«Οι καθαρίστριες, οι ευκαιριακοί εργάτες, οι όχι κατά κύριο επάγγελμα υδραυλικοί και οι υπαίθριοι πωλητές μπορεί να μην πληρώνουν φόρους ή κοινωνικές εισφορές από τα χρήματα που παίρνουν. Όμως, μεγάλο μέρος από αυτό το ρευστό καταλήγει να δαπανάται στα σούπερ μάρκετ, στα βενζινάδικα, στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και στους λογαριασμούς κινητής τηλεφωνίας, στα οποία επιβάλλονται ΦΠΑ και άλλοι φόροι».
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής, η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει αν η παραοικονομία είναι τελικά ευλογία ή κατάρα. Όμως, σύμφωνα με σχετική μελέτη του, ίσως η κυβέρνηση να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να την περιορίσει διότι:
● Τα έσοδα που προκύπτουν από την παραοικονομία αυξάνουν το βιοτικό επίπεδο του ενός τρίτου του απασχολούμενου πληθυσμού.
● Το 40%-50% αυτών των δραστηριοτήτων έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα, που σημαίνει επιπλέον προστιθέμενη αξία και αύξηση της συνολικής παραγωγής.
● Οι διαφυγόντες φόροι μπορεί να είναι ποσοτικά μέτριοι, αφού τουλάχιστον τα δυο τρίτα των εσόδων από την παραοικονομία δαπανώνται αμέσως στην επίσημη οικονομία παράγοντας επιπλέον φορολογήσιμο πλούτο.
● Και ο πιο… εκπληκτικός λόγος: Αυτοί που εργάζονται στην παραοικονομία έχουν λιγότερο χρόνο για άλλα πράγματα, όπως π.χ. να πηγαίνουν σε…διαδηλώσεις!
Μια τέτοια περίπτωση, προσθέτουμε εμείς, μπορεί να είναι η κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους ενός πολιτικού προσώπου ή ενός κρατικού αξιωματούχου, ο οποίος καταχράται τη δημόσια θέση του προκειμένου να εξυπηρετήσει παράτυπες ή άνομες επιδιώξεις ψηφοφόρων του, όπως αυτές που υπονοεί ο Θεόδωρος Πάγκαλος στο πλαίσιο της δικαιολόγησης του περίφημου σλόγκαν του «Μαζί τα φάγαμε».
Ένα σλόγκαν, έναν ισχυρισμό, για τον οποίο ουδέποτε εκλήθη από ένανεισαγγελέα ώστε να τον τεκμηριώσει και να αποδοθούν οι ευθύνες, έστωσυμβολικά, σε έναν ψηφοφόρο και έναν ανταποκριθέντα στις πιέσεις πολιτικό…
Η διάχυτη παραοικονομία και η μικρής κλίμακας (με περιορισμένο οικονομικό αντικείμενο) διαφθορά πάντοτε αποτέλεσε την τέλεια δικαιολόγηση τηςγενικευμένης πολιτικής και επιχειρηματικής διαφθοράς.
Η καταστροφή της βιομηχανίας και της γεωργίας και η μετατροπή των εργαζομένων αυτών των τομέων σε γκαρσόνια και δημοσίους υπαλλήλουςατάκτως τοποθετημένους, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό και παραγωγικό προσανατολισμό, είναι μια άλλη εκδοχή της ίδιας νοοτροπίας.
Μα, διάολε, πώς μπορεί ένα κράτος να δουλεύει πολύ και ταυτοχρόνως να είναι αντιπαραγωγικό;
● Αρκεί οι υπεύθυνοι πολιτικοί διαχειριστές να μην έχουν ποτέ καταστρώσει ένα παραγωγικό πλάνο της προκοπής.
● Αρκεί οι ίδιοι διαχειριστές να βλέπουν το χρήμα των συνεπών φορολογουμένων ως ένα τεράστιο ορθάνοιχτο «πορτοφόλι», από το οποίο θα σιτίζονται αιωνίως οι εθνικοί εργολάβοι και οι εθνικοί προμηθευτές, αφού πρώτα πληρώσουν την αναλογούσα μίζα στα πολιτικά υποχείριά τους και τους μιντιακούς και «διανοούμενους» υπηρέτες τους.
● Αρκεί οι ηλίθιοι και καλόπιστοι παραγωγοί του πλούτου – και κορόιδα ως φορολογικά υποζύγια – να ανέχονται την παράνομη ιδιοποίηση και την αλόγιστη κατασπατάλησή του από πολιτικά και επιχειρηματικά παράσιτα.
Αν αυτές οι τρεις αναγκαίες προϋποθέσεις τηρούνται, τότε, ακόμη και την ώρα της κατάρρευσης κάθε έννοιας κράτους, υγιούς επιχειρηματικότητας και κοινωνικής συνοχής, μπορεί ο παρασιτικός λαμογισμός της οργανωμένης διαφθοράς να βασιλεύει ανεξέλεγκτος μετατοπίζοντας την ευθύνη της κατάρρευσης στην… ευλογημένη παραοικονομία της επιβίωσης.
Μάλλον λοιπόν θα πρέπει να δούμε με λίγο περισσότερη προσοχή τις «υπερβολικές» διαπιστώσεις του καθηγητή Σνάιντερ.
* Το άρθρο του Φρίντριχ Σνάιντερ στον Economist θα το βρείτε μεταφρασμένο εδώ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου