Θέμα:
Περί
τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σέ
ἀντιδιαστολή μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐπιστήμης περί τοῦ ἀνθρώπου, και
περί τοῦ ὅτι ἡ γνῶσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας εἶναι ἀπαραίτητη
προϋπόθεσις γιά τήν ὀρθή τοποθέτησι σέ θέματα βιοηθικῆς
|
Τετάρτη 23 Μαΐου 2012
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ἐπιστήμης
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία
καί ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ἐπιστήμης
Δαμασκηνός μοναχός Ἁγιορείτης
Τό
κύριο θέμα πού θά προσπαθήσω ἐν συντομίᾳ νά ἀναπτύξω εἶναι τό 'τί εἶναι
ὁ ἄνθρωπος κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας'. Δευτερευόντως,
θά ἀναφερθῶ στό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Ἐπιστήμη καί θά προσπαθήσω
νά κάνω μία σύγκρισι μεταξύ τῶν δύο προτύπων τοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνου τῆς
Ἐκκλησίας καί ἐκείνου τῆς Ἐπιστήμης. Ἐπειδή δέν εἶμαι εἰδικός, οὔτε γιά
τό ἕνα θέμα, οὔτε γιά τό ἄλλο, οὔτε ἐκπροσωπῶ τήν Ἐκκλησία ἤ τήν
Ἐπιστήμη, οἱ ἀπόψεις πού κατατίθενται ἐδῶ εἶναι ἀποκλειστικά οἱ
προσωπικές μου ἀπόψεις, δηλ. πῶς ἔχω κατανοήσει, μέχρι σήμερα, τό θέμα
περί ἀνθρώπου, ὅπως αὐτό προβάλλεται στούς δύο αὐτούς χώρους.
Σήμερα,
ὅταν κάποιος, πού εἶναι ἐνεργό μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποφασίση
νά ἀσχοληθῆ σοβαρά καί συστηματικά μέ τά βιοηθικά διλήμματα πού κάθε
τόσο τίθενται, κυρίως ἐξ αἰτίας τῆς τεχνολογικῆς προόδου, νομίζω, ὅτι
εἶναι ἀπαραίτητο, πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει πάντοτε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά
ἔχη προηγουμένως ἐντρυφήσει καί ἐμβαθύνει, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, στήν
φύσι τοῦ ἀνθρώπου, καί ἐξ ἐπόψεως δομῆς, καί ἐξ ἐπόψεως
λειτουργίας, ὅπως αὐτά τά διδάσκουν, καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά
καί ἡ σημερινή Ἐπιστήμη, ἄσχετα ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται
σάν ἕνα διαφορετικό πλάσμα στούς δύο αὐτούς χώρους.
Αὐτή ἡ ἐνασχόλησις,
τοῦ εἶναι, νομίζω, ἀπαραίτητη, γιά δύο λόγους: Πρῶτον, γιά
νά ἔχη ὑπ᾽ ὄψιν του τά ἀπαραίτητα δεδομένα τῶν δύο αὐτῶν χώρων καί
νά ἔχη διαμορφώσει σαφῆ εἰκόνα περί τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτός
παρουσιάζεται στούς δύο αὐτούς χώρους, ὥστε, ὅταν τοῦ ζητηθῆ, νά
μπορῆ νά διαλεχθῆ, καί μέ τούς ἐκκλησιαστικούς ἀνθρώπους, καί μέ
τούς ἐπιστήμονες, ἐπάνω στά ἀνθρωπολογικά ζητήματα. Καί, δεύτερον καί
κυριώτερον, γιά νά μπορῆ, μέ βάσι τήν ἀσκητική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας
καί την ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια περί τῆς φύσεως καί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς
τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτές εἶναι κατατεθειμένες στήν Ἁγία Γραφή καί στήν
Παράδοσι τῆςἘκκλησίας, νά ἀξιολογήση ὀρθά τίς νέες ἐπιτεύξεις
τῆς Ἐπιστήμης, καθώς καί νά διακρίνη τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη,
τό ὀρθό ἀπό τό λάθος, στα ἀνακύπτοντα βιοηθικά διλήμματα, τά ὁποῖα
σήμερα συνεχῶς γεννῶνται σάν ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης,
τῆς ἐφαρμογῆς νέων τεχνολογιῶν καί τῆς ἰατρικῆς πρακτικῆς.
Καί, τοῦ δίδεται αὐτή ἡ δυνατότητα, ἐπειδή θεωρῶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἐκείνη
πού γνωρίζει τήν ἀλήθεια περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου
νοουμένου ὡς τῆς ὀντότητος ἐκείνης πού μετέχει καί τῆς ὑλικῆς καί τῆς
νοερᾶς φύσεως, καί ὄχι ἡ Ἐπιστήμη, πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκείνη
πού κατέχει τά ὀρθά κριτήρια ἀξιολογήσεως τῶν νέων ἰατρικῶν
πρακτικῶν ἀπό τῆν σκοπιά τῆς βιοηθικῆς, καί ὄχι ἡ Ἐπιστήμη. Ἕνα
παράδειγμα: Ἡ ἰατρική πρακτική προσπαθεῖ σήμερα νά καθιερώση σάν νόμιμη
τήν εὐθανασία στίς ἀνεπτυγμένες χῶρες. Εἶναι αὐτό ὀρθό; Εἶναι πρός τό
συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι, αὐτή ἡ πρακτική, μέσα στό ἦθος
τῆς Ἐπιστήμης; Εἶναι σύμφωνη μέ τό ἦθος μιᾶς πολιτισμένης κοινωνίας;
Εἶναι μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σύμφωνη μέ τήν διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας; Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ποιά
εἶναι ἡ ἀληθινή φύσις καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἐπίσης
ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως ἀποφαίνεται γιά
τήν ὀρθότητα ἤ μή μιᾶς τέτοιας πρακτικῆς, ἐπειδή κατέχει
τά ὀρθά ἀνθρωπολογικά κριτήρια και ἐπειδή μπορεῖ νά διακρίνη ἄν μιά
τέτοια πρακτική εἶναι μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ ὄχι.
Ἡ Ἐπιστήμη
δέν μπορεῖ νά ἔχη τήν ἀληθῆ γνῶσι περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τήν
πλήρη γνῶσι. Ἡ Ἐπιστήμη μπορεῖ νά ἀνακαλύψη μόνο ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας
περί τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ γνωσεολογική της δυνατότητα εἶναι
περιωρισμένη μόνο στόν φυσικό κόσμο καί ἡ ἐρευνητική της
δυνατότητα ἀφορᾶ φαινόμενα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως,
μετέχει, καί τοῦ φυσικοῦ, καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Τήν πνευματική
φύσι τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ ἡ Ἐπιστήμη νά τήν ἀνιχνεύση καί γι᾽ αὐτό το
ἀνθρωπολογικό της πρότυπο εἶναι ἐλλειπές, ἄν μή τι ἐσφαλμένο.
Ἡ Ἐπιστήμη ἔχει ἀνακαλύψει πολλά καί συνεχῶς ἀνακαλύπτει περισσότερα
περί τῆς ἀληθείας τῆς δομῆς καί τῆς λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ
ἀνθρώπου. Ὅμως, ἡ ἀλήθεια περί τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς
διαφεύγει, ὅπως τῆς διαφεύγει καί ἡ ἀλήθεια περί τῶν ἀΰλων πνευμάτων ὡς
καί περί τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ γνωσεολογικός της χῶρος εἶναι
μόνο ὁ φυσικός κόσμος. Δέν εἶναι, οὔτε ὁ πνευματικός κόσμος, οὔτε ὁ
ἄκτιστος. Αὐτούς δέν μπορεῖ νά τούς ἀνιχνεύση καί γι᾽ αὐτό
δέν ὑπεισέρχεται σ᾽ αὐτούς. Σ᾽ αὐτούς τούς κόσμους, ὅμως, ἔχει
λόγο ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί Αὐτή κινεῖται, καί
στόν φυσικό κόσμο, καί στόν πνευματικό κόσμο.
Ἔτσι, ἡ Ἐπιστήμη,
δέν μπορεῖ νά ταυτισθῆ, ὅσο καί νά ἐξελιχθῆ, ὡς πρός τίς ἀπόψεις καί τά
συμπεράσματα της εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα, μέ ἐκεῖνα
πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει νά καταθέση, ὡς ἀποκάλυψι ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐμπειρία Της, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ Ἐπιστήμη ἐξετάζει
καί διερευνᾶ τόν ἄνθρωπο ἀποκλειστικά καί μόνον κατά τήν ὑλική του
φύση, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι διττός, μετέχων, καί τῆς ὑλικῆς, καί τῆς
νοερᾶς φύσεως. Βεβαίως, ὁ κάθε ἕνας ἀπό τούς δύο αὐτούς χώρους
ἐξειδικεύεται, θά ἔλεγα, σέ διαφορετικούς τομεῖς στήν γνωσεολογία του
περί τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐπιστήμη, π.χ., ἔχει συσσωρεύσει γνώσεις κυρίως
περί τῆς δομῆς, τῆς λειτουργίας καί τῆς θεραπείας τοῦ σώματος τοῦ
ἀνθρώπου, ὡς καί γνώσεις περί τῶν 'ψυχικῶν' λεγομένων λειτουργιῶν
στόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως νά δέχεται ὕπαρξι στόν ἄνθρωπο αὐθυποστάτου
ψυχῆς, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει συσσωρεύσει γνώσεις κυρίως περί τῆς φύσεως,
τῆς λειτουργίας καί τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ψυχῆς
θεωρουμένης ὡς ἀθανάτου αὐθυποστάτου ὀντότητος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἀνθρώπινος
θεσμός, μπορεῖ νά συγκρουσθῆ μέ τήν Ἐπιστήμη, προκειμένου νά ὑπερασπίση
τά συμφέροντα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτά θίγονται ἀπό ἐνέργειες τῆς
κατευθυνομένης Ἐπιστήμης ἤ τῆς ἐπιστημονικῆς πρακτικῆς, οἱ ὁποῖες
προσβάλλουν ἄμεσα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἔμμεσα τόν Θεό.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ὡς πνευματικό οἰκοδόμημα, δέν ἀντιμάχεται, οὔτε
συγκρούεται μέ τήν ἀληθινή Ἐπιστήμη, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία κινεῖται στόν
πνευματικό κόσμο, ἐνῶ ἡ Ἐπιστήμη στόν φυσικό
κόσμο. Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀληθινή Ἐπιστήμη, καί ὄχι ἡ κατευθυνομένη, ὅπως εἶναι
κατά ἕνα μεγάλο μέρος της ἡ σημερινή, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον
παραμένει εἰς τόν ἰδικό Της γνωσεολογικό χῶρο, δέν ἀντιμετωπίζει
ἀνθρωπολογικό πρόβλημα ἀπό τίς ὁποιεσδήποτε ἀνακαλύψεις τῆς Ἐπιστήμης
τίς σχετικές μέ τον ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, ἀφ’ ἑνός μέν, ἐπειδή ἡ συνεχῶς
προστιθεμένη γνησία ἐπιστημονική γνῶσις περί τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔρχεται -
δέν μπορεῖ νά ἔλθη - σέ ἀντίθεσι μέ τά θεμέλια
τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας,
καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἔχει, ἐξ Ἀποκαλύψεως, τά
κριτήρια ἐκεῖνα πού Τῆς ἐπιτρέπουν νά διακρίνη τήν ἀλήθεια, ἐάν ὑπάρχη,
εἰς τήν ὁποιαδήποτε προβαλλομένη ἑρμηνεία τῶν ἐπιστημονικῶν
δεδομένων, ἤ εἰς τήν ὁποιαδήποτε προβαλλομένη ἐπιστημονική θεωρία μέ
βάση κάποια ἐπιστημονικά δεδομένα, εἴτε αὐτή
προβάλλεται ὡς ἀμιγῶς ἐπιστημονική θεωρία, εἴτε ὡς φιλοσοφία (π.χ. θεωρία τῆς Ἐξελίξεως).
Τί, λοιπόν, διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου;
Σέ
γενικές γραμμές, διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα, ἀλλά
εἶναι σῶμα μέ ψυχή αὐθυπόστατη. Ἡ αὐθυπόστατη ψυχή στόν ἄνθρωπο εἶναι
καί αὐτή κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα τοῦ‘ἐμφυσήματος’
τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, μυστήριο κατά τήν οὐσία της, κατά Χάριν ἀθάνατη,
καί εἶναι ἐκείνη πού ζωοποιεῖ τό σῶμα. Ἡ ἀθάνατη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
'κτίζεται', δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό, ἀρρήτως καί ἀγνώστως, κατά τήν
σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου,
χωρίζει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, τό σῶμα πεθαίνει, ὁ ἄνθρωπος, ὅμως,
ζεῖ, ἐπειδή ἡ ψυχή του ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος.
Ζεῖ μετά τόν βιολογικό του θάνατο ὁ ἄνθρωπος, μόνο κατά τήν ψυχή,
περιμένοντας τήν Κοινή Ἀνάστασι τῶν σωμάτων, γιά νά ξαναπάρη τό σῶμα
του, καί νά ξαναγίνη πλήρηςἄνθρωπος.
Σέ ἀντιδιαστολή
μέ αὐτά, ἡ Ἐπιστήμη δέν δέχεται τόν ἄνθρωπο ὡς ὕπαρξι μέ κατ’ οὐσίαν
ψυχή, δηλ. μέ ψυχή αὐθυπόστατη, οὔτε ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει να
ὑπάρχη ὡς ὀντότητα, ὡς αὐτοδύναμη ὕπαρξις, καί μετά τόν βιολογικό του
θάνατο. Τόν δέχεται μόνο ὡς βιολογική ὕπαρξι μέ κατ’ ἐνέργειαν
ψυχή, ὅπως τά ζῶα, εἰς τά ὁποῖα ἡ ψυχή τους πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα
τους, διότι τόν θεωρεῖ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς βιολογικῆς ἐξελίξεως τῶν
εἰδῶν. Συγκεκριμένα, τόν θεωρεῖ ὡς προερχόμενο ἀπό ἕναν κοινό πρόγονο με
ἐκεῖνον τοῦ χιμπαντζῆ, ὡς ἕνα βιολογικό εἶδος δηλ., τό ὁποῖο
προῆλθε ἐξελικτικά, ἀπό τυχαῖα γεγονότα, χωρίς καμμία θεία ἐπέμβαση πού
νά τόν διαφοροποιῆ ἀπό τά ζῶα, ὡς πρός τήν φύσι καί τόν προορισμό
του. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὑλιστικῆς, ἤ ἐπιστημονικῆς θεωρήσεως περί
τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Ἐπιστήμη, εἶναι ὅτι,
σήμερα, ἡ σύγχρονη Ἰατρική, ἔφθασε νά θεωρῆ τόν ἄνθρωπο ὡς μηχανή μέ
ζωϊκή ψυχή. Ἔτσι, στήν Ἰατρική ἐπιστήμη, τά ζωτικά ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου
θεωροῦνται ὡς ‘ἀνταλλακτικά’ πού ὑπόκεινται σέἀντικατάστασι ἤ
διατίθενται γιά μεταμόσχευσι, τό γονιμοποιημένο του ὡάριο, τό ζυγωτό
του, ἤ τό ἔμβρυο θεωροῦνται ὡς γενετικό ὑλικό ὑποκείμενο σέ
πειραματισμό, σέ ἐπεμβάσεις, τροποποιήσεις καί προσθῆκες στόν γενετικό
του κώδικα.
Ὁ καθηγητής Ἰατρικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Ἠλίας Κουρούμαλης, σέ δημοσιευθέν ἄρθρο του μέ τίτλο “Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἰκονική πραγματικότητα στήν σύγχρονη ἐπιστήμη”[i], ἀναφέρει,
σχετικά, τά ἑξῆς: «....... Ὁ Καρτέσιος ὑπεβίβασε τόν ἄνθρωπο
σέ ἐπίπεδο ἁπλῆς μηχανῆς, πού δέν χρειαζόταν νά ἔχη μιάν ἀρχή. Στήν
αὐταπόδεικτη αὐτή ἀνοησία, πού ὅμως κυριάρχησε γιά δύο αἰῶνες στήν
Δυτική σκέψη, ἦλθε νά προσφέρη ἐπιστημονική κάλυψη ἡ Βιολογία
καί ἡ Γενετική, στά πρῶτα βήματά τους. Ὁ Κάρολος Δαρβίνος θεμελιώνει τήν
περίφημη Ἐξελικτική Θεωρία του, ὅπου οἱ αὐτόματες μεταλλαγές στό
γενετικό ὑλικό ὁδηγοῦν σέ φυσική ἐπιλογή τῶν πλέον προικισμένων
νά ἐπιζήσουν εἰδῶν. Ἡ σύγχρονη Γενετική, μέ τήν ἀποκρυπτογράφηση
τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, θριαμβολογεῖ. Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ μύγα ἔχουν
95% κοινά γονίδια, ἄρα τό ἕνα εἶδος προέρχεται ἀπό τό ἄλλο (λένε
οἱ ἐξελικτικοί). Ὅμως, ἐξ ἴσου λογικό, ἄν ὄχι λογικώτερο, ἀκούγεται το
ἐπιχείρημα, ὅτι αὐτή ἡ ταυτότητα γονιδίων ἁπλῶς ὑποδεικνύει, ὅτι ὁ ἴδιος
Δημιουργός χρησιμοποίησε τά ἴδια ὑλικά, ἀλλά μέ τόσο
διαφορετικό ἀποτέλεσμα.....».
Πιό συστηματικά, ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τά ἑξῆς περί τοῦ ἀνθρώπου:
Κατά
τήν ᾽Ορθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πλάσθηκε ἀπό τήν Ἁγία
Τριάδα «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀνείδεος, ἁπλός καί ἀσχημάτιστος
εἶναι ὁ Θεός, ἔτσι ἁπλῆ καί ἀσχημάτιστη εἶναι ἡ ψυχή τοῦ
ἀνθρώπου. Ὁ δέ Χριστός εἶναι τό πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου σάν
σύνολο, ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ὁ Χριστός, ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι ἡ εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον, ὁ δέ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι κατά τήν Θεότητα, ἀλλά κατά
τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀδάμ ἐπλάσθη κατά τό μεταγενέστερον
χρονικά πρωτότυπόν του, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος εἶναι γνησία εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος, δηλ. ἐμεῖς, εἴμαστε ἀμαυρωμένες
εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος εἶναι καθαρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
ἁμαρτωλός εἶναι ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί καλεῖται, διά τῆς
μετανοίας, νά γίνη καθαρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλ.ἅγιος. Ὁ σκοπός τῆς
ζωῆς μας, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι νά γίνωμε καθαρές εἰκόνες
τοῦ πρωτοτύπου, τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ἁγιάση. Ἄρα, ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ ἁγιασμός. Ὁ Χριστιανός,
καλεῖται, σ᾽ αὐτήν τήν ζωή, νά φθάση νά ὁμοιωθῆ μέ τόν Χριστόν. Ὁ Ἅγιος
πού φθάνει εἰς τήν τελειότητα γίνεται ὅμοιος μέ τόν Χριστόν, κατά τήν
καθαρότητα καί τήν εὐσπλαγχνίαν. Ὁ Ἅγιος γίνεται κατά Χάριν αὐτό πού
εἶναι ὁ Χριστός κατά φύσιν, ἐφ᾽ὅσον φθάση εἰς τό μέτρον ἡλικίας
τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ὅμως, εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος,
Θεάνθρωπος. Κατά φύσιν. Οἱ ἅγιοι, ὅταν φθάνουν νά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν
Χριστόν, κατά τήν εὐσπλαγχνίαν καί τήν ἀγάπην, δηλ. εἰς τό
‘καθ’ ὁμοίωσιν’, τότε γίνωνται ‘Χριστοί κατά Χάριν’ καί δέν
διαφέρουν ἀπό τόν Χριστόν παρά μόνον κατά τήν φύσιν.
Ὁ Χριστός,
λοιπόν, εἶναι τό πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά, ποιά εἶναι ἡ φύσις τοῦ
Χριστοῦ; Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος. Θεός καί ἄνθρωπος. Ὄχι ἕνας
ἁπλός ἄνθρωπος. Ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις, ἐξ ἄκρας συλλήψεως, θεία
καί ἀνθρωπίνη, «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως» καί
διηνεκῶς ἑνωμένες. Ἑνωμένες στό Πρόσωπό Του, ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κατά
τήν Ἀνάστασί Του, ἡ θεία Του φύσις, ἐπανενώνει τήν ψυχή Του, πούἦταν
στόν Ἅδη, μέ τό σῶμα Του, πού ἦταν στόν τάφο, καί ἀνασταίνει τό σῶμα
Του. Ὁ Χριστός ἀνεστήθη ἀφ᾽Ἑαυτοῦ καί ἀπέδειξε ὅτι ἐστί Θεός
σεσαρκωμένος. Ἀνεστήθη ἀφ᾽ Ἑαυτοῦ, ἐπειδή εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος.
Θεάνθρωπος. Οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς δηλ., ἀνασταινόμεθα δυνάμει
καί ἐνεργείᾳ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Καί σωματικά, καί ψυχικά.
Ὁ θάνατος
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού ἔλαβε χώρα ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν,
ἦταν ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς Του ἀπό τό σῶμα Του καί ἦταν ἕνας προσωρινός
χωρισμός, ἀφοῦ σέ τρεῖς ἡμέρες ὁ Χριστός ἀνεστήθη. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος
τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὀν Σταυρόν συνέβη κατά μίαν συγκεκριμένην
στιγμήν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» (Ματθ.
27, 50), «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσεν» (Μάρκ. 15, 37),
«καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Πάτερ, εἰς χεῖρας σου
παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου. Τοῦτο δὲ εἰπὼν ἐξέπνευσε» (Λουκ. 23, 46),
«ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Τετέλεσται. Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν
παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰωάν. 19, 30). Ὁ Χριστός ἔδειξε, μέ αὐτόν τόν
τρόπον, ὅτι ὁ σωματικός, ὁ βιολογικός θάνατος, ὁ χωρισμός δηλ. τῆς
ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐπέρχεται στιγμιαῖα.
Ἔτσι, καί ὁ θάνατος τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐπέρχεται στιγμιαῖα,
δηλ. ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα του. Ἡ πορεία ἑνός
βαρέως ἀσθενοῦς πρός τόν θάνατο, ναί, εἶναι σταδιακή, ὁ θάνατος, ὅμως,
καθ᾽ ἑαυτός, δηλ. ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα του, ἐπέρχεται
στιγμιαῖα. Ἔτσι, ἡ ρῆσις «ὅταν ἡ θνητότητα γίνη μη ἀναστρέψιμη, ὡς
διαδικασία, τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει βιολογικά», δέν εἶναι ὀρθή.
Οὔτε ἡ ρῆσις «τό σῶμα παύει νά ὑπάρχη ὡς σῶμα ἀπό τήν στιγμή πού παύει
νά στηρίζη τό πρόσωπο» εἶναι ὀρθή. Διότι, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, τό
πρόσωπο ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή εἶναι ἐκείνη
πού στηρίζει τό πρόσωπο, καί ὄχι τό σῶμα. Καί, πῶς γνωρίζει, ἐκεῖνος πού
τήν εἶπε, πότε, σέ ἕναν βαρέως ἀσθενῆ, ἡ ψυχή ἀναχωρεῖ ἀπό τό σῶμα καί
παύει νά στηρίζη τό πρόσωπο;
Κάποιοι, ἀναφέρουν
περιστατικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή γιά νά ὑποστηρίξουν
ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ σώματος δέν ταυτίζεται ἀπαραίτητα μέ
τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς ἀπό αὐτό. Καί, σάν ἕνα παράδειγμα, ἀναφέρουν τήν
περίπτωσι τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Πρῶτα, λένε, 'ἔφυγε ἡ ψυχή
του' καί στήν συνέχεια πέθανε τό σῶμα του. Ἀπεβίωσε προσευχόμενος
κρατῶντας στό χέρι του ἀναμμένο κερί». Σάν ἄλλο παράδειγμα ἀναφέρουν τήν
περίπτωσι ἑνός Ρώσου Ἁγίου, τοῦ ἱεροδιακόνου Σεραπίωνος, τοῦ ὁποίου τό
σῶμα ἐκινεῖτο καί μετά τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς του. Καί στά δύο αὐτά
παραδείγματα (παρόμοια ὑπάρχουν πολλά μέσα στούς βίους τῶν Ἁγίων),
ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό σῶμα ζοῦσε μετά τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς
τῶν Ἁγίων, κάνουν παρερμηνεία τῶν φαινομένων.
Ἀσφαλῶς,
καί στούς Ἁγίους αὐτούς ὁ βιολογικός θάνατος ἐπῆλθε μαζί μέ
τήν ἀναχώρησι τῆς ψυχῆς τους.Ὅμως, ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά τούς
δοξάση, ἡ Χάρις κινοῦσε τό πεθαμένο σῶμα τους. Καί τοῦτο, διότι «ὅπου
Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις». Τέτοια, ὅμως, φαινόμενα συμβαίνουν
μόνο στούς Ἁγίους. Παρομοίας φύσεως παρερμηνεία κάνουν οἱ ἴδιοι καί με
τό θαυμαστό γεγονός τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὁ ὁποῖος
περιεπάτησε κρατῶντας τήν κεφαλή του στά χέρια του μετά τήν ἀποτομή της,
φαινόμενο γιά τό ὁποῖο ὑποστηρίζουν, πάλι παρερμηνεύοντας, ὅτι «ἀπό τό
θαυμαστό αὐτό περιστατικό καταφαίνεται τό πῶς εἶναι δυνατόν νά
παραμένη ἡ ψυχή στό σῶμα, νά συνεχίζη νά τό ζωογονῆ καί τό σῶμα νά ἔχη
κάποιες ἐκδηλώσεις καί μετά τόν θάνατο». Ἐνῶ, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ψυχή
τοῦ Ἁγίου εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα του κατά την ἀποτομή τῆς κεφαλῆς
του καί ἡ Χάρις, καί ἐδῶ, ἐκινοῦσε τό σῶμα του, ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά
δοξάση τόν Ἅγιο. Παλαιότερα, εἶχα καί ἐγώ τήν ἄποψι ὅτι, στήν περίπτωσι
τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁρεοπαγίτου, ἡ ψυχή του δέν εἶχε ἀποχωρισθῆ ἀπό
τό σῶμα του, ὅταν τό σῶμα του περπατοῦσε. Τώρα, ὅμως, τό βλέπω
πιό ἁπλᾶ, ὅτι ἡ Χάρις ἐκινοῦσε τό σῶμα.
Ἐπανερχόμενοι
στόν Χριστό, λέμε, ὅτι, γιά τόν Χριστό, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν ἄνθρωπο,
δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά ‘ἀνθρωπολογία’, ἀλλά γιά ‘Θεανθρωπολογία’,
ἐπειδή ὁ Χριστός ἦταν καί εἶναι κατά φύσιν Θεάνθρωπος. Ἀντίστοιχα,
γιά ὅσους Ἁγίους ἔμοιασαν μέ τόν Χριστό, δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε
γιά ἁπλῆ ἀνθρωπολογία, ἀλλά γιά ‘ὑπέρ φύσιν ἀνθρωπολογία’, διότι
οἱ Ἅγιοι αὐτοί ἔπαυσαν νά εἶναι συνηθισμένοι ἄνθρωποι, ἐπειδή ἀπέκτησαν
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. χαρίσματα ὑπερφυσικά.
Ἄν ἐρευνήσωμε
τό θέμα τῆς ἀνθρωπολογίας λίγο βαθύτερα, θά διαπιστώσωμε, ὅτι ἄλλη
εἶναι ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ "πεπτωκότος" ἀνθρώπου, τοῦ εἰς τό "παρά φύσιν"
εὑρισκομένου, καί ἄλλη ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ εἰς τό "ὑπέρ φύσιν"
εὑρισκομένου ἀνθρώπου. Ἐπειδή διαφοροποιεῖται ὁ ἄνθρωπος στίς
καταστάσεις αὐτές ὅσον ἀφορᾶ καί στίς βιολογικές του λειτουργίες.
Διαφορετικός, βιολογικά, εἶναι π.χ. ὁ σαρκικός ἄνθρωπος καί διαφορετικός
εἶναι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος. Διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού
δέν ἔχει μετάνοια ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει μετάνοια, διαφορετικός
εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι φωτισμοῦ ἀπό ἐκεῖνον πού
εὑρίσκεται σέ μετάνοια, καί διαφορετικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού εὑρίσκεται
σέ κατάστασι θεώσεως ἀπό ἐκεῖνον πού εὑρίσκεται σέ κατάστασι φωτισμοῦ.
Βιολογικά, ἐννοῶ.
Ἡ διαφοροποίησις
αὐτή γίνεται αἰσθητή κυρίως ὅταν ἀρχίση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
νά ἐνεργῆ πλούσια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργήση
πλούσια σέ ἕναν ἄνθρωπο, τότε, ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ὁ "κρυπτός τῆς καρδίας
ἄνθρωπος", ἀποκτᾶ διαφορετικά χαρακτηριστικά ἀπ’ ὅ,τι εἶχε
προηγουμένως, διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τό βάθος τοῦ ἀνθρώπου.
Μεταμορφοῦται ἡ ψυχή, μαζί μέ ὅλες τίς δυνάμεις της.
Ἡ μεταμόρφωσις, ὅμως, τῆς καταστάσεως τῆς ψυχῆς καθώς καί τῶν δυνάμεων
τῆς ψυχῆς, ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σκηνώση πλούσια σέ ἕναν ἄνθρωπο,
ἐπηρεάζει καί τήν λειτουργία τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, μέχρι μάλιστα
τοῦ σημείου νά φθάση νά ἀποκτᾶ καί τό σῶμα νέα χαρακτηριστικά,
νέες ἰδιότητες, πού δέν τίς εἶχε προηγουμένως. Καί, τοῦτο
συμβαίνει, ἐπειδή τό σῶμα εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μέ τήν ψυχή καί
οἱ ἀλλοιώσεις τῆς ψυχῆς ἐπιδροῦν ἄμεσα στό σῶμα. Ὅταν ἡ ψυχή
χαριτώνεται, χαριτώνεται καί τό σῶμα. Ὅταν ἡ ψυχή ἁγιάζη, ἁγιάζη καί τό
σῶμα. Αὐτή ἡ ψυχοσωματική ἀλλαγή ἀρχίζει στόν ἄνθρωπο νά
γίνεται ἐμφανής, ὅταν ἀρχίση να ἐνεργῆ ἐπάνω του ἡ Χάρις τῆς μετανοίας.
«Ἄνθρωπος», ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός, δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνα πλάσμα πού
συνίσταται ἀπό δύο συστατικά, σῶμα καί ψυχή, ἀλλά ἐκεῖνο τό πλάσμα, πού,
διά τῆς καθάρσεως ἀπό τά πάθη καί τοῦ ἁγιασμοῦ, κατέστησε τό σῶμα του
ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, πού εἶναι ὁ
ὄντως ἄνθρωπος, δέν συνίσταται ἀπό δύο συστατικά, ἀλλά ἀπό τρία: Σῶμα,
ψυχή καί Ἅγιον Πνεῦμα.
Βλέπομε
δηλ., ὅτι ἀνιχνεύοντες τήν φύση καί τίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, καί
προχωρῶντας ἀπό τόν παρά φύσιν ἄνθρωπο, διά μέσου τοῦ κατά
φύσιν ἀνθρώπου, πρός τόν ὑπέρ φύσιν ἄνθρωπο, πού εἶναι ὁ κατά Χάριν
θεός, ἀναγκαστικά ἐρχόμεθα ἀντιμέτωποι μέ τήν ἐνέργεια, δηλ. μέ τήν
Χάρι, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο μέχρι
τοῦ σημείου, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά δοξάζεται, ὅπως δοξάσθηκε ἡ ἀνθρωπίνη
φύσις τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ κατά τήν θεία
Αὐτοῦ Μεταμόρφωσι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη πλούσια στήν Χάρη
τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ νέες δυνατότητες, οἱ ὁποῖες αὐξάνονται, κατά τήν
ποσότητα καί ποιότητα, ὅσο ὁἄνθρωπος συνεχίζει νά μετέχη ὅλο καί
περισσότερο στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἄν,
λοιπόν, κάποιος παρακολουθήση τήν πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ψυχῆς καί
τοῦ σώματος ἑνός ἀνθρώπου, ἀντιλαμβάνεται τήν καταπληκτική δυναμική
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὅπως καί τήν μεταμόρφωσί της πού λαμβάνει
χώραν ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀξιωθῆ νά λάβη ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τότε, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά φθάση νά ζῆ χωρίς νά τρώη, χωρίς
νά διψᾶ, χωρίς νά κρυώνη, χωρίς νά ἀρρωσταίνη, μπορεῖ νά περπατᾶ ἐπάνω
στά κύματα, νά πετᾶ σάν τό πουλί, νά μεταφέρεται ἀλλοῦ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ,
καί πολλά ἄλλα. Αὐτά, εἶναι μεταξύ ἐκείνων πού ἀγνοεῖ ἡ σημερινή
Ἐπιστήμη, τά ὁποῖα, ὅμως, εἶναι πασίγνωστα εἰς την Ἐκκλησία καί ἔχουν
κατατεθῆ εἰς τούς βίους τῶν Ἁγίων.
Θά
διερωτηθῆ, ὅμως, κάποιος: «Ἐμεῖς, ὀφείλομε νά ἀσχοληθοῦμε μέ
τόν ἄνθρωπο, ὅταν εὑρίσκεται σέ τέτοιες καταστάσεις καί γιατί;
» Ἡ ἀπάντησις εἶναι: «Ναί, ἄν θέλωμε νά ἐμβαθύνωμε στό μυστήριο τοῦ
ἀνθρώπου». Διότι, τότε, γίνεται κατανοητώτερο τί εἶναι "νοῦς", τί
"καρδία", τί "νοερά ἐνέργεια", τί "νοερή αἴσθησις", τί "ὑπέρ πᾶσαν
νόησιν ὅρασις". Ὑπάρχουν ἐν δυνάμει δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου πού
ἐνεργοποιοῦνται μόνον ὅταν ἐνεργήση εἰς τόν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἀποκτήση ἐπίγνωσι αὐτῶν τῶν ἐν δυνάμει
δυνατοτήτων του, τότε θά τοῦ γίνη σαφές
πόσο ἡ σημερινή Ἐπιστήμη ἀγνοεῖ τήν πραγματική φύσι τοῦ ἀνθρώπου,
ἐξισώνοντάς τον μέ τά ζῶα, ἀλλά καί ποιά ὀντολογική σχέσι καί συνάφεια
ἔχει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν αὐθυπόστατη ψυχή του. Ἐάν κάποιος δέν
προσεγγίση τήν ἀνθρωπολογία μέσα ἀπό αὐτόν τόν δρόμο, δηλ. μέσα ἀπό
τήν ἀνθρωπολογία τῶν Ἁγίων πού μετέχουν στό νοερό Φῶς, στήν Χάρη τοῦ
Θεοῦ, μέσα δηλ. ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, δέν θά μπορέση νά
προσεγγίση τό βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, νά προσεγγίση δηλ.
τῇ ἀληθείᾳ τό "τί ἐστιν ἄνθρωπος". Γιά νά γίνη, ὅμως,
αὐτό ἐφικτό, ἀπαιτοῦνται ὡρισμένες προϋποθέσεις ἐκ μέρους ἐκείνου
τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά κατανοήση τό βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ
ἀνθρώπου, ὅπως τό διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἀσκητική Παράδοσις, μία ἀπό
τίς ὁποῖες εἶναι τό νά γνωρίση καί νά κάνη κτῆμα του τήν Ὀρθόδοξη
θεολογική μέθοδο, πού ἔχει σάν βάσι της τήν νοερή προσευχή.
Συνοψίζοντας,
καταλήγομε στό ὅτι γιά νά ἐμβαθύνωμε στό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπη
να ἐξετάσωμε τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνον ὅταν εὑρίσκεται στήν συνήθη παρά
φύσιν κατάστασι, ἀλλά ὅταν ἐνεργῆ ἐπάνω του ἡ θεία Χάρις. Ἐπίσης, θά
πρέπη νά ἀπαντήσωμε στό ἐρώτημα τί εἶναι ‘νοῦς’, ποιά εἶναι ἡ ἐργασία
τοῦ ‘νοῦ’ τοῦ ἀνθρώπου (ὄχι τῆς διανοίας, ἀλλά τῆς νοερᾶς οὐσίας τῆς
ψυχῆς), καθώς καί νά διερωτηθοῦμε γιά ποιόν σκοπό ὁ ἄνθρωπος ἔχει
‘νοῦν’. Σέ τί τοῦ χρειάζεται ὁ ‘νοῦς’; Ἡ διάνοια, ἡ λογική,
δέν ἐπαρκοῦν; Γιατί να ἔχη καί ‘νοῦν’ ὁ ἄνθρωπος, ὡς οὐσία, καί
'νοῦν' ὡς ἐνέργεια, δηλ. νοερή ἐνέργεια; Καί ἔχει
νοερή ἐνέργεια ὁἄνθρωπος ἐπειδή ἡ ψυχή του εἶναι ζῶσα νοερή οὐσία.
Ξεκινᾶμε, λοιπόν, γιά νά δώσωμε ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά.
Εἴπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἕνα μυστήριο, ἀφοῦ μετέχει τῆς ὑλικῆς καί τῆς ἀΰλου, τῆς ζωώδους
καί τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Εἴπαμε,ἐπίσης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἐπλάσθηκε ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα «κατ᾽ εἰκόνα»
τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, ὅμως, νομίζω, σημαίνει καί κάτι ἄλλο, τό ἑξῆς:
Ὁ Θεός
εἶναι Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Νοῦς (Πατήρ), Λόγος (Υἱός), Πνεῦμα
(Ἅγιον Πνεῦμα). Ἀλλά, και ἡ κατά προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ
ἄνθρωπος, συνίσταται ἀπό νοῦν, λόγον καί πνεῦμα. Ἡ διαφορά, ὅμως, ποιά
εἶναι; Ὁ Θεός, πού εἶναι Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα, ἔχει
τρεῖς Ὑποστάσεις. Ὁ Νοῦς εἶναι ὑπόστασις (ὁ Πατήρ), ὁ Λόγος
εἶναι ὑπόστασις (ὁ Υἱός), τό Πνεῦμα εἶναι ὑπόστασις (τό Ἅγιον Πνεῦμα). Ὁ
ἄνθρωπος, ὅμως, ἄν καί ἔχη,ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νοῦν, λόγον καί πνεῦμα,
εἶναι μία ὑπόστασις. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόστασις. Ὁ Θεός ὅμως
εἶναι Τρεῖς Ὑποστάσεις. Ἄρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία κατά προσέγγισιν
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, εἶναιἀκριβής εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου
καλεῖται νά ὁμοιάση.
Καί, ὅπως ὁ Θεός ἔχει
Νοῦν, πού βούλεται καί ἀποφασίζει, Λόγον, πού ἀποκαλύπτει τήν βουλήν
και ἀπόφασιν τοῦ Νοῦ καί ἐντέλλεται, καί Πνεῦμα, πού φέρει εἰς πέρας καί
πραγματοποιεῖ τήν βουλήν τοῦ Νοῦ διά τοῦ Λόγου, τό ἴδιο ἔχει καί ὁ
ἄνθρωπος: Νοῦν, πού βούλεται καί ἀποφασίζει, λόγον, πού ἀποκαλύπτει και
ἐκφράζει (ἐνδιαθέτως, προφορικῶς ἤ γραπτῶς) τήν βουλήν, τήν ἐπιλογήν,
τήν ἀπόφασιν καί τό θέλημα τοῦ νοῦ, καί πνεῦμα (δύναμιν), τό ὁποῖον
πραγματοποιεῖ τήν ἐκπεφρασμένην διά τοῦ λόγου βουλήν τοῦ νοῦ. Ὅπως εἰς
τόν Θεόν ἡ πηγή τοῦ Λόγου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ ὑπέρτατος Νοῦς, ἔτσι καί εἰς τόν ἄνθρωπον ἡ πηγή τῶν
πάντων εἶναι ὁ νοῦς του. Ἀπό αὐτόν ξεκινοῦν ὅλα. Ὁ νοῦς του,
εἶναι ἡ κατά φύσιν πηγή τοῦ λόγου, τῶν σκέψεων καί τῶν λογισμῶν του.Ὅπως
εἰς τόν Θεόν ὁ Λόγος γεννᾶται ἀενάως, ἔτσι καί εἰς τόν ἄνθρωπον ὁ νοῦς
του γεννᾶ ἀενάως λόγον (νοήματα, λογισμούς), ἐνδιαθέτως. Αὐτός ὁ λόγος
τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ να ἐκφρασθῆ, εἴτε ὡς προφορικός, εἴτε ὡς γραπτός,
εἴτε ὡς νοηματικός,εἴτε ὡς συμβολικός, κλπ.
Τί ἀκριβῶς, ὅμως, ἐννοοῦμε ὅταν
λέγωμε ‘νοῦν’; Τί εἶναι ὁ ‘νοῦς’ τοῦ ἀνθρώπου; Συμβαίνει, εἰς
τήνὈρθόδοξη Παράδοσι, ὁἴδιος ὅρος, ‘νοῦς’, νά χρησιμοποιῆται, καί γιά τό
κέντρο, τόν ὀφθαλμό, τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, καί γιά τήν ἐνέργεια τῆς
ψυχῆς, ἀλλά καί γιά τήν διάνοια, πού εἶναι ἡ ἐνέργεια, ἡ δύναμις τῆς
ψυχῆς, ὅταν αὐτήἐνεργεῖ εἰς τόν ἐγκέφαλον.
Γιά
τόν πιστό, 'νοῦς' μπορεῖ νά σημαίνη, εἴτε τόν 'ὀφθαλμό', τόν 'πυρῆνα'
τῆς αὐθυπόστατης ψυχῆς του, τήν πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν του,
δηλ. τήν πηγή τοῦ λόγου, εἴτε τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου,
εἴτε τήν 'διάνοια', ἐκείνη τήν δύναμιτῆς ψυχῆς πού ἐπεξεργάζεται, διά
τοῦ ἐγκεφάλου, τόν λόγο, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπό τόν ὀφθαλμό, τό κέντρο τῆς
ψυχῆς. Γιά τόν ἐπιστήμονα, ὁ ὅρος ‘νοῦς’ (mind) σημαίνει μόνο τήν
'διάνοια', ὄχι ὅμως σάν μία δύναμι μιᾶς αὐθυποστάτου ψυχῆς, ἀλλά σάν μία
δύναμι μιᾶς ψυχῆς πού δέν εἶναι αὐθύπαρκτη ὀντότητα, ἀλλά πεθαίνει μαζί
μέ τόν θάνατο τοῦ σώματος, ὅπως στά ζῶα. Ἤ, διαφορετικά, σημαίνει
τήν ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου.
Κάθε, ὅμως,
νόημα ἤ λογισμός πού γεννᾶται εἰς τόν ἄνθρωπον γεννᾶται πάντα ἀπό τήν
φυσικήν του πηγήν, πού εἶναι ὁ νοῦς του; Ὄχι πάντα. Διότι, νοήματα ἤ
λογισμοί ὑποβάλλονται εἰς τόν ἄνθρωπον καί ἀπό δύο
ἄλλες ὀντότητες: Ἀπό τόν Θεόν, ἤ ἀπό τόν διάβολον. Δηλ., ἕνας λογισμός
πού ἐμφανίζεται νά ἐνεργῆ εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά
προέρχεται, εἴτε ἀπό τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, τήν φυσικήν του πηγήν,
εἴτε ἀπό τον ὑπέρτατον Νοῦν, τόν Θεόν, πού θέλει νά σώση καί βοηθήση
τόν ἄνθρωπον, εἴτε ἀπό τόν διάβολον, πού θέλει νά πλανήση καί καταστρέψη
τόν ἄνθρωπον. Ὁ νοῦς, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ἀφ᾽ ἑνός μέν ἡ πηγή
τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἐάν αὐτές προέρχωνται ἀπό
τόν ἴδιον, καί ἀφ᾽ ἑτέρου ὁ νοητός χῶρος πού ἐμφανίζονται καί δροῦν ἄλλα
νοήματα καί λογισμοί, ὄχι ἰδικά του, πού προέρχονται, εἴτε ἀπό τόν
Θεόν, εἴτε ἀπό τόν διάβολον. Ἐπίσης, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἐνέργεια,
εἶναι ἡ νοερή του ἐνέργεια, ἡ ὁποία, ὅταν μετατοπισθῆ εἰς τόν ἐγκέφαλον,
ταυτίζεταιμέ τήν διάνοιαν. Ὁ νοῦς κινεῖ τήν διάνοιαν, ἡ ὁποία
κινεῖ τόν ἐγκέφαλον καί διά τοῦ ἐγκεφάλου τό σῶμα.Ἔτσι, ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιά τίς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου διαχέεται εἰς ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τό συνέχει καί τό
ζωοποιεῖ, ὅπως ἡ φωτιά τόν πυρακτωμένο σίδηρο. Ἡ ψυχή, ὅμως, ἄν καί
διαχέεται εἰς ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά διατηρῆ στήν ζωή κάθε
κύτταρο τοῦ σώματος, ἔχει τό κέντρο της, τό μάτι της, πού εἶναι, ὅπως
εἴπαμε, ὁ νοῦς. Ἡ καθαρή ψυχή γίνεται ὅλη
νοῦς, ὅλη ὀφθαλμός. Ὁ νοῦς, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς οὐσία
καί ὄχι ὡς ἐνέργεια, εἶναι το ἴδιο πρᾶγμα μέ αὐτό πού λέμε πνευματική
«καρδιά». Ὁ νοῦς, σάν οὐσία, σάν ὀντότητα, ταυτίζεται μέ τήν
'καρδία' ἤ ‘καρδιά’ τοῦ ἀνθρώπου, τό πνευματικό δηλ. κέντρο τοῦ
ἀνθρώπου, ἀπό τό ὁποῖο ἐκπορεύονται, κατά τόν Κύριο, οἱ πονηροί
διαλογισμοί τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται πονηροί
διαλογισμοί...» λέει τό Εὐαγγέλιο (Ματθ. 15, 19), καί «Καρδίας
εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει»,
λέει ὁ Παροιμιαστής (15, 13). Σέ αὐτά τά χωρία, καί σέ ὅλα τά ἄλλα μέσα
στήν Ἁγία Γραφή, ἐννοεῖται ἡ πνευματική καρδιά
καί ὄχι ἡ σαρκική καρδιά, πού κακῶς ἐκλαμβάνουν οἱ ἁπλοϊκοί.
Δηλ. ἐννοεῖται ὁ «νοῦς» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του,
δηλ. ἡ ψυχή του. Ἔτσι,λοιπόν, τό Εὐαγγέλιο ἐννοεῖ ὅτι ἀπό τήν ἀκάθαρτη
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί στόν ἄνθρωπο
καί ὄχι ἀπό τήν φυσική του καρδιά. Ἀπό αὐτό δέ τό κέντρο ὑπάρξεως, δηλ.
τόν ‘νοῦν’, τήν πνευματικήν ‘καρδίαν’, δέν ἐκπορεύονται μόνον οἱ πονηροί
λογισμοί, ἀλλά ὅλοι οἱ λογισμοί και τά νοήματα τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτές
πηγάζουν ἀπό τόν ἴδιο, εἴτε ὑποβάλλονται εἰς αὐτόν ἀπό τόν Θεόν ἤ ἀπό
τόν διάβολον.
Αὐτό,
τώρα, τό κέντρο τοῦ λόγου καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι
ἡ πηγή τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ὁ νοῦς του, πού, ὅπως εἴπαμε,
εἶναι ὁ ὀφθαλμός, τό κέντρο, τό βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου,
ἑδράζεται, ὄχι εἰς τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἰς τόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ
ἀνθρώπου. Ὄχι μέσα στήν φυσική καρδιά, δέν εἶναι
δηλ. ὁ νοῦς ἐγκλωβισμένος μέσα στήν φυσική καρδιά, ἀλλά ἑδράζεται στόν
χῶρο τοῦ στήθους καί πρός τό μέρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτό, μπορεῖ νά τό γνωρίση κάποιος ἐπάνω στόν ἑαυτό
του, ὅταν ἐνεργοποιήση, διά τῆς μετανοίας καί τῆς προσευχῆς, τήν νοερή
του ἐνέργεια, ὁπότε αἰσθάνεται, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, διά τῆς
νοερᾶς ἐνεργείας, ποῦ ἑδράζεται ὁ νοῦς, τό κέντρο δηλ. τῆς ψυχῆς του.
Ἄν ἡ νοερή ἐνέργεια σέ ἕναν ἄνθρωπο λειτουργῆ συνεχῶς, διά τῆς Χάριτος
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος αὐτός νοιώθει, μέσα στό στῆθος του,
τήν ὕπαρξι καί ἐνέργεια τοῦ νοῦ του, δηλ. τῆς πνευματικῆς του καρδιᾶς,
συνεχῶς, ἡμέρα καί νύκτα. Αὐτό, εἶναι γνωστό ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.
«Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ», ἀναφέρεται στό Ἆσμα Ἀσμάτων
(5, 2).
Ὁ χῶρος,
λοιπόν, τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ τόπος, ἡ ἕδρα, καί τῆς
πνευματικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ νοῦ, διότι ὁ νοῦς
ταυτίζεται, ὅπως εἴπαμε, μέ τήν πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού
εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Δηλ., τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως
τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ στόν χῶρο τοῦ στήθους καί ὄχι εἰς
τόν ἐγκέφαλον, ὅπως διατείνεται ἡ Ἐπιστήμη. Ἐπειδή, ὅμως, κατά
τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, τό 'πρόσωπο' καί ἡ 'πνευματική καρδιά'
τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζονται, ἐκεῖ, στόν χῶρο τοῦ στήθους, ἑδράζεται καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, δηλ. ὁ 'κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος', καί ὄχι εἰς
τον ἐγκέφαλο, ὅπως πάλι ἰσχυρίζεται ἡ Ἐπιστήμη. Εἰς αὐτό δέ τό κέντρο,
εἰς τήν πνευματική δηλ. καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο
τῆς φυσικῆς του καρδιᾶς, ἔρχεται καί ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος εἶναι δεκτικός τῆς Χάριτος, κράζον «ἀββᾶ ὁ πατήρ», κατά
τόν Ἀπόστολον (Γαλ. 4, 6), καί ποιεῖ τον ἄνθρωπον πνευματικόν, δηλ. υἱόν
Θεοῦ, καί καθιστᾶ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ναόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν
συμβῆ αὐτό, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο τῇ ἀληθείᾳ.
Ἄς ποῦμε, τώρα, ἀκόμη μερικά πράγματα γιά τήν διάνοια.
Εἴπαμε, ὅτι,
εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἡ διάνοια εἶναι ἁπλᾶ μία ἀπό τίς
δυνάμεις τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, καί ὅτι ταυτίζεται μέ τήν νοερή ἐνέργεια
τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτή ἐνεργῆ εἰς τόν ἐγκέφαλον. Ἡ πνευματική
καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τήν οὐσία τοῦ νοῦ, ἐνῶ ἡ διάνοια
ταυτίζεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν
ζωῇ, ἡ διάνοια ἐνεργοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὁ ἄνθρωπος
εὑρίσκεται ἐν ἐγρηγόρσει, εἴτε κοιμᾶται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται ἐν
ἐγρηγόρσει, ἡ διάνοια χρησιμοποιεῖ τόνἐγκέφαλο, ὥστε ὁ ἐγκέφαλος νά
κινήση τό σῶμα καί νά φέρη εἰς πέρας, νά ἐκτελέση, ἐκεῖνο πού
βούλεται ὁνοῦς. Ἡ διάνοια εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ὅταν αὐτή ἡ ἐνέργεια
χρησιμοποιεῖ τόν ἐγκέφαλο γιά νά ἐκφρασθῆ.
Εἴπαμε, ἐπίσης, ὅτι,
εἰς τόν ἄνθρωπον, ὁ νοῦς, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς, εἶναι ἐκεῖνος πού
γεννᾶ τόν λόγον, τόν λογισμόν, ἤ ἀποδέχεται τόν λογισμόν πού τοῦ
ὑποβάλλει ὁ Θεός, ἤ ὁ διάβολος, καί ὅτι ὁ νοῦς ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρο τῆς
φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει, ὅτι εἰς τόν ἄνθρωπο, τά
νοήματα καί οἱ λογισμοί του πηγάζουν ἀπό τόν χῶρον τῆς φυσικῆς του
καρδιᾶς καί ὄχι ἀπό τόν ἐγκέφαλον. Ὁ λόγος εἰς τόν κατά φύσιν
ἄνθρωπον ἐκπορεύεται ἐκ τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς του, πού ἐνεργεῖ εἰς τόν
χῶρο τοῦ στήθους, καί ὄχι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου
του, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ Ἐπιστήμη. Αὐτός ὁ λόγος, αὐτοί οἱ λογισμοί,
πού ἐκπορεύονται ἐκ τοῦ νοῦ, τῆς πνευματικῆς καρδίας, καί ἐνεργοῦνται
εἰς τόν χῶρον τοῦ στήθους, γίνονται σκέψεις καί νοήματα ὅταν ἡ ἐνέργεια
τοῦ νοῦ ἀνεβῆ ἀπό τόν χῶρον τοῦ στήθους εἰς
τόν ἐγκέφαλον. Ἐκεῖ, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ταυτίζεται μέ τήν
διάνοια. Ἔτσι, ἡ διάνοια εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς
πού ἐπεξεργάζεται τόν λόγον πού πηγάζειἀενάως εἰς τόν νοῦν, τό κέντρο
τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτός ὁ λόγος, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἐκ τοῦ χώρου τῆς
καρδίας ἀνεβῆ εἰς τόν ἐγκέφαλον.
Αὐτή ἡ ἐπεξεργασία
τοῦ λόγου ἀπό τήν διάνοιαν λαμβάνει χώραν εἰς
τόν ἐγκέφαλον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, εἴτε εἶναι ἐν ἐγρηγόρσει,
εἴτε κοιμᾶται, καί ὅταν ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὑγιής. Εἰς ἕνα κατεστραμμένο
ἐγκέφαλο, π.χ. ἑνός βαρειά τραυματισμένου ἀσθενοῦς,
τοῦ ὁποίου, ὅμως ἡ καρδιά λειτουργεῖ, ἡ διάνοιά του δέν εὑρίσκει ὄργανο
γιά νά ἐκφρασθῆ. Εἰς τόν ἀσθενή αὐτόν, ὅμως, ἐπειδή ἡ καρδιά του
πάλλει, ὁ νοῦς του, πού ἐνεργεῖ εἰς τόν χῶρον τοῦ στήθους του,
παράγει ἐνδιάθετο λόγο. Αὐτός, ὅμως, ὁ λόγος δέν μπορεῖ νά ἀνεβῆ εἰς
τόν ἐγκέφαλο, νά ἐπεξεργασθῆ ἀπό τήν διάνοια καί νά ἐκφρασθῆ διά
τοῦ ἐγκεφάλου καί, ἔτσι, δίδεται ἡ ἐντύπωσις,
ἡ ψευδαίσθησις, ὅτι ὁ ἀσθενής αὐτός δέν ἔχει ζωή, δέν ἔχει συνείδησι,
δέν ἔχει πρόσωπο, δέν ἔχει ἐσωτερική ζωή.
Προσεγγιστικά,
μποροῦμε νά ποῦμε καί τοῦτο, περί τοῦ ζεύγους διανοίας-ἐγκεφάλου: Ὅτι ὁ
ἐγκέφαλος εἶναι τό ὑλικό ὑπόστρωμα εἰς τό ὁποῖο «ἐγκαθίσταται» τό
λογισμικό, δηλ. ἡ διάνοια. Ἡ διάνοια εἶναι τό «λογισμικό» τοῦ ἐγκεφάλου
καί ἐνεργεῖ εἰς τόν ἐγκέφαλον. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἁπλᾶ ὁ ἐπεξεργαστής
τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής
τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ὅπως ὁ ἄνθρωπος χειρίζεται τόν ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή
του, διά τῆς διανοίας του, ἔτσι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρῆνας τῆς
ψυχῆς του, χειρίζεται, διά τῆς διανοίας, τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄρα, ἡ πηγή
τοῦ λόγου, ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἡ διάνοια; Ὄχι, δέν εἶναι ἡ διάνοια. Εἶναι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ
ἀνθρώπου; Ὄχι, βέβαια. Ἡ πηγή τοῦ λόγου εἶναι ὁ νοῦς, ὁ ὀφθαλμός
τῆς ψυχῆς. Τόν ἐγκέφαλο, ποιός τόν κινεῖ; Ἡ διάνοια τοῦ
ἀνθρώπου, ἡ νοερή ἐνέργεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί, τήν διάνοια τοῦ
ἀνθρώπου ποιός τήν κινεῖ; Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς,
δηλ. ἡ ψυχή. Καί τήν ψυχή ποιός τήν κινεῖ; Ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.
Αὐτά, συμβαίνουν σέ κάθε ἄνθρωπο ἐπάνω στήν γῆ. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος καταφέρη καί καταστήση, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τό σῶμα του ναό
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καί τό σῶμα του κινεῖται ἀπο τό Πνεῦμα
τό Ἅγιον.
Ποιά,
τώρα, εἶναι ἡ διαφορά μας ἀπό τά ζῶα; Συμβαίνει, ὅπως εἴπαμε, ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς ἡ πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν του, πού
εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ἡ ψυχή τοῦ
ἀνθρώπου, νά εἶναι ἕνα αὐθυπόστατο κτίσμα, νά ἔχη δηλ. ἰδική
της ὑπόστασι, ἡ ὁποία παραμένει ζωντανή καί μετά τόν βιολογικό θάνατο
τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι δηλ. ἡ ψυχή μία ὀντότητα
ξεχωριστή ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πού ζεῖ καί μετά τόν βιολογικό του
θάνατο, κάτι πού δέν συμβαίνει εἰς τά ζῶα. Τά ζῶα, καί δή ὁ χιμπαντζῆς,
πού λέγουν οἱ ἐξελικτικοί ὅτι εἶναι τό πλησιέστερο πρός τόν ἄνθρωπο,
ἐξελικτικά, ζῶο, δέν ἔχουν ψυχή ὡς αὐθυπόστατη ὀντότητα, ἀλλά εἶναι
θνητόψυχα. Ἡ ψυχή τῶν ζώων πεθαίνει μαζί μέ τόν βιολογικό θάνατο
τοῦ σώματός τους. Ἐπίσης, τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή ὅμοια μέ τοῦ ἀνθρώπου,
δηλ. πού νά συνίσταται ἀπό νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, γι᾽ αὐτό καί τά ζῶα
δέν ἔχουν λόγον. Ἔχουν φωνήν, ἀλλά δένἔχουν λόγον. Ἔχουν ὑποτυπώδη
λογικήν, ἀλλά δέν ἔχουν λόγον. Γιατί δέν ἔχουν λόγον; Ἐπειδή δέν ἔχουν
νοῦν, πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ πηγή τοῦ λόγου. Εἰς τά ζῶα
δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότης νά ἔλθη καί νά ἐνεργήση εἰς αὐτά τό Πνεῦμα
τό Ἅγιον, ἐπειδή τά ζῶα δέν ἔχουν νοῦν, ὡς οὐσία, πού νά δέχεται τό
Πνεῦμα τό Ἅγιον. Δένἔχουν ψυχή ἀθάνατη κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένη.
Ἀλλά,
τά ζῶα, οὔτε αὐτεξούσιον ἔχουν, ἀλλά κινοῦνται νομοτελειακά.
Δέν ὑπάρχει περίπτωσις ἕνα ζῶο πού πεινάει νά μή προσεγγίση τήν
τροφήν, ὅταν αὐτή τοῦ προσφερθῆ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μπορεῖ νά τήν ἀρνηθῆ,
ἐπειδή ἔχει αὐτεξούσιο. Ἐξ ἄλλου, ποτέ εἰς τήν ἀνθρωπίνην ἱστορίαν
δέν ἔχει καταγραφῆ περιστατικόν, κατά το ὁποῖον ἕνα ζῶον νά ἐμφανίσθηκε
εἰς ἕναν ζῶντα ἄνθρωπον μετά τόν θάνατον τοῦ ζώου αὐτοῦ. Καί τοῦτο,
διότι ἁπλούστατα τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή πού νά ζῆ μετά τόν βιολογικό τους
θάνατο. Ὑπάρχουν, ὅμως, καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες ἐμφανίσεως
νεκρῶν ἀνθρώπων, ἁγίων καί μή, εἰς ἄλλους ἀνθρώπους πού ζοῦν.
Τί ἐμφανίζεται εἰς τούς ζῶντας; Ἡ ψυχή τοῦ νεκροῦ, ἡ ὁποία ζεῖ καί μετά
τόν βιολογικό του θάνατο.
Πῶς,
λοιπόν, εἶναι δυνατόν ποτέ ὁ ἄνθρωπος νά προέρχεται, ἐξελικτικά, ἀπό τά
ζῶα; Ἐπειδή ἔχει παραπάνω ἀπό 99% τό ἴδιο DNA μέ τόν
χιμπαντζῆ; Ἤ, ἐπειδή ὁ ἐγκέφαλός του μοιάζει νά εἶναι ἴδιος, κατά τήν
δομή, μέ ἐκεῖνον τοῦ χιμπαντζῆ; Ἐπειδή, δηλ., σωματικά, φαίνεται νά ἔχη
συγγένεια μέ τόν χιμπαντζῆ; Μά, σωματικά, τά ζῶα καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι
πλασμένα ἀπό τό ἴδιο ὑλικό. Ἀπό ὕλη, ἀπό χῶμα, εἰς τό ὁποῖο, καί τά ζῶα,
καί ἐμεῖς καταλήγομε. Ἡ διαφορά μας ἀπό τά ζῶα δέν εἶναι τόσο στό ὑλικό
μέρος, ἀλλά στό νοερό, στό πνευματικό μέρος. Τό πνευματικό μέρος
τοῦ ἀνθρώπου ἁγιάζει τό σωματικό του μέρος. Κάτι τέτοιο δέν μπορεῖ νά
γίνη στά ζῶα. Καί ἡ διαφορά αὐτή εἶναι αὐτή πού ἀνεπτύξαμε, δηλ. χαώδης.
Εἶναι τέτοιας φύσεως, πού δεν μπορεῖ νά γεφυρωθῆ. Ἄρα, δέν εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά προέρχεται ἐξελικτικά ἀπό τά ζῶα.
Ἀπό ὅλα
τά ἐκτεθέντα μέχρις ἐδῶ, ἤδη καταφαίνεται, νομίζω, ξεκάθαρα, τό μέγα
χάσμα πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐπιστήμης καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς
τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα. Καί, ἡ μέν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅλα
τά ἀνωτέρω, ἐπειδή γνωρίζει, ἐξ ἀποκαλύψεως καί ἐκ τῆς ἀσκητικῆς
Της ἐμπειρίας, τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δέ Ἐπιστήμη διδάσκει ὅ,τι
διδάσκει, περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, βασισμένη εἰς τήν ἐπιστημονική
ἔρευνα καί εἰς τήν Ἐξελικτική Θεωρία, πού εἶναι ἡ φιλοσοφία της.
Τά
δύο πρότυπα, τά δύο ὑποδείγματα, τά δύο μοντέλλα, ἄν θέλετε,
περί ἀνθρώπου, πού προβάλλουν ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ᾽Επιστήμη, φάνηκε
καθαρά, ὅτι δέν εἶναι συμβατά μεταξύ τους. Παρ᾽ ὅλα αὐτά, σήμερα,
κάποιοι 'φωταδιστές' μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
λαϊκοί, ἱερεῖς καί ἐπίσκοποι, προσπαθοῦν νά παντρέψουν αὐτά τά δύο
μοντέλλα, στήν ἀγωνιώδη προσπάθειά τους νά παντρέψουν τήν Ἐπιστήμη
μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ἴσως γιατί τούς φαίνεται
βαρύ ἤ ὀπισθοδρομικό, σήμερα, ἡ Ἐκκλησία νά διαφοροποιῆται ἀπό
τήν Ἐπιστήμη στο ἀνθρωπολογικό ζήτημα. Στήν προσπάθειά τους
αὐτή, φθάνουν νά ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Θεός χρησιμοποίησε την Ἐξέλιξι σάν
μέθοδο δημιουργίας τῶν φυτῶν, τῶν ζώων, ἀλλά καί τοῦ ἀνθρώπου, καί ἔχουν
διαμορφώσει ἰδική τους ἀνθρωπολογία, βασισμένη σέ
καινοφανῆ ἐπιχειρήματα, πού εἶναι, ἀποκλειστικά, προϊόντα λογικῆς
ἐπεξεργασίας, καί οἱ ὁποῖοι φθάνουν νά ὑποστηρίζουν, τελείως
αὐθαίρετα, ὅτι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπεννόουν, εἰς τήν
ἀνθρωπολογία τους, τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς
προερχομένη, ἐξελικτικά, ἀπό τά ζῶα, διαστρέφοντας καί παρερμηνεύοντας
τήν διδασκαλία τους. Αὐτό τό φαινόμενο, γιά ὅσους δέν τό γνωρίζουν,
δυστυχῶς εἶναι σήμερα ἕνα γεγονός μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἀποτελεῖ, κατά
τήν γνώμη μου, μία ὡρολογιακή βόμβα μέσα στούς κόλπους τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κάποτε θά σκάση καί θά δημιουργήση καινούργια
αἵρεσι. Τό φαινόμενο αὐτό, ἔχει ἄμεσι σχέσι μέ τό πνεῦμα
τοῦ νεοβαρλααμισμοῦ πού ἔχει ἀρχίσει νά πνέη καί μέσα
στήνἙλλαδική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τά τελευταῖα χρόνια.
Ἄς
συνεχίσωμε, ὅμως. Ἔχομε ἤδη σκιαγραφήσει τό πῶς θεωρεῖ ἡ Ἐπιστήμη
τόν ἄνθρωπο. Στήν συνέχεια, θα ἐκθέσωμε ἀναλυτικώτερα τί
διδάσκει ἡ Ἐπιστήμη περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐπιστήμη
διδάσκει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου – μέ αὐτόν τόν ὅρον,
‘νοῦν’, ἡ Ἐπιστήμη ἐννοεῖ ἀποκλειστικά τήν διάνοια (mind) τοῦ ἀνθρώπου -
εἶναι μία ψυχική ἐνέργεια, μία ψυχική δύναμις τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν
ταυτίζει μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ Ἐπιστήμη δέν ὁμιλεῖ,
δέν ἀσχολεῖται, δέν γνωρίζει, ὅτι ὑπάρχει και ἕνας ἄλλος ‘νοῦς’, ὁ
ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δέν
γνωρίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό τό σῶμα του, ἔχει καί αὐθυπόστατη
ψυχή, ἡ ὁποία τό ζωοποιεῖ καί τῆς ὁποίας ὁ πυρῆνας εἶναι αὐτός ὁ ἄλλος
νοῦς. Δέν γνωρίζει, ὅτι τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ζωοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Δέν γνωρίζει, ὅτι αὐτός ὁ ἄλλος ‘νοῦς’, καί
κατ᾽ἐπέκτασιν ἡ ψυχή, ὑφίσταται, ὑπάρχει, καί μετά τόν βιολογικό θάνατο
τοῦ ἀνθρώπου, πάλι σάν αὐθυπόστατη ὀντότητα, σάν
οὐσία. Ἡ Ἐπιστήμη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει εἰς
τήν ἀνυπαρξία μετά τόν βιολογικό του θάνατο, ὅπως τά ζῶα. Ὅτι, δηλ.,
πέραν τοῦ τάφου δεν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως.
Ἡ Ἐπιστήμη
δέχεται μόνον, ὅτι τά νοήματα καί οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου
πηγάζουν ἀποκλειστικά ἀπό τον ἐγκέφαλό του, ὁ ὁποῖος, λέγουν, ὅτι
εἶναι ἡ ἕδρα ὄχι μόνο τῶν σκέψεων, ἀλλά καί τῶν συναισθημάτων καί τοῦ
αὐτεξουσίου, τό ὁποῖο, κατά τούς ἐπιστήμονες,
εἶναι ἀνελεύθερο ὡς ἐπηρεαζόμενο ἀπό τό DNA καί ὡς ἀποτέλεσμα βιοχημικῶν
διεργασιῶν. Ἡ Ἐπιστήμη, ἔτσι, δέχεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος
λειτουργεῖ λίγο-πολύ νομοτελειακά, ὅπως τά ζῶα, ἡ δέ
φαινομενική ἐλευθερία ἐπιλογῆς πού ἔχει εἶναι προϊόν τοῦ ἐξελιγμένου
ἐγκεφάλου του, ὁ ὁποῖος τοῦ παρέχει καί μία πιό ἐξελιγμένη λογική.
Ἀποτέλεσμα
αὐτῆς τῆς ὡς ἄνω θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Ἐπιστήμη εἶναι νά
καταβάλλεται σήμερα προσπάθεια ἀπό τούς νευροεπιστήμονες νά χαρτογραφηθῆ
ὁ ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος μέ τίς νέες τεχνολογίες πού ἀναπτύσσονται γιά
νά ἀνιχνευθοῦν καί νά ἐντοπισθοῦν τά κέντρα ἐνεργείας τοῦ αὐτεξουσίου,
τῆς προσωπικότητοςκαί τοῦ λόγου (τῆς ἐπεξεργασίας τοῦ λόγου, ὄχι τῆς
πηγῆς τοῦ λόγου). Ταυτίζουν, ὅμως, ἐσφαλμένα, τό κέντρο ἐνεργείας, π.χ.
τοῦ λόγου, πού νομίζω εὑρίσκεται εἰς τόν ἀριστερόν λωβόν τοῦ ἐγκεφάλου,
μέ τό κέντρο πηγῆς, ἐκπορεύσεως τοῦ λόγου, τό ὁποῖο, ὅπως εἴπαμε,
εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του.
Μετά
τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή του διατηρεῖ τά
πάντα, ὅλα ὅσα εἶχε ὁ ἄνθρωπος πρό τοῦ θανάτου του. Μετά θάνατον, ὁ
ἄνθρωπος διατηρεῖ καί τήν προσωπικότητά του, καί τόν λόγο του καί τό
αὐτεξούσιό του, καί τήν μνήμη του, πλήρως, ὡς καί τά συναισθήματά του.
Αὐτό, τό γνωρίζομε ἀπό τήν ἴδια τήν μαρτυρία ὅλων ὅσων ἐνεφανίσθησαν
μετά θάνατον εἰς τούς ζῶντες καί ἀπεκάλυψαν τήν κατάστασιν τῆς ψυχῆς των
πέραν τοῦ τάφου. Πῶς ἐμφανίζονται εἰς τούς ζῶντες ἀνθρώπους
οἱ κεκοιμημένοι Ἅγιοι καί διαλέγονται μαζί τους; Ποιός ὁμιλεῖ, ἀφοῦ τό
σῶμα τοῦ Ἁγίου εἶναι εἰς τόν τάφον; Ἀσφαλῶς, ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία
συνεχίζει νά παράγη λόγον. Ἀλλά, αὐτό, τό γνωρίζομε καί ἀπό μαρτυρίες
ζώντων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, κατά παραχώρησιν Θεοῦ,
εἶχαν ἐξωσωματική ἐμπειρία, κατά τήν ὁποία «βγῆκαν» πρός στιγμήν ἀπό τό
σῶμα τους, γεγονός πού μαρτυρεῖ γιά τό αὐθυπόστατο τῆς ψυχῆς
τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού βγῆκαν πρός στιγμήν ἀπό τό σῶμα
τους, πού πέθαναν δηλ. γιά λίγο, καί εἶδαν τό σῶμα τους νεκρό, ὅπως
τό ἔβλεπαν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω τους. Καί, μετά ἀπό
λίγο, ἐπανῆλθαν εἰς τό σῶμα τους, τό ὁποῖο ἔκειτο νεκρό, καί συνέχισαν
νά ζοῦν. Πῶς ἀνεστήθη τό σῶμα τους καί ζωοποιήθηκε, ἀφοῦ πρίν
λίγο ἔκειτο νεκρό; Ἀσφαλῶς, μέ τήν ζωοποιό δύναμι τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία
πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά εἰσέλθη πάλιν εἰς τό σῶμα. Καί, ὅταν ἡ ψυχή
τους εἶχε χωρισθῆ ἀπό τό σῶμα τους, μέ ποιό ὄργανο ἔβλεπαν τό σῶμα
τους; Ἀσφαλῶς μέ τόν νοῦν, τήν ψυχή τους.
Εἰς
τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν καταγραφῆ μαρτυρίες ἀνθρώπων, οἱ
ὁποῖοι ‘εἶδαν’, ἔζησαν, τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση.
Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν καί σήμερα, ζῶντες. Καί ἐδῶ, πάλι, πρόκειται
γιά μία πραγματικότητα, κατά τήν ὁποία ὁ ἄγγελος τοῦ ἀνθρώπου παίρνει
τήν ψυχή του, τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος κοιμᾶται, καί τήν πηγαίνει εἰς
τόν τόπον τοῦ Παραδείσου ἤ τῆς Κολάσεως, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήση
ἐμπειρία περί τῆς ἀληθείας τῶν καταστάσεων αὐτῶν. Μετά, ὁ
ἄγγελος ἐπαναφέρει εἰς τό σῶμα τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου,
καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξυπνήση, διηγεῖται πράγματα ὄχι τοῦ κόσμου τούτου.
Αὐτά, δέν ἦταν τῆς φαντασίας του. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσιν, κατά τό
χρονικό διάστημα τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς, νομίζω, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου
συντηρεῖται εἰς τήν ζωήνἀπό τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί ἔχη
βγῆ ἡ ψυχή του, μέχρις ὅτου ὁ ἄγγελος ἐπαναφέρη τήν ψυχήν εἰς τό σῶμα.
Ἡ Ἐπιστήμη,
λοιπόν, ἐφ᾽ ὅσον δέν δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία
ζεῖ σάν αὐθυπόστατο κτίσμα καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ σώματος,
δέν μπορεῖ νά δεχθῆ σάν πηγή τῶν νοημάτων καί τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου
κάτι ἄλλο ἔξω ἀπό τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου καί εἶναι καταδικασμένη να
ἔχη ἐσφαλμένη εἰκόνα καί ἀντίληψι περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή
εἰς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὀφείλεται εἰς τήν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς
του. Ἐάν ἡ ψυχή ἀποχωρισθῆ ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πρᾶγμα πού
συμβαίνει κατά τήν στιγμήν τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, τότε τό σῶμα
νεκροῦται, πεθαίνει. Ὅταν ὁ Χριστός ἀνέστησε ἄνθρωπο, ἐπανέφερε τήν ψυχή
εἰς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καί τό σῶμα ἀνεστήθη. Ἡ Ἐπιστήμη δέν
μπορεῖ να ἑρμηνεύση πῶς γίνεται μία ἀνάστασις ἑνός
νεκροῦ σώματος, ἀφοῦ δέν δέχεται ὕπαρξι ψυχῆς εἰς τόν ἄνθρωπο.
Ἀναστάσεις, ὅμως, νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονός μέσα
εἰς τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ψυχή,
λοιπόν, ζωοποιεῖ καί συντηρεῖ ζωντανό τό σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ
ἴδια ἡ ψυχή ζωοποιεῖται ἀπό τήν Χάρη, τήν ἐνέργεια, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δηλ., ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ζωή
τοῦ σώματος εἶναι ἡ ψυχή. Φεύγει ἡ Χάρις ἀπό τήν
ψυχή; Ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή καί νεκρώνεται. Φεύγει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα; Τό
σῶμα πεθαίνει. Αὐτά συμβαίνουν εἰς τόν ἄνθρωπο.
Σέ
κάποιο σημεῖο μίλησα γιά κατευθυνομένη Ἐπιστήμη. Ναί, αὐτό, σήμερα,
εἶναι γεγονός, γιά ὅσους γνωρίζουν τήν πραγματική κατάστασι εἰς τούς
χώρους τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης. Σήμερα, ἡ κατευθυνομένη Ἐπιστήμη
διαπράττει, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ της, τήν μεγαλύτερη ἀδικία εἰς βάρος
τοῦ ἀνθρώπου, παρά τίς ἐπιστημονικές ἐπιτεύξεις καί προόδους
της, ἀκριβῶς διότι τόν ἀντιμετωπίζει καί παρουσιάζει σάν "φυσικόν ζῶον",
καί ὄχι σάν "ζῶον…. τῇ νεύσει πρός τόν Θεόν θεούμενον", κατά τήν
γνωστήν ρῆσιν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[ii]. Ἡ
σημερινή Ἐπιστήμη, ἐν τῇ ἀγνοίᾳ της, δέν διανοεῖται τό πόσο φωτίζεται
καί ἀποκαλύπτεται τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, καί τί νέες δυνατότητες
ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν φωτισθῆ καί ἐλλαμφθῆ ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί
δέν μπορεῖ, ἡ σημερινή Ἐπιστήμη, νά τό διανοῆται, διότι, ἄν καί
κινῆται εἰς τόν χῶρο τῆς παρατηρήσεως καί τοῦ πειράματος, δηλ.
τῆς ἐμπειρικῆς ἐρεύνης, ὅμως ἀδυνατεῖ νά συλλάβη τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων,
διότι ἡ Ἐπιστήμη κινεῖται ἀποκλειστικά εἰς τόν χῶρο τοῦ κτιστοῦ, ἐνῶ
οἱ Ἅγιοι ἐρευνοῦν καί γεύονται τόν χῶρο τοῦ ἀκτίστου.
Ἀναφερόμενοι, τώρα, ἐν ὀλίγοις, εἰς τό θέμα τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», ἔχομε
νά ποῦμε, ὅτι, ὄχι μόνο μεταξύ τῶν ἰατρῶν ἔχομε διάστασι ἀπόψεων ὡς
πρός τό ἄν ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι καί βιολογικά νεκρός, ἀλλά,
δυστυχῶς, καί μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχομε διάστασι ἀπόψεων
στό ἴδιο θέμα. Στήν πρᾶξι, στήν ἰατρική πρακτική, ἔχει ἐπικρατήσει
ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» νά θεωρῆται βιολογικά νεκρός. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ
παίρνουν τά ζωτικά ὄργανα γιά μεταμόσχευσι. Ὅμως, ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός»
εἶναι ἕνας νεκρός ἤ ἕνας βαρειά ἀσθενής, ὁ ὁποῖος πορεύεται πρός τόν
θάνατο;
Μέσα
στήν Ἐκκλησία, τώρα, κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός»
εἶναι καί βιολογικά νεκρός, ἐνῶ, ἄλλοι, ὅτι εἶναι ἕνας βαρειά ἀσθενής
πορευόμενος πρός τόν θάνατο. Τό θέμα αὐτό δέν ἔχει ἀκόμη τελεσιδικήσει
μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἄν καί κάποιοι, ἐδῶ καί χρόνια, προσπαθοῦν
νά ἐπιβάλουν de facto τήν ἄποψι ὅτι ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι
βιολογικά νεκρός, νά ἐμφανίσουν δηλ. τόν «ἐγκεφαλικά νεκρό» σάν
βιολογικά νεκρό.
Σύμφωνα, ὅμως,
μέ ὅσα ἤδη εἴπαμε, ἕνας βαρειά ἀσθενής μέ κατεστραμμένο ἐγκέφαλο, ἀλλά
μέ καρδιά πού πάλλει, ἔστω μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀναπνευστῆρα, δέν μπορεῖ
νά εἶναι νεκρός.Ἕνας Χριστιανός Ὀρθόδοξος, κληρικός ἤ λαϊκός, πού ἔχει
βιώσει ἐμπειρικά, διά τῆς προσευχῆς, τήν ὕπαρξι τῆς νοερῆς, τῆς
πνευματικῆς του καρδιᾶς, δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά
δεχθῆ ὅτι ἕνας ἀσθενής, ὅπως ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός», εἶναι βιολογικά
νεκρός. Γι᾽ αὐτόν, ὁ «ἐγκεφαλικά νεκρός» εἶναι ἕνας βαρειά ἀσθενής καί ὄχι ἕνας βιολογικά νεκρός. Αὐτήν τήν θέσι εἶχαν καί οἱ τρεῖς ἅγιοι Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας, Σωφρόνιος, Πορφύριος καί Παΐσιος.
Σήμερα,
συμβαίνει καί κάτι ἄλλο εἰς τόν χῶρο
τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης. Ἐπειδή ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη ἐξευρέσεως
ζωτικῶν ὀργάνων γιά μεταμόσχευσι καί ἐπειδή τά διατιθέμενα ὄργανα εἶναι
λίγα σέ σχέσι μέ τά ἀπαιτούμενα, καταβάλλεται ἐρευνητική προσπάθεια νά
παρασκευασθοῦν εἰς τό ἐργαστήριο ζωτικά ὄργανα ἀπό βλαστοκύτταρα, ὥστε
νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀνάγκη τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό
«ἐγκεφαλικά νεκρούς» ἀσθενεῖς. Ἐδῶ, ὅμως, τίθεται ἕνα ἄλλο
βιοηθικό δίλημμα, διότι ὡς μία πηγή τέτοιων βλαστοκυττάρων θεωρεῖται τό
«ζυγωτό», ἡ βλαστοκύστη, δηλ. ἕνα
γονιμοποιημένο ἀνθρώπινο ὡάριο ἡλικίας κάποιων ὡρῶν ἤ ἡμερῶν.
Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐν δυνάμει ἄνθρωπος, ἔχον ἀνθρώπινη ψυχή, διότι τήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν δημιουργεῖ ὁ Θεός κατά τήν στιγμή τῆς συλλήψεως
τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε, πάλι τίθεται θέμα ἀνθρωπίνου φόνου. Βλέπομε,
δηλ., ὅτι σήμερα σέ κάθε πεδίο ἐφαρμογῆς τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς
τεχνολογίας, τίθεται θέμα βιοηθικῆς δεοντολογίας, θέμα
τό ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν ἀνθρωπολογία. Ἄν κάποιος
ἔχη ἐσφαλμένη ἀνθρωπολογία, σέ ἐσφαλμένο συμπέρασμα ἀσφαλῶς θά
καταλήξη.
Τό
θέμα τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» ἤ τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων
μερικοί τό συσχετίζουν μέ τό θέμα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Εἴτε τό
θέλομε, εἴτε ὄχι, μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων γίνονται.
Διερωτῶνται ὅμως μερικοί: Μήπως ἐκεῖνος πού δέχεται ἕνα ζωτικό ὄργανο, καρδιά π.χ., ἀλλάζει καί πρόσωπο ἤ ἐπηρεάζεται ἡ προσωπικότητά του; Ἐπ᾽ αὐτοῦ,
δέν ἔχομε ἐπιστημονικές μελέτες πού νά ἔχουν ἐρευνήσει αὐτό τό
θέμα, ἤ ἐγώ ἀγνοῶ ἄν ὑπάρχουν, ὅμως, σύμφωνα μέ τά προηγούμενα,
ἐφ᾽ ὅσον τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι στήν σαρκική του
καρδιά, ἀλλά στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, δέν πρέπει νά ὑπάρχη πρόβλημα
τέτοιο.
Κατά
τήν δεκαετία τοῦ ᾽70, στίς ΗΠΑ ἔλαβε χώρα ἕνα ἐγχείρημα μεταμοσχεύσεως
κεφαλῆς ἀπό πίθηκο σέ πίθηκο, μέ προοπτική νά ἀνοιγῆ ὁ δρόμος γιά
νά ἐπιχειρηθῆ κάποτε κάτι ἀνάλογο σέ ἄνθρωπο. Μέ ἀφορμή ἐκεῖνο
τό ἐγχείρημα, ὁ τότε ἐπιφανής νευροεπιστήμων Steven Rose ἔκανε
τά ἀκόλουθα ἀξιόλογα, ἀλλά ἀρνητικά, γιά τήν ἐφαρμογή ἑνός
τέτοιου ἐγχειρήματος σέ ἄνθρωπο, σχόλια, ἀναφερόμενος στό ἀνθρώπινο
πρόσωπο. Εἶπε συγκεκριμένα: « Ὁ ἐγκέφαλος καί τό σῶμα ἑνός ἀνθρώπου
εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι καί
αὐτός ἕνα ὄργανο τοῦ σώματος.... Ἕνας ἀπομονωμένος
(ἀποκομμένος) ἐγκέφαλος ἀπό τό σῶμα στό ὁποῖο ἀνήκει δέν εἶναι πλέον τό πρόσωπο στό ὁποῖο ἀνῆκε. Τό πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο πού ἔχει συνείδησι. Δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος πού ἔχει συνείδησι. Τό πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο πού ἔχει νοῦν (mind). Δέν ἔχει ὁ ἐγκέφαλος νοῦν. Τό πρόσωπο εἶναι πού ἔχει συναισθήματα. Ὁ ἐγκέφαλος δέν ἔχει συναισθήματα. Δεν αἰσθάνεται. Τό πρόσωπο αἰσθάνεται.
Μεταμοσχεύοντας ἕναν ἐγκέφαλο ἀπό ἕνα σῶμα σέ ἕνα ἄλλο εἶναι ἕνα
ἐγχείρημα πού δέν ἔχει ἔννοια, διότι ὅλη ἡ προϊστορία, ἡ ζωή
καί ἡ ἀνάπτυξις αὐτοῦ τοῦ ἐγκεφάλου εἶναι συνδεδεμένη μέ ἕνα
συγκεκριμένο πρόσωπο καί σῶμα. Τά νευρικά κύτταρα
αὐτοῦ τοῦ ἐγκεφάλου ἔχουν ἀναπτυχθῆ σέ σχέσι μόνο μέ τό συγκεκριμένο
πρόσωπο καί μοῦ εἶναι δύσκολο νά φαντασθῶ πῶς θά μποροῦσαν
νά ἀντιδράσουν σέ ἕνα ἐντελῶς καινούργιο περιβάλλον (ἄλλο δηλ.
σῶμα)....... Δέν νομίζω, ὅτι ὁποιοσδήποτε
νευροχειρουργός, ἤ νευροεπιστήμων, ἤ ψυχίατρος, ἤ ψυχολόγος, σήμερα,
θά ἀντιμετώπιζε σοβαρά ἕνα τέτοιοἐνδεχόμενο (μεταμοσχεύσεως δηλ.
ἀνθρωπίνης κεφαλῆς)».
Αὐτά
εἶπε τότε αὐτός ὁ ὡς φαίνεται φωτισμένος ἀπό τόν
Θεό ἐπιστήμων, ὁ ὁποῖος, μέσα ἀπό τήν ἰδική μας προοπτική, νομίζω, εἶχε
δίκιο σ᾽ αὐτά πού εἶπε. Ἄν καί δέν ὥρισε τί εἶναι κατ᾽ αὐτόν τό
«πρόσωπο», ἀπεφάνθη σωστά, νομίζω, ὅταν εἶπε ὅτι τό πρόσωπο εἶναι ὁ φορέας τῆς συνειδήσεως, τῆς διανοίας καί τῶν συναισθημάτων, καί ὅτι τό πρόσωπο δέν ἑδράζεται εἰς τόν ἐγκέφαλο, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα ἁπλό ὄργανο τοῦ σώματος, ὅπως εἶναι καί ἡ σαρκική καρδιά.
Σήμερα,
συμβαίνει, κάποιοι σοβαροί ἐπιστήμονες νά προβληματίζωνται ὡς πρός
τήν ἰσχύ τοῦ ὑπάρχοντος ἐπιστημονικοῦ ἀνθρωπολογικοῦ μοντέλου. ῎Ηδη,
π.χ., ἕνας νομπελίστας, ὁ John Ecless, δυσκολεύεται νά δεχθῆ, ὅτι π.χ.
τό αὐτεξούσιο, δηλ. ἡ ἐλεύθερη βούλησις τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο, κατά
τήν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, δεν ὑπόκειται σέ νομοτέλεια, εἶναι προϊόν
μόνον βιοχημικῶν διεργασιῶν στόν χῶρο τοῦ ἐγκεφάλου, ὅπως ὑποστηρίζει
σήμερα ἡ Ἐπιστήμη, ἐξισώνοντάς μας μέ τά ζῶα, στά ὁποῖα ἡ συμπεριφορά
εἶναι καθαρά νομοτελειακή. Αὐτά, καί ἀρκετά παρόμοια περιστατικά,
δηλώνουν τό ἀδιέξοδο εἰς τό ὁποῖο περιέρχεται ἡ Ἐπιστήμη ὅλο καί
περισσότερο, εἰς τό ἀνθρωπολογικό ζήτημα, ὅταν προσπαθῆ νά εἰσχωρήση σέ
πεδία πού εἶναιἔξω ἀπό τίς γνωσεολογικές της δυνατότητες, καί τά ὁποῖα
μᾶς καθιστοῦν ὅλο καί περισσότερο ὑπευθύνους ὡς πρός τήν συμβολή
μας, ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἰς τήν προστασία καί προβολή τῆς ἀληθείας
περί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο σήμερα βάλλεται πανταχόθεν.
Ἀπό
μία πρόχειρη ματιά στό Διαδίκτυο[iii],θά σᾶς μεταφέρω τί
εἰκόνα ἀπεκόμισα ἀπό τήν ἰδέα πού ἐπικρατεῖ στόν ἐπιστημονικό χῶρο,
αὐτήν τήν στιγμή, περί τῆς σχέσεως μεταξύ ἐγκεφάλου καί ἀνθρωπίνου
προσώπου. Νά μήν ξεχνᾶμε, ὅμως, ὅτι, στόν χῶρο τῆς Ἐπιστήμης, τό πρόσωπο
δέν τό ἐννοοῦν ὅπως τό ἐννοοῦμε ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία. Στόν ἐπιστημονικό
χῶρο, λοιπόν, συνεχίζουν νά θεωροῦν τόν ἐγκέφαλο ὡς τό κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ (center of the self), ὡς τό κέντρο δηλ. τοῦ προσώπου, ἤ, διαφορετικά, ὅτι τό πρόσωπο ἑδράζεται στον
ἐγκέφαλο. Καί, ἀρχίζουν νά μιλοῦν γιά μία νέα προοπτική περί
τοῦ προσώπου πού ἀνοίγεται στούς ἐρευνητές, καί ἡ ὁποία συμπυκνώνεται
στήν φρᾶσι: «Ἐσύ, εἶσαι ὁ ἐγκέφαλός σου!» (“You are your brain”).
Καταλαβαίνετε, τί συνέπειες ἔχει μία τέτοια
θεώρησι. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Πάλι θεοποιοῦν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά,
τώρα, με ἀφορμή τήν σημερινή γνῶσι περί τοῦ ἐγκεφάλου καί
τίς ὑποσχόμενες προοπτικές στόν τομέα τῆς ἐξερευνήσεώς του.
Σέ ἕνα
πρόσφατο συμπόσιο πού ἔλαβε χώρα μέ τόν τίτλο «Ἡ προσωπικότης σέ μία
νευροβιολογική ἐποχή»[iv], ἐτέθη ὁ ἑξῆς προβληματισμός:
«Φαίνεται, ὅτι ἔχομε μάθει περισσότερα γιά τόν ἐγκέφαλο κατά τήν
τελευταία δεκαετία ἀπ᾽ ὅ,τι κατά τίς παρελθοῦσες χιλιετίες
τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. Ἡ ἀνάπτυξις, ὅμως, τῶν νέων ἐπιστημῶν γιά
τήν ἔρευνα τοῦ ἐγκεφάλου σέ ποιό βαθμό, ἄραγε, μᾶς ἔχει ὁδηγήσει στήν
βαθύτερη κατανόησι τοῦ τί εἶναι ἡ προσωπικότης; Μήπως κινούμεθα πρός μία
ριζική ἀνακατάταξι τῆς κατανοήσεως τῆς Ψυχολογίας, ὡς ἐπιστήμης, ἐπάνω
σέ ἕναν καινούργιον ἄξονα, ἐκεῖνον 'ἀπό τήν ψυχή πρός τόν ἐγκέφαλο', καί
τήν ἀνατολή ἑνός ἀνθρωπίνου προσώπου πού θά
καθορίζεται ἀποκλειστικά ἀπό τόν νευρικό ἱστό;»[v], δηλ., λέμε ἐμεῖς,
ἀπό τόν ἐγκέφαλο καί τίς νευρικές του συνάψεις;
Δηλ.,
βλέπομε, ὅτι ἡ Ἐπιστήμη ἀποκλίνει ὅλο καί περισσότερο πρός μία
καθαρά ὑλιστική θεώρησι περί ἀνθρώπου, ἀφοῦ τείνει νά ταυτίση
τό ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τήν λειτουργία τοῦ νευρικοῦ ἱστοῦ, δηλ. τοῦ
ἐγκεφάλου. Δέν δέχεται, ὅτι τό πρόσωπο ἔχει οὐσία, ἀλλά μόνο ἐνέργεια,
πού σημαίνει ὅτι τό πρόσωποἐξαφανίζεται ὅταν ὁ νευρικός ἱστός
καταστραφῆ. Γιατί, τότε, μᾶς ἐκπλήσσει τό ὅτι οἱ γιατροί τόν «ἐγκεφαλικά
νεκρό» τόν θεωροῦν βιολογικά νεκρό, ἀφοῦ ὑποστηρίζουν ὅτι
χωρίς ἐνεργό ἐγκέφαλο τό ἀνθρώπινό του πρόσωπο ἔχει ἐξαφανισθῆ;
Κλείνω τήν ὁμιλία μου μέ ἕνα συμπέρασμα τοῦ κ. Ἠλία Κουρούμαλη:
«Μετά ἀπό
πολλά χρόνια στόν χῶρο τῆς ἐπιστήμης, εἶμαι σχεδόν πεπεισμένος, ὅτι,
τελικῶς, ὁ ὁρίζοντας αὐτῶν πού πολύ πρόσφατα χαρακτηρίσθηκαν ὡς παλαιᾶς
κοπῆς ἄνθρωποι, καί πού ἀνάβουν, χωρίς πολλή γνώση, τό καντήλι τους,
εἶναι ἀπείρως εὐρύτερος ἀπό τόν ὁρίζοντα πολλῶν ἐπιστημόνων, κατόχων
βραβείου Νόμπελ, πού αὐτοβούλως ἀπαρνοῦνται τήν ἐντός τους εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ».
Δαμασκηνός μοναχός Ἁγιορείτης
[i] Βλέπε: ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑΛΛΑΓΗΣ, Ὀρθόδοξος Ἀκαδημία Κρήτης, Κολυμπάρι, Ἰαν.-Μάρτ. 2004, σελ. 723.
[ii]
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τόν ἄνθρωπον ὡς ἑξῆς: «῎Ανθρωπός
ἐστι ζῶον ἐνθάδε οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί τέλος τοῦ
μυστηρίου τῇ νεύσει πρός τόν Θεόν θεούμενον».
[iv]Personhood in a Neurobiological Age (http://www.somatosphere.net/search/label/personhood).
[v]
(It seems that we have learned more about the brain in the last decade
than over the previous millennia of human history. But to what extent
are developments in the 'new brain sciences' leading to a mutation in
our understanding of selfhood? Are we in the midst of a move from 'soul
to brain', a radical restructuring of our understanding of human
'psychology' and the rise of a 'neuronal self'?).
Ετικέτες
Αφιερώματα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου