Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015
Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος πιστὴ διάκονος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. (2ον)
(Προσδοκίες-Ἱστορικὴ πορεία-Γενικὲς Ἐκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν- Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
(2ον)
Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὴν πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Μετὰ τὸ μεγάλο Σχίσμα, (1054 μ.Χ.), ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, συνεπὴς στὴν Ὀρθόδοξη συνοδική της αὐτοσυνειδησία, δὲν ἔπαυσε νὰ συγκαλεῖ, σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, Ὀρθοδόξους Συνόδους μὲ πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα. Πρόκειται γιὰ τὶς λεγόμενεςἘνδημοῦσες Συνόδους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς ὁποῖες ὅμως συμμετεῖχαν συνήθως καὶ Πατριάρχες, ἢ ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ εὐρεῖα αὐτὴ πανορθόδοξη σύνθεση τῶν Ἐνδημουσῶν Συνόδων συνεχίσθηκε καὶ ἀργότερα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι βαλκανικοὶ λαοὶ εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στὶς Συνόδους αὐτὲς ἀπεφασίζετο ἡ ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου κοινὴ στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καὶ ἀργότερα τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ ἡ ρύθμιση καὶ ἐπίλυση ἄλλων, γενικοτέρου ἐνδιαφέροντος, ζητημάτων. Οἱ πολιτικοκοινωνικὲς ὅμως μεταβολὲς καὶ ἀνακατατάξεις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, κατὰ τὸν 19ο καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος, στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων, καὶ ἡ δημιουργία ἐθνικῶν κρατῶν συνέδεσαν τὶς ἐθνοφυλετικὲς ἀναζητήσεις τῶν λαῶν μὲ ἀντίστοιχες ἐκκλησιαστικὲς διεκδικήσεις, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ θεσμοθέτηση τῶν Αὐτοκεφάλων καὶ Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν, (Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχοσλοβακίας, Φιλανδίας, Λεττονίας, Ἐσθονίας), καὶ τὴν ἀπόδοση τῆς «πατριαρχικῆς ἀξίας» σὲ ὁρισμένες ἐξ αὐτῶν, (Πατριαρχεῖα Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας).
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1904 καὶ 1920 ἐπεδίωξε, μεταξὺ καὶ ἄλλων στόχων, νὰ ἀναθερμάνει τὶς διορθόδοξες σχέσεις μὲ τὶς ἄλλες κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ νὰ προωθήσει μιὰ ἀμεσώτερη καὶ στενώτερη συνεργασία γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση γενικοτέρων προβλημάτων. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ τῶν διορθοδόξων σχέσεων γέννησε σὺν τῷ χρόνῳ τὴν ἰδέα τῆς ἀναζητήσεως πανορθοδόξου ἐκφράσεως τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ὸρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς συγκροτήσεως δηλαδὴ Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἔλαβε ἀργότερα τὴν προσωνυμία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος». Μέσα στὸ κλίμα τῶν διορθοδόξων αὐτῶν ἐπαφῶν τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος συνεκλήθη τὸ 1923 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ πατριαρχίας τοῦ γνωστοῦ Μασόνου[1] Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Δ΄ (Μεταξάκη), Συνέδριο, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίσθηκε μὲν ὡς «Πανορθόδοξο», χωρὶς πάντως νὰ ὑπάρξει πανορθόδοξος ἀντιπροσώπευση ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀντίθετα μάλιστα ἡ ἀντιπροσώπευση σ’ αὐτὸ ἦταν πολὺ περιορισμένη, διότι συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι μόνο ἕξι Ἐκκλησιῶν, (τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ρωσίας, τῆς Σερβίας, τῆς Κύπρου, τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ρουμανίας).
Στὸ Συνέδριο συζητήθηκαν θέματα ὅπως τὸ ἡμερολογιακό, τὸ περὶ γάμου κληρικῶν μετὰ τὴ χειροτονία των, τὸ περὶ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, τὸ περὶ νηστείας κἄ. Δυστυχῶς στὸ ἐν λόγῳ Συνέδριο ἐπιχειρήθηκαν καινοτομίες καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις ξένες πρὸς τὴν παράδοση καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες, ὅπως πολὺ ὀρθὰ ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἐτραυμάτισαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς κακὴ κληρονομιὰ συνοδεύουν ἔκτοτε τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μέχρι σήμερα».[2] Στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου «ὁρίσθηκε γιὰ τὸ 1925 σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ καὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς 1600ετηρίδος τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (325μ.Χ.)»[3].
Ἔκτοτε ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἐπέχει θέση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θὰ γίνει ὅραμα καὶ ἐλπίδα, πόθος καὶ προσδοκία ἐπί 92 συναπτὰ χρόνια, μια προσδοκία ἀνεκπλήρωτη μέχρι σήμερα, (2015), παρὰ τὶς ἐργώδεις προετοιμασίες καὶ διαβουλεύσεις σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο, παρὰ τὴ συγκρότηση πολλῶν προπαρασκευαστικῶν ἐπιτροπῶν, παρὰ τὴ συγκρότηση Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν ἱστορία τὴς Ἐκκλησίας μας, διότι σὲ καμιὰ ἄλλη Σύνοδο, Οἰκουμενική, ἢ Τοπική, τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, (879 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς, καὶ τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, (1351 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, δὲν ὑπῆρξε τόση ἐργώδης καὶ μακροχρόνια προετοιμασία, τόση πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευῆς, μὲ τόσες πολλὲς ἀναθεωρήσεις καὶ τροποποιήσεις στὴ θεματολογία της.
Στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, θὰ σκιαγραφήσουμε μὲ πολλὴ συντομία τὶς κυριότερες φάσεις αὐτῆς τῆς προετοιμασίας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια «μεθοδευμένα» γίνεται, ὥστε νὰ γίνει καλύτερα κατανοητὴ και ἡ παροῦσα φάση στὴν ὁποία αὐτὴ βρίσκεται καὶ νὰ ἐξαχθοῦν στὴ συνέχεια κάποια συμπεράσματα.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μετὰ τὴν ματαίωση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ποὺ εἶχε προγραμματιστεῖ γιὰ τὸ 1925, λόγω μὴ ἐπαρκοῦς χρόνου προετοιμασίας, ἀπεφάσισε τήν σύγκληση Ὀρθοδόξου «Προσυνόδου» στὸ ἅγιον Ὅρος τὸ 1932, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ προετοιμάσει τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐκρίθη ἀναγκαῖο νὰ συγκληθεῖ προηγουμένως Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπή,προκειμένου νὰ προετοιμάσει τὴν θεματολογία, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθεῖ ἡ «Προσύνοδος». Πράγματι ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ συνεκλήθη τὸ 1930 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου Ἁγίου Ὅρους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ μακαριστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Β΄ καὶ κατήρτισε ἕνα κατάλογο 17 θεμάτων, γιὰ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθη «Προσύνοδο». Ὡστόσο τελικὰ οὔτε Προσύνοδος, οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πραγματοποιήθηκαν, διότι ὁρισμένες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὡς ἐμπερίστατες καὶ ὡς εὑρισκόμενες κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ Κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἐζήτησαν τὴν ἀναβολήν των.
Μὲ τὴν ἴδια προοπτικὴ συνεκλήθη ἀργότερα, τὸ 1936, στὴν Ἀθήνα, τὸ Α΄ Πανορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο, οἱ ἐργασίες τοῦ ὁποίου εἶχαν ὡς ἐπίκεντρο τὸ ζήτημα τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου. Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεκλήθη ἐπὶ τοῦ Μασόνου[4] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου τοῦ Α΄, τὸ 1961, στὴ Ρόδο, ἡ Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν προπαρασκευὴ τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, καί κατήρτισε νέο εὐρύτερο κατάλογο θεμάτων, διηρημένο στὰ ἀκόλουθα ὀκτὼ γενικὰ κεφάλαια: 1) Πίστις καὶ Δόγμα, 2) Θεία Λατρεία, 3) Διοίκησις καὶ ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία, 4) Σχέσις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς ἀλλήλας, 5) Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 6) Ἡ Ὀρθοδοξία ἐν τῷ κόσμῳ, 7) Θεολογικὰ θέματα, 8) Κοινωνικὰ προβλήματα. Στὴ Διάσκεψη αὐτὴ ἐπιδιώχθηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ παραμερισθοῦν οἱ μέχρι τότε δικαιολογημένες ἐπιφυλάξεις καὶ ἡ δυσπιστία τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, (λόγῳ τῆς δράσεως τῆς Οὐνίας), ἀπέναντι στὴ Ρώμη, καὶ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ σύμφωνη γνώμη των γιὰ τὴν προώθηση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τὸν Παπισμό καὶ ἐτέθησαν οἱ βασικοὶ ὅροι καὶ προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἔναρξη θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.
Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καὶ οἱ δύο ἑπόμενες Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἐπίσης στὴ Ρόδο, τὸ 1963 καὶ τὸ 1964, καθ’ ὃν χρόνον ὁ Παπισμός, κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου (1963-1965), ἐγκαινίαζε μὲ τὸ περίφημο «Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ», τὸ γνωστὸ “Unitatis Redintegratio”, νέα ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες.
Στὶς παρὰ πάνω Διασκέψεις, οἱ ὁποῖες διεξήχθησαν μέσα στὸ κλίμα καὶ στὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἐργασιῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἐπισημάνθηκε ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προωθήσεως καὶ ἐν τέλει πραγματοποιήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνὸς μὲν θὰ ἐκφράσει σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θὰ δώσει τὴ δική της μαρτυρία στὰ σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα καὶ στὶς σχέσεις της μὲ τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ἐπὶ πλέον ἐπανεξετάσθηκε τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ ἐπαναδιατυπώθηκε ἡ σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη πρόθεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ προωθήσουν «διάλογο ἐπὶ ἴσοις ὅροις». Εἰδικότερα ἡ Β΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, (1963), ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀποστολῆς, ἢ μή, Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ἐνῶ ἡ Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη (1964) ἀπεφάσισε ὅτι «... πρὸς καρποφόρον ἔναρξιν ἑνὸς πραγματικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου παρίσταται ἡ ἀνάγκη τῆς δεούσης προπαρασκευῆς καὶ τῆς δημιουργίας τῶν καταλλήλων συνθηκῶν».[5]
Τὸ 1968 συνεκλήθη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἐργάσθηκε συστηματικότερα καὶ μεθοδικότερα τόσο πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅσο καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προωθήσεως τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων καὶ διαλόγων. Προχώρησε μάλιστα στὴ συγκρότηση Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὴ συγκρότηση Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Επιτροπῆς γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν θεμάτων, ποὺ θὰ συζητηθοῦν στὴ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴ συγκρότηση Διορθοδόξων Ἐπιτροπῶν, γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες. (Συνεχίζεται)
[1]Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄, σύμφωνα μὲ 25σελιδη νεκρολογία του Μασόνου φίλου του Ἀλέξανδρου Ζερβουδάκη: «παρακολουθοῦσε τὶς ἐργασίες καὶ τὴ δράση τοῦ Τεκτονισμοῦ παντοῦ ὅπου βρέθηκε στὴν πολυτάραχη ζωή του, καὶ οἱ περιστάσεις καὶ τὸ περιβάλλον του το ἐπέτρεπαν [……..]. Ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σὰν τὸν αδελφὸ Μελέτιο δέχθηκαν τὸν Τεκτονισμὸ καὶ τὸν ἔκαναν βίωμά των. Καὶ ὑπῆρξε πραγματικὴ ἀπώλεια ὅτι τόσο γρήγορα ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὸν Μ.Α.Τ.Σ. στὴν Αἰωνία Ἀνατολή, πρὶν ὁλοκληρώσῃ τὰ ἔργα μὲ τὰ ὁποῖα ἐστεφάνωσε τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν κόσμο μας». [ΑΛΕΞ. ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ, «Μελέτιος Μεταξάκης», (στήλη «Διάσημοι Τέκτονες»), ἐν «Τεκτονικὸν Δελτίον», Ὄργανον τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, ἔτος 17ον, ἀριθμ. 7, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1967, σελ. 49-50].
[2]Βλ. ἄρθρο τοῦ πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση, ομοτ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. μὲ θέμα: «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», δημοσιευθὲν στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο (10.3.2015).
[3]Πρακτικὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου 1923), Εἰσαγωγή - Ἐπιμέλεια Ἀρχ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης, Ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα 2015, σελ. XVI I.
[4]Ἀναφορὰ στὴ μασονική του ἰδιότητα ἔχουμε στὸ «Τεκτονικό Δελτίο», 1972 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), τ. 104, σ. 232 κἑ., ὅπου οἱ Μασόνοι ἀναφέρονται στὸ τεκτονικὸ «μνημόσυνο», ποὺ τέλεσαν μόλις τέσσερις μῆνες μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 12.10.1972, στὴν Ἀθηναϊκὴ Μασονικὴ Στοὰ «Αρμονία»! Ἐπίσης τὸ μασονικὸ περιοδικὸ «Ἰλισσός», ἕνα ἔτος ἀργότερα, τὸν χαρακτήρισε «μεγάλο ὁραματιστὴ τῆς ἑνώσεως τῶν Χριστιανῶν», (Ἰλισσός, 1973, τ. 97, σ. 41), τὸ δὲ μασονικὸ περιοδικὸ «Πυθαγόρας», τέσσερα ἔτη ἀργότερα, τον χαρακτήρισε ὡς «μέγα», (Πυθαγόρας 1977, τ. 5, σ. 5).
[5]Βλ. Θ. Σταυρίδου, Θ.Η.Ε., τομ. 9, σελ. 814.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου