Παραμονή Χριστουγέννων πρωί, το κουδούνι χτυπάει, οι νοικοκύρηδες
ανοίγουν και η ατμόσφαιρα γεμίζει με την γνωστή μελωδία: Τα κάλαντα των
Χριστουγέννων. Ο ήχος της μελόντικας, μια φλογέρα ή πολλές φορές μόνο
ένα απλό τριγωνάκι συνοδεύουν το τραγούδι των παιδιών.
Όταν τελειώσουν εύχονται «και εις έτη πολλά» ή «Χρόνια Πολλά» και η
νοικοκυρά τους δίνει ένα συμβολικό χρηματικό ποσό για τον κουμπαρά τους.
Ενίοτε, κυρίως στα χωριά, οι νοικοκυρές φιλεύουν τα παιδιά με
παραδοσιακά γλυκίσματα, αμύγδαλα ή φρούτα.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων ξεκινά μια περίοδος εορτασμού δώδεκα
ημερών, το γνωστό Δωδεκαήμερο, που τελειώνει με τον εορτασμό των
Θεοφανίων. Στις παραμονές των εορτών που σηματοδοτούν το Δωδεκαήμερο
(Χριστούγεννα, Περιτομή ή Αγίου Βασιλείου, Φώτα) ψάλλονται τα κάλαντα
από μικρές ομάδες, κυρίως παιδιών. Τι είναι όμως τα κάλαντα και πώς
εξελίχθηκαν στη σημερινή τους μορφή;
Ετυμολογικά η λέξη κάλαντα προέρχεται από την λατινική calendae(1) που σημαίνει νεομηνία.
Στην Αρχαία Ελλάδα, συναντάμε κείμενα καλάντων παρόμοια με τα
σημερινά με παινέματα για τον «αφέντη» του σπιτιού και για την ευημερία
του νοικοκυριού. Την εποχή εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα
κρατώντας ένα ομοίωμα καραβιού για τον θεό Διόνυσο. Κάποιες φορές
κρατούσαν και ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν τις προσφορές
των νοικοκύρηδων.
Από το 2ο μισό του 2ου αι π.Χ. γιορταζόταν η αρχή του νέου χρόνου τις
πρώτες μέρες του Ιανουαρίου. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Ρώμη σώθηκε από
τρεις αδελφούς, τον Κάλανδο, τον Νόννο και τον Ειδό, που ανέλαβαν να
θρέψουν τους κατοίκους της. Ο πρώτος για το χρονικό διάστημα 12 ημερών
που ονομάστηκε «Καλάνδας», ο δεύτερος για τις επόμενες 10 μέρες που τις
είπαν «Νόννας» και ο τρίτος για τις τελευταίες 8, τις Ειδούς.
Με το πέρασμα του χρόνου οι δυο γιορτές επισκιάστηκαν από την πρώτη και
έτσι έμεινε η γιορτή των καλένδων ως μεγάλη εορτή και οι άλλες δυο
ξεχάστηκαν πολύ πριν την εμφάνιση των χριστιανικών εορτών. Κατά τα πρώτα
Χριστιανικά χρόνια, τα κάλαντα-άσματα δημιουργήθηκαν μέσα από την
ανάγκη υπενθύμισης του περιεχομένου των εορτών και των συνηθειών που
σχετίζονται με αυτές.
Οι γιορτές του Δωδεκαήμερου
Όταν ανέλαβε ο Κωνσταντίνος ο Α΄ τον θρόνο στο Βυζάντιο προσπάθησε να
βρει κοινά σημεία ανάμεσα στις ειδωλολατρικές και τις χριστιανικές
εορτές, έτσι ώστε η αντικατάσταση τους να είναι ομαλή. Ως αποτέλεσμα, τα
Χριστούγεννα τοποθετήθηκαν την 25η Δεκεμβρίου ως αντικατάσταση της
γιορτής του Αήτητου Ήλιου ή αλλιώς Μίθρα, που συμβόλιζε την αύξηση του
φωτός της ημέρας, η Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου ακολουθώντας την εορτή
των καλένδων* και τα Φώτα στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα που στην Αλεξάνδρεια γιόρταζαν τα γενέθλια του θεού Χρόνου.
Τα μορφολογικά στοιχεία των καλάντων παραπέμπουν σε εκείνα των
δημοτικών τραγουδιών τόσο στην μουσική όσο και στα λόγια. Οι στίχοι τους
εξιστορούν τα θρησκευτικά γεγονότα των ημερών (Χριστούγεννα,
Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια) με λεξιλόγιο λόγιο αλλά και λαϊκό. Η μουσική
που τα συνοδεύει είναι απλή και ευχάριστη, ποικίλλει όμως ανά περιοχή
υιοθετώντας στοιχεία από την παράδοση της εκάστοτε περιοχής.
Απόσπασμα από την Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».
1. Σημείωση :
Η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από το λατινικό CALENDA, που σημαίνει πρώτη
εκάστου μηνός. Το δε γνωστό «εις τας ελληνικάς καλένδας» είναι ίσον με
το «ουδέποτε», γιατί οι Έλληνες δεν είχαν καλένδας», αλλά μόνον οι
Ρωμαίοι.
Παιδάκια στα κάλαντα με τζαμπούνα & ντουμπάκι,
περ.ΝΑΞΙΑΚΑ 16, 1987, σ. 18 (φωτο Ν. Κεφαλληνιάδης)
Βυζαντινά Κάλαντα Χριστουγέννων
(Σιναΐτικη ἀφαβητικὴ ἀκροστοιχίδα)
Ἦχος α´. Ῥυθμὸς τετράσημος.
Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν καὶ ἐν τῇ Παρθένῳ κατώκοισεν
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
Βασιλεὺς τῶν ὅλων καὶ Κύριος ἦλθε τὸν Ἀδὰμ ἀναπλάσασθαι
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε και τενενά
χαῖρε Δέσποινα.
Γηγενεῖς σκιρτάτε καὶ χαίρεσθε, τάξεις τῶν ἀγγέλων εὐφραίνεσθε
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
Δεῦτε ἐν σπηλαίῳ θεάσασθαι, κείμενον ἐν φάτνῃ τὸν Κύριον
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε και τενενα
χαῖρε Δέσποινα.
Ἐξ ἀνατολῶν μάγοι ἔρχονται δῶρα προσκομίζουσι ἄξια.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
Ζητοῦν προσκυνήσαι τὸν Κύριον, τὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ τικτόμενον.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε τε και τενενα
χαῖρε Δέσποινα.
Ἡ ἀστὴρ τοὺς μάγους ὁδήγησεν ἄνω τοῦ σπηλαίου τοὺς ἔφερεν
Θεὸς Βασιλεὺς προαιώνιος τίκτεται ἐκ κόρης Θεόπαιδος.
Ἱδὼν ὁ Ἡρῴδης ἐθαύμασε τὴν ὑπὸ τῶν μάγων ἀκρίβειαν.
Κράζει καὶ βοᾶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς τοὺς δοξολογοῦντας τὸν Κύριον.
Λέγετε σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι ἄρα που γεννᾶται ὁ Κύριος.
Μάγοι τῶν κηρύττουν καὶ λέγουσι Βασιλέα μέγα καὶ Κύριον.
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε, τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Νῦν Ἡρῴδης σήμερον ἤκουσεν ἀληθείας θαῦμα κι ἐθαύμασεν
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε, τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Ξένον καὶ παράδοξον ἄκουσμα, τὴν ὑπὸ τῶν μάγων ἀκρίβειαν
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Ὁ μακροθυμήσας καὶ Κύριος, σώσαι τοὺς εἰς Σε καταφεύγοντας
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Ποιμένες ἰδόντες ἐδόξαζον, δόξα ἐν ὑψίστοις ἐκραύγαζον.
Ῥῆμα Ἰωσὴφ νύκτα ἤκουσεν ἄγγελος Κυρίου ἐλάλησε.
Σήμερον γεννᾶται ὁ Κύριος καὶ πᾶσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται.
Τρεῖς τὰς ὑποστάσεις ἐγνώκαμεν· Πατέρα, Υἱόν, Πνεῦμα Ἅγιον.
Ὑπὸ ἀρχαγγέλων ὑμνούμενον καὶ τῶν Σεραφεὶμ δοξαζόμενον.
Ερου ρεμ ερου ρεμ ερου ερου ρεμ
χαῖρε ἄχραντε.
Φῶς ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐπέφανεν καὶ τὸν κόσμον ὅλον ἐφώτισε
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Ψάλλοντες Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν τὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ τικτόμενον.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Ὢ παρθενομήτορ καὶ Δέσποινα· σῷζε τοὺς εἰς Σὲ καταφεύγοντας.
Ερου ρεμ ερου ρεμ ερου ερου ρεμ χαίρε άχραντε.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαί
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε
Δέξαι Βηθλεεμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντω και Κύριον
Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ήνεγγεν αστήρν μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον
Λέγετε σοφοί και διδάκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος
Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα
Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγλοι αυτού ανυμνήτωσαν
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγύρίζει κι ευφραίνεται
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται
Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας.
Ευλογημένα Χριστούγεννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου