.

.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Θανάσιμα Μυστικά - Ο χρυσός των Ναζί

Οι Γερμανοί έκλεψαν αμέτρητα εκατομμύρια από εκείνους τους οποίους νίκησαν ή σκότωσαν.Τι έγινε όμως αυτός ο ανυπολόγιστης αξίας θησαυρός, όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος;
-Σε ποιον ανήκει στην πραγματικότητα;



 defencenet.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

"Ο ξεσηκωμός του Γένους"

  Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την απελευθέρωση του έθνους από τον οθωμανικό ζυγό και τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Ένα εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του National Geographic παρουσιάζει την ιστορία του ηρωισμού, της αυτοθυσίας και εν τέλει της νίκης του λαού μας.
Σε έξι ολιγόλεπτα βίντεο, στην ελληνική.


ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΕΛΕΓΕ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝ ΖΟΥΣΕ ΣΗΜΕΡΑ;

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός


Τι έχει να πει η επανάσταση του 1821 στο σήμερα, στα νέα παιδιά, σε όλους τους Έλληνες που είμαστε απόγονοι εκείνων οι οποίοι ξεσηκώθηκαν με σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος;» και   έδωσαν την ψυχή τους για να μπορούμε εμείς σήμερα να συλλογιόμαστε ελεύθερα και επομένως καλά, ασχέτως αν η ελευθερία μας δεν είναι δεδομένη;
Τι έχει να πει ένας ήρωας, όπως για παράδειγμα ο Μακρυγιάννης σε νέο παιδί του σήμερα;  

Όταν ο κόσμος στον οποίο ζούμε έχει αναγορεύσει σε θεό του το χρήμα, όταν οι αγορές δεν επιτρέπουν στους λαούς να ανασάνουν, οδηγώντας τους αρχικά σε έναν τρόπο ζωής με βάση τον καταναλωτισμό και στη συνέχεια δείχνοντας σε όλους ότι δεν είναι πρόσωπα, αλλά αριθμοί, προς φορολόγηση και εκμετάλλευση; Όταν ο κόσμος ανταλλάσσει την ελευθερία με την επιβίωση και το ρεαλισμό, με αποτέλεσμα άλλοι να αποφασίζουν πριν από μας για μας;

Ο Μακρυγιάννης όμως, όπως και όλοι οι ήρωες του 1821, έρχεται να μας θυμίσει ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, πέρα από τον συμβιβασμό και την άνευ όρων παράδοση στα κελεύσματα άλλων.

Υπάρχει ο δρόμος της ψυχής, ο δρόμος της θυσίας, ο δρόμος του αγώνα. Υπάρχει ο δρόμος της αντίστασης και της διατήρησης των αξιών και των θέσμιων της πατρίδας μας.
Αν ζούσε σήμερα ο Μακρυγιάννης θα ξαναέλεγε:
 

Για την πατρίδα και τη θρησκεία παλεύουμε πρώτα. Για ό,τι μας κρατά ξεχωριστούς από τους άλλους λαούς και την ίδια στιγμή ελεύθερους. Πατρίδα δεν σημαίνει να μισούμε τους άλλους. Δεν σημαίνει κούφια λόγια. Πατρίδα σημαίνει μνήμη της ιστορίας μας, της θρησκευτικής μας πίστης, της γλώσσας μας, του ξεχωριστού του προσώπου μας. Σημαίνει ετοιμότητα για αγώνα και θυσία. Απόφαση για πόλεμο εναντίον της νοοτροπίας που θέλει να εξαγοράσει την ψυχή μας. Που μας θέλει τον καθένα να νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του.  Που μας θέλει να μη ζούμε ως παρέα, τάξη, κοινότητα, ενορία, συλλογικότητα, για να να μην μπορούμε να αντισταθούμε. 

Αν ζούσε σήμερα ο Μακρυγιάννης θα ξαναέλεγε:

Είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ. Θα μας προέτρεπε να συνεργαστούμε, να λειτουργήσουμε ενωμένοι και αποφασισμένοι να δούμε τι ωφελεί την κοινή μας πορεία και όχι μόνο τον καθένα μεμονωμένα.  Να μάθουμε να σεβόμαστε το χώρο που ζούμε, να φοβόμαστε την οργή των νεκρών μας και των βράχων τα αγάλματα, να μην περιφρονούμε την αρετή και να βλέπουμε την Αλήθεια ως στόχο της κοινής μας ζωής.

Αν ζούσε σήμερα ο Μακρυγιάννης θα ξαναέλεγε:

Μην πιστέψετε αυτούς που ντύνονται φίλοι σας, ενώ κοιτούνε μόνο το συμφέρον τους. Αντίθετα, χτίστε εσείς σχέσεις αγάπης, αλληλεγγύης, μοιράσματος, προσφοράς, στηρίξτε ο ένας τον άλλο, έχετε όνειρα, αντλήστε δύναμη από την παράδοσή μας και μην εξαντλείτε τη ζωή σας μόνο στα όσα ξενόφερτα περνούνε ως ανάγκη.

Αν ζούσε σήμερα ο Μακρυγιάννης θα ξαναέλεγε:

Απλώστε το χέρι σας σε όλους, αλλά  μην κάνετε πίσω στις θέσεις σας. Μπορεί να είμαστε λίγοι, αλλά έχουμε μαγιά στην καρδιά και την ψυχή μας και θα αντέξουμε. Ξαναχτίστε μια κοινωνία στην οποία η ελπίδα δεν θα περιορίζεται στα δώρα των άλλων, αλλά θα ξεκινά από την πίστη στο Θεό, στην πατρίδα, στον εαυτό μας.

Και για να γίνουν αυτά, χρειάζεται παράδειγμα, θυσία, αγώνας και όχι βόλεμα. Γίνετε το παράδειγμα. Μάθετε από τα λάθη και μην γκρεμίζετε μόνο, αλλά δημιουργήστε, όπου κι αν βρίσκεστε!

Η μόνη ελπίδα, όπως θα ξαναέλεγε ο Μακρυγιάννης, είναι το «εμείς» και όχι το «εγώ μου» , το «εγώ σου», το «εγώ του».

400 χρόνια περίπου οι Έλληνες έζησαν στην σκλαβιά. Φάνηκε ότι είχαν νικηθεί, αλλά εργάζονταν για τον ξεσηκωμό. Μάθαιναν γράμματα. Πάλευαν εναντίον του εξισλαμισμού. Έβγαιναν στα βουνά. Ζούσαν με τους Τούρκους, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν ελεύθεροι. Και όταν ήρθε η ώρα, πολέμησαν. Νίκησαν παρά τα λάθη και την διχόνοια. Γιατί ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν.

Αυτό το πνεύμα της αντίστασης που γεννούν η πατρίδα και η θρησκεία, τα πολυτίμητα τζιβαϊρικά του Ελληνισμού, ας τα κρατήσουμε στην καρδιά μας, μαζί με την μνήμη των ηρώων μας! 

Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 2013

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας και η σύγχρονη αίρεση του Οικουμενισμού.



π.Παύλου Δημητρακοπούλου Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς 
 Η Κυριακή της Ορθοδοξίας, είναι μια ιδιαίτερα χαρμόσυνη και πανηγυρική ημέρα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το συναξάριο της ημέρας, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει την «αναστήλωσιν των αγίων και σεπτών εικόνων, γενομένην παρά των αειμνήστων Αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ και της μητρός αυτού Θεοδώρας, επί πατριαρχείας του αγίου και ομολογητού Μεθοδίου». 
Γενικότερα όμως ως ημέρα αφιερωμένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, εορτάζομε την νίκη και τον θρίαμβό της απέναντι σε κάθε αίρεση διά μέσου των αιώνων, όπως αυτή κατά τρόπο θριαμβευτικό και πανηγυρικό καταγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας: «Οι Προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η Χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρρύσωμεν…». 

Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ύμνοι στην ασματική ακολουθία του Τριωδίου της Κυριακής αυτής, αν προσέξουμε, έχουν πανηγυρικό και πασχάλιο χαρακτήρα: «Ουκέτι των ασεβών αιρετικών η οφρύς αίρεται, η γαρ Θεού δύναμις την Ορθοδοξίαν εκράτυνεν». Αλλά και η λιτάνευση των αγίων εικόνων, που γίνεται την ημέρα αυτή γύρω από τους ιερούς ναούς και τα μοναστήρια, όπως επίσης και τα αναθέματα, τα οποία αναγινώσκονται, όχι μόνον εναντίον των εικονομάχων αιρετικών, αλλά και κάθε αιρετικού, αισθητοποιεί ακριβώς ακόμη περισσότερο αυτή την νίκη της Ορθοδοξίας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η Εκκλησία ετοποθέτησε την εορτή αυτή μέσα στη νηστεία της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και μάλιστα στην πρώτη Κυριακή αυτής. Το έκαμε αυτό για να μας διδάξη, ότι σε τίποτε δεν ωφελεί τον Χριστιανό ο αγώνας τον οποίο διεξάγει, για να νεκρώσει τα πάθη και να κάμει κτήμα του τις αρετές, αν δεν πιστεύει ορθά, αν δεν ανήκει δηλαδή στην Ορθοδόξη Εκκλησία. Έξω της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, έστω και αν ο άνθρωπος κατωρθώσει με νηστείες και ασκητικούς αγώνες όλες τις αρετές. 
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σ’ ένα λόγο του: «Μένε εις την Εκκλησίαν και ού προδίδοσαι από της Εκκλησίας. Εάν δε φύγης από Εκκλησίας ουκ αιτία η Εκκλησία. Εάν μεν γαρ ής έσω, ο λύκος ουκ εισέρχεται, εάν δε εξέλθης έξω, θηριάλωτος γίνη. Αλλ’ ου παρά την μάνδραν τούτο, αλλά παρά την σην μικροψυχίαν. Εκκλησίας γαρ ουδέν ίσον».[1] 
Μη φύγης, λέγει ο άγιος, από την Εκκλησία και δεν πρόκειται να προδοθής ποτέ από αυτήν. Εάν όμως φύγης, η αιτία δεν οφείλεται στην Εκκλησία. Εάν μείνης μέσα σ’ αυτήν, ο λύκος της αιρέσεως δεν τολμά να σε βλάψη, εάν δε εξέλθης, θα σε κατασπαράξη και αυτό θα οφείλεται στην ιδική σου μικροψυχία. Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. 
Στο Γεροντικό αναφέρεται ένα πολύ χαριτωμένο περιστατικό, που υπογραμμίζει ακριβώς αυτή την αλήθεια: Κάποτε επισκέφθηκαν μερικοί ασκητές τον αβά Αγάθωνα, που ήταν ξακουστός για την μεγάλη διάκριση που είχε. Θέλοντας λοιπόν να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται τον ρώτησαν: 
- "Εσύ είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;»
- «Ναι αδελφοί μου εγώ είμαι», απήντησε ο Γέροντας. 
Τον ρωτούν και πάλι: –«Εσύ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;»
- «Ναι αδελφοί μου εγώ είμαι», είπε πάλι ο Γέροντας. 
Τον ρωτούν για τρίτη φορά: - «Εσύ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» 
Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι δεν είμαι αιρετικός». 
Οι ασκητές τον ρώτησαν να τους πεί, γιατί όσα του έλεγαν πρώτα τα παρεδέχετο για τον εαυτό του, ενώ τον λόγον αυτόν με την κατηγορία του αιρετικού δεν τον δέχθηκε. Και ο άγιος εκείνος γέροντας τους απήντησε: «τα πρώτα εμαυτώ επιγράφω. Όφελος γαρ εστί τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστί από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι από Θεού». 
Τα πρώτα τα παραδέχομαι, διότι φέρνουν ωφέλεια στην ψυχή μου, το να δεχθώ όμως, ότι είμαι αιρετικός είναι χωρισμός από τον Θεό και εγώ δεν θέλω να χωριστώ από τον Θεό. Οι ασκητές τότε θαύμασαν την πνευματική σοφία και διάκριση του γέροντα και έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.
Οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων, έκαναν μεγάλους αγώνες για να διαφυλάξουν ανόθευτη την αλήθεια της πίστεως, όπως ο Κύριος την απεκάλυψε, όπως οι απόστολοι την εδίδαξαν και όπως η Εκκλησία την παρέλαβε. 
Αν ρίξουμε μια ματιά στην εκκλησιαστική μας ιστορία, θα διαπιστώσουμε, ότι πολλοί από αυτούς εφυλακίστηκαν, άλλοι καθαιρέθηκαν, άλλοι εδιώχθηκαν, υβρίστηκαν και συκοφαντήθηκαν, υπέμειναν βασανιστήρια και μερικοί από αυτούς εθυσίασαν την ζωή τους. 
Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο αλλά δείχνει ακριβώς πόσο μεγάλη ευασθησία είχαν και πόση σημασία έδιναν στις δογματικές αλήθειες της πίστεως. Η επιμονή τους αυτή οφείλεται στο ότι είχαν συνειδητοποιήσει, ότι έκπτωση από την αλήθεια της πίστεως, σημαίνει μετάπτωση στην κατάσταση της αιρέσεως, σημαίνει θάνατο πνευματικό και απώλεια της σωτηρίας. 
Είχαν ακόμη επισημάνει με τον πλούσιο φωτισμό της Χάριτος του αγίου Πνεύματος, που είχαν μέσα τους, ότι ακόμη και ελάχιστη απόκλιση από το ορθό δόγμα έχει καταστρεπτικές συνέπειες, σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου «ός εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ.5,19). 
Επίσης και ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του υπογραμμίζει την ίδια αλήθεια, όταν λέγει «αλλά και αν ημείς ή άγγελος εξ’ ουρανού ευαγγελίζηται υμιν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (1,8). 
Επομένως το συμπέρασμα είναι ότι στα θέματα της πίστεως δεν χωράει συγκατάβασις, δεν χωράει οικονομία και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσθέσει ή να αφαιρέσει ούτε το ελάχιστο από το περιεχόμενο της πίστεως, από την μόνην σώζουσαν αλήθεια της Ορθοδοξίας. 
Οι αλήθειες της πίστεως δεν είναι απλές δογματικές προτάσεις, που διατυπώθηκαν στις Οικουμενικές συνόδους, αλλά όροι ζωής, που παραπέμπουν στο ήθος και στην ίδια την ζωή της Εκκλησίας. 
Το δόγμα είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένο με το ήθος, έτσι ώστε αλλοίωση του ενός να επιφέρει αναπόφευκτα αλλοίωση και καταστροφή και του άλλου: «Ώσπερ δόγματα πονηρά βίον ακάθαρτον εισάγειν είωθεν, ούτω και διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογματων πολλάκις έτεκεν»,[2] παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. 
Το Πνεύμα το άγιον είναι Πνεύμα της αληθείας, το οποίο από την ημέρα της Πεντηκοστής εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή ακριβώς μόνον Αυτή διετήρησε αναλοίωτο και αμετάβλητο τον θησαυρό της πίστεως, την καθιστά «στύλο και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄Τιμ3,15), καθοδηγεί Αυτήν «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω.15,26), ενεργεί διά των μυστηρίων και απεργάζεται την σωτηρίαν και τον αγιασμό των πιστών μόνο μέσα στους κόλπους της.
Ωστόσο οι άγιοι Πατέρες δεν αγωνίστηκαν μόνο για την διατύπωση και διαφύλαξη των δογμάτων, των αληθειών της πίστεως. Υπήρξαν εκείνοι που πριν απ’ όλα εβίωσαν τις αλήθειες της πίστεως. Δεν είχαν μόνο την Ορθοδοξία, είχαν και την Ορθοπραξία. 
Ετήρησαν με ακρίβεια τις δεσποτικές εντολές και ευρήκαν μέσα σ’ αυτές τον Χριστό, την μόνη αλήθεια, σαν ανεκτίμητο θησαυρό, όπως ακριβώς τον ευρήκε ο Φίλιππος, για τον οποίο κάνει λόγο το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας αυτής. 
Ο Φίλιππος από την μικρή εμπειρία που είχε αποκομίσει από την συναναστροφή του με τον Χριστό, είχε βεβαιωθεί βαθειά μέσα στην ψυχή του, ότι Αυτός είναι Εκείνος για τον οποίο ομίλησαν οι προφήτες, Αυτός είναι Εκείνος, τον οποίον επερίμεναν, ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. 
Γι’ αυτό και έτρεξε αμέσως στον φίλο του τον Ναθαναήλ, για να τον καταστήση συγκοινωνό και συμμέτοχο αυτής της χαράς, αυτού του θησαυρού και του είπε: «ον έγραψε Μωϋσής εν τω Νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ» (Ιω.1,44). 
Αλλ’ ο Ναθαναήλ απορεί, έχει επιφυλάξεις: «Εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι;». Από την Ναζαρέτ, μία κακόφημη πόλη, μπορεί να βγή τίποτε καλό; Και του απαντά ο Φίλιππος: «Έρχου και ίδε». Έλα και δες μόνος σου. Έλα να βεβαιωθείς εκ πείρας. 
Ο Φίλιππος δεν προσπαθεί να τον πείσει με επιχειρήματα και περιγραφές, διότι δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Μόνο με την πείρα θα βεβαιωθεί. Και όταν στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Χριστό και βεβαιώθηκε εκ πείρας, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας αμέσως τον ομολόγησε: «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βα- σιλεύς του Ισραήλ». 
Αυτήν ακριβώς την εμπειρία της προσωπικής παρουσίας του Χριστού μέσα στις ψυχές των είχαν και οι άγιοι Πατέρες και προς αυτήν καλούσαν κά- θε καλοπροαίρετον άνθρωπον. Εδίδασκαν έργω και λόγω, ότι η χριστιανική ζωή στο εσώτατο είναι της δεν είναι φιλοσοφίες και θεωρίες, δεν είναι ένα σύστημα ιδεών. Είναι εμπειρία Χριστού, είναι εμπειρία Θείας Χάριτος, εμπειρία θεώσεως.
Σήμερα που η Εκκλησία μας ευφραίνεται και πανηγυρίζει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και καθώς φέρνει στη μνήμη μας τους αγώνες και τις θυσίες, που έκαναν οι άγιοι Πατέρες μας, για να επιτευχθεί αυτός ο θρίαμβος, αυτή η νίκη, υπαγορεύει και υποδεικνύει παράλληλα σ’ όλους μας ένα διπλό  χρέος. 
Το πρώτο χρέος μας είναι να ανακαινίσουμε με την μετάνοια και την άσκηση την εικόνα του Θεού, που φέρουμε μέσα μας, η οποία έχει καταφθαρεί και εξαχρειωθεί από τα πάθη και τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου. 
Πολύ εύστοχα παρατηρεί κάποιος εκκλησιαστικός συγγραφέας των τελευταίων αιώνων: «Πόση λογιάζετε να είναι η κατάκρισή μας και η κόλασή μας, όπου ασχημίζομεν την εικόνα του Θεού; Οπού φθείρομεν τον έσω άνθρωπον, με τες επιθυμίες της απάτης; Δεν είναι επιθυμίες απάτης οι αδικίες, όπου κάμνομεν και αι παρανομίες, η υπερηφάνεια, η κενοδοξία και αι άλλες ακαταστασίες; Τι δεν βλέπουσι τα ομμάτια άτοπον, τι δεν ακούομεν κακόν; Εως πότε να υποφέρει ο Θεός τόσην μας ακαταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην αμαρτίαν; Πότε ελπίζεις να βαλθείς εις την στράταν της δικαιοσύνης;
Κάμε τούτην την Χάριν της Ορθοδοξίας, όπου έμαθες, όπου εορτάζεις. Στολίσου πράξεις αγαθές, κάμε την αρετήν βάσιν της θεωρίας. Ανάβηθι εις την επίγνωσιν του Θεού, κατάβηθι εις το βάθος της ταπεινώσεως του Χριστού μέχρι θανάτου. Μη φθείρωμεν λοιπόν με τες κακές μας πράξεις την εικόνα του Θεού, μήπως και όταν έλθη ο καιρός του μυστικού γάμου, κρούοντες και ημείς την θύραν, μας αποκριθεί ο νυμφίος  ‘ουκ οίδα υμάς’, δεν σας γνωρίζω, επειδή αλλοιωμένην έχετε την εικόνα μου με τα κακά σας έργα. Αλλά ας στρέψωμεν εις μετάνοιαν δι’ εξομολογήσεως. Ας καθαρίσωμεν τους ρύπους από τες ψυχές μας, διά να μας γνωρίσει πρωτότυπον και αρχέτυπόν μας και να μας προσκαλέσει ως γνησίας εικόνας του, εις την αιώνιον βασιλείαν του».
Το δεύτερο χρέος μας είναι να διαφυλάξωμε τον θησαυρό της Ορθοδόξου πίστεως ως κόρην οφθαλμού, ανόθευτο και αναλλοίωτο από κάθε αιρετική διδασκαλία και πλάνη. Το καθήκον αυτό είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίο και επιτακτικό από κάθε άλλη φορά, διότι και σήμερα η Εκκλησία μας βάλλεται και πολεμείται από πολλές σύγχρονες αιρέσεις, μιά από τις οποίες, η πιό επικίνδυνη, είναι η παναίρεση του Οικουμενισμού, όπως την χαρακτήρισε μια μεγάλη οσιακή μορφή του περασμένου αιώνος, ο Σέρβος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. 
Η φοβερή αυτή αίρεση, προϊόν των συγχρόνων συγκρητιστικών τάσεων θρησκευτικής ενοποιήσεως της ανθρωπότητος, ανέπτυξε μέσα στους κόλπους της διάφορες αιρετικές θεωρίες, όπως η θεωρία των κλάδων, η θεωρία της βαπτισματικής ενότητος, η θεωρία των αδελφών Εκκλησιών, η θεωρία των δύο πνευμόνων, η θεωρία της μεταπατερικής θεολογίας κ.α., οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας  και με την διαχρονική πίστη της ότι μόνον αυτή αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία, όπως άλλωστε ομολογούμε στο σύμβολο της Πίστεως. 
Πέραν τούτου, μέσω μιάς άλλης θεωρίας, αυτής του δογματικού μινιμαλισμού, η ακρίβεια των δογματικών αληθειών της πίστεως, για τις οποίες, όπως αναφέραμε προηγουμένως, πολλούς αγώνες και θυσίες έκαναν οι άγιοι Πατέρες μας, σμικρύνεται, σχετικοποιείται και υποβιβάζεται. 
Η επιστροφή των αιρετικών ομολογιών του Παπισμού και Προτεσταντισμού στην Ορθόδοξη πίστη και αποστολική Παράδοση, δεν θεωρείται πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την ένωση των Εκκλησιών. 
Οι αγώνες των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μεγάλου Φωτίου, αγίου Μάρκου του Ευγενικού και άλλων, που αγωνίστηκαν εναντίον του Παπισμού, ακυρώνονται και αποδοκιμάζονται στην πράξη, τα αντιαιρετικά τους συγγράμματα με τα οποία κατέδειξαν τις πλάνες του Παπισμού, παραμερίζονται και υιοθετείται η καινοφανής αντίληψη, ότι οι δογματικές μας διαφορές προς αυτούς αποτελούν ποικιλλία διαφόρων παραδόσεων, ώστε να παύσουν να αποτελούν φραγμό προς την ένωση. 
Επιχειρείται έτσι μία  επιφανειακή επικοινωνιακού χαρακτήρος ενότητα, παρά τις τεράστιες δογματικές διαφορές, ώστε τελικά οι Παπικοί και οι Προτεστάντες να παρουσιάζονται ως αδελφές Εκκλησίες με Ορθόδοξη πίστη και έγκυρα μυστήρια. 
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως η πλάνη της αιρέσεως γίνεται σεβαστή, τοποθετείται δίπλα στην αλήθεια ως ισότιμη και ισόκυρη με αυτήν και τελικά αναμιγ- νύεται μ’ αυτήν σε μια άμικτη μίξη. Ποιά κοινωνία όμως μπορεί να υπάρξει μεταξύ αληθείας, που είναι φώς και ψεύδους, που είναι σκότος; «Τις κοινωνία φωτί προς σκότος;», επιβεβαιώνει ο απ. Παύλος (Β΄Κορ.6,14).
Προβάλλουν ως επιχείρημα οι Οικουμενιστές την αγάπη προς τους αιρετικούς και την εξ’ αυτής απορρέουσαν ανάγκη της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας και της μεταδόσεως του θησαυρού της πίστεώς της προς αυτούς. Η αγάπη όμως ποτέ δεν χωρίζεται από την αλήθεια, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να στραφεί εναντίον της. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αληθείας είναι επικίνδυνη παγίδα, που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από την σωτηρία. 
Όπως λέγει ο άγιος Ιω. ο Χρυσόστομος «ει που την ευσέβειαν  παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς».[3] 
Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας και μόνο ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής κ. Στέργιος Σάκκος[4]: «Δεν χωρίζεται η αγάπη από την αλήθεια. 
Ο διαχωρισμός τους, επί ζημία βεβαίως και των δύο, είναι των ημερών μας επίτευγμα. Είναι το κατόρθωμα του συγχρόνου διαχριστιανικού συγκρητισμού! Ποτέ άλλοτε η αγάπη δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πρόχειρα ανεύθυνα και ύπουλα εις βάρος της αλήθειας. 
Ποτέ στην ιστορία της Εκκλησίας δεν χρησιμοποιήθηκαν στις σχέσεις με τους αιρετικούς οι ανταλλαγές επισκέψεων και δώρων, οι εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οι εναγκαλισμοί και οι ασπασμοί με πλήρη, ή έστω, μερική παραθεώρηση της αλήθειας…
Ποτέ η αγάπη δεν κατήργησε, ούτε υποβίβασε το δόγμα. Ποτέ δεν παραμερίσθηκε η αλήθεια χάριν μιάς κατ’ επίφασιν ειρήνης. ‘Αν η ειρήνη περιορίζεται μόνο στα λόγια είναι καταγέλαστη’, γράφει ο Μ. Βασίλειος[5], ενώ ο ευαίσθητος και πραότατος Θεολόγος Γρηγόριος διαγγέλλει: «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού. Και διά τούτο τον πραύν μαχητήν οπλίζει το πνεύμα, ως καλώς πολεμείν δυνάμενον’»[6].
Το επιχείρημα λοιπόν της αγάπης, που κατά κόρον προβλήθηκε και διατυμπανίστηκε από τους Οικουμενιστές αποδείχθηκε πλάνη και θανάσιμη παγίδα. Τούτο φάνηκε και από το ίδιο το αποτέλεσμα των μέχρι τώρα γενομένων διαλόγων. Οι μέχρι τώρα γενόμενοι διάλογοι όχι μόνον δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως οδήγησαν αναπόφευκτα σε προϊούσα φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος, σε συμβιβασμούς και ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στο δόγμα και στην Εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία. 
Με πολύ επιπολαιότητα οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στους Διαχριστιανικούς Διαλόγους, ανώριμοι όντες πνευματικά και μη έχοντες αγιοπνευματικές εμπειρείες, άπλωναν γέφυρες, μικρές και ανεπαρκείς, για να γεφυρώσουν τεράστια χάσματα και να εκμηδενίσουν αποστάσεις και διαφορές, πολύ σημαντικές στο δόγμα και στο ήθος των Εκκλησιών. 
Παραθεώρησαν το γεγονός, ότι η αλήθεια με την αίρεση δεν έχουν ποσοτική διαφορά. Η αίρεση δεν έχει απλώς λιγότερη αλήθεια, ώστε με κάποια προσθήκη να γίνει κι αυτή Ορθοδοξία. Η αίρεση όσο μικρή και αν φαίνεται, είναι πλάνη, είναι σκοτάδι και αμαρτία και θάνατος. Ο πνευματικός θάνατος που προξενεί η αίρεση, δεν παίρνει βελτίωση να γίνει λιγότερο θάνατος και κατόπιν ζωή. 
Έτσι φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από Ορθοδόξους εκπροσώπους και πατριάρχες, αντορθόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ο αρχικός ενθουσιασμός για την δήθεν μαρτυρία της Ορθοδοξίας προς τους ετεροδόξους δυστυχώς κατέληξε στο θλιβερό φαινόμενο, μετά από 64 χρόνια διαλόγου με τους Προτεστάντες και 32 με τους Παπικούς, να συμμαρτυρούμε με την πλάνη και να αναγνωρίζουμε τους ετεροδόξους ως αδελφές Εκκλησίες, με έγκυρα μυστήρια αι αποστολική διαδοχή. Δηλαδή, αντί εμείς να τους οδηγήσουμε στην Ορθοδοξία, μας παρέσσυραν αυτοί στην αίρεση και την πλάνη.
Ο γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης, μεγάλη οσιακή μορφή των ημερών μας, του οποίου η αγιότης μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, φωτισμένος από την Χάρη του αγίου Πνεύματος, που είχε πλούσια μέσα του, διέκρινε την ολέθρια αυτή αίρεση του Οικουμενισμού και την καταπολέμησε με όλες του τις δυνάμεις, όπως μαρτυρεί ο βιογράφος του Γέρων Ιερομ. Ισαάκ. 
Κάποτε σε μια σύναξη μοναζουσών έλεγε τα εξής: «Οικουμενισμός και Κοινή Αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων».[7] Σε μια άλλη περίπτωση έλεγε: «Μου έκανε εντύπωση αυτό, που μου είπε ένας επίσκοπος από το Πατριαρχείο. 
Του είχα πεί: Μα τι κατάσταση είναι αυτή; Από τη μια ο Οικουμενισμός, από την άλλη ο Σιωνισμός, ο Σατανισμός…Σε λίγο θα προσκυνούμε τον διάβολο με τα δύο κέρατα αντί για τον δικέφαλο αετό. 
Σήμερα, μου λέγει, δύσκολα βρίσκεις επισκόπους σαν τον επίσκοπο Καισαρείας Παΐσιο τον Β΄. Ο Παΐσιος ο Β΄ τι έκανε; Πήγαινε στον Σουλτάνο για τα αιτήματά του με ένα σχοινί δεμένο στη μέση, αποφασισμένος δηλαδή να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι. Σαν να έλεγε στον Σουλτάνο: Μην ψάχνεις σχοινί και χασομεράς, άμα θέλεις να με κρεμάσεις, έτοιμο το έχω το σχοινί».[8] Η παρά πάνω μαρτυρία εμφανίζει τον Γέροντα να διαμαρτύρεται σε κάποιον πατριαρχικό επίσκοπο κατά της αιρέσεως του Οικουμενισμού και να παρουσιάζει τον Οικουμενισμό και τον Σιωνισμό ως τα δύο κέρατα του διαβόλου.
Το γεγονός ότι η φοβερή αυτή αίρεση εξακολουθεί όχι μόνον να υφίσταται, παρ’ όλο που πέρασαν 100 περίπου χρόνια από της εμφανίσεώς της, αλλά και να εξαπλούται επικίνδυνα όλο και περισσότερο, υπογραμμίζει το χρέος όλων μας, κλήρου και λαού, για την αποτελεσματική καταπολέμησή της. 
Όπως και άλλοτε έχουμε επισημάνει, είναι ανάγκη ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού να επαγρυπνεί και να διακρίνει τα «σημεία των καιρών» (Ματθ.16,3). Να μείνει ανυποχώρητος και ασυμβίβαστος στην υπεράσπιση της αληθείας, ανεπηρεάστος από το πνεύμα της χαλαρότητος, του εφησυχασμού και του ενδοτισμού, το οποίον κυριαρχεί σήμερα, ιδίως μεταξύ των εκκλησιαστικών μας ηγετών, εκτός από ελάχιστες επαινετές εξαιρέσεις. 
Να συνειδητοποιήσει και να ευαισθητοποιηθεί απέναντι στο σύγχρονο πολυκέφαλο θηρίο, την παναίρεση του Οικουμενισμού, που προετοιμάζει τον ερχομό της Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας του σατανά, και που με ύπουλο τρόπο έχει διεισδύσει στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας και την απειλεί θανάσιμα. 
Είναι ανάγκη πρό παντός, να ενεργοποιηθεί σ’ ένα δυναμικότερο αντιαιρετικό αγώνα και να απαιτήσει από την Ιεραρχία μας να ασχοληθή με την φοβερή αυτή αίρεση και να την καταδικάση Συνοδικά, να επισημάνει τους φορείς της και να τους καλέση σε μετάνοια. Σε περίπτωση δε αμετανοησίας να τους καθαιρέση. Τέλος να διακόψη τους μέχρι τώρα γενομένους ακάρπους και επιβλαβείς διαλόγους με τους ετεροδόξους.
Καλή Σαρακοστή και καλόν αγώνα πνευματικόν.


[1] Εις Ευτρόπιον Β΄, PG 51,397.
[2] Εις το «Ου θέλω υμάς αγνοείν αδελφοί…», PG 51,252.
[3] PG 60,611.
[4] Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 3 Ιουνίου 2011.
[5] Πατροφίλω επισκόπω της εν Αιγεαίς Εκκλησίας, Επιστολή ΣΝ, PG 32,932Α
[6] Λόγος Β΄ Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής 82, PG 35,488C.
[7] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τομ. Β΄, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 176
[8] Γέροντος Παϊσίου…,ο.π. σελ. 230-232

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΡΩΣΙΑ ΤΩΡΑ: ΠΟΛΛΟΙ ΛΟΓΟΙ ΝΑ ΜΗΝ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ.

20130320-234810.jpgΓια να μην ακούτε τον οχετό παραπληροφόρησης από τις στρατευμένες τηλεπερσόνες, αυτό είναι το κλίμα και οι αντικρουόμενες απόψεις στην Ρωσία για την θέση της απέναντι στην Κύπρο:
Οι αρνητικές απόψεις: Δεν θα υπήρχε καμμία πιθανότητα να εμπλακεί η Ρωσία στην Κυπριακή κρίση διότι:
- Η απόφαση του Eurogroup είναι υπέρ της Ρωσίας: Συμφέρει το Ρωσικό τραπεζικό σύστημα να αποδυναμωθεί το Κυπριακό. Επαναπατρισμός κεφαλαίων – έλεγχος.
- Συμφέρει να αυξηθεί η φορολογία στην Κύπρο. Η Ρωσία σε συνδυασμό με την ασφάλεια και την χαμηλή φορολογία θα έχει άμεσα οφέλη.
- Είναι αδιανόητο για μία χώρα εκτός Ευρωζώνης να παρέχει οποιαδήποτε διευκόλυνση σε μία χώρα εντός. Η Κύπρος δεσμεύεται από τις Ευρωπαϊκές συνθήκες την ίδια στιγμή που
οποιαδήποτε βοήθεια από την Ρωσία θα είχε ομολογιακό χαρακτήρα στο θέμα της δέσμευσης. Θα είχε δηλαδή την κατώτατη διασφάλιση.
- Δεν υπάρχει καμμία εμπιστοσύνη στο πολιτικό προσωπικό της Κύπρου σε επίπεδο ηγεσίας. Ο Αναστασιάδης θεωρείται αντίπαλος. Ο Σαρρής, έρμαιο συμφερόντων. Οι Ρώσοι του ξεκαθάρισαν εξ αρχης ότι δεν θεωρούν ικανή την δέσμευση του για οποιαδήποτε συμφωνία, ούτε καν της κυβέρνησης. Τον χρησιμοποιούν απλώς ως ταχυδρόμο με μειωμένο μάλιστα βαθμό αποκάλυψης των όποιων σχεδίων. Οι Ρώσοι δεν εμπιστεύονται ούτε τον Χριστόφια. Για την ακρίβεια έχουν τεράστιο πρόβλημα να κάνουν ανοιχτή συζήτηση, γνωρίζοντας ότι οι κεφαλές είναι έρμαια ανταγωνιστικών συμφερόντων.
ΟΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΟΙ ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ.
-Αποδοχή από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων σε βαθμό που η συμφωνία θα καθίσταται ως “συνταγματική δέσμευση”. Οποιαδήποτε συμφωνία που θα βασισθεί σε κυβερνητική πλειοψηφία, δεν θα γίνει αποδεκτή.
-Έξοδος από το Ευρώ, μεσοπρόθεσμα. Θα είναι η φυσική συνέπεια, έστω και αν δεν επιβληθεί εξ’ αρχής.
-Συνταγματική δέσμευση και για το θέμα των στρατιωικών διευκολύνσεων οποιασδήποτε μορφής. Η παρουσία και μόνον των Βρετανικών βάσεων είναι το μεγαλύτερο αγκάθι, όπως το έχει παρουσιάσει η Ρωσικη στρατιωτική ηγεσία για την οποιαδήποτε χρήση Κυπριακού χώρου για στρατιωτικούς σκοπούς. Αλίμονο εάν δεν γνωρίζουν οι αναλυτές τις τριβές μεταξύ Ρωσίας – Βρετανίας.
-Πλήρης συνεννόηση με το Ισραήλ και δέσμευση σεβασμού των συμφωνιών συνεκμετάλλευσης, ανοχή από τις ΗΠΑ. Αυτός είναι ο σκοπός των συναντήσεων Πούτιν – Νετανιάχου αμέσως μετά την επίσκεψη Ομπάμα. Δείτε την “βελούδινη” αλλαγή στάσης των Ισραηλινών έναντι της Συρίας.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ.
-Πολιτική απόφαση του Πούτιν για την ενέργεια και την γεωπολιτική. Με συνεκμετάλλευση κοιτασμάτων, η Ρωσία κυκλώνει ενεργειακά την κεντρική Ευρώπη, η οποία επιμένει να θέλει εκμετάλλευση των κοιτασμάτων με όρους “μνημονίου”, όπως επιχειρεί και στην Ελλάδα.
-Στρατιωτικά η Κύπρος έχει τεράστια σημασία για την Ρωσία. Είναι η μοναδική διέξοδος από τον σφιχτό εναγκαλισμό με χώρες του ΝΑΤΟ που συνιστά περικύκλωση χωρίς διέξοδο, από την στιγμή που το πάτημα της Συρίας είναι πλέον ασταθές.
Το Ισραήλ είναι μία καλή δικαιολογία για την στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας, εφ’ όσον συνηγορήσει ότι θα αποτελέσει μία επιπλέον εγγύηση της ασφάλειας του.
Ο κύριος λόγος λοιπόν της οποιασδήποτε βοήθειας είναι πρωτίστως γεωπολιτικός και στην συνέχεια ενεργειακός – οικονομικός.
Το ποιοτικό χαρακτηριστικό που δίνει βαρύτητα στο επιχείρημα είναι ακριβώς η φύση του Κυπριακού λαού που θεωρείται φυσικός σύμμαχος για τους Ρώσους. Δεν ξεχνούν όμως το φιάσκο με την Ελλάδα, που κοιμήθηκαν με Καραμανλή και ξύπνησαν με Παπανδρέου. Σερβιρισμένο από τον ίδιο λαό που θεωρούσαν σύμμαχο.
Αυτή είναι η κατάσταση μέχρι στιγμής. 

olympia

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Οπλα αντίστασης και επιβίωσης της ᾽Ορθοδοξίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

greek revol 1821
Γράφει ο Αστέριος Αργυρίου
Ομότιμος Καθηγητής - Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, στις 29 Μαΐου 1453,  σήμαινε την πλήρη και οριστική κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την υποταγή στους Μουσουλμάνους όλων των χριστιανικών λαών της Ανατολής, εκτός από τους Ρώσους. « Εάλω η Πόλις».
Η θλιβερή αυτή είδηση είχε ξαπλωθεί σαν φύσημα τρομερού ανέμου στα πέρατα της γης• και τα κύματα της θαλάσσας είχαν αποθέσει το θλιβερό μήνυμα σ᾽ όλα τα παράλια της Μεσογείου. Πράγματι, η αγγελία της Άλωσης είχε προκαλέσει βαθιά συγκίνηση σε όλους τους λαούς. Θεωρήθηκε σαν ένα κοσμογονικό γεγονός στο οποίο έπρεπε να δοθεί μια ερηνεία. Και οι ερμηνείες υπήρξαν όντως πολλές και αντιθετικές, τόσο από μέρους των ᾽Ορθοδόξων όσο και από μέρους των Λατίνων και των Τούρκων.
Οι ᾽Ορθόδοξοι παραδέχονταν οτι είχαν παραμελήσει τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και είχαν αμαρτήσει έναντι του Θεού.  Για το λόγο αυτό, ο Θεός είχε επεμβεί στον ρουν της Ιστορίας και είχε τιμωρήσει τους Βυζαντινούς.
Ωστόσο η θεία τιμωρία είχε στόχους παιδαγωγικούς. Ο Θεός επεδίωκε τη μετάνοια των πιστών του δούλων και την επιστροφή τους κοντά Του. Ο υπόδουλος ορθόδοξος λαός εκαλείτο λοιπόν να μετανοήσει και να επιστρέψει κοντά στο Θεό.
Τότε Αυτός θα επενέβαινε και πάλι στην Ιστορία για να απελευθερώσει τον περιούσιο λαό Του και να τον αποκαταστήσει και πάλι στην παλιά του δόξα.
Οι θεμελιώδεις αυτές ιδέες (αμαρτία, τιμωρία, μετάνοια, αποκατάσταση), που η χριστιανική θεολογία επρέσβευε ανέκαθεν, αποκτούν υπαρξιακή σημασία κάτω από τις νέες συνθήκες ζωής• υπαγορεύουν τη στάση, τη σκέψη και τη δράση τόσο του υπόδουλου λαού όσο και της ιθύνουσας τάξης.
Καθόλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι ιδέες αυτές θα αποτελέσουν το κέντρο, τον πυρήνα, της θρησκευτικής σκέψης και της πνευματικής ζωής των ορθοδόξων ραγιάδων, θα κατευθύνουν τη θρησκευτικότητα και την πνευματικότητα τόσο των ατόμων όσο και του συνόλου. ᾽
Επίσης θα βρεθούν στο επίκεντρο όλων των ιδεολογικών και εθνικοθρησκευτικών ρευμάτων και επαναστατικών κινημάτων. Και το σπουδαιότερο, θα βοηθήσουν τους διάφορους ορθόδοξους λαούς που
ζουν κάτω από τον τουρκικό ζυγό να αποκτήσουν σιγά σιγά τη συνείδηση ότι συνιστούν ένα έθνος, το έθνος των Ορθοδόξων, σε αντίθεση με το έθνος των Λατίνων και το έθνος των Τούρκων• ότι αποτελούν το γένος των ευσεβών έναντι του γένους των δυσεβών και του γένους των ασεβών• ότι είναι το γένος των πιστών σε αντίθεση με το γένος των αιρετικών και το γένος των απίστων.
Η ορθόδοξη αυτή συνείδηση γεννιέται, από τη μια μεριά στα πλαίσια της νέας εκκλησιαστικής και πολιτικοκοινωνικής οργάνωσης των ραγιάδων, από την άλλη μεριά κάτω από τις νέες θρησκευτικές και οικονομικές συνθήκες διαβίωσής τους.
Καλλιεργείται δε, τρέφεται, συντηρείται και δραστηριοποιείται χάρη στη λειτουργική ζωή, χάρη στη θρησκευτική και θύραθεν παιδεία, χάρη στην ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των διαφόρων τάξεων και λαών της υπόδουλης ᾽Ορθοδοξίας. Κι αυτά υπήρξαν ακριβώς τα όπλα με τα οποία οι ραγιάδες μπόρεσαν να αντισταθούν στις νέες αφόρητες συνθήκες ζωής, να αγωνιστούν ενάντια στους διάφορους εχθρούς, να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, την πίστη τους και την πολιτισμική τους ταυτότητα, να οδεύσουν προς την επανάκτηση της ελευθερίας τους.
Με αυτά τα όπλα αντίστασης και διαβίωσης των ραγιάδων θα ήθελα να ασχοληθώ εδώ.

Το ισλαμικό δίκαιο αναγνώριζε στις μη μουσουλμανικές κοινότητες της επικυριαρχίας του το δικαίωμα να ασκούν τη θρησκεία τους, πάντοτε όμως κάτω από συνθήκες περιοριστικές και ταπεινωτικές. Τους αναγνώριζε επίσης το δικαίωμα να διατηρούν την παλιά τους οργάνωση σε ο,τι αφορούσε το εκκλησιαστικό και το ιδιωτικό δίκαιο. Κι εφόσον δεν υπήρχε πια χριστιανική πολιτική εξουσία, η Εκκλησία βρέθηκε ξαφνικά επικεφαλής όλων των υπόδουλων χριστιανών και όλης της εσωτερικής τους οργάνωσης.
Έτσι, αμέσως μετά την Άλωση, ο Μωάμεθ ο Πορθητής ανακήρυξε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως millet-bachi, δηλαδή αρχηγό, θρησκευτικό και πολιτικό, όλων των χριστιανών της Αυτοκρατορίας, μέσα βέβαια στα στενώς καθορισμένα όρια του ισλαμικού Δικαίου.  Οντας όμως υπεύθυνος έναντι της Υψηλής Πύλης όλων των κινήσεων και πράξεων των χριστιανών της ᾽Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο πατριάρχης αναδεικνύεται πολύ νωρίς ως ο ηγέτης τους και ως το σύμβουλο ενότητας όλων των Ορθοδόξων, όποια κι αν ήταν η εθνική, πολιτισμική και γλωσσική τους καταγωγή• είχε γίνει ο ηγέτης του γένους των ᾽Ορθοδόξων, ο εθνάρχης τους.
᾽Από την άλλη μεριά, διατηρώντας την εκκλησιαστική της νομοθεσία και τη βυζαντινή κοινοτική οργάνωση, η ορθόδοξη Εκκλησία κατόρθωσε να οργανώσει ένα τεράστιο δίκτυο θρησκευτικών, διοικητικών και νομικών Υπηρεσιών όλων των βαθμών, πατριαρχικών, μητροπολιτικών, ενοριακών. Με τη συναίνεση των τουρκικών Αρχών η εν αγνοία τους, η Εκκλησία κατόρθωσε να οργανωθεί έτσι ώστε να αποτελεί ένα πραγματικό κράτος εν κράτει. Την εκκλησιαστική οργάνωση συμπλήρωνε και στήριζε η οργάνωση των δήμων και των συντεχνιών, που η αδιαφορία των Τούρκων από τη μια μεριά, ο πολυμήχανος νους των Ελλήνων από την άλλη, συνέτειναν στο να αναδείξουν σε μια μεγάλης ολκής πολιτικοοικονομική δύναμη. Τέλος, δίπλα από την εκκλησιαστική, την κοινοτική και την συντεχνιακή οργάνωση των ραγιάδων στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, αναπτυσσόταν και ευδοκιμούσε η οργάνωση των ορθοδόξων Κοινοτήτων, ελληνικών πρωτίστως, του ᾽Εξωτερικού.
Της ᾽Ιταλίας πρώτα, της υπόλοιπης Ευρώπης στη συνέχεια, της Μολδοβαλαχίας και της Ρωσίας τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας. Κύριο μέλημα της ᾽Εκκλησίας ήταν να προστατεύει τους πιστούς οσο
καλύτερα μπορούσε από τις αυθαιρησίες των κατακτητών και να τους κάνει να αισθάνονται στους κόλπους της ενωμένοι και αλληλέγγυοι. ᾽Από τη δική της πλευρά, η Κοινοτική και συντεχνιακή οργάνωση φρόντιζε να απαλύνει κάπως τη ζωή των ραγιάδων από τα πολλά και αυθαίρετα δοσίματα, να καλλιεργεί ένα πνεύμα δικαιοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ τους, να εξουδετερώνει πολλές από τις παγίδες του εξισλαμισμού, να διατηρεί άγρυπνη την εθνική συνείδηση των σκλαβωμένων λαών, να οργανώνει και να ενισχύει όλα τα επαναστατικά κινήματα, να προπαρασκευάζει τις καρδιές και τα πνεύματα για τον ύστατο
αγώνα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.
Τέλος, η προσφορά των Κοινοτήτων του ᾽Εξωτερικού στη συνοχή και τη διατήρηση της εθνικοθρησκευτικής συνείδησης των ραγιάδων υπήρξε τετράστια. Περιμάζευαν και φιλοξενούσαν τους φυγάδες, τους βοηθούσαν στην επαγγελματική και οικονομκή τους αποκατάσταση, άνοιγαν σχολεία και καλλιεργούσαν την ορθόδοξη παιδεία στους κόλπους των ίδιων των Κοινοτήτων• φρόντιζαν και προστάτευαν τους ραγιάδες που μετέβαιναν στη Δύση για σπουδές, ίδρυαν εκδοτικούς οίκους, συνέθεταν συγγράμματα, εξέδιδαν και διέθεταν δωρεάν εκατοντάδες βιβλία σε χιλιάδες αντίτυπα για τις λειτουργικές τις πνευματικές και τις εκπαιδευτικές ανάγκες των συμπατριωτών τους που στέναζαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Οι τρεις αυτοί οργανωμένοι φορείς, η ᾽Εκκλησία, η Κοινοτική και συντεχνιακή οργάνωση στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και οι ορθόδοξες παροικιακές Κοινότητες έξω από τα όρια της ᾽Οθωμανικής Κυριαρχίας, υπήρξαν τα πρώτα, τα ισχυρότερα και τα αποτελεσματικότερα όπλα με τα οποία οι υπόδουλοι στους Τούρκους ορθόδοξοι λαοί είχαν πετύχει να αποφύγουν τη συλλογική αυτοκτονία και την πλήρη εξαφάνισή τους ως γένος των ᾽Ορθοδόξων.
Τα όπλα με τα οποία αγωνίστηκαν για τη διαβίωσή τους, υπερασπίστηκαν τα πολυτιμότερα άγαθά τους -την πίστη τους, τη γλώσσα τους και την πολιτισμική τους παράδοση-, προετοίμασαν τον δύσκολο και
ανηφορικό δρόμο που θα τους οδηγούσε στην επανάκτηση της ελευθερίας τους.
Ολα αυτά βέβαια είχαν το τίμημά τους, που ήταν βαρύ και ακριβό. Για να περιοριστώ μόνο στο τίμημα που πλήρωσε η ιθύνουσα τάξη :  Ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης ήταν ο πιο εκτεθεμένος στην αυθαιρεσία της τουρκικής εξουσίας, στην απληστία των ανθρώπων, στις ατομικές φιλοδοξίες, στα συμφέροντα διαφόρων ομάδων και κυκλωμάτων. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1453-1821), ο οικουμενικός θρόνος άλλαξε 130 φορές τιτουλάριο, πράγμα που σημαίνει πως κάθε πατριαρχεία διήρκησε κατά μέσον όρο λιγότερο από τρία χρόνια. 77 πατριάρχες κατέλαβαν το θρόνο, πράγμα που
δείχνει πως ο κάθε πατριάρχης διώχτηκε από τον θρόνο του τουλάχιστο μια φορά• πέντε φορές ο Κύριλλος Λούκαρης, τρεις ο  Ιερεμίας Β´. 
Αλλωστε, ελάχιστοι είναι οι πατριάχες που πέθαναν στο θρόνο τους από θάνατο φυσιολογικό• συνήθως πέθαιναν στη φυλακή η στην εξορία.  Εξι πατριάρχες καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι μεν κρεμάστηκαν, οι δε ρίχτηκαν στη θάλασσα. Το ίδιο συνέβαινε και με την πολιτική ιθύνουσα τάξη. ᾽Από το 1701 ως το 1821, από τους 24 δραγομάνους του στόλου, οι δέκα θανατώθηκαν.
᾽Από τους 29 ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας οκτώ εκτελέστηκαν και οι άλλοι πέθαναν στη φυλακή η στην εξορία. Γενικά, από τους 59 Φαναριώτες που είχαν καταλάβει υψηλές διοικητικές θέσεις, οι είκοσι γνώρισαν θάνατο οικτρό, χωρίς να μιλήσουμε για τη δήμευση της περιουσίας όλων αυτών και των οικογενειών τους. Οι στατιστικές λείπουν για τις κατώτερες ιθύνουσες τάξεις.
Θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως κάτι ανάλογο συνέβαινε με όλους σχεδόν τους ιεράρχες και ιερείς, με όλους σχεδόν τους προύχοντες και δημογέροντες, με όλους τους γραμματείς και υποστέλνικους. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τίποτα δεν ήταν ευτελέστερο από τη ζωή του ραγιά, τίποτα δεν ήταν πιο εφήμερο από την υλική ευμάρεια και το αξίωμα ενός γκιαούρι.
Ολα αυτά δείχνουν πόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες ζωής των ραγιάδων. Κατά τη διάρκεια των πέντε αιώνων της Τουρκοκρατίας, (από την κατάκτηση των βαλκανικών εδαφών, στον ΙΔ´και ΙΕ´ αιώνα, ως την ίδρυση των πρώτων ελευθέρων βαλκανικών Κρατών, στις αρχές του ΙΘ´αιώνα,) οι ορθόδοξοι λαοί του εξαφανισθέντος Βυζαντίου ζούσαν κάτω από άθλιες υλικές, πνευματικές και θρησκευτικές συνθήκες. Οι φόροι που καλούνταν να πληρώνουν στο σουλτάνο γίνονταν όλο και πιο δυσβάστακτοι.
Οι γόνιμες γαίες ανήκαν στον κατακτητή και η υλική μιζέρια, ατομική, οικογενειακή και κοινωνική, είχε σφραγίσει με την τραγικότητά της τη ζωή όλων των ραγιάδων. Η σκληρότητα των Τούρκων, η απληστία και οι παντός είδους καταχρήσεις τους ήταν πηγή συνεχών και απάνθρωπων ταπεινώσεων. Σε κάθε στιγμή ο χριστιανός κινδύνευε να στερηθεί τα λίγα υπάρχοντά του, να αποκοπεί από την οικογένειά του, να
χάσει τη ζωή του.
Οι νεαρές γυναίκες και τα ανύπαντρα κορίτσια αρπάζονταν από τις εστίες τους και κλείνονταν βίαια στα χαρέμια. Τα αγόρια, φυσικά και διανοητικά τα πιο εύρωστα, τα αποσπούσαν από τους γονείς τους, τα
εξισλάμιζαν και τα εκπαίδευαν να γίνουν τα μεν γενίτσαροι, τα δε τσουχλάνια, υπάλληλοι δηλαδή του σεραγιού.
᾽Από την άλλη μεριά, οι πιο ευρύχωρες και οι πιο εύμορφες εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Κι ενώ το μουσουλμανικό δίκαιο επέτρεπε στους μη μουσουλμάνους κατοίκους της Αυτοκρατορίας να επιτελούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα, οι περιοριστικοί όροι ήταν πολλοί και ταπεινωτικοί. Για λόγους λοιπόν ασφάλειας, οι χριστιανοί είχαν συνηθίσει να συχνάζουν στα υπαίθρια εξωκκλήσια και μοναστήρια.
Η κάθε μεγάλη γιορτή αποτελούσε πρόσχημα για φυγή προς τις ερημωμένες η τις απόκρημνες υπαίθριες περιοχές. Εκεί οι λατρευτικές πράξεις ετελούντο πιο έλεύθερα, σε ατμόσφαιρα μεγαλύτερης
ασφάλειας. Στα απόμακρα αυτά μέρη, οι χριστιανοί είχαν το συναίσθημα ότι ήταν πιο ελεύθεροι και πιο αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Έτσι ο χώρος λατρείας γινόταν γι᾽ αυτούς σύμβολο ενότητας, τόπος προνομιούχος, όπου ο άνεμος της ελευθερίας μπορούσε να φυσήξει και να ενδυναμώσει τις αποκαμωμένες καρδιές. Δεν είναι τυχαίο το ότι η εθνικοθρησκευτική παράδοση τοποθετεί στη Μονή της  Αγίας Λαύρας, ανήμερα της γιορτής του Ευαγγελισμού, τη συνάθροιση των καπετανέων της Πελοποννήσου και την απόφασή τους να πολεμήσουν άχρι θανάτου «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».
Η θρησκευτική ζωή είχε πάρει ένα χαρακτήρα ιδιαίτερα λειτουργικό. Σημαδευόταν από τον ρυθμό και τον κύκλο των ετήσιων γιορτών, των προσκυνημάτων, των νηστειών και των τεσσαρακοστών. Οι ολιγάριθμοι ιερείς ήταν συνήθως αμόρφωτοι και άξεστοι. Έχοντας να αντιμετωπίσουν τις ίδιες με το ποίμνιό τους υλικές αντιξοότητες, δεν τους ξεχώριζαν απ᾽ αυτούς παρά τα μακριά τους γένια και το μαύρο ράσο, που ο κατακτητής τους είχε επιβάλει.
Στις πιο απόκληρες μάλιστα περιοχές συνέβαινε οι άνθρωποι να γεννηθούν, να ζήσουν τη ζωή τους και να πεθάνουν χωρίς ν᾽ ακούσουν ποτέ ένα μορφωμένο κληρικό να τους κηρύττει το λόγο του Θεού. Οι τοίχοι των εκκλησιών ήταν γεμάτοι εικόνες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, μα οι πιστοί αγνοούσαν τους βίους των αγίων που τους περικύκλωναν και πολύ σπάνια βρισκόταν ο κληρικός που ήξερε να τους εξηγήσει το νόημα των λειτουργικών ύμνων και των βιβλικών αναγνωσμάτων των διαφόρων ακολουθιών. Τι μπορούσε λοιπόν να αναχαιτίσει τη λαίλαπα των εξισλαμισμών, ατομικών και ομαδικών ;
᾽Εξάλλου, κίνδυνος εκλατινισμού δεν ήταν μικρότερος. ᾽Από την εν Τριδένδω Σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής ᾽Εκκλησίας (1545-1564) και ύστερα ιδιαίτερα, πλήθος λατίνων μισσιοναρίων είχαν κατακλύσει όλες τις περιοχές της ᾽Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τη μόρφωσή τους, με τα προπαγανδιστικά βιβλία που διένεμαν δωρεάν, με τα κήρυγματά τους, τα σχολεία τους, τα νοσοκομεία τους, με τον ζήλο τους για τη διάδοση του ρωμαιοκαθολικού δόγματος, παρέσυραν στην πίστη των Λατίνων και στον Παπισμό μεγάλο αριθμό ορθοδόξων, σ᾽ όλες τις ορθόδοξες περιοχές, σ᾽ όλους τους ορθόδοξους λαούς.
Περί τα 1720, ο ᾽Αναστάσιος Γόρδιος περιγράφει, με καταπληκτική γλαφυρότητα και ζωντάνια την κατάσταση αυτή : «Λογίασε, γράφει, πως ευρικόμεθα ημείς, οι της ᾽Ανατολικής ᾽Εκκλησίας ορθόδοξοι, ωσάν να είμεσθεν ανάμεσα εις δύο συγνεφίας. Και από το μέρος της Μεσημβρίας και της ᾽Ανατολής να είναι ένα μεγάλο σύγνεφον, μαύρον και σκοτεινόν ωσάν το ψηλαφητόν εκείνο σκότος της Αιγύπτου, η παντελής ασέβεια του Μωάμεθ, οπού επερίλαβε και εσκέπασε σχεδόν τα τρία μερτικά της γης και τα εζόφοσεν τελείως με την εσχάτην ασέβειαν. ᾽Από δε το μέρος της Δύσεως να είναι ένα άλλο μεγάλο σύγνεφον,… σκοτεινόν και αυτό και ζοφώδες, έχον μέντοι και ολίγην διαύγειαν πάνυ ομιχλώδη, πολύ το πλάνον εμφερομένην.
Αύτη εστίν η των Λατείνων δοκούσα και ονομαζομένη χριστιανοσύνη, εμπεπλησμένη δε ούσα πάσης αιρέσεως και καινοτομίας και μίγμα πασών των πάλαι αιρέσεων». Η γνώμη αυτή του διδασκάλου του Γένους και λαϊκού ιεροκήρυκα ᾽Αναστασίου του Γορδίου, εκφράζει το συναίσθημα της μεγάλης πλειονότητας των ραγιάδων.
Οι ορθόδοξοι λαοί είχαν την αίσθηση ότι ζουν ανάμεσα σε δυό εχθρούς που παρουσίαζαν τον ίδιο κίνδυνο για την ακεραιότητα της πίστης τους και της ᾽Ορθοδοξίας. Για το λόγο αυτό, η θρησκευτική μόρφωση και η παιδεία του ποιμνίου της απέβαινε για την ᾽Εκκλησία καθήκον επτακτικό, ανάγκη πρωταρχική. Σε μια πρώτη περίοδο ιδιαίτερα, που είχε διαρκέσει έναν περίπου αιώνα (1453-1550), η κατάπτωση της θρησκευτικής και ηθικής ζωής, είχε εγγίσει το κατώτατο όριο, επειδή ακριβώς έλειπε και η πιο στοιχειώδης παιδεία.
Όμως στην εικοσαετία του 1530-1550, ο ορθόδοξος κόσμος θα γευτεί τα πρώτα αγαθά αποτελέσματα των προσπαθειών μιας πλειάδας ιερομονάχων, οι οποίοι, άφού μορφώθηκαν μόνοι τους στα μοναστήρια της μετανοίας τους, περιέρχονται τώρα τις διάφορες περιοχές της υπόδουλης ᾽Ορθοδοξίας με μια διπλή αποστολή, την αποστολή του περιοδεύοντος ιερέα και την αποστολή του περιοδεύοντος διδασκάλου.
Επισκεπτόμενοι πρωτίστως τις περιοχές εκείνες όπου η έλλειψη των ιερέων ήταν η μεγαλύτερη, φρόντιζαν να λειτουργήσουν τους πιστούς, να τους εξομολογήσουν, να τους μεταλάβουν, να ενδυναμώσουν
την πίστη τους. ᾽Επίσης να βαφτίσουν τα παιδιά που έμειναν πολλά χρόνια αβάπτιστα, να τελέσουν το μυστήριο του γάμου σε ζευγάρια που περίμεναν τη διέλευση από τα μέρη τους κάποιου ιερέα για να ευλογήσει την ένωσή τους, να ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία πάνω στον τάφο ενός χριστιανού μήνες η και χρόνια μετά τον ενταφιασμό του.
Στα μεγάλα ορεινά χωριά η στα νησιά με πολυάριθμο ορθόδοξο πληθυσμό, οι περιοδεύοντες ιεροδιδάσκαλοι έμειναν ένα κάποιο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μάζευαν τότε τους άνδρες που το επιθυμούσαν και τους μάθαιναν τα κολυβογράμματα. Τους μάθαιναν δηλαδή γραφή και ανάγνωση. Τους μάθαιναν να διαβάζουν και να ψέλνουν τα εκκλησιαστικά βιβλία, ώστε να γίνουν ψάλτες και ιερείς. Τους μάθαιναν επίσης να διαβάζουν και να γράφουν τους αριθμούς, τους μάθαιναν λίγη αριθμητική, ώστε να μπορούν να γράφουν και να κρατούν πάντα ενήμερα τα τεφτέρια της ενοριακής Κοινότητας που ο κατακτητής τους επέβαλλε να διατηρούν για το παιδομάζωμα και τους παντός είδους φόρους και τα χαράτσια.
Αυτοί λοιπόν οι περιοδεύοντες ιερομόναχοι θα σταθούν οι πρώτοι εργάτες της θρησκευτικής και παιδευτικής ανάτασης του υπόδουλου ελληνικού λαού. Κι έτσι άρχισαν να λειτουργούν τα πρώτα σχολεία. Σπάνια στην αρχή και στοιχειώδη.  Οσο όμως βελτιωνόταν η οργάνωση των ραγιάδων γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τόσο τα σχολεία γίνονται περισσότερα και υψηλότερου επιπέδου.
Το κήρυγμα και η διάδοση του θρησκευτικού βιβλίου θα ακολουθήσουν την ανάπτυξη του θεσμού των σχολείων. Οι εγγράμματοι ενοριακοί ιερείς, που πληθαίνουν ολο και περισσότερο, αναλαμβάνουν το
διδακτικό έργο των σχολείων. Αρχίζουν τότε να εμφανίζονται και να αναπτύσσονται διάφορα κινήματα πνευματικής και ηθικής αναγέννησης, το ένα πιο πλούσιο και πιο σημαντικό από το άλλο. Το σύστημα των περιοδευόντων ιεροδιδασκάλων θα συνεχιστεί.  Ο Θεοφάνης ᾽Ελεαβούλκος, ο Παχώμιος Ρουσάνος, ο Μάξιμος ο Γραικός και μερικοί άλλοι, είναι από τους πρώτους. 
Ο ᾽Αναστάσιος Γόρδιος θα έρθει αργότερα. Κι ακόμα πιο αργά ο Ζαχαρίας από τη Ζαγορά Πηλίου.  Ο Κοσμάς ο Αιτωλός θα εργαστεί μόνο σαν περιοδεύων ιερεύς και ιεροκήρυκας. Δε θα πάψει όμως να συμβουλεύει : «- Εχετε σχολείον εδώ εις την χώραν σας να διαβάζουν τα παιδιά ; - Δεν έχουμε, άγιε του Θεού. – Να μαζευτείτε όλοι να κάμετε ένα σχολείον καλόν, … διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Θεός…, διότι χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος• από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον.  Αν δεν ήτο σχολείον, που ήθελα μάθει εγώ να σας διδάσκω ;».
Θα τους συμβουλέψει ακόμα, σε περίπτωση που έχουν δυό εκκλησιές, τη μια να τη μετατρέψουν σε σχολείο. Και θα γράψει στον αδελφό του Χρύσανθο, διδάσκαλο στη σχολή της Πάτμου, ότι με τη βοήθεια του Θεού περιόδευσε περί τις τριάντα επαρχίες• ότι κατόρθωσε να πείσει τους ανθρώπους να ιδρύσουν περί τα 10 ελληνικά σχολεία και εκατό περίπου από τα λεγόμενα κοινά σχολεία.
Η θρησκευτική, ηθική και πνευματική καλλιέργεια βρίσκεται πάντα σε άμεση, σε αποκλειστική σχεδόν, εξάρτηση από το επίπεδο της παιδείας, τον αριθμό και την ποιότητα των σχολείων. Πράγματι, μια έστω και επί τροχάδην εξέταση του θέματος αυτού μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στις τέσσερις περιόδους της ιστορίας της ελληνικής παιδείας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας (1453-1530, 1530-1630, 1630-1750, 1750-1820) αντιστοιχούν ισάριθμες περίοδοι θρησκευτικής και πνευματικής ανάτασης και καλλιέγειας.
Γιαυτό και η ᾽Εκκλησία είχε πάντα σαν κύριο μέλημά της την ίδρυση και την ομαλή λειτουργία των σχολείων καθώς και τη μόρφωση των διδασκάλων και το περιεχόμενο των διδακτικών προγραμμάτων.  Ο χρόνος που διαθέτουμε δεν μας επιτρέπει βέβαια να μιλήσουμε για ολα αυτά. Δεν θα ασχοληθούμε λοιπόν εδώ με την ιστορία της παιδείας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, τις διάφορες φάσεις της εξέλιξής της, τα σχολεία, τους τρόπους λειτουργίας τους, τους διδασκάλους, τα εκάστοτε προγράμματα. Η παιδεία θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα μιας άλλης πολύ ενδιαφέρουσας ομιλίας. Θα σταθώ όμως
λίγο εδώ για να τονίσω ιδιαίτερα δυό σπουδαία αλλά και επίμαχα σημεία. Το πρώτο είναι το περίφημο «κρυφό σχολειό». Το άλλο αφορά στη διδακταία ύλη στα σχολείων της κατώτερης βαθμίδας, τα κοινά λεγόμενα σχολεία.
Κρυφά σχολεία δεν υπήρξαν βέβαια ποτέ, υπό την έννοια ότι οι Οθωμανικές αρχές απαγόρευαν τη λειτουργία των σχολείων σε ορισμένες κατηγορίες των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Γύρω στα 1550 μια πρώτη φορά, στα 1593 μια δεύτη φορά, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλης, με ομόφωνη απόφασή της, παρότρυνε τους ιεράρχες να φροντίζουν για τη λειτουργία ενός τουλάχιστον σχολείου στην κάθε επαρχία, ώστε να μορφώνονται εκεί οι ιερείς και οι ψάλτες της Μητρόπολής τους.  Οσο για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, δεν έπαψε σχεδόν ποτέ να λειτουργεί και να εκπαιδεύει τα ανώτερα στελέχη της
᾽Εκκλησίας. 
Ωστόσο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μαθητές των σχολείων αυτών δεν ήταν ποτέ, για λόγους ευνόητους, μικρά, αμούστακα .παιδιά . τάσχολεία δεν λειτουργούσαν ποτέ, για ευνόητους επίσης λόγους, τις εργάσιμες ώρες, ούτε έξω από τους χώρους της εκκλησίας, όπου η οποιαδήποτε σύναξη ήταν απαγορευμένη.  Ο δάσκαλος ήταν πάντα παπάς η καλόγηρος, ο μόνος που ήξερε να διαβάζει και να γράφει, ο μόνος επίσης που είχε το δικαίωμα να συνάζει γύρω του τους πιστούς.  Υπὸ την έννοια αυτή, όλα τα κοινά σχολεία που λειτούργησαν ως τα 1750 τουλάχιστο, μπορούμε να τα ονομάσουμε κρυφά σχολεία, γιατί λειτουργούσαν αποκλειστικά μέσα στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, σε απόσταση από το βλέμμα του Κατακτητή• στόχευαν δε πάνω απ᾽ όλα στην κατάρτιση στελεχών για την ᾽Εκκλησία.
Για πίνακα χρησιμοποιούσαν το κασόνι με την άμμο που στις ακολουθίες, εκεί στο νάρθηκα, χρησίμευε για μανουάλι. Όσο για τα βιβλία, η κάθε εκκλησία φρόντιζε να κατέχει, για τις λειτουργικές της ανάγκες, χειρόγραφο η έντυπο, ένα οκταήχι, ένα ψαλτήρι, ένα ευαγγελιστάρι, έναν απόστολο. Αυτά λοιπόν τα λειτουργικά βιβλία χρησίμευαν και ως βιβλία σχολικά. Πάνω σ᾽ αυτά μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν, μάθαιναν τη γραμματική και τη σύνταξη, ώσπου να τυπωθούν, αργότερα, τα πρώτα σχολικά εγχειρίδια.  Ο δάσκαλος ήταν ένας παπάς η ένας καλόγερος, πάντα ως τα 1750 τουλάχιστον. Στα κοινά λεγόμενα
σχολεία, η μόρφωσή του δάσκαλου ήταν πολύ περιορισμένη.
Σπάνια καταλάβαινε τη γλώσσα που μάθαινε να διαβάζουν και να ψέλνουν οι μαθητές του. Κι όταν αποτολμούσε να τους δίδάξει και λίγη ιστορία, οι εποχές και οι τόποι συγχέονταν. Μέσα στη σύγχυση, η μάλλον στον συγκερασμό, στην ώσμωση αυτή, ο,τι ήταν χριστιανικό γινόταν και ελληνικό και τανάπαλιν. ᾽Εκεί, ο σχεδόν αμόρφωτος παπάς η καλόγερος δίδασκε στους μαθητές του την ιστορία του  Ελληνισμοῦ και της ᾽Ορθοδοξίας σε μια συνεχή και αδιάσπαστη ενότητα. 
Ετσι ο Σωκράτης και ο Μιλτιάδης γίνονταν ορθόδοξοι, όπως ο άγιος ᾽Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο άγιος Γεώργιος ήταν  Ελληνες. Τότε άρχισαν να ζωγραφίζονται (να ιστορούνται) στους τείχους των εκκλησιών, στους νάρθηκες όπου λειτουργούσε το σχολείο, η μορφή του Πλάτωνα, του ᾽Αριστοτέλη, του Σωκράτη, του Λυκούργου, του Μιλτιάδη, με φωτοστέφανο, δίπλα από τις πανομοιότυπες εικόνες των αγίων και των μαρτύρων. «Στον κάμπο του Μαραθώνα έγινε μια φορά μεγάλη μάχη, διηγιέταν ο δάσκαλος.
Τούρκοι πολλοί με άρμενα πολλά ήρθαν να σκλαβώσουν τη χώρα».  Η ᾽Αχιλληίδα, το αξιολογότατο αυτό ιπποτικό ποίημα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, μεταπλάθει τον ομηρικό ᾽Αχιλλέα σε ήρωα χριστιανό της εποχής των Σταυροφοριών. Στη Φυλλάδα του Μέγα ᾽Αλέξανδρου, ο θρυλικός ήρωας της αρχαιότητας μεταπλάθεται σε μορφή ορθόδοξου έλληνα ήρωα, στολίζεται με όλες τις ελληνοχριστιανικές αρετές και αναδεικνύεται σε γενναίο υπέρμαχο του Θεού των Χριστιανών ενάντια στους Τούρκους-᾽Αγαρηνούς που αντικαθιστούν τους Πέρσες. 
Η ώσμωση αυτή, που είχε ίσως αλλού τις βαθιές υποσυνείδητες ρίζες της, επιτελέστηκε και λειτουρούσε τώρα εξαιτίας κυρίως της αμάθειας η της ημιμάθειας των διδασκάλων της εποχής.
Υστερ᾽ από τη μακροσκελή αλλά αναγκαία αυτή παρέκκληση, επανέρχομαι στις συνθήκες της υλικής, πνευματικής και ηθικής ζωής που ήταν, όπως είδαμε, άθλιες και εξευτελιστικές. Οι υπόδουλοι χριστιανοί που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από αυτές, είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ένα από τα δυό : η να αποδημήσουν η να ασπασθούν τη μουσουλμανική θρησκεία.
Οι εξισλαμισμοί, οι ομαδικοί εξισλαμισμοί ιδιαίτερα, υπήρξαν ένα κοινωνικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό φαινόμενο μεγίστης σημασίας. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τους εκλατινισμούς στις φραγκοκρατούμενες περιοχές η εξαιτίας της δράσης των λατίνων μισσιοναρίων στους κόλπους της τουρκοκρατούμενης ᾽Ορθοδοξίας. Οι δυό αυτοί κίνδυνοι στέκονταν σαν τα δυό Θηρία της ᾽Αποκάλυψης. Και η ᾽Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία «απόμεινε να ευρίσκεται ανάμεσα εις δύο φωλεούς δρακόντων. Και να ευγαίνη πότε το ένα θηρίον να αρπάξη, πότε να ευγαίνη το άλλο θηρίον να αρπάξη από το άλλο μέρος. Και
εκείνο το πρόβατον οπού θέλει να φύγη από το στόμα του ενός, να πίπτη εις του άλλου. 
Αρπάζοντας πότε το ένα θηρίον πότε το άλλον, να απομείνη εντελώς ολίγη εκείνη η ποίμνη…». Για να προστατέψει λοιπόν τα πρόβατά της από τον διπλό αυτό κίνδυνο, από τα δυό θηρία, όπως τα περιγράφει ο
᾽Αναστάσιος Γόρδιος, η ᾽Εκκλησία χρησιμποιούσε την τριπλή οργάνωση των ραγιάδων, που, όπως είδαμε παραπάνω, ήταν γι᾽ αυτήν το πρώτο όπλο, ένα όπλο ισχυρό και αποτελεσματικό. Χρησιμοποιούσε επίσης τον πιο μεγάλο πλούτο που διέθετε και που ήταν η λατρευτική ζωή και η Παράδοση• Καλούσε τους πιστούς σε μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη προσκόλληση στις εξωτερικές εκδηλώσεις της λατρείας, όπως η νηστεία, η ευλάβεια των αγίων και η προσκύνηση των εικόνων, τα θαυματουργά προσκυνήματα. Φρόντιζε ακόμα και για την παιδεία των ραγιάδων με την αμέριστη και συνεχή φροντίδα της για τα
σχολεία, γιατί ακριβώς πίστευε στη δύναμη της παιδείας ως όπλο αποφασιστικό ενάντια στους κινδύνους εξαφανισμού της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των υπόδουλων λαών.
Σαν κύριο μέλημά της η ᾽Εκκλησία είχε βέβαια τη θρησκευτική και πνευματική μόρφωση των πιστών.  Ομως το θείο κήρυγμα, όταν υπήρχε, περιοριζόταν στο να ζητά από τον ραγιά να αποφεύγει την αμαρτία, να τηρεί τις εντολές του Θεού και να μένει πιστός, «πιστός άχρι θανάτου», στην πατροπαράδοτη πίστη του, δηλαδή στην ορθόδοξη Παράδοση.  Η Εκκλησία μπορούσε βέβαια να κηρύσσει ελεύθερα κατά του παπισμού και της λατινικής αίρεσης. 
Ωστόσο ούτε οι πιστοί ούτε οι ποιμένες τους κατείχαν την απαιτούμενη παιδεία. Μόνο οι λόγιοι έγραφαν δοκίμια κατά των Λατίνων που στην ουσία μόνο αυτοί διάβαζαν.  Η θέση της ᾽Εκκλησίας έναντι του ᾽Ισλάμ ήταν ακόμα πιο λεπτή.  Οχι μόνο ο έλεγχος αλλά και η δημόσια αμφισβήτηση της μουσουλμανικής θρησκείας, του ιερού της βιβλίου και του προφήτη της οδηγούσαν τον ένοχο και σ᾽ αυτήν ακόμα την ποινή του θανάτου, όπως το βεβαιώνουν διάφορες μαρτυρίες και το καταμαρτυρεί το νέφος των Νεομαρτύρων.
Στους πρώτους αιώνες, μόνο μια κάποια έμμεση αναφορά στη μουσουλμανική θρησκεία είναι δυνατή δια μέσου της εμμονής σε ορισμένα κοινωνικής και λατρευτικής φύσης θέματα (νηστεία, γάμος, αρσενοκοιτία, κ.λπ).
Μόνο στην ύστερη Τουρκοκρατία θα συναντήσουμε τοποθετήσεις πιο τολμηρές κατά της θρησκείας των ασεβών, στις ορεινές όμως περιοχές, όπου το τουρκικό στοιχείο είναι μικρό σε αριθμό. ᾽Αξιόλογη μαρτυρία της τέτοιας στάσης είναι τα κηρύγματα του ᾽Αναστασίου Γορδίου, του Νεκτάριου Τέρπου και του Κοσμά του Αιτωλού. Είδαμε παραπάνω πως περιγράφει ο Γόρδιος τους κινδύνους που
διέτρεχε η ᾽Ορθοδοξία. ᾽Από την άλλη μεριά, όλη η κοινωνική και θρησκευτική διάσταση του κηρύγματός του Νεκταρίου Τέρπου στοχεύει προς ένα μόνο πράγμα, να αποτρέψει τους χριστιανούς από τον εξισλαμισμό.
Στο Βιβλίον καλούμενον Πίστις, στο οποίο συγκεντρώνει τα κηρύγματά του, εκτενέστατες σελίδες (σ. 225-281) είναι αφιερωμένες στην προβολή και το ηρωικό παράδειγμα των παλαιών μαρτύρων. Και γράφει μεταξύ άλλων: «Και δια τούτο σας παραγγέλλω και εγώ, να μην χωρισθή τινάς από την αγίαν πίστιν και την καθολικήν ᾽Εκκλησίαν του Χριστού, δια ολίγον δόσιμον του χαρατζίου, παρά ας κυβερνηθή ο κάθε ένας ως χριστιανός, υιός και φίλος του Χριστού και Θεού μας, με ο,τι τρόπον ημπορεί. Κοπέλι και δουλευτής ας γένη και Τούρκος να μη γένη, δια να γένη μετά ταύτα αυθέντης εις την άλλην ζωήν…» (σ. 320).  Οσο για τον πατρο-Κοσμά, να τι γράφει• «Ο ᾽Αντίχριστος είναί τος• ο ένας είναι ο Πάπας, και ο έτερος είναι αυτός οπού είναι εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του.
Το καταλαβαίνετε. Μα λυπηρόν είναι να σας το ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχριστοι είναι εις την απώλειαν καθώς το έχουν.  Ημεῖς εγκράτεια, αυτοί απώλεια• ημείς νηστεία, αυτοί πολυφαγία• ημείς παρθενία, αυτοί πορνεία, ημείς δικαιοσύνη, αυτοί αδικοσύνη» (σ. 286-7).  Οπως βλέπουμε, ο φωτισμένος ιεραπόστολος παίρνει πολλές προφυλάξεις για να μην εκθέσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους ακροατές του. Πως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά;
Οπωσδήποτε όμως μπορούσε κι αυτός να πει και να παραγγείλει στους πονεμένους ραγιάδες τούτο, που θα επισφραγίσει με τον θάνατό του: «Καν ο ουρανός να κατέβη κάτω, καν η γη να ανέβη επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάση, καθώς μέλλει να χαλάση σήμερον-αύριον, να μη σας μέλλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας τα πάρουν, μη σας μέλλη. Δώσατέ τα• δεν είναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δυό, ο κόσμος να πέση, δεν μπορεί να σας τα πάρη• εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δυό να τα φυλάττετε, να μην τα
χάσετε» (σ.179). Και δεν τα έχασαν.
Πράγματι, μέσα από τη θαλπωρή των λειτουργικών συνάξεων κι ενώ η πνευματική πενία των πιστών έμοιαζε αφόρητη, ξεπετάχτηκε η ακατανίκητη εκείνη δύναμη της ορθόδοξης ᾽Εκκλησίας, «το νέφος των νεομαρτύρων». Ο αριθμός τους, έστω και κατά προσέγγιση, θα παραμείνει για πάντα άγνωστος.
Χιλιάδες όμως νεομάρτυρες, που αποτελούσαν το καύχημα της Εκκλησίας, ξεπετάγονταν μέσα από τα πνευματικά της ερείπια. « Δεν υπάρχει πόλη η χώρα που να μην ποτίστηκε από το αίμα μας, το αίμα που έχυσαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί για την πίστη τους», έγραφε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος απαντώντας στις κατηγορίες των Καθολικών. « Εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, είδαμε με τα μάτια μας μικρά παιδιά να τείνουν άφοβα το λαιμό τους στο δήμιο».
Οι νέοι αυτοί μάρτυρες της ορθόδοξης πίστης ανήκουν πράγματι σε κάθε ηλικία, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και σε όλες τις περιοχές. «Για πολλούς από μας », γράφει ακόμα ο πατριάρχης Νεκτάριος, «οι μάρτυρες αυτοί ήταν οι γείτονές μας και οι φίλοι μας. Φάγαμε και ήπιαμε συχνά συντροφιά τους και τους παρασταθήκαμε στο μαρτύριό τους. Περισυλλέξαμε το αγιασμένο αίμα τους, τους θάψαμε με τα ίδια μας τα χέρια και μοιραστήκαμε τα ιμάτιά τους που τα κρατάμε ευλαβικά για τον προσωπικό μας αγιασμό». 
Ενάμισυ αιώνα αργότερα ο Νικόδημος ο Αγιορείτης θα προσθέσει : Οι νεομάρτυρες «προβάλλουν σαν παράδειγμα υπομονής σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς που ζουν κάτω από την τυραννία του τουρκικού ζυγού• με το μαρτύριό τους δίνουν θάρρος και παρακινούν να θυσιάσουν τη ζωή τους όλους οσοι κληθούν στο μαρτύριο για την πίστη τους…»,.
Πράγματι η πίστη ενδυναμώνεται και αποκτά βάθη ανυποψίαστα. Τα λείψανα των νεομαρτύρων γίνονται σημείο έλξης της ορθόδοξης ευλάβειας. Έχοντας κερδίσει την ευλάβεια και τη λατρεία του ορθόδοξου πληρώματος πριν από κάθε επίσημη εκκλησιαστική αναγνώριση και ανακήρυξη, οι νεομάρτυρες γίνονται αντικείμενο έμπνευσης για τη συγγραφή πολλών ακολουθιών και μαρτυρολογίων γεμάτων λυρισμό και πατριωτική έπαρση.
Οι ορθόδοξοι τρέχουν στον τόπο του μαρτυρίου τους και τους ικετεύουν να μεσιτεύσουν στο Θεό να συνδράμει το λαό του μέσα στη δυστυχία του και την ανέχειά του. Η ομαδική λατρεία με την ομορφιά και τον πλούτο των συμβολικών πράξεων και των ύμνων εξασφάλιζε στους πιστούς ένα αίσθημα θαλπωρής και αλληλεγγύης, έτρεφε την ορθόδοξη συνείδησή τους και τις ελπίδες τους ότι ο Θεός θα επενέβαινε κάποτε για να τους χαρίσει την απελευθέρωση.
Με το παράδειγμά τους οι νεομάρτυρες έρχονταν να κηρύξουν πως η άχρι θανάτου εμμονή στην πίστη και στις πνευματικές αξίες της ᾽Ορθοδοξίας δεν ήταν κούφια λόγια αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα, η
μεγάλη, η απροσπέλαστη δύναμη της πίστης. Την ημέρα της εορτής της ᾽Εθνικής Παλιγγενεσίας ιδιαίτερα, οι εγκωμιαστικοί μας λόγοι είναι γεμάτοι θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη για το θάρρος, τον ηρωισμό και τις θυσίες των κλεφτών και των αρματωλών, για τα ηρωικά κατορθώματα των πολεμιστών του ᾽21.
Κι έχουμε δίκαιο να τους θαυμάζουμε, να τους εγκωμιάζουμε και να τους ευγνωμονούμε. Γιατί η κλαγγή των οπλων τους και η απαράμιλλη αυτοθυσία τους μας χάρισαν την πολυπόθητη ελευθερία. Διάλεξα όμως να μιλήσω σήμερα για τα άλλα εκείνα όπλα, τα όπλα τα πνευματικά, χωρίς τα οποία το γένος των ᾽Ορθοδόξων δε θα μπορούσε να φτάσει στην ημέρα της Παλιγγενεσίας.
Για τα όπλα εκείνα με τα οποία η ορθόδοξη ᾽Εκκλησία και το γένος των ᾽Ορθοδόξων κατώρθωσαν να διανύσουν τους σκοτεινούς κα βάναυσους αιώνες της σκλαβιάς τους, να αντισταθούν σε κάθε είδους βία και βαρβαρότητα, να διατηρήσουν αλώβητη την εθνικοθρησκευτική τους συνείδηση και την πολιτισμική τους ταυτότητα, να καλλιεργήσουν κάτω από αφόρητες υλικές και πνευματικές συνθήκες τα ανεκτίμητά αγαθά της πίστης, της γλώσσας, της θρησκευτικής και πολιτισμικής τους Παράδοση.
Να ετοιμάσουν και να ανοίξουν το δρόμο της κλαγγής των όπλων και της απελευθέρωσης.

romfea.

Ακούστε ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε κλίκ στην εικόνα)

Ακούστε  ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε  κλίκ στην εικόνα)
(δοκιμαστική περίοδος )