Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013
Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Μητροπολίτου Δημητριάδος Ιγνατίου στην παπική ημερίδα (ΣΤ΄-τελευταίον)
(ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄- τελευταίον)
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ΙΖ) Οἱ σχέσεις τοῦ
παπισμοῦ μέ τίς ἐξωχριστιανικές θρησκεῖες
Σύμφωνα μέ τόν
Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, «τό θέμα τῆς σχέσεως τῆς
Ἐκκλησίας μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες ἀντιμετωπίζεται σέ ἄλλα κείμενα τῆς Συνόδου, ἀλλά
καί αὐτό διέπεται ἀπό τό πνεῦμα εἰρηνικῆς προσεγγίσεως καί διαλόγου, μακριά ἀπό
διάθεση συγκρούσεως καί πολεμικῆς».
Ὄντως, μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα. Γράφει ἡ σύνοδος γιά τίς σχέσεις τοῦ παπισμοῦ πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες στή
διακήρυξη Nostra Aetate, ἡ
ὁποία θέλει νά προωθήσει τό διάλογο καί
τή συνεργασία μεταξύ τῶν
μεγάλων θρησκειῶν γιά τή
δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη
στόν κόσμο : «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει
ἡ Ἐκκλησία
καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό
οὐρανοῦ καί γῆς,
πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αυτοί
προσπαθοῦν
νά ὑποταχθοῦν μ’ ὅλη
τους τήν ψυχή ἀκόμη
καί στίς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως
εἶχε
ὑποταχθεῖ
στό Θεό καί ὁ
Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο
εὐχαρίστως
ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμική
πίστη. Τόν Ἰησοῦ, μολονότι δέν τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τόν σέβονται ὡς προφήτη, καί τιμοῦν τήν μητέρα τοῦ Παρθένο Μαρία, τήν ὁποία καί ἐπικαλοῦνται
κάποτε μέ εὐλάβεια.
Ἐπιπλέον περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς
κρίσης, γιά τήν ὁποία
ὁ Θεός θά ἀναστήσει ὅλους τους ἀνθρώπους καί θά τούς ἀνταποδώσει. Γι’ αὐτό ἀποδίδουν
σημασία στή ἠθική
στάση ζωῆς
καί ἐκφράζουν
τό σεβασμό τους στό Θεό ἰδιαίτερα
μέ προσευχή, ἐλεημοσύνη
καί νηστεία»[1].
Τό Διάταγμα «Unitatis Redintegratio» τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου ἀνοίγει τίς πόρτες στή συνεργασία καί στό διάλογο μέ
τίς ἄλλες θρησκεῖες, ἰδιαίτερα πρός τόν ἰουδαϊσμό, παρά τήν ἔντονη ἀντίδραση μίας μειοψηφίας στή Σύνοδο[2]. Στήν τέταρτη φάση τῆς
Συνόδου τό 1965 ψηφίστηκαν καί οἱ διακηρύξεις σχετικά μέ τήν ἐλευθερία
τῆς συνείδησης καί τή θρησκευτική ἐλευθερία,
καθώς καί τίς σχέσεις μέ τίς ἄλλες
θρησκεῖες, ἰδίως μέ τόν ἰουδαϊσμό. Αὐτές προκάλεσαν ἔντονες
συζητήσεις, γιατί ἀνέτρεπαν πολύ παλιές καί βαθιά ριζωμένες
νοοτροπίες ἐντός της Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, ἡ Σύνοδος ζητοῦσε
νά ἀλλάξει ἡ ἀρνητική ἤ ἐχθρική στάση τοῦ
παπισμοῦ ἀπέναντι στούς Ἑβραίους[3].
Ὁ Σέβ. κ. Ἰγνάτιος
δέν τόλμησε νά ἀναλύσει σέ πλήρη ἔκταση τό «διάταγμα περί οἰκουμενισμοῦ»
(Unitatis Redintegratio), τό ὁποῖο δέν στέκεται ἁπλά καί μόνο στό
«διαχριστιανικό ἄνοιγμα», ἀλλά ὅτι τό ἄνοιγμα αὐτό καί ὁ διάλογος ἐπεκτάθηκε
καί πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες, «διαθρησκειακό ἄνοιγμα», ὅπως τόν Ἰνδουισμό, τόν Βουδδισμό, τόν
Μασσωνισμό, τόν κομμουνισμό, τόν ἀθεϊσμό, ἰδιαίτερα τόν Ἰουδαϊσμό καί τόν Μουσουλμανισμό[4],
παρά τήν ἔντονη ἀντίδραση μίας μειοψηφίας στή Σύνοδο, ὅπως ἀναφέραμε. Τό ἄνοιγμα
αὐτό ἀπό ὀρθοδόξου ἐπόψεως εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο καί ἀσυμβίβαστο, διότι «τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος, Χριστῷ πρός
Βελίαλ»[5];
Πρακτικά αὐτό σημαίνει πώς στή συγκεκριμένη σύνοδο, τό Βατικανό ἔθεσε ἐπισήμως
καί γιά πρώτη φορά τά θεμέλια πρός ἕνα «πανθρησκειακό μοντέλο», ὅπου κάθε
χριστιανική «ὁμολογία» καί θρησκεία θά κρατήσει τά δικά της (unity in
diversity), μέ τήν ἕνωση νά περιορίζεται μόνο στήν ἀναγνώριση τοῦ πάπα, ὡς
πνευματικοῦ ἡγέτη αὐτῆς τῆς διαθρησκειακῆς πυραμίδας. Τό σχῆμα αὐτό θυμίζει ἐπακριβῶς
τίς προφητεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού ὁμιλοῦν γιά τόν Ἀντίχριστο, ὁ ὁποῖος θά ἐπιτρέψει
μία φαινομενική θρησκευτική ἐλευθερία, ὁ καθένας νά κρατήσει τά δικά του, ἀρκεῖ
νά προσκυνηθεῖ ἀπό τήν ἀνθρωπότητα[6]!
ΙΗ) Ὁ Δούρειος Ἵππος
τοῦ παπισμοῦ : Ἡ δαιμονική καί ἐπάρατος Οὐνία
Σύμφωνα μέ τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, «εἶναι ἄξιο σημειώσεως ὅτι τό περί Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα τῆς Συνόδου ἀναφέρει
ρητά ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν πλῆρες τό δικαίωμα τῆς αὐτοδιοικήσεώς
τους, σύμφωνα μέ τό δικό τους Κανονικό Δίκαιο. Δέν εἶναι δηλαδή ὑποχρεωμένες νά
ὑπόκεινται διοικητικά στή Ρώμη, ὀφείλουν ὅμως πάντοτε νά λαμβάνουν ὑπόψη τους
τήν ἑνότητα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας (ὑπονοεῖται ἡ κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς
Ρώμης)». Πιό κάτω λέει ὅτι στό περί Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα «ἀποδίδεται ἰδιαίτερος σεβασμός στόν πλοῦτο
τῆς θεολογίας, τῆς λατρείας καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας» καί ὅτι
«καταβάλλεται προσπάθεια ἀμβλύνσεως τοῦ
ζητήματος τῶν ἑλληνορρύθμων καθολικῶν (οὐνίας), χωρίς, δυστυχῶς, νά προσφέρεται
καμμιά ἱκανοποιητική γιά τούς ὀρθοδόξους λύση – πράγμα πού ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελεῖ
τροχοπέδη στίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολοικής, καί
πού πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ ὁπωσδήποτε».
Δέν καταλαβαίνει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ὅτι αὐτά, πού
περιγράφει, εἶναι ἀκριβῶς ἡ οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωση; Ποῦ εἶδε ὁ κ. Ἰγνάτιος τήν «προσπάθεια ἀμβλύνσεως τοῦ ζητήματος τῶν ἑλληνορρύθμων
καθολικῶν»; Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο συμβαίνει. Διότι, ἀναπόσπαστο μέρος τῶν ἀποφάσεων
τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἀποτελεῖ καί τό Διάταγμα «Orientalium
Ecclesiarum», τό «Διάταγμα
γιά τίς Ἀνατολικές
Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς ουνιτικές
δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα, μέ πρόθεση νά ἀναβαθμίσει τό ρόλο τούς μέσα στήν
«Καθολική Ἐκκλησία»[7]. Πρόκειται γιά τήν
γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό
τῶν δύο παραδόσεων, τήν ἑνότητα ἐν τῆ ποικιλία, ἡ ὁποία
προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν πίστη καί τήν ἀλήθεια, ἀλλά μία συγκρητιστικού τύπου
συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας
στόν παπισμό, χωρίς αὐτός
νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρετικές πλάνες του. Μέ βάση τήν οὐνιτική
αὐτή ἕνωση κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τά δικά της ἤθη καί ἔθιμα, τόν τρόπο
διοικήσεώς της, τήν λατρεία της, τήν πνευματικότητά της καί ὅλα ὅσα τήν
χαρακτηρίζουν, μέ μόνη προϋπόθεση τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ὅλης
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ πάπα Ρώμης.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι
ἡ Οὐνία
ἔχει καταδικαστεῖ ἀπερίφραστα
σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως
τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν,… ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνος
ἀπόφασις τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[8].
Ἡ ὁποιαδήποτε
ἀθώωση τοῦ Δούρειου Ἵππου τοῦ παπισμοῦ, τῆς ἐπαράτου
καί δαιμονικῆς Οὐνίας καί ἡ ἀπόδοση
ἐκκλησιαστικῆς ἀναγνωρίσεως
σ’ αὐτή (κείμενο τοῦ Balamand 1993), δέν ἀποτελεῖ πανορθόδοξη ἀπόφαση καί συνιστᾶ ὠμή
περιφρόνηση τῶν ὁμοφώνων Πανορθοδόξων ἀποφάσεων, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία.
Δέν μπορεῖ, βεβαίως, κανείς νά ξεχάσει τά βάρβαρα ἐγκλήματα τῶν παπικῶν στήν Σερβία κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καί τήν ἐξολόθρευση χιλιάδων Σέρβων Ὀρθοδόξων, στήν ὁποία συμμετεῖχαν παπικοί οὐνίτες Οὐστάσι κληρικοί, μοναχοί
κ.λπ, οἱ ὁποῖοι ἔδρασαν ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ «Ἁγίου» τοῦ Βατικανοῦ «Ἀρχιεπισκόπου τῆς γενοκτονίας» τῶν Σέρβων Στέπινατς. Οὔτε μπορεῖ νά λησμονηθεῖ τό γεγονός ὅτι τό Βατικανό συμμετεῖχε, εἴτε εὐθέως εἴτε ἐμμέσως, στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις (1990-1992
καί 1998) ἐναντίον τῆς διαλύσεως τῆς Γιουγκοσλαβίας καί τῆς Σερβίας.
Ἡ ἀνέντιμος καί προκλητική
συμμετοχή τοῦ Οὐνίτου ψευδοδιακόνου καί τῶν Οὐνιτῶν ψευδεπισκόπων, ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου στά Ἑλληνικά ἀπό οὐνίτη «κληρικό», ἡ παρουσία τῶν οὐνιτῶν στήν
κατακόμβη τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Πέτρου[9],
κατά τήν «ἐνθρόνιση» του Ἐκλαμπροτάτου κ. Φραγκίσκου, πού γιά μία εἰσέτι φορά ἐπέρρωσαν τό διαρκές ἔγκλημα τῆς Οὐνίας καί τόν ἀντίχριστο βιασμό τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ἐκκλησίας[10] καί ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά
συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Τό παραπάνω
γεγονός εἶναι μέρος ἑνός ἐπικοινωνιακοῦ
σχεδίου τοῦ Βατικανοῦ, γιά νά ἀλλάξει
τό ἀρνητικό κλῖμα εἰς βάρος του καί νά ἐντυπωσιάσει
τόν ἀμύητο πιστό ὀρθόδοξο λαό περί τά δογματικά. Πραγματικός
στόχος τῆς ἐνεργείας του Ἐκλαμπροτάτου
κ. Φραγκίσκου αὐτῆς ἦταν νά ἐνισχύσει
τήν ἐν Ἑλλάδι Οὐνία,
τήν ὁποία ἀναβάθμισε ὁ
παραιτηθείς ἐκλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄ μέ τήν ἐγκατάσταση
τοῦ «Ἀρχιεπισκόπου» τῶν Οὐνιτῶν
στήν Ἀθήνα (ὀδός Ἀχαρνῶν) κ. Δημητρίου Σαλάχα το 2008.
Εἶναι πάντως ἀξιοσημείωτο
τό γεγονός, πώς στήν εἰσήγησή του ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἐμφανίζεται σέ ἀρκετά σημεῖα
νά ἐπιτίθεται στό ἀρχέγονο ζήτημα τῆς Οὐνίας (unia=ἕνωση), ἀναγνωρίζοντας πώς «ἀποτελεῖ τροχοπέδη στίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν,
Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς, καί πού πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ ὁπωσδήποτε»
καί ξεγελώντας πολλούς ἀδαεῖς νά ὑποστηρίξουν ὅτι στό συγκεκριμένο θέμα ἀκολουθεῖ
τήν παραδοσιακή καί ἐπικριτική γραμμή παλαιοτέρων, ὅπως τοῦ Ἰωάννου Καρμίρη καί τοῦ καθηγητῆ ἀρχιμ. Παντελεήμονος Ροδοπούλου[11].
Ἐν πολλοῖς, δέν θά ὑπῆρχε διαφωνία ὡς πρός τήν ἀνωτέρω θέση, ἐφόσον ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος
καί ἀρκετοί ὁμόφρονές του στήν Ἱερά Σύνοδο, δέν ἀναγνώριζαν τό κράτος τοῦ
Βατικανοῦ ὡς κανονική ἐκκλησία. Ἀπό τήν στιγμή, ὅμως, πού ὁ παπισμός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ
τή μήτρα ὅλων τῶν δυτικῶν αἱρέσεων, ἀναγνωρίζεται ὡς ἐκκλησία, ἡ παραπάνω θέση
τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου «περί διευθετήσεως
τοῦ ζητήματος τῆς Οὐνίας» ἀποτελεῖ πλεονασμό, καθότι οὐσιαστικά ἡ οὐνιτοποίηση
διεξάγεται νομοτελειακά, μέσω τῆς ἀποδοχῆς τῶν πορισμάτων τῆς Β΄ Βατικανῆς
Συνόδου καί τῆς ἐμφυτεύσεως αὐτῆς τῆς καινοτόμου, πλήν ὅμως αἱρετικῆς, ἐκκλησιολογίας
στόν ἑλλαδικό Ὀρθόδοξο χῶρο, μέ πρωτοβουλία τοῦ ἰδίου τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου. Οὐσιαστικά,
ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἐνεργεῖ ὡς οὐνίτης στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μέ αὐτή
τήν θεολογική «τέχνη τῆς πανουργίας», καλλιεργεῖται ἐπισταμένως στά ὑψηλά
κλιμάκια τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἡ αἴσθηση τῆς «ἑνότητας μέσα ἀπό τή
διαφορετικότητα», μέ συνέπεια τό πράγμα νά ἀποκτᾶ θεσμική ὑπόσταση. Σέ μία
τέτοια περίπτωση, ὁ κίνδυνος γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀπείρως
μεγαλύτερος ἀπό τόν κίνδυνο τῆς Οὐνίας, καί τό μόνο πλέον πού θά ἀπομένει εἶναι
ὁ τρόπος, πού θά σερβιριστεῖ αὐτοῦ του εἴδους ἡ «ἑνότητα» στόν λαό[12].
ΙΘ) Ἡ συλλογικότητα τῶν
παπικῶν «ἐπισκόπων» ἐν σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη συνοδικότητα
Ἀναφερόμενος ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν συλλογικότητα τῶν παπικῶν «ἐπισκόπων», τονίζει ὅτι «ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ περί συλλογικότητας τῶν
ἐπισκόπων στήν περί Ἐκκλησίας διάταξη. Ἡ ἰδέα αὐτή, ἡ ὁποῖα γιά πρώτη φορά εἰσάγεται
στήν ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί δέν εἶναι πλήρως ἱκανοποιητική
ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως (βλ. κριτική τοῦ Ἰωάννου Ζηζιούλα, Μητρ. Περγάμου, στήν
διδακτορική διατριβή τοῦ περί Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας), ἐνισχύει τήν ἔννοια τῆς
συνοδικότητας, ἡ ὁποία εἶναι καίριας σημασίας γιά τήν προσέγγιση Ὀρθοδοξίας καί
Ρωμαιοκαθολικισμοῦ».
Στό σημεῖο αὐτό
διακρίνεται μία προσπάθεια τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, ἀκολουθώντας
κατά πόδας τήν τακτική της διμεροῦς ἐπιτροπῆς τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων
καί παπικῶν, ἡ ὁποία αὐτή τήν περίοδο συζητᾶ τό θέμα «πρωτεῖο καί
συνοδικότητα», ἀναζητώντας μία μεσοβέζικη λύση μεταξύ του πρωτείου τοῦ πάπα
Ρώμης καί τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Θεωρεῖται «ἐπίτευγμα»
τῆς Β΄ Βατικανῆς, κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, ἡ ἐνίσχυση
τῆς «συλλογικότητας τῶν ἐπισκόπων», διότι σάν ὅρος πλησιάζει στή συνοδικότητα.
Βεβαίως καί ἐδῶ ἀποκρύπτεται εὐσχήμως ἀπό τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο τό ἀδιαμφισβήτητο
γεγονός πώς ὅλοι αὐτοί οἱ ὄροι πού «ἐνίσχυσε» ἡ σύνοδος εἶναι λεκτικά
πυροτεχνήματα, ἀφοῦ πάντοτε τόν τελευταῖο λόγο στήν παπική παρασυναγωγή τόν ἔχει
ὁ πάπας μέ τό πρωτεῖο του, κάτι πού δέν ἀμφισβητεῖται ποτέ κι ἀπό κανένα στόν
παπικό κόσμο[13].
Ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Β’ Βατικανείου Συνόδου
διαπιστώνουμε ὅτι, ἐκτός ἀπό κάποια ἀνώδυνα καί ἐπιφανειακά ἀνοίγματα τοῦ Βατικανοῦ πρός τούς Ὀρθοδόξους, τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο ὄχι μόνο δέν περιορίζονται ἤ τουλάχιστον ἀποσιωποῦνται, ἀλλά ἐνισχύονται ἔναντι τῆς Α’ Βατικανείου Συνόδου. «Η Β’
Βατικάνειος Σύνοδος... δέν παρέλειψε νά ἐξάρη καί ἐνισχύση
ἀκόμη περισσότερον καί τό παπικόν ἀξίωμα, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα ὥστε ὑπό τινῶν ὑμνητῶν αὐτοῦ ἐν τῆ Συνόδω ἐδημιουργήθη ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὁ Πέτρος καί μέσω αὐτοῦ ὁ Πάπας»[14]. Ὅσον ἀφορᾶ τά ἀνοίγματά της, «πρόκειται
περί μεταβολῆς τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς καί ἐμφανίσεως τῆς «Ἐκκλησίας» τῆς Ρώμης, οὐχί δέ περί ἐσωτερικῆς μεταβολῆς ἐν τῆ διδασκαλία αὐτῆς»[15]. Τήν ἀμετακίνητη ἐμμονή τοῦ παπισμοῦ στά δόγματά του βεβαιώνουν κατά καιρούς οἱ «πάπες» τῆς Ρώμης. Ὁ πρωτεργάτης καί ἐμπνευστής τῆς Β΄ Βατικανείου Συνόδου «πάπας» Ἰωάννης ΚΓ΄ στήν Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή του «Ad Petri
Cathedram» δίνει τόν σκοπό τῆς Συνόδου καί λέει : «Ἀσφαλῶς θά ἀποτελέσει θαυμαστήν
μαρτυρίαν ἀπηθείας,
ἑνότητος καί ἀγάπης, ὡς ἐλπίζομεν, διά ὅσους διατελοῦν ἐν διαστάσει μετά τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας, τῆς Ρώμης, καί θά εἶναι εὐχάριστος ἡ πρόσκλησις πρός ἀναζήτησιν τῆς ἑνότητος ὑπέρ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπέτεινε θερμήν εὐχήν πρός τόν Οὐράνιόν του Πατέρα»[16]. Ὁ πάπας Παῦλος ΣΤ’ μέ τήν πρώτη, μετά τήν ἐκλογή του, ἐγκύκλιο «Ecclesi amsuam» (6-8-1965) διαρκούσης τῆς Β’ Βατικανείου δήλωνε : «ἀπατῶνται ὅσοι πιστεύουσιν, ὅτι ἡμεῖς θά ἀποστῶμεν τῶν προνομίων ἡμῶν, τά ὁποία θεόθεν ἐδόθησαν διά τοῦ ἀποστόλου Πέτρου»[17]. Καί ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β’ μέ τήν ἐγκύκλιό του «Lumen Orientalis» (25-3-1995)
κινεῖται στήν ἴδια γραμμή, ὅπως σχολιάζει ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Παναγόπουλος : «Ἡ ἐγκύκλιος ἐπανέρχεται μέ ἀδιαλλαξία καί ἀκαμψία στίς διακηρύξεις
περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου... Κάθε συζήτηση γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα
προϋποθέτει τήν ἄνευ ὅρων ἀποδοχή τοῦ παπικοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο ὁ Θεός ἵδρυσε “ὡς παντοτεινή καί ὁρατή ἀρχή καί θεμέλιο ἑνότητας’’»[18]. Παρόμοιες
θέσεις διατυπώνονται καί στήν παπική ἐγκύκλιο «Ut Unum Sint» (Ἴνα ὦσιν ἕν).
Ὁ Ἰωάννης Καρμίρης, ἀναφερόμενος στή νέα
παπική ἐπισκοπική σύνοδο, γράφει : «Καθ’ἡμᾶς
θά πρόκειται περί συμβουλίου τινός καί οὐχί περί ἀληθοῦς ἐν ὀρθοδόξω ἐννοία
συνόδου, ἥτις δέν θά παρουσιάση πραγματικόν τί καί ἀληθές Signum
Collegialitatis (=σημεῖο συλλογικότητος), ἐφ’ ὅσον ὁ πάπας μόνος θά ὁρίζει, ἐάν
καί πότε θά συγκροτῆται ἡ σύνοδος αὕτη, ποία θά εἶναι ἡ ἡμερησία διάταξις αὐτῆς
ἑκάστοτε καί μέχρι τινός ποῖαι ἴσως θά εἶναι καί αἵ ἀποφάσεις αὐτῆς, αἵτινες ἄλλως
τε θά ἔχωσι συμβουλευτικόν μόνον χαρακτήρα, ἐνῶ ὁ πάπας συγκεντροί εἰς χείρας
του πάσας τάς ἐξουσίας καί εἶναι φορεύς καί ὄργανον ἐκφράσεως τοῦ ἀλαθήτου τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας»[19].
Ἡ θεσπισθεῖσα ἀρχή τῆς συλλογικότητος τῶν ἐπισκόπων ἀπό τήν Β΄ Βατικανή καθόλου
δέν μείωσε τήν ἰσχύ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ὁ ἴδιος ὁ Καρμίρης ἐπισημαίνει ἐπ’αὐτοῦ : «Τό
παπικόν πρωτεῖον οὐ μόνον δέν μειοῦται διά τοῦ ἐπιχειρουμένου δογματικοῦ περί τῶν
ἐπισκόπων καθορισμοῦ, ἀλλ’ἀπεναντίας ἐνισχύεται καί ἐξυψοῦται περισσότερον,
μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα, ὥστε ὑπό τινῶν ὑμνητῶν ἐν τή Συνόδω τοῦ παπικοῦ ἀξιώματος
ἀφίνετο, ὡς ἐλέχθη, νά δημιουργηθῆ ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι
πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ’ὁ Πέτρος καί μέσω αὐτοῦ ὁ πάπας»[20]!
Γιά μᾶς, ὅμως, τούς Ὀρθοδόξους ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτερο
κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί ἡ ὑψίστη μορφή ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος.
Κορυφή μας δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας πάπας. Ἐδῶ εἶναι οὐσιαστική ἡ διαφορά μας μέ τόν παπισμό. Οἱ προτεστάντες τά κατήργησαν ὅλα, καί εἶναι πιό ἔντιμοι ἀπό Σας, τούς παπικούς. Εἶναι πιό ἔντιμοι, γιατί
δέ θέλησαν νά κρατήσουν τίποτε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά τό διαστρεβλώνουν. Ὁ παπισμός, ὅμως, ὑποκατέστησε
τήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν «πάπα» καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ παπισμοῦ, θεραπαινίδα
τῶν παπικῶν σχεδίων. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους τῆς ἱστορίας, ὡς ὕψιστος θεσμός
στή ζωήν της, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Οἰκουμενική σημαίνει Σύνοδος ὅλου του
κράτους. Κατά τόν ὄρο τοῦ Ξενοφῶντος καί στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, στήν Ἑλληνική, δηλαδή, Ρωμανία, ἡ λέξη Οἰκουμένη, σημαίνει κατ' οὐσίαν τό κράτος, οἰκουμενικός
διδάσκαλος, οἰκουμενικοί πατέρες κ.ο.κ. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, εἶναι ἡ Σύνοδος ὅλου του
κράτους καί ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς πίστεως καί τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού
σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία. Καί τότε ἔρχεται ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά διακηρύξει, σέ κάθε
περίπτωση, τήν σώζουσα Ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Προφῆτες, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων[21].
Τά ἀνωτέρω, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἰσχύουν καί γιά ὅσα
εἶπε ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος περί τῆς ἰδέας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ («Μέ τήν περί Ἐκκλησίας Διάταξη Lumen gentium, ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ
Βατικανοῦ εἰσήγαγε στήν ἐκκλησιολογία τήν ἰδέα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ
τήν ἰδέα αὐτή, ἡ Ἐκκλησία δέν ὁρίζεται ἀπό τό ἱερατεῖο, οὔτε κἄν ἀπό τόν ἐπίσκοπο
Ρώμης ὡς ἄτομο, ἀλλά ἀπό ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τούς
βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος πιστούς. Ἡ ἰδέα αὐτή εἶχε δύο βασικές
συνέπειες. Πρῶτον, ἐξαίρει τή σπουδαιότητα τῶν λαϊκῶν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας…»)
καί περί τοπικῆς Ἐκκλησίας («Η Β΄ Βατικανῆ
καλεῖ τήν τοπική Ἐκκλησία πλήρη καί καθολική Ἐκκλησία»). Τά πάντα ἐπισκιάζει
τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα.
Κ) Τό κείμενο τῆς Ραβέννας
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος
ἐξαίρει καί τήν σημασία τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας. Λέει χαρακτηριστικά : «Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐξαρθεῖ ἡ σημασία
τῆς ἀποδοχῆς καί ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν στό κοινό κείμενο τῆς Ραβέννας ὅτι
τό πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία ἀσκεῖται μόνο στό πλαίσιο τῆς Συνοδικότητας».
Σχετικά μέ
τό ἐπαίσχυντο κείμενο τῆς Ραβέννας, στό ὁποῖο ἀναφέρθηκε ὁ κ. Ἰγνάτιος, ὁ ἅγιος
Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης
π. Γεώργιος Καψάνης ἀναφέρει ὅτι «ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας
δέν πληροῖ τά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά κριτήρια, ὥστε νά ἀποτελέσει
ἀσφαλῆ βάση
περαιτέρω συζητήσεως περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν τούτοις, ἄν ἀκολουθήσει συζήτηση περί τοῦ πῶς ἑρμηνεύθηκε
τό παπικό πρωτεῖο κατά τήν δευτέρα χιλιετία καί ἀπό τίς
Α’ καί Β’ Βατικάνειες Συνόδους, αὐτή ὀφείλει νά γίνει ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ γνώμονα τήν Ὀρθοδοξία
τῶν Ἁγίων
Πατέρων καί ὄχι τήν συμβιβαστική νοοτροπία τῶν καιρῶν ἤ τήν ἡγεμονική
διάθεση τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀναγνώριση κάποιου ἀπό τά ἀνωτέρω
«προνόμια» τοῦ πάπα ἤ ἡ συμφωνία σέ κάποιο παρόμοιο, πού ἀντίκειται
στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησιολογία,
ἀναμφίβολα
σημαίνει οὐνιτική ἕνωση, μέ τήν ὁποία δέν θά συμφωνήσουμε. Καί αὐτό ἐπειδή ὀφείλουμε
νά διαφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν Ὀρθόδοξο λαό ἀπό ἕνα
σύγχρονης μορφῆς ἐξουνιτισμό, πού πέραν τῶν ἄλλων συνεπειῶν εἶναι
διακινδύνευση τῆς αἰωνίου σωτηρίας μας. Καί ἐπειδή ὀφείλουμε
παραλλήλως νά βοηθήσουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, καί Ἐσᾶς, τούς «ἄρχοντες τῆς δυτικῆς «Ἐκκλησίας», νά ἔλθωσιν
εἰς αἴσθησιν»,
ὅπως ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος
πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος, καί νά ἀποβάλουν
τόν παπισμό τους ἐπί σωτηρίᾳ τῶν ἰδίων καί τοῦ λαοῦ των, ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τήν Ὀρθοδοξία»[22]. Ὁ δέ καθηγητής τῆς
Δογματικῆς της
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
κ.
Δημήτριος Τσελεγγίδης ὑπογραμμίζει
ὅτι «στό κοινό Κείμενο (της Ραβέννας) ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία
ἐπεκτείνεται
καί ἐφαρμόζεται ἀνεπίτρεπτα καί στούς ἑτεροδόξους. Αὐτό γίνεται
ἀπροϋπόθετα,
χωρίς δηλαδή νά λαμβάνονται ὑπόψιν οἱ ὑφιστάμενες
δογματικές διαφορές, πράγμα πού νομιμοποιεῖ ἐκκλησιολογικά
τήν ἑτεροδοξία καί τήν ἐξισώνει μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Ὁ ἐκκλησιολογικός
αὐτός νεωτερισμός διαποτίζει ὅλο τό κοινό
Κείμενο καί ἐκβάλλει σέ ἐπιμέρους ἐκκλησιολογικές παραδοξότητες[23],
οἱ ὁποῖες ἀλλοιώνουν τήν ἕως τώρα αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό κοινό Κείμενο δηλαδή φαίνεται νά προϋποθέτει
σαφῶς ὅτι Ὀρθόδοξοι καί παπικοί ἀνήκουν στή «Μία Ἐκκλησία»
καί ὅτι οἱ παπικοί ἔχουν κοινή μέ μᾶς ἀποστολική πίστη, παρά τήν ταύτιση οὐσίας καί ἐνέργειας
στό Θεό, παρά τό Filioque, παρά τήν ἐσφαλμένη δογματική διδασκαλία
τους γιά τόν κτιστό χαρακτήρα τῆς ἀκτίστου καί
θεοποιοῦ Χάριτος. Ὅλα τά παραπάνω, στά ὁποῖα παραμένουν
σταθερά μέχρι σήμερα οἱ παπικοί, ἀκυρώνουν στήν πράξη τό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «κοινωνίας θεώσεως»[24],
μέ τήν ὀντολογική σημασία
τοῦ ὅρου, πραγματική δηλαδή καί ὄχι συμβολική μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή θεία ζωή. Ἀκυρώνουν,
ὅμως, ταυτόχρονα καί τόν οὐσιαστικό χαρακτήρα τῶν μυστηρίων της. Στηριζόμενοι στή
διατύπωση τοῦ κοινοῦ κειμένου - καί χωρίς νά ἐπεκταθοῦμε στίς ἄλλες δογματικές διαφοροποιήσεις τῶν παπικῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται
στό πρωτεῖο, τό ἀλάθητο, τό καθαρτήριο πῦρ, τήν
ἄσπιλη
σύλληψη κ.λπ. - μποροῦμε ἀσφαλῶς νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ἡ βάση τοῦ διαλόγου, θεολογικῶς κρινόμενη,
εἶναι, δυστυχῶς, τελείως ἐσφαλμένη.
Καί τοῦτο, γιατί παραμερίστηκαν θεμελιώδεις βιβλικές καί πατερικές
προδιαγραφές-προϋποθέσεις. Γι’ αὐτό καί ἡ οὐσιαστική ἀποτυχία τοῦ πραγματικοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου
εἶναι προδικασμένη. Ὁ Θεολογικός Διάλογος ὁδήγησε
ἤδη τή
Μικτή Διεθνῆ Ἐπιτροπή σέ κατάθεση δέκα κοινῶν κειμένων
χωρίς τίς παραπάνω προϋποθέσεις, ἀφοῦ σέ κανένα κοινό κείμενο δέν γίνεται λόγος γιά σαφῆ καταδίκη
τῶν καινοφανῶν δογμάτων τοῦ παπισμοῦ, ὅπως
λ.χ. τοῦ Filioque. Τήν πρακτική αὐτή βλέποντας μέ ἔκδηλη
πνευματική ἀνησυχία ὁ μακαριστός
Γέροντας π. Παΐσιος
ὁ Ἁγιορείτης,
παρατήρησε εὔστοχα καί προφητικά : «Γιά ἀλλοῦ
ξεκινήσαμε καί ἀλλοῦ πηγαίνουμε, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε,
ὅταν
δέν ἀκολουθοῦμε τά χνάρια τῶν Ἁγίων
Πατέρων». Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, μέ τή γνωστή Πατριαρχική Ἐγκύκλιο
τοῦ 1920, ἄρχισε νά παραμερίζεται οὐσιαστικά
ἡ σύσταση
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ πρός τούς παπικούς, ὅτι ὁ θεολογικός
διάλογος μέ τούς παπικούς μπορεῖ νά γίνει μόνο μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ κακῶς
προστεθέντος στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Filioque[25], καί
νά υἱοθετοῦνται ἄλλες προϋποθέσεις γιά τό Θεολογικό
Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἔτσι, ἐγκαινιάστηκε μιά ἄλλη
μή Πατερική πορεία, μέ ἀναπόφευκτη συνέπεια τώρα «νά πηγαίνουμε
ἀλλοῦ, χωρίς
(ἴσως) νά τό καταλαβαίνουμε». Τό κείμενο τῆς
Ραβέννας παρουσιάζει
εὔγλωττα τίς ἀρνητικές συνέπειες τῶν ἐσφαλμένων
προϋποθέσεων τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου
καί προδιαγράφει τό ποιόν, ἐκτός καί ἄν στό μεταξύ ἀλλάξουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ Διαλόγου»[26].
ΚΑ) Ἡ ρετσινιά τῆς
ψυχοπαθολογίας καί τῆς ἀκρότητος γιά τούς ἀντιφρονούντες
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος
ἀναφέρθηκε καί σέ ὅσους, ἀκολουθώντας τήν Ὀρθόδοξη δογματική, θεολογική καί ἁγιοπατερική
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, χαρακτηρίζουν τόν παπισμό ὡς αἵρεση καί ἀνήκουν
στήν ἀντιοικουμενιστική γραμμή, χαρακτηρίζοντάς τους ὡς ψυχοπαθεῖς, ἀκραίους,
φανατικούς καί φονταμενταλιστές. Εἶπε συγκεκριμένως ὅτι «πίσω ἀπό τέτοιες συμπεριφορές ὑπάρχουν ψυχικά τραύματα, πού ἴσως τά
ξέρει μόνο αὐτός, πού φτάνει σέ ἀκραῖες ἐκδηλώσεις, καί ὁ Θεός». Ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος,
μή μπορώντας νά ἀντιμετωπίσει τούς ἀντιφρονοῦντας μέ ἐπιστημονικά καί θεολογικά
ἐπιχειρήματα, καταφεύγει στήν γνωστή τακτική τῶν οἰκουμενιστῶν τῆς σπιλώσεως
διά τῆς συκοφαντίας προσώπων. Ἀπό πότε ὁ κ. Ἰγνάτιος ἔγινε ψυχίατρος καί βγάζει
ψυχιατρικές γνωμοδοτήσεις γιά τούς ἄλλους; Δηλ., κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, ὅλοι
οἱ μεγάλοι ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν, μέ πρῶτο
τόν Μέγα Φώτιο, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, τόν Ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τόν Ἅγιο
Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ὅλους τους Ἁγίους
Κολλυβάδες Πατέρες, τόν Ἅγιο Νεκτάριο, τόν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς καί πολλούς ἄλλους,
ἀλλά καί οἱ σημερινοί πραγματικοί Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως οἱ
Σέβ. Μητρ. Πειραιῶς, Γόρτυνος, Κυθήρων, Κονίτσης κ.ἄ εἶναι ψυχοπαθεῖς καί ἀκραῖοι;
Ἄς προσέξει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος μήπως ἡ μομφή αὐτή, πού διατυπώνει, γυρίσει πίσω
στόν ἴδιο ὡς μπούμερανγκ καί αὐτεπίστροφον βλῆμα. Ἀπό τήν τοποθέτηση αὐτή τοῦ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιου ἀποδεικνύεται γιά μία ἀκόμη φορᾶ ἡ ἀμετανοησία καί ἡ ἑωσφορική
ἐπιμονή του στήν αἵρεση τῆς πατρομαχίας, στό καινοφανές αἱρετικό δόγμα τῆς
μεταπατερικῆς καί νεοπατερικῆς αἱρέσεως, πού πρῶτος ὁ ἴδιος μέσω τῆς ΑΘΣ εἰσήγαγε
στόν ἑλληνικό χῶρο.
Διοχετεύθηκε ὡς
πληροφορία ὅτι κατά τήν ἡμερίδα οἱ παπικοί ἔδωσαν τά εὔσημά τους στόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο γιά τήν
λειτουργική ἀνανέωση/ἀναγέννηση, πού προωθεῖ στήν Ἱ. Μ. Δημητριάδος, μέ τήν
μετάφραση τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων καί τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας,
τήν συντόμευση τοῦ χρόνου τῆς Θείας Λειτουργίας καί τήν τέλεσή της ὄχι τίς
πρωινές ὧρες, ἀλλά ἀργότερα, τό ξεφόρτωμα τοῦ βαρέως βυζαντινοῦ τελετουργικοῦ
τυπικοῦ κ.ἄ. Εἶναι, πλέον, προφανές ἀπό ποῦ «ἐμπνέεται» ὁ Σεβ. Στήν Ἱ. Μ.
Δημητριάδος ἐφαρμόζει κατά γράμμα τίς ἀποφάσεις περί λειτουργικῆς ἀνανεώσεως τῆς
Β΄ Βατικάνειας Συνόδου. Ποιές σκοπιμότητες ἐξυπηρετεῖ μέ τήν στάση του αὐτή ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος; Ἴσως τό ἀδηφάγο πάθος τῆς φιλοδοξίας καί τῆς φιλαρχίας, μέ ὄνειρα
γιά ἀναρρίχιση στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ σέ κάποια ἀρχιεπισκοπή
ἤ μητρόπολη τοῦ ἐξωτερικοῦ, νά δίνει μία πρώτη ἀπάντηση.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οἱ μέγιστες εὐθύνες τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Τό τραγελαφικό γιά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο,
εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἀποδίδει τίτλους ἐκκλησιαστικότητας στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς
παπικούς, δέν τολμᾶ, συνεπῆς πρός τίς διακηρύξεις του, νά κηρύξει ἐνώπιον τοῦ ὀρθοδόξου
πιστοῦ λαοῦ αὐτά, πού πιστεύει γιά τούς παπικούς, οὔτε τολμᾶ νά ἔλθει σέ μυστηριακή
διακοινωνία μέ τούς παπικούς, διότι γνωρίζει ὅτι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή θά ἀπολέσει
ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική του ἰδιότητα. Αὐτό, ὅμως, δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον
κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ παπισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύει τίς ἀπαράδεκτες
καί προκλητικές διακηρύξεις του, ἄς τό τολμήσει, λοιπόν, διότι ἀλλιῶς ἀποδεικνύει
τήν ἀνυπαρξία ἐκκλησιαστικότητας στούς κακοδόξους καί αἱρετικούς παπικούς.
Πέραν τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Σεβ. κ.
Ἰγνατίου, τό μεῖζον ἐν προκειμένω ζήτημα, εἶναι ἡ στάση, πού τήρησαν καί τηροῦν
ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ συνεπίσκοποί του, οἱ συγκροτοῦντες τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπέναντι στόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο καί τίς ἐνέργειές του.
Δυστυχῶς, δεν ὑπῆρξε σχεδόν καμμία ἀντίδραση ἐκ μέρους τους, οὔτε ἔσπευσαν νά ἀνακαλέσουν
στήν τάξη τόν τολμητία τοῦ Βόλου, οὔτε εὐαισθητοποιήθηκαν, αἰτῶντας τήν ἀφαρμογή
τῶν ὅσων διακελεύουν σχετικῶς οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες. Δέν θά ἔπρεπε νά
συγκληθεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί νά ἐπιβάλλει
τίς προβλεπόμενες κυρώσεις; Ἀντιθέτως, κυριάρχησε γιά μία ἀκόμη φορᾶ τό ἐπαίσχυντο
«φιλάδελφο», μέ συνέπεια ὁ ἐν λόγω δεσπότης νά καταλείπεται ἀσύδοτος,
προκειμένου νά συνεχίσει νά προβαίνει σέ παρόμοιες ἀσχημοσύνες. Αὐτό ἀποδεικνύεται
ἀπό τό γεγονός ὅτι λίγες ἡμέρες μετά τήν παπική ἡμερίδα, ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος
συμμετεῖχε καί κήρυξε στην ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στόν ὁμώνυμο Ἱερό
Ναό τῶν Θηβῶν, παρουσία τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἱερωνύμου Β΄ καί ἄλλων Ἱεραρχῶν,
σά νά μήν συμβαίνει τίποτα[27]
καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος, κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψή του
στήν Ἱ. Μ. Σύρου, «κάλυψε» τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο καί «ἄδειασε» τούς Σεβ.
Μητροπολίτες Πειραιῶς κ. Σεραφείμ καί Γόρτυνος κ. Ἱερεμία, μέ τούς ἐναγκαλισμούς,
τίς προσφωνήσεις καί τήν τοποθέτηση στό παραθρόνιο τοῦ τοπικοῦ παπικοῦ «ἀρχιεπισκόπου»[28].
Ἄς ἀναλογισθοῦν, ὅμως, ὅτι μ’αὐτόν τόν τρόπο ἀπαμβλύνουν
και ἀπομειώνουν τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ ποιμνίου καί πυροδοτοῦν διαιρέσεις
καί σχίσματα, γιά τά ὁποία εὐθύνονται τά μέγιστα μόνο οἱ ἴδιοι[29].
[1] Διατάγματα Β΄ Συνόδου
Βατικανοῦ, τεῦχος 7, ἔκδ. «Γραφείου Καλοῦ Τύπου», Ἁθήνα,
σσ. 43-44.
[2] π.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΝΤΙΔΗΣ, «Ἡ Β’ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀνοίγει
τήν Ἐκκλησία στό μέλλον. Β΄
Βατικανή Σύνοδος - Ἐποχή συμφιλίωσης καί διαλόγου», περιοδικό Ἀνοιχτοί Ὀρίζοντες,
τεῦχος 1028, Δεκέμβριος 2005, http://ao.cen.gr/anoriz1028/AnOriz1028_19.htm
[3] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Σύνοδος
τοῦ Βατικανοῦ : μια γενική ἄποψη, http://www.typosmaroniton.com/cgibin/hweb?-A=13524&-V=social 15/10/2012
[4] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ
ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική
τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου
Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 383-389.
[5] Β΄ Κορ. 6, 14.
[6]
http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html
[7] π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΝΤΙΔΗΣ, «Ἡ Β’ Σύνοδος τοῦ
Βατικανοῦ ἀνοίγει τήν Ἐκκλησία στό μέλλον. Β΄ Βατικανή Σύνοδος - Ἐποχή συμφιλίωσης καί διαλόγου», περιοδικό Ἀνοιχτοί
Ὀρίζοντες, τεῦχος 1028, Δεκέμβριος 2005, http://ao.cen.gr/anoriz1028/AnOriz1028_19.htm
[8] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση,
ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[9] Ἡ οὐνιτική παρουσία καί
συμμετοχή στήν ἐνθρόνιση τοῦ Πάπα Φραγκίσκου δείχνει τί ἀκριβῶς ἐπιθυμεῖ ὁ
Παπισμός,
http://aktines.blogspot.gr/2013/03/blog-post_27.html
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ.
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἀνακοινωθέν, Οἱ
σχέσεις τοῦ Πάπα μέ τήν Δικτατορία τῆς Ἀργεντινῆς,
22-3-2013.
[11] ΑΡΧΙΜ.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,
ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 377-383.
[12]
http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html
[13]
http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html
[14] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. Ι, Ἀθήναι 1964, σ. 25.
[15] Ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[16] ΠΑΠΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΓ΄, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή «AD PETRI CATHEDRAM», 29.6.59, Acta Ap. Sedis,
Vol. LI, 22.7.1959, σσ. 497-531
[17] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 171.
[18] ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, «Τό Βατικανό καί ἡ Ἕνωση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν»,
ἐφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30-7-1995. ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωση
Ὀρθοδόξων - Ρωμαιοκαθολικῶν http://www.orthodoxnet.gr/print.php?sid=155
[19] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ
ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική
τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου
Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 402-403.
[20] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ
ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική
τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου
Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 403, 399-404, 328-338.
[21]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα 2009, σσ. 13-14.
[22] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΨΑΝΗΣ, «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα», Ἅγιον Ὄρος 30-12-2007, Ἐν
Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μ.
Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 90-99, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html
[23] Λ.χ. συνοδικότητα μέ ὀρθοδόξους καί ἑτεροδόξους
ἰσότιμα - ταυτότητα μυστηρίων Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων
-ἐπέκταση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως στούς ἑτεροδόξους - «τραυματισμός» τῆς καθολικότητας
τῆς Ἐκκλησίας,
ἐξαιτίας διακοπῆς τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας - ἀποστολική
διαδοχή - διηρημένη ἡ Μία Ἐκκλησία.
[24] Γιά τούς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησία
εἶναι τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού τό συνιστοῦν ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἡγεσία του ὡς «κοινωνία θεώσεως». Ἡ Ἐκκλησία, ὅταν παύει
νά λειτουργεῖ ὡς «κοινωνία θεώσεως», παύει νά ὑπάρχει καί ὡς Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται, ὅταν ἐλευθερώνεται ἀπό τή φθορά
καί τό θάνατο. Καί αὐτό πραγματοποιεῖται μόνο μέ τήν προσωπική μετοχή
στήν ἄκτιστη θεία ζωή, πού παρέχεται μόνο
στήν Ἐκκλησία ὡς «κοινωνίας θεώσεως». Σχ. βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν», στό συλλογικό τόμο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου, Πρακτικά Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καί Λεμεσοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2000, σ. 59.
[25] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ, Περί
τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31, Π. Χρήστου,
τ. Α΄, σ. 31: «Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδέ λόγον ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε, τῆς δέ παρ’ ὑμῶν προσθήκης παρ’ ὑμῶν ἐκβεβλημένης
πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ υἱοῦ τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν».
[26] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ,
Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό
κείμενο τῆς Ραβέννας, Θεσ/κη 20-5-2009, Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική
προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος
2009, σσ. 100-111, http://thriskeftika.blogspot.gr/2009/06/blog-post_5339.html
[27]
http://www.agioritikovima.gr/eklisia-elados/32948-dimitriados-gia
[28] http://www.agioritikovima.gr/eklisia-elados/34046-f%CE%BFtografies-apo
[29]
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΝΑΝΗΣ, Ὁ ἀσχημονών Δημητριάδος
καί ἡ ἀπάθεια τῶν συνεπισκόπων του, 19-11-2013, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2680.html
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου