.

.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Παράδεισος σε φυλακή



Ενδιαφέρουσα πραγματική ιστορία

Είναι πολλά χρόνια. Περισσότερα από είκοσι πέντε. Ευρέθηκα στην ιστορική πόλη της Πελοποννήσου και πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος, το ευγενικό Ναύπλιο. Το ενδιαφέρον, που του δίνει η ιστορία του από τους αρχαιοτάτους χρόνους, και μάλιστα κατά την εθνεγερσία του 1821, και τη γραφικότητα, που παίρνει από την τοποθεσία του στον ήρεμο μυχό του Αργολικού κόλπου με τα καταγάλανα νερά του, -αυτή τη χαριτωμένη και ιδιότυπη μικρή πόλη τη σκιάζουν δυο όγκοι φυσικοί, πέτρινοι, απότομοι. Βουνό το ένα και βράχος, ολόϊσα στημένος στην βορειοανατολική πλευρά του Αναπλιού, με τα χίλια περίπου σκαλοπάτια του και τις ντάπιες και τα φρούριά του, -το Παλαμήδι- ρίχνει τη μελανή σκιά του, σχεδόν όλη την ημέρα, στην ευγενικιά πόλη. Νησί το άλλο, μικρό αλλά βραχώδες, μεσ' στο μυχό του ήρεμου Αργολικού, φρούριο σωστό με τις πολεμίστρες και τις ντάπιες του κι αυτό, -το Μπούρτζι- μελανιάζει με τη βαρειά σκιά του τα ήρεμα και ολόφωτα νερά του Αργολικού, -αντίθεση απαίσια και ανορθογραφία χτυπητή στη χαρά της γύρω φύσης!

* * *

Αλλά για μένα, και το Παλαμήδι και το Μπούρτζι μου ήσαν πιο απαίσια, από το σκοπό, που υπηρετούσαν! Το Παλαμήδι ήταν η πιο μεγάλη και πιο αυστηρή φυλακή του Κράτους, που στα υπόγεια και σκοτεινά κελλιά του, έμεναν για πάντα εγκάθειρκτοι οι μεγαλύτεροι εγκληματίες, θανατηφόροι κι' ισοβίτες. Το Μπούρτζι, μονάχο κι' ήρεμο και σκοτεινό, έκλεινε στα σκοτεινά πηγάδια του, τις πιο μισητές και θλιβερές υπάρξεις, που και ο θρύλλος και η όψη τους προξενούσε φρίκη σ' όλους τους ανθρώπους, φυλακισμένους και ελεύθερους: τους μπόγηδες. Τους θανατηφόρους εκείνους εγκληματίες, που, για να σώσουν το τομάρι τους, εδέχτηκαν θεληματικά να μείνουν ισόβια φυλακισμένοι στο απαίσιο εκείνο φρούριο, και να κόβουν στην καρμανιόλα τα κεφάλια των συνανθρώπων τους θανατηφόρων, -παίρνοντας μάλιστα και μια ασήμαντη καταραμένη αμοιβή για κάθε κεφάλι! Ησαν οι δήμιοι!*
Ετσι μου πίεζαν την ψυχή ιδιαίτερα το Παλαμήδι και το Μπούρτζι! Μα κάτι με τραβούσε σε επίσκεψή τους. Και τα ιστορικά κ' επιστημονικά βέβαια διαφέροντα, που είχα γι' αυτά, αλλά και κάποια ιδιαίτερη συμπόνοια, που αισθανόμουν από μικρός για τους φυλακισμένους. Γιατί και οι φυλακισμένοι, άνθρωποι σαν και μας τους άλλους είναι, και η φυλάκιση είναι μια δυστυχία αληθινή, δίκαια βέβαια για όσα κακά στο βίο τους έκαμαν - μα και καμμιά φορά άδικη ή κι' αυστηρότερη αφ' ό,τι θα έπρεπε. Ετσι, όπως κι' αν το πάρης, η επίσκεψη και παρηγόρια τους -εκτός που δίνει τόσα διδάγματα σ' εμάς τους ίδιους- αλλ' είναι και καθήκον στοιχειώδες κι' απαραίτητο, και μάλιστα σε κάθε Χριστιανό. γιατί παρηγορεί ανθρώπους δυστυχείς και δίνει κουράγιο και ανύψωση κ' ελπίδα σε ρημαγμένες ψυχές και σε καρδιές φουρτουνιασμένες!

... Κι' αποφάσισα την άλλη μέρα να ανεβώ στο Παλαμήδι.

* * *

Ηταν Απρίλης. Η πρωϊνή αύρα λεπτή φυσούσε κ' έφερνε το ελαφρό μύρο των ανοιξιάτικων λουλουδιών κι' όλης της οργώσης ζωής του Αργολικού κάμπου. Ετσι τα πρώτα σκαλοπάτια του Παλαμηδιού τ' ανέβηκα άκοπα. μα από τη μέση κι' έπειτα, παρ' όλη την αντοχή μου και τα νειάτα του καιρού εκείνου, η κούραση άρχισε να γίνεται αισθητή. Ευτυχώς, που κάθε τόσο υπήρχαν και χτιστοί εξώστες, σαν μικρές βεράντες, που μπορούσε ο αναβάτης να ξεκουραστή, αποζημιωμένος σύγχρονα και με το υπέροχο θέαμα, που του έδινε η γύρω φύση, ο κάμπος ο Αργολικός, μαζί με τα γαλανά νερά του ομώνυμου κόλπου. Ηταν αληθινό πανόραμα, σωστή ζωγραφιά, που και στα χείλη του πιο κρύου κι' αδιάφορου, έκανε άθελα να έρχωνται τα λόγια του μεγάλου ποιητή και βασιλέα - του Δαυίδ: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε»!... Κι' αυτά τα λόγια ψιθυρίζοντας ευλαβικά κι' εγώ, έμενα πολλές ώρες εκστατικός θαυμαστής της γύρω ομορφιάς και καλωσύνης, που είχε σκορπίσει για τους ανθρώπους τόσο πλούσια ο Πλάστης!
Αλλά τη χάρη αυτή θλιμμένη σκέψη ήλθε να θολώση! Ο όγκος του Παλαμηδιού από κοντά εγιγαντώνονταν και μου πλάκωνε τα στήθη, με τις σιδερένιες πόρτες και τις ντάπιες του, που μέσα έρρεβαν, στο υγρό τους σκοτάδι, τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι! Ω, πόσο τραγική αντίθεση της δημιουργίας του Θεού μας προς τα έργα των ανθρώπων! Τί ομορφιά και τί χαρά εδημιούργησε ο Θεός για τους ανθρώπους, - και πόση ασχημιά και φρίκη έφτιαξε ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του! Ω, την αμαρτία!... Πόσο δυστυχισμένο κάνει ‘κείνον, που σκλαβώνεται σ' αυτή, πόσο μας αφαιρεί τις χάρες και τις ομορφιές, που δημιούργησε ο Θεός για μας τα πλάσματά του...
Μ' αυτές τις σκέψεις απορροφημένος, δεν κατάλαβα πότε έφτασα στην πρώτη πόρτα του Παλαμηδιού. Ανοίχτηκε βαρειά και σιδερένια αμέσως και πολλές διατυπώσεις απαραίτητες δεν μ' εβασάνισαν, γιατί έτυχε να είναι τότε φρούραρχος εκεί επάνω αγαπητότατος εξάδελφός μου, ο έφεδρος από το Ναύπλιο ανθυπολοχαγός Η.Κ., που λίγους μήνες έπειτα έπεσε -Θεός σχωρέσει τον!- σαν παληκάρι Ελληνόπουλο στα χιονισμένα του Μπιζανιού υψώματα!

* * *

Του είπα το σκοπό μου. Ήτανε για να ιδώ το Παλαμήδι, να το μελετήσω, μα και να δω και τις τρομερές του φυλακές και τους φυλακισμένους, να μείνω λίγο με αυτούς, και να τους πω δυο λόγια, αν μου το επέτρεπαν.
Με προθυμία και χαρά ο καλός ξάδελφός μου δέχτηκε την επιθυμία μου. Κι' αφού μαζί γυρίσαμε μελετώντας όλο το φρούριο κ' εθαυμάσαμε από κει πάνω ακόμη πιο μεγαλόπρεπο το γύρω θέαμα, που τώρα αγκάλιαζε τον Αργολικό ολόκληρο, με τα όμορφα νησιά του, κι' έφτανε στις αντικρυνές ακτές της Πελοποννήσου και, πέρα βαθειά, αυτής της Αττικής, - μ' επήγε έπειτα να ιδώ τις φυλακές και τους φυλακισμένους, αρχίζοντας από τις «φυλακές του Αγίου Ανδρέα».
Οι φυλακές του Αγίου Ανδρέα δεν ήταν παρά ένα περιμάντρωμα ψηλό, με ντάπιες και με πολεμίστρες, αν καλά θυμάμαι, σχεδόν στο κέντρο του Παλαμηδιού, προς τη βορεινή πλευρά του. Πήραν δε τ' όνομά τους από το μικρό εκκλησάκι, που ήταν στη μέση της αυλής, και που τόκτισε, σύμφωνα με την παράδοση, κατά την Επανάσταση του '21, ο Νικηταράς, κατά διαταγή του Κολοκοτρώνη. Γιατί ανήμερα του Αγ' Ανδρέου κυρίεψε ο Κολοκοτρώνης με τα παλικάρια του το Παλαμήδι από τους Τούρκους, και μάλιστα εκείνη τη ντάπια πρώτη, που κτίστηκε κατόπιν το εκκλησάκι.
... Οι βαρειές πόρτες της φυλακής άνοιξαν και οι φυλακισμένοι όλοι είχαν συγκεντρωθή, κατά διαταγή του Φρουράρχου στην αυλή, για το κήρυγμα. Πολύ θλιβερό θέαμα με περίμενε! Προχώρησα στο εκκλησάκι για να προσκυνήσω, μα μέσα αντίκρυσα το λείψανο ενός φυλακισμένου. κι' η θλίψη μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν έμαθα πως ο νεκρός αυτός ήταν το θύμα συμπλοκής, που είχε γίνη την προηγούμενη ημέρα μεταξύ των φυλακισμένων! Επάγωσα και με συντριβή ζήτησα το έλεος του Θεού, αποφασισμένος να μη μιλήσω. Τί να πη κανείς και τί να κηρύξη μέσα σε τέτοια ζούγκλα, που, σαν να μη τους έφτανε η δυστυχία της φυλακής τους, σκοτώνονταν και αναμεταξύ τους! Μα η χάρη του Θεού μ' ελέησε και έκρινα ότι γι' αυτό ακριβώς ήταν περισσότερη ανάγκη ν' ακουστή εκεί ο λόγος του Θεού! Γι' αυτό, και όταν βγήκα από το εκκλησάκι, ανέβηκα αμέσως στο πεζούλι που το έζωνε, και με πόνο αδελφικό είπα ό,τι ο Θεός με φώτισε, λαμβάνοντας ως αφορμή το νεκρό, που ήταν μεσ' στην εκκλησία.

* * *

Οι φυλακισμένοι άκουγαν με προσοχή, αν και είπα ότι όποιος θέλει, ήταν ελεύθερος να φύγη απ' το κήρυγμα. Έμειναν όλοι ακίνητοι, και μόνον ένας, που ήταν κράμα θλιβερό λεβεντιάς και αγριωσύνης, έκοβε βόλτες πάρα πέρα, μα σταμάταγε και κάπου κάπου κι' άκουγε με αδιαφορία. Οι άλλοι όλοι ήτανε ικανοποιημένοι. με κάποια έκπληξη άκουγαν τα κηρυττόμενα, αλλά σ' όλων τα πρόσωπα μια θλιβερή συγκίνηση ήταν ζωγραφισμένη. Να ήταν αρχή αυτή συντριβής και μετανοίας; Να ήταν ανάμνηση του πρώην βίου τους, του ελεύθερου; Να ήταν έλεγχος σωτήριος της συνείδησής τους για τα εγκλήματα, που είχαν κάνη; Ποιος ξέρει τι η χάρη του Θεού ενεργούσε στα βάθη της ψυχής του καθενός από τους ακροατάς εκείνους ...
Αλλά δεν πρόκειται εδώ ο λόγος για τη σωτήρια ενέργεια του λόγου του Θεού επάνω στων ανθρώπων τις ψυχές, και σε εκείνες ακόμη, που ο κόσμος με το σκληρό ταρτουφισμό του, θεωρεί οριστικά χαμένες! Πρόκειται για μια έκπληξη που μ' επερίμενε, ευθύς μετά το κήρυγμα, για μια σκηνή που μένει ακόμη χαραγμένη βαθειά κι' ευχάριστα μεσ' στην ψυχή μου, και που αισθάνομαι την υποχρέωση να σας την πω όπως έγινε.
Μόλις κατέβηκα από το πεζούλι του ναού κι' εσκόρπισαν οι κατάδικοι στα κελλιά τους, με πλησιάζει ευγενικά ένας φυλακισμένος εξηντάρης και με συστολή μου κάνει την παράκληση, αν είχα την καλωσύνη να περάσω στο κελλί του να πάρω τον καφέ, που ήμουν κουρασμένος απ' το κήρυγμα... Τον περιστοίχιζαν πέντε-έξ συγκατάδικοί του, σαν κι' αυτοί να ένωναν την παράκλησή τους, -μα ήσαν τόσο ιλαρά και ταπεινά και ήμερα τα πρόσωπά τους,- που δεν μπόρεσα να επιμείνω στην πρώτη άρνησή μου. Η άδεια εδόθη πρόθυμα απ' τη Διοίκηση των φυλακών και επροχώρησα μαζί τους να δοκιμάσω «τον καφέ του Παλαμηδιού», όπως οι ίδιοι χαριεντιζόμενοι μου έλεγαν στο δρόμο...
Μπήκα στο κελλί του πρώτου, που μ' εκάλεσε. Ένα κελλί λίγο μεγαλύτερο από τ' άλλα, αλλά καθάριο, τακτοποιημένο, ειρηνικό. Μα δεν ήταν μόνο αυτό... Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας κι' άλλες εστόλιζαν τον καθαρότατο τοίχο και κάμποσα βιβλία, θρησκευτικά και άλλα, ήσαν επάνω σ' ένα πολύ μικρό τραπέζι, -το μοναδικό του κελλιού εκείνου έπιπλο. Η πρώτη περιέργειά μου μετεβλήθηκε σε πραγματική έκπληξη, σαν έβλεπα γύρω μου. κι' η έκπληξή μου εκείνη μου ‘δινε σιγά - σιγά ένα ευάρεστο συναίσθημα γαλήνης κι' ηρεμίας, τόσο αναπάντεχο και ξένο κι' απροσδόκητο μέσα σ' ένα κελλί των φυλακών βαρυποινήτου του Παλαμηδιού!

* * *

Ο καφές ηλθ' ευγενικά και η κουβέντα άρχισε δειλά - δειλά. Μιλούσα με τον εξηντάρη, που μ' εκάλεσε. μα καμμιά δεκαριά συγκατάδικοί του άλλοι καθισμένοι σταυροπόδι χάμω κι' άλλοι όρθιοι, -όλοι γαλήνιοι και ειρηνικοί- άκουγαν προσεκτικά. Μα τι ευλoγία μ' επερίμενε! Δεν ήταν η πρόσκληση εκείνη στο κελλί απότοκος μόνον της Ελληνικής φιλοξενίας, για να μου δώσουν τον καφέ... μα ήτανε το προϊόν ενός βαθύτερου αισθήματος, μιας αναγέννησης ψυχών ευγενικών και εκλεκτών!
Γιατί όλοι ‘κείνοι που ήσαν στο κελλί, δεν είχαν σχηματίση απλώς μια παρέα ήσυχη και ειρηνική. Αλλά -θαύμα αληθινό!- αποτελούσαν μια αδελφότητα αληθινή, που ζούσαν για το Χριστό, που ελάτρευαν το Χριστό, που εμελετούσαν κάθε μέρα το Ευαγγέλιό Του και που ήσαν πραγματικά δοσμένοι στο Θεό και Τον υμνούσαν ταπεινά κι' ειλικρινά με προσευχές και ψαλμωδίες!
Την πρώτη αφορμή στη νέα μου ζωή, άρχισε να μου διηγήται ο φυλακισμένος, που μ' εκάλεσε, την πρώτη αφορμή στη νέα μου ζωή, την πήρα από το Λαμπράκη, το γραμματικό της Βασίλισσας της Όλγας, που κάθε τόσο ερχόταν, από μέρους της, εδώ και μας μοίραζε το Ευαγγέλιο κι' άλλα θρησκευτικά βιβλία, καθώς κι' ασπρόρουχα. Αυτός, Θεολόγος ήταν, είπε στους φυλακισμένους δυο καλά λόγια, προτού μας μοιράση το Ευαγγέλιο και τ' άλλα τα βιβλία... Ο Θεός μ' εφώτισε, κι' άρχισα να διαβάζω το Ευαγγέλιο...
Δεν είχα ποτέ ενδιαφερθή για τη θρησκεία. Μικρός, πήγαινα στην Εκκλησία τις μεγάλες μόνο γιορτές με τους γονείς μου. Μα όταν μεγάλωσα, έκοψα κι' απ' αυτή κι' εζούσα όπως οι περισσότεροι συγχωριανοί μου, μέρα μου και νύχτα μου, χωρίς σκοπό, ώσπου το έγκλημα μ' έφερε εδώ. Παπάς που και που ερχόταν εδώ ‘πάνω, να μας λειτουργήση. κήρυγμα σπανιώτατο, για να μη πω καθόλου! Άνθρωπος να μας επισκεφθή κανείς -εκτός από κανά οικείο μας-... και μόνο του Αγίου Αντρέα, στη μνήμη του ναού, βλέπαμε κανάν άνθρωπο και ακούγαμε και κανά λόγο! Μα η φυλάκιση μ' είχε λυγίση... Και μόνο μένα; Κι' άλλους... Γι' αυτό μου φάνηκε κάτι, σαν είδα, πως η Βασίλισσα μας θυμήθηκε, αν κι΄ αγνώστους της, και μας έστειλε βιβλία και εσώρουχα. και τα λόγια του Γραμματικού της, του Λαμπράκη, μου ‘καναν μια εξαιρετική εντύπωση!

* * *

- Ρίχτηκα με τα μούτρα -εξακολούθησε ο φυλακισμένος συνομιλητής μου- ρίχτηκα με τα μούτρα στο διάβασμα των βιβλίων, που μας μοίρασαν. Με τα λίγα γράμματα, που ‘ξερα, στην αρχή λίγα καταλάβαινα. μα και με κείνα τα λίγα ένοιωθα μια ευχαρίστηση μέσα μου, πρώτα γιατί εσκότωνα την ώρα από το αφόρητο εκείνο καθησιό της φυλακής. έπειτα, άκρες - μέσες, ένοιωθα ότι για καλά πράγματα μιλούσαν τα βιβλία ‘κείνα. και σ' ότι δεν καταλάβαινα, ζητούσα τη βοήθεια κανά-δυο συγκαταδίκων μου, που έβλεπα ότι κι' αυτοί είχαν την περιέργεια να διαβάζουν τα βιβλία, -κι' έδειξε δυο από τους παρισταμένους εις τον κύκλο μας συγκαταδίκους. Ετσι οι τρεις μας, χωρίς να το καταλάβουμε, ανταμώναμε συχνά και διαβάζαμε τα βιβλία, και μάλιστα το Ευαγγέλιο, και γίναμε σιγά - σιγά μια ξεχωριστή παρέα, που κάτι εσωτερικό την εσυνέδεε...

- Θεού δάκτυλος ήταν!... Ετόλμησα να ψιθυρίσω...

-Και βέβαια Θεού δάκτυλος ήταν! Επανέλαβε θριαμβευτικά ο συνομιλητής μου, κ' εκινήθηκαν επιβεβαιωτικά τα κεφάλια των δυο παρισταμένων καταδίκων, που, όπως κατάλαβα, ήταν τα πρώτα μέλη της ιεράς εκείνης συντροφιάς.

Συνέχισε έπειτα σε τόνο ταπεινής και ήρεμης χαράς:

-Από τότε ο Θεός μας ελυπήθηκε και πλούσιες τις ευλογίες του μας έδωκε... Αισθανθήκαμε την ανάγκη να μετανοήσουμε, ν' αλλάξουμε βίο, ν' ακολουθήσουμε την φωτεινή εκείνη και ήρεμη ζωή, που η μελέτη μας μας εφανέρωσε... Φωνάξαμε τον πνευματικό από τ' Ανάπλι, με την άδεια της Επιστασίας. εξωμολογηθήκαμε. και να εμείς, οι αμαρτωλοί, μπρος στην «Αγία Θύρα», έπειτα από τόσα χρόνια, κοινωνήσαμε... Ω τί καινούργιοι κόσμοι τότε, μετά τη Θεία Κοινωνία, μας φανερώθηκαν! Τί χαρά και τί αγάπη στο Σωτήρα μας Χριστό αισθανθήκαμε! Και πως νοιώθαμε κ' οι τρεις μας από τότε τον εαυτό μας σφικτά συνδεδεμένο μεταξύ μας. Εννοιώσαμε κι' οι τρεις μας ότι είμαστε αδελφοί, μα αδελφοί πνευματικοί, περισσότερο και βαθύτερα αγαπημένοι από τους σαρκικούς!

...Εστήριξε για λίγο τα μάτια του, ήρεμα και φωτεινά, στο χαμηλό ταβάνι του κελλιού του. Κ' έπειτα επρόσθεσε:
-Ας είναι ευλογημένο του Θεού το όνομα! Είναι δέκα περίπου χρόνια από τότε και οι τρεις μας γίναμε δέκα, με μια ψυχή και μια καρδιά, μ' ένα σκοπό και με μια ζωή!... Εκτός από κείνους τους συγκρατουμένους μας, που συμπαθούν τη συντροφιά μας! Γιατί όχι λίγοι, οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μας στη φυλακή, πολλές φορές θέλουν τη συντροφιά και την κουβέντα μας, κι' ευχάριστα, όσο ‘μπορούν κι' αυτοί, ακούν τις συμβουλές μας... Οι άλλοι τράβηξαν το δρόμο τους... Καυγάδες, συμπλοκές, φόνους κι' όλα τα κακά της φυλακής... Κι' απ' αυτούς είναι και κείνοι, που έγινε κι' ο χθεσινός ο φόνος...

-Και η Διοίκηση των Φυλακών πως βλέπει την ξεχωριστή αυτή παρέα; Ερώτησα...

-Στην αρχή με κάποια υποψία και παρακολούθηση. Γιατί δεν έλειπαν εκείνοι, που, περισσότερο από άγνοια, μας έλεγαν ειρωνικά άλλοι κουτούς, κι' άλλοι «αλλούτερους, προτεστάντες»! Μα σιγά-σιγά είδαν το φως κι' επείσθησαν πως είμαστε ορθόδοξοι, όπως γεννηθήκαμε, στην πίστη των πατέρων μας. Και η Διοίκηση κι' η Εισαγγελία τώρα μ' ευχαρίστηση βλέπει τη νέα μας ζωή. γι' αυτό, όπως και βλέπετε, κάθε ευκολία μας παρέχει...

* * *



Η συνέχεια εδω:http://radiofloga.ath.cx/forum/viewtopic.php?t=938





Δεν μπορείς να διαβάσεις ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ακούστε ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε κλίκ στην εικόνα)

Ακούστε  ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε  κλίκ στην εικόνα)
(δοκιμαστική περίοδος )