Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013
Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπ. Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην Παπική Ημερίδα για την Β΄Βατικάνειο Σύνοδο (Μέρος Δ΄)
Εν
Πειραιεί 18-12-2013
(ΜΕΡΟΣ Δ΄)
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως
Πειραιώς
Η) Οἱ θρονικές ἑορτές καί οἱ
ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων
Ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν εἰσήγησή του κάνει λόγο γιά τίς θρονικές ἑορτές καί τίς ἀνταλλαγές
ἐπισκέψεων. Λέει : «Καθιερώνεται τακτική ἀνταλλαγή
ἐπισκέψεων ἐπισήμων ἀντιπροσωπειῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν κατά τίς ἐτήσιες θρονικές ἑορτές
τους καί σέ ἄλλες εὐκαιρίες».
Δείγμα
τῆς ἀδιαλλαξίας του πάπα Ρώμης στό παπικό πρωτεῖο εἶναι καί οἱ θρονικές ἑορτές.
Κατ’ἀρχήν θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια συχνά ἀκοῦμε γιὰ
«θρονικὲς ἑορτές», δηλαδὴ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις τοπικῶν ἐκκλησιῶν, κάθε φορὰ
ποὺ ἑορτάζεται ἡ μνήμη Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἵδρυσαν τὶς ἐκκλησίες αὐτές. Ἀλλὰ, ἡ
μορφὴ τῶν ἑορτῶν αὐτῶν εἶναι καινοφανὴς καὶ ἄγνωστη στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μας. Τὴν λάνσάρε πρῶτος ὁ παπισμός, γιὰ νὰ «διαλαλεῖ» κατ᾽ ἔτος, πανταχόθεν, τὴν
δῆθεν «πέτρειο διαδοχὴ» του πάπα. Μὲ κάτι τέτοιες μεθοδεύσεις προσπαθεῖ ὁ
παπισμὸς νὰ ὑπενθυμίζει τὸ ἐπάρατο «πρωτεῖο» καὶ τὸ βλάσφημο «ἀλάθητο» τοῦ ἡγεμονίσκου
τοῦ «Κράτους τοῦ Θεοῦ», ὁ ὁποῖος προβάλλεται, ἐκτὸς ἀπὸ βασιλιὰς καὶ ὡς «ἐπίσκοπος
Ρώμης»! Ἀλλά, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ἡ νεοπαπιστικὴ
νοοτροπία εἰσῆλθε δυστυχῶς καὶ στὴν καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή. Ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἄρχισαν
νὰ ἑορτάζονται καὶ σὲ πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀνάλογες «θρονικὲς ἑορτές», τὶς
ὁποῖες φροντίζουν κάποιοι νὰ τὶς ἀναγάγουν σὲ «μεγάλα γεγονότα». Ὅμως, στὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχουν «θρόνοι», τοὺς ὁποίους ἵδρυσαν κάποιοι ἅγιοι, γιὰ νὰ
τοὺς ἑορτάζουμε, ἀλλὰ διακονικὲς θέσεις, γιὰ τὴ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ,
βαμμένες μὲ αἷμα καὶ ποτισμένες μὲ ἱδρώτα καὶ δάκρυα. Καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν
μποροῦμε νὰ ἑορτάζουμε γιὰ τὸ «θρόνο» κανενὸς ἐπισκόπου! Οἱ Ἅγιοι Ἐπίσκοποι τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε ἑόρτασαν τὸ γεγονὸς τῆς ἐκλογῆς τους στὸν ἐπισκοπικό
τους «θρόνο», ἀλλὰ θεωροῦσαν τὴ διακονία τους φορτίο ἀσήκωτο, προσωπικὴ κένωση.
Ἄς διαβάσει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος τὸ 4ο κεφάλαιο τῆς Α΄ Κορινθίους Ἐπιστολῆς
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γιὰ νὰ δεῖ τὸν πραγματικὸ «θρόνο» τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν
διαχρονικῶν διαδόχων τους[1].
Συμφώνως πρός τό πρόγραμμα τοῦ
παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τά τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστική πολιτική ἀσκεῖται
καί μέ τίς ἀνταλλαγές ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξύ Ρώμης καί Φαναρίου, οἱ ὁποῖες
πραγματοποιοῦνται ἀπό ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Ἔτσι δίνεται ἡ ἐντύπωση
ὅτι τό Βατικανό διάκειται φιλικῶς ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων. Αὐτές περιλαμβάνουν
ἐγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ἀσπασμούς, ἀνταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα,
ἀντικανονικές συμπροσευχές, κοινές ἀνακοινώσεις, κοινά κείμενα καί ἄλλες
χειρονομίες φιλοφροσύνης. Εἰδικότερα, ἀπό τό 1969 ἔχει καθιερωθεῖ ἡ ἐτήσια
ἀμοιβαία συμμετοχή, Ὀρθοδόξων καί παπικῶν, στίς θρονικές ἑορτές Ρώμης καί
Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ συναντήσεις αὐτές, δυστυχῶς, δέν εἶναι ἁπλές
ἐθιμοτυπικές ἐπισκέψεις. Οἱ ἴδιοι, ἄλλωστε, οἱ οἰκουμενιστές ὁμολογοῦν ὅτι μέ
τούς κοινούς ἑορτασμούς βιώνεται ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, μέ τήν
ἀμοιβαία ἀναγνώρισή τους. Ὁ πιστός λαός μας, ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τίς
ἐπισκέψεις ἀπό τά ὀπτικοακουστικά μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη
ἔκπληξη, σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλά καί προβληματίζεται, καθώς
μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τούς ποιμένες του νά μιλοῦν μέ ὀρθοδοξότατη καί
ἁγιοπατερική γλώσσα, καί ἄλλοτε τούς βλέπει ἀνάμεσα στούς ἑτερόδοξους νά
συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος, ὅμως, συμβιβασμός στό χῶρο τῆς
ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί γιά τήν ἱερότερη σκοπιμότητα, δέν θά
πληρωθεῖ, ἄραγε, μέ ἀκριβό καί ὀδυνηρό τίμημα[2];
Θ) Ἡ κακόδοξη, οἰκουμενιστική θεωρία
τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν»
Ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν εἰσήγησή του συγχαίρει τό Βατικανό, ἐπειδή ἀποκαλεῖ τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία «ἀδελφή Ἐκκλησία». Λέει : «Τό
κλίμα ἀλλάζει ριζικά, καί οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀντί νά ἀποκαλοῦνται ἀπό τή Ρώμη
‘σχισματικοί’, ὀνομάζονται ‘Ἀδελφαί Ἐκκλησίαι’».
Κατ’ἀρχήν
εἶναι θεολογικά ἀνεπίτρεπτο νά αποκαλείται ὁ παπισμός ὡς «ἀδελφή ἐκκλησία» καί
οἱ παπικοί ὡς «ἀδελφοί», ὅπως ἐσφαλμένα πράττει ὁ Σεβ. κ. Ἱγνάτιος στην εἰσήγησή
του. Ἡ κακόδοξη οἰκουμενιστική θεωρία περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» εἶναι γνωστό ὅτι
υἱοθετήθηκε ἀπό τό ἀπαράδεκτο, ἐπαίσχυντο καί ἄστοχο ἐκκλησιολογικῶς κείμενο τοῦ
Balamand
τοῦ Λιβάνου τό 1993. Ἐκεῑ ἀναγνωρίζεται ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ παπισμοῦ, ὄχι
μόνο ὡς «Ἐκκλησία», ἀλλά καί ὡς «ἀδελφή ἐκκλησία» μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Δηλαδή ἐξισώνεται ἐκκλησιολογικῶς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία μέ τήν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ. Τίς παραπάνω θέσεις ἀποδέχεται καί ὁ κ. Ἰγνάτιος.
Λησμονεῖ, ὅμως, ὅτι ἡ συμφωνία τοῦ Balamand δέν ἀποτελεῖ πανορθόδοξη ἀπόφαση, διότι
δέν τήν ὑπέγραψαν ἕξι τοπικές Ἐκκλησίες (Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας,
Ἑλλάδος καί Τσεχοσλοβακίας)[3].
Δέν ὑπῆρξε, λοιπόν, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἤ ἔγκριση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Ἐνῷ, λοιπόν, δέν ὑπῆρξε
Πανορθόδοξη υἱοθέτηση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand, ἐν τούτοις ὑπῆρξε
Πανορθόδοξη ἀπόφαση ἀκυρώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Balamand στή Βαλτιμόρη τῆς Ἀμερικῆς
στίς 9-19 Ἰουλίου τοῦ 2000, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὁρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
καί μάλιστα καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[4].
Ἐπίσης, ὁ ὅρος «ἀδελφές ἐκκλησίες» δέν ἔχει υἱοθετηθεῖ, οὔτε κἄν στά κείμενα τῶν
Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων μέχρι καί σήμερα. Βεβαίως, καί Πανορθόδοξη Σύνοδος
νά γινόταν, πού θά ἐνέκρινε τόν ὅρο «ἀδελφές ἐκκλησίες» καί τίς ὑπόλοιπες οἰκουμενιστικές
θεωρίες, θά ἦταν ἄκυρη, διότι θά εἶχε συγκληθεῖ ὡς ληστρική, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις
της θά ἔρχονταν σέ ἄμεση καί πλήρη ἀντίθεση μέ τήν καθολική καί διαχρονική ἁγιογραφική,
ἀποστολική, ἱεροκανονική καί πατερική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν
κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ
ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐπισημαίνει καί ὑπογραμμίζει ὅτι δέν μποροῦμε, ἀπαγορεύεται
ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποκαλοῦμε τούς ἀπίστους καί τούς αἱρετικούς «ἀδελφούς», ἐπειδή
δεν ἔχουν ἀναγεννηθεῖ πνευματικῶς ἀπό τον Ἅγιο Τριαδικό Θεό διά τοῦ Ὀρθοδόξου Ἁγίου
Βαπτίσματος[5].
Μετά
ἀπ’αῦτά ρωτᾶμε : Πῶς χρησιμοποιεῖ ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος τόν ὅρο «ἀδελφές ἐκκλησίες»,
ὅταν αὐτός εἶναι ἁγιοπατερικῶς ἀμάρτυρος καί μάλιστα πανορθοδόξως ἔχει ἀπορριφθεῖ
καί ἀκυρωθεῖ; Διατί κάνει ἐπιλεκτική χρήση τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων;
Ι) Ὁ
Θεολογικός Διάλογος μέ τόν παπισμό
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν εἰσήγησή
του ἀναφέρεται καί στόν ἐπίσημο θεολογικό διάλογο Ὀρθοδόξων καί παπικῶν. Λέει :
«Καθιερώνεται ἀπό τό 1980 ἐπίσημος
θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος
καί συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέ τή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».
Ὁ Θεολογικός Διάλογος, κατά τόν
κυρό Ἀθηναγόρα, δέν θά πρέπει νά ἀποσκοπεῖ στήν ἐπισήμανση τῶν αἱρετικῶν
διδασκαλιῶν τοῦ παπισμοῦ καί στήν προσπάθεια ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἐπανόδου αὐτῶν
στήν Ὀρθοδοξία. Πρέπει δήλ. νά οἰκοδομηθεῖ πάνω σέ ἕνα ἄλλο μοντέλο ἑνώσεως,
ξένο πρός τήν μακραίωνα παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία δέν γνωρίζει ἄλλο
τρόπο ἑνώσεως μέ τούς αἱρετικούς παρά μόνον ἕνα, τήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν
στήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Σύμφωνα μέ τό μοντέλο αὐτό, ἡ ἕνωση εἶναι δυνατόν
νά στηρίζεται μόνον στά κοινά σημεῖα τῆς πίστεως καί νά πραγματοποιηθεῖ παρά
τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές. Τά δόγματα ἀλλάζουν ὄνομα καί ὀνομάζονται «ἤθη
καί ἔθιμα» ἤ «ποικιλία θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν παραδόσεων», σύμφωνα μέ
τήν ἔκφραση τοῦ νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στήν ὁμιλία τοῦ ἐπ’
εὐκαιρία τῆς 60ης ἐπετείου ἀπό
τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. τόν Φεβρουάριο τοῦ 2008 στή Ἐλβετία[6].
Τό μοντέλο αὐτό, οὐνιτικοῦ τύπου, σύμφωνο κατά πάντα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄
Βατικανῆς Συνόδου, υἱοθετήθηκε καί συμφωνήθηκε μεταξύ του πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄
καί τοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα κατά τήν συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα τόν Ἰανουάριο
τοῦ 1964 καί τήν μυστική συνομιλία, πού εἶχαν κατ’ αὐτήν. Ἐφαρμόσθηκε δέ στή
συνέχεια, ὅταν ἄρχισε ὁ Θεολογικός Διάλογος τόν Μάϊο τοῦ 1980. Πράγματι,
σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῶν δύο πλευρῶν, Ὀρθοδόξων καί παπικῶν, ὁ διάλογος,
προκειμένου νά προχωρήσει ἀπρόσκοπτα, ἦταν καλό νά ξεκινήσει, ὄχι ἀπό αὐτά πού
μᾶς χωρίζουν, ἀλλά ἀπό αὐτά, πού μᾶς ἑνώνουν, μέ προοπτική ἀργότερα νά συζητηθοῦν
καί αὐτά, πού διαιροῦν. Βέβαια τό οὐνιτικοῦ τύπου μοντέλο, πού συμφωνήθηκε
μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν, δέν προέβλεπε συζήτηση δογματικῶν διαφορῶν, διότι μία
τέτοια συζήτηση θά ὁδηγοῦσε τόν διάλογο σέ ναυάγιο. Ἀλλά, καί τό καλά ὀργανωμένο
σχέδιο ἑνώσεως, πού ἐξεπόνησε τό Βατικανό ἤδη ἀπό τό 1965, ἐπίσης δέν προέβλεπε
τέτοια συζήτηση. Πράγματι, ἡ συνέχεια τῆς πορείας τοῦ διαλόγου ἀπέδειξε ὅτι οἱ
δογματικές διαφορές ποτέ δέν συζητήθηκαν οὔτε προκεῖται νά συζητηθοῦν. Ἁπλούστατα
παρακάμφθηκαν μέ τήν ἀμοιβάια ἀναγνώρισή τους ἑκατέρωθεν (βλ. συμφωνία τοῦ
Balamand τό 1993).
Περί τοῦ μυστικοῦ αὐτοῦ σχεδίου ἑνώσεως τοῦ
Βατικανοῦ ἔχουμε πληθώρα μαρτυριῶν ἀπό ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔλαβαν
μέρος σέ Διαχριστιανικούς Διαλόγους ἤ ἀσχολήθηκαν σέ βάθος μέ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν,
ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, αἰδεσιμολογιώτατος
πρωτοπρεσβ. π. Γεώργιος Μεταλληνός παρατηρεῖ : «Ἀπό τόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αὐτῆς τῆς πορείας, μέ
τίς Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ρόδου (1961 καί 1963) καί μιά σειρά προσωπικῶν
του ἐνεργειῶν (ὅπως ἡ περίφημη συνάντησή του μέ τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα
τό 1964) καί παρά τίς ἀντιδράσεις κυρίως τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄, τό
καθορισμένο σέ συνεργασία μέ τό Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε καί ἐπεβλήθη, ὁδηγώντας
στήν κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας»[7]. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Περιστερίου κ.
Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι «οἱ ἀδελφοί
Ρωμαιοκαθολικοί ἐμμέσως ἤ ἀμέσως ἀφήνουσι νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
δύναται νά ἑνωθεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς δί’ ἑνός εἴδους ἑνώσεως ὁμοίου ἤ
παραλλήλου, πρός ἐκεῖνο τό ὁποῖον ὑφίσταται μεταξύ αὐτῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν
ὁμάδων τῶν Οὐνιτῶν»[8].
Σύμφωνα μέ τό παραπάνω σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, ἐπινοήθηκε
καί ἐφαρμόσθηκε ὁ λεγόμενος «Διάλογος τῆς
Ἀγάπης», σάν ἕνα προκαταρκτικό στάδιο πρίν ἀπό τόν Θεολογικό διάλογο, ὁ ὁποῖος
ἀποσκοποῦσε στήν κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία, μέ τήν δημιουργία κλίματος
καλῶν σχέσεων καί φιλίας, μέ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρός τούς Ὀρθοδόξους,
μέ ὑπερτονισμό τῆς ἀγάπης καί παραμερισμό τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν
τῆς πίστεως (καί ἐδῶ παροῦσα, ὅπως καί στόν προτεσταντικό οἰκουμενισμό, ἡ
θεωρία τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ), ὥστε νά ἀμβλυνθεῖ καί ἀποδυναμωθεῖ κάθε
διάθεση μαρτυρίας καί ὁμολογίας, μέ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων τῶν προκαθημένων ἑκατέρωθεν,
μέ ἐπιστροφές ἁγίων λειψάνων ἀπό τήν πλευρά τοῦ Βατικανοῦ, ὡς ἔνδειξη φιλίας
πρός τούς Ὀρθοδόξους, μέ συμπροσευχές καί κοινές διακηρύξεις περί «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν»,
γιά τήν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καί τετελεσμεσμένων γεγονότων. Ὅπως δέ εὔστοχα
παρατηρήθηκε «ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ Ὀρθόδοξη
ἐκκλησιολογία παραχωροῦν τή θέση τους στήν διπλωματία καί τήν πολιτική. Ἡ
τήρηση τῶν ἰσορροπιῶν, ἡ προσχώρηση στή λογική τῶν συσχετισμῶν, ἡ ὑπαγωγή στά
κοινωνικά καί πολιτικά δεδομένα καί ἀπαιτήσεις, ἀποτελοῦν τή νέα κυρίαρχη ἀντίληψη
στή σύγχρονη οἰκουμενιστική θεολογία»[9].
Παράλληλα
καλλιεργήθηκε τό πνεῦμα τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως» γιά τήν δημιουργία
ψευδαισθήσεων ἑνότητος καί ταυτότητος πίστεως. Τό πνεῦμα αὐτό μόλις διακρίνεται
στά πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιά νά φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καί μέ κάθε
ἐπισημότητα στό κοινό κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Balamand. Μέ τό κείμενο αὐτό
παπικοί καί Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, κάνοντας ἕνα θεαματικό ἅλμα καί
παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ παπισμοῦ, φθάνουν ξαφνικά στό
σημεῖο νά ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καί ἀληθεῖς «ἀδελφές Ἐκκλησίες», μέ ἔγκυρα
μυστήρια, μέ ταυτότητα πίστεως, μέ ἀποστολική διαδοχή καί διά τοῦτο «ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Θεοῦ ἐν τῆ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα»
(παράγρ. 13 καί 14), πράγμα πού συνιστᾶ πραγματική προδοσία τῆς Ὀρθόδοξου
πίστεως. Πέραν τούτου ἡ ἐπιτευχθεῖσα καταδίκη της Οὐνίας στό Freising τό 1990, ἀνατρέπεται
μέ νέες ἀποφάσεις στό Balamand, ὅπου πανηγυρικά ἀθωώνεται καί ἐπιπλέον οἱ Οὐνίτες
ἀποκτοῦν τό δικαίωμα νά συμμετέχουν στό διάλογο μέ ἐκπροσώπους τους.
Ὁ
Οἰκουμενισμός προβάλλει τούς συγχρόνους μεθοδευμένους καί ἐπιτηδευμένους ἀτέρμονες
οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους, στούς ὁποίους κυριαρχεῖ ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου
ὁμολογίας, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί
ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας ἡ ἀπόκρυψη καί ἡ παραποίηση τῶν Γραφικῶν χωρίων ἰδίᾳ
τοῦ κατά Ἰωάννην «ἵνα ἕν ὧσιν καθώς ἡμεῖς»[10],
ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση
τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ἀποστολικῆς
διαδοχῆς, ἱερωσύνης, Χάριτος, μυστηρίων, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὅροις, ἡ ἀμνήστευση,
ἀθώωση καί ἐπιβράβευση τοῦ Δούρειου Ἴππου τοῦ Παπισμοῦ, τῆς ἐπαράτου καί
δαιμονικῆς Οὐνίας, ἡ συμμετοχή στό παμπροτεσταντικό λεγόμενο «Παγκόσμιο
Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον τῶν αἱρέσεων, ἡ ὑπογραφή κοινῶν ἀντορθοδόξων ἀνακοινωθέντων,
δηλώσεων καί κειμένων δίχα Συνοδικῆς διαγνώμης καί ἀποφάσεως (π.χ. Λίμα Περοῦ
Νοτίου Ἀμερικῆς 1982, Balamand Λιβάνου 1993, Σαμπεζύ Ἐλβετίας 1994, Porto
Alegre Βραζιλίας 2006, Ραβέννας 2007 κ.ἄ.) καί οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές[11].
Εἶναι παραπλανητικό αὐτό, που ἰσχυρίζεται
ὁ Σεβ. κ. Ἱγνάτιος, ὅτι «ὁ ἐπίσημος θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ὀρθοδόξου
καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέ τή συμμετοχή ὅλων
τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν». Στόν διάλογο μέ τούς παπικούς δέν ὑπάρχει
«συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν», δέν ὑπάρχει πανορθόδοξη συμμετοχή, διότι, ὅπως γνωρίζει ὁ Σεβ.
κ. Ἰγνάτιος, ἀλλά τό ἀποκρύπτει, δέν συμμετέχουν τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα τῆς
Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας.
ΙΑ) Οἱ μελανές σελίδες τῆς Β΄
χιλιετίας
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἰσχυρίζεται στήν
εἰσήγησή του ὅτι «ἡ δεύτερη χιλιετία τῆς
ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας περιέχει μελανές σελίδες, γιά τίς ὁποῖες πρέπει νά
λυπούμεθα».
Ἀλήθεια
ποιές εἶναι αὐτές οἱ μελανές σελίδες, κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο; Μήπως εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι
Σύνοδοι, ὅπως οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι τοῦ 1170, 1341, 1450, 1722, 1838,
1895, οἱ ὁποῖες ὅλες ἀπεριφράστως καταδικάζουν τόν παπισμό ὡς αἵρεση[12];
Μήπως εἶναι ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα τοῦ 1054 ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Γερμανός
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός,
ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός,
ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς κ.ἄ.[13],
οἱ ὁποῖοι κι αὐτοί ὁμοφώνως καταδικάζουν τόν παπισμό ὡς αἵρεση; Αὐτές δέν εἶναι
μελανές σελίδες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά τίς ὁποῖες πρέπει νά λυπούμεθα,
ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι λαμπρές, λαμπρότατες, ἔνδοξες, ἐνδοξότατες σελίδες τῆς ἱστορίας
τῆς Ἐκκλησίας, γιά τίς ὁποῖες πρέπει νά χαιρόμαστε, διότι αὐτές κατέδειξαν τούς
λύκους τούς βαρεῖς, διασφάλισαν τήν Ὀρθόδοξη πίστη ἔναντι τῆς παπικῆς λαίλαπας
καί ἀποφεύχθηκε ὁ ἐκλατινισμός καί ἡ φραγκοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Μᾶλλον γιά
τούς οἰκουμενιστές καί ἰδίους τούς παπικούς πρέπει νά λυπούμεθα καί νά κλαῖμε,
διότι κατήντησαν αἱρετικοί, ἀποστερούμενοι τῆς σωτηρίας. Ἰδιαίτερα πρέπει νά
κλαῖμε καί νά λυπούμεθα γιά τίς Σταυροφορίες, τήν ἄλωση τῆς Κων/λεως ὑπό τῶν
Φράγκων τό 1204, τίς δύο ψευδοσυνόδους τήν Α΄ καί τήν Β΄ Βατικάνεια, πού ὁ Σεβ.
κ. Ἰγνάτιος τίς ἐπαινεῖ, τίς σφαγές τῶν 800.000 Ὀρθοδόξων Σέρβων ἀπό τούς παπικούς
Οὐστάσι καί τόν «ἅγιο» τοῦ Βατικανοῦ Στέπινατς κ.ἄ.
ΙΒ) Οἱ δύο κύριες αἰτίες τοῦ
σχίσματος τοῦ 1054
Ἀναφερόμενος
ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στό σχίσμα τοῦ 1054, ὑποστηρίζει ὅτι «μετά τό μεγάλο Σχίσμα μεταξύ της Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως τό 1054
μ.Χ. οἱ δύο αὐτές μεγάλες παραδόσεις… ἀποξενώθηκαν ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη, ἀκολούθησαν
ἀνεξάρτητους δρόμους καί, τό χειρότερο, ἀνέπτυξαν ἐχθρότητα καί πολεμική στάση
μεταξύ τους».
Κατ’ἀρχήν,
ὀφείλουμε νά παρατηρήσουμε ὅτι εἶναι θεολογικά ἄστοχη ἡ ἔκφραση, πού χρησιμοποιεῖ
ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, «οἱ δύο μεγάλες
παραδόσεις», γιά νά χαρακτηρίσει τήν Ὀρθοδοξία καί τόν παπισμό. Ἡ δεδομένη
θεολογική ἀκρίβεια διδάσκει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία καί ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση, αἱρετική παρασυναγωγή, θρησκευτική
κοινότητα.
Ἐπίσης,
ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἀποκρύπτει καί δέν τολμᾶ νά πεῖ ποιές ἦταν οἱ κύριες αἰτίες
τοῦ σχίσματος, δίνοντας τήν ἐντύπωση πώς φταῖνε καί οἱ δύο πλευρές, καί οἱ Ὀρθόδοξοι
καί οἱ παπικοί.
Ἄς
δοῦμε, ὅμως, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια, ποιές εἶναι οἱ κύριες αἰτίες τοῦ σχίσματος
τοῦ 1054. Δύο, λοιπόν, εἶναι οἱ κύριες αἰτίες : α) ὁ παπικός θεσμός καί β) ἡ αἵρεση
τοῦ Filioque.
Πρώτη
βασική αἰτία τοῦ σχίσματος εἶναι ὁ ἐγκόσμιος παπικός θεσμός, τό ἱστορικό αὐτό νεόπλασμα,
πού διεκδίκησε θεία προέλευση καί τέθηκε ὡς θεμέλιος λίθος τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας.
Ὁ πάπας ἐμφανίσθηκε ὡς διάδοχος τοῦ Ἀπ. Πέτρου, ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς
τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, ὡς ἀπόλυτος καί ἀνεξέλεγκτος ἄρχοντας τῆς
οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὐθέντης τῶν ἐπισκόπων, ἐλέγχοντας, ἀλλά μή ἐλεγχόμενος
ἀπό κανένα, δικάζοντας, ἀλλά μή δικαζόμενος ἀπό κανένα.
Ὁ
ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης, παριστάνοντας τό μέγα χάσμα μεταξύ παπικῆς καί Ὀρθοδόξου
ἐκκλησιολογίας, γράφει : «Οἱ πάπαι ἀπέβησαν
ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, ἡ δέ ρωμαϊκή Ἐκκλησία, ἡ αὐτοκράτειρα Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία
τῶν Ἐκκλησιῶν, καί ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, ἐπίσκοπος τῶν ἐπισκόπων ὅλου του κόσμου. Ἤδη
ὁ πάπας ἐγένετο θεάνθρωπος, διότι χειρίζεται θείω καί ἀνθρωπίνω δικαίω δύο ὑψίστας
δυνάμεις, τήν θείαν δύναμιν, τήν ἀπορρέουσαν
ἐκ τοῦ ἀξιώματος τοῦ Πέτρου, τοῦ στόματος τῆς ἀληθείας, διά τό εἶναι αὐτόν τήν Ἐκκλησίαν
τήν ἀληθῶς ἀδιάψευστον καί ἀδιάπταιστον, καί τήν ἀνθρωπίνην, τήν ἀπορρέουσαν ἐκ
τῶν δωρεῶν τῶν αὐτοκρατόρων. Τίς ἀντιστήσεται πρός αὐτούς; Τίς δύναται νά ἀτενίση
πρός τό ὕψος τό παπικόν; Τίς νά ἀντοφθαλμίση πρός τήν μεγαλοπρέπειαν αὐτῶν; Ἡ
Δύσις ἅπασα, ἤδη προσπεσοῦσα, προσεκύνησεν αὐτόν, ἀλλ’ἡ Ἀνατολή δέν ὑποτάσσεται.
Ἡ Ἀνατολή ἐμμένει ἐν τοῖς Ἐκκλησίας κανόσιν, οὐδ’ἀναγνωρίζουσιν οἱ τῆς Ἀνατολῆς
ἐπίσκοποι τῷ πάπα ἐπικυριαρχίαν ἐν τῆ Ἀνατολῆ. Παραθεωρούσι τήν ἐν ταῆ Δύσει
δεσποτείαν του… Ἐν τῆ Ἀνατολῆ οὐδέν ἀνέχονται, οὐδέ τήν ἐλαχίστην ἐπέμβασιν…
Τοιαύτη ἦτο ἡ θέσις καί αἱ σχέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό τῶν μέσων του Η΄αἰῶνος, ἥτις
κατά τόν Θ΄ καί ΙΑ΄ αἰώνα κατέληξεν εἰς Σχίσμα»[14].
Τίς
κυριαρχικές ἀξιώσεις τοῦ πάπα ἐπί πάσης τῆς Ἐκκλησίας βλέπει ὡς κύρια αἰτία τοῦ
Σχίσματος καί ὁ σοφός δυτικός θεολόγος Dollinger (1799-1890), ὁ ὁποῖος ἀντέδρασε
σθεναρῶς κατά τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ἀλαθήτου στήν Ἅ΄ Βατικανή Σύνοδο (1870)
: «… Ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία στηριζομένη ἐπί
τῆς παραδόσεως αὐτῆς καί τῆς ἀρχαίας πλουσίας φιλολογίας της, στερεῶς δέ κρατοῦσα
πᾶν ὅ,τι, κατά τούς χρόνους τῶν μεγάλων θεολογικῶν κινήσεων καί διαμορφώσεων τοῦ
Δ΄ καί Ε΄ αἰῶνος, εἶχεν ἀναπτυχθῆ, ἐξηναγκάζετο τώρα νά ἀναγνωρίση καί νά ὑπαχθῆ
εἰς ἕνα ἀπολύτως μοναρχικόν τύπον ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, ὁ ὁποῖος εἶχε
διαμορφωθῆ εἰς τήν Δύσιν ἀπό τοῦ Θ΄ αἰῶνος καί ἐντεῦθεν καί μάλιστα βάσει
νοθεύσεων καί πλαστογραφιῶν, τάς ὁποίας ἔκαμεν ὁ παπικός κλῆρος»[15].
Στό
ἴδιο πνεῦμα κινοῦνται κι ἄλλοι, ὅπως οἱ Εὐγένιος Βούλγαρης, Ἰωάννης Καρμίρης, Ν.
Μπελιάεφ καί Γεώργιος Κρέμος[16].
Δεύτερη
βασική αἰτία τοῦ σχίσματος ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Ὁ Μ. Φώτιος, τόν ὁποῖον
οἱ παπικοί ἀσεβῶς καθυβρίζουν ὡς «αἱρεσιάρχη», πρῶτος κατάφερε τό μέγα πλῆγμα
κατά τῆς Δυτικῆς ὀφρύος, ἐπειδή συνεκάλεσε τήν Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο
(879-880) καί ἀναθεμάτισε τούς αἱρετικούς Λατίνους, ποῦ τόλμησαν νά προσθέσουν
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque.Ἡ Σύνοδος αὐτή ὑπέδειξε στόν πάπα καί σέ
κάθε ἐπίσκοπο ὅτι ὀφείλει νά σέβεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς ἐν
Νικαία-Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, τό ὁποῖο καί οἱ ὑπόλοιπες Σύνοδοι ἐπεκύρωσαν
καί ἐπιβεβαίωσαν. Ὁ Μ. Φώτιος, λοιπόν, κατεδίκασε μέ συνοδική ἀπόφαση τήν
προσθήκη τοῦ Filioque, τήν ὁποία ἔκαναν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἔθεσε ὑπό ἀφορισμό
τούς δράστες. Ἐξαιτίας αὐτοῦ συναισθάνονται τούς ἑαυτούς τους βεβαρημένους κάτω
ἀπό τό ἀνάθεμα αὐτῆς τῆς Συνόδου, τῆς ὁποίας τό κύρος μάτην ἀγωνίζονται νά
καταρρίψουν. Τό Filioque, δηλ. ἡ δογματική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ ὅτι τό Ἅγιον
Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, εἶναι φοβερή αἵρεση. Καί εἶναι φοβερή αἵρεση,
ἐπειδή εἶναι α) ἀντίθετο πρός τά ἀψευδέστατα λόγια του Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε
ὅτι «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ ἐκ τοῦ
Πατρός ἐκπορεύεται»[17], ἔχουμε δηλ. κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Ἰδίου
τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, β) εἶναι ἀντίθετο πρός τό Σύμβολο τῆς Πίστεως
Νικαίας-Κων/λεως, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «(πιστεύω)
καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό Ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον»,
ἔχουμε δηλ. ἀθέτηση καί τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ καί τῆς Β΄, γ) εἶναι
ἀντίθετο πρός τόν 7ο Ἱερό Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος
ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε πρόσθεση ἤ ἀφαίρεση στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔχουμε δηλ.
ἀθέτηση καί τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δ) καταστρέφει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν
προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συγχέει τά ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν
τριῶν προσώπων, ε) ὑποβιβάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα στό ἐπίπεδο τοῦ κτίσματος, καί
στ) εἰσάγει δυαρχία στήν Ἁγία Τριάδα, ἐφόσον καί ὁ Υἱός εἶναι πηγή τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἄρα ἔχουμε δύο πηγές, δύο ἀρχές, τό Θεό Πατέρα καί τόν Υἱό. Βέβαια,
πίσω ἀπό τό Filioque δέν κρύβεται τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ὀφρύ καί ἡ περιωπή τοῦ
πάπα, ἡ ἀλαζονεία του, τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο του νά νομοθετεῖ αὐτός μόνο
πάνω ἀπό τά παραδεδομένα ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τό
Filioque ὡς κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος βλέπει καί ὁ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιος
Μάρκος ἐπίσκοπος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος διαλέχθηκε ὅσο κανείς ἄλλος περί
τοῦ Filioque μέ τούς λατίνους θεολόγους στήν τράπεζα τῆς Φλωρεντιανῆς
ψευδοσυνόδου (1439) : «Ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία
ἐκύρωσε καί προσήνεγκε δόγμα καθ’ἑαυτήν, οὔτε παρά τῆ θεία Γραφῆ ρητῶς
κείμενον, οὔτε ταῖς Οἰκουμενικαῖς ἐγνωσμένον Συνόδοις, οὔτε παρά τοῖς ἐκκρίτοις
τῶν Πατέρων ἡμῶν δεδοκιμασμένον. Ὅ καί γέγονεν αἴτιον τοῦ τήν εἰρήνην λυθῆναι
καί ἐλθεῖν τά σκάνδαλα κατά τόν κυριακόν λόγον, ἐπειδή τοίνυν διά τῆς ἐκφωνήσεως
ταύτης ἡ ἀγάπη λυθεῖσα συνδιέλυσε τήν εἰρήνην καί ἀπό τούτου τό Σχίσμα
παρηκολούθησεν»[18]. Στούς ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν λατίνων ὁ
ἅγιος Μάρκος μνημονεύει πάντοτε τοῦ Filioque, ὡς αἰτία τοῦ σχίσματος : «Τήν μέν αἰτίαν τοῦ Σχίσματος ἐκεῖνοι
δεδώκασι, τήν πρoσθήκην ἐξενεγκόντες ἀναφανδόν, ἥν ὑπ’ὀδόντα πρότερον ἔλεγον. Ἠμεῖς
δέ αὐτῶν ἐσχίσθημεν, μᾶλλον δέ ἐσχίσαμεν αὐτούς καί ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ της Ἐκκλησίας
σώματος… Οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφημεν
καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν… φασί γάρ οἱ φιλευσεβεῖς νόμοι, αἱρετικός ἐστι
καί τοῖς κατά τῶν αἱρετικῶν νόμοις ὑπόκειται ὁ κατά μικρόν γοῦν τί παρεκκλίνων
τῆς ὀρθῆς πίστεως»[19]. Κατά τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό καί
μόνο τό Filioque ἀρκεῖ γιά νά αἰτιολογήσει πλήρως τό γενόμενο σχίσμα : «Τά λοιπά τῶν ἀτοπημάτων ἑῶ τό γέ νῦν ἔχον. Ὧν
καί ἕν μόνον ἱκανόν ἦν ἡμᾶς ἐξ αὐτῶν διαστῆσαι»[20].
Κατά
τόν ἅγιο Γεννάδιο Σχολάριο, τόν πρῶτο πατριάρχη Κων/λεως μετά τήν ἄλωση τοῦ
1453, οἱ λατίνοι μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque ἔγιναν οἱ παραίτιοι τοῦ
σχίσματος, ἀλλά καί μέ τήν ἐμμονή τους στήν αἵρεση τοῦ Filioque γίνονται αἴτιοι
διαιωνίσεως τῆς τραγωδίας τῆς διαιρέσεως : «Ἴσμεν
αἰτίους τοῦ Σχίσματος ἐκείνους τήν ἀρχήν γενομένους, οὐ τούς ἡμετέρους
προγόνους… Ἴσμεν καί νῦν λατίνους αἰτίους ὄντας τοῦ Σχίσματος. Διατί γάρ οὐκ ἀφαιροῦσι
τήν προσθήκην, ὅπως ποτέ γενομένην, ἵνα τήν Ἐκκλησίαν δυνηθῶσι συνάψαι»[21];
Στό
ἴδιο κλίμα κινοῦνται καί ἄλλοι, ὅπως οἱ Π. Τρεμπέλας, Β. Στεφανίδης, Ν. Δαμαλᾶς,
Βλ. Λόσκυ, Ἰω. Καρμίρης, Σπ. Ζαμπέλιος καί Γ. Κρέμος[22].
ΙΓ) Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ
Ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, γιά νά στηρίξει τήν ἄποψη ὅτι Ὀρθοδοξία καί παπισμός εἶναι «ἀδελφές
Ἐκκλησίες», ἐπικαλεῖται τόν ἀείμνηστο Ὀρθόδοξο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος
ἀποκαλεῖ τίς δύο μεγάλες αὐτές παραδόσεις ‘σιαμαῖες ἀδελφές’.
Ὁ
π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ στήν ἀρχή ναί μέν ὑπῆρξε θιασώτης τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως»,
καθότι ὑπῆρξε ἰδρυτικό μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. τό 1948, ἀλλά ζητοῦσε προϋποθέσεις
συμμετοχῆς. Καί ἡ προϋπόθεση συμμετοχῆς ἦταν οἱ ξεχωριστές δηλώσεις, τά
ξεχωριστά κείμενα τῶν Ὀρθοδόξων, τά ὁποία ὁ ἴδιος ἔγραφε, σέ διάκριση μέ τά
κοινά κείμενα τῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων. Ἡ τακτική αὐτή ἐφαρμόστηκε γιά 13
χρόνια, μέχρι τό 1961, ὁπότε οἱ Ὀρθόδοξοι παραιτήθηκαν ἀπό αὐτή τους τήν ἀξίωση,
πράγμα τό ὁποῖο ὁδήγησε στήν ἀπομάκρυνση τοῦ Φλωρόφσκυ ἀπό τήν «οἰκουμενική
κίνηση». Στή θέση του τόν διαδέχθηκε ὁ καθηγητής Φιλοσοφίας τῆς Θρησκείας κ.
Νίκος Νησιώτης. Ἀπό’ κεῖ καί πέρα ὁ Φλωρόφσκυ ἄρχισε νά γίνεται πολύ ἐπιφυλακτικός
καί ἐπικριτικός ἀπέναντι στήν «οἰκουμενική κίνηση» καί μ’αὐτή τήν κριτική στάση
ἐκοιμήθη[23].
Ἄρα, στή ζωή τοῦ Φλωρόφσκυ ὑπάρχουν δύο φάσεις. Μία ὡς ἔνθερμος θιασώτης τῆς «οἰκουμενικῆς
κινήσεως» ὑπό προϋποθέσεις ὄμως (1893-1961), καί μία ὡς αὐστηρός κριτής αὐτῆς
(1961- 1979). Τήν ἔκφραση ‘σιαμαῖες ἀδελφές’ ὄντως τήν εἶπε κατά τήν πρώτη
περίοδο τῆς ζωῆς του, γιά νά χαρακτηρίσει, μέ τόν ἰατρικό αὐτόν ὄρο, τό ἀχώριστον
Ἀνατολῆς καί Δύσεως, στήν εἰσήγησή του μέ τίτλο «Ἡ κληρονομία καί ἡ ἀποστολή τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας»[24],
τήν ὁποῖα ἔκανε τό 1948 κατά τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του στό Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου
Βλαδιμήρου στή Νέα Ὑόρκη[25].
Αὐτό, ὅμως, πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ δεύτερη περίοδος τῆς ζωῆς του, πού ἀναθεώρησε
ὅλες τίς προηγούμενες θέσεις του. Δεῖγμα αὐτῆς τῆς μετανοίας τοῦ Φλωρόφσκυ εἶναι
καί τό παρακάτω κείμενό του.
Ἐπισημαίνει,
λοιπόν, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρῶσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος
Φλωρόφσκυ : «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι
ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό
γιά πολλούς λόγους : Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης
βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἕνεκα
τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη)
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες
χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά
προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’αὐτό,
λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά’μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή
στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει
ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν,
τήν Ὀρθοδοξίαν»[26].
Στό
συγκεκριμένο θέμα, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος χρησιμοποιεῖ
τήν συνήθη τακτική τῶν οἰκουμενιστῶν νά μήν βλέπουν ἀντικειμενικά καί ὁλοκληρωτικά
τήν πορεία ἑνός προσώπου, ἀλλά νά τήν κόβουν καί νά τήν ράβουν κατά τά μέτρα
τους, κατά τό συμφέρον τους. Ἐνθυμούμαστε τήν διαστρέβλωση, πού κάνουν οἱ οἰκουμενιστές,
στά λεγόμενα τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Γιά νά δικαιολογήσουν τόν ἄκαρπο
καί ἀτέρμονα διάλογο μέ τούς παπικούς καί τήν προσφώνηση τοῦ πάπα ὡς «ἁγιωτάτου
ἀδελφοῦ», ἐπικαλοῦνται τήν στάση τοῦ ἁγίου Μάρκου πρίν καί κατά τήν σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας,
ὅπου ὄντως ὁ ἅγιος Μάρκος προχώρησε σέ διάλογο μέ τούς παπικούς καί ἀποκάλεσε
τόν πάπα Εὐγένιο «ἁγιώτατο», γιά νά τούς προϊδεάσει καί νά τούς πιάσει μέ τό
καλό. Ὅταν, ὅμως, ἀντελήφθη τήν ἀδιαλλαξία καί τίς ὑπερφίαλες ἀξιώσεις τοῦ πάπα
καί τῶν παπικῶν, ἄλλαξε στάση, διέκοψε τόν διάλογο καί τούς ἀποκαλοῦσε πλέον
φανερά αἱρετικούς. Τήν ἴδια, λοιπόν, τακτική ἀκολουθεῖ ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος γιά
τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ.
Τό
συμπέρασμα, λοιπόν, εἶναι ὅτι ὁ Φλωρόφσκυ θεωρεῖ «ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» (παπισμό καί
προτεσταντισμό) ὡς ἐλαττωματικές» καί ὅτι ὁμολογεῖ πώς ἡ «Una Sancta εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, Ἀποστολική
Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία». Μακάρι ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος νά μιμοῦνταν τον π.
Γεώργιο καί νά εἶχε τέτοια ὁμολογιακή στάση ἀπέναντι στούς παπικούς της ἡμερίδος,
πού συμμετεῖχε.
[1] «Αἱ
καινοφανεῖς «θρονικαί ἑορταί» εἶναι παπικόν κατασκεύασμα», Ὀρθόδοξος Τύπος 26-7-2013.
[2] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀττικῆς 2004, σσ. 27-28.
[3]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ
καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[4] Ἀριθμός
ἀκυρωτικῆς ἀποφάσεως 943/2000, 3736/2000. www.patriarxia.ro/ro/relatii_externe/dialogue_intercrestin_6_5.html.
[5]
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα,
ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 600-601.
[6]
«Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπί εὐκαιρία τῆς 60ης ἐπετείου ἀπό
τῆς ἰδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε», Θεοδρομία
τεύχ. 1, (Ἰανουάριος –Μάρτιος 2008) 148.
[7]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οἱ
διάλογοι…, σ. 1.
[8] ΣΕΒ.
ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ-ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὀρθοδοξία καί
Ρωμαιοκαθολικισμός. Ὁ ἀρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα καί σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[9]
ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «Ἡ πορεία τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου μέ βάση τήν ὀρθόδοξη
πατερική διδασκαλία καί τήν δογματική ἐκκλησιολογική συνείδηση», Ἐν Συνειδήσει, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου,
Ἰούνιος 2009, σ. 9.
[10] Ἰω.
17, 11
[11] Ὁ
Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ.
11-18.
[12]
ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ
συμπροσευχή μέ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τήν κανονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ.
Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 40-42.
[13] Ὅ.π.,
σσ. 33-36.
[14]
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑ, Μελέτη ἱστορική περί τῶν
αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος, τ. Α΄, Ἀθήναι 1911, σσ. 199-200
[15]
Παρά Α.Δ. ΚΥΡΙΑΚΩ, Αντιπαπικά, τ. Α΄,
Ἀθήναι 1893, σ. 149.
[16]
ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,
ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 238-242.
[17] Ἰω.
15, 26.
[18] Mansi, 31A, 511CD.
[19]
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή, PG 160, 157BD, 160A.
[20]
Του ιδίου, Ὁμολογία, PG 160, 105C.
[21]
ΑΓΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ, Κατά τῆς
προσθήκης, PG
160, 715CD.
[22] ΑΡΧΙΜ.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,
ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 242-253.
[23] ANDREW BLEIN, π.
Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ἡ ζωή καί τό ἔργο ἑνός μεγάλου θεολόγου, ἐκδ. Ἐν Πλῶ,
μτφρ. Ἐλένη Ταμαρέση, Ἀθήνα 2010, http://www.impantokratoros.gr/dat/storage/dat/35E50502/ioannhs_markas.pdf
[24] FLOROVSKY G., «The Legacy and the
Task of orthodox Theology», Anglican Theological Review, 31/2, Avril 1949, σ. 66, Ἑλληνική μετάφραση στό Θεολογία 4/2010, σσ. 21-29.
[25] MICHAEL STAYROY, Τά ἐπιστημολογικά κριτήρια τῆς νεοπατερικῆς σύνθεσης τοῦ π.
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, σσ. 51-52.
http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/material/2010_4_6_Stavrou.pdf
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου