.

.

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

H Παναγία στην νεοελληνική ποίηση





Στην εποχή μας η Παναγία είναι πηγή ισχυρής κεντρικής έμπνευσης για πολλούς και σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες ποιητές, όχι τόσο για εκείνους που αυτοαποκαλούνται "χριστιανοί", αλλά κυρίως για τους δόκιμους ποιητές του περασμένου και του τρέχοντος αιώνος. Στο σημείο αυτό αξίζει να αξιοποιηθεί η παρατήρηση ότι η πρόσληψη της Παναγίας από τους πνευματικούς δημιουργούς, και δη τους ποιητές, δεν συναρτάται αναγκαστικώς από την πίστη, ή, αν θέλετε, από τον βαθμό της πίστης τους, ούτε αντικρούεται υποχρεωτικώς με τα κύρια ιδεολογικά τους πιστεύω. Και μάλιστα έχει επισημανθεί και αξιολογηθεί το φαινόμενο ποιητές μη θρησκευτικής καταγωγής, ενδεχομένως και χωρίς ιδιαίτερη, ίσως και καθόλου πίστη, αριστεροί, στρατευμένοι, που ούτε το κράτος, ούτε η επίσημη εκκλησία στον καιρό τους τούς αποδέχτηκε, να μας έχουν δώσει αριστουργηματικές εμπνεύσεις με θέμα την Παναγία, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Ρίτσος και ιδίως ο Κώστας Βάρναλης, ο οποίος έχει εμπνευστεί το ωραιότερο και σημαντικότερο ίσως ποίημα για την
Παναγία αλλά και για συνολικώς το θείο δράμα, το περίφημο "Οι πόνοι της Παναγιάς". Η εξήγηση είναι μία και μοναδική. Η Παναγία, η μάνα του Χριστού, η Μαρία, δεν εννοείται και δεν βιώνεται μόνον ως ένα πανίερο λατρευτικό πρόσωπο αλλά ως κάτι πολύ οικείο, φιλικό, προσεγγίσιμο για τον μέσο άνθρωπο. Είναι η μάνα που μεγαλώνει ένα παιδί, η μάνα που πονά για τα μαρτύριά του, και η τραγική μάννα που σπαράζει την ώρα του μεγάλου πένθους. Γίνεται λοιπόν μια καθημερινή, συνηθισμένη μάνα της ζωής, χωρίς να χάνει μέσα στην ψυχή την ιερή της υπόσταση. Η οικειοποίηση και η εκλαΐκευση του προσώπου της διόλου δεν σημαίνει ότι ο δημιουργός του πνευματικού πονήματος, και στην περίπτωσή μας του ποιήματος, ασεβεί ή αρνείται ή δεν έχει υπ' όψιν τις ιερές ιδιότητες και τις χάρες της Παναγίας που αποδίδονται συνήθως με πάμπολλα προσωνύμια. Όπως τα της Παρθενίας και Αειπαρθενίας και οι Θεομητρικοί τίτλοι. Από σεβασμό ίσως και άκρα διακριτικότητα αποφεύγει να τα χρησιμοποιεί. Η Αγία Νύμφη είναι ένα κομμάτι απ' τη ζωή μας, η Μεγάλη μητέρα που νιώθουμε ότι μας προστατεύει. Σε καμιά εικόνα απανταχού της οικουμένης δεν έχουν χυθεί τόσο αυθεντικά, ατέλειωτα δάκρυα από μάτια θνητών, όσο μπροστά στις εικόνες της Παναγίας. Στον παραμικρό φόβο, απειλή, κίνδυνο, σε μια μεγάλη λαχτάρα, θεομηνία, συμφορά, τα ανθρώπινα χείλη την επικαλούνται αυτομάτως σαν το προσφιλέστερο ιερό αλλά όχι μακρινό, μα δικό τους, οικείο, κοντινό τους πρόσωπο, σαν δική τους, δική μας, μάνα, για να μεσολαβήσει ή να αποτρέψει την φορά των γεγονότων. Τότε, "Παναγιά μου, βόηθα", "Η Παναγία να βάλει το χέρι της", λέμε. Μέχρι και παρακλήσεις και προσευχές μυστικές και απόκρυφες, εξομολογήσεις από τα μύχια της ψυχής, κάποτε τολμηρού, ανομολόγητου περιεχομένου, που δεν θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε άλλο φυσικό ή ιερό πρόσωπο, στο πρόσωπο της Παναγίας απευθύνονται με άνεση και τόλμη, σα να έχει η Μεγαλόχαρη την δύναμη να λύνει τους κόμπους της ψυχής του προσευχόμενου.

Ένας μεγάλος ποιητής, ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΊΤΗΣ, εκπροσωπεί πολύ παραστατικά αυτή την αίσθηση στο ποίημά του "Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ", όπου μια τελείως απελπισμένη, φτωχή μάνα προσφεύγει στην εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης εκλιπαρώντας για την σωτηρία του παιδιού της.
Κυρά Φανερωμένη μου, παρηγοριά του κόσμου, βόηθα με την πανόρφανη! Τ' άγιο σου χέρι δος μου για ν' ανεβώ στο βράχο σου! Δεν ήλθες ψες το βράδυ ωσάν αχτίδ' ανέλπιστη στο μαύρο μου τον Άδη, κι εσφόγγισες το δάκρυ μου και μούπες συ, Κυρά μου, να πάρω το παιδάκι μου στην έρημη αγκαλιά μου και να το φέρω να το ιδείς;...Παρθένε, βοήθησέ με... Τα γόνατά μου εδείλιασαν...κατέβα, πρόφθασέ με... 

Κάποιοι ποιητές μας συνέθεσαν μεγάλης έκτασης ποιητικές συνθέσεις, όπως το ποιητικό βιβλίο "Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία", ένα ποίημα-ποταμός, που εμπνεύστηκε ο πολυβραβευμένος Θεσσαλονικιός ποιητής ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ:

Αχτίδα εσύ του ρυακιού
Σύσκιο πασίχαρο κρινάκι
Ζεστό φτερό περιστεριού
Στο πέτρινό μας το σπιτάκι.
Ω Παναγίτσα ηλιόκαλη δική μας
Παρηγοριά μας και καταφυγή μας.

Ένας από τους πλέον διάσημους, ουσιαστικούς και προφητικούς ποιητές του καιρού μας, με διεθνή φήμη, βραβείο Νόμπελ, σημαντικός για όλο τον κόσμο και μεταφρασμένος σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ο μέγιστος λυρικός μας ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ αγάπα να αναφέρεται συνεχώς και να επανέρχεται αφειδώς σε όλες τις ποιητικές συλλογές του στο μοτίβο της Μαρίας και της Παντάνασσας. Συνδέοντας την Παναγιά με τα πεπρωμένα της Ρωμιοσύνης προσδοκά πάντοτε στην βοήθεια Της για την βελτίωση της ζωής και την πνευματική ανάταση του ελληνικού σύμπαντος.
Στην συλλογή του "Ήλιος ο πρώτος", ανάμέσα σε σύμβολα που ενισχύουν την παντοκρατορία της ελλαδοκεντρικής αιγαιακής ιδεολογίας του η Παναγία δεσπόζει ως παρουσία με ποικίλες επικλήσεις, παρακλήσεις και σποραδικές σημαίνουσες αναφορές:

ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ

Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας
Άγγελοι! Σία τα κουπιά
Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
..........................
Νονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!
.......................................
Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
Κιόλας ακούω τραχειά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες
Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες
Χτυπάει χτυπάει κι αντριεύεται
....................................
Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά
Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!

Σε μια άλλη συλλογή του, που τιτλοφορείται "ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ" υμνεί και τραγουδά :

Με το καίκι και με τα πανιά της Παναγίας
Έφυγαν με το κατευόδιο των ανέμων.......
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας.

Στο πολύπτυχο, εμβληματικό, χιλιοτραγουδισμένο "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" ο Ελύτης δανείζεται κλασικά μορφολογικά και φραστικά μοτίβα των Χαιρετισμών:

Άξιον εστί εορτάζοντας τη μνήμη
Των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
Ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τα' αλώνια
Ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε :

Χαίρε η καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί

Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται

Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία

Χαίρε η Ονειροτόκος, χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη

Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα

Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου

Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική.

Στον ίδιο ποιητή συναντάμε τη μορφή της Παναγίας σε ποίημα της συλλογής "ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ", όπου με μια πολύ παραστατική μεταφορά, φαίνεται να κυριαρχεί στο Αιγαίο ως μητριαρχική μορφή. Εικόνες σαν κι αυτήν που για τον κοινό νου μοιάζουν παράδοξες απαντούμε συχνά στην ποίηση του Ελύτη και εντάσσονται στα πλαίσια μιας ελλαδοκεντρικής και θαλασσοκεντρικής κοσμογονία που οραματίζεται ο ποιητής :

Η Παναγιά το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της,
Τη Σίκινο, την Αμοργό και τα' άλλα τα παιδιά της...

Τέλος ας ακούσουμε την φωνή του Οδυσσέα Ελύτη μέσα από το ποίημά του με τον τίτλο "ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ" :

Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωλιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

Ένας άλλος μείζων ποιητής του Ελληνισμού, με πολύ πλούσιο και αξιοθαύμαστο έργο, μαχητής των ανθρωπιστικών ιδεωδών και της ειρήνης, ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, έγραψε ένα πραγματικά ποιητικό αριστούργημα με κεντρικό του θέμα την μορφή της Παναγίας. Λέγεται "Η χαρά της Παναγιάς":

Η Παναγιά χτενίζει τα χρυσά της μαλλιά
στο μικρό της παράθυρο
μια
θαλασσιά πεταλούδα πετά γύρω απ' τη μια της
πλεξούδα που κρέμεται.
Βασιλεύει ο ήλιος,
Ο Ιωσήφ ανεβαίνει πιο ψηλά να της κόψει
ένα κόκκινο άνθος.

Αξίζει να ακροασθούμε την προσευχή αυτού του ταπεινού αλλά εμπνευσμένου δημιουργού, του Νικηφόρου Βρεττάκου, με την ανάγνωση αποσπάσματος και ενός άλλου εξαιρετικού ποιήματός του που αναφέρεται στην Θεοτόκο :

DE PROFUNDIS CLAMAVI :
Μητέρα του Χριστού, Μαρία,
πόσο είναι η νύχτα τούτη κρύα,
δε μπορεί ο Θεός να καταλάβει!
Κατέβα, συ, απ' τους ουρανούς
και με αναμμένους τους φανούς
του χάρου οδήγα το καράβι!

Δε μπορούμε να μη σταθούμε στον μέγιστο ποιητή, τον απόλυτο υμνητή της Ρωμιοσύνης, τον ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ, έναν πνευματικό δημιουργό πολυδιάστατο, με έργο παγκοσμίου βεληνεκούς, ο οποίος έσκυψε να αφουγκραστεί με καημό τις λαχτάρες και τους αγώνες του Γένους. Θα ακούσουμε ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ρίτσου "ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ" :

Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ' τα δέντρα
κανένας δεν την άκουσε
Τα σκυλιά δε γαυγίσαν στις αυλόπορτες.
Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτισαν,
κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε
σε μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι
που τ' ακούσαν μόνο τα παιδιά στον ύπνο τους
και γύρισαν απ' τα' άλλο τους πλευρό χαμογελώντας.

Περνάμε σ' έναν άλλο σημαντικό ποιητή και στιχουργό, ο οποίος έχει γράψει μερικά από τα λατρεμένα τραγούδια του στενού συνεργάτη του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και του Μίκη Θεοδωράκη, του Σταύρου Ξαρχάκου, και άλλων συνθετών ). Είναι ο μέγας λυρικός και υπερρεαλιστής ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ, ο οποίος με την ποίησή του δένει τον παραδοσιακό με τον μοντέρνο λόγο. Τρία ποιήματά του που έγιναν γνωστά τραγούδια αναφέρονται στη μορφή της Παναγίας : "ΓΡΗΓΟΡΟΥΣΑ", "ΑΣΠΡΗ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ" και "ΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ".
Ας ακούσουμε το τελευταίο :

Μια Παναγιά
μιαν αγάπη μου έχω κλείσει
σε ερημοκλήσι αλαργινό.
Κάθε βραδιά
Της καρδιάς την πόρτα ανοίγω
κοιτάζω λίγο
και προσκυνώ.

Μια Παναγιά
μιαν αγάπη μου έχω κλείσει
σε ερημοκλήσι αλαργινό.
Κάθε βραδιά
Της καρδιάς την πόρτα ανοίγω
δακρύζω λίγο
και προσκυνώ.

Ένας από τους κορυφαίους ποιητές του 20ου αιώνα, ο Θεσσαλονικιός ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, διαπνεόμενος από αίσθηση βαθύτατης πνευματικότητος, έγραψε ένα συγκινητικότατο ποίημα με αφορμή μια συγκλονιστική τραγωδία, η οποία συνέβη στο Σικάγο την 1η Δεκεμβρίου του 1958. Μια ολέθρια πυρκαγιά κατέστρεψε την "Παναγία των Αγγέλων", ένα σχολείο για μικρά παιδιά. Ενενήντα περίπου μαθητές μαρτύρησαν και πέθαναν μέσα στις φλόγες. Το ποίημα λέγεται "Η ΜΙΚΡΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ" (απόσπασμα) :

Σε τέτοιους αγγέλους ποια Παναγιά μπορούσε να ταιριάζει;
Όχι, βέβαια, εκείνη η σπαραγμένη της Αποκαθηλώσεως :
Η λεπτή καρδιά των μικρών Αγγέλων δεν αντέχει
σε τέτοια θλίψη, που κολώνες μητροπόλεων λυγίζει.
Κι ένα δάκρυ από τέτοια μυστική φωτιά μπορεί
όχι μονάχα να την κάψει, να την εξατμίσει.
Στους μικρούς αγγέλους μια Παναγία μικρή ταιριάζει.

Η μεγαλόπνοη λυρική και θρησκευτική ποίηση τη σημαντικότερης, ίσως, Ελληνίδας ποιήτριας του περασμένου αιώνα, της κυράς ΖΩΗΣ ΚΑΡΕΛΛΗ τίμησε την μορφή και τις χάρες της Παναγίας με σποραδικές μικρές ή μεγάλες αναφορές. Και με δύο ολόκληρα ποιήματα, "ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ" και "ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ". Ας την ακούσουμε στο δεύτερο :

Περίσκεπτη η Θεοτόκος
Στη σκοτεινή, Βυζαντινή εικόνα,
αυτή η μεσιτεύουσα γλυκεία ελπίς,
Έμεινε σοβαρή και μ' αυστηρή θωριά.

Στο βλέμμα του επισκέπτη που Την κοίταζε μελαγχολία γεμάτος για την
απιστία του,
γνωρίζοντας συνάμα την μύχιαν έπαρση,
ίσως και τον κρυμμένο φόβο,
μέσα στην άδειαν εκκλησία,
αφού τελείωσε ο σύντομος Εσπερινός.

Ο ποιητής ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, μύστης και αγωγός υψηλών πνευματικών στόχων, διαπνέεται έντονα στις ποιητικές δημιουργίες του από το στοιχείο της μυστηριακής θρησκευτικότητας. Διαβάζουμε απόσπασμα από ένα από τα εξαιρετικής ευαισθησίας ποιήματά του που αγγίζει την ιερότητα των ανθρωπίνων, με τίτλο Η ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ :

Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας
ο έσχατος τ' Ουρανού με χιλιάδες έντομα στην όραση μ' αξεθύμιαστα
γιασεμιά στο νυμφώνα
μ' άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα
και μ' άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας
αγγίζει τους ραχητικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα μαλάζει τους
πρησμένους αστραγάλους
αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ' όλες τις αρρώστιες
και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.
Σιγά σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος
Αρχίζει το νταούλι μεσ' στα πανηγύρια κι ολούθε πια σηκώνεται στο
στήθος η ρωμιοσύνη και μας αρωματίζει μ' ανείπωτο μοσχολίβανο...

Η πιο πολυδιαβασμένη ελληνόφωνη ποιήτρια της εποχής μας, η ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, μας δίνει μια εξαιρετική μεταφυσική εικόνα με κεντρικό θέμα την Παναγία, σε έναν περίπατο, μια συνηθισμένη φθινοπωρινή ημέρα:
Το τοπίο ομαλά κυλάει απ' τις γύρω κορφές
κι εκβάλλει στο παράθυρό μου.
Οι πιο ψηλές κορφές ων πεύκων εξέχουν
κι είναι σαν τα παιδιά που παίρνουνε στον ώμο
στις παρελάσεις για να βλέπουν:

Η Παναγιά η Ελευθερώτρια
τραβάει κουπί μέσα στην πάχνη,
κι η καμπάνα ξεχνάει να πει άφες αυτοίς.
Τα πουλιά ωραία σκορπίζονται
στην απλή των φτερών τους θρησκεία,
κι ο Υμηττός στο μισομπλέ μυστικισμό του
απωθεί την χωμένη στα πόδια του
Μαγδαληνή ομίχλη.

Ας ακούσουμε τώρα ένα πολύ μικρό απόσπασμα από το ποίημα "ΤΟΥΣ ΣΟΥΣ ΥΜΝΟΛΟΓΟΥΣ, ΘΕΟΤΟΚΕ" του σπουδαίου, πολυβραβευμένου Κύπριου ποιητή ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ, ο οποίος πολύ πυκνά, μόνο σε ένα τετράστιχο βάζει τον πιστό που παρακολουθεί μια λειτουργία σε βαθύτατο προβληματισμό:

Παρακολουθήστε προσεκτικά μια λειτουργία
Και μετρήστε τις απαιτήσεις μας,
Παρακολουθήστε προσεχτικά μια λειτουργία
Και μετρήστε τη ζητιανιά μας!

Ο κυρ- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ο Άγιος των γραμμάτων μας, λάτρης του βίου και της πολιτείας των ταπεινών και καταφρονεμένων, γνώστης του εκκλησιαστικού αναλογίου και αφοσιωμένος στην ορθόδοξη λατρεία, έχει δημοσιεύσει "ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ". Σ' αυτό βρίσκουμε αρκετά ποιήματα αφιερωμένα στην Παναγία, τα οποία, ειδωμένα από μια καθαρά θρησκευτική σκοπιά, θα μπορούσαν να εννοηθούν σαν κανονικές προσευχές ενός απλού ανθρώπου. Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το ποίημα "ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΝΙΣΤΡΑ" :

Εις όλη την χριστιανωσύνη
μία είναι μόνη η Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, Άσμα Ασμάτων,
χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια,
και τρεφομένη με Αγγέλων άρτον.
Εσύ' σαι η μόνη, Παναγία Κουνίστρα,
που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
και αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.

Ο όγδοος λόγος από το μακροσκελές επικό ποίημα του μέγιστου ποιητή του Γένους ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, το περίφημο "Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ", είναι αφιερωμένος "στην ζήση και την κοίμηση της Αγίας Κόρης", όπως την ονομάζει :

Η γνώμη του υποταχτικιά, ρέμπελος πάντα ο νους του και μάθημα
μονάκριβο, και θησαυρό σοφίας,
κράτησε ο νους του ανάξιου και μουρμουρίζοντάς το τα χείλια
τρεμοσάλευε πάσα ώρα, στιγμή πάσα,
ξυπνώντας με το σήμαντρο, πλαγιάζοντας με του ήλιου στο γέρμα, στον
εσπερινό, στην αγρυπνιά, στον όρθρο, στο αρχονταρίκι, στο ναό, στην
κέλλα, στο τραπέζι,
μόνο ένα μάθημα ακριβό, παρμένο σε δυο λόγια :
του αγγέλου το χαιρετισμό στην Κεχαριτωμένη.

Μέγας ποιητής, θεόπνευστος, ευλογημένος από τις Μούσες, ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, κληροδότησε στις επόμενες γενεές ένα τεράστιο και ανεκτίμητο ελληνοκεντρικό και θεοκεντρικό πνευματικό έργο. Στο εξάτομο ποιητικό του έργο ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ανιχνεύουμε διάσπαρτα στοιχεία
χριστιανικής λατρείας και δύο καθαρά θρησκευτικής πνοής ποιήματα, το ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ και το περίφημο ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ, αφιερωμένο στην Θεοτόκο.
Μικρότερης έκτασης ποιήματα για την Παναγία είναι : "ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ", "Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ", "ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1940" και "ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ". Από το τελευταίο θα ακούσουμε μία στροφή:

Στεριά, νησιά και πέλαγα, μια Κόρη και μια Μάννα,
η Ελλάδα, στην αθάνατη, γονατιστή, πλαγιά
που τρέμει μπρος της η άβυσσο, ακούοντας την καμπάνα,
τα θεόρατα τα μάτια Σου στυλώνει, Παναγιά!

"Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν". Έτσι καυχιόταν ο μέγιστος των Ελλήνων ποιητών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ. Με εκ μητρός καταγωγή από τον άρχοντα Φωτιάδη, έζησε κάποια χρόνια στην Πόλη, όπου αποθαυμάζοντας τα μεγαλεία και τα κάλλη της έγραψε κάποια ποιήματα που
αναφέρονται σ' εκείνη. Από αυτής της κατηγορίας τα ποιήματα διαλέγουμε
ένα απόσπασμα από "ΤΟ ΝΙΧΩΡΑΚΙ". Και το ωραιότατο "ΔΕΗΣΙΣ" :



Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη-
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

Στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν' καλοί οι καιροί-

Και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλ' ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή

Η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

Αφήσαμε για το τέλος έναν από τους ωριμότερους και πλέον δημοφιλείς δασκάλους-ποιητές του 20ου αιώνα, τον ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ. Ποιητής της σχολής του Παλαμά, με έντονο το ρεαλιστικό στοιχείο στις αναζητήσεις του, ο οποίος, μολονότι υπήρξε θεωρητικός οπαδός του υλισμού, μας έχει χαρίσει το μεγάλο ποίημα "ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ". Ο λόγος του είναι συγκλονιστικός, σπαραχτικός. Η Παναγιά παρουσιάζεται σα μια συνηθισμένη λαϊκή μάνα που θρηνεί για τα βάσανα του γιου της. Είναι ένα ποίημα υψηλής δραματικής αξίας και, έχει αναγνωριστεί ως το ωραιότερο ποίημα που γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα για την Παναγιά και το Θείον Πάθος.

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφήν ερημική;
Δεν θα σε μάθω να μιλάς και τα' αδικο φωνάζεις.
Ξέρω, πως θα' χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
Που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
.....................................................
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου κτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην το πεις.
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή απ' την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Έχω γράψει δύο τραγούδια για την Παναγία. Το ένα λέγεται "ΠΡΟΣΕΥΧΗ" ("ΜΕΡΙΕΜ ΑΝΑ ή ΒΛΑΧΕΡΝΑ") και αναφέρεται στην Πολίτισσα Παναγιά των Βλαχερνών. Το δεύτερο, είναι το νανούρισμα της Παναγιάς - μάνας, η οποία γνωρίζει ότι το παιδί της πρόκειται να διανύσει μια παιδική και νεανική περίοδο ήρεμης ζωής αλλά να οδηγηθεί στο απόλυτο μαρτύριο. Το Πάθος, το Θείον Πάθος, σύμφωνα με τους Γνωστικούς δεν άρχεται με την Σταύρωση αλλά με την Γέννηση. Μ' αυτά τα τραγούδια μου θα ολοκληρώσω την εισήγησή μου.
Σας ευχαριστώ πολύ.


ΠΡΟΣΕΥΧΗ (ΜΕΡΙΕΜ ΑΝΑ Ή ΒΛΑΧΕΡΝΑ)
Βλαχέρνα λένε μια Ρωμιά
Που βγαίνει το βραδάκι
Με μαύρο κεφαλόδεσμο
Και με κρυφό σαράκι.
Και σεργιανάει τον Μαρμαρά,
Το Πέρα και την Πόλη
Απ' την κορφή του σαραγιού
Για να την βλέπουν όλοι.

Τούρκοι κι αιχμάλωτοι Ρωμιοί,
Χαμάληδες κι αλάνια
Γύφτισσες του Σουλού κουλέ
Πασάδες και τσογλάνια,
Την προσευχή τους κάνουνε,
Τρέμουνε την οργή σου
Τους φουκαράδες ελεούν
Για να χαρεί η ψυχή σου.

Μεριέμ ανά και Παναγιά
Κι Αγία μου Βλαχέρνα,
Το δάκρυ σου σαν αγιασμό
Σ' εχθρούς και φίλους κέρνα.
Από τον πρώτο τον καιρό
Κι αυτό το ξέρουν όλοι,
Όσα κλειδιά και ν' άλλαξε,
Δικιά σου είναι η Πόλη.

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Κοιμήσου τώρα που κανείς
δε θα' ρθει να σε πάρει,
γιατί' ναι προίκα σου ο καημός
μαζί με τόση χάρη.

Ένας καημός αβάσταχτος,
η δύναμή σου, φως μου,
που απ' τη θωριά σου θα σκιαχτούν
οι δυνατοί του κόσμου.

Δε θα' χει τόπο να κρυφτείς
απ' το μεγάλο πόνο,
σαν πέσεις να προσευχηθείς
θα σε πετύχουν μόνο

Οι πραίτορες κι οι δικαστές,
ο γύπας και το φίδι,
οι φαρισαίοι κι οι γραμματείς,
του Χάρου το λεπίδι.

Γιατί δεν πάτησες στη γη
στο φοβερό το βήμα
να δώσεις τόπο στην οργή
και άφεση στο κρίμα

Ήρθες να διώξεις το άδικο
τον φθόνο να γκρεμίσεις,
για τη χλιδή του μαμωνά
φρικτά να μαρτυρήσεις.

Ποιος θρήνος, ποια κραυγή χωράει
το που θα πιω και που θα πιεις
φαρμάκι στο ποτήρι;

Ποιος τρυγητής και ποιος κιοτής
απ' τη ζωή σου θα γευτεί
το μέλι και τη γύρη;

Ποιος Βαραβάς και ποιος ληστής
όταν εσύ θα σταυρωθείς
θα κάνει πανηγύρι;


Tο κείμενο που δημοσιεύουμε συνέταξε και εκφώνησε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ζωγραφείου της Πόλης ο φιλόλογος και συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης την 21 Νοεμβρίου του 2011, ημερομηνία κατά την οποία εορτάστηκαν στο Ζωγράφειο τα 209 χρόνια από τα θυρανοίξια του ιερού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου της Κοινότητας Σταυροδρομίου Πέρα και παράλληλα τα 118 χρόνων από την ίδρυση της Σχολής του Ζωγραφείου (Παναγίας).
panagiotisandriopoulos

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Μνήμη του Aποστόλου Aνδρέου του Πρωτοκλήτου

Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Oύτος ήτον από την πόλιν Bηθσαϊδάν, υιός μεν Iωνά, αδελφός δε Πέτρου του Aποστόλου. Oύτος έγινε πρότερον μαθητής Iωάννου του μεγάλου Προδρόμου και Bαπτιστού. Έπειτα όταν ήκουσε του Διδασκάλου του να λέγη, δακτυλοδεικτών τον Iησούν Xριστόν· «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»·τότε λέγω, αφήσας τον Πρόδρομον, ηκολούθησεν εις τον Xριστόν. Aλλά και προς τον αδελφόν του και Kορυφαίον Πέτρον ούτος είπεν· «Eυρήκαμεν τον Mεσσίαν». Kαι με τον λόγον αυτόν ετράβηξε τον Πέτρον εις τον του Xριστού πνευματικόν έρωτα.

Η κλήση του αποστόλου Ανδρέα

Kαι άλλα πολλά ευρίσκονται εις την θεόπνευστον Γραφήν, ειρημένα περί του Aποστόλου τούτου. Eις άλλον μεν ουν Aπόστολον, άλλο μέρος της οικουμένης εκληρώθη. Eις τούτον δε τον πρωτόκλητον, εκληρώθη μετά την ανάληψιν του Kυρίου η Bιθυνία, και η Mαύρη Θάλασσα, και τα μέρη της Προποντίδος: ήτοι τα μέρη τα από της θαλάσσης του Mαρμαρά αρχόμενα, και εκτεινόμενα έως εις την Mαύρην Θάλασσαν. Oμοίως και η Xαλκηδόνα, και το Bυζάντιον: ήτοι η νυν Kωνσταντινούπολις. Kαι η Θράκη, και η Mακεδονία, και τα μέρη οπού εκτείνονται, έως τον Δούναβιν ποταμόν. Ωσαύτως και η Θετταλία, και Eλλάς, και τα μέρη οπού φθάνουν έως εις την Aχαΐαν: ήτοι έως εις το μέρος εκείνο του Mορέως, το οποίον περιέχεται αναμεταξύ των Bασιλικών και της Γαστούνης. Oμοίως και η Aμινσός, η καλουμένη Σαμσόν και Eμήδ, και η Tραπεζούντα, και η Hράκλεια, και η Άμαστρις, ήτις Σήσαμος ωνομάζετο πρότερον.
Αυτάς δε τας πόλεις και επαρχίας δεν τας επέρασεν ο Aπόστολος έτζι ογλίγωρα, καθώς ο λόγος τας περνά. Όχι! αλλά εις κάθε πόλιν εδοκίμαζεν ο μακάριος πολλά εναντία. Kαι απάντα πολλάς δυσκολίας πραγμάτων. Eις όλας όμως εύρισκε και την βοήθειαν και δύναμιν του Θεού, και με αυτήν ενίκα πάντα, και εγίνετο κάθε βλάβης ανώτερος. Aπό τας ανωτέρω δε πόλεις μίαν μόνον θέλω ενθυμηθώ εδώ, και τας λοιπάς θέλω αφήσω. Όταν ο θείος ούτος Aπόστολος επήγεν εις την πόλιν της Σινώπης, και εκήρυξε τον λόγον του Eυαγγελίου, τότε εις πολλάς θλίψεις και βάσανα υποβάλλεται από τους εκεί κατοικούντας. Διότι οι θηριώδεις εκείνοι άνθρωποι έρριπτον αυτόν κατά γης. Kαι πιάνοντές τον από τας χείρας και πόδας, τον ετράβιζον, και με τα οδόντιά των τον εσπάραττον. Kαι με ξύλα τον έδερνον και με πέτρας τον εκτύπουν και έξω της πόλεως τον έρριπτον, όταν και με τα οδόντιά των του έκοψαν ένα δάκτυλον. Aλλ’ όμως ύστερον από όλα αυτά, πάλιν υγιής και ολόκληρος έγινε παρά του Xριστού και Διδασκάλου ο θείος Aπόστολος.
Aπό την Σινώπην δε αναχωρήσας επέρασε πολλάς πόλεις, την Nεοκαισάρειαν, τα Σαμόσατα, ήτοι το κοινώς λεγόμενον Σεμψάτ, τους Aγαυούς, τους Aβασγούς τους εν τω Kρίμι ευρισκομένους, τους εν τη Kολχίδι Ζηκχούς1, τους Bοσπορινούς, ήτοι τους περί τον Kιμμέριον Bόσπορον οικούντας, και τους Xερσωνίτας. Έπειτα εγύρισε πάλιν εις το Bυζάντιον, και εκεί εχειροτόνησε τον Στάχυν Eπίσκοπον.
Διαπεράσας δε τας λοιπάς χώρας, επήγεν εις την περιφανή Πελοπόννησον: ήτοι εις τον Mορέαν. Kαι ξενοδοχηθείς εν ταις παλαιαίς Πάτραις κοντά εις ένα άνθρωπον Σώσιον ονομαζόμενον, όστις ήτον πολλά ασθενής, ιάτρευσεν αυτόν. Kαι παρευθύς όλη η πόλις των Πατρών επίστευσεν εις τον Xριστόν. Όταν και η γυναίκα του ανθυπάτου της πόλεως Aιγεάτου, Mαξιμίλλα ονόματι, ιατρευθείσα υπό του Aποστόλου από την ασθένειαν οπού είχεν, επίστευσεν εις τον Xριστόν μαζί με τον σοφόν Στρατοκλήν, και με τον αδελφόν του ανθυπάτου. Kαι άλλοι δε πολλοί πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας, έγιναν υγιείς διά της επιθέσεως των χειρών του Aποστόλου. Όθεν ταύτα μαθών ο ανθύπατος Aιγεάτης, άναψεν από τον θυμόν. Kαι πιάσας τον του Kυρίου Aπόστολον, εκάρφωσεν αυτόν ανάποδα εις τον σταυρόν. Διά τούτο και ο άδικος έλαβε δικαίως παρά Θεού την εκδίκησιν. Διότι πεσών εις την γην από ένα υψηλόν κρημνόν, εσύντριψε τον εαυτόν του, και κακώς ο κακός εξέψυξε.
Tο δε λείψανον του Aποστόλου ύστερον από πολλούς χρόνους μετετέθη εις την Kωνσταντινούπολιν με προσταγήν του βασιλέως Kωνσταντίου, του υιού του Mεγάλου Kωνσταντίνου, υπηρετήσαντος εις την μετάθεσιν αυτού, Aρτεμίου του μεγάλου δουκός και Mάρτυρος του εορταζομένου κατά την εικοστήν Oκτωβρίου. Kαι κατετέθη μαζί με τα λείψανα του Eυαγγελιστού Λουκά και Tιμοθέου των Aποστόλων, εις τον περίφημον Nαόν των Aγίων Aποστόλων. Hκατάθεσις δε αύτη του λειψάνου του εορτάζεται κατά την εικοστήν Iουνίου. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aποστόλου τούτου όρα εις τον Nέον Θησαυρόν2.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ζηκχοί είναι οι νυν καλούμενοι Tζερκέζοι.
2. Σημείωσαι, ότι εις τον Aπόστολον τούτον Aνδρέαν, εγκωμιαστικόν λόγον πλέκει ο θείος Xρυσόστομος, σωζόμενον εν τη Iερά Mονή του Παντοκράτορος και εν τη των Iβήρων, ου η αρχή· «Tον πρωτόκλητον της αποστολικής». Oμοίως και Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή «Πάσι μεν τοις του Θεού λόγου φίλοις». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, εν τη Iερά Mονή του Bατοπαιδίου και τη των Iβήρων.) Υπόμνημα δε συνέγραψεν εις αυτόν και ο Mεταφραστής, ήτοι τον ελληνικόν Bίον του, ου η αρχή· «Άρτι του παιδός Ζαχαρίου». (Σώζεται εν τοις τετυπωμένοις Mηναίοις.) Εν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται και αι περίοδοι αυτού και η τελείωσις, ων η αρχή «Άπερ τοις οφθαλμοίς ημών εθεασάμεθα πάντες».
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
pemptousia

Η τιμή των ιερών λειψάνων εις την ορθόδοξον παράδοσίν μας.



Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού

Μια από τις σφοδρότερες επιθέσεις και τις φρικωδέστερες συκοφαντίες κατά της Εκκλησίας μας από τους διάφορους χριστιανομάχους είναι η δήθεν «λειψανολατρία» ημών των πιστών.

Λογίς αθεϊστές, νεοπαγανιστές, αλλά και οπαδοί αιρετικών παραφυάδων, όπως Προτεστάντες και Μάρτυρες του Ιεχωβά, προσάπτουν την κατηγορία στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ότι δήθεν εφαρμόζει μορφές ακραίας δεισιδαιμονίας, με αποκορύφωμα τη λατρεία πτωμάτων, λειψάνων, υλικών αντικειμένων κλπ!

Μάλιστα η επιχειρηματολογία τους φροντίζουν να είναι λογικοφανής, ώστε να κλονίζονται οι ρηχοί στην πίστη, να πείθονται οι αδαείς και να εκτιθέμεθα ως ορθόδοξοι! Αυτός είναι άλλωστε και ο στόχος κάθε μορφής συκοφαντίας κατά της Εκκλησίας μας, να προκληθεί σύγχυση και αναστάτωση στο εκκλησιαστικό πλήρωμα και να αποτοιχιστούν από Αυτή όσο το δυνατόν περισσότεροι!

Βεβαίως έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά για το ζήτημα της τιμής των ιερών λειψάνων. Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχουν γράψει περισπούδαστα θεολογικά σχόλια, τα οποία όχι μόνο δικαιολογούν την τιμή των ιερών λειψάνων, αλλά την επιβάλλουν.

Σπουδαίοι επίσης, σύγχρονοι θεολόγοι έχουν δημοσιεύσει ενδιαφέρουσες πραγματείες για το θέμα, δίνοντας αρκούντα λόγο στους πολεμίους της Εκκλησίας.

Στο πόνημα αυτό θα προσπαθήσουμε με τρόπο συνοπτικό να παρουσιάσουμε την εκπεφρασμένη γνώμη της Εκκλησίας μας, προκειμένου να απογυμνώσουμε για μια ακόμη φορά τη συκοφαντική αθλιότητα και να στηρίξουμε τους αδελφούς μας πιστούς από τις άηθες αυτές επιθέσεις.

Το ζήτημα της τιμής των ιερών λειψάνων από την Εκκλησία μας, πέρα από ύψιστη θεολογική σημασία, ενέχει τεράστιες φιλοσοφικές και οντολογικές προεκτάσεις, αποδεικνύοντας περίτρανα την απίστευτη συλλογιστική πενία των εκκλησιομάχων επικριτών και τη γελοία ρηχότητα, που μεταχειρίζονται, για να στηρίξουν τις συκοφαντίες τους.

Πριν προχωρήσουμε στο θέμα μας θα θέλαμε να πληροφορήσουμε κάθε καλόπιστο η κακόπιστο κριτή, πως η οποιαδήποτε πρακτική της Εκκλησίας μας έχει φιλτραριστεί απανωτά και αξιόπιστα από τα φίλτρα της αλήθειας και της αυθεντίας, τα οποία είναι ο αδιάψευστος λόγος του Θεού και η εν Αγίω Πνεύματι λειτουργούσα αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού πληρώματος.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο, πολλώ δε μάλλον άτοπο, στη ζωή της Εκκλησίας μας, έστω και αν φαντάζει «παράδοξο» στα όμματα ορισμένων «ορθολογιστών».

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και συνίσταται από σώμα και ψυχή. Η ψυχή και το σώμα συναποτελούν αντίστοιχα την πνευματική και την υλική σύσταση της διφυούς φύσεώς του.

Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του από τα άλλα δημιουργήματα του Θεού.
Επίσης θεμελιώδης διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι η εκ του μηδενός δημιουργία όλων των όντων. Δεν υπάρχει αΐδια φύση κανενός όντος εκτός του Θεού. Οι διάφορες, εκτός του Χριστιανισμού, θεωρίες, φιλοσοφίες και θρησκευτικές αντιλήψεις περί αϊδιότητας του υλικού κόσμου όχι μόνο αντιτίθενται στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και έχουν καταδικαστεί από την Εκκλησία ως άκρως κακόδοξες πίστεις, διότι συνειδητά η ασυναίσθητα, όσοι δέχονται την αιωνιότητα της ύλης, παραδέχονται τη «θεότητά» της, αφού η αϊδιότητα είναι αποκλειστική ιδιότητα του Θεού!
Η εκ του Θεού δημιουργία του κόσμου φανερώνει περίτρανα την ιερότητα σύμπασας της κτίσεως, διότι είναι προϊόν αγαθότητας και αγιότητας του απόλυτα αγαθού και αγίου Θεού. Τίποτε το κακό δεν υπάρχει στη φύση του υλικού κόσμου, το υπάρχον κακό είναι παρείσακτο από τον εφευρέτη του το διάβολο.

Δυστυχώς όμως η παρουσία του κακού στον κόσμο ταυτίστηκε από κάποιες φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με την φύση του υλικού κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες (ορφικοί, νεο- πλατωνικοί, νεοπυθαγόρειοι κλπ), οι Ινδουιστές, οι Βουδιστές, οι Παρσιστές, οι Γνωστικοί των πρωτοχριστιανικών χρόνων, και διάφοροι αιρετικοί, όπως οι Εγκρατίτες, οι Μοντανιστές, οι Καθαροί και πολλές σύγχρονες προτεσταντικές παραφυάδες θεωρούσαν και θεωρούν την υλική κτίση ως φυσικό κακό και απαξία.

Κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών είναι η απόρριψη του υλικού κόσμου ως κακό και η καλλιέργεια αποστροφής προς αυτόν. Ο ακραίος ασκητισμός όλων αυτών των ομάδων είχε και έχει ως στόχο την απελευθέρωση της ψυχής από τα δεσμά της «κακής» ύλης.

Υπενθυμίζω την πλατωνική ρήση περί του σώματος ως φυλακή της ψυχής, καθώς και τις «απελευθερωτικές» αυτοκτονίες επιφανών αρχαίων φιλοσόφων (Εμπεδοκλή, Ζήνωνος, Κλεάνθους, Πλωτίνου, κλπ)!

Οι ορφικοί δίδασκαν πως οι θεοί έκλεισαν τις ψυχές στα σώματά μας, για να μας τιμωρήσουν και οι στωικοί προέτρεπαν «ευλόγως εξάγειν εαυτόν του βίου» (Διογ. Λαέρτ. 7,130), δηλαδή ωθούσαν στην αυτοκτονία.

Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του διαβόητου κυρηναϊκού φιλοσόφου Ηγεσία, ο οποίος παρότρυνε τους ανθρώπους να αυτοκτονούν και γιʼ αυτό ονομάστηκε «πεισιθάνατος»!

Αν η ύλη αποτελούσε απαξία γιʼ αυτούς και ιδιαίτερα για τους αρχαίους προγόνους μας, περισσότερο απʼ όλα, φρικιαστική αποστροφή αποτελούσε ό,τι υλικό κατάλοιπο (λείψανο) άφηνε ο θάνατος.

Το πτώμα του νεκρού και τα υπάρχοντά του προκαλούσαν τρόμο και φόβο εξαιτίας των εφιαλτικών αντιλήψεων, που είχαν για τη μεταθανάτιο κατάσταση των νεκρών.

Μέσα στα ομηρικά έπη καταγράφονται με τα πλέον μελανά χρώματα η ανείπωτη φρίκη και ο παντοτινός βασανισμός των ψυχών στον σκοτεινό και αραχνιασμένο τόπο, τον Άδη.

Όλες οι ψυχές των θνητών κατέβαιναν χωρίς εξαίρεση στο υποχθόνιο βασίλειο του Πλούτωνα, για να μένουν εσαεί εκεί ως σκιές, για να βασανίζονται αιώνια!

Σύμφωνα με τη βασική δοξασία της αρχαιοελληνικής θρησκείας, ο «θεός» Πλούτωνας έλαβε ως μερίδιο κατά τη μοιρασιά του κόσμου, τον υποχθόνιο τόπο, το σκοτεινό και αιώνιο δεσμωτήριο των θνητών ψυχών! Ο απαίσιος και μισάνθρωπος εκείνος «θεός» είχε απόλυτη κυριότητα στις ψυχές των νεκρών, του ανήκαν δικαιωματικά και δεν τις έδινε πίσω! Ακόμη και ψυχές «θεών» είχε αρπάξει ανεπιστρεπτί (Περσεφόνη) στο τρομερό βασίλειό του!

Τα «Ηλύσια Πεδία» η οι «Νήσοι των Μακάρων» είχαν δημιουργηθεί από τους «θεούς» ως προορισμό αποκλειστικά των θνητών ερωμένων τους και των αλλόκοτων ημιθέων, δηλαδή των κλεψίγαμων παιδιών τους (Πινδ. Ολυμπ. 77–78, Ησιόδ. Έργα και Ημέραι,156–173)!

Ως τον 5ο π. Χ. αιώνα κανένας συγγραφέας δεν αναφέρει ότι στα «Ηλύσια Πεδία» πήγαιναν οι θνητοί, αλλά φυσικός προορισμός τους ήταν ο σκοτεινός και φοβερός Άδης. Μόνο οι «αιρετικοί» ορφικοί ανέπτυξαν τη θεωρία ότι ο ανύπαρκτος αυτός «παράδεισος», ήταν διαθέσιμος για όσους θνητούς, με τον ακραίο ασκητισμό τους, «μπορούσαν να απελευθερωθούν από την ύλη» και για όσους «μυούν ταν» στα μακάβρια «μυστήρια»!

Βιώνοντας οι αρχαίοι αυτήν ακριβώς τη φρικώδη μεταθανάτια κατάσταση αισθάνονταν τέλεια αποστροφή προς το θάνατο, ως στέρηση της ζωής και είσοδο στην ατελεύτητη καταδίκη. Οι επιτάφιοι νεκρικοί θρήνοι τους (τα μοιρολόγια), οι σπαρακτικοί κοπετοί και τα έθιμά τους φανερώνουν ξεκάθαρα τη φρικτή οδύνη, που βίωναν μπροστά στο γεγονός του θανάτου.

Ο Επίκουρος χαρακτήριζε το θάνατο ως «φρικωδέστατον των κακών» (Διογ. Λαέρτ. Επικ.10,125) και μάταια προσπαθούσε με σοφιστείες να μετριάσει τον εσώψυχό του φόβο γιʼ αυτόν. Περισσότερο απʼ όλα απεχθάνονταν οι αρχαίοι το σώμα του νεκρού, η θέα του οποίου τους προκαλούσε φρίκη και φόβο.

Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία πως κατά το μεγάλο λοιμό του 250–251 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια, οι ειδωλολάτρες εγκατέλειπαν αφρόντιστους τους ψυχορραγούντες και άφηναν άταφους τους νεκρούς τους: «απέφευγον τους φιλτάτους καν ταις οδοίς έρριπτον ημιθανείς και νεκρούς άταφους απεσκυβαλίζοντο» Ευσ. Εκκλ. Ιστ. 7,22,9–10).

Την εγκληματική τους ανεπάρκεια αναπλήρωναν οι χριστιανοί, οι οποίοι, με κίνδυνο της ζωής τους φρόντιζαν αδιακρίτως τους ασθενείς και έθαβαν τους νεκρούς, γεγονός που ομολόγησε αργότερα ο εμπαθής και ονειροπαρμένος Ιουλιανός ο Αποστάτης!

Γενικά όσοι ήταν επιφορτισμένοι να φροντίζουν τους νεκρούς θεωρούνταν μιασμένοι και αποκρουστικοί. Κανένας δεν τους πλησίαζε, για να μη μολυνθεί.
Σε περίπτωση που κάποιος ερχόταν σε επαφή με το σώμα του νεκρού ήταν υποχρεωμένος να υποστεί επίμονους και βασανιστικούς καθαρμούς από τους ιερείς, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία!

Τα ιερατεία ήταν υποχρεωμένα να βρίσκονται μακριά από κάθε νεκρική διαδικασία, διότι δε θα μπορούσαν να «ιερατεύσουν»! Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αθηναίοι περιγέλασαν το απόστολο Παύλο, όταν στην περίφημη ομιλία του στην Πνύκα, όταν αναφέρθηκε στην ανάσταση των νεκρών, «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών… εχλεύαζον» (Πράξ.17,32).

Η πικρόχολη εκείνη χλεύη, φανερώνει ξεκάθαρα την τρομερή υπαρξιακή κενότητα της αρχαιοελληνικής σκέψεως και το απάνθρωπο πρόσωπο της «ελληνικής» θρησκείας, η οποία τροφοδοτούσε μανιωδώς με δαιμονική απαισιοδοξία την αρχαιοελληνική κοινωνία!

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να απελευθερώσει καθολικά το ανθρώπινο γένος από τα έργα του διαβόλου και τα δεσμά της αμαρτίας, τα οποία κατά το λόγο του Θεού, οδηγούν αναπόφευκτα στο θάνατο και τα ίδια χαρακτηρίζονται ως «θάνατος» (Ρωμ. 6, 23).

Ο απόστολος Παύλος αναφέρει πως «η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν» (Ρωμ. 5,12). Αντίθετα, κατά τον ιερό Φώτιο, είναι «αναίτιος ο Θεός του θανάτου» (P.G. 101,1036B).

Αλλά η υπέρτατη δωρεά του Χριστού για τον άνθρωπο υπήρξε η νίκη Του κατά του θανάτου.
Ο Χριστός με την σταυρική Του θυσία, τον εκούσιο θάνατό Του και την ένδοξη ανάστασή Του νίκησε ολοκληρωτικά τον όλεθρο του θανάτου, κατάργησε τον καταχθόνιο Άδη και έκλεισε ερμητικά τις πύλες του για τους πιστούς Του.

Ο αναστημένος Κύριός μας έγινε η «απαρχή (της αναστάσεως) των κεκοιμημένων» (Α΄Κορ. 15, 21), δηλαδή έκαμε την αρχή, άνοιξε το δρόμο με την λαμπροφόρο ανάστασή Του για την αιώνια ζωή για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Ο φρικτός Άδης, το προαιώνιο δεσμωτήριο των ψυχών δεν υπάρχει πια. Ο απεχθέστατος και μισάνθρωπος «θεός» Πλούτων (δηλαδή ο Εωσφόρος) νικήθηκε κατά κράτος, χάνοντας οριστικά την πολύτιμη λεία του, τις από αιώνος ψυχές των ανθρώπων.

Το τρομερό υπαρξιακό άχθος δε δικαιολογείται πλέον. Ο φόβος του θανάτου ανήκει στο εφιαλτικό προχριστιανικό παρελθόν και το εξωχριστιανικό παρόν, διότι «το χάρισμα του Θεού (εστι) ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 6,23).

Είναι αυτό που ονομάζει ο Ισαάκ ο Σύρος ως «αίσθησιν αθανάτου ζωής» (Λόγ.38).

Ο θάνατος, από αναπόφευκτη φρικιαστική κατάσταση, έγινε αναπαυτικός ύπνος του σώματος μέχρι που θα σαλπίσει ο άγγελος του Κυρίου την ανάσταση των κεκοιμημένων (A΄ Κορ. 15, 52. Ιωάν. 5, 29).

Όπως ο Χριστός ανάστησε το δικό Του σώμα έτσι θα αναστήσει και τα σώματα των πιστών Του, ως οργανικά κύτταρα του σώματός Του, διότι «σύμφυτοι τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα… ει απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 5–10).

Βιώνοντας αυτή την υπέρτατη δωρεά η Εκκλησία μας, όρισε την ημέρα του θανάτου των αγίων ως την επισημότερη επέτειό τους, ως τη «γενέθλιο ημέρα» τους, κατά την οποία όχι μόνο δεν πέθαναν, αλλά (ανα)γεννήθηκαν εν Χριστώ στη νέα αληθινή και αιώνια ζωή!

Ο μεγάλος χριστιανός φιλόσοφος Μπερδιάγεφ, εκφράζοντας τη γνήσια χριστιανική αντίληψη για το θάνατο, αναφέρει ότι αυτός (ο θάνατος) «μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος είναι προορισμένος για μια άλλη ύψιστη ζωή.

Χωρίς το θάνατο η ύπαρξη θα ήταν ευτελής και ανόητη» (Περί προορισμού του ανθρώπου, σελ. 344)!

Κατά συνέπεια τίποτε το αποκρουστικό δεν έχει ο θάνατος. Δεν δικαιολογείται πια τα σώματα των κεκοιμημένων να προκαλούν φρίκη και φόβο, αλλά πρέπει να τυγχάνουν τιμών και περιποιήσεων, ως αναπόσπαστο κομμάτι της υπόστασης του κεκοιμημένου, διότι κατά τη γενική ανάσταση τα σώματα όλων των κεκοιμημένων θα ενωθούν ξανά με τις ψυχές, αφθαρτοποιημένα πλέον, για να αποτελούν αιώνια και ατελεύτητα την ψυχοσωματική οντότητα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου στη Βασιλεία του Θεού.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «εις τούτο ημάς πεποίηκεν ο Θεός, ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, και της αυτού αϊδιότητος μέτοχοι, και φανώμεν αυτώ όμοιοι κατά την εκ χάριτος θέωσιν» (P.G.90, 1193D).

Γιʼ αυτό και οι χριστιανοί δείχνουν πλήρη περιφρόνηση κατά του θανάτου, η οποία βιώθηκε και βιώνεται από τους διαχρονικούς μάρτυρες της Εκκλησίας μας, γεγονός που χαρακτηρίζεται ως «παραλογισμός» από τις δυνάμεις του κόσμου.

Κατά τον άγιο Ιππόλυτο «το πνεύμα του Πατρός διδάσκει τους μάρτυρας… καταφρονείν μεν του θανάτου, σπεύδειν δε προς επουράνια» (Ιπολ. Εις Δάν. ΙΙ,21). Ο εθνικός σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός με διάθεση ειρωνικού θαυμασμού έγραψε πως οι χριστιανοί μάρτυρες και ομολογητές «καταφρονούσι του θανάτου» (Λουκ. Περί της Περεγρίνου τελευτής 13).

Οι δήμιοι ειδωλολάτρες στα πρωτοχριστιανικά χρόνια έμεναν έκθαμβοι από την προθυμία των μαρτύρων να πεθάνουν για την πίστη τους και τον ηρωισμό τους μπροστά στα φρικτά μαρτύρια.
Το ίδιο γινόταν και επί τουρκοκρατίας με τους σφαγείς μουσουλμάνους, αλλά και τους σύγχρονους (κόκκινους) διώκτες της Εκκλησίας του μαρξιστικού ολέθρου!

Ο κόσμος, όπως αναφέραμε είναι δημιούργημα του Θεού, και γιʼ αυτό ονομάζεται κόσμος, δηλαδή κόσμημα. Δεν ταυτίζουμε τον κόσμο με το Θεό, όπως κάνουν οι κακόδοξοι πανθεϊστές, αλλά κάνουμε τη σαφή διάκριση μεταξύ του άναρχου Θεού Δημιουργού και της εν χρόνω δημιουργίας.

Ο κόσμος είναι προϊόν της αγάπης του Θεού και άρα τυγχάνει της ιδιαίτερης φροντίδας Του. Ολόκληρη την υλική κτίση, ζώσα και άψυχη, τη διαπερνά η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία εκδηλώνεται με τη λειτουργία των αιώνιων φυσικών νόμων, οι οποίοι συγκροτούν και συγκρατούν το σύμπαν.

Η αεί υπάρχουσα στον κόσμο άκτιστη ενέργεια του Θεού αποτελεί για τη χριστιανική διδασκαλία το λόγο της ιερότητάς του. Η είσοδος του κακού στον κόσμο αποτελεί μια επίπονη και θλιβερή παρένθεση, η οποία έκλεισε με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και το επί γης απολυτρωτικό Του έργο.

Η ενανθρώπησή Του αποτελεί ύψιστο τεκμήριο ότι ο καλός λίαν υλικός κόσμος (Γέν. 1,31), έχει καθαγιαστεί από την οργανική μετοχή Του σε αυτόν. Το άχραντο σώμα του Κυρίου υπήρξε ο σύνδεσμος του Θεού και του υλικού κόσμου.

Η θεοποίηση του πραγματικού υλικού σώματος του Κυρίου σημαίνει όχι απλά την ιεροποίηση της κτίσεως, αλλά και αυτήν ακόμα τη θεοποίησή της, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη συντέλεια του κόσμου, αφού «όταν υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιος υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Α΄ Κορ. 15,28).

Πιο αισιόδοξη έκβαση για τη θεία δημιουργία δεν υπάρχει! Μέσα σε αυτή την προοπτική όχι μόνο δικαιολογείται η τιμή των ιερών λειψάνων των αγίων της Εκκλησίας μας, αλλά επιβάλλεται. Δεν υπάρχει, όπως αναφέραμε, τίποτε το μιαρό στον όμορφο κόσμο του Θεού, πολλώ δε μάλλον στο ανθρώπινο πρόσωπο, που είναι η κορωνίδα, το επιστέγασμα και η ευγενέστερη και τελειότερη μορφή της θείας δημιουργίας.

Ιδιαιτέρως ο πιστός χριστιανός με την συσσωμάτωσή του στο μυστικό σώμα του Χριστού, γίνεται μέσω των ιερών μυστηρίων οργανικό και αναπόσπαστο κύτταρό του, καθότι τα «σώματα ημών μέλη Χριστού εστιν» (Α΄Κορ. 5,15).

Οι άγιοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν συνειδητά μέλη Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι ήταν και θα είναι εσαεί, χριστοφόροι, θεοφόροι, φορείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.

Το λέει ξεκάθαρα ο απόστολος Παύλος: «ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Χριστού τηρηθείη» (Α΄Θεσ. 5,23).

Έτσι ο θάνατός τους (για την ακρίβεια η κοίμησή τους), δε διακόπτει αυτή τη μακάρια σχέση με το Θεό. Τα λείψανά τους, προσωρινά χωρισμένα από το πνεύμα τους, συνεχίζουν να είναι μέλη Χριστού και φορείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού, διότι αδιαλείπτως «ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστι» (Α΄ Κορ. 5,17).

Φανερή απόδειξη αυτών τα άπειρα άφθαρτα λείψανα αγίων σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν, διότι, όπως τονίζει ο Μ. Βασίλειος, «ότε υπέρ Χριστού ο θάνατος, τίμια τα λείψανα των οσίων αυτού» (P.G. 30,112).

Τα πιστοποιούν τα απειράριθμα τεμάχια αγίων λειψάνων, τα οποία από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια ως τα σήμερα αποτελούν πολύτιμους θησαυρούς σε όλες τις τοπικές εκκλησίες και τα μοναστήρια μας, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν.
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά πως το λείψανο της αγίας μάρτυρας Ιουλίττης, τοποθετημένο σε περίοπτη θέση της πόλεως «αγιάζει μεν τον τόπον, αγιάζει δε τους εις αυτόν συνόντας» (Θ.Η.Ε., τόμ.8, 113).

Τα τίμια λείψανα των αγίων μας είναι οι αείρρευστες πηγές αγιασμού των πιστών, αντλώντας τον από την αστείρευτη πηγή του αγιασμού, το Θεό!

Ως ορθόδοξοι πιστοί όχι μόνο δεν μας προκαλεί αποστροφή, αηδία και φόβο η θέα των ιερών λειψάνων, αλλά το αντίθετο χαρά, ιλαρότητα, ηρεμία και προπαντός ελπίδα. Οι «Αποστολικές Διαταγές» (4ος αιών.) συστήνουν στους πιστούς: «μη βδελύσεσθε τα τούτων (των μαρτύρων) λείψανα» (ΣΤ, 5-7).

Τιμώντας τα ιερά λείψανα, τιμάμε το Θεό, τον δημιουργό των σωμάτων. Τιμάμε το Χριστό και τα κύτταρα του αγίου σώματός Του. Τιμάμε το Άγιο Πνεύμα του Οποίου η χάρη είναι εναποθηκευμένη σε αυτά, διότι τα σώματα των αγίων «ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν» (Α΄ Κορ. 5,19).

Γιʼ αυτό και μας παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος: «δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. 5,20).

Τιμάμε επίσης στα ιερά λείψανα τη θεοδημιούργητη κοινή μας ανθρώπινη φύση. Κι ακόμη στα ιερά λείψανα τιμάμε την υλική κτίση, της οποίας αυτά είναι ομοούσια και τεθεωμένα μέρη. Ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομιλούν για «άγιο υλισμό», εντελώς διάφορο του δύστηνου αθεϊστικού υλισμού!

Αλλά είναι απαραίτητο να κάνουμε και μια άλλη διευκρίνιση. Μας κατηγορούν οι εκκλησιομάχοι ότι λατρεύουμε πτώματα, ότι είμαστε «πτωματολάτρες».

Απαντούμε για πολλοστή φορά ότι η εν Αγίω Πνεύματι πορευόμενη Εκκλησία μας έχει ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Κάνει την απαραίτητη διάκριση μεταξύ λατρείας, η οποία απευθύνεται μόνο στον Τριαδικό Θεό και μεταξύ τιμής, που απευθύνονται στα δημιουργήματά Του.

Δε λατρεύουμε λοιπόν τα λείψανα των αγίων μας, αλλά τα σεβόμαστε και τα τιμάμε ως μέλη Χριστού. Τα φυλάσσουμε, τα φροντίζουμε και τα αγγίζουμε ως και τα δικά μας μέλη, αφού όλοι οι πιστοί συναποτελούμε ένα σώμα.

Τα ασπαζόμαστε με ευλάβεια, για να αγιαστούμε από αυτά, αφού είναι κεχαριτωμένα και αγιασμένα. Οι πρώτοι χριστιανοί κατά την περίοδο των διωγμών, στις κατακόμβες, τελούσαν τη Θεία Λειτουργία επάνω στους τάφους των μαρτύρων.

Αυτή η συνήθεια συνεχίζεται ως τις μέρες μας, κατά την τελετή των εγκαινίων των ναών τοποθετούνται ιερά λείψανα στην αγία Τράπεζα, όπως «υποκάτω του θυσιαστηρίου (είναι) αι ψυχαί των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού» (Αποκ.6,9), όπως θεσμοθέτησε με τον ζ΄ κανόνα της η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Ο πρώτος διδάξας το μίσος και την αποστροφή κατά των ιερών λειψάνων είναι ο διάβολος. Ο αγιασμός και η σωτηρία του ανθρώπου τον βασανίζει απελπιστικά. Οι άγιοι είναι τα πλέον μισητά όντα για εκείνον, γιʼ αυτό εκδηλώνει το άσβεστο μίσος στα τίμια και αγιασμένα λείψανά τους. Είναι γνωστό το υβρεολόγιο των πονηρών πνευμάτων, μέσω άτυχων ασθενών δαιμονισμένων, κατά των ιερών λειψάνων, σε μεγάλες πανηγύρεις, όπως λ.χ. του αγίου Γερασίμου στην Κεφαλονιά!

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει πως «των γαρ λειψάνων φερομένων» κατανικάται «των δαιμόνων η δύναμις» (P.G. 63,470).

Οι ειδωλολάτρες διώκτες των πρώτων χριστιανών μισούσαν με πάθος το σέβας τους προς τα σώματα των καλλινίκων μαρτύρων, και γιʼ αυτό φρόντιζαν να τα εξαφανίζουν. Ο θρησκομανής αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε δώσει διαταγή να καίγονται μαζί με τα βιβλία των χριστιανών και τα λείψανα των μαρτύρων!

Ορδές φανατικών ειδωλολατρών, με επικεφαλής τους αδίστακτους ιερείς των ειδώλων, εξαφάνισαν το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων των μαρτύρων, που κατείχε η Εκκλησία ως τότε!

Ό,τι διασώθηκε το αποτέλειωσε η μανία του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363), ο οποίος ξέσπασε με ανείπωτη μανία κατά των ιερών λειψάνων της Αντιόχειας, διότι του διαμήνυσε ο μάντης του «Δαφναίου Απόλλωνα» ότι δε μπορούσε να χρησμοδοτήσει λόγω της ύπαρξης παρακείμενα του ιερού λειψάνου του αγίου μάρτυρα Βαβύλα.

Ο άθλιος χριστιανομάχος αυτοκράτορας κατέστρεψε το ιερό λείψανο και μαζί χιλιάδες άλλα λείψανα, με αποκορύφωμα τη βεβήλωση και καταστροφή των λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου στην Παλαιστίνη!

Σε ολόκληρη την αυτοκρατορία έλαβαν χώρα απίστευτες βεβηλώσεις χριστιανικών τάφων από στίφη φανατικών ειδωλολατρών. Τότε καταστράφηκε το εναπομείναν μέρος των ιερών λειψάνων μαρτύρων της περιόδου των διωγμών, εκτός ελαχίστων.
Σε πολλές περιπτώσεις αναμείγνυαν τα ιερά λείψανα με οστά ζώων και τα έριχναν σε χωνευτήρια, για να μη είναι δυνατή η αναγνώρισή τους! Είναι πια ολοφάνερο: η μανία των χριστιανομάχων κατά των ιερών λειψάνων υποβάλλεται αναμφίβολα από τον υποβολέα τους το διάβολο και γιʼ αυτό εκδηλώνεται με τόση διαβολική μανία!

Στους ειδωλολάτρες και στους σύγχρονους «ορθολογιστές» η θέα των νεκρών και των τάφων γεννούσε και γεννά αισθήματα τρόμου, αποστροφής και απαισιοδοξίας, διότι τους θυμίζει την εκμηδένισή τους.

Γιʼ αυτό ζητούν επίμονα την αποτέφρωση των πτωμάτων, να απαλλαχτούν από αυτά το συντομότερο δυνατό και οριστικά!

Αντίθετα σε εμάς τους πιστούς η επαφή μας με τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, τα κοιμητήρια και τα ιερά λείψανα των αγίων μας, γεννά αισθήματα αισιοδοξίας, ηρεμίας και μακάριας ελπίδος, διότι όπως επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος «μνήματα αγίων ου σοροί και λάρνακες και στήλαι και γράμματα, αλλʼ έργων κατορθώματα και πίστεως ζήλος» (P.G. 50,600).

Για να βεβαιωθεί κάποιος ας ανατρέξει στις παλαιοχριστιανικές κατακόμβες, για να διαπιστώσει από το διάκοσμο και τις επιτάφιες επιγραφές τη ριζικά διαφορετική μας αντιμετώπιση του θανάτου. Αναφέρουμε για παράδειγμα την εξής επιτάφια επιγραφή, η οποία βρέθηκε σε κατακόμβη της Ρώμης: «Η σαρξ ενθάδε κείται, ψυχή δε ανακαινισθείσα τω πνεύματι Χριστού, εις ουρανόν Χριστού βασιλείαν μετά των αγίων ανελήφθη».

Εδώ ο τάφος δεν είναι μακάβριο θέαμα, αλλά πηγή μακάριας ελπίδος!

Τα οστεοφυλάκια στα μοναστήρια μας είναι χώροι περισυλλογής των μοναχών. Η κοίμηση του πιστού όχι μόνον δεν είναι εκμηδένιση, αλλά η αναγέννησή του εν Χριστώ στην αιώνια ζωή και η είσοδός του στην ατέρμονη βασιλεία του Θεού.

Στον οδυρμό της απελπισίας των χριστιανομάχων μπροστά στο θάνατο και στον εφιαλτικό τους διαρκή τρόμο για την εκμηδένισή τους, αντιπαραθέτουμε, όχι απλά την πίστη μας, αλλά τη βεβαιότητά μας, για την αιώνια ζωή μας, η οποία απορρέει από την ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Στη φρικιαστική προσμονή των νεοπαγανιστών να βρεθούν δικαιωματικά μετά θάνατον στο σκοτεινό και αραχνιασμένο «βασίλειο» του κορυφαίου «θεού» τους Πλούτωνα, αντιπαραθέτουμε τη μακάρια και βεβαία ελπίδα μας να βρεθούμε κάτω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού, να ακτινοβολούμε το εκτυφλωτικό φως της Θεότητας, να συμβασιλεύουμε με το Χριστό μας ατελεύτητα στους αιώνες, διότι δεν είμαστε πια απλοί λάτρεις Του, όπως οι παγανιστές των «θεών» τους, αλλά «υιοί και κληρονόμοι Θεού δια Χριστού» (Γαλ. 4,7)!

Ο θάνατος, η φθορά και η εκμηδένιση είναι «προνόμια» μόνο των απίστων! Αντίθετα «ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Α΄ Ιωάν. 3,14).
Σκωληκόβρωτα, αηδιαστικά και αποκρουστικά είναι τα πτώματα των απίστων, τα οποία προορίζονται για να σαπίσουν στον τάφο η να καρβουνιάσουν στους μακάβριους αποτεφρωτήρες.

Αφόρητη μπόχα θανάτου αποπνέουν τα λείψανα εκείνων των ανθρώπων που εθελούσια αποκόπηκαν από την πηγή της αφθαρσίας, το Χριστό. Τουναντίον, τα τίμια λείψανα των αγίων μας είναι «τιμιώτερα λίθων πολυτελών και δοκιμώτερα υπέρ χρυσίον» (Μαρτ. αγ. Πολυκ. P.G. 5,1044Α), «θησαυρός ατίμητος… τη αγία Εκκλησία καταληφθέντα» (Μαρτ. αγ. Ιγνατίου, ΘΗΕ, τόμ.8, στ.113), ως μέλη Χριστού, και «ενώσει αφάτω» με το δικό Του σώμα κατά τον άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο.

Είναι θεοποιημένα και αφθαρτοποιμένα σώματα και μέλη, εις τύπον του ενδόξως αναστημένου σώματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α´ Κορ.15,44), ο Οποίος φέρει «εν εαυτώ κινουμένην ζωήν… αΐδιον και μηδενί θανάτω περατουμένην» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (P.G. 91,1144C).

Τέτοια τιμή και ύμνος για το ανθρώπινο σώμα δεν έχει αποδοθεί ποτέ άλλοτε από κανέναν! Μόνο εμείς τιμάμε το θεοδημιούργητο ανθρώπινο σώμα μέχρι το έσχατο μικρομόριό του στα τιμημένα λείψανα των αγίων μας, σε αντίθεση με τους άθλιους συκοφάντες μας, οι οποίοι το καταφρονούν κατάφορα.

Η δική μας φιλανθρωπία φτάνει και ως τους νεκρούς, ενώ η δική τους δεν ξεπερνά τον εαυτό τους. Αυτή είναι μια από τις πάμπολλες ειδοποιείς διαφορές μας…



Ορθόδοξος Τύπος 1 και 8 Ιουλίου '11

Διαβάστε ακόμη
Τα τίμια Λείψανα
Θέματα Ορθοδόξου Κατηχήσεως. Πιστεύουμε πως το σώμα του ανθρώπου, που προσλαμβάνεται στην Εκκλησία, γίνεται δοχείο της άκτιστης θείας ενέργειας...

Ακούστε ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε κλίκ στην εικόνα)

Ακούστε  ΡΑΔΙΟ ΦΛΟΓΑ ( κάντε  κλίκ στην εικόνα)
(δοκιμαστική περίοδος )