ βρωμισμένο στρῶμα καὶ νὰ δεχθῆ
τρίτον κι ἔτσι συνέχεια. Αὐτὴν τὴν Κόλασι, οὔτε ὁ Δάντε δὲν μπόρεσε νὰ
φαντασθῆ”.
Εἰς τὸ στρατόπεδον
αἰχμαλώτων τοῦ Οὐσὰκ ἐξηκολούθησαν ἡ μεταφορὰ αἰχμαλώτων καθ’ ὁμάδας καὶ
μεμονωμένων καθ’ ὅλον τὸ μέχρι τοῦ 1923 χρονικὸν διάστημα. Ἀπὸ αὐτοὺς
ἐπληροφοροῦντο οἱ ἀποσκελετωμένοι Ἕλληνες στρατιῶται διάφορα περιστατικὰ
τῆς τραγωδίας, τὰ ὁποῖα ἀγνοοῦσαν, διότι ὁ κάθε τομεὺς καὶ ἡ κάθε πόλις
εἶχεν τὴν ἰδικήν της δραματικὴν περιπέτειαν.
Οἱ παλαιότεροι θὰ
ἐνθυμοῦνται τὴν δημοσιευθεῖσαν εἴδησιν εἰς τὰς ἀθηναϊκὰς ἐφημερίδας,
μίαν ἡμέραν τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1924. “Το προσεγγίσαν εἰς τὴν
Θεσσαλονίκην ἀγγλικὸν πλοῖον “Ζάν”, μετέφερε τετρακόσιους τόνους ὀστῶν
Ἑλλήνων, ἀπὸ τὰ Μουδανιά, εἰς τὴν Μασσαλίαν, πρὸς βιομηχανοποίησιν. Οἱ
ἐργᾶται λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες τὸ γεγονός, ἠμπόδισαν τὸ
πλοῖον νὰ ἀποπλεύση. Ἐπενέβη ὅμως ὁ ἄγγλος πρόξενος καὶ ἐπετράπη ὁ
ἀπόπλους”. Ἦσαν τὰ ὀστᾶ Ἑλλήνων ἡρώων… Ἦσαν τὰ ὀστᾶ τῶν Ἑλλήνων
στρατιωτῶν ποὺ μετὰ τὰς ὁμαδικὰς σφαγὰς καὶ ἐξοντώσεις ἀργοπέθαιναν εἰς
τὰ στρατόπεδα αἰχμαλώτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, τὸ φοβερώτερον ἦτο τὸ
στρατόπεδον τοῦ Οὐσάκ».
. Στὸ ἴδιο
βιβλίο, στὴν σελίδα 184, διασώζει ὁ συγγραφέας κι ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο.
Καλὸ θὰ ἦταν νὰ τὸ διαβάσουν οἱ «κυβερνῶντες» καὶ νὰ μιμηθοῦν τὸν
πρωταγωνιστή του. «Ἦτο τότε, ἡ μοιραία ἡμέρα τῆς 26ης Αὐγούστου 1922,
ὄτε τὰ πάντα εἶχον διαλυθῆ. Ὅλως τυχαίως, ὅμως, συνήντησε τὸν
ταγματάρχην Μουτσούλαν ὁ ὑπολιμενάρχης Σμύρνης Ἀντώνιος Μπαχᾶς καὶ τὸν
ἐπεβίβασε βιαίως ἐπὶ τοῦ ἀποπλεύσαντος τὴν ἡμέραν ἐκείνην τελευταίου
ἐπιτάκτου ἀτμοπλοίου “Νάξος”.
“Ἅμα τῇ εἰσόδῳ τῆς
“Νάξου” εἰς τὸν λιμένα τῆς Χίου, ὁ ταγματάρχης Μουτσούλας, ἀνελθὼν ἐπὶ
τοῦ καταστρώματος τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖον ἦτο κατάμεστον ἀπὸ ἀξιωματικοὺς
καὶ πολίτας, ἀνεφώνησεν: “Ἔπειτα ἀπὸ τὸ αἶσχος αὐτό, τὴν ἐθνικὴν αὐτὴν
συμφοράν, δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ πατήσωμεν χῶμα Ἑλληνικόν!… Ὅλοι οἱ
Ἕλληνες νὰ πᾶμε νὰ πνιγοῦμε! Καί, πρῶτος, δίδω τὸ παράδειγμα ἐγώ!”.
Καί, πράγματι, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπνίγη.
Οἱ Χιῶτες ἐνεταφίασαν
αὐτόν, ἐκβρασθέντα μετὰ τριήμερον, εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἅγιος Ἰωάννης καὶ
ἐπὶ μαρμαρίνης στήλης ἄγνωστός μοι μέχρι τοῦδε, ἐχάραξε: «Ἢ καλῶς ζῆν ἢ
καλῶς τεθνάναι τὸν εὐγενῆ χρή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου